Ὠδὴ πρώτη: «Χέρσον ἀβυσσοτόκον, πέδον ἥλιος, ἐπεπόλευσε
ποτέ· ὡσεί τεῖχος γάρ ἐπάγη, ἑκατέρωθεν ὕδωρ, λαῷ πεζοποντοποροῦντι και
θεαρέστως μέλποντι. Ἄσωμεν τῷ Κυρίῳ ἐνδόξως γάρ δεδόξασται». Ἐκ πρώτης ὄψεως ἐδῶ
ὄχι μόνον οἱ ἁπλοῖ ἄνθρωποι, ἀλλά καί οἱ γραμματισμένοι δέν κατανοοῦν τό
βαθύτερο νόημα αὐτῆς τῆς καταβασίας, τῆς πρώτης. Ἡ ἐξήγηση εἶναι: Στό
στερεό βυθό, πού τά ὕδατα τῆς ἀβύσσου κρατεῖ, ἅπλωσε κάποτε τίς ἀκτῖνες του ὁ ἥλιος.
Δέν φθάνει ὁ ἥλιος ποτέ στό βυθό, ἀλλά κάποτε ἔγινε καί αὐτό παρ᾽ ὅλο ὅτι ὑπῆρχαν
τόσα νερά, γιατί τό νερό πηγμένο ὑψώθηκε σάν τεῖχος ἑκατέρωθεν, γιά νά περάση ὁ
λαός πεζός καί θεάρεστα ψάλλοντες ἐμεῖς ἄς ἀναμέλψωμεν ὕμνους στόν Κύριο, γιατί
ὑπέρμετρη ἔχει τήν δόξα. Ὁ εἱρμός αὐτός τῆς πρώτης ὠδῆς, πού εἶναι ἡ
καταβασία, ἀναφέρεται ὅπως εἶναι συνηθισμένο στό θαυμαστό γεγονός τῆς σωτηρίας
τῶν Ἰσραηλινῶν κατά τήν διάβαση τῆς Ἐρυθρᾶς Θαλάσσης, ὅταν θαυματουργικά ὑψώθηκαν
τά νερά ἀπό τό ἕνα καί ἀπό τό ἄλλο μέρος σάν τεῖχος καί διάβηκαν οἱ Ἰσραηλίτες.
Ἔχει σχέση, λοιπόν, μέ αὐτό τό θαυμαστό γεγονός τῆς διαβάσεως τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ, καί ὁ ὑμνωδός τῆς Ἐκκλησίας μας πάντοτε λαμβάνει ὑπ᾽ ὄψη του τό γεγονός αὐτό καί ἐμεῖς, πού ἀκοῦμε, καταλαβαίνουμε ὅτι αὐτή εἶναι ἡ πρώτη καταβασία, ὅπως καί οἱ ἄλλες ἔχουν ἄλλα χαρακτηριστικά καί ἀμέσως λέμε, αὐτή εἶναι ἡ τρίτη, αὐτή εἶναι ἡ πέμπτη, αὐτή εἶναι ἡ ἕκτη καί οὕτω καθεξῆς. Ὑπάρχει δηλαδή μιά σύνδεση μέ τίς ὠδές, τήν πρώτη, τήν δευτέρα (ἡ δευτέρα εἶναι πένθιμος καί παραλείπεται συνήθως), τήν τρίτη, τήν τετάρτη καί μέ τό περιεχόμενο τῶν ὠδῶν καί ἐπίσης μέ τήν ἑορτή πού ἑορτάζομε. Ἡ γῆ πού εἶναι σκεπασμένη ἀπό νερά παρομοιάζεται ἀπό τόν ποιητή μέ μήτρα, πού περισφίγγει μέσα της τὰ νερά ὡς βρέφος καί δι᾽ αὐτό τήν ὀνομάζει ἀβυσσοτόκο, δηλαδή αὐτή πού γεννᾶ τήν ἄβυσσο. Ὁ ἥλιος ποτέ δέν μπορεῖ νά δῆ τόν βυθό τοῦ βάθους τῆς θαλάσσης, ἀλλά τώρα μέ τό θαῦμα αὐτό εἶδε ὁ ἥλιος τόν βυθό. Προχωροῦμε, ὄχι σέ ὅλα τά τροπάρια, ἀλλά στήν τρίτη ᾠδὴ πού εἶναι. «Τό στερέωμα τῶν ἐπί σοί πεποιθότων, στερέωσον Κύριε τήν Ἐκκλησίαν, ἥν ἐκτήσω τῷ τιμίῳ σου Αἵματι». Αὐτήν τήν καταβασία δέν τήν λέμε μόνο τώρα, ἀλλά συνηθίζουμε νά τήν ψάλλουμε καί στό τέλος τῆς θείας Λειτουργίας, εἶναι πάρα πολύ προσφιλής, θά ἔλεγα καί ψάλλεται, ὅταν διαβάζουμε καί τήν θεία Εὐχαριστία, λίγο προτοῦ ποῦμε τό «Δι᾽ εὐχῶν», ψάλλουμε καί αὐτόν τόν ὕμνο. Τί σημαίνει; Σοί Κύριε, πού εἶσαι ἡ προστασία ὅλων ἐκείνων πού ἔχουν ἐμπιστοσύνη σέ Σέ, στερέωσε τήν Ἐκκλησία, τήν ὁποίαν ἔκανες δική Σου μέ τό Τίμιο Αἷμα Σου. Στόν εἱρμό αὐτό τῆς τρίτης ὠδῆς ὁ ποιητής λέγει: Σύ Κύριε, ὁ ὁποῖος εἶσαι τό στερέωμα ὅλων ἐκείνων, πού ἐλπίζουν εἰς Σέ, ὅπως εἶπε καί ἡ προφῆτις Ἄννα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης «ἐστερεώθη ἡ καρδία μου ἐν Κυρίῳ», Σύ στερέωσε μέ τήν Χάριν Σου τήν Ἐκκλησία τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν, τήν ὁποίαν Ἐκκλησία ἐξηγόρασες μέ τό Τίμιο Αἷμα Σου. Τό ἑπόμενο τροπάριο τῆς τρίτης ὠδῆς λέγει: «Ὁ πρωτότοκος ἐκ Πατρός πρό αἰώνων, πρωτότοκος νήπιος, Κόρης ἀφθόρου, τῷ Ἀδάμ χεῖρας προτείνων ἐπέφανε». Αὐτό δέν εἶναι καταβασία εἶναι τροπάριο στήν τρίτη ὠδή, ἀλλά ἔχει θεολογικό νόημα σπουδαῖο καί ἀντιαιρετικό ἄν θέλετε. Σημαίνει: «Ὁ Γεννηθείς ἀπό τόν Πατέρα πρό τῶν αἰώνων πρωτότοκος, Μονογενής, Υἱός, ἐμφανίστηκε μικρό βρέφος, πρωτότοκος καί μονάκριβος Υἱός τῆς Παρθένου Κόρης, χέρι βοηθείας στὸν Ἀδάμ ἁπλώνοντας». Ἔχομε δύο γεννήσεις ἐν τῷ Χριστῷ, τήν πρό αἰώνων καί τήν ἐν χρόνῳ. Καί τήν πρό αἰώνων τήν ξέρομε, διότι μέσα στήν Ἁγία Γραφή ἀναφέρεται ὅτι εἶχαν πάρει πέτρες καί λιθοβολοῦσαν τόν Κύριό μας, γιατί ἔλεγε ὅτι εἶναι ἴσος μὲ τὸν Πατέρα καὶ τοὺς ἔλεγε ἐπίσης ὅτι πρίν Ἀβραάμ γενέσθαι, ἐγώ ἤμουν. Μά ἐσύ πενῆντα χρονῶν δέν εἶσαι καί μᾶς λές ὅτι προτοῦ νά γεννηθῆ ὁ Ἀβραάμ ὑπῆρχες; Αὐτή εἶναι ἡ πρό αἰώνων γέννησις τοῦ Κυρίου μας καί ἡ ἐν χρόνῳ, πού ἑορτάζομεν τά Χριστούγεννα. Ἀλλά γιά τήν λέξη Πρωτότοκος, πού μᾶς τήν κτυπᾶνε πολλές φορές οἱ αἱρετικοί καί μάλιστα οἱ Γιεχωβῖτες ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης λέγει τά ἑξῆς: «Ὁ Χριστός λέγεται Πρωτότοκος μέ τριπλῆ σημασία. Πρῶτον, πρωτότοκος τοῦ Πατρός, διότι πρό πάσης κτίσεως ὁρατῆς καί ἀοράτου, ἐγεννήθη ἐκ τοῦ Πατρός, ὄχι διότι ἐγεννήθη ἀπὸ τὸν Πατέρα καί ἄλλος Υἱός, ἄπαγε! δὲν ἐγεννήθη ἄλλος Υἱὸς, μονογενὴς ἐκ τοῦ Πατρός. Ἔχομε λοιπὸν τὴν πρώτη ἔννοια τὴν προαιώνων Γέννησιν τοῦ Κυρίου μας, Πρωτότοκος καὶ μὴ πάη τὸ μυαλό μας ὅτι ἀφοῦ εἶναι πρωτότοκος καὶ ἄλλος υἱὸς ὄχι, Μονογενὴς ἔτσι εἶναι. Δεύτερον, Πρωτότοκος, διότι ἐγεννήθη ἐκ τῆς Μητρὸς τῆς Παρθένου, ἡ δεύτερη σημασία τῆς ἐννοίας. Πρωτότοκος, καὶ «ἔτεκε τὸν Υἱὸν αὐτῆς τὸν πρωτότοκον», ὅπως λέγει ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς, ὄχι ὅτι ἐγεννήθη ἐξ αὐτῆς δεύτερος υἱός, ἄπαγε! ἀλλά διότι πρῶτος καί Μόνος τήν Παρθενικήν ἀνοίξας μήτραν ἀρρήτως καί ὑπέρ ἔννοιαν πάλιν κεκλεισμένην αὐτήν ἐφύλαξε, καί τρίτον. Πρωτότοκος ἐκ τῶν νεκρῶν, πρῶτος δηλαδή αὐτός Ἀναστάς ἀπό τούς νεκρούς ὡς ἀπαρχή. Ὁ Χριστός ἀνέστησε τόν ἑαυτόν του μέ τήν θεϊκή Του ἐξουσία, ἐνῷ ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι ἀπό τόν Θεό θά ἀναστηθοῦμε καί ὄχι μόνοι μας». Ἡ λέξη πρῶτος στήν Ἁγία Γραφή δέν ἔχει πάντοτε τήν σημασία συγκρίσεως μέ δεύτερον, ἀλλά μερικές φορές δηλώνει τό ἀνώτερος, ὑπέρ οχος, ὅπως ἐδῶ. Καί ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός (μεγάλος δογματικός τῆς Ἐκκλησίας μας) γιά τή λέξη Πρωτότοκος παρατηρεῖ: «Πρωτότοκος εἶναι αὐτός πού ἐγεννήθη πρῶτος εἴτε μονογενής εἴτε καί πρίν ἀπό ἄλλους ἀδελφούς. Ἄν ἐλέγετο ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ Πρωτότοκος καί δέν ἐλέγετο Μονογενής, θά ὑπονοούσαμε ὅτι αὐτός εἶναι πρωτότοκος ἀπό τά δημιουργήματα, ἐπειδή τάχα εἶναι δημιούργημα. Ἐπειδή ὅμως εἶναι καί Πρωτότοκος καί Μονογενής πρέπει νά φυλάξωμεν εἰς Αὐτόν καί τά δύο». Καί προχωροῦμε στήν ἑπόμενη καταβασία. Πάλι ἀπό τά λόγια καταλαβαίνομε ὅτι εἶναι ἡ τετάρτη ὠδή. «Ἐκάλυψεν οὐρανούς ἡ ἀρετή σου Χριστέ· τῆς κιβωτοῦ γάρ προελθών, τοῦ ἁγιάσματός σου, τῆς ἀφθόρου Μητρός, ἐν τῷ ναῷ τῆς δόξης σου, ὤφθης ὡς βρέφος ἀγκαλοφορούμενος, καί ἐπληρώθη τά πάντα τῆς σῆς αἰνέσεως». Ἡ συγκατάβασή σου, Χριστέ, γέμισε ἀπό ἀπορία τίς οὐράνιες δυνάμεις, γιατί Σύ ἀφοῦ γεννήθηκες ἀπό τήν Παρθένο Μητέρα Σου, τήν Κιβωτό τοῦ Ἁγίου Σου σώματος ὡς βρέφος, βασταζόμενο στήν ἀγκαλιά της, ἐθεάθης στόν ἔνδοξο ναό Σου καί γέμισαν τά σύμπαντα ἀπό τήν δική Σου δοξολογία. Γιά τόν εἱρμό τῆς τετάρτης αὐτῆς ὠδῆς ὁ ποιητής δανείζεται τίς ἴδιες λέξεις τοῦ Προφήτου Ἀββακούμ (ἔχει σχέση μέ τόν προφήτη Ἀββακούμ ἡ τετάρτη ὠδή). «Ἐκάλυψεν οὐρανούς ἡ ἀρετή αὐτοῦ, καί τῆς αἰνέσεως αὐτοῦ πλήρης ἡ γῆ» λέει ὁ προφήτης Ἀββακούμ (3,3). Τό νόημα δέ τοῦ εἱρμοῦ ὁλοκληρώνεται μέ τήν συν - έχεια τῆς προφητείας «καί ἔθετο ἀγάπησιν κραταιάν» (3, 4). Ἡ ἀρετή τοῦ Θεοῦ Λόγου εἶναι ὑπερβολική ἀγάπη, κραταιά ἀγάπη, γιά τόν πλανεμένο ἄνθρωπο, πού ἡ ἀγάπη του αὐτή ἔφθασε στήν ἄκρα συγκατάβαση (κένωση) μέχρι τῆς ἐνανθρωπήσεώς Του. Αὐτή δέ ἡ ἀρετή Του τόσο μεγάλη εἶναι πού τό μεγαλεῖο της σκέπασε τούς οὐρανούς, δηλαδή τίς οὐράνιες δυνάμεις τῶν Ἀγγέλων, οἱ ὁποῖες ἐξεπλάγησαν καί ἔφριξαν γιά τό μέγεθος τοῦ Μυστηρίου τῆς θείας Οἰκονομίας. Λέγει ἀκόμη ὁ μελωδός ὅτι Σύ Χριστέ γεννήθηκες ἀπό τήν Μητέρα Σου, τήν ὁποίαν ὀνομάζει ὁ Δαυΐδ «Κιβωτόν ἁγιάσματος» «σύ καί ἡ Κιβωτός τοῦ ἁγιάσματός σου» (Ψαλμ. 131, 8). Κιβωτός εἶναι ἡ Παρθένος, πού ἔφερε μέσα της τό Ἁγίασμα, τόν Χριστό. Ὀνομάζει τό σῶμα τοῦ Κυρίου, ἁγίασμα, γιατί ἦταν ἁγιασμένο καί θεωμένο ἀπό τήν θεότητα μέ τήν ὁποίαν ἦταν ἑνωμένο ὡς Θεάνθρωπος. Καί προχωροῦμε στήν πέμπτη καταβασία, πού ἔχει σχέση, μέ ποιόν προφήτη ἆραγε; Τόν προφήτη Ἡσαΐα καί τό λέγει καί ρητῶς: «Ὡς εἶδεν Ἡσαΐας συμβολικῶς, ἐν θρόνῳ ἐπηρμένῳ Θεόν, ὑπ᾽ Ἀγγέλων δόξης δορυφορούμενον, ὤ τάλας! ἐβόα, ἐγώ· πρό γάρ εἶδον σωματούμενον Θεόν, φωτός ἀνεσπέρου, καί εἰρήνης δεσπόζοντα». Εἶναι μία πολύ συγκλονιστική εἰκόνα, πού περιγράφει καί πού βέβαια πρέπει πάλι ποιητικῷ τῷ τρόπῳ, νά τήν δοῦμε, νά τήν ἐξομαλύνουμε γλωσσικά. Ὅταν εἶδε ὁ Ἡσαΐας μέ συμβολική ἀπεικόνιση τόν Θεό, σέ ὑψωμένο θρόνο, νά περιστοιχίζεται ἀπό ἐνδόξους Ἀγγέλους, ὤ! ἐγώ ὁ ἐλεεινός, ἐκραύγαζε, γιατί ἀξιώθηκα νά προΐδω σέ ὀπτασία τόν Θεό μέ ἀνθρώπινο σῶμα, τόν Κύριο τοῦ ἀνεσπέρου φωτός καί τῆς εἰρήνης. Ὁ μελωδός Κοσμᾶς Μαϊουμᾶ ἦταν υἱοθετημένος ἀδελφός τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ καί περίφημος ὑμνωδός («Χριστός γεννᾶται δοξάσατε», «Πεποικιλμένη» κ.λπ εἶναι δικοί του ὕμνοι), ὁ μελωδός λοιπόν γιά τόν εἱρμό καί τά τροπάρια τῆς πέμπτης ὠδῆς, δανείζεται νοήματα καί φράσεις ἀπό τήν προφήτη Ἡσαΐα, τόν ποιητή τῆς πέμπτης ὠδῆς. Ἀναφέρεται ὁ Κοσμᾶς στήν ὀπτασία, τήν ὁποίαν ἀξιώθηκε νά δῇ ὁ προφήτης Ἡσαΐας, ὅταν τόν κάλεσε ὁ Θεός στό προφητικό του ἔργο. Λέγει, λοιπόν, ὁ Ἡσαΐας κατά τόν χρόνο, ὅταν ἀπέθανε ὁ βασιλεύς Ὀζίας (τό 738 ἤ 740 π.Χ, ὁ βασιλεύς αὐτός χωρίς νά εἶναι ἱερεύς ἐτόλμησε νά θυμιάσῃ μέσα στό ναό καί γι᾽ αὐτό ἔγινε λεπρός καί πέθανε): εἶδα τόν Κύριο καθήμενο σέ θρόνο τοποθετημένο πολύ ψηλά. Ὁ ναός τότε γέμισε ἀπό τήν θεία λάμψη τοῦ θρόνου καί τοῦ καθημένου σ᾽ αὐτόν. Γύρω ἀπό τόν θρόνο στέκονταν τά Σεραφείμ, ἕξ πτέρυγες εἶχε τό καθένα. Μέ τίς δύο ἐκάλυπταν τό πρόσωπο, μέ τίς δύο τά πόδια καί μέ τίς ἄλλες δύο πετοῦσαν. Καθένα μέ μεγάλη φωνή ἔλεγε πρός τό ἄλλο: «Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος εἶναι ὁ Κύριος ὁ Παντοκράτωρ καί ἡ γῆ ὅλη εἶναι πλήρης τῆς θείας δόξης Του». Εἶναι ὁ ὕμνος πού ἔχομε καί στή θεία Λειτουργία καί γενικά ἡ λατρεία μας εἶναι προσπάθεια μιμήσεως τῆς λατρείας τῶν Ἁγίων Ἀγγέλων. Κάπου τώρα πού θά ἀνοίξη τό Τριώδιο τό ἀναφέρει αὐτό ὅτι οἱ Ἄγγελοι σοῦ προσφέρουν αὐτόν τόν ὕμνο καί ἐμεῖς σοῦ προσφέρομε τούς ὕμνους τοῦ Τριωδίου καί γενικά τῆς λατρείας, μίμηση λοιπόν τῆς λατρείας τῶν Ἁγίων Ἀγγέλων εἶναι ἡ θεία Λειτουργία καί γενικά ὅλη ἡ λατρεία τῆς Ὀρθοδοξίας μας. Τόσο δέ μεγάλες ἦσαν οἱ κραυγές, πού ἀναπετάχθηκε τό γεῖσο τοῦ ναοῦ καί ὅλος ὁ ναός γέμισε ἀπό καπνό. Τότε εἶπε ὁ Ἡσαΐας «ὤ! ὁ ταλαίπωρος ἐγώ, συμφορά μου, τοῦτο ἔπαθα ἀπό συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητός μου, γιατί εἶμαι ἁμαρτωλός, ἄνθρωπος μέ ἀκάθαρτα χείλη, ἀνάμεσα σὲ ἀνθρώπους μὲ ἀκάθαρτα χείλη κατοικῶ καί ὅμως εἶδα μέ τά μάτια μου τόν Βασιλέα, Κύριο Παντοκράτορα». Τότε ἀπεστάλη πρός ἐμένα ἕνα Σεραφείμ, τό ὁποῖον εἶχε ἄνθρακα ἀναμμένο καί μέ λαβίδα πῆρε ἀπό τό θυσιαστήριο καί τοῦτον ἤγγισε στά χείλη μου καί εἶπε: «ἰδού ἤγγισε τοῦτο τά χείλη σου καί ἀφήρεσε τάς ἀνομίας σου καί ἐκαθάρισε τάς ἁμαρτίας σου». Ὁ ἄνθραξ αὐτὸς τοῦ Ἡσαΐου συμβολίζει τήν θεία Μετάληψη καί χρησιμοποιεῖται ἡ φράση στή θεία Λειτουργία, ὅπως εἴπαμε. Συμβολικῶς εἶδε ὁ προφήτης τόν Θεό. Ὁ ὑψωμένος Θρόνος συμβολίζει τήν Παρθένο Μαριάμ, ἡ ὁποία εἶναι ἀνώτερη ἀπό κάθε γήϊνο λογισμό. Ὁ Θεός σαρκωθείς κάθησε ἐπάνω σ᾽ αὐτόν τόν θρόνο, στά σπλάγχνα τῆς Παρθένου. Ὅταν ὁ προφήτης πλησίασε τό Θεό ἔνοιωσε τήν ἀκαθαρσία καί τήν ἁμαρτωλότητά του. Αὐτό συμβαίνει σ᾽ ὅλους τούς Ἁγίους, πού μέ τήν ταπεινοφροσύνη πλησιάζουν τόν Θεό, ὅπως π.χ. ὁ Ἀβραάμ, ὅταν ἀξιώθηκε νά μιλήση μέ τόν Θεό ὠνόμασε τόν ἑαυτόν του, «γῆ καί σπονδό». Καί προχωροῦμε στήν ἑπόμενη καταβασία, ἕκτη ὠδὴ ἡ ὁποία ἔχει σχέση μέ ποιόν προφήτη ἆραγε; Εἶναι ὁ Ἰωνᾶς ἐδῶ. «Ἐβόησέ σοι, ἰδών ὁ Πρέσβυς, τοῖς ὀφθαλμοῖς τό σωτήριον, ὅ λαοῖς ἐπέστη· ἐκ Θεοῦ Χριστέ, σύ Θεός μου». Ἀναφώνησε σέ ἐσένα ὁ γέροντας Συμεών, ὅταν μέ τά μάτια του εἶδε τόν Σωτήρα, πού προορίστηκε ἀπό τόν Θεό γιά ὅλους τούς λαούς. Σύ εἶσαι, Χριστέ, ὁ Θεός μου γεννηθείς ἐκ Θεοῦ Πατρός. Ὁ ποιητής μέ τό τροπάριο αὐτό μᾶς παρουσιάζει τόν Συμεών, ὁ ὁποῖος προηγουμένως πίστευε μέ τήν διάνοιά του, τώρα ὅμως μέ τά σωματικά του μάτια βλέπει «τό σωτήριον», δηλαδή τό παιδίον, τό ὁποῖον θά γίνη τό μέσον τῆς σωτηρίας. Ἄλλο νά πιστεύης καί νά περιμένης καί νά προσδοκᾶς καί ἄλλο νά κρατᾶς στά χέρια σου, στήν ἀγκάλη σου τόν ἴδιο τόν Μεσσία. Πολύ διαφορετικό. Καί ὁ μακαριστός ὁ Φώτης ὁ Κόντογλου ἔλεγε κάποτε ἐμεῖς δέν εἴμαστε οἱ μαθόντες τά θεῖα, ἀλλά οἱ παθόντες τά θεῖα. Ὑπάρχει πολύ μεγάλη διαφορά, ἄλλο νά μιλᾶς δηλαδή ἀπό τά βιβλία καί ἄλλο νά μιλᾶς ἀπό τήν καρδιά σου, ἀπό τό βίωμά σου. «Τό προφητικόν χάρισμα τοῦ Συμεών ἱκάνωσεν αὐτόν κατά τήν στιγμήν αὐτήν νά προΐδη ὅτι τό παιδίον τοῦτο θά ἀνεδεικνύετο Σωτήρ ὁλοκλήρου τοῦ κόσμου. Καί εἶδε ἐν μιᾷ στιγμῇ τόν Ἥλιον τῆς ἀπολυτρώσεως ὄχι μόνον ὑψούμενον ἐν δόξῃ ὑπέρ τόν Ἰσραήλ, ἀλλά ἐκπέμποντα τό φῶς αὐτοῦ πρός πάντα τά ἔθνη. Ὁ Χριστός πρόκειται νά εἶναι τό ἠθικόν φῶς, δηλαδή ὁ οὐράνιος διδάσκαλος τῶν ἐθνῶν, ὁ ἀποκαλύπτων εἰς αὐτά τάς ὁδούς τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ καί τό ἀληθές μέσον τῆς σωτηρίας διά τοῦ Αἵματός Του. Φῶς, τό ὁποῖον διαλύει τά σκότη καί θά φωτίζη τά ἔθνη. Τοῦτο ἀναφέρεται καί εἰς τόν Ἡσαΐα «ἰδού γάρ δέδωκά σε… εἰς φῶς ἐθνῶν καί εἶναι σε εἰς σωτηρίαν ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς» (Ἑρμηνεία τοῦ ἀειμνήστου καθηγητοῦ Παναγιώτου Τρεμπέλα). Καί ὁ Μέγας Φώτιος παρατηρεῖ: Διότι τό βρέφος, πού κρατεῖ στήν ἀγκαλιά του, εἶναι σωτηρία κοινή γιά ὅλα τά ἔθνη καί γιά τόν Ἰσραήλ. Ἀλλά γιά μέν τούς ἐθνικούς εἶναι φῶς, διότι τούς βγάζει ἔξω ἀπό τό σκοτάδι τῆς εἰδωλολατρίας, γιά δέ τούς Ἰσραηλίτες εἶναι δόξα, διότι οἱ νόμοι καί οἱ προφητεῖες, πού δόθηκαν σ᾽ αὐτούς παλαιά ξεκαθαρίστηκαν ἀπό τήν αἰνιγματώδη ἀσάφειά τους καί θά τούς μεταβάλη σέ δόξα, καί ἀπό ἄλλης ἀπόψεως δόξα τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ εἶναι ἡ Γέννησή Του, διότι ἀκριβῶς γεννήθηκε ὡς ἄνθρωπος ἀπό ἀπόγονο τοῦ Ἀβραάμ. Προχωροῦμε καί στήν ἑβδόμη ὠδή: «Σέ τόν ἐν πυρί δροσίσαντα, Παῖδας θεολογήσαντας, καί Παρθένῳ ἀκηράτῳ ἐνοικήσαντα, Θεόν Λόγον ὑμνοῦμεν, εὐσεβῶς μελωδοῦντες· Εὐλογητός ὁ Θεός, ὁ τῶν Πατέρων ἡμῶν». Σέ, πού δρόσισες μέσα στή φωτιά τούς Τρεῖς Παῖδας, οἱ ὁποῖοι ὡμολόγησαν τόν Θεό καί κατοίκησες μέσα στήν ἀμόλυντη Παρθένο, Σέ τόν Θεόν Λόγον ὑμνοῦμε μέ εὐσέβεια μελωδοῦντες, εὐλογητός εἶσαι, Θεέ τῶν Πατέρων ἡμῶν. Βλέπετε γίνεται συνδυασμός τῆς Παλαιᾶς καί τῆς Καινῆς Διαθήκης, τοῦ γεγονότος τῶν Τριῶν Παίδων μέσα στό καμίνι τοῦ πυρός, ἀλλά καί τῆς ἑορτῆς. Μέ τό τροπάριο αὐτό ὁ μελωδός ὑμνεῖ τόν Λόγον τοῦ Θεοῦ, τόν Χριστόν, ὁ ὁποῖος παλαιά ἐδρόσισε τούς Τρεῖς Παῖδας μέσα στό καμίνι τῆς φωτιᾶς. Αὐτοί οἱ Παῖδες ὡμολόγησαν τόν Θεό μπροστά στόν βασιλέα Ναβουχοδονόσορα καί εἶπαν ὅτι ὑπάρχει Θεός, τόν ὁποῖον πιστεύουμε καί λατρεύουμε καί αὐτός εἶναι δυνατός νά μᾶς σώση ἀπό τό καμίνι τῆς φωτιᾶς καί ἀπό σένα βασιλιά. Πράγματι μέ τήν πίστη τους δέν τούς ἄγγιξε ἡ φωτιά, ἔτσι καί τώρα τό πῦρ τῆς θεότητος, πού κατοίκησε στήν κοιλία τῆς ἀμόλυντης Παρθένου δέν ἔκαυσε τήν Παρθενία της, γι᾽ αὐτό μέ πολλή εὐσέβεια εὐλογοῦμε τόν Θεό τῶν Πατέρων μας. Καί προχωροῦμε στή προτελευταία καταβασία, στήν ὀγδόη, πού εἶναι: «Ἀστέκτῳ πυρί ἑνωθέντες, οἱ θεοσεβείας προεστῶτες Νεανίαι· τῇ φλογί δέ μή λωβηθέντες, θεῖον ὕμνον ἔμελπον· Εὐλογεῖτε πάντα τά ἔργα τόν Κύριον καί ὑπερυψοῦτε, εἰς πάντας τούς αἰῶνας». Οἱ πρόμαχοι τῆς εὐσεβείας Νέοι, ἑνωμένοι μέ τή ἀσυγκράτητη φωτιά, ἀλλά χωρίς νά βλαφθοῦν ἀπό τήν φλόγα ἔψελναν ὕμνους στόν Θεό: εὐλογεῖτε ὅλα τά δημιουργήματα τόν Κύριο καί ὑπέρμετρα δοξάζετε Αὐτόν αἰωνίως. Εἶναι ὁ ὕμνος τῶν τριῶν παίδων, πού τόν ψάλλουμε καί ἐμεῖς τό Μεγάλο Σάββατο, «τόν Κύριο ὑμνεῖτε καί ὑπερυψοῦτε». Χαρακτηριστικό ὅμως τῆς ἑβδόμης ὅπως καί τῆς ὀγδόης ὠδῆς εἶναι τό γεγονός κατά τό ὁποῖον θαυματουργικά διασώθηκαν οἱ Τρεῖς εὐσεβεῖς Νέοι, οἱ ὁποῖοι ἀρνηθέντες νά προσκυνήσουν τήν εἰκόνα τοῦ βασιλέως Ναβουχοδονόσορα ρίχθηκαν στό ἀναμμένο καμίνι. Αὐτοί ἦσαν οἱ προεστῶτες, οἱ ἀρχηγοί καί πρόμαχοι τῆς θεοσεβείας καί τό καλό παράδειγμα γιά ὅλους τούς αἰχμαλώτους συμπατριῶτες τους. Ἄν αὐτοί, οἱ σπουδαιότεροι, δέν κρατοῦσαν τήν εὐσέβεια καί πίστη τους θά τούς ἀκολουθοῦσαν στήν ἀσέβεια καί οἱ ὁμογενεῖς τους. Τώρα ὄχι μόνο κράτησαν τήν εὐσέβειά τους, ἀλλά καί τούς συμπατριῶτες τους φύλαξαν ἀπό τήν ἀσέβεια καί τή ζωή τους ἔσωσαν θαυματουργικά. Ἐδῶ στάθησαν ὅπως ἔπρεπε οἱ Τρεῖς Παῖδες καί ἔσωσαν τούς ἄλλους, ἀλλά ἡ ἱστορία λέγει ὅτι κατά τήν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας, δυστυχῶς λέγω, ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός εἶχε πληροφορηθῆ ὅτι ὁλόκληρα χωριά ἐξισλαμίζοντο λόγῳ τῆς πιέσεως καί ἔπαιρναν καί τούς ἱερεῖς ἀκόμα καί τούς ἀρχιερεῖς μαζί, γι᾽ αὐτό ἔχει πολύ μεγάλη σημασία αὐτό, πού ἀκούστηκε, ἄν οἱ ἐπικεφαλῆς στέκονται καλά, δίνουν τό καλό παράδειγμα, τό γενναῖο παράδειγμα, μένουν οἱ ἄλλοι πιστοί καί ἄν δέν συμβαίνη αὐτό κινδυνεύουν ὅλοι μαζί νά ὁδηγηθοῦν στήν καταστροφή. Καί ἡ τελευταία καταβασία πού εἶναι ἡ ἐνάτη καί πολύ προσφιλής θά λέγαμε καί αὐτή: «Ἐν νόμῳ σκιᾷ καί γράμματι, τύπον κατίδωμεν οἱ πιστοί· πᾶν ἄρσεν, τό τήν μήτραν διανοῖγον, ἅγιον Θεῷ· διό πρωτότοκον Λόγον, Πατρός ἀνάρχου Υἱόν, πρωτοτοκούμενον Μητρί, ἀπειράνδρῳ μεγαλύνομεν». Ἄς ἀντικρύσουμε μέ σεβασμό αὐτόν πού προεικόνισε ἡ αἰνιγματική γραφή τοῦ νόμου, δηλαδή κάθε ἀρσενικό βρέφος, πού διανοίγει τήν μήτρα αὐτῆς πού τό γέννησε, εἶναι ἀφιερωμένο στό Θεό, γι᾽ αὐτό τόν Πρωτότοκο Μονογενῆ Λόγο, Υἱό πατρός ἀνάρχου (κατά τήν θεότητα) ποὺ πρωτότοκος καί μονάκριβος γεννήθηκε (κατά τό ἀνθρώπινο) ἀπό τήν Παρθένο Μαρία, ἄς δοξάσουμε. Μέ τίς λέξεις νόμος, σκιά, γράμμα, συνώνυμες ἐννοεῖται ὁ Μωσαϊκός νόμος μέ τίς αἰνιγματώδεις διατάξεις. Ὁ σχετικός νόμος ἀναφέρεται στό Λευϊτικό. Ἡ γυναίκα πού θά γεννήση ἀρσενικό παιδί ἐπί σαράντα ἡμέρες δέν ἐπιτρέπεται νά ἀγγίξη ἅγιο ἤ νά μπῆ στό ἁγιαστήριο. Ἄν γεννήση θηλυκό παιδί διπλασιάζονται οἱ ἡμέρες, γίνονται ὀγδόντα. Βέβαια ὄχι γιά λόγους ἰατρικούς, λέγει ὁ ἀείμνηστος πατήρ Ἰωήλ Γιαννακόπουλος, ἀλλά γιά θρησκευτικούς. Γιατί ἀπό τήν γυναίκα μπῆκε στόν κόσμο τό προπατορικό ἁμάρτημα, «Ἀδάμ οὐκ ἠπατήθη πρῶτος, ἡ δέ γυνή ἀπατηθεῖσα ἐν παραβάσει γέγονε» (Α´ Τιμοθ. 2, 13-15 καὶ Α´ Πέτρ. 3, 7). Ὁ Μωσαϊκός νόμος ὁρίζει ὅτι πρέπει νά προσφέρης στόν ναό ἀμνό ἄμωμο ἑνός ἔτους ἀντί τοῦ ἀρσενικοῦ παιδίου γιά ὁλοκαύτωση καί νεοσσό περιστερᾶς ἤ τρυγόνων διά τήν ἁμαρτία στή θύρα τῆς σκηνῆς τοῦ Μαρτυρίου πρός τόν ἱερέα. Ἀλλά κατά τή διατύπωση τοῦ νόμου παρατηροῦμε ἕνα πλεονασμό. Λέγει ὁ νόμος «γυνῇ ἐάν σπερματισθῆ καί τέκει ἄρσεν». Παρατηρεῖ ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, «ὁ Μωϋσῆς περιττόν ἦτο νά πῆ, τό “ἄν σπερματισθῆ”, γιατί εἰς ὅλους εἶναι γνωστόν κάθε γυναῖκα φυσικῶς λαμβάνει ὑπό ἀνδρός καί κατόπιν γεννᾶ. Αὐτή ἡ φράσις προδηλώνει ὅτι ὁ Μωϋσῆς εἶχε μυηθῆ στό μυστήριον τῆς σαρκώσεως τοῦ Κυρίου, διότι ἡ Παρθένος τῇ ἐνεργείᾳ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐγέννησε τό Θεῖον Βρέφος καί ἔγινε τόκος ἄνευ θελήματος σαρκός οὐδέ θελήματος ἀνδρός. Ὁ τύπος δέ τοῦ νόμου: «εἶπε δέ Κύριος πρός Μωϋσῆν λέγων, ἁγίασόν μοι πᾶν πρωτότοκον, πρωτογενές, διανοῖγον πᾶσαν μήτραν ἐν τοῖς Υἱοῖς Ἰσραήλ» δέν ἁρμόζει εἰς κάνενα ἄλλο παιδίον ἀρσενικόν καί πρωτότοκον ἐκτός μόνον τῷ Δεσπότῃ Χριστῷ καί αὐτόν προεικόνιζε, διότι κανένα ἀπό τά ἄλλα πρωτότοκα παιδία τῷ φυσικῷ νόμῳ γεννώμενα, δέν διανοίγει τήν μήτραν τῆς τοῦτο γεννώσης μητρός. Αὐτή γάρ πολύ πρότερον διανοίγεται, ὁ δέ πρωτότοκος Ἐμμανουήλ ὡς ὑπέρ φύσιν καὶ χωρὶς σπορὰν ἀνδρὸς γεννηθεὶς αὐτός μόνος ἤνοιξε τήν παρθενικήν μήτραν τῆς ἀπειράνδρου Μητρός, θεοπρεπῶς, δηλαδή καί ὑπέρ κατάληψιν, ἀκατανοήτῳ τρόπῳ, ἀνοίξας αὐτήν ἐν τῷ γεννᾶσθαι, κεκλεισμένην πάλιν διεφύλαξεν, ὥσπερ ἦν πρό τοῦ συλληφθῆναι καί γεννῆσαι» (Ἁγ. Νικοδ. Ἑορτοδρ. σ. 201). Καί ἐδῶ ὑπάρχει καί μία προφητεία τοῦ Ἰεζεκιήλ, «ἡ πύλη ἡ κατά ἀνατολάς ἡ κεκλεισμένη» καί εἶναι ἕνα ἰσχυρό ἐπιχείρημα διά τούς Γιεχωβῖτες, διά τούς Προτεστάντες, πού δέν δέχονται τό Ἀειπάρθενον τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Γράφει σχετικῶς ὁ Μέγας Ἀθανάσιος: «“Πᾶν ἄρσεν διανοῖγον μήτραν ἅγιον τῷ Κυρίῳ κληθήσεται”· ἐκεῖ μέν γάρ οὐδέ τά βρέφη τάς μήτρας διήνοιξαν, ἀλλά ἡ τοῦ ἀνδρός, πρός τήν γυναῖκα συνεύρεσις· «ἔγνω» γάρ φησί Ἀδάμ Εὔαν τήν γυναῖκα αὐτοῦ καί συλλαβοῦσα ἔτεκε τόν Κάϊν. Ἐνταῦθα δέ οὐχ οὕτως ἀλλ᾽ αὐτό τό τεχθέν τάς τῆς μήτρας διήνοιξε πύλας, μηδὲ μιᾶς προσδεθέν σαρκικῆς συμφωνίας ἀπό τῶν ἔξωθεν. Πρίν ἢ γάρ συνελθεῖν αὐτούς εὑρέθη ἐν γαστρί ἔχουσα ἐκ Πνεύματος Ἁγίου. Δύνασαι δέ καί συνεκδοχικώτερον τὴν φωνὴν ἐκλαβεῖν τῆς Παρθένου ἔξωθεν συνακουομένης, ἵν᾽ ᾖ τό ἑξῆς οὕτως: «Πᾶν ἄρσεν διανοῖγον μήτραν παρθένον, Ἅγιον τῷ Κυρίῳ κληθήσεται, ὅπερ μόνον ἐπί Χριστοῦ πέπρακται, μηδενός ἄλλου τῶν πάντων κεκοινωνικότος τῷ χρήματι. Μόνος γάρ οὗτος παρθένον μήτραν σαρκί τεχθείς ἀνέῳξε· καί πάλιν ταύτην παρθένον, ὡς πρό τοῦ τόκου, τετήρηκεν». Εἶναι Παρθένος ἡ Παναγία μας πρό τοῦ τόκου, κατά τόν τόκον καί μετά τόν τόκον καί αὐτό συμβολίζουν καί τά τρία ἀστέρια, πού εἶναι στήν εἰκόνα τῆς Παναγίας μας. Καί ὁ Ἅγιος Ἀμφιλόχιος Ἰκονίου: «Πᾶν ἄρσεν διανοῖγον μήτραν ἅγιον τῷ Κυρίῳ κληθήσεται»· εἰς τόν Κύριον μόνον τήν ἀναφοράν κέκτηται. Καί γάρ πᾶσα φύσις παρθένου, πρῶτον ἐν σχέσει ἀνδρός διανοίγει τήν μήτραν καί οὕτως τίκτει. Ἐπί δέ τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν οὐχ οὕτως, ἀλλά χωρίς σχέσιν αὐτός διανοίξας τήν μήτραν τῆς Παρθένου, ἀφράστως, (ἀκατανοήτως) προῆλθεν ὥστε τό «πᾶν ἄρσεν διανοῖγον μήτραν, ἅγιον τῷ Κυρίῳ κληθήσεται», εἰς τόν Κύριον ἀναφέρεται μόνον». Αὐτά ὡς πρός τήν ἑρμηνεία τῶν καταβασιῶν καί βέβαια εἶναι θά λέγαμε καί κάπως τολμηρές ἐκφράσεις πού ἄν δέν ἔχη κανείς καθαρή καρδιά μπορεῖ καί νά σκανδαλισθῆ «πᾶν ἄρσεν τό τήν μήτραν διανοῖγον», «ὁ μήτραν παρθενικήν ἁγιάσας τῷ τόκῳ σου» ὅλα αὐτά. Ὅμως μᾶς ἔλεγε ἕνας σπουδαῖος θεολόγος ὅτι ὅσο ἁγιώτεροι ἦσαν οἱ ποιηταί τόσο καί τολμηρότεροι ἦσαν στίς ὑψηλές ἀλήθειες καί θά σᾶς πῶ καί κάτι σύγχρονο, πού συν - έβαινε μέ ἕνα μακαριστό πνευματικό, πού ἦταν πολύ σπουδαῖος πνευματικός καί μποροῦσε νά κάνη καί δύσκολες ἐρωτήσεις χωρίς νά σκανδαλίζωνται οἱ ἄνθρωποι, γιατί ἦταν ἅγιος πραγματικά, καί ἕνας ἄλλος ἄπειρος ἐνδεχομένως πνευματικός μπορεῖ νά ἔλεγε μία ἁπλῆ ἐρώτηση καί νά σκανδάλιζε τό ἐξομολογούμενο πρόσωπο, γι᾽ αὐτό καί ἀπό μιᾶς ἄλλης πλευρᾶς κατά κάποιον τρόπο τά κείμενα τῆς Ἐκκλησίας μας πρέπει νά μείνουν ὡς ἔχουν, διότι ὄντως μπορεῖ νά γίνη ἕνας ἐκχυδαϊσμός θά ἔλεγα καί μία παρεξήγηση «τήν γάρ σήν μήτραν, θρόνον ἐποίησε, καί τή σήν γαστέρα, πλατυτέραν οὐρανῶν ἀπειργάσατο» ἄντε νά τά ἐξηγήσης αὐτά. Μένουν ἔτσι. Τό χρέος μας εἶναι νά τά ἑρμηνεύσουμε διά κηρύγματος, νά ξέρουμε τί ἐννοεῖ. Οἱ ἱεροί ὑμνωδοί εἶπαν αὐτές τίς μεγάλες ἀλήθειες, γιατί ὅπως εἴπαμε ἦταν ἅγιοι ἄνθρωποι καί οὔτε ἐσκανδαλίζοντο, ἀλλά καί οὔτε ἐσκανδάλιζαν ἄλλους. Ἄς κλείσουμε μέ μιά πολλή ὡραία κατακλεῖδα, μιά προτροπή θά λέγαμε, τοῦ μεγάλου κατηχητοῦ τῶν Ἱεροσολύμων τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου. «Δεῦτε καί ἡμεῖς φιλόχριστοι καί φιλόθεοι, τῇ τοῦ Κυρίου καί Δεσπότου Ὑπαπαντῇ φαιδροὶ πάντες καί καθαροί ὑπαντήσωμεν». Καί ἐμεῖς λοιπόν μέ φαιδρότητα, μέ χαρά καί καθαρότητα νά ἑορτάσωμε τήν Ὑπαπαντή τοῦ Κυρίου, τήν ἑορτάσαμε βέβαια, ἀλλά ἔχομε καί ἀπόδοση καί τήν ἑορτάζομε ὅλες αὐτές τίς ἅγιες ἡμέρες «μή νομικῶς», δηλαδή ὅπως ἐν τῇ Παλαιᾷ Διαθήκῃ, «ἀλλά πνευματικῶς, μή γαστρί τρυφῶντες», μή τό ρίξωμε στό φαγοπότι, δέν ἔχει νόημα ἔτσι ἡ ἑορτή, «ἀλλά πνεύματι σκιρτῶντες» νά ἔχωμε χαρά πνευματική «μή οἴνῳ μεθύοντες» ὄχι νά μεθοῦμε ἀπό τό κρασί, «ἀλλά τῷ πνεύματι ζέοντες» νά εἴμαστε πρόθυμοι στά καλά, στήν προσευχή, στή μελέτη, στήν ἐλεημοσύνη, στή φιλανθρωπία κ.λπ «οὕτω σήμερον φαιδροί φαιδρῶς τάς λαμπάδας κοσμήσωμεν» νά ἔχωμε καί μεῖς ἀναμμένας τάς λαμπάδας, «οὕτως ὡς υἱοί φωτός, τάς λαμπάδας τῷ φωτί τῷ Ἀληθινῷ Χριστῷ προσαγάγωμεν». Ὅπως τήν νύκτα τῆς Ἀναστάσεως «Δεῦτε λάβετε φῶς ἐκ τοῦ ἀνεσπέρου φωτός» ἔτσι καί ἐμεῖς νά ἀνάψωμε τίς λαμπάδες τῆς ψυχῆς μας ἀπό τό φῶς τοῦ Χριστοῦ μας. «Προσαγάγωμεν», πλησιάζομε στόν Ἀληθινό Χριστό «διότι φῶς εἰς ἀποκάλυψιν Ἐθνῶν τῷ κόσμῳ πεφανέρωται», παρουσιάστηκε. Δι᾽ αὐτό «ὡς φῶτα ἐκ φωτός ὑπέρ χιόνα ἀναλάμψωμεν». Νά λάμψωμε καί ῾μεῖς ὡς φῶτα ἀπό τό φῶς «ὑπέρ γάλα τυρωθέντες, ὑπέρ λίθον σάπφειρον αὐγασθέντες» λάμψαντες, «ὑπέρ περιστεράς ἀσπίλους εἰς οὐρανούς ἀναπτάντες» πετάξαντες. Τί σπουδαῖο νά πετάξωμε ἀπό τόν κόσμο αὐτό στή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν σάν τά περιστέρια, πεντακάθαροι, χωρίς νά μᾶς βαρύνη τίποτε. «Οὕτως ὡς νεφέλαι εἰς Θεοῦ ὑπάντησιν ἐξέλθωμεν» καί ἔτσι νά συναντήσωμε τόν Κύριο, ὅπως λέγει ὁ Ἀπόστολος στή νεκρώσιμη ἀκολουθία, «καί τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν ἐντός γενώμεθα, χάριτι καί οἰκτιρμοῖς καί φιλανθρωπίᾳ τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ᾧ ἡ δόξα καί τό κράτος σύν τῷ Πατρί καί τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν».
Ἔχει σχέση, λοιπόν, μέ αὐτό τό θαυμαστό γεγονός τῆς διαβάσεως τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ, καί ὁ ὑμνωδός τῆς Ἐκκλησίας μας πάντοτε λαμβάνει ὑπ᾽ ὄψη του τό γεγονός αὐτό καί ἐμεῖς, πού ἀκοῦμε, καταλαβαίνουμε ὅτι αὐτή εἶναι ἡ πρώτη καταβασία, ὅπως καί οἱ ἄλλες ἔχουν ἄλλα χαρακτηριστικά καί ἀμέσως λέμε, αὐτή εἶναι ἡ τρίτη, αὐτή εἶναι ἡ πέμπτη, αὐτή εἶναι ἡ ἕκτη καί οὕτω καθεξῆς. Ὑπάρχει δηλαδή μιά σύνδεση μέ τίς ὠδές, τήν πρώτη, τήν δευτέρα (ἡ δευτέρα εἶναι πένθιμος καί παραλείπεται συνήθως), τήν τρίτη, τήν τετάρτη καί μέ τό περιεχόμενο τῶν ὠδῶν καί ἐπίσης μέ τήν ἑορτή πού ἑορτάζομε. Ἡ γῆ πού εἶναι σκεπασμένη ἀπό νερά παρομοιάζεται ἀπό τόν ποιητή μέ μήτρα, πού περισφίγγει μέσα της τὰ νερά ὡς βρέφος καί δι᾽ αὐτό τήν ὀνομάζει ἀβυσσοτόκο, δηλαδή αὐτή πού γεννᾶ τήν ἄβυσσο. Ὁ ἥλιος ποτέ δέν μπορεῖ νά δῆ τόν βυθό τοῦ βάθους τῆς θαλάσσης, ἀλλά τώρα μέ τό θαῦμα αὐτό εἶδε ὁ ἥλιος τόν βυθό. Προχωροῦμε, ὄχι σέ ὅλα τά τροπάρια, ἀλλά στήν τρίτη ᾠδὴ πού εἶναι. «Τό στερέωμα τῶν ἐπί σοί πεποιθότων, στερέωσον Κύριε τήν Ἐκκλησίαν, ἥν ἐκτήσω τῷ τιμίῳ σου Αἵματι». Αὐτήν τήν καταβασία δέν τήν λέμε μόνο τώρα, ἀλλά συνηθίζουμε νά τήν ψάλλουμε καί στό τέλος τῆς θείας Λειτουργίας, εἶναι πάρα πολύ προσφιλής, θά ἔλεγα καί ψάλλεται, ὅταν διαβάζουμε καί τήν θεία Εὐχαριστία, λίγο προτοῦ ποῦμε τό «Δι᾽ εὐχῶν», ψάλλουμε καί αὐτόν τόν ὕμνο. Τί σημαίνει; Σοί Κύριε, πού εἶσαι ἡ προστασία ὅλων ἐκείνων πού ἔχουν ἐμπιστοσύνη σέ Σέ, στερέωσε τήν Ἐκκλησία, τήν ὁποίαν ἔκανες δική Σου μέ τό Τίμιο Αἷμα Σου. Στόν εἱρμό αὐτό τῆς τρίτης ὠδῆς ὁ ποιητής λέγει: Σύ Κύριε, ὁ ὁποῖος εἶσαι τό στερέωμα ὅλων ἐκείνων, πού ἐλπίζουν εἰς Σέ, ὅπως εἶπε καί ἡ προφῆτις Ἄννα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης «ἐστερεώθη ἡ καρδία μου ἐν Κυρίῳ», Σύ στερέωσε μέ τήν Χάριν Σου τήν Ἐκκλησία τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν, τήν ὁποίαν Ἐκκλησία ἐξηγόρασες μέ τό Τίμιο Αἷμα Σου. Τό ἑπόμενο τροπάριο τῆς τρίτης ὠδῆς λέγει: «Ὁ πρωτότοκος ἐκ Πατρός πρό αἰώνων, πρωτότοκος νήπιος, Κόρης ἀφθόρου, τῷ Ἀδάμ χεῖρας προτείνων ἐπέφανε». Αὐτό δέν εἶναι καταβασία εἶναι τροπάριο στήν τρίτη ὠδή, ἀλλά ἔχει θεολογικό νόημα σπουδαῖο καί ἀντιαιρετικό ἄν θέλετε. Σημαίνει: «Ὁ Γεννηθείς ἀπό τόν Πατέρα πρό τῶν αἰώνων πρωτότοκος, Μονογενής, Υἱός, ἐμφανίστηκε μικρό βρέφος, πρωτότοκος καί μονάκριβος Υἱός τῆς Παρθένου Κόρης, χέρι βοηθείας στὸν Ἀδάμ ἁπλώνοντας». Ἔχομε δύο γεννήσεις ἐν τῷ Χριστῷ, τήν πρό αἰώνων καί τήν ἐν χρόνῳ. Καί τήν πρό αἰώνων τήν ξέρομε, διότι μέσα στήν Ἁγία Γραφή ἀναφέρεται ὅτι εἶχαν πάρει πέτρες καί λιθοβολοῦσαν τόν Κύριό μας, γιατί ἔλεγε ὅτι εἶναι ἴσος μὲ τὸν Πατέρα καὶ τοὺς ἔλεγε ἐπίσης ὅτι πρίν Ἀβραάμ γενέσθαι, ἐγώ ἤμουν. Μά ἐσύ πενῆντα χρονῶν δέν εἶσαι καί μᾶς λές ὅτι προτοῦ νά γεννηθῆ ὁ Ἀβραάμ ὑπῆρχες; Αὐτή εἶναι ἡ πρό αἰώνων γέννησις τοῦ Κυρίου μας καί ἡ ἐν χρόνῳ, πού ἑορτάζομεν τά Χριστούγεννα. Ἀλλά γιά τήν λέξη Πρωτότοκος, πού μᾶς τήν κτυπᾶνε πολλές φορές οἱ αἱρετικοί καί μάλιστα οἱ Γιεχωβῖτες ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης λέγει τά ἑξῆς: «Ὁ Χριστός λέγεται Πρωτότοκος μέ τριπλῆ σημασία. Πρῶτον, πρωτότοκος τοῦ Πατρός, διότι πρό πάσης κτίσεως ὁρατῆς καί ἀοράτου, ἐγεννήθη ἐκ τοῦ Πατρός, ὄχι διότι ἐγεννήθη ἀπὸ τὸν Πατέρα καί ἄλλος Υἱός, ἄπαγε! δὲν ἐγεννήθη ἄλλος Υἱὸς, μονογενὴς ἐκ τοῦ Πατρός. Ἔχομε λοιπὸν τὴν πρώτη ἔννοια τὴν προαιώνων Γέννησιν τοῦ Κυρίου μας, Πρωτότοκος καὶ μὴ πάη τὸ μυαλό μας ὅτι ἀφοῦ εἶναι πρωτότοκος καὶ ἄλλος υἱὸς ὄχι, Μονογενὴς ἔτσι εἶναι. Δεύτερον, Πρωτότοκος, διότι ἐγεννήθη ἐκ τῆς Μητρὸς τῆς Παρθένου, ἡ δεύτερη σημασία τῆς ἐννοίας. Πρωτότοκος, καὶ «ἔτεκε τὸν Υἱὸν αὐτῆς τὸν πρωτότοκον», ὅπως λέγει ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς, ὄχι ὅτι ἐγεννήθη ἐξ αὐτῆς δεύτερος υἱός, ἄπαγε! ἀλλά διότι πρῶτος καί Μόνος τήν Παρθενικήν ἀνοίξας μήτραν ἀρρήτως καί ὑπέρ ἔννοιαν πάλιν κεκλεισμένην αὐτήν ἐφύλαξε, καί τρίτον. Πρωτότοκος ἐκ τῶν νεκρῶν, πρῶτος δηλαδή αὐτός Ἀναστάς ἀπό τούς νεκρούς ὡς ἀπαρχή. Ὁ Χριστός ἀνέστησε τόν ἑαυτόν του μέ τήν θεϊκή Του ἐξουσία, ἐνῷ ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι ἀπό τόν Θεό θά ἀναστηθοῦμε καί ὄχι μόνοι μας». Ἡ λέξη πρῶτος στήν Ἁγία Γραφή δέν ἔχει πάντοτε τήν σημασία συγκρίσεως μέ δεύτερον, ἀλλά μερικές φορές δηλώνει τό ἀνώτερος, ὑπέρ οχος, ὅπως ἐδῶ. Καί ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός (μεγάλος δογματικός τῆς Ἐκκλησίας μας) γιά τή λέξη Πρωτότοκος παρατηρεῖ: «Πρωτότοκος εἶναι αὐτός πού ἐγεννήθη πρῶτος εἴτε μονογενής εἴτε καί πρίν ἀπό ἄλλους ἀδελφούς. Ἄν ἐλέγετο ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ Πρωτότοκος καί δέν ἐλέγετο Μονογενής, θά ὑπονοούσαμε ὅτι αὐτός εἶναι πρωτότοκος ἀπό τά δημιουργήματα, ἐπειδή τάχα εἶναι δημιούργημα. Ἐπειδή ὅμως εἶναι καί Πρωτότοκος καί Μονογενής πρέπει νά φυλάξωμεν εἰς Αὐτόν καί τά δύο». Καί προχωροῦμε στήν ἑπόμενη καταβασία. Πάλι ἀπό τά λόγια καταλαβαίνομε ὅτι εἶναι ἡ τετάρτη ὠδή. «Ἐκάλυψεν οὐρανούς ἡ ἀρετή σου Χριστέ· τῆς κιβωτοῦ γάρ προελθών, τοῦ ἁγιάσματός σου, τῆς ἀφθόρου Μητρός, ἐν τῷ ναῷ τῆς δόξης σου, ὤφθης ὡς βρέφος ἀγκαλοφορούμενος, καί ἐπληρώθη τά πάντα τῆς σῆς αἰνέσεως». Ἡ συγκατάβασή σου, Χριστέ, γέμισε ἀπό ἀπορία τίς οὐράνιες δυνάμεις, γιατί Σύ ἀφοῦ γεννήθηκες ἀπό τήν Παρθένο Μητέρα Σου, τήν Κιβωτό τοῦ Ἁγίου Σου σώματος ὡς βρέφος, βασταζόμενο στήν ἀγκαλιά της, ἐθεάθης στόν ἔνδοξο ναό Σου καί γέμισαν τά σύμπαντα ἀπό τήν δική Σου δοξολογία. Γιά τόν εἱρμό τῆς τετάρτης αὐτῆς ὠδῆς ὁ ποιητής δανείζεται τίς ἴδιες λέξεις τοῦ Προφήτου Ἀββακούμ (ἔχει σχέση μέ τόν προφήτη Ἀββακούμ ἡ τετάρτη ὠδή). «Ἐκάλυψεν οὐρανούς ἡ ἀρετή αὐτοῦ, καί τῆς αἰνέσεως αὐτοῦ πλήρης ἡ γῆ» λέει ὁ προφήτης Ἀββακούμ (3,3). Τό νόημα δέ τοῦ εἱρμοῦ ὁλοκληρώνεται μέ τήν συν - έχεια τῆς προφητείας «καί ἔθετο ἀγάπησιν κραταιάν» (3, 4). Ἡ ἀρετή τοῦ Θεοῦ Λόγου εἶναι ὑπερβολική ἀγάπη, κραταιά ἀγάπη, γιά τόν πλανεμένο ἄνθρωπο, πού ἡ ἀγάπη του αὐτή ἔφθασε στήν ἄκρα συγκατάβαση (κένωση) μέχρι τῆς ἐνανθρωπήσεώς Του. Αὐτή δέ ἡ ἀρετή Του τόσο μεγάλη εἶναι πού τό μεγαλεῖο της σκέπασε τούς οὐρανούς, δηλαδή τίς οὐράνιες δυνάμεις τῶν Ἀγγέλων, οἱ ὁποῖες ἐξεπλάγησαν καί ἔφριξαν γιά τό μέγεθος τοῦ Μυστηρίου τῆς θείας Οἰκονομίας. Λέγει ἀκόμη ὁ μελωδός ὅτι Σύ Χριστέ γεννήθηκες ἀπό τήν Μητέρα Σου, τήν ὁποίαν ὀνομάζει ὁ Δαυΐδ «Κιβωτόν ἁγιάσματος» «σύ καί ἡ Κιβωτός τοῦ ἁγιάσματός σου» (Ψαλμ. 131, 8). Κιβωτός εἶναι ἡ Παρθένος, πού ἔφερε μέσα της τό Ἁγίασμα, τόν Χριστό. Ὀνομάζει τό σῶμα τοῦ Κυρίου, ἁγίασμα, γιατί ἦταν ἁγιασμένο καί θεωμένο ἀπό τήν θεότητα μέ τήν ὁποίαν ἦταν ἑνωμένο ὡς Θεάνθρωπος. Καί προχωροῦμε στήν πέμπτη καταβασία, πού ἔχει σχέση, μέ ποιόν προφήτη ἆραγε; Τόν προφήτη Ἡσαΐα καί τό λέγει καί ρητῶς: «Ὡς εἶδεν Ἡσαΐας συμβολικῶς, ἐν θρόνῳ ἐπηρμένῳ Θεόν, ὑπ᾽ Ἀγγέλων δόξης δορυφορούμενον, ὤ τάλας! ἐβόα, ἐγώ· πρό γάρ εἶδον σωματούμενον Θεόν, φωτός ἀνεσπέρου, καί εἰρήνης δεσπόζοντα». Εἶναι μία πολύ συγκλονιστική εἰκόνα, πού περιγράφει καί πού βέβαια πρέπει πάλι ποιητικῷ τῷ τρόπῳ, νά τήν δοῦμε, νά τήν ἐξομαλύνουμε γλωσσικά. Ὅταν εἶδε ὁ Ἡσαΐας μέ συμβολική ἀπεικόνιση τόν Θεό, σέ ὑψωμένο θρόνο, νά περιστοιχίζεται ἀπό ἐνδόξους Ἀγγέλους, ὤ! ἐγώ ὁ ἐλεεινός, ἐκραύγαζε, γιατί ἀξιώθηκα νά προΐδω σέ ὀπτασία τόν Θεό μέ ἀνθρώπινο σῶμα, τόν Κύριο τοῦ ἀνεσπέρου φωτός καί τῆς εἰρήνης. Ὁ μελωδός Κοσμᾶς Μαϊουμᾶ ἦταν υἱοθετημένος ἀδελφός τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ καί περίφημος ὑμνωδός («Χριστός γεννᾶται δοξάσατε», «Πεποικιλμένη» κ.λπ εἶναι δικοί του ὕμνοι), ὁ μελωδός λοιπόν γιά τόν εἱρμό καί τά τροπάρια τῆς πέμπτης ὠδῆς, δανείζεται νοήματα καί φράσεις ἀπό τήν προφήτη Ἡσαΐα, τόν ποιητή τῆς πέμπτης ὠδῆς. Ἀναφέρεται ὁ Κοσμᾶς στήν ὀπτασία, τήν ὁποίαν ἀξιώθηκε νά δῇ ὁ προφήτης Ἡσαΐας, ὅταν τόν κάλεσε ὁ Θεός στό προφητικό του ἔργο. Λέγει, λοιπόν, ὁ Ἡσαΐας κατά τόν χρόνο, ὅταν ἀπέθανε ὁ βασιλεύς Ὀζίας (τό 738 ἤ 740 π.Χ, ὁ βασιλεύς αὐτός χωρίς νά εἶναι ἱερεύς ἐτόλμησε νά θυμιάσῃ μέσα στό ναό καί γι᾽ αὐτό ἔγινε λεπρός καί πέθανε): εἶδα τόν Κύριο καθήμενο σέ θρόνο τοποθετημένο πολύ ψηλά. Ὁ ναός τότε γέμισε ἀπό τήν θεία λάμψη τοῦ θρόνου καί τοῦ καθημένου σ᾽ αὐτόν. Γύρω ἀπό τόν θρόνο στέκονταν τά Σεραφείμ, ἕξ πτέρυγες εἶχε τό καθένα. Μέ τίς δύο ἐκάλυπταν τό πρόσωπο, μέ τίς δύο τά πόδια καί μέ τίς ἄλλες δύο πετοῦσαν. Καθένα μέ μεγάλη φωνή ἔλεγε πρός τό ἄλλο: «Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος εἶναι ὁ Κύριος ὁ Παντοκράτωρ καί ἡ γῆ ὅλη εἶναι πλήρης τῆς θείας δόξης Του». Εἶναι ὁ ὕμνος πού ἔχομε καί στή θεία Λειτουργία καί γενικά ἡ λατρεία μας εἶναι προσπάθεια μιμήσεως τῆς λατρείας τῶν Ἁγίων Ἀγγέλων. Κάπου τώρα πού θά ἀνοίξη τό Τριώδιο τό ἀναφέρει αὐτό ὅτι οἱ Ἄγγελοι σοῦ προσφέρουν αὐτόν τόν ὕμνο καί ἐμεῖς σοῦ προσφέρομε τούς ὕμνους τοῦ Τριωδίου καί γενικά τῆς λατρείας, μίμηση λοιπόν τῆς λατρείας τῶν Ἁγίων Ἀγγέλων εἶναι ἡ θεία Λειτουργία καί γενικά ὅλη ἡ λατρεία τῆς Ὀρθοδοξίας μας. Τόσο δέ μεγάλες ἦσαν οἱ κραυγές, πού ἀναπετάχθηκε τό γεῖσο τοῦ ναοῦ καί ὅλος ὁ ναός γέμισε ἀπό καπνό. Τότε εἶπε ὁ Ἡσαΐας «ὤ! ὁ ταλαίπωρος ἐγώ, συμφορά μου, τοῦτο ἔπαθα ἀπό συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητός μου, γιατί εἶμαι ἁμαρτωλός, ἄνθρωπος μέ ἀκάθαρτα χείλη, ἀνάμεσα σὲ ἀνθρώπους μὲ ἀκάθαρτα χείλη κατοικῶ καί ὅμως εἶδα μέ τά μάτια μου τόν Βασιλέα, Κύριο Παντοκράτορα». Τότε ἀπεστάλη πρός ἐμένα ἕνα Σεραφείμ, τό ὁποῖον εἶχε ἄνθρακα ἀναμμένο καί μέ λαβίδα πῆρε ἀπό τό θυσιαστήριο καί τοῦτον ἤγγισε στά χείλη μου καί εἶπε: «ἰδού ἤγγισε τοῦτο τά χείλη σου καί ἀφήρεσε τάς ἀνομίας σου καί ἐκαθάρισε τάς ἁμαρτίας σου». Ὁ ἄνθραξ αὐτὸς τοῦ Ἡσαΐου συμβολίζει τήν θεία Μετάληψη καί χρησιμοποιεῖται ἡ φράση στή θεία Λειτουργία, ὅπως εἴπαμε. Συμβολικῶς εἶδε ὁ προφήτης τόν Θεό. Ὁ ὑψωμένος Θρόνος συμβολίζει τήν Παρθένο Μαριάμ, ἡ ὁποία εἶναι ἀνώτερη ἀπό κάθε γήϊνο λογισμό. Ὁ Θεός σαρκωθείς κάθησε ἐπάνω σ᾽ αὐτόν τόν θρόνο, στά σπλάγχνα τῆς Παρθένου. Ὅταν ὁ προφήτης πλησίασε τό Θεό ἔνοιωσε τήν ἀκαθαρσία καί τήν ἁμαρτωλότητά του. Αὐτό συμβαίνει σ᾽ ὅλους τούς Ἁγίους, πού μέ τήν ταπεινοφροσύνη πλησιάζουν τόν Θεό, ὅπως π.χ. ὁ Ἀβραάμ, ὅταν ἀξιώθηκε νά μιλήση μέ τόν Θεό ὠνόμασε τόν ἑαυτόν του, «γῆ καί σπονδό». Καί προχωροῦμε στήν ἑπόμενη καταβασία, ἕκτη ὠδὴ ἡ ὁποία ἔχει σχέση μέ ποιόν προφήτη ἆραγε; Εἶναι ὁ Ἰωνᾶς ἐδῶ. «Ἐβόησέ σοι, ἰδών ὁ Πρέσβυς, τοῖς ὀφθαλμοῖς τό σωτήριον, ὅ λαοῖς ἐπέστη· ἐκ Θεοῦ Χριστέ, σύ Θεός μου». Ἀναφώνησε σέ ἐσένα ὁ γέροντας Συμεών, ὅταν μέ τά μάτια του εἶδε τόν Σωτήρα, πού προορίστηκε ἀπό τόν Θεό γιά ὅλους τούς λαούς. Σύ εἶσαι, Χριστέ, ὁ Θεός μου γεννηθείς ἐκ Θεοῦ Πατρός. Ὁ ποιητής μέ τό τροπάριο αὐτό μᾶς παρουσιάζει τόν Συμεών, ὁ ὁποῖος προηγουμένως πίστευε μέ τήν διάνοιά του, τώρα ὅμως μέ τά σωματικά του μάτια βλέπει «τό σωτήριον», δηλαδή τό παιδίον, τό ὁποῖον θά γίνη τό μέσον τῆς σωτηρίας. Ἄλλο νά πιστεύης καί νά περιμένης καί νά προσδοκᾶς καί ἄλλο νά κρατᾶς στά χέρια σου, στήν ἀγκάλη σου τόν ἴδιο τόν Μεσσία. Πολύ διαφορετικό. Καί ὁ μακαριστός ὁ Φώτης ὁ Κόντογλου ἔλεγε κάποτε ἐμεῖς δέν εἴμαστε οἱ μαθόντες τά θεῖα, ἀλλά οἱ παθόντες τά θεῖα. Ὑπάρχει πολύ μεγάλη διαφορά, ἄλλο νά μιλᾶς δηλαδή ἀπό τά βιβλία καί ἄλλο νά μιλᾶς ἀπό τήν καρδιά σου, ἀπό τό βίωμά σου. «Τό προφητικόν χάρισμα τοῦ Συμεών ἱκάνωσεν αὐτόν κατά τήν στιγμήν αὐτήν νά προΐδη ὅτι τό παιδίον τοῦτο θά ἀνεδεικνύετο Σωτήρ ὁλοκλήρου τοῦ κόσμου. Καί εἶδε ἐν μιᾷ στιγμῇ τόν Ἥλιον τῆς ἀπολυτρώσεως ὄχι μόνον ὑψούμενον ἐν δόξῃ ὑπέρ τόν Ἰσραήλ, ἀλλά ἐκπέμποντα τό φῶς αὐτοῦ πρός πάντα τά ἔθνη. Ὁ Χριστός πρόκειται νά εἶναι τό ἠθικόν φῶς, δηλαδή ὁ οὐράνιος διδάσκαλος τῶν ἐθνῶν, ὁ ἀποκαλύπτων εἰς αὐτά τάς ὁδούς τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ καί τό ἀληθές μέσον τῆς σωτηρίας διά τοῦ Αἵματός Του. Φῶς, τό ὁποῖον διαλύει τά σκότη καί θά φωτίζη τά ἔθνη. Τοῦτο ἀναφέρεται καί εἰς τόν Ἡσαΐα «ἰδού γάρ δέδωκά σε… εἰς φῶς ἐθνῶν καί εἶναι σε εἰς σωτηρίαν ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς» (Ἑρμηνεία τοῦ ἀειμνήστου καθηγητοῦ Παναγιώτου Τρεμπέλα). Καί ὁ Μέγας Φώτιος παρατηρεῖ: Διότι τό βρέφος, πού κρατεῖ στήν ἀγκαλιά του, εἶναι σωτηρία κοινή γιά ὅλα τά ἔθνη καί γιά τόν Ἰσραήλ. Ἀλλά γιά μέν τούς ἐθνικούς εἶναι φῶς, διότι τούς βγάζει ἔξω ἀπό τό σκοτάδι τῆς εἰδωλολατρίας, γιά δέ τούς Ἰσραηλίτες εἶναι δόξα, διότι οἱ νόμοι καί οἱ προφητεῖες, πού δόθηκαν σ᾽ αὐτούς παλαιά ξεκαθαρίστηκαν ἀπό τήν αἰνιγματώδη ἀσάφειά τους καί θά τούς μεταβάλη σέ δόξα, καί ἀπό ἄλλης ἀπόψεως δόξα τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ εἶναι ἡ Γέννησή Του, διότι ἀκριβῶς γεννήθηκε ὡς ἄνθρωπος ἀπό ἀπόγονο τοῦ Ἀβραάμ. Προχωροῦμε καί στήν ἑβδόμη ὠδή: «Σέ τόν ἐν πυρί δροσίσαντα, Παῖδας θεολογήσαντας, καί Παρθένῳ ἀκηράτῳ ἐνοικήσαντα, Θεόν Λόγον ὑμνοῦμεν, εὐσεβῶς μελωδοῦντες· Εὐλογητός ὁ Θεός, ὁ τῶν Πατέρων ἡμῶν». Σέ, πού δρόσισες μέσα στή φωτιά τούς Τρεῖς Παῖδας, οἱ ὁποῖοι ὡμολόγησαν τόν Θεό καί κατοίκησες μέσα στήν ἀμόλυντη Παρθένο, Σέ τόν Θεόν Λόγον ὑμνοῦμε μέ εὐσέβεια μελωδοῦντες, εὐλογητός εἶσαι, Θεέ τῶν Πατέρων ἡμῶν. Βλέπετε γίνεται συνδυασμός τῆς Παλαιᾶς καί τῆς Καινῆς Διαθήκης, τοῦ γεγονότος τῶν Τριῶν Παίδων μέσα στό καμίνι τοῦ πυρός, ἀλλά καί τῆς ἑορτῆς. Μέ τό τροπάριο αὐτό ὁ μελωδός ὑμνεῖ τόν Λόγον τοῦ Θεοῦ, τόν Χριστόν, ὁ ὁποῖος παλαιά ἐδρόσισε τούς Τρεῖς Παῖδας μέσα στό καμίνι τῆς φωτιᾶς. Αὐτοί οἱ Παῖδες ὡμολόγησαν τόν Θεό μπροστά στόν βασιλέα Ναβουχοδονόσορα καί εἶπαν ὅτι ὑπάρχει Θεός, τόν ὁποῖον πιστεύουμε καί λατρεύουμε καί αὐτός εἶναι δυνατός νά μᾶς σώση ἀπό τό καμίνι τῆς φωτιᾶς καί ἀπό σένα βασιλιά. Πράγματι μέ τήν πίστη τους δέν τούς ἄγγιξε ἡ φωτιά, ἔτσι καί τώρα τό πῦρ τῆς θεότητος, πού κατοίκησε στήν κοιλία τῆς ἀμόλυντης Παρθένου δέν ἔκαυσε τήν Παρθενία της, γι᾽ αὐτό μέ πολλή εὐσέβεια εὐλογοῦμε τόν Θεό τῶν Πατέρων μας. Καί προχωροῦμε στή προτελευταία καταβασία, στήν ὀγδόη, πού εἶναι: «Ἀστέκτῳ πυρί ἑνωθέντες, οἱ θεοσεβείας προεστῶτες Νεανίαι· τῇ φλογί δέ μή λωβηθέντες, θεῖον ὕμνον ἔμελπον· Εὐλογεῖτε πάντα τά ἔργα τόν Κύριον καί ὑπερυψοῦτε, εἰς πάντας τούς αἰῶνας». Οἱ πρόμαχοι τῆς εὐσεβείας Νέοι, ἑνωμένοι μέ τή ἀσυγκράτητη φωτιά, ἀλλά χωρίς νά βλαφθοῦν ἀπό τήν φλόγα ἔψελναν ὕμνους στόν Θεό: εὐλογεῖτε ὅλα τά δημιουργήματα τόν Κύριο καί ὑπέρμετρα δοξάζετε Αὐτόν αἰωνίως. Εἶναι ὁ ὕμνος τῶν τριῶν παίδων, πού τόν ψάλλουμε καί ἐμεῖς τό Μεγάλο Σάββατο, «τόν Κύριο ὑμνεῖτε καί ὑπερυψοῦτε». Χαρακτηριστικό ὅμως τῆς ἑβδόμης ὅπως καί τῆς ὀγδόης ὠδῆς εἶναι τό γεγονός κατά τό ὁποῖον θαυματουργικά διασώθηκαν οἱ Τρεῖς εὐσεβεῖς Νέοι, οἱ ὁποῖοι ἀρνηθέντες νά προσκυνήσουν τήν εἰκόνα τοῦ βασιλέως Ναβουχοδονόσορα ρίχθηκαν στό ἀναμμένο καμίνι. Αὐτοί ἦσαν οἱ προεστῶτες, οἱ ἀρχηγοί καί πρόμαχοι τῆς θεοσεβείας καί τό καλό παράδειγμα γιά ὅλους τούς αἰχμαλώτους συμπατριῶτες τους. Ἄν αὐτοί, οἱ σπουδαιότεροι, δέν κρατοῦσαν τήν εὐσέβεια καί πίστη τους θά τούς ἀκολουθοῦσαν στήν ἀσέβεια καί οἱ ὁμογενεῖς τους. Τώρα ὄχι μόνο κράτησαν τήν εὐσέβειά τους, ἀλλά καί τούς συμπατριῶτες τους φύλαξαν ἀπό τήν ἀσέβεια καί τή ζωή τους ἔσωσαν θαυματουργικά. Ἐδῶ στάθησαν ὅπως ἔπρεπε οἱ Τρεῖς Παῖδες καί ἔσωσαν τούς ἄλλους, ἀλλά ἡ ἱστορία λέγει ὅτι κατά τήν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας, δυστυχῶς λέγω, ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός εἶχε πληροφορηθῆ ὅτι ὁλόκληρα χωριά ἐξισλαμίζοντο λόγῳ τῆς πιέσεως καί ἔπαιρναν καί τούς ἱερεῖς ἀκόμα καί τούς ἀρχιερεῖς μαζί, γι᾽ αὐτό ἔχει πολύ μεγάλη σημασία αὐτό, πού ἀκούστηκε, ἄν οἱ ἐπικεφαλῆς στέκονται καλά, δίνουν τό καλό παράδειγμα, τό γενναῖο παράδειγμα, μένουν οἱ ἄλλοι πιστοί καί ἄν δέν συμβαίνη αὐτό κινδυνεύουν ὅλοι μαζί νά ὁδηγηθοῦν στήν καταστροφή. Καί ἡ τελευταία καταβασία πού εἶναι ἡ ἐνάτη καί πολύ προσφιλής θά λέγαμε καί αὐτή: «Ἐν νόμῳ σκιᾷ καί γράμματι, τύπον κατίδωμεν οἱ πιστοί· πᾶν ἄρσεν, τό τήν μήτραν διανοῖγον, ἅγιον Θεῷ· διό πρωτότοκον Λόγον, Πατρός ἀνάρχου Υἱόν, πρωτοτοκούμενον Μητρί, ἀπειράνδρῳ μεγαλύνομεν». Ἄς ἀντικρύσουμε μέ σεβασμό αὐτόν πού προεικόνισε ἡ αἰνιγματική γραφή τοῦ νόμου, δηλαδή κάθε ἀρσενικό βρέφος, πού διανοίγει τήν μήτρα αὐτῆς πού τό γέννησε, εἶναι ἀφιερωμένο στό Θεό, γι᾽ αὐτό τόν Πρωτότοκο Μονογενῆ Λόγο, Υἱό πατρός ἀνάρχου (κατά τήν θεότητα) ποὺ πρωτότοκος καί μονάκριβος γεννήθηκε (κατά τό ἀνθρώπινο) ἀπό τήν Παρθένο Μαρία, ἄς δοξάσουμε. Μέ τίς λέξεις νόμος, σκιά, γράμμα, συνώνυμες ἐννοεῖται ὁ Μωσαϊκός νόμος μέ τίς αἰνιγματώδεις διατάξεις. Ὁ σχετικός νόμος ἀναφέρεται στό Λευϊτικό. Ἡ γυναίκα πού θά γεννήση ἀρσενικό παιδί ἐπί σαράντα ἡμέρες δέν ἐπιτρέπεται νά ἀγγίξη ἅγιο ἤ νά μπῆ στό ἁγιαστήριο. Ἄν γεννήση θηλυκό παιδί διπλασιάζονται οἱ ἡμέρες, γίνονται ὀγδόντα. Βέβαια ὄχι γιά λόγους ἰατρικούς, λέγει ὁ ἀείμνηστος πατήρ Ἰωήλ Γιαννακόπουλος, ἀλλά γιά θρησκευτικούς. Γιατί ἀπό τήν γυναίκα μπῆκε στόν κόσμο τό προπατορικό ἁμάρτημα, «Ἀδάμ οὐκ ἠπατήθη πρῶτος, ἡ δέ γυνή ἀπατηθεῖσα ἐν παραβάσει γέγονε» (Α´ Τιμοθ. 2, 13-15 καὶ Α´ Πέτρ. 3, 7). Ὁ Μωσαϊκός νόμος ὁρίζει ὅτι πρέπει νά προσφέρης στόν ναό ἀμνό ἄμωμο ἑνός ἔτους ἀντί τοῦ ἀρσενικοῦ παιδίου γιά ὁλοκαύτωση καί νεοσσό περιστερᾶς ἤ τρυγόνων διά τήν ἁμαρτία στή θύρα τῆς σκηνῆς τοῦ Μαρτυρίου πρός τόν ἱερέα. Ἀλλά κατά τή διατύπωση τοῦ νόμου παρατηροῦμε ἕνα πλεονασμό. Λέγει ὁ νόμος «γυνῇ ἐάν σπερματισθῆ καί τέκει ἄρσεν». Παρατηρεῖ ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, «ὁ Μωϋσῆς περιττόν ἦτο νά πῆ, τό “ἄν σπερματισθῆ”, γιατί εἰς ὅλους εἶναι γνωστόν κάθε γυναῖκα φυσικῶς λαμβάνει ὑπό ἀνδρός καί κατόπιν γεννᾶ. Αὐτή ἡ φράσις προδηλώνει ὅτι ὁ Μωϋσῆς εἶχε μυηθῆ στό μυστήριον τῆς σαρκώσεως τοῦ Κυρίου, διότι ἡ Παρθένος τῇ ἐνεργείᾳ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐγέννησε τό Θεῖον Βρέφος καί ἔγινε τόκος ἄνευ θελήματος σαρκός οὐδέ θελήματος ἀνδρός. Ὁ τύπος δέ τοῦ νόμου: «εἶπε δέ Κύριος πρός Μωϋσῆν λέγων, ἁγίασόν μοι πᾶν πρωτότοκον, πρωτογενές, διανοῖγον πᾶσαν μήτραν ἐν τοῖς Υἱοῖς Ἰσραήλ» δέν ἁρμόζει εἰς κάνενα ἄλλο παιδίον ἀρσενικόν καί πρωτότοκον ἐκτός μόνον τῷ Δεσπότῃ Χριστῷ καί αὐτόν προεικόνιζε, διότι κανένα ἀπό τά ἄλλα πρωτότοκα παιδία τῷ φυσικῷ νόμῳ γεννώμενα, δέν διανοίγει τήν μήτραν τῆς τοῦτο γεννώσης μητρός. Αὐτή γάρ πολύ πρότερον διανοίγεται, ὁ δέ πρωτότοκος Ἐμμανουήλ ὡς ὑπέρ φύσιν καὶ χωρὶς σπορὰν ἀνδρὸς γεννηθεὶς αὐτός μόνος ἤνοιξε τήν παρθενικήν μήτραν τῆς ἀπειράνδρου Μητρός, θεοπρεπῶς, δηλαδή καί ὑπέρ κατάληψιν, ἀκατανοήτῳ τρόπῳ, ἀνοίξας αὐτήν ἐν τῷ γεννᾶσθαι, κεκλεισμένην πάλιν διεφύλαξεν, ὥσπερ ἦν πρό τοῦ συλληφθῆναι καί γεννῆσαι» (Ἁγ. Νικοδ. Ἑορτοδρ. σ. 201). Καί ἐδῶ ὑπάρχει καί μία προφητεία τοῦ Ἰεζεκιήλ, «ἡ πύλη ἡ κατά ἀνατολάς ἡ κεκλεισμένη» καί εἶναι ἕνα ἰσχυρό ἐπιχείρημα διά τούς Γιεχωβῖτες, διά τούς Προτεστάντες, πού δέν δέχονται τό Ἀειπάρθενον τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Γράφει σχετικῶς ὁ Μέγας Ἀθανάσιος: «“Πᾶν ἄρσεν διανοῖγον μήτραν ἅγιον τῷ Κυρίῳ κληθήσεται”· ἐκεῖ μέν γάρ οὐδέ τά βρέφη τάς μήτρας διήνοιξαν, ἀλλά ἡ τοῦ ἀνδρός, πρός τήν γυναῖκα συνεύρεσις· «ἔγνω» γάρ φησί Ἀδάμ Εὔαν τήν γυναῖκα αὐτοῦ καί συλλαβοῦσα ἔτεκε τόν Κάϊν. Ἐνταῦθα δέ οὐχ οὕτως ἀλλ᾽ αὐτό τό τεχθέν τάς τῆς μήτρας διήνοιξε πύλας, μηδὲ μιᾶς προσδεθέν σαρκικῆς συμφωνίας ἀπό τῶν ἔξωθεν. Πρίν ἢ γάρ συνελθεῖν αὐτούς εὑρέθη ἐν γαστρί ἔχουσα ἐκ Πνεύματος Ἁγίου. Δύνασαι δέ καί συνεκδοχικώτερον τὴν φωνὴν ἐκλαβεῖν τῆς Παρθένου ἔξωθεν συνακουομένης, ἵν᾽ ᾖ τό ἑξῆς οὕτως: «Πᾶν ἄρσεν διανοῖγον μήτραν παρθένον, Ἅγιον τῷ Κυρίῳ κληθήσεται, ὅπερ μόνον ἐπί Χριστοῦ πέπρακται, μηδενός ἄλλου τῶν πάντων κεκοινωνικότος τῷ χρήματι. Μόνος γάρ οὗτος παρθένον μήτραν σαρκί τεχθείς ἀνέῳξε· καί πάλιν ταύτην παρθένον, ὡς πρό τοῦ τόκου, τετήρηκεν». Εἶναι Παρθένος ἡ Παναγία μας πρό τοῦ τόκου, κατά τόν τόκον καί μετά τόν τόκον καί αὐτό συμβολίζουν καί τά τρία ἀστέρια, πού εἶναι στήν εἰκόνα τῆς Παναγίας μας. Καί ὁ Ἅγιος Ἀμφιλόχιος Ἰκονίου: «Πᾶν ἄρσεν διανοῖγον μήτραν ἅγιον τῷ Κυρίῳ κληθήσεται»· εἰς τόν Κύριον μόνον τήν ἀναφοράν κέκτηται. Καί γάρ πᾶσα φύσις παρθένου, πρῶτον ἐν σχέσει ἀνδρός διανοίγει τήν μήτραν καί οὕτως τίκτει. Ἐπί δέ τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν οὐχ οὕτως, ἀλλά χωρίς σχέσιν αὐτός διανοίξας τήν μήτραν τῆς Παρθένου, ἀφράστως, (ἀκατανοήτως) προῆλθεν ὥστε τό «πᾶν ἄρσεν διανοῖγον μήτραν, ἅγιον τῷ Κυρίῳ κληθήσεται», εἰς τόν Κύριον ἀναφέρεται μόνον». Αὐτά ὡς πρός τήν ἑρμηνεία τῶν καταβασιῶν καί βέβαια εἶναι θά λέγαμε καί κάπως τολμηρές ἐκφράσεις πού ἄν δέν ἔχη κανείς καθαρή καρδιά μπορεῖ καί νά σκανδαλισθῆ «πᾶν ἄρσεν τό τήν μήτραν διανοῖγον», «ὁ μήτραν παρθενικήν ἁγιάσας τῷ τόκῳ σου» ὅλα αὐτά. Ὅμως μᾶς ἔλεγε ἕνας σπουδαῖος θεολόγος ὅτι ὅσο ἁγιώτεροι ἦσαν οἱ ποιηταί τόσο καί τολμηρότεροι ἦσαν στίς ὑψηλές ἀλήθειες καί θά σᾶς πῶ καί κάτι σύγχρονο, πού συν - έβαινε μέ ἕνα μακαριστό πνευματικό, πού ἦταν πολύ σπουδαῖος πνευματικός καί μποροῦσε νά κάνη καί δύσκολες ἐρωτήσεις χωρίς νά σκανδαλίζωνται οἱ ἄνθρωποι, γιατί ἦταν ἅγιος πραγματικά, καί ἕνας ἄλλος ἄπειρος ἐνδεχομένως πνευματικός μπορεῖ νά ἔλεγε μία ἁπλῆ ἐρώτηση καί νά σκανδάλιζε τό ἐξομολογούμενο πρόσωπο, γι᾽ αὐτό καί ἀπό μιᾶς ἄλλης πλευρᾶς κατά κάποιον τρόπο τά κείμενα τῆς Ἐκκλησίας μας πρέπει νά μείνουν ὡς ἔχουν, διότι ὄντως μπορεῖ νά γίνη ἕνας ἐκχυδαϊσμός θά ἔλεγα καί μία παρεξήγηση «τήν γάρ σήν μήτραν, θρόνον ἐποίησε, καί τή σήν γαστέρα, πλατυτέραν οὐρανῶν ἀπειργάσατο» ἄντε νά τά ἐξηγήσης αὐτά. Μένουν ἔτσι. Τό χρέος μας εἶναι νά τά ἑρμηνεύσουμε διά κηρύγματος, νά ξέρουμε τί ἐννοεῖ. Οἱ ἱεροί ὑμνωδοί εἶπαν αὐτές τίς μεγάλες ἀλήθειες, γιατί ὅπως εἴπαμε ἦταν ἅγιοι ἄνθρωποι καί οὔτε ἐσκανδαλίζοντο, ἀλλά καί οὔτε ἐσκανδάλιζαν ἄλλους. Ἄς κλείσουμε μέ μιά πολλή ὡραία κατακλεῖδα, μιά προτροπή θά λέγαμε, τοῦ μεγάλου κατηχητοῦ τῶν Ἱεροσολύμων τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου. «Δεῦτε καί ἡμεῖς φιλόχριστοι καί φιλόθεοι, τῇ τοῦ Κυρίου καί Δεσπότου Ὑπαπαντῇ φαιδροὶ πάντες καί καθαροί ὑπαντήσωμεν». Καί ἐμεῖς λοιπόν μέ φαιδρότητα, μέ χαρά καί καθαρότητα νά ἑορτάσωμε τήν Ὑπαπαντή τοῦ Κυρίου, τήν ἑορτάσαμε βέβαια, ἀλλά ἔχομε καί ἀπόδοση καί τήν ἑορτάζομε ὅλες αὐτές τίς ἅγιες ἡμέρες «μή νομικῶς», δηλαδή ὅπως ἐν τῇ Παλαιᾷ Διαθήκῃ, «ἀλλά πνευματικῶς, μή γαστρί τρυφῶντες», μή τό ρίξωμε στό φαγοπότι, δέν ἔχει νόημα ἔτσι ἡ ἑορτή, «ἀλλά πνεύματι σκιρτῶντες» νά ἔχωμε χαρά πνευματική «μή οἴνῳ μεθύοντες» ὄχι νά μεθοῦμε ἀπό τό κρασί, «ἀλλά τῷ πνεύματι ζέοντες» νά εἴμαστε πρόθυμοι στά καλά, στήν προσευχή, στή μελέτη, στήν ἐλεημοσύνη, στή φιλανθρωπία κ.λπ «οὕτω σήμερον φαιδροί φαιδρῶς τάς λαμπάδας κοσμήσωμεν» νά ἔχωμε καί μεῖς ἀναμμένας τάς λαμπάδας, «οὕτως ὡς υἱοί φωτός, τάς λαμπάδας τῷ φωτί τῷ Ἀληθινῷ Χριστῷ προσαγάγωμεν». Ὅπως τήν νύκτα τῆς Ἀναστάσεως «Δεῦτε λάβετε φῶς ἐκ τοῦ ἀνεσπέρου φωτός» ἔτσι καί ἐμεῖς νά ἀνάψωμε τίς λαμπάδες τῆς ψυχῆς μας ἀπό τό φῶς τοῦ Χριστοῦ μας. «Προσαγάγωμεν», πλησιάζομε στόν Ἀληθινό Χριστό «διότι φῶς εἰς ἀποκάλυψιν Ἐθνῶν τῷ κόσμῳ πεφανέρωται», παρουσιάστηκε. Δι᾽ αὐτό «ὡς φῶτα ἐκ φωτός ὑπέρ χιόνα ἀναλάμψωμεν». Νά λάμψωμε καί ῾μεῖς ὡς φῶτα ἀπό τό φῶς «ὑπέρ γάλα τυρωθέντες, ὑπέρ λίθον σάπφειρον αὐγασθέντες» λάμψαντες, «ὑπέρ περιστεράς ἀσπίλους εἰς οὐρανούς ἀναπτάντες» πετάξαντες. Τί σπουδαῖο νά πετάξωμε ἀπό τόν κόσμο αὐτό στή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν σάν τά περιστέρια, πεντακάθαροι, χωρίς νά μᾶς βαρύνη τίποτε. «Οὕτως ὡς νεφέλαι εἰς Θεοῦ ὑπάντησιν ἐξέλθωμεν» καί ἔτσι νά συναντήσωμε τόν Κύριο, ὅπως λέγει ὁ Ἀπόστολος στή νεκρώσιμη ἀκολουθία, «καί τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν ἐντός γενώμεθα, χάριτι καί οἰκτιρμοῖς καί φιλανθρωπίᾳ τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ᾧ ἡ δόξα καί τό κράτος σύν τῷ Πατρί καί τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου