Θαυµασµὸς καὶ κατάπληξις καταλαµβάνει τὸν ἄνθρωπον, ὅταν ἀναλογισθῇ
τὰς ἀπείρους δωρεάς, τὰς ὁποίας ἡ ἀγαθότης τοῦ Θεοῦ ἐσκόρπισεν εἰς αὐτόν. Ἐκεῖνο, ὅµως, τὸ ὁποῖον ἀποτελεῖ τὴν
κορωνίδα τῶν δωρεῶν τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ Θεία Εὐχαριστία, εἰς τὴν ὁποίαν ὁ Θεὸς δὲν
χαρίζει εἰς τὸν ἄνθρωπον µίαν ἀκτῖνα τῆς ἀγαθότητός του, ἀλλὰ ὁλόκληρον τὸν ἑαυτόν
Του. Διὰ τοῦτο
ἐχαρακτηρίσθη ἀπὸ τοὺς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας µας ὡς «ἡ τελεία ἐκδήλωσις τῆς ἀγάπης
τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπον». Ἐκεῖ, ὅπου φαίνεται πρῶτον ἡ σπουδαιότης τοῦ µυστηρίου
τούτου εἶναι ἡ σύστασίς του. Ὁ συστήσας δὲν εἶναι ἄλλος παρὰ αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ
Χριστός. Οἱ σελίδες τῆς Ἁγίας Γραφῆς εἶναι γεµᾶτες ἀπὸ τοιαύτας µαρτυρίας.
Ἐκ τοῦ καιροῦ ἀκόµη τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ὁ Κύριός µας καλεῖ προφητικῶς εἰς τὴν µετάληψιν τῆς οὐρανίου αὐτῆς τροφῆς λέγων: «Ἔλθετε τὸν ἐµὸν ἄρτον φάγετε καὶ πίετε οἶνον ὃν κεκέρακα ὑµῖν». Εἰς δὲ τὴν Καινὴν Διαθήκην τὸν βλέποµε κατὰ τὴν ἁγίαν ἐκείνην νύκτα τῆς Μεγάλης Πέµπτης νὰ τὸ συνιστᾷ ἐπισήµως εἰς τοὺς µαθητάς Του. Ἐνῷ τοὺς ἔδιδε τὰς τελευταίας συµβουλάς Του, ἔλαβε τὸν ἄρτον καὶ τὸν οἶνον καί, ἀφοῦ τὰ εὐλόγησε, τὰ ἔδωσε εἰς τοὺς µαθητάς Του λέγων: «Λάβετε, φάγετε τοῦτό µού ἐστι τὸ σῶµα... Πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες, τοῦ τό µού ἐστι τὸ αἷµα...» (Ματθ. ΚΣΤ΄ 26-28). Ἔπειτα παρέδωσεν αὐτὸ τὸ γεγονὸς ὡς ἀκατάλυτον θεσµὸν καὶ παρακαταθήκην εἰς τὴν Ἐκκλησίαν Του διὰ τῶν λόγων του: «Τοῦτο ποιεῖτε εἰς τὴν ἐµὴν ἀνάµνησιν» (Λουκᾶ ΚΒ΄ 19). Ἰδού, λοιπόν, ποῖος εἶναι ὁ ἱδρυτὴς τοῦ µυστηρίου τούτου· ὁ ἴδιος ὁ ἀρχηγὸς τῆς πίστεως, ὁ ἱδρυτὴς τῆς Ἐκκλησίας ἡµῶν, ὁ Χριστός. Τὰ δὲ διὰ τοῦ µυστηρίου τούτου προσφερόµενα δῶρα, τὸ τίµιον Σῶµα καὶ Αἷµα τοῦ Κυρίου, εἶναι τὸ δεύτερο σηµεῖο, διὰ τοῦ ὁποίου φαίνεται ἡ µεγάλη σπουδαιότης τοῦ µυστηρίου τῆς θείας µεταλήψεως. Ἡµεῖς ὡς ὀρθόδοξοι χριστιανοὶ παραδεχόµεθα πραγµατικὴν µεταβολὴν τοῦ ἄρτου καὶ τοῦ οἴνου εἰς Σῶµα καὶ Αἷµα Χριστοῦ καὶ ὄχι ἁπλῆν συνένωσιν ὡς φρονοῦν οἱ Λουθηρανοί, οὔτε ἁπλῆν παρουσίαν ὡς φρονοῦν οἱ Καλβινισταί. Ὅταν ὁ Κύριος τὰ παρέδιδε εἰς τοὺς µαθητάς του δὲν εἶπε: «τοῦτο ὑπενθυµίζει τὸ σῶµα µου καὶ τὸ αἷµα µου», ἀλλὰ «τοῦτο ἐστὶ τὸ σῶµα µου» καὶ «τοῦτο ἐστὶ τὸ αἷµα µου». Τὸ ἐκήρυξε δὲ εἰς τὰ περίχωρα τῆς Ἰουδαίας: «ὁ ἄρτος ὃν ἐγὼ δώσω ὑµῖν, ἡ σάρξ µοὺ ἐστιν, ἣν ἐγὼ τίθηµι ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσµου ζωῆς καὶ σωτηρίας» (Ἰωάν. στ΄ 51). «Ὁ τρώγων µου τὴν σάρκα καὶ πίνων µου τὸ αἷµα ἐν ἐµοὶ µένει κἀγὼ ἐν αὐτῷ» (Ἰωάν. στ. 56). Ἀλλὰ ἴσως ἐρωτήσει κανείς: Πῶς µεταβάλλεται ὁ ἄρτος καὶ ὁ οἶνος εἰς σῶµα καὶ αἷµα Κυρίου; Καὶ ἐγὼ ἐρωτῶ: Πῶς µεταβάλλεται ὁ µεταξοσκώληξ εἰς χρυσαλλίδα; Ρωτήσατε ὁποιονδήποτε φυσικόν, ὁποιονδήποτε χηµικὸν νὰ σᾶς δώσουν ἀπάντησιν. Δὲν ἠµποροῦν. Εὑρίσκονται πρὸ µυστηρίου. Στέκουν σιωπηλοί, ὁµολογοῦντες τὴν ἄγνοιά τους. Καὶ ὅµως µεταβάλλεται. Τί συµβαίνει λοιπόν; Εἶναι καὶ αὐτὸ ἕνα ἀπὸ τὰ ἄπειρα θαύµατα τῆς παντοδυναµίας τοῦ Θεοῦ, τὸ ὁποῖο ὅµως, ἐπειδὴ γίνεται συχνά, δὲν µᾶς προκαλεῖ ἐντύπωσιν. Ἡ παντοδυναµία τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ἐνεργεῖ συνεχῶς ἐπὶ τοῦ ἐργαστηρίου τῆς φύσεως, µεταβάλλει τὸν µεταξοσκώληκα εἰς χρυσαλλίδα, τὶς προνύµφες εἰς ἔντοµα, τὸ µητρικὸ αἷµα εἰς γάλα, τὰ σπέρµατα εἰς δένδρα καὶ ἄνθη καὶ τοὺς πικροὺς χυµοὺς εἰς εὐωδίαν. Αὐτὴ µεταβάλλει καὶ τὰ εἴδη τοῦ ἄρτου καὶ τοῦ οἴνου εἰς σῶµα καὶ αἷµα Χριστοῦ. Ὁ ἄρτος, λοιπόν, καὶ ὁ οἶνος, τὰ ὁποῖα προσφέρονται εἰς τὴν θείαν εὐχαριστίαν, δὲν εἶναι ἄλλο παρὰ αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς «ὁ µελιζόµενος καὶ µὴ διαιρούµενος, ὁ ἐσθιόµενος καὶ µηδέποτε δαπανώµενος, τοὺς δὲ µετέχοντας ἁγιάζων». Καθὼς λέγει ὁ φωστὴρ τῆς Καππαδοκίας ὁ Μέγας Βασίλειος «Δὲν εἶναι ἄλλος ὁ Χριστὸς τῆς Βηθλεέµ, τοῦ Θαβώρ, τῆς Γεσθηµανῆ, τοῦ Σταυροῦ, τῆς Ἀναστάσεως καὶ ἄλλος ὁ ὑπὸ τὰ εἴδη τοῦ ἄρτου καὶ τοῦ οἴνου ἐν τῇ θείᾳ εὐχαριστίᾳ προσφερόµενος. Ὄχι! Ὁ ἴδιος ὁ ἀναστηµένος Ἰησοῦς, ὁ ἀναληφθεὶς εἰς τοὺς οὐρανούς, ὁ καθήµενος ἐν δεξιᾷ τοῦ Πατρός, αὐτὸς συγκαταβαίνει, ἅπτεται τῶν χειλέων µας διὰ τοῦ ποτηρίου, εἰσέρχεται εἰς τὴν καρδίαν µας, τὴν φωτίζει, τὴν λαµπρύνει, τὴν στηρίζει, τὴν προστατεύει καὶ τῆς δίδει δύναµιν εἰς τὸν ἀγῶνα τῆς ζωῆς». Εἶναι ἡ µοναδικὴ ἐπιθυµία τοῦ Κυρίου νὰ µένει πάντοτε ἡνωµένος µεθ’ ἡµῶν. «Πάτερ µου, ἔλεγε εἰς τὴν προσευχὴν τῆς Γεσθηµανῆ κατὰ τὰς τελευταίας στιγµὰς τῆς ἐπιγείου ζωῆς Του, οὗς δέδωκάς µοι, θέλω ἵνα ὅπου εἰµὶ ἐγὼ κἀκεῖνοι ὦσι µετ’ ἐµοῦ, ἵνα θεωρῶσι τὴν δόξαν τὴν ἐµήν, ἣν δέδωκάς µοι» (Ἰω. Ιζ΄ 24). Ποιὸς πολυτιµότερος θησαυρὸς ὑπάρχει ἀπὸ τὸ νὰ ἔχει ὁ ἄνθρωπος τὸν Χριστὸν µετ’ αὐτοῦ; Ἡ καρδία του µεταβάλλεται εἰς Παράδεισον, καθίσταται Ναὸς Θεοῦ καὶ Μονὴ τῆς Παναγίας Τριάδος, καθὼς εἶπεν ὁ Κύριος, προκειµένου περὶ τῶν πιστῶν. «Εἰσελεύσοµαι ἐν αὐτοῖς καὶ ἐµπεριπατήσω καὶ ἔσοµαι αὐτῶν Θεὸς καὶ αὐτοὶ ἔσονταί µοι εἰς υἱοὺς καὶ θυγατέρας». Γινόµεθα, δηλαδή, ὅµοιοι µετὰ τοῦ οὐρανίου Πατρός. Μὲ τὸν Χριστὸν ἐντὸς ἡµῶν, γινόµεθα µέτοχοι τῆς θελήσεως, τῆς σκέψεως, τῆς ζωῆς γενικὰ τοῦ Κυρίου καὶ ἑποµένως µισοῦµε ὅ,τι καὶ Ἐκεῖνος µισεῖ, ποθοῦµεν ὅ,τι καὶ Ἐκεῖνος ποθεῖ, θέλοµεν ὅ,τι καὶ Ἐκεῖ νος θέλει µὲ ἀποτέλεσµα νὰ ὁδηγούµεθα στὸν δρόµον ποὺ ὁδηγεῖ στὸν οὐρανόν. Ἡ Ἁγία Γραφὴ µᾶς διηγεῖται ὅτι µίαν τῶν ἡµερῶν, ἐνῷ ὁ Προφήτης Ἠλίας ἐκοιµᾶτο κάτω ἀπὸ ἕνα δένδρο, αἰσθάνθηκε πλησίον του Ἄγγελον Κυρίου νὰ λέγει: «Σήκω, φάγε καὶ πίε, διότι εἶναι µακρὺς ὁ δρόµος, τὸν ὁποῖον πρόκειται νὰ βαδίσεις σήµερον». Καὶ ὁ Προφήτης Ἠλίας ἐσηκώθη, ἔφαγε καὶ ἤπιε τὴν οὐράνια ἐκείνη τροφὴ καὶ ἄντλησε τόση δύναµη, οὕτως ὥστε µπόρεσε καὶ βάδισε νηστικὸς ἐπὶ σαράντα ἡµέρες, ἕως ὅτου ἔφθασε εἰς τὸ ὄρος Χωρήβ, στὸ ὁποῖον τὸν διέταξε νὰ ὑπάγει ὁ Ἄγγελος τοῦ Κυρίου. Οὐρανία τροφὴ καὶ ἡ θεία µετάληψη καὶ µάλιστα ὑπερουρανία. Εἶναι αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. «Ἐγώ εἰµι ὁ ἄρτος ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς». Ὅπως ὁ Προφήτης Ἠλίας, ὅταν ἐγεύθη τῆς οὐρανίας ἐκείνης τροφῆς, ἄντλησε τὴν ὑπερφυσικὴ ἐκείνη δύναµη, ἡ ὁποία τὸν κατέστησε ἱκανὸ νὰ βαδίσει νηστικὸς ἐπὶ σαράντα ἡµέρας, ἔτσι καὶ ἐµεῖς µεταλαµβάνοντες τοῦ σώµατος καὶ αἵµατος τοῦ Κυρίου, ἀντλοῦµε τόση δύναµη, ὥστε µποροῦµε καὶ βαδίζοµε ἀπρόσκοπτα τὴν ὁδὸ τοῦ οὐρανοῦ. Εἶναι, λοιπόν, ἡ Θεία Μετάληψις ὁ ζέφυρος, ὁ ὁποῖος κάµει ἀνάλαφρο τὸ ταξίδι τῆς ζωῆς. Εἶναι ὁ µυστικὸς ἄνθραξ, ὁ ὁποῖος κατακαίει τὰ πάθη τῆς ψυχῆς καὶ ἐλευθερώνει ἀπὸ τὴν ἁµαρτία. Εἶναι τὸ οὐράνιο µάννα, τὸ ὁποῖο τρέφει, συντηρεῖ καὶ προστατεύει τὴν ψυχή, ὅπως τὸ µάννα ἐκεῖ νο ἔτρεφε καὶ συντηροῦσε τοὺς Ἰουδαίους ἐπὶ σαράντα ὁλόκληρα ἔτη στὴν ἔρηµο. Εἶναι τὸ αἷµα τοῦ Χριστοῦ, τὸ ὁποῖο ἐχύθη γιὰ τὴν σωτηρία τῆς ἀνθρωπότητος γενικὰ καὶ ἑνὸς ἑκάστου ἀνθρώπου ἰδιαιτέρως. Ἀρκεῖ µόνο νὰ µεταλαµβάνοµε ἀξίως, διότι διαφορετικὰ ὄχι µόνον οὐδεµίαν ὠφέλειαν προξενοῦµεν στὸν ἑαυτόν µας, ἀλλὰ τοὐναντίον ζηµιωνόµεθα θανασίµως, καθὼς λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «ἕκαστος ἄνθρωπος ἐξεταζέτω ἑαυτὸν καὶ οὕτω ἐκ τοῦ ἄρτου ἐσθιέτω καὶ ἐκ τοῦ ποτηρίου πινέτω. Ὁ γὰρ ἐσθίων καὶ πίνων ἀναξίως κρῖµα ἑαυτῷ ἐσθίει καὶ πίνει µὴ διακρίνων τὸ σῶµα τοῦ Κυρίου». Ἀλλὰ καὶ τότε γεννᾶται εὐλόγως τὸ ἐρώτηµα, ποῖος εἶναι ἄξιος νὰ δεχθεῖ τὸν Ἰησοῦ Χριστό, καθαρὸς ἀπὸ ρύπο, γιὰ νὰ δεχθεῖ τὸν µόνο καθαρὸ καὶ ἀκήρατο, ἀπαλλαγµένος ἀπὸ κηλῖδες, γιὰ νὰ δεχθεῖ τὸν µόνο ἄσπιλο καὶ ἀµόλυντο; Οὐδείς. Ὁ πολύπαθος Ἰὼβ κραυγάζει: «οὐδεὶς καθαρὸς ἀπὸ ρύπου ἐὰν καὶ µία ἡµέρα ὁ βίος αὐτοῦ ἐπὶ τῆς γῆς». Ὁ Θεὸς γνωρίζοντας τὴν ἀσθένεια καὶ ἀστάθεια τοῦ ἀνθρώπου δὲν παρέλειψε νὰ τοῦ ἀφήσει κάποιο λουτρόν, τὸ ὁποῖον ἐξαγνίζει τὴν ψυχὴν καὶ τὴν καθιστᾷ λευκοτέραν καὶ αὐτῆς τῆς χιόνος. Εἶναι τὸ λουτρὸν ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖο, ἀφοῦ ὁραµατίσθηκε ὁ προφητάναξ Δαυΐδ, ἀπὸ τὰ βάθη τῶν αἰώνων ἔλεγε: «Ραντιεῖς µε ὑσσώπῳ καὶ καθαρισθήσοµαι, πλυνεῖς µε καὶ ὑπὲρ χιόνα λευκανθήσοµαι». Καὶ τοῦτο δὲν εἶναι ἄλλο παρὰ ἡ θεία ἐξοµολόγηση, ἡ ὁποία ἀναγεννᾷ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν καθιστᾷ µέτοχο τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἐξοµολόγηση, ἡ ὁποία, εἶναι τὸ µυστήριο, τὸ ὁποῖο συνέστησε αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς καὶ διὰ τοῦ ὁποίου ὁ ἴδιος καὶ πάλιν ὁ Χριστὸς διὰ µέσου τοῦ πνευµατικοῦ πατρός, στὸν ὁποῖο παρέδωσε τὴν ἐξουσία τοῦ δεσµεῖν καὶ λύειν ἁµαρτίας, χαρίζει σὲ ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος ἐξοµολογεῖται εἰλικρινῶς τὰς ἁµαρτίας του, τὰ ἀγαθὰ τὰ ἀπορρέοντα ἐκ τῆς σταυρικῆς του θυσίας. Δηλαδή, τὴν ἄφεσιν τῶν ἁµαρτιῶν, τὴν ἱκανότητα νὰ µὴ τὰ ἐπαναλάβει καὶ τὴν δύναµιν νὰ ὁδεύει πάντοτε πρὸς τὴν ἀρετὴν καὶ τὴν κατὰ Χριστὸν ζωήν. Αὐτὸ τὸ µυστήριο, τὸ ὁποῖο παρέδωσε ὁ Κύριος πρὸς τοὺς Ἀποστόλους καὶ ἐκεῖνοι µὲ τὴν σειρά των στοὺς ἀξίους ἐπισκόπους καὶ ἱερεῖς µὲ τοὺς λόγους του: «ἂν τινων ἀφῆτε τὰς ἁµαρτίας ἀφίενται αὐτοῖς, ἂν τινων κρατῆτε κεκράτηνται». (Ἰω. Κ΄ 23). Ἰδοὺ ποίους κρουνοὺς χάριτος µᾶς παρέδωσεν ὁ Ἰησοῦς. Ὅσοι ἐξ ἡµῶν δὲν εἴµεθα ἕτοιµοι νὰ προσέλθωµεν σήµερα στὸ µυστήριον τῆς θείας εὐχαριστίας, ἂς µὴ ἀδιαφορήσωµεν. Ἂς προσέλθωµεν µετὰ συντριβῆς καὶ δακρύων στὸν πνευµατικό µας πατέρα, ἂς ἀνοίξωµεν πρὸς αὐτὸν τοὺς µυστικοὺς παλµοὺς καὶ τοὺς ἀλαλήτους στεναγµοὺς τῆς ψυχῆς µας, ἂς ἀπαλλαγῶµεν ἐκ τοῦ βάρους τῶν ἁµαρτιῶν µας, ἂς συντριβῶµεν γνωρίζοντες ὅτι διὰ τῶν ἁµαρτηµάτων µας προξενήσαµε λύπη σὲ ἕνα Θεὸ γεµάτο στοργὴ καὶ ἀγάπη, ἂς ἀποφασίσωµεν νὰ µὴ τὶς ἐπαναλάβωµεν στὸ µέλλον καὶ δι’ αὐτῶν τῶν ἀποφάσεων ἂς πλησιάσωµεν στὴν µυστικὴν Τράπεζαν, γιὰ νὰ δεχθῶµεν τὸν Χριστὸ στὰ βάθη µας. Ἐὰν προσέλθωµε κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, θὰ πληµµυρίσει ὁ νοῦς καὶ ἡ καρδία µας ἀπὸ τὸ ἀνέσπερο φῶς τοῦ Χριστοῦ. Φωτιζόµενοι ἐκ τοῦ ἡλίου τῆς δικαιοσύνης καὶ τῆς ἀπορρεούσης ἐκ τῆς θείας µεταλήψεως χάριτος µποροῦµε ἀπρόσκοπτα νὰ βαδίσωµεν τὸν δρόµον τοῦ οὐρανοῦ. Ὅσοι δέ, εἴµεθα ἕτοιµοι, ἂς προσέλθωµεν, ὅπως θὰ µᾶς καλέσει ἐντὸς ὀλίγου ἡ Ἐκκλησία διὰ τῆς φωνῆς τοῦ λειτουργοῦ «Μετὰ φόβου Θεοῦ, πίστεως καὶ ἀγάπης», γιὰ νὰ κατασκηνώση ἐντὸς ἡµῶν ἡ δύναµη τοῦ Ἁγίου Θεοῦ.
Ἐκ τοῦ καιροῦ ἀκόµη τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ὁ Κύριός µας καλεῖ προφητικῶς εἰς τὴν µετάληψιν τῆς οὐρανίου αὐτῆς τροφῆς λέγων: «Ἔλθετε τὸν ἐµὸν ἄρτον φάγετε καὶ πίετε οἶνον ὃν κεκέρακα ὑµῖν». Εἰς δὲ τὴν Καινὴν Διαθήκην τὸν βλέποµε κατὰ τὴν ἁγίαν ἐκείνην νύκτα τῆς Μεγάλης Πέµπτης νὰ τὸ συνιστᾷ ἐπισήµως εἰς τοὺς µαθητάς Του. Ἐνῷ τοὺς ἔδιδε τὰς τελευταίας συµβουλάς Του, ἔλαβε τὸν ἄρτον καὶ τὸν οἶνον καί, ἀφοῦ τὰ εὐλόγησε, τὰ ἔδωσε εἰς τοὺς µαθητάς Του λέγων: «Λάβετε, φάγετε τοῦτό µού ἐστι τὸ σῶµα... Πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες, τοῦ τό µού ἐστι τὸ αἷµα...» (Ματθ. ΚΣΤ΄ 26-28). Ἔπειτα παρέδωσεν αὐτὸ τὸ γεγονὸς ὡς ἀκατάλυτον θεσµὸν καὶ παρακαταθήκην εἰς τὴν Ἐκκλησίαν Του διὰ τῶν λόγων του: «Τοῦτο ποιεῖτε εἰς τὴν ἐµὴν ἀνάµνησιν» (Λουκᾶ ΚΒ΄ 19). Ἰδού, λοιπόν, ποῖος εἶναι ὁ ἱδρυτὴς τοῦ µυστηρίου τούτου· ὁ ἴδιος ὁ ἀρχηγὸς τῆς πίστεως, ὁ ἱδρυτὴς τῆς Ἐκκλησίας ἡµῶν, ὁ Χριστός. Τὰ δὲ διὰ τοῦ µυστηρίου τούτου προσφερόµενα δῶρα, τὸ τίµιον Σῶµα καὶ Αἷµα τοῦ Κυρίου, εἶναι τὸ δεύτερο σηµεῖο, διὰ τοῦ ὁποίου φαίνεται ἡ µεγάλη σπουδαιότης τοῦ µυστηρίου τῆς θείας µεταλήψεως. Ἡµεῖς ὡς ὀρθόδοξοι χριστιανοὶ παραδεχόµεθα πραγµατικὴν µεταβολὴν τοῦ ἄρτου καὶ τοῦ οἴνου εἰς Σῶµα καὶ Αἷµα Χριστοῦ καὶ ὄχι ἁπλῆν συνένωσιν ὡς φρονοῦν οἱ Λουθηρανοί, οὔτε ἁπλῆν παρουσίαν ὡς φρονοῦν οἱ Καλβινισταί. Ὅταν ὁ Κύριος τὰ παρέδιδε εἰς τοὺς µαθητάς του δὲν εἶπε: «τοῦτο ὑπενθυµίζει τὸ σῶµα µου καὶ τὸ αἷµα µου», ἀλλὰ «τοῦτο ἐστὶ τὸ σῶµα µου» καὶ «τοῦτο ἐστὶ τὸ αἷµα µου». Τὸ ἐκήρυξε δὲ εἰς τὰ περίχωρα τῆς Ἰουδαίας: «ὁ ἄρτος ὃν ἐγὼ δώσω ὑµῖν, ἡ σάρξ µοὺ ἐστιν, ἣν ἐγὼ τίθηµι ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσµου ζωῆς καὶ σωτηρίας» (Ἰωάν. στ΄ 51). «Ὁ τρώγων µου τὴν σάρκα καὶ πίνων µου τὸ αἷµα ἐν ἐµοὶ µένει κἀγὼ ἐν αὐτῷ» (Ἰωάν. στ. 56). Ἀλλὰ ἴσως ἐρωτήσει κανείς: Πῶς µεταβάλλεται ὁ ἄρτος καὶ ὁ οἶνος εἰς σῶµα καὶ αἷµα Κυρίου; Καὶ ἐγὼ ἐρωτῶ: Πῶς µεταβάλλεται ὁ µεταξοσκώληξ εἰς χρυσαλλίδα; Ρωτήσατε ὁποιονδήποτε φυσικόν, ὁποιονδήποτε χηµικὸν νὰ σᾶς δώσουν ἀπάντησιν. Δὲν ἠµποροῦν. Εὑρίσκονται πρὸ µυστηρίου. Στέκουν σιωπηλοί, ὁµολογοῦντες τὴν ἄγνοιά τους. Καὶ ὅµως µεταβάλλεται. Τί συµβαίνει λοιπόν; Εἶναι καὶ αὐτὸ ἕνα ἀπὸ τὰ ἄπειρα θαύµατα τῆς παντοδυναµίας τοῦ Θεοῦ, τὸ ὁποῖο ὅµως, ἐπειδὴ γίνεται συχνά, δὲν µᾶς προκαλεῖ ἐντύπωσιν. Ἡ παντοδυναµία τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ἐνεργεῖ συνεχῶς ἐπὶ τοῦ ἐργαστηρίου τῆς φύσεως, µεταβάλλει τὸν µεταξοσκώληκα εἰς χρυσαλλίδα, τὶς προνύµφες εἰς ἔντοµα, τὸ µητρικὸ αἷµα εἰς γάλα, τὰ σπέρµατα εἰς δένδρα καὶ ἄνθη καὶ τοὺς πικροὺς χυµοὺς εἰς εὐωδίαν. Αὐτὴ µεταβάλλει καὶ τὰ εἴδη τοῦ ἄρτου καὶ τοῦ οἴνου εἰς σῶµα καὶ αἷµα Χριστοῦ. Ὁ ἄρτος, λοιπόν, καὶ ὁ οἶνος, τὰ ὁποῖα προσφέρονται εἰς τὴν θείαν εὐχαριστίαν, δὲν εἶναι ἄλλο παρὰ αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς «ὁ µελιζόµενος καὶ µὴ διαιρούµενος, ὁ ἐσθιόµενος καὶ µηδέποτε δαπανώµενος, τοὺς δὲ µετέχοντας ἁγιάζων». Καθὼς λέγει ὁ φωστὴρ τῆς Καππαδοκίας ὁ Μέγας Βασίλειος «Δὲν εἶναι ἄλλος ὁ Χριστὸς τῆς Βηθλεέµ, τοῦ Θαβώρ, τῆς Γεσθηµανῆ, τοῦ Σταυροῦ, τῆς Ἀναστάσεως καὶ ἄλλος ὁ ὑπὸ τὰ εἴδη τοῦ ἄρτου καὶ τοῦ οἴνου ἐν τῇ θείᾳ εὐχαριστίᾳ προσφερόµενος. Ὄχι! Ὁ ἴδιος ὁ ἀναστηµένος Ἰησοῦς, ὁ ἀναληφθεὶς εἰς τοὺς οὐρανούς, ὁ καθήµενος ἐν δεξιᾷ τοῦ Πατρός, αὐτὸς συγκαταβαίνει, ἅπτεται τῶν χειλέων µας διὰ τοῦ ποτηρίου, εἰσέρχεται εἰς τὴν καρδίαν µας, τὴν φωτίζει, τὴν λαµπρύνει, τὴν στηρίζει, τὴν προστατεύει καὶ τῆς δίδει δύναµιν εἰς τὸν ἀγῶνα τῆς ζωῆς». Εἶναι ἡ µοναδικὴ ἐπιθυµία τοῦ Κυρίου νὰ µένει πάντοτε ἡνωµένος µεθ’ ἡµῶν. «Πάτερ µου, ἔλεγε εἰς τὴν προσευχὴν τῆς Γεσθηµανῆ κατὰ τὰς τελευταίας στιγµὰς τῆς ἐπιγείου ζωῆς Του, οὗς δέδωκάς µοι, θέλω ἵνα ὅπου εἰµὶ ἐγὼ κἀκεῖνοι ὦσι µετ’ ἐµοῦ, ἵνα θεωρῶσι τὴν δόξαν τὴν ἐµήν, ἣν δέδωκάς µοι» (Ἰω. Ιζ΄ 24). Ποιὸς πολυτιµότερος θησαυρὸς ὑπάρχει ἀπὸ τὸ νὰ ἔχει ὁ ἄνθρωπος τὸν Χριστὸν µετ’ αὐτοῦ; Ἡ καρδία του µεταβάλλεται εἰς Παράδεισον, καθίσταται Ναὸς Θεοῦ καὶ Μονὴ τῆς Παναγίας Τριάδος, καθὼς εἶπεν ὁ Κύριος, προκειµένου περὶ τῶν πιστῶν. «Εἰσελεύσοµαι ἐν αὐτοῖς καὶ ἐµπεριπατήσω καὶ ἔσοµαι αὐτῶν Θεὸς καὶ αὐτοὶ ἔσονταί µοι εἰς υἱοὺς καὶ θυγατέρας». Γινόµεθα, δηλαδή, ὅµοιοι µετὰ τοῦ οὐρανίου Πατρός. Μὲ τὸν Χριστὸν ἐντὸς ἡµῶν, γινόµεθα µέτοχοι τῆς θελήσεως, τῆς σκέψεως, τῆς ζωῆς γενικὰ τοῦ Κυρίου καὶ ἑποµένως µισοῦµε ὅ,τι καὶ Ἐκεῖνος µισεῖ, ποθοῦµεν ὅ,τι καὶ Ἐκεῖνος ποθεῖ, θέλοµεν ὅ,τι καὶ Ἐκεῖ νος θέλει µὲ ἀποτέλεσµα νὰ ὁδηγούµεθα στὸν δρόµον ποὺ ὁδηγεῖ στὸν οὐρανόν. Ἡ Ἁγία Γραφὴ µᾶς διηγεῖται ὅτι µίαν τῶν ἡµερῶν, ἐνῷ ὁ Προφήτης Ἠλίας ἐκοιµᾶτο κάτω ἀπὸ ἕνα δένδρο, αἰσθάνθηκε πλησίον του Ἄγγελον Κυρίου νὰ λέγει: «Σήκω, φάγε καὶ πίε, διότι εἶναι µακρὺς ὁ δρόµος, τὸν ὁποῖον πρόκειται νὰ βαδίσεις σήµερον». Καὶ ὁ Προφήτης Ἠλίας ἐσηκώθη, ἔφαγε καὶ ἤπιε τὴν οὐράνια ἐκείνη τροφὴ καὶ ἄντλησε τόση δύναµη, οὕτως ὥστε µπόρεσε καὶ βάδισε νηστικὸς ἐπὶ σαράντα ἡµέρες, ἕως ὅτου ἔφθασε εἰς τὸ ὄρος Χωρήβ, στὸ ὁποῖον τὸν διέταξε νὰ ὑπάγει ὁ Ἄγγελος τοῦ Κυρίου. Οὐρανία τροφὴ καὶ ἡ θεία µετάληψη καὶ µάλιστα ὑπερουρανία. Εἶναι αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. «Ἐγώ εἰµι ὁ ἄρτος ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς». Ὅπως ὁ Προφήτης Ἠλίας, ὅταν ἐγεύθη τῆς οὐρανίας ἐκείνης τροφῆς, ἄντλησε τὴν ὑπερφυσικὴ ἐκείνη δύναµη, ἡ ὁποία τὸν κατέστησε ἱκανὸ νὰ βαδίσει νηστικὸς ἐπὶ σαράντα ἡµέρας, ἔτσι καὶ ἐµεῖς µεταλαµβάνοντες τοῦ σώµατος καὶ αἵµατος τοῦ Κυρίου, ἀντλοῦµε τόση δύναµη, ὥστε µποροῦµε καὶ βαδίζοµε ἀπρόσκοπτα τὴν ὁδὸ τοῦ οὐρανοῦ. Εἶναι, λοιπόν, ἡ Θεία Μετάληψις ὁ ζέφυρος, ὁ ὁποῖος κάµει ἀνάλαφρο τὸ ταξίδι τῆς ζωῆς. Εἶναι ὁ µυστικὸς ἄνθραξ, ὁ ὁποῖος κατακαίει τὰ πάθη τῆς ψυχῆς καὶ ἐλευθερώνει ἀπὸ τὴν ἁµαρτία. Εἶναι τὸ οὐράνιο µάννα, τὸ ὁποῖο τρέφει, συντηρεῖ καὶ προστατεύει τὴν ψυχή, ὅπως τὸ µάννα ἐκεῖ νο ἔτρεφε καὶ συντηροῦσε τοὺς Ἰουδαίους ἐπὶ σαράντα ὁλόκληρα ἔτη στὴν ἔρηµο. Εἶναι τὸ αἷµα τοῦ Χριστοῦ, τὸ ὁποῖο ἐχύθη γιὰ τὴν σωτηρία τῆς ἀνθρωπότητος γενικὰ καὶ ἑνὸς ἑκάστου ἀνθρώπου ἰδιαιτέρως. Ἀρκεῖ µόνο νὰ µεταλαµβάνοµε ἀξίως, διότι διαφορετικὰ ὄχι µόνον οὐδεµίαν ὠφέλειαν προξενοῦµεν στὸν ἑαυτόν µας, ἀλλὰ τοὐναντίον ζηµιωνόµεθα θανασίµως, καθὼς λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «ἕκαστος ἄνθρωπος ἐξεταζέτω ἑαυτὸν καὶ οὕτω ἐκ τοῦ ἄρτου ἐσθιέτω καὶ ἐκ τοῦ ποτηρίου πινέτω. Ὁ γὰρ ἐσθίων καὶ πίνων ἀναξίως κρῖµα ἑαυτῷ ἐσθίει καὶ πίνει µὴ διακρίνων τὸ σῶµα τοῦ Κυρίου». Ἀλλὰ καὶ τότε γεννᾶται εὐλόγως τὸ ἐρώτηµα, ποῖος εἶναι ἄξιος νὰ δεχθεῖ τὸν Ἰησοῦ Χριστό, καθαρὸς ἀπὸ ρύπο, γιὰ νὰ δεχθεῖ τὸν µόνο καθαρὸ καὶ ἀκήρατο, ἀπαλλαγµένος ἀπὸ κηλῖδες, γιὰ νὰ δεχθεῖ τὸν µόνο ἄσπιλο καὶ ἀµόλυντο; Οὐδείς. Ὁ πολύπαθος Ἰὼβ κραυγάζει: «οὐδεὶς καθαρὸς ἀπὸ ρύπου ἐὰν καὶ µία ἡµέρα ὁ βίος αὐτοῦ ἐπὶ τῆς γῆς». Ὁ Θεὸς γνωρίζοντας τὴν ἀσθένεια καὶ ἀστάθεια τοῦ ἀνθρώπου δὲν παρέλειψε νὰ τοῦ ἀφήσει κάποιο λουτρόν, τὸ ὁποῖον ἐξαγνίζει τὴν ψυχὴν καὶ τὴν καθιστᾷ λευκοτέραν καὶ αὐτῆς τῆς χιόνος. Εἶναι τὸ λουτρὸν ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖο, ἀφοῦ ὁραµατίσθηκε ὁ προφητάναξ Δαυΐδ, ἀπὸ τὰ βάθη τῶν αἰώνων ἔλεγε: «Ραντιεῖς µε ὑσσώπῳ καὶ καθαρισθήσοµαι, πλυνεῖς µε καὶ ὑπὲρ χιόνα λευκανθήσοµαι». Καὶ τοῦτο δὲν εἶναι ἄλλο παρὰ ἡ θεία ἐξοµολόγηση, ἡ ὁποία ἀναγεννᾷ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν καθιστᾷ µέτοχο τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἐξοµολόγηση, ἡ ὁποία, εἶναι τὸ µυστήριο, τὸ ὁποῖο συνέστησε αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς καὶ διὰ τοῦ ὁποίου ὁ ἴδιος καὶ πάλιν ὁ Χριστὸς διὰ µέσου τοῦ πνευµατικοῦ πατρός, στὸν ὁποῖο παρέδωσε τὴν ἐξουσία τοῦ δεσµεῖν καὶ λύειν ἁµαρτίας, χαρίζει σὲ ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος ἐξοµολογεῖται εἰλικρινῶς τὰς ἁµαρτίας του, τὰ ἀγαθὰ τὰ ἀπορρέοντα ἐκ τῆς σταυρικῆς του θυσίας. Δηλαδή, τὴν ἄφεσιν τῶν ἁµαρτιῶν, τὴν ἱκανότητα νὰ µὴ τὰ ἐπαναλάβει καὶ τὴν δύναµιν νὰ ὁδεύει πάντοτε πρὸς τὴν ἀρετὴν καὶ τὴν κατὰ Χριστὸν ζωήν. Αὐτὸ τὸ µυστήριο, τὸ ὁποῖο παρέδωσε ὁ Κύριος πρὸς τοὺς Ἀποστόλους καὶ ἐκεῖνοι µὲ τὴν σειρά των στοὺς ἀξίους ἐπισκόπους καὶ ἱερεῖς µὲ τοὺς λόγους του: «ἂν τινων ἀφῆτε τὰς ἁµαρτίας ἀφίενται αὐτοῖς, ἂν τινων κρατῆτε κεκράτηνται». (Ἰω. Κ΄ 23). Ἰδοὺ ποίους κρουνοὺς χάριτος µᾶς παρέδωσεν ὁ Ἰησοῦς. Ὅσοι ἐξ ἡµῶν δὲν εἴµεθα ἕτοιµοι νὰ προσέλθωµεν σήµερα στὸ µυστήριον τῆς θείας εὐχαριστίας, ἂς µὴ ἀδιαφορήσωµεν. Ἂς προσέλθωµεν µετὰ συντριβῆς καὶ δακρύων στὸν πνευµατικό µας πατέρα, ἂς ἀνοίξωµεν πρὸς αὐτὸν τοὺς µυστικοὺς παλµοὺς καὶ τοὺς ἀλαλήτους στεναγµοὺς τῆς ψυχῆς µας, ἂς ἀπαλλαγῶµεν ἐκ τοῦ βάρους τῶν ἁµαρτιῶν µας, ἂς συντριβῶµεν γνωρίζοντες ὅτι διὰ τῶν ἁµαρτηµάτων µας προξενήσαµε λύπη σὲ ἕνα Θεὸ γεµάτο στοργὴ καὶ ἀγάπη, ἂς ἀποφασίσωµεν νὰ µὴ τὶς ἐπαναλάβωµεν στὸ µέλλον καὶ δι’ αὐτῶν τῶν ἀποφάσεων ἂς πλησιάσωµεν στὴν µυστικὴν Τράπεζαν, γιὰ νὰ δεχθῶµεν τὸν Χριστὸ στὰ βάθη µας. Ἐὰν προσέλθωµε κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, θὰ πληµµυρίσει ὁ νοῦς καὶ ἡ καρδία µας ἀπὸ τὸ ἀνέσπερο φῶς τοῦ Χριστοῦ. Φωτιζόµενοι ἐκ τοῦ ἡλίου τῆς δικαιοσύνης καὶ τῆς ἀπορρεούσης ἐκ τῆς θείας µεταλήψεως χάριτος µποροῦµε ἀπρόσκοπτα νὰ βαδίσωµεν τὸν δρόµον τοῦ οὐρανοῦ. Ὅσοι δέ, εἴµεθα ἕτοιµοι, ἂς προσέλθωµεν, ὅπως θὰ µᾶς καλέσει ἐντὸς ὀλίγου ἡ Ἐκκλησία διὰ τῆς φωνῆς τοῦ λειτουργοῦ «Μετὰ φόβου Θεοῦ, πίστεως καὶ ἀγάπης», γιὰ νὰ κατασκηνώση ἐντὸς ἡµῶν ἡ δύναµη τοῦ Ἁγίου Θεοῦ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου