Παρθένιος ο νέος του Χριστού Ιερομάρτυς κατήγετο από την Μυτιλήνην, ήτο
δε υιός θεοσεβών γονέων, από τους οποίους, ανατραφείς καλώς, εστέλλετο εις
σχολείον ιερών Γραμμάτων, τα οποία εντός ολίγου καιρού έμαθε, διότι ήτο παιδίον
ευφυές. Αφού δε έφθασεν εις μέτρον ηλικίας, επόθησε να μάθη και ανώτερα
μαθήματα· δια τούτο και εξεπαιδεύθη ικανώς εις την γραμματικήν και την
φιλοσοφίαν και έφθασεν εις προκοπήν μεγάλην, γενόμενος εις εκ των σοφών του
καιρού εκείνου. Επειδή δε ήτο πολύ ευλαβής εις τα θεία και αγαθός εις τον
τρόπον, εγκατέλειψε τας κοσμικάς και όλας τας βιοτικάς μερίμνας και κατεγίνετο
εις την ανάγνωσιν των θείων Γραφών, μετά μεγάλης δε προθυμίας μετέβαινεν εις
όλας τας Ιεράς Ακολουθίας της Εκκλησίας μας.
Δια την ενάρετον ταύτην πολιτείαν του εχειροτονήθη, κατά την τάξιν, Αναγνώστης, Υποδιάκονος, Διάκονος και Ιερεύς. Επειδή δε ήτο εστολισμένος με κάθε είδους αρετήν και προκομμένος εις την μάθησιν, αποθανόντος του Αρχιερέως της Χίου, δια της ψήφου της Μεγάλης Εκκλησίας ηξιώθη και του της Αρχιερωσύνης αξιώματος, Ποιμήν της Χίου γενόμενος εν έτει αχλθ΄ (1639) και εποίμαινε θεαρέστως το εμπιστευθέν εις αυτόν ποίμνιον του Χριστού. Μετά δε παρέλευσιν χρόνων ικανών, κοινή γνώμη της Αγίας και Ιεράς Συνόδου των Αρχιερέων, ανεβιβάσθη εις τον Πατριαρχικόν θρόνον της Κωνσταντινουπόλεως, κατά το αχνστ΄ (1656) έτος από Χριστού υπό το όνομα Παρθένιος Γ΄. Αλλά δεν υπέφερεν ο μισόκαλος διάβολος να βλέπη τον λύχνον λάμποντα επί την λυχνίαν. Όθεν δια να τον απομακρύνη ειργάσθη την εξής κατ’ αυτού επιβουλήν. Ο του καιρού εκείνου ηγεμών των Ταρτάρων, ανάγκης τυχούσης, έστειλε πρέσβυν τινά προς τον Κοζακίας Χάτμανον, όστις, ελθών εις αυτόν και ιδών Μητροπολίτην τινά πρώην Νικαίας, μετά τιμής πολλής παρακαθήμενον και μεγάλην παρρησίαν έχοντα προς τους εκεί, εφθόνησεν ο επάρατος και επιστρέψας προς τον ηγεμόνα τού είπε πολλά κατά του ρηθέντος Μητροπολίτου, μεταξύ των άλλων δε και ότι είναι χωρίς αμφιβολίαν απεσταλμένος εκεί από τον Πατριάρχην ως επίβουλος και προδότης της βασιλείας των Τούρκων. Τότε ο ηγεμών έγραψε προς τον βεζύρην όσα είπεν εις αυτόν ο πρέσβυς, ο δε βεζύρης έστειλεν ευθύς και έφεραν έμπροσθέν του τον Πατριάρχην Παρθένιον και αφού τον εξήτασεν επιμελώς δι’ όλα εκείνα, όσα έγραψε κατ’ αυτού ο ηγεμών, εύρεν αυτόν αθώον κατά πάντα και άπταιστον. Αλλ’ όμως, δια το αξίωμα του ηγεμόνος, ίνα μη φανούν ψευδείς οι λόγοι του και ίνα μη υποψιασθούν ότι χαρίζεται, παρέδωκεν αυτόν εις τον έπαρχον της πόλεως δια να τον θανατώση ως επίβουλον της βασιλείας των. Παρήγγειλε δε εις αυτόν, ότι εάν θελήση να γίνη Τούρκος, του χαρίζει την ζωήν, διότι τότε αποδεικνύεται, ότι είναι με αυτούς σύμφωνος και δεν τους επιβουλεύεται. Παραλαβών τον Πατριάρχην ο έπαρχος, τον παρεκίνει να τουρκεύση υποσχόμενος εις αυτόν, ότι όχι μόνον την ζωήν του θέλει κερδίσει αν ίσως και γίνη Τούρκος, αλλά και μεγάλας τιμάς και πλούτη θέλει λάβει από τον σουλτάνον και εις αξιώματα υψηλά έχει να αναβή και να γίνη εις εκ των πρώτων της βασιλείας των. Ταύτα ακούσας ο Άγιος ήνοιξε το ευλογημένον στόμα του και είπεν· «Ότι μεν εφώ δεν είμαι επίβουλος της βασιλείας και δεν ενέχομαι καθόλου εις την τοιαύτην κατηγορίαν, αλλά πάσχω αδίκως και υμείς οι ίδιοι το γνωρίζετε καλώς, αν θέλετε να ομολογήσετε την αλήθειαν. Τούτο δε το οποίον λέγετε, να αφήσω την Πίστιν μου, δια να ελευθερωθώ από τον θάνατον, δεν θέλω καταδεχθή ποτέ κατ’ ουδένα τρόπον να το κάμω αρνούμενος τον γλυκύτατόν μου Δεσπότην και Θεόν Ιησούν Χριστόν, έστω και εάν μυρίους θανάτους ήθελον λάβει δια το όνομά Του το Άγιον, το οποίον προς χαράν μου έχω και αγαλλίασιν· τας δε τιμάς τας ιδικάς σας και τα αξιώματα, ουδέ να τα ακούσω θέλω». Τότε ο έπαρχος ήρχισε να τον βασανίζη με πολλά και διάφορα βασανιστήρια, ελπίζων, ότι ούτω θέλει τον κάμει ακόμη και δια της βίας να αρνηθή τον Χριστόν. Αλλ’ ο Μάρτυς του Χριστού τα υπέμενεν όλα με μεγάλην καρτεροψυχίαν, βλέπων δε εις το σώμα του τα στίγματα των παθών του Χριστού, έχαιρε και ηυχαρίστει θερμώς τον Κύριον, όστις τον ηξίωσε να πάθη δια το όνομά Του το Άγιον, παρακαλών να του δοθή υπομονή μέχρι τέλους. Ιδών λοιπόν ο τύραννος, ότι ο Άγιος ίσταται στερρός και ασάλευτος εις την Πίστιν του Χριστού, τον απέστειλε δέσμιον με όλην την κουστωδίαν εις το λεγόμενον Παρμάκ Καπί και εκεί τον εκρέμασε κατά το Σάββατον του δικαίου Λαζάρου και ούτως έλαβεν ο τρισμακάριος τον στέφανον του Μαρτυρίου. Έμεινε δε το πανάγιον του Αγίου Λείψανον κρεμάμενον εις την αγχόνην επί τρεις ημέρας, καθ’ εκάστην δε νύκτα φως ουράνιον περιήστραπτεν εις την αγίαν του κεφαλήν. Έπειτα έρριψαν αυτό εις την θάλασσαν και ευρόντες αυτό οι Χριστιανοί, το επήρας κρυφίως και το έθαψαν εντίμως και ευλαβώς εις τινα των νήσων της Κωνσταντινουπόλεως εις δόξαν Χριστού του Θεού ημών· Ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις, συν τω ανάρχω Αυτού Πατρί και τω Παναγίω και αγαθώ και ζωοποιώ Αυτού Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δια την ενάρετον ταύτην πολιτείαν του εχειροτονήθη, κατά την τάξιν, Αναγνώστης, Υποδιάκονος, Διάκονος και Ιερεύς. Επειδή δε ήτο εστολισμένος με κάθε είδους αρετήν και προκομμένος εις την μάθησιν, αποθανόντος του Αρχιερέως της Χίου, δια της ψήφου της Μεγάλης Εκκλησίας ηξιώθη και του της Αρχιερωσύνης αξιώματος, Ποιμήν της Χίου γενόμενος εν έτει αχλθ΄ (1639) και εποίμαινε θεαρέστως το εμπιστευθέν εις αυτόν ποίμνιον του Χριστού. Μετά δε παρέλευσιν χρόνων ικανών, κοινή γνώμη της Αγίας και Ιεράς Συνόδου των Αρχιερέων, ανεβιβάσθη εις τον Πατριαρχικόν θρόνον της Κωνσταντινουπόλεως, κατά το αχνστ΄ (1656) έτος από Χριστού υπό το όνομα Παρθένιος Γ΄. Αλλά δεν υπέφερεν ο μισόκαλος διάβολος να βλέπη τον λύχνον λάμποντα επί την λυχνίαν. Όθεν δια να τον απομακρύνη ειργάσθη την εξής κατ’ αυτού επιβουλήν. Ο του καιρού εκείνου ηγεμών των Ταρτάρων, ανάγκης τυχούσης, έστειλε πρέσβυν τινά προς τον Κοζακίας Χάτμανον, όστις, ελθών εις αυτόν και ιδών Μητροπολίτην τινά πρώην Νικαίας, μετά τιμής πολλής παρακαθήμενον και μεγάλην παρρησίαν έχοντα προς τους εκεί, εφθόνησεν ο επάρατος και επιστρέψας προς τον ηγεμόνα τού είπε πολλά κατά του ρηθέντος Μητροπολίτου, μεταξύ των άλλων δε και ότι είναι χωρίς αμφιβολίαν απεσταλμένος εκεί από τον Πατριάρχην ως επίβουλος και προδότης της βασιλείας των Τούρκων. Τότε ο ηγεμών έγραψε προς τον βεζύρην όσα είπεν εις αυτόν ο πρέσβυς, ο δε βεζύρης έστειλεν ευθύς και έφεραν έμπροσθέν του τον Πατριάρχην Παρθένιον και αφού τον εξήτασεν επιμελώς δι’ όλα εκείνα, όσα έγραψε κατ’ αυτού ο ηγεμών, εύρεν αυτόν αθώον κατά πάντα και άπταιστον. Αλλ’ όμως, δια το αξίωμα του ηγεμόνος, ίνα μη φανούν ψευδείς οι λόγοι του και ίνα μη υποψιασθούν ότι χαρίζεται, παρέδωκεν αυτόν εις τον έπαρχον της πόλεως δια να τον θανατώση ως επίβουλον της βασιλείας των. Παρήγγειλε δε εις αυτόν, ότι εάν θελήση να γίνη Τούρκος, του χαρίζει την ζωήν, διότι τότε αποδεικνύεται, ότι είναι με αυτούς σύμφωνος και δεν τους επιβουλεύεται. Παραλαβών τον Πατριάρχην ο έπαρχος, τον παρεκίνει να τουρκεύση υποσχόμενος εις αυτόν, ότι όχι μόνον την ζωήν του θέλει κερδίσει αν ίσως και γίνη Τούρκος, αλλά και μεγάλας τιμάς και πλούτη θέλει λάβει από τον σουλτάνον και εις αξιώματα υψηλά έχει να αναβή και να γίνη εις εκ των πρώτων της βασιλείας των. Ταύτα ακούσας ο Άγιος ήνοιξε το ευλογημένον στόμα του και είπεν· «Ότι μεν εφώ δεν είμαι επίβουλος της βασιλείας και δεν ενέχομαι καθόλου εις την τοιαύτην κατηγορίαν, αλλά πάσχω αδίκως και υμείς οι ίδιοι το γνωρίζετε καλώς, αν θέλετε να ομολογήσετε την αλήθειαν. Τούτο δε το οποίον λέγετε, να αφήσω την Πίστιν μου, δια να ελευθερωθώ από τον θάνατον, δεν θέλω καταδεχθή ποτέ κατ’ ουδένα τρόπον να το κάμω αρνούμενος τον γλυκύτατόν μου Δεσπότην και Θεόν Ιησούν Χριστόν, έστω και εάν μυρίους θανάτους ήθελον λάβει δια το όνομά Του το Άγιον, το οποίον προς χαράν μου έχω και αγαλλίασιν· τας δε τιμάς τας ιδικάς σας και τα αξιώματα, ουδέ να τα ακούσω θέλω». Τότε ο έπαρχος ήρχισε να τον βασανίζη με πολλά και διάφορα βασανιστήρια, ελπίζων, ότι ούτω θέλει τον κάμει ακόμη και δια της βίας να αρνηθή τον Χριστόν. Αλλ’ ο Μάρτυς του Χριστού τα υπέμενεν όλα με μεγάλην καρτεροψυχίαν, βλέπων δε εις το σώμα του τα στίγματα των παθών του Χριστού, έχαιρε και ηυχαρίστει θερμώς τον Κύριον, όστις τον ηξίωσε να πάθη δια το όνομά Του το Άγιον, παρακαλών να του δοθή υπομονή μέχρι τέλους. Ιδών λοιπόν ο τύραννος, ότι ο Άγιος ίσταται στερρός και ασάλευτος εις την Πίστιν του Χριστού, τον απέστειλε δέσμιον με όλην την κουστωδίαν εις το λεγόμενον Παρμάκ Καπί και εκεί τον εκρέμασε κατά το Σάββατον του δικαίου Λαζάρου και ούτως έλαβεν ο τρισμακάριος τον στέφανον του Μαρτυρίου. Έμεινε δε το πανάγιον του Αγίου Λείψανον κρεμάμενον εις την αγχόνην επί τρεις ημέρας, καθ’ εκάστην δε νύκτα φως ουράνιον περιήστραπτεν εις την αγίαν του κεφαλήν. Έπειτα έρριψαν αυτό εις την θάλασσαν και ευρόντες αυτό οι Χριστιανοί, το επήρας κρυφίως και το έθαψαν εντίμως και ευλαβώς εις τινα των νήσων της Κωνσταντινουπόλεως εις δόξαν Χριστού του Θεού ημών· Ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις, συν τω ανάρχω Αυτού Πατρί και τω Παναγίω και αγαθώ και ζωοποιώ Αυτού Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου