Παύλος ο εν Αγίοις Πατήρ ημών ο ονομασθείς Απλούς ήτο Αιγύπτιος το
γένος, σύγχρονος υπάρχων του Οσίου Πατρός ημών Αντωνίου του Μεγάλου, γεωργός το
επάγγελμα, απλοϊκός τους τρόπους καθ’ υπερβολήν, άκακος και άπλαστος κατά την
γνώμην, τόσον ώστε ουδείς άλλος ηδύνατο να τον υπερβάλη. Είχε δε ο ευλογημένος
και γυναίκα κακότροπον και μοιχαλίδα, η οποία μοιχευομένη επί πολύν χρόνον
εκρύπτετο από τον Όσιον. Ημέραν δε τινά συνέπεσε να έλθη ο Όσιος εκ του αγρού
εις ώραν κατά την οποίαν δεν ανεμένετο.
Ευρών δε την γυναίκα του μοιχευομένην εις τον οίκον του, γελάσας σεμνώς είπε προς την μοιχαλίδα: «Καλώς· δεν με ενδιαφέρει τίποτε πλέον· όμως από του νυν και εις το εξής ούτε θέλω να σε ίδω με τους οφθαλμούς μου». Προς δε τον μοιχόν είπεν: «Έχε την γυναίκα μου ταύτην συ από του νυν, καθώς και τα παιδία αυτής, εγώ δε υπάγω να γίνω Μοναχός». Μετέβη τότε εις τον Μέγαν Αντώνιον και αφού εκτύπησε την θύραν αυτού, εξήλθεν ο θείος Αντώνιος και λέγει προς αυτόν· «Ποίος είσαι, αδελφέ, και τι ζητείς εδώ»; Απεκρίθη ο Παύλος· «Ξένος είμαι και ήλθον εις σε, ίνα γίνω Μοναχός». Λέγει ο Όσιος Αντώνιος· «Εξήκοντα ετών γέρων δεν ημπορεί να γίνη Μοναχός, ούτε δύναται να υπομείνη τας θλίψεις και την στενότητα της ερήμου. Αλλ’ εάν θέλης, ύπαγε εις Κοινόβιον, ίνα και τα σωματικά αγαθά πλούσια εύρης εκεί και διανύσης ακόπως την ζωήν σου με τους κοινοβιάτας Μοναχούς, διότι οι αδελφοί θέλουν βοηθήσει την αδυναμίαν σου· εγώ δε κάθημαι μόνος και ανά πέντε ημέρας τρώγω άρτον μετ’ οικονομίας». Ο μακάριος Παύλος όμως δεν ήθελε να ακούση τον Γέροντα, αλλ’ εφρόντιζε να γίνη δεκτός προς συγκατοίκησιν μετ’ αυτού. Μη δυνηθείς λοιπόν ο Αντώνιος να διώξη αυτόν, έκλεισε την θύραν του σπηλαίου και αφήκεν αυτόν έξω τρεις ημέρας, χωρίς να εξέλθη να τον ίδη· ο δε Παύλος έμεινε νήστις, αλλά δεν έφυγε. Την δε τετάρτην ημέραν, έχων ανάγκην ο Μέγας Αντώνιος ήνοιξε την θύραν του σπηλαίου και ευρίσκων έξω τον Παύλον του λέγει· «Φύγε, γέρων, απ’ εδώ και μη με βιάζης, διότι δεν δύνασαι να μείνης μετ’ εμού». Ο Παύλος τότε απεκρίθη· «Αδύνατον είναι να μεταβώ εις άλλο μέρος». Ιδών λοιπόν ο θείος Αντώνιος, ότι δεν είχεν ούτε δισάκκιον, ούτε άρτον, ούτε άλλο τι, λέγει προς αυτόν· «Εάν έχης υπακοήν και εκτελής αόκνως και αγογγύστως τας παραγγελίας μου, γνώριζε ότι και εδώ ημπορείς να σωθής· εάν όμως δεν πράττης ό,τι θα σου λέγω, διατί να κοπιάσης ματαίως και δεν επανέρχεσαι εκεί οπόθεν ήλθες»; Αποκριθείς δε ο μακάριος Παύλος είπε· «Όσα με προστάζεις, όλα θέλω εκτελεί προθύμως». Τότε είπε προς αυτόν αυστηρά ο Αντώνιος· «Στήθι και προσεύχου, μέχρις ου εισέλθω εις το σπήλαιον και φέρω εις σε εργόχειρον». Εισελθών δε ο Αντώνιος εν τω σπηλαίω, έβλεπεν έξω εκ τινος μικράς θυρίδος τον Παύλον, όστις ίστατο ακίνητος και προσηύχετο. Μετά τινας ημέρας και αφ’ ου κατεξηράνθη ο Παύλος υπό του καύματος του ηλίου, εξήλθεν ο Αντώνιος εκ του σπηλαίου και βρέξας λωρίδας φύλλων φοινίκων, λέγει προς τον Παύλον· «Λάβε ταύτα και πλέξον σειράν, καθώς βλέπεις εμέ πλέκοντα». Έπλεξε λοιπόν ο Παύλος μέχρι της ενάτης ώρας δέκα πέντε οργυιάς μετά πολλού κόπου. Τότε λέγει προς αυτόν ο Αντώνιος· «Κακώς έπλεξας την σειράν, χάλασον λοιπόν αυτήν και πλέξον πάλιν εξ αρχής». Ήτο δε ο Παύλος νήστις επτά ημέρας, ταύτα δε έπραττεν ο Αντώνιος, ίνα τον στενοχωρήση και αναχωρήση. Ο δε Παύλος με μακροθυμίαν, αλλά και σπουδήν, εχάλασε την σειράν και έπλεξε πάλιν αυτήν εξ αρχής αγογγύστως. Βλέπων τούτο ο Άγιος Αντώνιος εξεπλάγη. Όθεν συμπονέσας αυτόν, κατά την δύσιν του ηλίου λέγει προς αυτόν· «Θέλεις να φάγωμεν άρτον»; Ο Παύλος απεκρίθη· «Καθώς νομίζεις, ποίησον». Ούτος δε ο λόγος περισσότερον συνεκίνησε την καρδίαν του Αντωνίου. Ετοιμάσας λοιπόν τράπεζαν, έθηκεν επ’ αυτής τέσσαρα τεμάχια άρτου, έκαστον των οποίων εζύγιζε τεσσαράκοντα οκτώ δράμια και το μεν εν εξ αυτών έβρεξε δια τον εαυτόν του, τα δε άλλα τρία δια τον Παύλον. Ήρχισε δε ευθύς ο Μέγας Αντώνιος να λέγη ψαλμόν τινά. Ίνα δοκιμάση δε και εις αυτό τον Παύλον, έψαλλε δις τον αυτόν ψαλμόν. Αλλ’ ο Παύλος προσηύχετο προθυμότερον του Αντωνίου. Τότε ο Αντώνιος λέγει· «Παύλε, κάθησον μεν εις την τράπεζαν, αλλά μη τρώγης, βλέπε δε μόνον και πρόσεχε εις τα παρατεθειμένα». Επειδή δε ο Παύλος και τούτο μετά προθυμίας εποίησε, λέγει προς αυτόν ο Αντώνιος· «Εγέρθητι εκ της τραπέζης, κάμε την προσευχήν σου, και ύπαγε να κοιμηθής». Ο δε Παύλος, χωρίς να φάγη καθόλου άρτον, εποίησε καθώς προσετάχθη και ύπνωσε. Κατά δε το μεσονύκτιον ηγέρθη ο θείος Αντώνιος δια προσευχήν, ήγειρε δε και τον Παύλον και παρέτεινε την προσευχήν μέχρι της ενάτης ώρας της ημέρας εκείνης. Όταν δε έγινεν εσπέρα βαθεία και ενύκτωσε, ητοίμασεν ο Αντώνιος τράπεζαν και ήρχισε ψάλλων και προσευχόμενος. Αφ’ ου λοιπόν προσηυχήθησαν, εκάθησαν εις την τράπεζαν και ο μεν θείος Αντώνιος έφαγε το εν τεμάχιον και άλλο δεν ήγγισεν, ο δε Παύλος, επειδή έτρωγεν αργότερα, είχεν ακόμη υπόλοιπον εκ του πρώτου τεμαχίου. Αφ’ ου δε το έφαγεν όλον, λέγει προς αυτόν ο Μέγας Αντώνιος· «Φάγε, παππία, και άλλο τεμάχιον». Απεκρίθη ο Παύλος· «Εάν φάγης συ, τότε θα φάγω και εγώ». Λέγει ο θείος Αντώνιος· «Εις εμέ είναι αρκετόν το εν τεμάχιον, διότι είμαι Μοναχός». Απεκρίθη ο Παύλος· «Επειδή λοιπόν και εγώ μέλλω να γίνω Μοναχός, αρκετόν είναι και εις εμέ το εν τεμάχιον». Όθεν εγερθέντες και οι δύο έψαλλον και ολίγον κοιμηθέντες, πάλιν ηγέρθησαν και έψαλλον, έως ου εξημέρωσεν. Έπειτα ο Άγιος Αντώνιος έστειλε τον Παύλον να περιπατήση τρεις ημέρας εις την έρημον και κατόπιν να επανέλθη. Αφ’ ου δε επέστρεψεν, ήλθον αδελφοί τινες εις τον Αντώνιον. Επρόσεχε τότε ο Παύλος τι έμελλε να προσταχθή παρά του Αντωνίου· ο δε θείος Αντώνιος μειδιών λέγει προς τον Παύλον· «Υπηρέτησον τους αδελφούς σιωπών και μη γευθής τίποτε έως ότου αναχωρήσουν». Αφού δε παρήλθον τρεις ακόμη ημέραι, κατά τας οποίας ο μακάριος Παύλος εξετέλει την εντολήν, χωρίς να είπη λόγον τινά και χωρίς να γευθή ουδέ την ελαχίστην τροφήν, ηρώτησαν τούτον οι αδελφοί· «Διατί σιωπάς»; Επειδή δε ο Παύλος δεν απεκρίνετο, λέγει προς αυτόν ο Αντώνιος· «Ομίλησον εις τους αδελφούς». Τότε ο Παύλος ωμίλησε προς αυτούς. Ημέραν τινά αδελφός τις έφερεν εις τον Αντώνιον σταμνίον μέλιτος, ο δε Αντώνιος έχυσεν αυτό εις την γην, ειπών εις τον Παύλον· «Σύλλεξον με οστρείδιον το μέλι τόσον καλά, ώστε να μη χαθή ούτε ρανίς εξ αυτού». Αλλά και με τον λόγον τούτον ουδόλως εταράχθη ο Παύλος ούτε παρήκουσεν, αλλ’ εξετέλεσε προθύμως την εντολήν. Άλλοτε προσέταξεν αυτόν ο Αντώνιος να αντλή ύδωρ εκ του εκεί φρέατος και να το χύνη εις την γην ασκόπως καθ’ όλην την ημέραν. Άλλοτε πάλιν έσχισεν ο Αντώνιος το ένδυμα του Παύλου και κατόπιν τον διέταξε να το ράψη. Όταν πλέον είδεν ο Μέγας Αντώνιος, ότι ο Παύλος αγογγύστως και αδιστάκτως εκτελεί πάσαν προσταγήν του, λέγει προς αυτόν· «Πρόσεχε, αδελφέ, και εάν ημπορής να πράττης ούτω καθ’ εκάστην, μένε μετ’ εμού, αν δε δεν δύνασαι, ύπαγε εκεί, από όπου ήλθες». Αποκρίθη τότε ο Παύλος προς τον Αντώνιον· «Αν έχης να προστάξης τίποτε περισσότερον από ό,τι με επρόσταξες έως τώρα, δεν γνωρίζω. Όλα όμως όσα έως τώρα με επρόσταξες να πράξω, όλα τα έπραξα, με όσην ηδυνήθην προθυμίαν». Τόσην δε υπακοήν και ταπείνωσιν απέκτησε ο μακάριος Παύλος, ώστε δια τας αρετάς του ταύτας ηξιώθη παρά του Θεού της δυνάμεως τού να διώκη δαιμόνια. Τούτο πληροφορηθείς παρά Θεού ο Μέγας Αντώνιος, εκράτησε μετ’ αυτού τον μακάριον Παύλον επί τι ακόμη διάστημα, όταν δε έκρινε τον καιρόν κατάλληλον, είπε προς αυτόν· «Εν ονόματι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού έγινες πλέον τέλειος Μοναχός. Με την χάριν λοιπόν και την του Κυρίου οδηγίαν, σου κτίζω κελλίον ιδιαίτερον, τρία έως τέσσαρα μίλια μακράν από το ιδικόν μου, εις αυτό δε να κατοικήσης με το έλεος του Θεού, ο οποίος θέλει σου δώσει δύναμιν και βοήθειαν να αντιπολεμήσης προς τας ενεργείας του δαίμονος». Κατοικήσας λοιπόν μόνος ο τρισόλβιος Παύλος ο Απλούς εν ολόκληρον έτος, ηξιώθη παρά Θεού να κάμνη θαύματα, διώκων δαιμόνια και απομακρύνων πάσαν ασθένειαν, αγωνιζόμενος τελειότατα τον δρόμον της ασκήσεως. Ημέραν δε τινά έφεραν εις τον Μέγαν Αντώνιον νέον έχοντα φοβερόν και αγριώτατον δαιμόνιον, τον άρχοντα των δαιμονίων, όστις ετόλμα να βλασφημή εις τον ουρανόν. Τούτον ιδών ο Άγιος, είπεν εις εκείνους όπου τον έφεραν· «Δεν είναι ιδική μου υπηρεσία αυτή. Διότι δεν μου εδόθη ακόμη η χάρις να διώκω το άρχον τάγμα των δαιμόνων· τούτο το χάρισμα έχει δοθή παρά Θεού εις τον Παύλον τον Απλούν». Ταύτα δε ειπών ο Μέγας Αντώνιος, ωδήγησεν αυτούς εις τον μακάριον Παύλον, προς τον οποίον, όταν έφθασαν, είπε ταύτα· «Αββά Παύλε, εκδίωξον το δαιμόνιον από τούτον τον άνθρωπον δια να υπάγη εις τον οίκον του υγιής και να ευχαριστή και να δοξάζη τον Θεόν». Ηρώτησε τότε ο Παύλος· «Διατί, Αββά, δεν το διώκεις σύ»; Απεκρίθη ο Αντώνιος· «Δεν έχω καιρόν, επειδή είμαι απησχολημένος με άλλην υπηρεσίαν». Ταύτα δε ειπών ανεχώρησε δια το κελλίον του. Εγερθείς τότε ο μακάριος και απλούστατος Παύλος έκαμε θερμήν προσευχήν προς τον Θεόν και μετά την προσευχήν είπε και έφεραν έμπροσθέν του τον δαιμονιζόμενον. Λέγει δε τότε προς αυτόν· «Ο Αββάς Αντώνιος σε προστάζει να φύγης από τον άνθρωπον». Απεκρίθη με αυθάδειαν το ακάθαρτον πνεύμα· «Δεν αναχωρώ, καλόγηρε». Τότε ο Παύλος έλαβε την ποδίαν του ενδύματός του και εκτύπα με αυτήν την πλάτην του δαιμονιζομένου λέγων· «Ο Αββάς Αντώνιος είπε να εξέλθης». Ο δε δαίμων περιεγέλα περισσότερον τον Αντώνιον και τον Παύλον λέγων· «Σεις οι πολυφάγοι, οι μάταιοι, οι αχόρταγοι, σεις όπου δεν ευχαριστείσθε με τα ιδικά σας, αλλά αρπάζετε και τα ξένα, τι έχετε, κακόγηροι, με ημάς; Διατί μας παιδεύετε»;Είπεν αυστηρώς ο Παύλος· «Αναχωρείς δαίμον; Ή να υπάγω να το ειπώ εις τον Χριστόν; Εκείνος θέλει τότε τιμωρήσει, ταλαίπωρε, σκληρώς την αυθάδειάν σου». Ο δαίμων όμως εκακολόγει και τον Ιησούν, φωνάζων ότι δεν αναχωρεί. Εις αυτό το πείσμα του δαίμονος αδημονήσας ο μακάριος Παύλος, εξήλθε του κελλίου και εστάθη απέναντι του ηλίου, ο οποίος καίει εκεί εις την Αίγυπτον, όπως έκαιεν η κάμινος της Βαβυλώνος. Σταθείς λοιπόν εν ώρα μεσημβρίας ο Όσιος, ώσπερ στύλος ασάλευτος, προσηύχετο, λέγων· «Κύριε Ιησού Χριστέ, όπου εσταυρώθης επί Ποντίου Πιλάτου, συ γνωρίζεις, ότι ούτε από τον τόπον τούτον αναχωρώ, ούτε τρώγω, ούτε πίνω, έως ότου αποθάνω, αν δεν μου επακούσης, τώρα, να διώξης αυτόν τον δαίμονα από το πλάσμα σου και να το ελευθερώσης από το ακάθαρτον πνεύμα». Δεν είχεν ακόμη τελειώσει την δέησιν ο ταπεινότατος και άκακος Παύλος και έκραξε μεγάλη φωνή το δαιμόνιον, λέγον· «Φεύγω, φεύγω. Εξέρχομαι δια της βίας, διότι εκδιώκομαι βασανιζόμενος· αναχωρών δε από τον άνθρωπον τούτον και ποτέ πλέον δεν θέλω πλησιάσει εις αυτόν. Η ταπείνωσις και η απλότης του Παύλου με αποδιώκει και δεν γνωρίζω που να κατοικήσω». Ευθύς τότε εξήλθεν ο δαίμων και μετεσχηματίσθη εις δράκοντα φοβερόν και μέγαν φαινόμενον, έχοντα μήκος έως εβδομήκοντα πήχεων. Εσύρετο δε προς την Ερυθράν θάλασσαν. Τοιαύτη χάρις εδόθη εις τον Όσιον Παύλον δι’ ολίγον καιρόν, δια την πραότητα και την ακακίαν όπου είχε, καθώς λέγει ο Κύριος· «Εις ποίον άλλον να κατοικήσω; Εις ποίον άλλον να δώσω την χάριν μου περισσότερον, παρά εις εκείνον όπου είναι πράος και ταπεινός και υπακούει εις τους λόγους μου»; (Ησαϊας ξστ: 2). Αυτά είναι τα έργα και αι αρεταί του μακαρίου και Οσιωτάτου Παύλου του πράου και ταπεινού, τα οποία μετά συντομίας διηγήθημεν. Ωνομάσθη δε Απλούς και άκακος από όλην την αδελφότητα της ερήμου. Αξίως δε τον Θεόν θεραπεύσας απήλθεν εις τας αιωνίους μονάς. Ου ταις πρεσβείαις τύχοιμεν των αιωνίων αγαθών. Αμήν.
Ευρών δε την γυναίκα του μοιχευομένην εις τον οίκον του, γελάσας σεμνώς είπε προς την μοιχαλίδα: «Καλώς· δεν με ενδιαφέρει τίποτε πλέον· όμως από του νυν και εις το εξής ούτε θέλω να σε ίδω με τους οφθαλμούς μου». Προς δε τον μοιχόν είπεν: «Έχε την γυναίκα μου ταύτην συ από του νυν, καθώς και τα παιδία αυτής, εγώ δε υπάγω να γίνω Μοναχός». Μετέβη τότε εις τον Μέγαν Αντώνιον και αφού εκτύπησε την θύραν αυτού, εξήλθεν ο θείος Αντώνιος και λέγει προς αυτόν· «Ποίος είσαι, αδελφέ, και τι ζητείς εδώ»; Απεκρίθη ο Παύλος· «Ξένος είμαι και ήλθον εις σε, ίνα γίνω Μοναχός». Λέγει ο Όσιος Αντώνιος· «Εξήκοντα ετών γέρων δεν ημπορεί να γίνη Μοναχός, ούτε δύναται να υπομείνη τας θλίψεις και την στενότητα της ερήμου. Αλλ’ εάν θέλης, ύπαγε εις Κοινόβιον, ίνα και τα σωματικά αγαθά πλούσια εύρης εκεί και διανύσης ακόπως την ζωήν σου με τους κοινοβιάτας Μοναχούς, διότι οι αδελφοί θέλουν βοηθήσει την αδυναμίαν σου· εγώ δε κάθημαι μόνος και ανά πέντε ημέρας τρώγω άρτον μετ’ οικονομίας». Ο μακάριος Παύλος όμως δεν ήθελε να ακούση τον Γέροντα, αλλ’ εφρόντιζε να γίνη δεκτός προς συγκατοίκησιν μετ’ αυτού. Μη δυνηθείς λοιπόν ο Αντώνιος να διώξη αυτόν, έκλεισε την θύραν του σπηλαίου και αφήκεν αυτόν έξω τρεις ημέρας, χωρίς να εξέλθη να τον ίδη· ο δε Παύλος έμεινε νήστις, αλλά δεν έφυγε. Την δε τετάρτην ημέραν, έχων ανάγκην ο Μέγας Αντώνιος ήνοιξε την θύραν του σπηλαίου και ευρίσκων έξω τον Παύλον του λέγει· «Φύγε, γέρων, απ’ εδώ και μη με βιάζης, διότι δεν δύνασαι να μείνης μετ’ εμού». Ο Παύλος τότε απεκρίθη· «Αδύνατον είναι να μεταβώ εις άλλο μέρος». Ιδών λοιπόν ο θείος Αντώνιος, ότι δεν είχεν ούτε δισάκκιον, ούτε άρτον, ούτε άλλο τι, λέγει προς αυτόν· «Εάν έχης υπακοήν και εκτελής αόκνως και αγογγύστως τας παραγγελίας μου, γνώριζε ότι και εδώ ημπορείς να σωθής· εάν όμως δεν πράττης ό,τι θα σου λέγω, διατί να κοπιάσης ματαίως και δεν επανέρχεσαι εκεί οπόθεν ήλθες»; Αποκριθείς δε ο μακάριος Παύλος είπε· «Όσα με προστάζεις, όλα θέλω εκτελεί προθύμως». Τότε είπε προς αυτόν αυστηρά ο Αντώνιος· «Στήθι και προσεύχου, μέχρις ου εισέλθω εις το σπήλαιον και φέρω εις σε εργόχειρον». Εισελθών δε ο Αντώνιος εν τω σπηλαίω, έβλεπεν έξω εκ τινος μικράς θυρίδος τον Παύλον, όστις ίστατο ακίνητος και προσηύχετο. Μετά τινας ημέρας και αφ’ ου κατεξηράνθη ο Παύλος υπό του καύματος του ηλίου, εξήλθεν ο Αντώνιος εκ του σπηλαίου και βρέξας λωρίδας φύλλων φοινίκων, λέγει προς τον Παύλον· «Λάβε ταύτα και πλέξον σειράν, καθώς βλέπεις εμέ πλέκοντα». Έπλεξε λοιπόν ο Παύλος μέχρι της ενάτης ώρας δέκα πέντε οργυιάς μετά πολλού κόπου. Τότε λέγει προς αυτόν ο Αντώνιος· «Κακώς έπλεξας την σειράν, χάλασον λοιπόν αυτήν και πλέξον πάλιν εξ αρχής». Ήτο δε ο Παύλος νήστις επτά ημέρας, ταύτα δε έπραττεν ο Αντώνιος, ίνα τον στενοχωρήση και αναχωρήση. Ο δε Παύλος με μακροθυμίαν, αλλά και σπουδήν, εχάλασε την σειράν και έπλεξε πάλιν αυτήν εξ αρχής αγογγύστως. Βλέπων τούτο ο Άγιος Αντώνιος εξεπλάγη. Όθεν συμπονέσας αυτόν, κατά την δύσιν του ηλίου λέγει προς αυτόν· «Θέλεις να φάγωμεν άρτον»; Ο Παύλος απεκρίθη· «Καθώς νομίζεις, ποίησον». Ούτος δε ο λόγος περισσότερον συνεκίνησε την καρδίαν του Αντωνίου. Ετοιμάσας λοιπόν τράπεζαν, έθηκεν επ’ αυτής τέσσαρα τεμάχια άρτου, έκαστον των οποίων εζύγιζε τεσσαράκοντα οκτώ δράμια και το μεν εν εξ αυτών έβρεξε δια τον εαυτόν του, τα δε άλλα τρία δια τον Παύλον. Ήρχισε δε ευθύς ο Μέγας Αντώνιος να λέγη ψαλμόν τινά. Ίνα δοκιμάση δε και εις αυτό τον Παύλον, έψαλλε δις τον αυτόν ψαλμόν. Αλλ’ ο Παύλος προσηύχετο προθυμότερον του Αντωνίου. Τότε ο Αντώνιος λέγει· «Παύλε, κάθησον μεν εις την τράπεζαν, αλλά μη τρώγης, βλέπε δε μόνον και πρόσεχε εις τα παρατεθειμένα». Επειδή δε ο Παύλος και τούτο μετά προθυμίας εποίησε, λέγει προς αυτόν ο Αντώνιος· «Εγέρθητι εκ της τραπέζης, κάμε την προσευχήν σου, και ύπαγε να κοιμηθής». Ο δε Παύλος, χωρίς να φάγη καθόλου άρτον, εποίησε καθώς προσετάχθη και ύπνωσε. Κατά δε το μεσονύκτιον ηγέρθη ο θείος Αντώνιος δια προσευχήν, ήγειρε δε και τον Παύλον και παρέτεινε την προσευχήν μέχρι της ενάτης ώρας της ημέρας εκείνης. Όταν δε έγινεν εσπέρα βαθεία και ενύκτωσε, ητοίμασεν ο Αντώνιος τράπεζαν και ήρχισε ψάλλων και προσευχόμενος. Αφ’ ου λοιπόν προσηυχήθησαν, εκάθησαν εις την τράπεζαν και ο μεν θείος Αντώνιος έφαγε το εν τεμάχιον και άλλο δεν ήγγισεν, ο δε Παύλος, επειδή έτρωγεν αργότερα, είχεν ακόμη υπόλοιπον εκ του πρώτου τεμαχίου. Αφ’ ου δε το έφαγεν όλον, λέγει προς αυτόν ο Μέγας Αντώνιος· «Φάγε, παππία, και άλλο τεμάχιον». Απεκρίθη ο Παύλος· «Εάν φάγης συ, τότε θα φάγω και εγώ». Λέγει ο θείος Αντώνιος· «Εις εμέ είναι αρκετόν το εν τεμάχιον, διότι είμαι Μοναχός». Απεκρίθη ο Παύλος· «Επειδή λοιπόν και εγώ μέλλω να γίνω Μοναχός, αρκετόν είναι και εις εμέ το εν τεμάχιον». Όθεν εγερθέντες και οι δύο έψαλλον και ολίγον κοιμηθέντες, πάλιν ηγέρθησαν και έψαλλον, έως ου εξημέρωσεν. Έπειτα ο Άγιος Αντώνιος έστειλε τον Παύλον να περιπατήση τρεις ημέρας εις την έρημον και κατόπιν να επανέλθη. Αφ’ ου δε επέστρεψεν, ήλθον αδελφοί τινες εις τον Αντώνιον. Επρόσεχε τότε ο Παύλος τι έμελλε να προσταχθή παρά του Αντωνίου· ο δε θείος Αντώνιος μειδιών λέγει προς τον Παύλον· «Υπηρέτησον τους αδελφούς σιωπών και μη γευθής τίποτε έως ότου αναχωρήσουν». Αφού δε παρήλθον τρεις ακόμη ημέραι, κατά τας οποίας ο μακάριος Παύλος εξετέλει την εντολήν, χωρίς να είπη λόγον τινά και χωρίς να γευθή ουδέ την ελαχίστην τροφήν, ηρώτησαν τούτον οι αδελφοί· «Διατί σιωπάς»; Επειδή δε ο Παύλος δεν απεκρίνετο, λέγει προς αυτόν ο Αντώνιος· «Ομίλησον εις τους αδελφούς». Τότε ο Παύλος ωμίλησε προς αυτούς. Ημέραν τινά αδελφός τις έφερεν εις τον Αντώνιον σταμνίον μέλιτος, ο δε Αντώνιος έχυσεν αυτό εις την γην, ειπών εις τον Παύλον· «Σύλλεξον με οστρείδιον το μέλι τόσον καλά, ώστε να μη χαθή ούτε ρανίς εξ αυτού». Αλλά και με τον λόγον τούτον ουδόλως εταράχθη ο Παύλος ούτε παρήκουσεν, αλλ’ εξετέλεσε προθύμως την εντολήν. Άλλοτε προσέταξεν αυτόν ο Αντώνιος να αντλή ύδωρ εκ του εκεί φρέατος και να το χύνη εις την γην ασκόπως καθ’ όλην την ημέραν. Άλλοτε πάλιν έσχισεν ο Αντώνιος το ένδυμα του Παύλου και κατόπιν τον διέταξε να το ράψη. Όταν πλέον είδεν ο Μέγας Αντώνιος, ότι ο Παύλος αγογγύστως και αδιστάκτως εκτελεί πάσαν προσταγήν του, λέγει προς αυτόν· «Πρόσεχε, αδελφέ, και εάν ημπορής να πράττης ούτω καθ’ εκάστην, μένε μετ’ εμού, αν δε δεν δύνασαι, ύπαγε εκεί, από όπου ήλθες». Αποκρίθη τότε ο Παύλος προς τον Αντώνιον· «Αν έχης να προστάξης τίποτε περισσότερον από ό,τι με επρόσταξες έως τώρα, δεν γνωρίζω. Όλα όμως όσα έως τώρα με επρόσταξες να πράξω, όλα τα έπραξα, με όσην ηδυνήθην προθυμίαν». Τόσην δε υπακοήν και ταπείνωσιν απέκτησε ο μακάριος Παύλος, ώστε δια τας αρετάς του ταύτας ηξιώθη παρά του Θεού της δυνάμεως τού να διώκη δαιμόνια. Τούτο πληροφορηθείς παρά Θεού ο Μέγας Αντώνιος, εκράτησε μετ’ αυτού τον μακάριον Παύλον επί τι ακόμη διάστημα, όταν δε έκρινε τον καιρόν κατάλληλον, είπε προς αυτόν· «Εν ονόματι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού έγινες πλέον τέλειος Μοναχός. Με την χάριν λοιπόν και την του Κυρίου οδηγίαν, σου κτίζω κελλίον ιδιαίτερον, τρία έως τέσσαρα μίλια μακράν από το ιδικόν μου, εις αυτό δε να κατοικήσης με το έλεος του Θεού, ο οποίος θέλει σου δώσει δύναμιν και βοήθειαν να αντιπολεμήσης προς τας ενεργείας του δαίμονος». Κατοικήσας λοιπόν μόνος ο τρισόλβιος Παύλος ο Απλούς εν ολόκληρον έτος, ηξιώθη παρά Θεού να κάμνη θαύματα, διώκων δαιμόνια και απομακρύνων πάσαν ασθένειαν, αγωνιζόμενος τελειότατα τον δρόμον της ασκήσεως. Ημέραν δε τινά έφεραν εις τον Μέγαν Αντώνιον νέον έχοντα φοβερόν και αγριώτατον δαιμόνιον, τον άρχοντα των δαιμονίων, όστις ετόλμα να βλασφημή εις τον ουρανόν. Τούτον ιδών ο Άγιος, είπεν εις εκείνους όπου τον έφεραν· «Δεν είναι ιδική μου υπηρεσία αυτή. Διότι δεν μου εδόθη ακόμη η χάρις να διώκω το άρχον τάγμα των δαιμόνων· τούτο το χάρισμα έχει δοθή παρά Θεού εις τον Παύλον τον Απλούν». Ταύτα δε ειπών ο Μέγας Αντώνιος, ωδήγησεν αυτούς εις τον μακάριον Παύλον, προς τον οποίον, όταν έφθασαν, είπε ταύτα· «Αββά Παύλε, εκδίωξον το δαιμόνιον από τούτον τον άνθρωπον δια να υπάγη εις τον οίκον του υγιής και να ευχαριστή και να δοξάζη τον Θεόν». Ηρώτησε τότε ο Παύλος· «Διατί, Αββά, δεν το διώκεις σύ»; Απεκρίθη ο Αντώνιος· «Δεν έχω καιρόν, επειδή είμαι απησχολημένος με άλλην υπηρεσίαν». Ταύτα δε ειπών ανεχώρησε δια το κελλίον του. Εγερθείς τότε ο μακάριος και απλούστατος Παύλος έκαμε θερμήν προσευχήν προς τον Θεόν και μετά την προσευχήν είπε και έφεραν έμπροσθέν του τον δαιμονιζόμενον. Λέγει δε τότε προς αυτόν· «Ο Αββάς Αντώνιος σε προστάζει να φύγης από τον άνθρωπον». Απεκρίθη με αυθάδειαν το ακάθαρτον πνεύμα· «Δεν αναχωρώ, καλόγηρε». Τότε ο Παύλος έλαβε την ποδίαν του ενδύματός του και εκτύπα με αυτήν την πλάτην του δαιμονιζομένου λέγων· «Ο Αββάς Αντώνιος είπε να εξέλθης». Ο δε δαίμων περιεγέλα περισσότερον τον Αντώνιον και τον Παύλον λέγων· «Σεις οι πολυφάγοι, οι μάταιοι, οι αχόρταγοι, σεις όπου δεν ευχαριστείσθε με τα ιδικά σας, αλλά αρπάζετε και τα ξένα, τι έχετε, κακόγηροι, με ημάς; Διατί μας παιδεύετε»;Είπεν αυστηρώς ο Παύλος· «Αναχωρείς δαίμον; Ή να υπάγω να το ειπώ εις τον Χριστόν; Εκείνος θέλει τότε τιμωρήσει, ταλαίπωρε, σκληρώς την αυθάδειάν σου». Ο δαίμων όμως εκακολόγει και τον Ιησούν, φωνάζων ότι δεν αναχωρεί. Εις αυτό το πείσμα του δαίμονος αδημονήσας ο μακάριος Παύλος, εξήλθε του κελλίου και εστάθη απέναντι του ηλίου, ο οποίος καίει εκεί εις την Αίγυπτον, όπως έκαιεν η κάμινος της Βαβυλώνος. Σταθείς λοιπόν εν ώρα μεσημβρίας ο Όσιος, ώσπερ στύλος ασάλευτος, προσηύχετο, λέγων· «Κύριε Ιησού Χριστέ, όπου εσταυρώθης επί Ποντίου Πιλάτου, συ γνωρίζεις, ότι ούτε από τον τόπον τούτον αναχωρώ, ούτε τρώγω, ούτε πίνω, έως ότου αποθάνω, αν δεν μου επακούσης, τώρα, να διώξης αυτόν τον δαίμονα από το πλάσμα σου και να το ελευθερώσης από το ακάθαρτον πνεύμα». Δεν είχεν ακόμη τελειώσει την δέησιν ο ταπεινότατος και άκακος Παύλος και έκραξε μεγάλη φωνή το δαιμόνιον, λέγον· «Φεύγω, φεύγω. Εξέρχομαι δια της βίας, διότι εκδιώκομαι βασανιζόμενος· αναχωρών δε από τον άνθρωπον τούτον και ποτέ πλέον δεν θέλω πλησιάσει εις αυτόν. Η ταπείνωσις και η απλότης του Παύλου με αποδιώκει και δεν γνωρίζω που να κατοικήσω». Ευθύς τότε εξήλθεν ο δαίμων και μετεσχηματίσθη εις δράκοντα φοβερόν και μέγαν φαινόμενον, έχοντα μήκος έως εβδομήκοντα πήχεων. Εσύρετο δε προς την Ερυθράν θάλασσαν. Τοιαύτη χάρις εδόθη εις τον Όσιον Παύλον δι’ ολίγον καιρόν, δια την πραότητα και την ακακίαν όπου είχε, καθώς λέγει ο Κύριος· «Εις ποίον άλλον να κατοικήσω; Εις ποίον άλλον να δώσω την χάριν μου περισσότερον, παρά εις εκείνον όπου είναι πράος και ταπεινός και υπακούει εις τους λόγους μου»; (Ησαϊας ξστ: 2). Αυτά είναι τα έργα και αι αρεταί του μακαρίου και Οσιωτάτου Παύλου του πράου και ταπεινού, τα οποία μετά συντομίας διηγήθημεν. Ωνομάσθη δε Απλούς και άκακος από όλην την αδελφότητα της ερήμου. Αξίως δε τον Θεόν θεραπεύσας απήλθεν εις τας αιωνίους μονάς. Ου ταις πρεσβείαις τύχοιμεν των αιωνίων αγαθών. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου