του εν τη πόλει Σοφία μαρτυρήσαντος
κατά το έτος αφιε΄ (1515) και δια πυρός τελειωθέντος.
Γεώργιος ο νεοφανής Μάρτυς του Χριστού ήτο από την Σερβίαν, από πόλιν
τινά λεγομένην Κράτοβαν, ευσεβών γονέων υιός Δημητρίου και Σάρρας· όταν δε
έγινε το παιδίον εξ ετών, εδόθη υπό των γονέων του εις μάθησιν των ιερών
γραμμάτων, τα οποία ταχέως έμαθεν· έπειτα έμαθε κατ’ ακρίβειαν και την τέχνην
των χρυσοχόων. Κατά δε τον αυτόν καιρόν απέθανεν ο πατήρ αυτού και έμεινεν
ορφανός·
επειδή δε ήτο πολύ ωραίος, εφοβήθη να μένη εις την πατρίδα του, μήπως
τον λάβουν βιαίως εις την αυλήν του τότε Σουλτάνου Βαγιαζήτ· δια τούτο άφησε
την πατρίδα του και επήγεν εις την πόλιν Σοφίαν (η σημερινή πρωτεύουσα της
Βουλγαρίας Σόφια), κατοικήσας εις την οικίαν του ευλαβεστάτου Ιερέως της πόλεως
εκείνης Πέτρου ονομαζομένου, εκεί δε διαμένων ο Μάρτυς μετεχειρίζετο πάσας τας
αρετάς. Βλέπων ο Ιερεύς τον Γεώργιον, ότι τον υπήκουε προθύμως, εδίδασκεν εις
αυτόν την θείαν Γραφήν όσον ηδύνατο. Ο δε νέος εβίαζεν εαυτόν να εκπληρώση και
με το έργον τα διδασκόμενα, το οποίον και εγένετο. Επειδή δε κατά τον λόγον του
Σωτήρος «Ου δύναται πόλις κρυβήναι επάνω όρους κειμένη, ουδέ καίουσι λύχνον και
τιθέασιν αυτόν υπό το μόδιον» (Ματθ. ε: 14-15), ούτε ο νέος ούτος ηδυνήθη να
κρυφθή εις το ύστερον. Διότι βλέποντες αυτόν οι Οθωμανοί, τον εφθόνησαν δια τα
πολλά αυτού προτερήματα και εφρόντιζον με όλην των την δύναμιν να τον φέρουν
εις την γνώμην των. Εκλέξαντες λοιπόν διδάσκαλόν τινα ιδικόν των, εντελή εις
την θρησκείαν των, τεχνίτην εις τους λόγους και εις κάθε απόκρισιν έτοιμον, τον
στέλλουν εις αυτόν να συνομιλήση. Ούτος πηγαίνων τεχνηέντως, φέρει εις αυτόν
ικανόν χρυσίον δια να του διορθώση εν χρυσόν στολίδιον, του υπεσχέθη δε να του
δώση και μισθόν πολύν και φαγητά να του φέρη δια να τον σύρη εις την αγάπην
του. Τοιουτοτρόπως λοιπόν ήρχισε με λόγους πανούργους να τον παγιδεύη λέγων· «Ω
νεανίσκε, εάν ήθελες να αρνηθής την ιδικήν σου θρησκείαν, την θλιβεράν και
απαράδεκτον από όλον τον κόσμον, και ήθελες να έλθης εις την ιδικήν μας αγαθήν
θρησκείαν, ήθελες αποκτήσει μεγάλην δόξαν και τιμήν και ήθελες πάρει την
θυγατέρα του πρώτου αγά ταύτης της πόλεως, να γίνης και κληρονόμος πλούτου
πολλού. Εάν τούτο θέλη γίνει, ημείς θα σε έχωμεν πρώτον κατά πάντα εις την
πόλιν μας και όλοι θα σε τιμώμεν και θα σε προσκυνώμεν δια την ωραιότητά σου·
τοιαύτη ωραιότης δεν πρέπει να μένη εις αυτήν την πτωχικήν και δουλικήν
κατάστασιν, αλλά πρέπει να σε παραστέκουν και να σε υπηρετούν δούλοι πολλοί και
υπηρέται. Ταύτα ακούσας ο Γεώργιος του είπεν· «Σε ευχαριστώ, διότι φροντίζεις
τόσον πολύ δι’ εμέ, όμως θέλω να μου ειπής την αλήθειαν εις ό,τι σε ερωτήσω,
διότι είμαι βέβαιος, ότι γνωρίζεις καλά, ως ήκουσα περί σου, όλα τα της ιδικής
σας θρησκείας· σε ερωτώ λοιπόν αυτή η δόξα και τιμή, την οποίαν είπες, άραγε
μένει και αιώνιος ή τελειώνει»; Εκείνος δε του είπε· «Ναι, τελειώνει· όμως όσοι
πολιτεύονται καλώς και φυλλάτουν την παράδοσιν του Μωάμεθ, πηγαίνουν απ’ εδώ
εις τον Παράδεισον». Ο Γεώργιος του είπε· «Και ποία είναι η καλή πολιτεία την
οποίαν πρέπει να έχη τις εδώ»; Εκείνος του είπε· «Πρώτον είναι η πίστις η καλή
και δεύτερον η καθαρότης του σώματος». Ο Γεώργιος του είπε· «Καλά είπες, ότι η
πίστις πρέπει να είναι καλή· ποία δε είναι η καθαρότης του σώματος»; Εκείνος
του είπε· «Η καθαρότης είναι το να πλύνεσαι και να προσκυνής συχνάκις». Τότε ο
Γεώργιος ηρώτησε και πάλιν τον διδάσκαλον των Οθωμανών λέγων· «Εάν ο άνθρωπος
ζη με πορνείαν και κραιπάλην και μοιχείαν και πολυφαγίαν και μεταχειρίζεται
κάθε είδους σαρκικήν ηδονήν, τον τοιούτον άραγε δέχεται ο Θεός εις τον
Παράδεισον»; Αυτός δε και μη θέλων εμαρτύρησε την αλήθειαν, λέγων, ότι ο Θεός
βέβαια δεν δέχεται τους τοιούτους, εάν δεν επιστρέψωσι με μεγάλην μετάνοιαν και
όσοι αποθνήσκουν με παρόμοια έργα πηγαίνουν εις την κόλασιν. Τότε του λέγει ο
Γεώργιος· «Ορθώς έκρινας· τώρα εγώ βλέπω, ότι όλοι οι βασιλείς και ηγεμόνες σας
και κριταί και άρχοντες υποδουλώνονται εις παρόμοια ακάθαρτα έργα έως του
τέλους της ζωής των και τοιουτοτρόπως αποθνήσκουν χωρίς μετάνοιαν· λοιπόν αυτοί,
καθώς είπες, κολάζονται». Ο δε είπεν· «Ο Θεός συγχωρεί τας αμαρτίας με την
ελεημοσύνην και βλέπεις ότι οι βασιλείς μας και οι άρχοντες κάμνουν τόσα
τζαμία, γέφυρας και βρύσεις και διάφορα άλλα έργα δι’ ανάπαυσιν των ανθρώπων».
Εξαφθείς τότε εις ζήλον πίστεως ο Γεώργιος είπεν· «Ο Προφήτης Σολομών γράφει
δια Πνεύματος Αγίου, ότι «Θυσίαι ασεβών, βδέλυγμα Κυρίω» (Παροιμ. ιε: 8), διότι
βλέπω απ’ αιώνος πολλούς βασιλείς και δυνάστας, οι οποίοι έκαμον πολλά καλά
έργα, αλλά δια την απιστίαν των απωλέσθησαν και εξηλείφθησαν τα ονόματά των μη
διασωθείσης ούτε καν της μνήμης αυτών, μάλιστα δε από το ιδικόν σας γένος όλοι
εχάθησαν και δεν ευρίσκεται εις την πίστιν σας κανείς Άγιος, ούτε δίκαιος, καν
βασιλεύς, καν εξουσιαστής, καν κριτής, καν διδάσκαλος, καν κάθε άλλος από τους
απλουστέρους, αλλ’ όλοι από μιας εχάθησαν. Εις δε την ιδικήν μας την Αγίαν και
αμώμητον πίστιν και βασιλείς και Αρχιερείς και Ιερείς και απλούς λαός, από τον
καιρόν του Χριστού έως την σήμερον, ευρίσκονται Άγιοι και τα σώματα αυτών
διαμένουσι σώα και αδιάφθορα και ιατρεύουσι διαφόρους ασθενείας εκείνων, οι
οποίοι προστρέχουν εις αυτούς μετ’ ευλαβείας και πίστεως· και εάν δεν πιστεύης
εις αυτά, έλα να σου δείξω τον κράλην Μιλουτίνον, όστις είναι εις ταύτην την
πόλιν, πως ευρίσκεται σώος και φαίνεται ως να κοιμάται, ευωδιάζει δε ώσπερ
κρίνον· και πίστευε ότι καθώς αυτός είναι Άγιος, διότι επίστευεν εις τον
Χριστόν και έκαμνε τας εντολάς του, ομοίως και ημείς οι οποίοι πιστεύομεν εις
τον Χριστόν, ως αυτός, Άγιοι είμεθα. Και λοιπόν πως συ με διδάσκεις να αρνηθώ
τοιαύτην αληθή και Αγίαν Πίστιν, η οποία μας φέρει εις τον Θεόν και μας κάμνει
κληρονόμους της Βασιλείας των ουρανών; Εγώ είμαι βέβαιος, ότι και συ όλα αυτά
τα γνωρίζεις πολύ καλά, αλλ’ η πλάνη τούτου του κόσμου δεν σε αφήνει να
προσέλθης εις την αλήθειαν, δια να σωθής». Ταύτα ακούσας εκείνος έμεινε
κατησχυμμένος και μη έχων τι να αποκριθή, έκρυψε το δηλητήριον εις την καρδίαν
του και επέστρεψεν εις τους ιδικούς του, διηγούμενος λεπτομερώς τα πάντα και
έπειτα τους λέγει· «Αν αφήσωμεν αυτόν απείρακτον, θέλει περιπαίξει όλην την
θρησκείαν μας». Με τούτους τους λόγους παρακινηθέντες εκείνοι εις έχθραν,
επήγαν εις τον κριτήν και του διηγούνται όλα τα συμβάντα με τον Γεώργιον·
έπειτα του λέγουν ακόμη και τούτο· «Όλην την θρησκείαν μας και τον νομοδότην μας
περιέπαιξεν, ακόμη δε και τον βασιλέα μας και τους εξουσιαστάς και τους κριτάς
μας όλους εις την κόλασιν παρέδωκε και εάν τον αφήσης εις την Χριστιανωσύνην,
γνώριζε ότι η πίστις αυτού έχει να μεγαλυνθή και η ιδική μας έχει να γίνη
παίγνιον». Οργισθείς από τους λόγους τούτους ο κριτής, στέλλει αμέσως τον ίδιον
εκείνον, ο οποίος ωμίλησε με τον Γεώργιον, και του λέγει να υπάγη να του τον
φέρη, με τρόπον όμως ώστε να μη εννοήση τι ο Γεώργιος. Μεταβάς λοιπόν εκείνος
εχαιρέτησε τον Γεώργιον, λέγων· «Μάθε, Γεώργιε, ότι ο κριτής μας σε χρειάζεται
πολύ, διότι του είπα ότι είσαι πολύ επιτήδειος εις την τέχνην και σε θέλει δια
να του κατασκευάσης πολλά στολίδια του οίκου του, όθεν έχεις να αποκτήσης
μεγάλην φιλίαν με αυτόν και να λάβης και όσον μισθόν θέλεις· ελθέ λοιπόν να
υπάγωμεν εις αυτόν». Νομίζων ο Γεώργιος, ότι εκείνος του λέγει την αλήθειαν,
διότι άκακος ανήρ πιστεύει πάντα λόγον, ηκολούθησεν αυτόν και επήγαν αμφότεροι εις τον κριτήν· ο
δε κριτής ιδών αυτόν εξεπλάγη δια την ωραιότητά του και καλέσας αυτόν πλησίον
του του λέγει με ήσυχον και κατανυκτικήν φωνήν· «Ω νεανίσκε, έμαθον πως είσαι
πολύ καλός τεχνίτης· ημπορείς να μου κάμης τα στολίδια, τα οποία χρειάζομαι,
καθώς εγώ αγαπώ»; Εκείνος δε είπε· «Δος μου να τα κάμω και πιστεύω να σου
αρέσουν». Ο δε κριτής είπε· «Ναι, επληροφορήθην ότι είσαι τεχνίτης εις αυτά,
όμως ακόμη ένα λόγον έχω να σου είπω και εάν με ακούσης, έχει να γίνη μεγάλον
καλόν εις σε· εάν όμως παρακούσης, έχεις να απολεσθής κακώς» Ο δε Γεώργιος
είπε· «Τι θέλεις να κάμω»; Ο κριτής απεκρίθη· «Αρνήσου τον Χριστόν και
πίστευσον εις την ιδικήν μας ορθήν πίστιν δια να απολαύσης και εδώ όλα τα αγαθά
και εκεί να κληρονομήσης τον Παράδεισον». Τοιαύτα και άλλα πολλά του έλεγε, τα
οποία ακούσας ο Γεώργιος είπε καθ’ εαυτόν· «Βλέπω, ότι ήλθον εδώ δια να αγωνισθώ
δια την πίστιν μου και όχι δια την τέχνην μου· αλλά συ, Κύριέ μου Ιησού Χριστέ,
δος μοι λόγον γνώσεως προς απόκρισιν και δίδαξόν με κατά το θέλημά σου».
Παρευθύς τότε εδόθη εις τον Άγιον άνωθεν λόγος σοφίας, καθώς υπόσχεται ο των
Μαρτύρων αγωνοθέτης Κύριος εις το Ιερόν Ευαγγέλιον και λέγει προς τον κριτήν·
«Αι ψυχαί των ιδικών σας και πρώτον αυτού του αρχηγού σας Μωάμεθ και όλων των
άλλων του γένου σας μετά τον θάνατόν των που απέρχονται»; Ο δε κριτής είπεν·
«Εις τον Παράδεισον». Λέγει ο Γεώργιος· «Ποίον σημείο ή θαύμα φέρεις εις
μαρτυρίαν τούτου; Ή πιστεύεις εις κενούς λόγους»; Ο δε κριτής είπε· «Και τι
άλλο σημείον θέλεις; Δεν είμεθα βασιλείς, δεν νικώμεν ισχυρά βασίλεια; Δεν
λαμβάνομεν τας πόλεις και τας χώρας εκείνων; Όλοι οι βασιλείς και άρχοντες του
κόσμου δεν μας προσκυνούν και μας δίδουν φόρους; Εάν λοιπόν δεν μας ηγάπα ο
Θεός, δεν ήθελεν υψωθή τόσον το κράτος μας». Προς ταύτα απεκρίθη ο Γεώργιος·
«Άνωθεν και εξ αρχής είναι, όσοι βασιλείς ισχυροί εβασίλευσαν και εκυρίευσαν
την οικουμένην και απέκτησαν δόξαν και πλούτον πολύν, αλλά με το να μη
επίστευον εις τον Κύριον ημών, δια τούτο όλοι απωλέσθησαν και αυτοί και η μνήμη
των, η δε δόξα η επίγειος και η βασιλεία εις ουδέν τους ωφέλησε· μόνον δε οι
Χριστιανοί, οι οποίοι πιστεύουν εις τον Χριστόν τον αληθινόν Θεόν, αυτοί όλοι
και βασιλείς και άρχοντες εδικαιώθησαν και εγένοντο Άγιοι· ταύτα και συ καλώς
γνωρίζεις, αλλά δεν σε αφήνει η βασιλική εξουσία να ομολογήσης την αλήθειαν». Ο
κριτής είπεν· «Ο αρχηγός ημών Μωάμεθ ωμίλησε με τον Θεόν και από αυτόν έλαβε
τον νόμον και μας τον παρέδωκε». Πλήρης τότε Χάριτος και Πνεύματος Αγίου ο
Γεώργιος εδημηγόρησεν ενώπιον του κριτού και των προσδραμόντων Οθωμανών, λέγων·
«Μη γένοιτο να ωμίλησε με τον Θεόν ο Μωάμεθ, διότι όταν ο Θεός κατέβη εις το
όρος Σινά, το κάτωθεν του όρους ιστάμενον πλήθος των Εβραίων έτρεμον όλοι από
τον φόβον βλέποντες αυτόν να καταβαίνη δια νεφελών και αστραπών. Τότε λοιπόν ο
Μωϋσής, και μόνον αυτός, ωμίλησε με τον Θεόν. Πάλιν δε όταν κατέβη ο Υιός του
Θεού και έγινεν άνθρωπος, οι βασιλείς των Περσών δι’ αστέρος ήλθον και τον
επροσκύνησαν, εκείνος δε εις όλην του την ζωήν έκαμε διάφορα θαύματα έμπροσθεν
πάντων· και πάλιν, όταν ανελήφθη εις τον ουρανόν, επάνω εις το όρος των Ελαιών,
πλήθος ανθρώπων τον είδον ότι ανέβαινε δια νεφέλης. Τότε καταβάντες δύο Άγγελοι
είπον εις τους ορώντας, ότι αυτός, τον οποίον βλέπετε τώρα τοιουτοτρόπως
αναλαμβανόμενον, αυτός έχει να κατέβη πάλιν δια να κρίνη τον κόσμον και να
αποδώση εις έκαστον κατά τα έργα του, εκείνοι δε οι οποίοι δεν πιστεύουν εις
αυτά, όλοι χάνονται. Δια δε τον ιδικόν σας Μωάμεθ, τις είδεν, ή τις ήκουσέ
ποτε, ότι ωμίλησε με τον Θεόν εις κανένα τόπον; Ή τι σημείον έκαμεν εις την
ζωήν του; Εγώ γνωρίζω κάλιστα, ότι δεν έκαμε κανέν σημείον, αλλ’ αυτός μόνος
του συνέγραψεν εύκολον θρησκείαν, η οποία αρέσκει εις το γήινον φρόνημα της
σαρκός και ταύτην παρέδωκεν εις ανθρώπους αδαείς, οι οποίοι δεν είχον καμμίαν
είδησιν εις τα δόγματα της αληθινής πίστεως και δια τούτο τον εδέχθησαν και
ερριζώθη η θρησκεία του εις τας καρδίας των· όθεν καθώς εκείνος δεν είναι
Άγιος, διότι κανέν θαύμα δεν έκαμεν, ομοίως και όλοι, όσοι ακολουθούν αυτόν,
δεν είναι δυνατόν να γίνουν Άγιοι». Ταύτα ακούσαντες το πλήθος των Αγαρηνών
εφώναζαν όλοι εις τον κριτήν· «Πάρε αυτόν από του μέσου ημών, διότι ιδού ότι
εις τέλος περιέπαιξεν ημάς». Τότε ο κριτής επρόσταξε να βάλουν τον Άγιον εις
την φυλακήν. Όθεν δέσαντες ακείνοι όπισθεν τας χείρας του και άλλοι μεν
κτυπώντες αυτόν, άλλοι δε λακτίζοντες και έτεροι πτύοντες, τον έβαλον εις την
φυλακήν· προφθάνει δε αυτόν εις την οδόν ο Ιερεύς Πέτρος, δια τον οποίον
προείπομεν εις την αρχήν, και λέγει εις εκείνους οι οποίοι επήγαινον· «Δώσετε
αυτόν εις εμέ και εγώ γίνομαι εγγυητής δι’ αυτόν, όταν δε τον θελήσετε πάλιν
σας τον δίδω». Αυτοί δε του είπον οργιζόμενοι· «Αυτός πλέον δεν βγαίνει από τας
χείρας μας, αλλ’ εάν τον αγαπάς και θέλης την ζωήν του, νουθέτησέ τον να έλθη
εις την πίστιν μας, διότι, εάν δεν έλθη, έχει να χάση βεβαιότατα την ζωήν του».
Ο δε Ιερεύς τους απεκρίθη· «Επειδή ούτως απεφασίσατε, προστάξατε καν να με
αφήνουν να έρχωμαι εις αυτόν και εγώ θέλω τον συμβουλεύσει να κάμη το
καλλίτερον του». Αυτοί δε είπον· «Κανείς από τούτο δεν σε εμποδίζει». Κατόπιν
τούτου επήγεν ο ευλογημένος Ιερεύς εις τον δεσμοφύλακα και τον παρεκάλει να
εκβάλη τον Γεώργιον από την φυλακήν δια να ομιλήσουν καταμόνας εις την
κατοικίαν του δεσμοφύλακος. Επειδή δε ο φύλαξ ηγάπα κατά πολλά τον Ιερέα,
έκαμεν ευθύς κατά το θέλημά του και τον έφερεν εις την κατοικίαν του. Τότε ο
Ιερεύς ήρχισε να ασπάζηται τον Άγιον, λέγων· «Χαίροις, τιμία κεφαλή Γεώργιε· συ
σήμερον εδόξασες τον Χριστόν, καθώς ποτε ο Πρωτομάρτυς Στέφανος και ο νέος
Στέφανος εις τον καιρόν των Εικονομάχων και άλλοι πολλοί Άγιοι, διότι παρόμοιον
έργον και συ εποίησας· αλλ’ ανδρίζου και στηρίζου· και μετά την ομολογίαν αυτήν
πρέπει και να αθλήσης, καθώς και οι άλλοι Μάρτυρες πρώτον ωμολόγησαν, έπειτα
εμαρτύρησαν· όθεν και εις όλην την οικουμένην δοξάζονται· εάν δε αυτοί
λαμβάνουν από ημάς τους ανθρώπους τοιαύτην και τοσαύτην δόξαν, καίτοι δεν
ηγωνίσθησαν δι’ ημάς, άραγε πόσας δόξας και τιμάς θέλουν λάβει εις την Δευτέραν
Παρουσίαν από τον Χριστόν, δια την αγάπην του οποίου ηγωνίσθησαν και έχυσαν τα
αίματά των; Διότι αυτός ο αψευδής υπόσχεται, ότι όποιος τον ομολογήση έμπροσθεν
εις τους ανθρώπους, θέλει τον ομολογήσει και αυτός έμπροσθεν του ουρανίου
Πατρός του. Αλλά και όστις αγωνισθή μέχρις αίματος δια τον επίγειον βασιλέα,
λαμβάνει από αυτόν τιμάς και δωρήματα· άραγε τι είδους τιμάς και δώρα θέλουν
λάβει εκείνοι οι οποίοι αγωνίζονται δια τον επουράνιον Βασιλέα; Βέβαια τοιαύτην
δόξαν και τοσαύτα αγαθά θέλουν λάβει, κατά τον θείον Παύλον, τα οποία νους
ανθρώπου δεν ημπορεί να εννοήση ποτέ». Ο δε Μάρτυς είπε· «Πιστεύω, ότι ταύτα
πάντα είναι καθώς τα λέγεις, όμως πολλά φοβούμαι το πυρ και δεν ελπίζω ότι
ημπορώ να το υποφέρω». Τότε ο Ιερεύς Πέτρος, ίνα ενισχύση τον Άγιον, λέγει προς
αυτόν· «Τι φοβείσαι το πυρ, το οποίον ημίσειαν ώραν έχει να σε πονέση και
έπειτα να σε κατατάξη εις τους χορούς των Αγίων; Εάν όμως δεν υπομείνης εις την
ημίσειαν ώραν, έχεις να καίεσαι αιωνίως εις την γέενναν του πυρός· δεν πιστεύεις
τον διδάσκαλόν μας Παύλον όστις λέγει, «Τις ημάς χωρίσει από της αγάπης του
Χριστού· θλίψις ή στενοχωρία ή διωγμός ή λιμός ή γυμνότης ή κίνδυνος ή
μάχαιρα»; (Ρωμ. η: 35). Κανέν πράγμα δεν δύναται να χωρίση ημάς από την αγάπην
του Χριστού, διότι καθώς ο αυτός Απόστολος Παύλος λέγει· «Ουκ άξια τα παθήματα
του νυν καιρού προς την μέλλουσαν δόξαν αποκαλυφθήναι εις ημάς» (Ρωμ. η: 18).
Διατί λοιπόν δεν χαίρεσαι, ότι έχεις να αλλάξης τα φθαρτά με τα άφθαρτα και τα
επίγεια με τα επουράνια; Τα προσωρινά έτη της ζωής με τα αιώνια και ατελεύτητα;
Όθεν, τέκνον μου, ετοιμάσου εναντίον του στρατεύματος του διαβόλου και πιστεύω
εις τον Θεόν, ότι αυτός θέλει σε στηρίξει, επειδή συ δεν επήγες μόνος εις
τούτον τον αγώνα, αλλ’ ο Θεός σε προσκάλεσε, δια να τον δοξάσης εις ταύτας τας
εσχάτας ημέρας και αυτός θέλει είναι μετά σου εις το Μαρτύριον, καθώς ήτο και
με τον Μεγαλομάρτυρά του Γεώργιον· μόνον μη ατονίσης, αλλ’ υπόμεινον ολίγον».
Ταύτα μετά προθυμίας και συνέσεως ακούσας ο καλοπροαίρετος Γεώργιος λέγει προς
τον Ιερέα· «Αληθώς είπες κατά πάντα, αλλ’ εν μικρόν ζήτημα θέλω από σου·
παρακαλώ να φροντίσης όσον ημπορέσης να με εξαγοράσης, δια να ζήσω ακόμη και να
κάμω κανέν καλόν έμπροσθεν του Θεού, επειδή έως του νυν είμαι έρημος πάσης
αρετής· εάν όμως δεν δυνηθής, ας γίνη το θέλημα του Θεού· και εγώ μεν σπεύδω να
τελειώσω όσα μου είπες, αλλά και συ παρακάλεσον θερμώς τον Θεόν, να μη με
υστερήση από την βοήθειάν του, διότι αυτός είπεν· «Ότι χωρίς εμού ου δύνασθε
ποιείν ουδέν» (Ιωάν. ιε: 5). Ο δε Ιερεύς λέγει προς αυτόν· «Επ’ αληθείας εξ
όλης μου ψυχής θέλω φροντίσει δια την σωτηρίαν σου και δεν θέλω λυπηθή τίποτε
από τα υπάρχοντά μου, μόνον αν δυνηθώ». Τοιαύτα και άλλα πολλά ενουθέτησε τον
Άγιον από την θείαν Γραφήν ο ζηλωτής εκείνος και όντως Ιερεύς του Θεού του
Υψίστου· ο δε Μάρτυς εδέχετο πάντα ταύτα μετά χαράς εις την καρδίαν αυτού κατά
το σολομώντειον εκείνο ρητόν· «Γνώριζε δικαίω και προσθήσει του δέχεσθαι» (Παρ.
θ: 9). Ασπασάμενος δε εν τέλει αυτόν είπεν· «Ειρήνη σοι, Γεώργιε τέκνον μου, ο
Κύριος έσται μετά σου ενισχύων σε και περιφυλάττων σε από παντός εναντίου
συναντήματος». Ταύτα ειπών ο Ιερεύς ανεχώρησεν, ο δε μακάριος Γεώργιος,
προσκυνήσας αυτόν, επέστρεψεν εις την φυλακήν. Την επομένην ημέραν συνήχθη
πλήθος πολύ από τους γραμματισμένους Τούρκους και φέρουν τον Μάρτυρα εκ της
φυλακής· τόσας δε κολακείας και υποσχέσεις του έκαμαν και τόσας απειλάς, ώστε
δεν είναι δυνατόν να τας περιγράψωμεν· όμως, με όλα ταύτα, δεν ηδυνήθησαν να
φέρουν τον Άγιον εις τον σκοπόν των κατ’ ουδένα τρόπον· όθεν πάλιν τον
εφυλάκισαν, βάλλοντές του αλύσεις βαρείας εις τους πόδας και τας χείρας, ο δε
Άγιος ευχαριστών τον Θεόν τα υπέμεινεν όλα μετά χαράς. Απελθών δε ο Ιερεύς εις
τον κριτήν, τον παρεκάλει θερμώς και του υπέσχετο να του δώση δώρα πολλά, δια
να ελευθερώση εκ των δεσμών τον Άγιον. Υπεσχέθη τότε ο κριτής, ότι θέλει
φροντίσει να τον ελευθερώση. Μετά δε οκτώ ημέρας φέρουν τον Μάρτυρα πάλιν εις
το κριτήριον δέσμιον και συνάγονται όλοι οι υπηρέται του Μωάμεθ, ο δε κριτής
ήρχισε πάλιν να τον κολακεύη λέγων· «Ω νεανίσκε, διατί παραδίδεις τον εαυτόν
σου εις τοιαύτην ατιμίαν και εμπαιγμόν; Βλέπεις πως όλοι σε περιπαίζουν και
όλοι οι φίλοι λυπούνται δια σε; Αλλ’ άκουσόν μου και κάμε το θέλημά μου». Είχε
δε ο κριτής υιόν, τον οποίον προσκαλέσας είπεν προς τον Άγιον· «Ιδού, Γεώργιε,
από τώρα και εις το εξής ούτος ο υιός μου θέλει γίνει αδελφός σου και εγώ θέλω
σας έχει και τους δύο τέκνα μου, θα διαμένης δε και συ πάντοτε εις τον οίκον
μου· ως βλέπεις, εγώ εγήρασα και μετά τον θάνατόν μου δεύτερος κληρονόμος
θέλεις γίνει εις όλον μου τον πλούτον και τα υπάρχοντά μου και ταύτα τα οποία
σου είπα, σου τα δίδω εγγράφως και έμπροσθεν πάντων. Πίστευσόν μοι, ότι σου
λέγω την αλήθειαν και όσα σου είπον με λόγον τώρα, τα κάμνω με το έργον· και
ιδού, βλέπεις τούτους όπου είναι εδώ συνηγμένοι; Όλοι έχουν να σε προσκυνήσουν
και να γίνουν ως δούλοι σου». Ταύτα τα λόγια ως ήκουσεν εκείνο το συνηγμένον
πλήθος των Τούρκων, επήνεσαν με μεγάλας φωνάς τον κριτήν των. Παρίστατο δε εκεί
πλησίον του Μάρτυρος και ο Ιερεύς Πέτρος, ο συγγραφεύς του Βίου τούτου, βλέπων
δε τον Άγιον προσηύχετο νοερώς προς τον Θεόν, να μη τον αφήση και γίνη παίγνιον
του εχθρού. Ο δε Μάρτυς απεκρίθη εις τον κριτήν· «Επειδή φροντίζεις τα καλά δι’
εμέ και τόσον πολύ με αγαπάς, άφες να είμαι Χριστιανός και με τους Χριστιανούς
να πολιτεύωμαι· εάν όμως δεν θέλης να με αφήσης, γνώριζε, ότι από την πίστιν
και την αγάπην του Χριστού μου δεν είναι δυνατόν να με χωρίση κανέν πράγμα,
ούτε πλούτος επίγειος, ούτε δόξα πρόσκαιρος, ούτε πυρ, ούτε ξίφος, ούτε καμμία
άλλη βάσανος, ούτε όσα κακά και αν μου κάμης, διότι ελπίζω βεβαίως εις τον
Χριστόν μου, ότι αντί δι’ αυτά θέλω λάβει αγαθά εκατονταπλάσια εις την
Βασιλείαν Του την ουράνιον. Και λοιπόν διατί βραδύνεις; Από τα εξής τρία ένα
κάμε, ω δικαστά· ή ελευθέρωσόν με καθώς είμαι Χριστιανός, ή απόστειλόν με προς
τον Χριστόν μου μίαν ώραν πρότερον, ή γίνετε και σεις Χριστιανοί, δια να
ελευθερωθήτε από την αιώνιον κόλασιν». Ο δε κριτής είπε· «Μήπως εγώ σε βιάζω να
αρνηθής τον Χριστόν και να μη τον αγαπάς και να τον τιμάς; Μη γένοιτο· διότι
και εγώ πολύ τον αγαπώ και τον ομολογώ, ότι συνελήφθη εκ Πνεύματος Θεού και εκ
της Παρθένου Μαρίας χωρίς άνδρα και ότι είναι Προφήτης αληθινός και ανελήφθην
ζων εις τους ουρανούς, μέλλει δε πάλιν να καταβή δια να κρίνη τον κόσμον εις
την εσχάτην ημέραν· και όστις δεν πιστεύει αυτά τα οποία είπον, ας έχη ανάθεμα·
τι δε κακόν κάμνομεν ημείς, οι οποίοι τιμώμεν τον Μωάμεθ και τον νόμον αυτού
φυλάττομεν και πιστεύομεν, ότι ο Θεός ενεχείρισεν εις αυτόν τας κλεις του
Παραδείσου»; Άκρως διαβολική και επικίνδυνος υπήρξεν η παγίς αύτη του κριτού
δια να συλλάβη εις τα εαυτού δίκτυα τον Μάρτυρα. Εκείνος όμως ο μακάριος, έχων
ένοικον την Χάριν του Παναγίου Πνεύματος, απεκρίθη χωρίς καμμίαν
αμφιταλάντευσιν· «Ευχαριστώ τον Θεόν μου, ότι συ καλώς ομολογείς περί του
Χριστού, ότι συνελήφθη εκ Πνεύματος Αγίου και εγεννήθη εκ της Παρθένου Μαρίας
και ότι αυτός είναι κριτής ζώντων και νεκρών και θέλει αποδώσει εις έκαστον
κατά τα έργα αυτού· ούτω πιστεύουν όλα τα έθνη από Ανατολών έως Δυσμών. Όχι δε
μόνον τούτο, αλλά και προ της Γεννήσεώς Του όλοι οι Προφήται δι’ αυτόν
επροφήτευσαν, δηλαδή ότι ο Υιός και Λόγος του Θεού μέλλει να γεννηθή ως
άνθρωπος και με τους ανθρώπους να συναναστραφή· να βαστάση τας ασθενείας ημών,
να φθονηθή από τους απίστους Εβραίους, να σταυρωθή, να ταφή, να αναστηθή, να
αναληφθή εις τους ουρανούς, να καθίση εκ δεξιών του Πατρός και να κρίνη κατά
την εσχάτην ημέραν ζώντας και νεκρούς. Αυτός δε ο ίδιος ο Χριστός είπεν εις το
Ιερόν Ευαγγέλιον, ότι όλος ο Νόμος και οι Προφήται, έως του Ιωάννου
επροφήτευσαν, από τότε δε έως τέλους του αιώνος Προφήτης άλλος δεν γίνεται·
όθεν ο Μωάμεθ Προφήτης δεν είναι, διότι είναι υστερώτερος από τον Χριστόν· αλλ’
αυτός μόνος του ωνόμασεν εαυτόν Προφήτην και κλειδούχον του Παραδείσου και
έπλασεν, ότι ο Παράδεισος έχει τρυφάς σαρκικάς και πορνικάς μίξεις. Συνέθεσε δε
και παρόμοιον βιβλίον, με εύκολον θρησκείαν, η οποία είναι αρεστή εις τους
σαρκικούς· είπε δε ότι το βιβλίον αυτό του εδόθη από τον Θεόν όταν εκοιμάτο·
μόνος δε αυτός μαρτυρεί δια τον εαυτόν του ταύτα. Αλλ’ ούτε οι Προφήται
επροφήτευσαν δι’ αυτόν, καθώς επροφήτευσαν δια τον Χριστόν, ούτε αυτός ο ίδιος
έκαμε κανέν θαύμα προς βεβαίωσιν των λόγων του, καθώς έκαμεν ο Χριστός πολλά·
ούτε άλλος ουδείς τον είδε, ότι έλαβεν από τον Θεόν το βιβλίον εκείνο, καθώς
είδε τον Μωϋσήν το πλήθος των Εβραίων. Και τι να λέγω τα πολλά; Εγώ αυτόν δεν
τον έχω δια προφήτην και όσοι τον πιστεύετε είσθε μερίς αυτού, εγώ δε είμαι
μερίς του Χριστού και εδώ και εις την μέλλουσαν ζωήν». Ταύτα ως ήκουσε το
πλήθος εκείνο, εφώναζον με μεγάλας φωνάς και ώρμησαν εναντίον του τρίζοντες
τους οδόντας, δια να τον κτυπήσουν, ήθελον δε και τελείως να τον φονεύσωσι κατ’
αυτήν ταύτην την ώραν εκείνην, αν δεν τους ημπόδιζεν ο κριτής με τους υπηρέτας
του λέγων προς αυτούς· «Διατί ορμάτε τοιουτοτρόπως κατεπάνω του; Δεν είμαι εγώ
εκείνος, όστις έχω από τον βασιλέα την εξουσίαν και όποιον καταδικάσω είναι
καταδικασμένος και όποιον ελευθερώσω είναι ελεύθερος»; Εκείνοι δε εφώναζαν·
«Καθώς σου εδόθη η κρίσις, τοιουτοτρόπως κρίνε και δικαίως, κατά τον νόμον μας,
επειδή και ημείς όλον τον νόμον τον γνωρίζομεν, έστω και εάν δεν έχωμεν
εξουσίαν από τον βασιλέα». Ο δε κριτής είπεν· «Επειδή γνωρίζετε τον νόμον, τι
πρέπει να τον κάμωμεν»; Αυτοί δε απήντησαν. «Πρέπει να καυθή με πυρ, η δε
στάκτη του να λιχνισθή εις τον αέρα». Ο δε κριτής είπεν· «Επειδή επαινεί την
πίστην του και δεν δέχεται την ιδικήν μας, δια τούτο να τον καύσωμεν»; Αυτοί
είπον· «Εάν τις βλασφημήση τον νομοδότην μας, ακόμη και τον βασιλέα μας και
τους κριτάς μας και απλώς ειπείν όλους ημάς, είναι δίκαιον ο τοιούτος να
παραμένη πλέον εις την ζωήν»; Εδοκίμασε τότε ο κριτής να ειρηνεύση το
μαινόμενον εκείνο πλήθος των Αγαρηνών και είπε προς αυτούς· «Δεν ήκουσα εγώ από
το στόμα του τους λόγους, τους οποίους λέγετε σεις κατ’ αυτού». Αλλ’ οι
Αγαρηνοί, εξαγριωθέντες έτι περισσότερον, εκραύγαζον· «Όχι μόνον αυτούς, τους
οποίους είπομεν, αλλά και όλον τον νόμον μας και το προσκύνημά μας και το
πλύσιμόν μας εξουθένωσε και περιέπαιξεν». Ηρώτησε τότε ο κριτής τον Μάρτυρα·
«Ούτως έχουν, ω Γρηγόριε, αυτά τα οποία μαρτυρούν ούτοι κατά σου»; Και αυτός απεκρίθη·
«Μη γένοιτο να εβλασφήμησα εγώ το πλάσμα του Θεού, τον άνθρωπον, αλλά μόνον τα
έργα και τους λόγους των αμαρτωλών δεν δέχομαι· την δε αλήθειαν περί του
Χριστού κηρύττω και είμαι έτοιμος να αποθάνω δι’ αυτόν». Τότε ο κριτής είπε
προς αυτούς· «Βλασφημία είναι αυτό το οποίον ηκούσατε»; Εκείνοι δε είπον· «Αυτό
δεν είναι βλασφημία, αλλά πριν να τον φέρωμεν εις σε, είπε τους βλασφήμους
εκείνους λόγους· και εάν αυτόν απολύσης, είσαι και συ παραβάτης της πίστεώς μας
και του νόμου μας και ημείς θέλομεν κάμει αναφοράν δια σε εις τον βασιλέα».
Ιδών τότε ο κριτής, ότι δεν κατορθώνει τίποτε, αλλά μάλλον θόρυβος γίνεται,
είπεν· «Αποκρίσου, Γεώργιε, εις όσα αυτοί μαρτυρούν κατά σου». Ο δε Γεώργιος
είπε προς αυτόν· «Εκείνα τα οποία είπον, είπον και δόλον δεν ευρίσκεις εις τα
χείλη μου». Είπεν ο κριτής· «Εγώ κάλλιον πιστεύω εις τόσον πλήθος, παρά εις σε
τον ένα· και επειδή δεν θέλεις να αρνηθής τον Χριστόν, είσαι άξιος θανάτου».
Έπειτα στραφείς προς τον καταλαλούντα λαόν είπεν· «Η αμαρτία αυτού να είναι εις
τας ψυχάς σας και ως θέλετε κάμετε με αυτόν». Ευθύς τότε ώρμησαν εκείνοι
κατεπάνω του δια να ξεσχίσουν το πρόβατον του Χριστού· και άλλοι μεν τον
ερράπιζον, άλλοι τον έπτυον και άλλοι τον έσυρον εδώ και εκεί, είτα του έδεσαν
τας χείρας όπισθεν, του έβαλον άλυσιν εις τον λαιμόν και τον έσυραν εις την
αγοράν, ο δε κήρυξ αυτών εφώναζε μεγάλη τη φωνή· «Όσοι φυλάττετε την πίστιν
μας, ελάτε όλοι και φέρετε ξύλα να καύσωμεν αυτόν, διότι εβλασφήμησε τον νόμον
μας και δεν ηθέλησε να αρνηθή τον Χριστόν». Συνήχθη λοιπόν πλήθος αναρίθμητον
Αγαρηνών, άλλοι δε εξ αυτών τον απειλούσαν και άλλοι του υπέσχοντο δώρα πολλά·
αλλ’ ο Μάρτυς ίστατο στερεός εις την
πίστιν του Χριστού και τους απεκρίνετο εις όλα καθώς έπρεπε· τότε τον έφεραν
πλησίον της Εκκλησίας της Αγίας Σοφίας και πλησιάσας εις αυτόν ο προρρηθείς
Ιερεύς Πέτρος του είπεν· «Υπόμεινον ολίγον σήμερον, ω Γεώργιε, δια να χορεύης
αιωνίως με τον Χριστόν». Ο δε Μάρτυς του λέγει· «Παρακάλεσον, Πάτερ, τον Θεόν
δι’ εμέ, ίνα με στερεώση». Ταύτα ακούοντες εκείνοι οι οποίοι τον επήγαιναν, εδίωξαν
τον Ιερέα να μη πηγαίνη πλέον πλησίον του· ο δε Ιερεύς είχεν ένα εξ αυτών
φίλον, όστις είχε μεγάλην αγάπην εις τον Χριστόν, αλλά δια τον φόβον δεν το
ωμολόγει παρρησία, όσα όμως του έλεγεν ο Ιερεύς τα εδέχετο μετά χαράς. Εις
αυτόν λοιπόν είπεν ο Ιερεύς Πέτρος να ίσταται πλησίον του, να ακούη όσα λέγουν
οι Αγαρηνοί εις τον Μάρτυρα και όσα αποκρίνεται προς αυτούς ο Μάρτυς· ο δε
Ιερεύς απελθών εσύναξε τους παρευρισκομένους εκεί Ιερείς και Χριστιανούς και
είπε προς αυτούς· «Αδελφοί, δεήθητε του Θεού να στηρίξη τον αδελφόν μας εις
τούτον τον αγώνα». Όλοι τότε ήρχισαν μετά δακρύων να παρακαλούν τον Θεόν,
λέγοντες· «Κύριε Ιησού Χριστέ, ο ποιήσας σημεία και τέρατα μετά των Αγίων
Μαρτύρων σου, συ και νυν ο αυτός είσαι· στερέωσον λοιπόν τον Μάρτυρά σου να Σε
ομολογήση έως τέλους εις τας εσχάτας ημέρας ταύτας και ποίησον μετ’ αυτού
σημείον εις αγαθόν, ίνα οι ιδόντες και ακούοντες περί αυτού δοξάσωσι το
Πανάγιον όνομά Σου, ότι ευλογητόν ει εις τους αιώνας, αμήν». Οι δε Αγαρηνοί
συνάξαντες ξύλα πολλά και ποιήσαντες στιβάδα μεγάλην, ήρχισαν πάλιν να τον
κολακεύουν και να του υπόσχωνται δώρα πολλά· ο δε Άγιος είπε προς αυτούς· «Εγώ
σας είπα και μίαν και δύο και πολλάκις, ότι την πίστιν μου ποτέ δεν την
αρνούμαι, εάν και χίλια κολαστήρια κάμετε εις εμέ». Τότε εκείνοι, ως ήκουσαν
και τους λόγους τούτους από το στόμα του Μάρτυρος, επρόσταξαν να φέρουν σύντομα
πυρ και ούτως έτρεξαν πολλοί εις τους οίκους και άλλος έφερε δαυλόν, άλλος
άνθρακας ανημμένους και μεταξύ των συνηγωνίζοντο ποίος να ανάψη πρώτος την
πυράν, νομίζοντες, οι ασύνετοι, ότι προσφέρουν μεγάλην λατρείαν εις τον Θεόν·
και ούτως ήναψαν την στιβάδα και γυμνώσαντες τον Μάρτυρα, τον αφήκαν μόνον με
το υποκάμισον και τον έσπρωξαν εις την πυράν και πάλιν τον έσυραν έξω· και
είπον· «Ω ταλαίπωρε, διατί δωρεάν χάνεις την ζωήν σου; Ιδέ πως ημείς θέλομεν το
καλόν σου και όχι καθώς έλαβες κακήν συμβουλήν από εκείνον τον παπάν τον
φιλάργυρον· δεν ηξεύρεις ότι αυτός θέλει τον θάνατόν σου δια να κληρονομήση
ό,τι και αν έχης συγχρόνως δε να επαινεθή εις τους φίλους του; Αλλ’ ημείς
φοβούμεθα τον Θεόν και δεν θέλομεν ν’ αποθάνης κακώς εις την πυράν και να
διαλυθής ως το κηρίον, αλλ’ άκουσόν μας και αρνήσου σήμερον τον Χριστόν, κάμε
το θέλημά μας και θα σου δώσωμεν όλα τα δώρα, τα οποία σου υπεσχέθημεν, και
έπειτα, αν σου αρέση να είσαι με ημάς, μείνε μαζί μας κατά τον νόμον μας· ειδέ
μη, η γη του βασιλέως μας είναι εκτεταμένη, ομοίως και των άλλων βασιλέων και
όπου θέλεις ύπαγε και κάμε το θέλημά σου· αλλά τώρα λυπήσου την νεότητά σου και
μη χάνης τον εαυτόν σου ούτως άγνωστα». Ο γενναίος όμως Μάρτυς του Χριστού,
μηδόλως εκ τούτων πτοούμενος, είπε προς αυτούς· «Γνωρίζετε ότι ο Χριστός έχει
να κρίνη κατά την εσχάτην ημέραν όλους τους από Αδάμ γεγενημένους και να χωρίση
τους δικαίους από τους αμαρτωλούς, αποστέλλων τους αμαρτωλούς εις την αιώνιον
κόλασιν, δια να κολάζωνται αιωνίως, δια παραμικράν ηδονήν του κόσμου τούτου την
οποίαν απήλαυσαν· τους δε δικαίους να βάλη εις την Βασιλείαν των ουρανών δια να
χαίρωνται αιωνίως δια παραμικράν στενοχωρίαν, την οποίαν εδοκίμασαν εις τον κόσμον
τούτον. Ομοίως και όσους εμαρτύρησαν δια την αγάπην του, έβαλεν όλους εις την
Βασιλείαν Του. Λοιπόν διατί με πειράζετε, ως αμαθή και ιδιώτην; Ο Χριστός μου
είπεν, ότι «Πας ουν όστις ομολογήση εν εμοί έμπροσθεν των ανθρώπων, ομολογήσω
καγώ εν αυτώ έμπροσθεν του Πατρός μου του εν ουρανοίς· όστις δ’ αν αρνήσηταί με
έμπροσθεν των ανθρώπων, αρνήσομαι αυτόν καγώ έμπροσθεν του Πατρός μου του εν
ουρανοίς» (Ματθ. ι: 32-33). Δια τούτο κανέν πράγμα δεν ημπορεί να με χωρίση από
την αγάπην του Χριστού μου, ούτε αυτό το πυρ μέλλει να με καύση, καθώς λέγετε
σεις, αλλά θέλει με μεταφέρει από τούτον τον κόσμον εις τον άλλον. Το δε
αιώνιον πυρ έχει να καύση όλους τους απίστους καθώς σας είπα». Εκείνοι δε πάλιν
είπον· «Να γνωρίζης, ότι το πυρ τούτο δεν πρόκειται να σε μεταφέρη συντόμως από
ταύτην την ζωήν, αλλά έχεις να πάθης πολλά έως ότου να μεταφερθής». Ήρχισαν
τότε να τον σπρώχνουν προς το πυρ, τόσον ώστε όλον το σώμα του έκαμε
φουσκαλίδας· έπειτα πάλιν τον έσυραν έξω και είπον προς αυτόν· «Δεν αισθάνεσαι,
Γεώργιε, αυτό το πυρ»; Ο δε Άγιος είπε· «Ναι, δεν το αισθάνομαι, επειδή ο
ποιητής του πυρός το μεταλλάσσει εις δρόσον, σας δε τους ταλαιπώρους και αυτό
το πυρ και το μελλοντικόν δύναται να κατακαύση· αλλ’ εγώ, Χάριτι Χριστού, ούτε
αυτό το πυρ φοβούμαι ούτε το μελλοντικόν». Ταύτα εκείνοι ακούσαντες, ευθύς τον
έσπρωξαν πάλιν εις το πυρ και ούτω πλέον έπεσεν ύπτιος (ανάσκελα) επάνω εις
αυτό έχων το πρόσωπον κατ’ ανατολάς. Όταν δε εκάησαν τα δεσμά των χειρών του,
ύψωσε την δεξιάν του χείρα, έκαμε τον σταυρόν του και εβόησε μεγάλη τη φωνή·
«Κύριε Ιησού Χριστέ, εις χείρας σου παραδίδω το πνεύμα μου». Τότε λαμβάνων εις
εξ αυτών ένα ξύλον μεγάλον, εκτύπησε τον Μάρτυρα εις την κεφαλήν και ευθύς
παρέδωκε το πνεύμα του· εν τω άμα δε εφάνη νέφος, το οποίον ήλθεν άνωθεν της
πυράς και έβρεξε δρόσον πολλήν, τόσον ώστε εθαύμασαν όλοι εκείνοι οίτινες ήσαν
συνηγμένοι εκεί. Ταύτα ιδόντες οι Χριστιανοί εδόξαζον τον Θεόν, οι δε Αγαρηνοί
έμειναν κατησχυμμένοι, αλλά και πολλοί εξ αυτών εδάκρυσαν. Τότε οι Χριστιανοί
λαβόντες μεγάλην τόλμην επήγαν εις τον εξουσιαστήν και του είπον· «Ιδού ο
Γεώργιος, Χριστιανός ων, απέθανε δια τον Χριστόν· δώσατέ μας λοιπόν το σώμα του
να το θάψωμεν». Οι δε Αγαρηνοί εφώναξαν· «Μη ελπίζετε να πάρετε κανέν μέρος από
το σώμα του, διότι θέλομεν καύσει αυτόν εξ ολοκλήρου, την δε στάκτην του θα
σκορπίσωμεν εις τον αέρα». Τότε επήγαν οι Χριστιανοί εις τον κριτήν και
εζήτησαν το σώμα του Μάρτυρος. Ο δε κριτής είπεν εις τον Ιερέα εκείνον·
«Γνωρίζω ότι συ έγινες αιτία του θανάτου του και συ να δώσης απολογίαν εις τον
Θεόν». Ο δε Ιερεύς είπεν· «Εάν του έκαμα κανέν κακόν, ας γίνη ως είπες· εγώ τον
συνεβούλευσα δια το καλόν του και ο Θεός έκαμε με αυτόν καθώς ήθελε και σήμερον
δια την πίστιν μας απέθανε, πρέπει λοιπόν να τον θάψωμεν ημείς και όχι σεις». Ο
δε κριτής είπεν· «Υπάγετε, θάψετέ τον, αλλά φροντίσατε να πείσετε με δώρα
εκείνους, οι οποίοι είναι εκεί, να μη σας εμποδίσωσιν». Ο δε Ιερεύς μετά των
λοιπών Χριστιανών επήγαν εις τον τόπον του Μαρτυρίου φέροντες και δώρα προς
τους τυράννους και παρεκάλουν αυτούς, αλλ’ εκείνοι, αντί να καταπραϋνθούν,
ηγριώθησαν περισσότερον· όμως επειδή το σώμα του Μάρτυρος δεν εκαίετο, εσύναξαν
και άλλα πολλά ξύλα και ηύξησαν το πυρ δια να ημπορέσουν να το καύσουν·
βλέποντες δε ότι δεν εκαίετο, επήραν σώματα νεκρών ζώων πολλά και τα έρριψαν
μέσα εις την πυράν δια να μη γνωρίζεται ποίον είναι το σώμα του Μάρτυρος· αλλ’
εκείνα όλα εκαίοντο, το δε μαρτυρικόν λείψανον έμενε σώον και ακέραιον, τόσον
ώστε εθαύμαζον και δεν εγνώριζον τι να κάμουν· όθεν, από φθόνον κινούμενοι,
είπον· «Ο παπάς ούτος αναμένει να πάρη το σώμα του να το δοξάση ως άγιον, αλλ’
ημείς ας το καίωμεν ως αύριον και αν δεν καή, το ρίπτομεν εις λάκκον γεμάτον
από βόρβορον». Ταύτα μαθών ο Ιερεύς τα είπε και εις τους άλλους Χριστιανούς,
εις δε εξ αυτών είπεν· «Υπάγετε σεις όλοι εις τας οικίας σας και εγώ ελπίζω εις
τον Θεόν την νύκτα ταύτην να το πάρω και να το φέρω εις τον οίκον του Ιερέως».
Κατά δε την πρώτην φυλακήν της νυκτός ο Χριστιανός εκείνος, επιτηδείως
ενεργήσας, επήρε το άγιον λείψανον και το επήγεν εις την κεντρικήν Εκκλησίαν.
Το πρωϊ επήγεν ο Ιερεύς Πέτρος εις τον κριτήν και είπεν· «Γνώριζε, αυθέντα, ότι
το πρωϊ κατά την τάξιν μας, επήγα εις την Εκκλησίαν και εύρον εις το μέσον του
Ναού το λείψανον του Γεωργίου· τι προστάζεις να το κάμωμεν»; Ο δε κριτής
ακούσας εθαύμασε και ωμολόγησε παρρησία εις όλους λέγων· «Αληθώς Άγιος είναι
αυτός, διότι εκείνοι οι οποίοι το εφύλαττον μου είπον ότι έβαλαν ξύλα την νύκτα
δια να το καύσουν και έγινεν άφαντον απ’ έμπροσθέν των· και λοιπόν ύπαγε και
έχεις την άδειαν, να το θάψετε με τιμήν, καθώς γνωρίζετε». Λαβών λοιπόν την
άδειαν ο Ιερεύς εσύναξεν όλον τον Κλήρον και τον λαόν και με ύμνους μαρτυρικούς
και δοξολογίας ενεταφίασαν το ιερόν του Αγίου Νέου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου
λείψανον εις τον Ναόν της Αγίας Μεγαλομάρτυρος Μαρίνης, εις δόξαν Χριστού και
του Μάρτυρος Αυτού Γεωργίου, ου ταις αγίαις πρεσβείαις αξιωθείημεν και ημείς
της Βασιλείας των ουρανών. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου