Μάρκελλος ο θείος και θαυμάσιος Πατήρ ημών ήκμασε κατά το δεύτερον ήμυσι
του Ε΄ μετά Χριστόν αιώνος. Πατρίς του ήτο η Απάμεια της Συρίας, η παρά τον
Ορόντην, εις την οποίαν εγεννήθη από γονείς πλουσίους και ευγενείς, έμεινε δε
ορφανός από πατέρα εκ νεαράς ηλικίας. Όμως δεν έκλινεν εις ατόπους ηδονάς, ούτε
εξώδευε τον πατρικόν πλούτον εις σαρκικάς επιθυμίας, καθώς έχουν οι νέοι συνήθειαν.
Αλλά πρώτον μεν απήλθεν εις Αντιόχειαν να μάθη γράμματα και επιτυχών εμπείρου
και μαθηματικού διδασκάλου, έμαθεν εις ολίγον καιρόν την έξω παιδείαν όχι δια
να έχη εις αυτήν το τέλος του, αλλά δια ν’ απολαύση δι’ αυτής την του Θεού
σοφίαν την ψυχωφελή και σωτήριον.
Έπειτα εμελέτα να εύρη ενάρετόν τινά δούλον Θεού να τον οδηγήση προς την όντως φιλοσοφίαν, να γίνη φίλος του Ποιητού και Σωτήρος μας. Έχων λοιπόν τοιούτον ζήλον και πόθον περί Θεού ο ένθεος Μάρκελλος και πιστεύων, ότι ο Κύριος όστις είπεν εις τον Αβραάμ, «Έξελθε εκ της γης σου και εκ της συγγενείας σου και εκ του οίκου του πατρός σου και δεύρο εις την γην, ην αν σοι δείξω» (Γεν. ιβ: 1), αυτός θέλει τον οδηγήσει προς την αλήθειαν, ανεχώρησεν από την πατρίδα του, αφού εμοίρασε την πατρικήν του περιουσίαν εις πένητας και δεν εκράτησεν ουδέ μιας ημέρας έξοδον. Αλλά πάντα τα μάταια αρνησάμενος, έρχεται εις Έφεσον. Εκεί ευρίσκει ενάρετόν τι και θαυμάσιον ανδρόγυνον, οίτινες είχον δούλον καλούμενον Πρώμοτον, όστις είχε τόσην ευγένειαν άνωθεν και χάριν Θεού, ώστε επήγαινε πολλάκις την νύκτα, όταν ήτο εορτή, εις τα Ασκητήρια και ηνοίγοντο εις αυτόν αι θύραι αυτομάτως και ευρίσκετο εις το μέσον των ψαλλόντων. Και πρώτον μεν ενόμιζον οι αδελφοί, ότι του ήνοιξέ τις, έπειτα όμως, αφ ου το θαυμάσιον τούτο έγινε πολλάς φοράς και ενώ ήσαν εις τον Ναόν συνηγμένοι άπαντες, έβλεπον εξαίφνης εις το μέσον αυτών τον Πρώμοτον, εγνώρισαν έκπληκτοι την θείαν Χάριν και δύναμιν, ότι δια να πληρώση ο Κύριος την καλήν του επιθυμίαν, του ήνοιγε τας θύρας των Μοναστηρίων, καθώς και αυτός εις τους Αποστόλους, των θυρών κεκλεισμένων εισήρχετο. Ούτος λοιπόν ο θαυμάσιος Πρώμοτος εδίδαξε τον Άγιον Μάρκελλον όχι μόνον με λόφια αλλά και με την πράξιν, ήτις είναι προτιμοτέρα, όσον και του λόγου το έργον πιστότερον, και εθεμελίωσε την κρηπίδα της πολιτείας, με την ενάρετον πράξιν του ανδρός εκείνου, όστις ήτο όντως Χριστού μαθητής, πολλά έμπειρος της θείας Γραφής και καλλιγράφος άριστος. Όθεν συνέθεσεν από την Αγίαν Γραφήν Βίβλον, την οποίαν μετέγραψε και δι΄ άλλους πολλούς ανθρώπους και από την πληρωμήν, την οποίαν του έδιδον, εκρατούσε μόνον όσα τον έφθαναν δια τα αναγκαία του σώματος, ήτοι τα πλέον απαραίτητα, άνευ των οποίων δεν δύναταί τις να ζήση, τον δε επίλοιπον μισθόν, τον οποίον έπαιρνεν από την καλλιγραφίαν, έδιδεν ελεημοσύνην εις πένητας, και τας μεν ημέρας έγραφε προσέχων εις τα γραφόμενα, τας δε νύκτας προσηύχετο, του Προφήτου το λόγιον ενθυμούμενος· «Μεσονύκτιον εξεγειρόμην του εξομολογείσθαί σοι επί τα κρίματα της δικαιοσύνης σου» (Ψαλμ. ριη: 62), ταύτα δε όλα όσα έπραττεν ο άνθρωπος εκείνος ελάμβανε προς νουθεσίαν αυτού ο θείος Μάρκελλος. Ακούσας δε ο Όσιος ότι εις την Κωνσταντινούπολιν ήτο Ηγούμενός τις κατά πολλά ενάρετος και γενναίος, το όνομά του λέξανδρος, όστις είχε και χάριν από τον Θεόν, επόθησε να απολαύση και απ΄ εκείνον νουθεσίαν. Απήλθε λοιπόν προς αυτόν, ότε ούτος ησκήτευεν εις τον Ναόν του Αγίου Μηνά, ύστερον όμως έκτισεν εις το Στόμα του Πόντου Μοναστήριον, εις το οποίον ενομοθέτησε να υμνώσιν οι αδελφοί ακαταπαύστως τον Κύριον. Την αγγελομίμητον δε ταύτην τάξιν παρέδωσεν εις τους Μοναχούς ο θαυμαστός Αλέξανδρος, εκ του διαπύρου ζήλου τον οποίον είχε, να δοξάζεται ο Θεός και εις την γην από τους ανθρώπους, καθώς εις τον ουρανόν τον υμνούσιν αδιαλείπτως οι Άγγελοι. Δια την αιτίαν ταύτην συνηθροίσθησαν πολλοί όχι μόνον απ’ αυτήν ταύτην την βασίλισσαν των πόλεων, αλλά και από διαφόρους άλλας πόλεις. Επειδή πανταχού ηκούσθη η φήμη του. Ταύτα μαθών ο εραστής και εκλεκτός δούλος του Κυρίου Μάρκελος, εκίνησεν ευθύς την οδοιπορίαν προς τον Αλέξανδρον, πλησίον του οποίου ευρίσκετο μαθητής τις ονόματι Ιάκωβος, φίλος ακριβός του Μαρκέλλου πρότερον. Ούτος ανέφερε πολλάκις περί αυτού εις τον Αλέξανδρον, ότι ήτο φίλος του μεγάλος και ενάρετος άνθρωπος. Αφ’ ου λοιπόν έφθασεν εις το Μοναστήριον ο Μάρκελλος, εύρε τον Ιάκωβον, ο οποίος είπε προς τον Ηγούμενον Αλέξανδρον· «Ούτος είναι ο ηγαπημένος μοι Μάρκελλος, ο πεπληρωμένος θείου Πνεύματος». Λαβών λοιπόν το άγιον Σχήμα επρόκοπτεν υπέρ πάντας τους Μοναχούς τόσον, ώστε και ο Αλέξανδρος τον εφήμιζεν. Επειδή όχι μόνον τους άλλους αλλά και τον Ιάκωβον υπερτέρει εις τους αγώνας τούς πνευματικούς. Ήσαν δε αμφότεροι θαυμασιώτεροι από όλην την ποίμνην και τους ηυλαβούντο και οι γεροντότεροι, διότι ήσαν εις όλους καλόν παράδειγμα. Ο δε εξηλεγμένος και αφιερωμένος εις τον Θεόν Μάρκελλος προεγνώρισεν, ότι εις ολίγον καιρόν έμελλε να κοιμηθή ο Αλέξανδρος. Όθεν εφοβήθη μήπως και τον ψηφίσουν βιαίως ρχιμανδρίτην. Ανεχώρησε λοιπόν απ’ εκεί, δια να μη λάβη τοιαύτην αξίαν ανήλικος, έτι δε και δια να εύρη και άλλους εναρέτους δούλους του Θεού, να καρπωθή απ’ αυτούς. Επήγαινε λοιπόν όπου ήκουεν ότι κατώκει κανείς ενάρετος και καθώς η φιλόπονος μέλισσα συνάγει το μέλι επιμελώς από διάφορα άνθη του λειβαδίου, ούτω και ούτος ο αξιέπαινος περιερχόμενος τα κελλία των Οσίων και ανθολογών ενός εκάστου το εξαίρετον, εθησαύριζε τον πλούτον της αρετής εις εαυτόν. Από τον ένα ελάμβανε το ακριβές της ασκήσεως, από άλλον την απλότητα, από έτερον την ταπείνωσιν, αλλαχόθεν την φιλοξενίαν και από άλλον ετέραν πράξιν θεάρεστον και απλώς ειπείν δεν ανεχώρει από κανένα τόπον χωρίς να λάβη πνευματικήν ωφέλειαν. Αφού δε εκοιμήθη ο θεσπέσιος Αλέξανδρος, εζήτησαν άπαντες δι Ποιμένα των και Ηγούμενον τον Μάρκελλον. Όμως επειδή δεν ήτο εκεί κατά την ώραν, εψήφισαν ενάρετόν τινα Ιωάννην, δια τον οποίον μάλιστα και ο Μάρκελος ανεχώρησε, δια να κάμουν εκείνον Αρχιμανδρίτην, όστις ήτο γέρων και παλαιός εις την άσκησιν και όχι αυτόν νεώτερον, ίνα μη γίνη εν μέσω της ποίμνης σκάνδαλον εις τους πρεσβυτέρους, ότι επροτίμησαν των γερόντων ένα νεώτερον. Μαθών δε το γενόμενον επέστρεψε πάλιν εις το Μοναστήριον. Τότε παρεκάλεσάν τινες τον νέον Ηγούμενον, να αφήσουν εκείνο το Μοναστήριον και να υπάγουν εις άλλον τόπον να κατοικήσωσιν εις την χώραν των Βιθυνών, πλησίον του Αιγιαλού, όπου ήτο πλέον ήσυχος τόπος και ανενόχλητος, ήτοι εκεί όπου είναι νυν η Μονή των Ακοιμήτων, καλουμένη ούτως έως την σήμερον, τότε δε εκαλείτο Ειρηναίον, δια τους υπηρέτας της ειρήνης. Ο δε άνθρωπος εκείνος, όστις συνεβούλευσε τον Ιωάννην να μετοικήση εις τον ρηθέντα τόπον, του εχάρισε χωράφιον όσον έφθανε να κτίσουν την Εκκλησίαν και τα κελλία. Τούτων γενομένων, ο μεν Ιωάννης, δια τους χρόνους και την τάξιν ήτο της ποίμνης Ηγούμενος. Ο δε Μάρκελλος, επειδή ήτο πλέον πεπαιδευμένος εις την σοφίαν και άσκησιν, διέκρινεν όλα τα κενά. Ήτο δε τότε ο Ηγούμενος ακόμη Διάκονος και μίαν ημέραν εχειροτονήθησαν αμφότεροι, ο μεν Ιωάννης Πρεσβύτερος, ο δε Μάρκελλος Διάκονος και τούτο νομίζω να έγινε με θείαν νεύσιν, επειδή έμελλε να ηγουμενεύση ύστερον πάλιν από τον Ιωάννην ο θείος Μάρκελλος. Πέναντι του Μοναστηρίου των Ακοιμήτων ήτο άλλη Μονή εις τόπον Φιάλου καλούμενον. Ο δε της Μονής εκείνης Ηγούμενος είχε πνεύμα προφητικόν, και εκαλείτο Μακεδόνιος. Τούτον ως ενάρετον ηγάπα κατά πολλά ο Μάρκελλος, και επήγεν εκεί δια να τον νουθετήση και να του ερμηνεύη την τελειότητα της μοναδικής πολιτείας και αυτός πάλιν εδίδασκε τους αδελφούς τα ψυχωφελή και σωτήρια. Ούτος ο Μακεδόνιος προεφήτευσεν εις αυτόν εξ Αγίου Πνεύματος, ότι θέλει γίνει Ηγούμενος του Μοναστηρίου και ότι θα συναχθώσιν εκεί από πάσαν γην και θάλασσαν άνθρωποι, όχι μόνον Έλληνες, αλλά και Ρωμαίοι και βάρβαροι, να δοξάζεται και εις την Μονήν εκείνην ο Κύριος, από ταύτην δε, ως από νέαν Ιερουσαλήμ, να υπάγη εις όλην την οικουμένην η φήμη των. Ταύτα ακούσας ο Μάρκελλος επέστρεψεν εις το Μοναστήριόν του. Πριν όμως να φθάση εκεί είχον στάσιν και φιλονικίαν μεταξύ των οι αδελφοί δι΄ εκείνον, και τινές μεν τον επαινούσαν προς τον Ηγούμενον, λέγοντες ότι δια ταπείνωσιν έφυγεν, όταν έμελλε να κοιμηθή ο Αλέξανδρος, δια να μη τον ψηφίσουν Ηγούμενον. Άλλοι δε πάλιν ραθυμότεροι έλεγον, αγνοούντες την αρετήν του Μαρκέλλου, ότι γινώσκων ότι θα ψηφίσουν τον Ιωάννην έφυγε, δια να μη καταισχυνθή εις το ύστερον. Ταύτα μεν έλεγον οι άνθρωποι· ο δε Χριστός, η αυτοαλήθεια, ένευσεν εις τον Προεστώτα κι είπε ταύτα δια να φανερωθή η αρετή του Μαρκέλλου· «Δεν είναι ανάγκη να φιλονικήτε ματαίως· διότι εγώ γνωρίζω τον άνδρα κατά πολύ ενάρετον, θέλετε δε βεβαιωθή και σεις περί τούτου με την πράξιν από της αύριον». Τον καιρόν εκείνον είχε πολλήν πενίαν το Μοναστήριον, οι δε Μοναχοί, επειδή ήσαν πολύ φιλόξενοι, κατεσκεύασαν μύλον και ηγόρασαν και ένα γέροντα όνον, δια να δουλεύη εις τον μύλον και να κάμνουν άρτον δια τους ξένους. Προσκαλέσας λοιπόν τον Μάρκελλον, είπε προς αυτόν ο Ηγούμενος· «Σε γνωρίζω σπουδαίον και άγρυπνον, και σου αναθέτω την επιμέλειαν του όνου, μη νομίσης δε τούτο ως μικρόν διακόνημα, διότι είναι υπηρεσία αναγκαία κι χρήσιμος. Διότι οιανδήποτε υπηρεσίαν προσφέρης με τον όνον, το όφελος θα είναι εις όλους μας, επειδή, εάν το κτήνος αμεληθή, υστερούμεθα άρτων και ημείς και οι ξένοι όσοι τυγχάνουσιν ενταύθα». Τούτο τινές των Μοναχών ενόμιζον, ότι θα φανή ως ύβρις εις τον Μάρκελλον. Όμως ο θαυμαστός Ιωάννης, γνωρίζων το μέλλον, τον επρόσταξεν εις τούτο. Όθεν όχι μόνον απλώς εδέχθη την υπηρεσίαν ο Όσιος, αλλά και ασμένως και προθύμως έγραψεν ομολογίαν να είναι υπόχρεος εις την του όνου διακονίαν, έως να ζη ο αείμνηστος· και ούτως υπηρέτει τον όνον καθ΄ εκάστην με τόσην επιμέλειαν, ώστε εθαύμαζον άπαντες και εξεπλήττοντο δια την υψηλοτάτην αυτού ταπείνωσιν. Αφ’ ου δε απήλθεν ο Προεστώς προς Κύριον, κοινή γνώμη όλοι οι αδελφοί εψήφισαν τον Μάρκελλον Καθηγούμενον. Όταν λοιπόν ο λύχνος ετέθη επί την λυχνίαν και η πόλις ανεδείχθη εις την ακρώρειαν, τότε ο Θεός εφανέρωσεν εις πάντας τας χάριτας του νέου τούτου φωστήρος και έλαμψαν εις όλον τον κόσμον ως ακτίνες ηλίου αι θαυμάσιαι πράξεις και τα ένθεα αυτού κατορθώματα. Εξόχως δε τόσην ελεημοσύνην έδιδεν εις τους πτωχούς, ώστε εξενίζοντο άπαντες, βλέποντες νάλιστα, ότι όσον έδιδε, τόσον επλήθυναν τα πράγματα του Μοναστηρίου. Όθεν εγνώρισαν ότι η Χάρις ήρχετο άνωθεν παρά Θεού, όστις τους τα επλήθυνε θαυμασίως, καθώς και εις τους πέντε άρτους εποίησεν. Όχι δε μόνον την συμπάθειαν είχεν ο χριστομίμητος, αλλά ως άλλος Σαμουήλ εγίνωσκε και προέβλεπεν ως προφήτης τα μέλλοντα. Έτι δε και πάντων των αδικουμένων εγίνετο σωτήρ, διελέγχων τους δυνάστας αδικητάς, τους οποίους επαίδευεν όχι με ύβριν και όνειδος, αλλά με λόγια ψυχωφελή, ενθυμίζων εις αυτούς την δικαίαν κρίσιν και την απειλήν του Θεού· και ούτως εσωφρόνιζε τους αδικούντας περισσότερον, απ’ ότι εκείνοι οίτινες έχουν μυριάδας οπλιτών και υπηρετών πλησίον των· και τόσον τον ηυλαβούντο οι πάντες, ώστε δεν ετόλμα τις να παραβή τον λόγον του. Εις ολίγον καιρόν εσυνάχθησαν εις την υπακοήν του τόσοι Μοναχοί, ώστε ούτε εις τον Ναόν εχωρούσαν, ούτε κελλία είχον εις ανάπαυσιν, ούτε χρήματα να οικοδομήσουν οικίας και να αγοράσουν τα χρειαζόμενα προς αυτάρκειαν. Αλλ’ ο Δεσπότης Χριστός, όστις μας είπε «Ζητείτε δε πρώτον την Βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην αυτού και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν» (Ματθ. στ: 33), αυτός ο βοηθός εις τας ανάγκας και εις τας θλίψεις εφρόντισε περί αυτών δια του εξής τρόπου δια του οποίου εξοικονομήθησαν εις ό,τι τους εχρειάζετο. Νέος τις, Φαρέτριος το όνομα, υιός μεγάλου τινός άρχοντος της Ρώμης πολύ πλούσιος, έβαλε γνώμην να γίνη Μοναχός, δια να εύρη απόλαυσιν αιώνιον. Λοιπόν καταφρονήσας ματαίαν δόξαν και πάσαν σωματικήν ανάπαυσιν, επήρε τους υπηρέτας και τον πλούτον αυτού και έρχεται εις τον Όσιον Μάρκελλον. Ο δε Όσιος πεφωτισμένος υπό της Χάριτος εγνώρισεν, ότι όχι μόνον ο άρχων, αλλά και οι δούλοι του έμελλον να προκόψουν και να τελειώσουν θεάρεστα. Όθεν ενέδυσεν αυτούς με το άγιον Σχήμα και τους αφιέρωσεν εις τον Θεόν. Ο δε Φαρέτριος έδωκεν εις αυτόν τον πλούτον του όλον και έκτισαν άλλον Ναόν μεγαλύτερον, κελλία πολλά, νοσοκομεία, ξενοδοχεία και όσα άλλα εχρειάζοντο και ηύξανεν η ποίμνη του Κυρίου καθ’ ημέραν, επειδή δεν ετρέφοντο με χόρτα, τα οποία ανθούσι και πάλιν μαραίνονται, αλλά με δόγματα και λόγους Θεού, τα οποία είναι η τροφή του ανθρώπου. Διότι καθώς εκ της Εδέμ εξέρχονται τέσσαρες ποταμοί, οίτινες ποτίζουσι πάσαν την γην, ούτω και από την Μονήν του Μαρκέλλου εξεχύθη εις όλην την οικουμένην ο καθαρώτατος τύπος και η ακριβεστάτη μίμησις της ακοιμήτου λειτουργίας των ουρανίων Δυνάμεων. Την τοιύτην ουράνιον πολιτείαν της Μονής του Μαρκέλλου πρώτη απ’ όλας τας πόλεις έσπευσε να εκτιμήση και να μιμηθή η Κωνσταντινούπολις, η οποία, επειδή είναι πλησίον της άνωθεν Μονής, εζήλωσε την τοιαύτην ευσέβειαν και την αγγελομίμητον τάξιν και όταν έκτιζαν Εκκλησίας ή ευλαβών ανδρών Ασκητήρια, ελάμβανον Μοναχούς από τον Μάρκελλον και τους έκαμναν Ηγουμένους και Προεστώτας εις όλα τα Μοναστήρια, πιστεύοντες ότι όχι μόνον την ακρίβειαν της ασκήσεως, αλλά και αγιασμόν παρά Θεού δια του Μαρκέλλου ελάμβανον, ο οποίος ήτο κοινός οικιστής και επιμελητής της πανταχού θείας λειτουργίας, και ως φιλόστοργος ελυπείτο μεν διότι εστερείτο τα τέκνα του, ως ευσεβής όμως και ζηλωτής της αυξήσεως του κηρύγματος έχαιρε, διότι τα πρόβατά του εγίνοντο άλλων Ποιμένες και Καθηγούμενοι. Όσους δε έστελλεν εις άλλον τόπον τους υπεχρέωνε να υποσχεθούν έμπροσθεν της αγίας Εικόνος του Δεσπότου Χριστού, ότι δεν θα αλλάξουν ουδόλως την τάξιν και την δίαιτάν των, ούτε θα σμικρύνωσι τον κανόνα, αλλά θα φυλάττουν επακριβώς πάντα όσα εδιδάχθησαν. Και πράγματι ούτως έζησαν πανταχού, φιλάττοντες τους κανόνας και τας τάξεις πάσας της Μονής των απαρασαλεύτους, τόσον ώστε σχεδόν εις όλην την οικουμένην εκέντρισαν πάσαν αγριελαίαν εις καλλιελαίαν, την οποίαν ο πάνσοφος Μάρκελλος δια της διδασκαλίας του έκαμε να πηγάζη όντως αγαλλιάσεως έλαιον. Αλλ’ ας είπωμεν εις πίστωσιν και των άλλων ολίγα τινά από τα πολλά του θαυμάσια.Ήλθον ποτέ προς αυτόν τρεις Επίσκοποι, εκ δεινής λυτρωθέντες αιχμαλωσίας, οίτινες είχον ανάγκην τροφής και ενδύματος. Τούτους εξένισε φιλοφρόνως εφ’ όσον χρόνον ηθέλησαν. Όταν δε έμελλον να επιστρέψουν εις τας επαρχίας των, προσέταξεν ο Όσιος τον σκευοφύλακα Ιουλιανόν να τους δώση ελεημοσύνην δια τον δρόμον των. Ο δε σκευοφύλαξ έφερε τρία χρυσά φλωρία και έδωκεν εις έκαστον από ένα. Ο Μάρκελλος του λέγει· «Πόσα χρήματα μένουν»; Ο δε απεκρίνατο· «Άλλα επτά νομίσματα». Λέγει τότε ο Άγιος· «Φέρε όλα, όσα έχεις και δος τα, ο δε Θεός θα φροντίση δι’ ημάς». Ο Ιουλιανός εξετέλεσε την εντολήν, αλλ’ εκράτησεν ένα, μήπως έλθη άλλος πτωχός, να το δώσωσιν. Αυτήν δε την ημέραν εστάλη από τον ελεήμονα Θεόν άνθρωπος, όστις έδωσεν εις τον Μάρκελλον νομίσματα ενενήκοντα. Ο δε καλέσας τον Ιουλιανόν είπε προς αυτόν· «Δέκα νομίσματα εζημίωσες το Μοναστήριον· διότι ο Θεός μάς ανταπέδωκε δεκαπλασίως όσα εις τους Επισκόπους εδώσαμεν, εάν δε έδιδες τα δέκα, καθώς σου είπον, ήθελε μάς αποστείλει εκατόν ο Φιλάνθρωπος». Ούτος δε ο Ιουλιανός έγινεν ύστερον Μητροπολίτης Εφέσου και ετελείωσε τον βίον θεάρεστα. Αλλά ας είπωμεν και έτερα του Μαρκέλλου θαυματουργήματα. Ήτο Μοναχός τις, ονόματι Ελπίδιος, όστις είχεν εις το στόμα δεινήν ασθένειαν κι ήτο πρησμένον όλον το υποκάτω της γλώσσης μέρος τόσον πολύ, ώστε είχεν περισσότερον πρήξιμον από ό,τι να είχε άλλην μίαν γλώσσαν· όθεν δεν ηδύνατο να ομιλήση ή να φάγη τίποτε, ειμή μόνον ζωμόν κατέπινε· και τόσην οδύνην και βάσανον είχε, ώστε επεθύμει τον θάνατον. Μετά καιρόν πολύν ηδυνήθη και ωμίλησεν ολίγον, βαρέως δε στενάξας είπεν· «Ουαί μοι τω αθλίω, ότι με παρορά ο διδάσκαλος και δεν με συμπονεί». Ταύτα ακούσας ο Όσιος Μάρκελλος ήλθε παρευθύς εις τον πάσχοντα και προσευξάμενος ήγγισε την χείρα εις την πληγήν, επικαλούμενος το όνομα του Κυρίου. Όθεν έμεινεν υγιής την ώραν εκείνην ο αδελφός και εδόξαζε τον Κύριον, ευχαριστών τον Όσιον. Έτερός τις Μοναχός ονόματι Στέφανος έτρωγε μεν όσον εχρειάζετο δια να ζη, αλλά να ενεργηθή δεν ηδύνατο· διότι η κοιλία του δεν ειργάζετο και εκινδύνευεν εις θάνατον. Του έκαμαν λοιπόν σχετικήν θεραπείαν, του έδιδον διάφορα καθαρτικά και άλλα θεραπευτικά φάρμακα, αλλά όφελος κανέν δεν του έκαμαν. Όθεν έμελλε να σπάση η κοιλία του. Αναγγέλουσι λοιπόν ταύτα προς τον θείον Μάρκελλον όστις ήλθεν εις τον ασθενή και πρώτον μεν έκαμε προσευχήν κατά την συνήθειαν, έπειτα ήπλωσε την χείρα εις την γαστέρα τού πάσχοντος και παρευθύς ηλευθερώθη από το πάθος του και εθεραπεύθη τελείως. Εθεράπευσε δε ο Όσιος και τον προρρηθέντα Ιουλιανόν τον χρυσοφύλακα, όστις είχε δεινήν ασθένειαν και τον απεφάσισαν οι ιατροί δια θάνατον. Όθεν εκάλεσε τον Μάρκελλον να έλθη εκεί, όχι δια να τον θεραπεύση (διότι ως δύσπιστος δεν είχεν ελπίδα ότι δύναται να τον θεραπεύση ο Όσιος), αλλά δια να τον συγχωρήση, επειδή απέθνησκεν. Ο δε Μάρκελλος απήλθε και πρώτον μεν τον εδίδαξε λέγων· «Καθώς συ μεν, αδελφέ, επί του χρυσίου εδείχθης μικρόψυχος, ο δε Θεός μεγαλόδωρος, ούτω και δια τηνν ασθένειαν νόμιζε· ότι συ μεν απογινώσκεις ως ολιγόπιστος, ο δε Θεός σε θεραπεύει ως αμνησίκακος. Εις τούτο παρεκάλεσα και εγώ ο ελάχιστος τον Θεόν και σου εχάρισε την ζωήν, δια να γίνης πλέον συμπαθής εις τους πένητας. Λοιπόν έγειραι και πράττε του λοιπού το προστασσόμενον». Ούτως ειπόντος του Οσίου, ηγέρθη παρευθύς παρ΄ ελπίδα ο ασθενής και έμεινεν εις το εξής πολύ ενάρετος έως ύστερον. Ακούσατε δε και άλλο θαύμα λυπηρόν μεν δια την κακίαν του πάσχοντος, παράδοξον δε και αυτό ως και τα προαναφερθέντα. Ήλθε ποτέ Σαμαρείτης τις προς τον Όσιον, έχων πληγήν ανίατον. Τούτον ηρώτησεν ο Όσιος τίνος θρησκείας ήτο και τι ήθελεν, όχι διότι ηγνόει την υπόθεσιν, αλλά δια να τον αναγκάση να την ομολογήση εκ στόματος. Ο δε απεκρίθη, ότι ήτο Σαμαρείτης, θα εγίνετο δε Χριστιανός, εάν έβλεπε την υγείαν του. Ποιήσας λοιπόν ευχήν ο Όσιος τον εθεράπευσεν. Ο δε τότε μεν επίστευσεν, ύστερον όμως, την τετάρτην ημέραν, εστράφη ως κύων εις το ίδιον έμετον και ηπίστησεν. Όθεν ευθύς με την ασθένειαν της ψυχής επέστρεψε και η του σώματος νόσος. Τότε ο Σαμαρείτης ήλθε και πάλιν προς τον Όσιον· και πάλιν αυτόν εθεράπευσεν. Τούτο ουχί δις και τρις εποίησεν ο Όσιος, αλλά πολλάκις ως αμνησίκακος, ύστερον δε του είπε· «Δεν σε θεραπεύω εγώ, αλλ’ ο Θεός, όστις γινώσκει άπαντα και ο οποίος δεν μυκτηρίζεται, ούτε δύνασαι να τον εμπαίξης, ταλαίπωρε. Μόνον τον εαυτόν σου βλάπτεις χειρότερα. Εάν λοιπόν ποθής την υγείαν σου, ομολόγησον τον Χριστόν φανερά και συντάσσου τελείως εις εκείνον χωρίς δόλον τινά ή υπόκρισιν». Ο δε απεκρίνατο· «Δεν ημπορώ να αφήσω την πίστιν μου». Τότε ο μεν Άγιος μηδέν ειπών εισήλθεν εις το κελλίον του, ο δε άθλιος εκείνος εξελθών του Μοναστηρίου ησθένησε βαρέως, και την άλλην ημέραν κακώς εξέψυχε, και έλαβε δικαίως ομού με τον ψυχικόν θάνατον και τον σωματικόν τοιούτον. Ταύτα μεν περί του απίστου. Περί δε πιστού ακούσατε άλλο θαυμασιώτερον. Μοναχός τις Κύρος καλούμενος είχε δεινήν και χαλεπωτάτην ασθένειαν, διότι όλα του τα οπίσθια από τον τράχηλον έως κάτω εσάπησαν, και εφαγώθη όλη η σάρκα του τόσον, ώστε εφαίνοντο τα οστά του και ήτο ελεεινόν θέαμα· διότι όχι μόνον πόνον είχεν αφόρητον, αλλά ούτε καν να πέση εις την στρώσιν ηδύνατο, ούτε να καθίση τελείως. Έχων λοιπόν ελπίδα εις τον Θεόν, προσεκάλεσε τον Μάρκελλον να τον θεραπεύση. Αναβλέψας δε ο Όσιος προς τον ουρανόν και ευξάμενος, ήγγισε με την δεξιάν εις τον ασθενή λέγων· «Δεν πρέπει να έχη οδύνην σώματος, όστις έλαβε νίκην κατά δαιμόνων και στέφανον, και μέλλει να βασιλεύη εις τον Παράδεισον. Λοιπόν έγειρε και πλέον ουδεμίαν έχε ασθένειαν». Ούτως είπε και παρευθύς, ω του θαύματος! η σάρκα του ετράφη αμέσως και ανεπληρώθη ο τόπος σαρκός και δέρματος. Αι οδύναι και οι πόνοι του έπαυσαν, η δύναμις και όλον το σώμα τού Κύρου επέστρεψεν εις το πρότερον σχήμα, και ηγέρθη τεθεραπευμένος και υγιέστατος. Αλλά ακούσατε και παραδοξότερον. Διότι όχι μόνον παρών, αλλά και απών εθεράπευσεν. Ήτο τις Διάκονος, την κλήσιν Ευγένιος, όστις υπηρέτει εις τον Ναόν του γίου Αποστόλου Ανδρέου, όστις ήτο εις το φρούριον πλησίον του Μοναστηρίου. Τούτου του Ευγενίου η γυνή, όταν έμελλε να γεννήση, της ήλθε δεινός πυρετός, και τόσον εβασανίζετο από τας ωδίνας του τοκετού, ώστε δεν ηδύνατο πλέον να υπομένη. Όθεν έκαμαν αι μαίαι και οι ιατροί πάσαν τέχνην και μέθοδον με ιατρικά διάφορα, αλλά έμειναν άπρακτοι. Τέλος πάντων, έχων ελπίδα εις τον Μάρκελλον ο Ευγένιος, έδραμε προς αυτόν και τον εύρε προσευχόμενον. Όθεν πεσών εις τους πόδας αυτού την ανάγκην ανήγγειλεν ζητών βοήθειαν. Ο δε Άγιος, άρτον ευλογήσας, του τον έδωκε λέγων· «Ύπαγε και βάλε αυτόν εις το στήθος της ασθενούς σύντομα». Ο δε Διάκονος έδραμε και πληρώσας το προστασσόμενον, εγέννησε το βρέφος ευθύς και ο πυρετός έπαυσεν. Η δε γυνή ατενίσασα ηρώτα· «Που είναι ο Αββάς»; Οι δε παρεστώτες ηρώτησαν· «Ποίον Αββάν ζητείς»; Και τους λέγει· «Την ώραν ταύτην έστεκεν έμπροσθέν μου ένας Μοναχός με πολιάν σεβάσμιον και ευπρεπές σχήμα, και ευθύς, ως με ηυλόγησεν, ιατρεύθην». Εγνώρισαν λοιπόν ότι είδε τον Όσιον, ο οποίος επρόφθασεν αοράτως και εβοήθησε, εάν δε έλειπε, θα απέθνησκεν η γυνή με το βρέφος. Ευδόξιος δε τις αδελφός του Μοναστηρίου εκείτετο ασθενής και όλως παράλυτος, πολλά δε εβασανίζοντο οι αδελφοί να τον κυβερνήσουν. Όθεν επήγεν εις τον ασθενή ο Άγιος και προσευχόμενος μετά δακρύων ώραν πολλήν, έλαβεν από την δεξιάν τον Ευδόξιον και τον αποκατέστησεν υγιά τελείως, τόσον ώστε και εις την υπηρεσίαν τον έστειλε. Φανερόν είναι λοιπόν, ότι εις τους Αγίους ανθρώπους συμπαραστέκουν Άγιοι Άγγελοι, τελούντες με πρόσταξιν Θεού τα θαυμάσια, καθώς είδον τινές άξιοι εις τον Μάρκελλον. Μεταξύ τούτων ήτο και εις Ηγούμενος Μοναστηρίου τινός εις τον Ευφράτην, καλούμενος Σέργιος. Ούτος, ακούων τα του Μαρκέλλου θαυμάσια, επεθύμει να τον ίδη, να συνευφρανθώσι τω πνεύματι. Απελθών λοιπόν συνωμίλησαν μεταξύ των όσα ήθελον. Είτα προσηύχετο μετ’ αυτού και εγερθείς ο Σέργιος από την προσευχήν, είδε δύο Αγγέλους βοηθούντας τον Μάρκελλον να εγερθή από την γην, τον υπεστήριζον δε ευλαβώς ως δούλοί του. Τούτο ιδών ο Σέργιος έμεινεν άφωνος και έτρεχαν ιδρώτες από το πρόσωπόν του. Οι δε παρεστώτες ηρώτησαν αυτόν διατί εθαύμαζεν, ο δε είπεν εις αυτούς καταλεπτώς την υπόθεσιν και πάντες εξέστησαν. Διάκονος δε τις του Μαρκέλλου, Πέτρος ονόματι, ίστατο πλησίον αυτού μίαν ημέραν, ελθών δε εις Επίσκοπος πτωχός εζήτει έλεος. Τότε λέγει προς τον Διάκονον Άγιος· «Δάνεισέ μου δύο φλωρία, να τα δώσω του πένητος». Ο Πέτρος όμως δεν ήθελε να δώση τα χρήματα. Όθεν του λέγει ο Άγιος· «Ποίον το όφελός σου να τα φυλάττης, ενώ μετά δύο ημέρας αποθνήσκεις και αφήνεις το πράγμα σου έρημον»; Ήτο δε τότε ημέρα Πέμπτη· και την Κυριακήν, πριν να εξημερώση, ο Πέτρος απέθανε και έμεινεν το πράγμα του εις το Μοναστήριον. Εις τον Πόντον υπάρχει πόλις καλουμένη Πομπηϊούπολις. Εις αυτήν ήτο Ηγούμενος Μοναστηρίου τινός ο Γαυδίωλος, άνθρωπος ενάρετος τόσον, ώστε εδίωκε δαιμόνια. Προς τούτον ήλθεν αδελφός τις από την Μονήν του Μαρκέλλου, Θαλάσσιος το όνομα. Καθεζομένων δε αυτών, παρεκάλεσάν τινες τον Ηγούμενον να δεχθή πάλιν Μοναχούς τινάς, οίτινες είχον φύγει απ’ εκείνο το Μοναστήριον και πάλιν επέστρεψαν. Ο δε Προεστώς δεν ήθελεν, αλλά έλεγεν ότι δε ήτο πρέπον να φεύγουν από την υπακοήν και να γίνωνται πάλιν δεκτοί. Δια να τον κάμη δε ο Θαλάσσιος να τους δεχθή, είπε προς αυτόν· «Και από την Μονήν την ιδικήν μας πολλοί έφυγον και πάλιν τους εδέχθη ο Όσιος Μάρκελλος επιστρέφοντας». Τότε λέγει ο Γαυδίωλος· «Μη με συγκρίνης ποσώς με τον Μάρκελλον, διότι ο Δεσπότης μού απεκάλυψεν, ότι καθώς ο Μωϋσής είχε το πνεύμα της πραότητος, ούτω και ο Μάρκελλος ήτο πραότατος». Αλλά ακούσατε και έτερον θαυμάσιον. Έστειλέ ποτε αδελφούς εις τον Πόντον ο Όσιος και όταν επέστρεφον ηγέρθη εναντίος άνεμος, πριν να εισέλθουν εις την βολήν του στενού. Αφ’ ου λοιπόν εκοπίασαν πολύ και δεν ηδύναντο να υπάγωσι παρεμπρός, έμειναν εις ένα τόπον, χωρίς λιμένα, τραχύτατον και απεκοιμήθησαν άπαντες. Μετά δε ώραν ικανήν φαίνεται ο Μάρκελλος προς ένα αδελφόν, λέγων· «Έγειραι ταχέως όσον δύνασαι και ανάγκασον και τους άλλους, ίνα μη κινδυνεύσητε». Ο δε εγερθείς διηγήθη την οπτασίαν εις τους λοιπούς και παρευθύς έφυγον. Όταν δε εισήλθον εντός του στενού και δεν εφοβούντο πλέον τον κίνδυνον, έγινε τόσον σκότος εις τον αέρα και ταραχή εις την θάλασσαν, ώστε άλλα πλοία εκινδύνευσαν και έτερα τελείως εβυθίσθησαν. Άλλοτε πάλιν έπλευσαν οι αδελφοί του Μοναστηρίου προς την ανατολήν και επέστρεφον δια ξηράς. Όταν δε έφθασαν εις την Άγκυραν, ησθένησεν ένας αδελφός Παύλος ονόματι και μη δυνάμενος να περιπατή, εκείτετο κατά γης, μέγα δε στενάξας είπε ταύτα· «Που είναι τώρα η προσευχή σου και δεν μου βοηθείς, Αββά Μάρκελλε, αλλ’ αποθνήσκω εδώ εις τον δρόμον και καν δεν ηξιώθην να με θάψουν οι αδελφοί εις το Μοναστήριον»; Αυτά τα οποία ο Παύλος έλεγε εις την Άγκυραν, ήκουσεν ο Μάρκελλος εις την Μονήν του, πεφωτισμένος από την Χάριν του Παναγίου Πνεύματος και φωνήσας τον γραφέα Καισάριον είπεν· «Αυτήν την ώραν ένας αδελφός δικάζεται προς με λέγων ότι τον παρέδωκα εις τον Θεόν δια προσευχής και δεν τον ωφέλησα. Λοιπόν γράψε την ημέραν ταύτην, να την γνωρίζωμεν». Ούτω λοιπόν εποίησεν ο Καισάριος. Ο δε Παύλος, υγιής γενόμενος, επήγε μετά τινας ημέρας εις το Μοναστήριον και ανήγγειλε τα γενόμενα προς τον Μάρκελλον, όστις εκάλεσε τον Καισάριον και επιδείξας εις τον Παύλον τα γραφέντα, εγνώρισαν ότι την ώραν κατά την οποίαν το έγραψεν ο Καισάριος εθεραπεύθη ο ασθενής. Αλλ’ ακούσατε και άλλο των προρρηθέντων θαυμασιώτερον. Λιμός μέγας έγινεν εις την Βασιλεύουσαν, διότι ο Νείλος δεν επλημμύρισεν εκείνον τον χρόνον και δεν έφεραν σίτον από την Αίγυπτον, ούτε από την Θράκην, ότι και αυτή έμεινε δια την των βαρβάρων ενόχλησιν αγεώργητος. Όθεν είχον ανάγκην και εις το Μοναστήριον. Ο δε υπηρέτης του σίτου, Μάλχος καλούμενος, είπε προς τον Ηγούμενον την στέρησιν, ότι δεν είχον ειμή δέκα ημερών σιτηρέσιον. Ο δε είπε προς αυτόν· «Πορεύου, τέκνον, κάμνε το έργον σου». Ο δε Μάλχος, νομίσας ότι ανέμενεν από τινα να του φέρη σιτάριον, έδιδεν εις τον αρτοποιόν ως και πρότερον. Και πάλιν μετά ημέρας επτά του είπεν, ότι δεν είχον ειμή μόνον δια ημέρας τρεις. Απελθών λοιπόν εις την σιταποθήκην ο Μάρκελλος, προσηυχήθη προς τον Θεόν με κατάνυξιν και λέγει προς τον Μάλχον· «Εργάζου την υπηρεσίαν σου μετά πίστεως». Και ούτως ο μεν Μάλχος έδιδε καθ΄ εκάστην, ο δε σίτος επλήθυνε και την επομένην ευρίσκετο περισσότερος, τούτο δε εγένετο όχι μόνον ημέρας δέκα ή είκοσιν, αλλά μήνας δύο και περισσότερον, έως ου έφεραν σίτον εις το Βυζάντιον και τους έστειλαν, Τούτο δε το αξαίσιον θαυματούργημα ηκούσθη εις πάσαν την Βασιλεύουσαν και το έμαθαν όλοι οι άρχοντες. Ας είπωμεν δε και ένα θαυμάσιον, το οποίον ετέλεσεν ο Όσιος, όμοιον των του Χριστού και Δεσπότου μας. Μοναχός τις Παύλος ονόματι εκινδύνευεν εις θάνατον. Όθεν έστειλε τον υπηρέτην προς τον Μάρκελλον, παρακλών αυτόν να υπάγη προς επίσκεψίν του, ίνα προσευχηθή προς τον Θεόν δι’ αυτόν. Απελθών λοιπόν ο υπηρέτης ανήγγειλεν προς αυτόν την υπόθεσιν. Ο δε Όσιος συνωμιλούσε τότε με τον Επίσκοπον της Χαλκηδόνος περί θείων δογμάτων. Όθεν δεν έκοψε τον σωτήριον λόγον, έχων πίστιν εις τον Θεόν, ότι θα θεραπεύση τον πάσχοντα. Αφού λοιπόν ετελείωσε τον λόγον, επήγε με τον υπηρέτην να ίδωσι τον πάσχοντα, μη γνωρίζοντες ότι απέθανε. Φθάσαντες δε εύρον αυτόν νεκρόν από πολλού εις τον κράββατον και είχον έτοιμα τα εντάφια. Ο δε Μάρκελλος προσελθών μετά πίστεως και αναβλέψας προς ουρανόν εκτενώς προσηύξατο. Έπειτα έβαλλε την χείρα του εις τον νεκρόν, και παρευθύς (ω του θαύματος!) ανέστη ο νεκρός και διηγήτο πράγματα φοβερά και εξαίσια θεάματα, τα οποία είδε μετά τον θάνατον. Ο δε θαυματουργός παρήγγειλε προς αυτόν και προς όσους άλλους παρευρέθησαν εκεί να μη είπωσιν εις ουδένα το γενόμενον. Οι δε παρεστώτες, κρίνοντες αμαρτίαν να σιωπήσουν τοιούτον τεράστιον, το εφανέρωσαν διαγγέλλοντες αυτό πανταχού εις δόξαν Θεού. Όσην δε χάριν και δύναμιν κατά δαιμόνων έδωκεν εις αυτόν ο Παντοδύναμος, εφανερώθη πολλάκις σαφέστατα. Από δε τα πολλά του ανδραγαθήματα να γράψωμεν δύο εις πίστωσιν των άλλων και βεβαίαν απόδειξιν. Έφεραν προς αυτόν τέσσαρας άνδρας δαιμονιζομένους, και κάμνων ευχήν εις αυτούς, το μεν πρώτον εβλασφήμουν αυτόν οι δαίμονες και ετάρασσον τους ασθενείς περισσότερον. Ύστερον δε εφώναζαν αυτοί ως βασανιζόμενοι, και ιδόντες τον Άγιον ότι προσηύχετο περισσότερον έλεγον· «Πρόσταξέ μας να εξέλθωμεν, επειδή έλαβες καθ’ ημών εξουσίαν παρά Θεού». Ο δε αυτούς μεν δεν ήθελε να επιτιμήση, έλεγε δε μόνον ταύτα προς ουρανόν αποβλέπων· «Χριστέ, σώσον το πλάσμα σου», και ούτω μετά πολλήν ώραν εξήλθον πάντες οι δαίμονες και έμειναν υγιείς οι άνθρωποι. Τινές δε ηρώτων μετά ταύτα τον Άγιον, διατί δεν είπε λόγον προστακτικόν προς τους δαίμονας. Ο δε απεκρίνατο· «Εγνώρισα ότι προσεπάθουν να με ρίψουν εις κενοδοξίαν, και δι΄ αυτό δεν ωμίλησα προς αυτούς ουδόλως, αλλά μόνον παρεκάλουν τον Κύριον». Άλλος δε τις ονόματι Λάζαρος ηνωχλείτο υπό αγρίου πολλά και χαλεπωτάτου δαίμονος, και τόσον εσπάραττεν αυτόν και τον εβασάνιζε το δαιμόνιον, ώστε εξέβαλλε την γλώσσαν του και εκρέματο έξω μίαν σχεδόν σπιθαμήν εκ του στόματος. Αλλά και άλλας ασχημοσύνας προεκάλει εις αυτόν ο μισάνθρωπος, τόσον ώστε ήτο εις τους ορώντας ελεεινόν θέαμα. Και τούτον όμως τον άγριον δαίμονα εδίωξεν ο Μάρκελλος, και έτερα πολλά θαυμάσια ετέλεσε, τα οποία είναι δύσκολον να γράψωμεν άπαντα. Πλην από τα ανωτέρω ολίγα αναφερόμενα ας πιστωθή πας τις τα επίλοιπα. Είχε λοιπόν ο Όσιος όλας τας αρετάς εις εαυτόν. Εξαιρέτως δε είχεν ευλάβειαν εις τα άγια Λείψανα των Μαρτύρων, και όταν έφερον προς αυτόν τοιαύτα από μέρος τι, εξήρχετο μετά λαμπάδων και θυμιάματος και τα εδέχετο ως δώρον εκ Θεού πεμπόμενον, πιστεύων ότι και τα σώματα μετέχουσι του αγιασμού των ψυχών. Επειδή το όργανον αυτό το οποίον υπηρετεί την ψυχήν εις το αγαθόν, κοινωνεί του αγιασμού και της μακαριότητος. Όθεν και οι μετά πίστεως αυτό δεχόμενοι αγιάζονται. Πολλάκις λοιπόν, όταν έφεραν εις τον Όσιον κανέν ιερόν Λείψανον, του το εφανέρωνεν ο Θεός με οπτασίαν πρότερον. Όθεν εξήρχετο μετά λιτανείας εις προϋπάντησιν. Εκείνοι δε οίτινες τα εβαστούσαν εθαύμαζον πως χωρίς να του είπωσι τίποτε το εγνώριζε. Καιρόν δε τινα ήλθε τις βαστάζων Λείψανα του γίου Μάρτυρος Ουρσικίου. Ο δε Μάρκελλος υπεδέχθη μεν αυτά και έκαμε την συνήθη αγρυπνίαν κατά την τάξιν. Πλην εδίσταζεν εις την διάνοιαν, νομίζων ότι δεν ήσαν τα Λείψανα άγια. Ενώ λοιπόν είχε τούτον τον λογισμόν εις την καρδίαν του, προστρέχει ένας από τους συλλειτουργούς του και του λέγει μεγαλοφώνως· «Μη έχης ουδεμίαν αμφιβολίαν δια τα άγια Λείψανα, αλλά πίστευσον ότι κατά αλήθειαν είναι του γίου Ουρσικίου». Τότε ο Μάρκελλος ετίμησεν αυτά ως έπρεπεν. Είπομεν ανωτέρω ότι ο Όσιος δεν υπελόγιζεν ουδόλως τα χρήματα, τούτο δε απεδείχθη πολλάκις και μάλιστα όταν ο αδελφός του απέθανεν, έμεινε δε κληρονόμος, κατά τον νόμον, εις όλον τον πλούτον αυτού ο Όσιος. Όμως δεν επήρεν εις το Μοναστήριον τίποτε απ΄ εκείνα τα χρήματα, αλλά τα εμοίρασεν εις πτωχάς χήρας και ορφανά. Τον παρεκάλεσαν δε οι αδελφοί να αγοράση και δια το Μοναστήριόν των καμμίαν πρόσοδον εις μνημόσυνον αυτού, του αδελφού του και των γονέων του, αλλά δεν ηθέλησε λέγων· «Μη νομίσετε, αδελφοί μου, κανένα χωράφιον ευθαλέστερον και περισσότερον εύκαρπον από την ελπίδα του Χριστού, όστις μας στέλλει όσα χρειαζόμεθα». Ούτως ο Μάρκελλος εθησαύρισεν όχι εις την γην με θησαυρόν τον οποίον κλέπτουν οι άνθρωποι και φθείρεται, αλλά εις τους ουρανούς, όπου διαμένει, κατά τον δεσποτικόν λόγον, πάντοτε. Όταν δε έμελλε να εκραγή εις Κωνσταντινούπολιν ο μέγας εκείνος εμπρησμός, όστις εξερράγη κατά τας ημέρας του βασιλέως Λέοντος, το προεγνώρισεν ο Όσιος εκ θείας αποκαλύψεως και αναβλέψας προς τον ουρανόν εδάκρυσεν ώραν πολλήν λέγων· «Φεύ του πλήθους των αμαρτιών ημών, δια τας οποίας ηθέλησεν ο Θεός να κατακαύση την Πόλιν αυτού από θαλάσσης εις θάλασσαν»! Και ούτως έγινε, καθώς προείπεν ο Άγιος. Διότι το πυρ ήρχισεν από το Νεώριον και έφθασεν έως την άλλην θάλασσαν. Αλλ’ ας είπωμεν και άλλο κατόρθωμα του Μαρκέλλου πάντων των προτέρων θαυμασιώτερον, δια να γνωρίσετε, ότι με τους ταπεινούς μεν ήτο συμπαθής και επιεικέστατος, με τους δυνατούς δε ευσταθής και γενναίος και δεν επτοείτο από τας απειλάς των τυράννων. Ήτο άρχων τις τον καιρόν εκείνον πολύ ισχυρός εις τον πλούτον και την δύναμιν. Όθεν έκαμνε πολλάς ατοπίας ο αναιδέστατος, επειδή και αυτός ο βασιλεύς τον εφοβείτο και δεν τον ημπόδιζε, δια να τον έχη εις τους πολέμους βοήθειαν. Ούτος λοιπόν ο άρχων, Αρδαβούριος καλούμενος, ωργίσθη κατά τινος Ιωάννου και εβούλετο να τον θανατώση, εκείνος δε μη έχων άλλην βοήθειαν, επειδή ούτε ο βασιλεύς ούτε άλλος τις ηδύνατο να τον λυτρώση από την δυναστείαν αυτού, έδραμεν εις την Μονήν του Μαρκέλλου, όστις τον υπεδέχθη μετά χαράς. Τούτο μαθών ο Αρδαβούριος έστειλεν ανθρώπους, πρώτον παρακαλών τον Όσιον να τον παραδώση με το καλόν να έχουν αγάπην και να μη έλθουν εις περισσότερα. Έπειτα, βλέπων ότι δεν ήθελε να τον παραδώση, έστειλε στρατόν πολύν διατάξας και να πολεμήσουν εν ανάγκη με τους Μοναχούς, δια να πάρουν τον Ιωάννην βιαίως και εις πείσμα των. Ελθόντες λοιπόν οι στρατιώται έξωθεν της Μονής, παρήγγειλαν εις τον Μάρκελλον να παραδώση τον ζητούμενον θεληματικώς, πριν προξενήσουν ζημίαν τινά εις το Μοναστήριον. Ο Όσιος όμως έστειλεν έξω τροφάς προς αυτάρκειαν, λέγων ότι δεν επρόδιδε τον άνθρωπον, έστω και εάν ήξευρεν ότι θα καταστρέψουν το Μοναστήριον. Όταν λοιπόν ενύκτωσεν, ητοιμάσθησαν οι στρατιώται να εισβάλουν βιαίως εις την Μονήν. Οι δε Μοναχοί παρεκάλουν τον Άγιον να παραδώση τον Ιωάννην, ίνα μη κινδυνεύσωσιν. Αλλ’ εκείνος δεν ηθέλησε να προδώση εις τους αδίκους τον ανεύθυνον, μόνον προστάσσει να κάμνωσιν όλοι κοινώς προσευχήν προς τον Θεόν, να τους στείλη εξ ύψους βοήθειαν. Όταν λοιπόν οι στρατιώται ήθελαν να κινήσουν τα όπλα και να πολεμήσωσι, κατά την ώραν του όρθρου, εφάνη εις τον ουρανόν στέφανος πύρινος, όστις περιεκύκλωνε την Μονήν κατά τρόπον θαυμάσιον, εις δε το μέσον του στεφάνου ήτο Σταυρός εξαστράπτων ως άλλος ήλιος. Πό τον στέφανον αυτόν και από τον Σταυρόν εξετοξεύοντο βιαίως σπινθήρες και άνθρακες, οίτινες έπιπτον επί των στρατιωτών. Όθεν έντρομοι εκείνοι και κατάπληκτοι από το τοιούτον φρικωδέστατον θέαμα εβόων το «Κύριε, ελέησον» και πεσόντες εις την γην εζήτουν μετά δακρύων συγχώρησιν. Εξελθόντες λοιπόν οι Μοναχοί και βλέποντες το σημείον, προσεκύνησαν τον Κύριον άπαντες, οι δε στρατιώται λαβόντες συγχώρησιν ανεχώρησαν. Ταύτα μαθών ο Αρδαβούριος μεταμεληθείς συνεχώρησε τον Ιωάννην. Αλλ΄ επειδή περί Αρδαβουρίου αναφέρομεν, ας είπωμεν και άλλην πράξιν του θαυμασίου Μαρκέλλου, δια να γνωρίσετε πόσην προθυμίαν και ζήλον είχεν εις την ευσέβειαν και πως προέβλεπε και τα μέλλοντα. Νύκτα τινά είδεν εις το όραμά του κοιμώμενος ένα λέοντα και ένα δράκοντα. Και ο μεν δράκων, ως μέγας όπου ήτο, εμάστιζε με την ουράν του τον λέοντα, εκείνος δε απέκαμεν από τας πληγάς και πεσών εις την γην εκείτετο, μετ’ ολίγον όμως αναπνεύσας ο λέων ως εξ ύπνου και αναστάς ώρμησε κατά του δράκοντος και τον κατέπιε. Το όραμα τούτο ιδών ο Όσιος εξήγησεν εις τους αδελφούς την σημασίαν αυτού, λέγων ότι έμελλε να αποθάνη ο Αρδαβούριος και ο πατήρ αυτού Άσπαρος, καθώς και εγένετο. Διότι εις ολίγας ημέρας ήλθεν εις μάχην ο βασιλεύς με τον Άσπαρον και τον Αρδαβούριον και δια να γίνη μεταξύ των τελεία αγάπη, επήρεν ο βασιλεύς γαμβρόν εις την θυγατέρα του τον αδελφόν του Αρδαβουρίου Πατρίκιον και τον εψήφισε καίσαρα, αξίωμα το οποίον είναι δεύτερον μετά τον βασιλέα. Φορεί δε ο καίσαρ αλουργίδα και όλα τα άλλα σημεία, έξω από τον στέφανον και όταν τελευτήση ο βασιλεύς, χειροτονούν βασιλέα τον καίσαρα. Ταύτα μαθόντες οι Ορθόδοξοι εταράχθησαν, διότι ο Άσπαρος και τα τέκνα αυτού ήσαν Αρειανοί με τον οίκον του άπαντα· όθεν μετά τον ευσεβέστατον Λέοντα έμελλε να βασιλεύση ο κακόδοξος. Συνήχθη λοιπόν το άγιον έθνος, ο περιούσιος λαός, το βασίλειον ιεράτευμα, εις την μεγάλην Εκκλησίαν, όπου ήτο και ο Πατριάρχης Γεννάδιος και ο θαυμάσιος Μάρκελλος, διότι ως έμαθε την υπόθεσιν έδραμε και αυτός ως διάπυρος ζηλωτής της πίστεως. Εταράχθησαν λοιπόν οι Χριστιανοί, ενθυμπύμενοι πόσα κακά τους έκαμαν οι Αρειανοί κατά τον καιρόν του Κωνσταντίνου και του Ουάλεντος. Όθεν επήγαν άπαντες εις το ιπποδρόμιον, έχοντες όλον το πλήθος αρχηγούς και ηγεμόνας τον Γεννάδιον και τον Μάρκελλον. Όταν δε εισήρχοντο εις την πύλην του ιπποδρόμου, είδον, όσοι ήσαν ενάρετοι, νεανίσκον τινά μεγαλύτερον από τους άλλους, ωραιότερόν τε και ευπρεπέστερον με κόμην χρυσήν εις την κεφαλήν και ζώνην ομοίως, η δε όψις αυτού ήτο από την χιόνα λευκοτέρα, με ολίγον ερύθημα σύμμετρον· ωσαύτως και τα ενδύμτά του ήσαν λευκότερα της χιόνος. Ούτος ο αστραπόμορφος νέος περιεπάτει εις το αριστερόν μέρος του Μαρκέλλου και τον υπεβάσταζεν ως καλός υιός τον πατέρα του, ήτο δε όλον το πλήθος των Χριστιανών συνηγμένοι Ιερείς, Μοναχοί και λαϊκοί, αριθμός αμέτρητος. Υπέρ τους άλλους δε άπαντας υψηλότατος, ευπρεπέστατος και υπέρ φύσιν λαμπρότατος ήτο ο νέος εκείνος, όστις εφύλαττε τον Μάρκελλον. Αφ’ ου λοιπόν έφθασαν εκεί όπου εκάθητο ο βασιλεύς, εβόησεν όλος ο λαός ώραν πολλήν το «Κύριε, ελέησον»· έπειτα παρεκάλεσαν τον βασιλέα να μη κάμη αρειανόν καίσαρα, ούτε να του δώση την θυγατέρα του· τότε είπε προς τον βασιλέα και τους άλλους ο Μάρκελλος· «Κάμετε, τέκνα, υπακοήν δια τον Κύριον και μη αφήσετε να γίνη καίσαρ Αρειανός, μη φοβείσθε δε να πάθη ο βασιλεύς κακόν από τους εχθρούς του, μόνον ολίγον έχει να θλιβή· έπειτα θέλει αφανίσει όλην την δύναμιν των εχθρών του, και θα μείνη νικητής με την θείαν βοήθειαν». Τότε ο βασιλεύς απεκρίνατο· «Ν γίνη το θέλημά σας, φίλοι μου, μόνον κάμετε όλοι κοινώς και ξεχωριστά έκαστος προς Κύριον δέησιν, να στερεώση την Εκκλησίαν και να σώση τας ψυχάς μας ως Παντοδύναμος». Οι λόγοι ούτοι του βασιλέως ικανοποίησαν τον λαόν και όλοι ανεχώρησαν ικανοποιημένη. Κατά την επιστροφήν των βλέποντες όσοι ήσαν άξιοι τον αστραπόμορφον εκείνον νέον εθαύμαζον, αυτός δε αφού έφθασαν εις την πύλην του Ιπποδρόμου έγινεν άφαντος, και τότε ηννόησαν, ότι ήτο λειτουργός της θείας Δυνάμεως εις σχήμα ανδρός όστις διεφύλαττε ως δορυφόρος τον Μάρκελλον. Εις ολίγον καιρόν η προφητεία του Μαρκέλλου επραγματοποιήθη, διότι όχι μόνον ο Αρδαβούριος με όλην του την συγγένειαν, αλλά και άλλοι εχθροί των Ορθοδόξων απωλέσθησαν και κατέπιεν ο βασιλεύς Λέων τον αποστάτην δράκοντα. Όθεν με τας προσευχάς του Μαρκέλλου έλαβεν ειρήνην η Εκκλησία, την οποίαν είθε να διαφυλάξη έως τέλους. Ακούσατε δε και άλλην προφητείαν την οποίαν είπεν εις το τέλος της ζωής του ο Άγιος. Λουκιανός τις, υιός Κώνσταντος, πρώτος της Συγκλήτου, καταφρονήσας όλα τα πρόσκαιρα, έγινε Μοναχός από τον Μάρκελλον και τόσον προέκοψεν εις τας αρετάς εις ολίγον καιρόν ο αείμνηστος, ώστε επερίσσευσεν όλους τους Μοναχούς εις την άσκησιν. Προ πάντων δε των καλών είχε την πραότητα· ούτε ωμίλει ποτέ λόγον χωρίς ανάγκης, ούτε τινά ελύπησεν ο μακάριος. Όταν λοιπόν ετελεύτα ο Άγιος, παρεκάλεσεν αυτόν ο Λουκιανός να δεηθή εις τον Θεόν, να τον αναπαύση και αυτόν, ίνα μη απομείνη οπίσω του, διότι δεν ηδύνατο να ζήση άνευ αυτού, καθώς το πλοίον χωρίς κυβερνήτην δεν σώζεται εις τον κλύδωνα. Βλέπων λοιπόν αυτόν πολύ δακρύοντα, είπε προς αυτόν ο Άγιος· «Έχε θάρρος, αδελφέ, και εάν εύρω παρρησίαν προς Κύριον, θέλω τον παρακαλέσει να έλθης ταχέως να ενωθώμεν τω πνεύματι». Όταν λοιπόν εκοιμήθη ο Όσιος, δεν ανεχώρησεν ο Λουκιανός από τον τάφον αυτού τελείως, αλλά εθρήνει απαρηγόρητα, και την πέμπτην ημέραν παρεπονείτο, ότι δεν εφύλαξεν ο Μάρκελλος την υπόσχεσίν του. Από δε την πολλήν του αθυμίαν εκοιμήθη και βλέπει τον Άγιον λέγοντα· «Τι μέμφεσαι και απιστείς δια την βραδύτητα; Εδέχθη την δέησίν σου ο Κύριος, και έρχεσαι να με εύρης εις ολίγον διάστημα». Τότε ο Λουκιανός εχάρη και διηγήθη εις τους αδελφούς την όρασιν. Κατά δε την ογδόην ημέραν μετά την του Οσίου Μαρκέλλου κοίμησιν απήλθε και εκείνος προς τον διδάσκαλον, κατά την αυτήν ημέραν, όπου έλαβε το άγιον Σχήμα, ήτοι την παραμονήν των Αγίων Θεοφανείων. Πολλά δε και άλλα εποίησε θαυμάσια ο Μάρκελλος, τα οποία αφήκαμεν δια συντομίαν άγραφα, αρκετά όμως είναι όσα είπομεν, να φανερώσουν την μεγάλην παρρησίαν την οποίαν είχεν ο αοίδιμος προς τον Δεσπότην Χριστόν. Επειδη δε και αυτός άνθρωπος ήτο, μικρόν ασθενήσας απήλθε προς Κύριον τη κθ΄ (29η) Δεκεμβρίου, και το μεν ηγιασμένον αυτού σώμα ετάφη εις την Ιεράν αυτού Μονήν, η δε μακαρία αυτού ψυχή ανήλθεν εις τους ουρανούς και συνευφραίνεται μετά πάντων των Αγίων, εις δόξαν Πατρός και Υιού και Αγίου Πνεύματος, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Έπειτα εμελέτα να εύρη ενάρετόν τινά δούλον Θεού να τον οδηγήση προς την όντως φιλοσοφίαν, να γίνη φίλος του Ποιητού και Σωτήρος μας. Έχων λοιπόν τοιούτον ζήλον και πόθον περί Θεού ο ένθεος Μάρκελλος και πιστεύων, ότι ο Κύριος όστις είπεν εις τον Αβραάμ, «Έξελθε εκ της γης σου και εκ της συγγενείας σου και εκ του οίκου του πατρός σου και δεύρο εις την γην, ην αν σοι δείξω» (Γεν. ιβ: 1), αυτός θέλει τον οδηγήσει προς την αλήθειαν, ανεχώρησεν από την πατρίδα του, αφού εμοίρασε την πατρικήν του περιουσίαν εις πένητας και δεν εκράτησεν ουδέ μιας ημέρας έξοδον. Αλλά πάντα τα μάταια αρνησάμενος, έρχεται εις Έφεσον. Εκεί ευρίσκει ενάρετόν τι και θαυμάσιον ανδρόγυνον, οίτινες είχον δούλον καλούμενον Πρώμοτον, όστις είχε τόσην ευγένειαν άνωθεν και χάριν Θεού, ώστε επήγαινε πολλάκις την νύκτα, όταν ήτο εορτή, εις τα Ασκητήρια και ηνοίγοντο εις αυτόν αι θύραι αυτομάτως και ευρίσκετο εις το μέσον των ψαλλόντων. Και πρώτον μεν ενόμιζον οι αδελφοί, ότι του ήνοιξέ τις, έπειτα όμως, αφ ου το θαυμάσιον τούτο έγινε πολλάς φοράς και ενώ ήσαν εις τον Ναόν συνηγμένοι άπαντες, έβλεπον εξαίφνης εις το μέσον αυτών τον Πρώμοτον, εγνώρισαν έκπληκτοι την θείαν Χάριν και δύναμιν, ότι δια να πληρώση ο Κύριος την καλήν του επιθυμίαν, του ήνοιγε τας θύρας των Μοναστηρίων, καθώς και αυτός εις τους Αποστόλους, των θυρών κεκλεισμένων εισήρχετο. Ούτος λοιπόν ο θαυμάσιος Πρώμοτος εδίδαξε τον Άγιον Μάρκελλον όχι μόνον με λόφια αλλά και με την πράξιν, ήτις είναι προτιμοτέρα, όσον και του λόγου το έργον πιστότερον, και εθεμελίωσε την κρηπίδα της πολιτείας, με την ενάρετον πράξιν του ανδρός εκείνου, όστις ήτο όντως Χριστού μαθητής, πολλά έμπειρος της θείας Γραφής και καλλιγράφος άριστος. Όθεν συνέθεσεν από την Αγίαν Γραφήν Βίβλον, την οποίαν μετέγραψε και δι΄ άλλους πολλούς ανθρώπους και από την πληρωμήν, την οποίαν του έδιδον, εκρατούσε μόνον όσα τον έφθαναν δια τα αναγκαία του σώματος, ήτοι τα πλέον απαραίτητα, άνευ των οποίων δεν δύναταί τις να ζήση, τον δε επίλοιπον μισθόν, τον οποίον έπαιρνεν από την καλλιγραφίαν, έδιδεν ελεημοσύνην εις πένητας, και τας μεν ημέρας έγραφε προσέχων εις τα γραφόμενα, τας δε νύκτας προσηύχετο, του Προφήτου το λόγιον ενθυμούμενος· «Μεσονύκτιον εξεγειρόμην του εξομολογείσθαί σοι επί τα κρίματα της δικαιοσύνης σου» (Ψαλμ. ριη: 62), ταύτα δε όλα όσα έπραττεν ο άνθρωπος εκείνος ελάμβανε προς νουθεσίαν αυτού ο θείος Μάρκελλος. Ακούσας δε ο Όσιος ότι εις την Κωνσταντινούπολιν ήτο Ηγούμενός τις κατά πολλά ενάρετος και γενναίος, το όνομά του λέξανδρος, όστις είχε και χάριν από τον Θεόν, επόθησε να απολαύση και απ΄ εκείνον νουθεσίαν. Απήλθε λοιπόν προς αυτόν, ότε ούτος ησκήτευεν εις τον Ναόν του Αγίου Μηνά, ύστερον όμως έκτισεν εις το Στόμα του Πόντου Μοναστήριον, εις το οποίον ενομοθέτησε να υμνώσιν οι αδελφοί ακαταπαύστως τον Κύριον. Την αγγελομίμητον δε ταύτην τάξιν παρέδωσεν εις τους Μοναχούς ο θαυμαστός Αλέξανδρος, εκ του διαπύρου ζήλου τον οποίον είχε, να δοξάζεται ο Θεός και εις την γην από τους ανθρώπους, καθώς εις τον ουρανόν τον υμνούσιν αδιαλείπτως οι Άγγελοι. Δια την αιτίαν ταύτην συνηθροίσθησαν πολλοί όχι μόνον απ’ αυτήν ταύτην την βασίλισσαν των πόλεων, αλλά και από διαφόρους άλλας πόλεις. Επειδή πανταχού ηκούσθη η φήμη του. Ταύτα μαθών ο εραστής και εκλεκτός δούλος του Κυρίου Μάρκελος, εκίνησεν ευθύς την οδοιπορίαν προς τον Αλέξανδρον, πλησίον του οποίου ευρίσκετο μαθητής τις ονόματι Ιάκωβος, φίλος ακριβός του Μαρκέλλου πρότερον. Ούτος ανέφερε πολλάκις περί αυτού εις τον Αλέξανδρον, ότι ήτο φίλος του μεγάλος και ενάρετος άνθρωπος. Αφ’ ου λοιπόν έφθασεν εις το Μοναστήριον ο Μάρκελλος, εύρε τον Ιάκωβον, ο οποίος είπε προς τον Ηγούμενον Αλέξανδρον· «Ούτος είναι ο ηγαπημένος μοι Μάρκελλος, ο πεπληρωμένος θείου Πνεύματος». Λαβών λοιπόν το άγιον Σχήμα επρόκοπτεν υπέρ πάντας τους Μοναχούς τόσον, ώστε και ο Αλέξανδρος τον εφήμιζεν. Επειδή όχι μόνον τους άλλους αλλά και τον Ιάκωβον υπερτέρει εις τους αγώνας τούς πνευματικούς. Ήσαν δε αμφότεροι θαυμασιώτεροι από όλην την ποίμνην και τους ηυλαβούντο και οι γεροντότεροι, διότι ήσαν εις όλους καλόν παράδειγμα. Ο δε εξηλεγμένος και αφιερωμένος εις τον Θεόν Μάρκελλος προεγνώρισεν, ότι εις ολίγον καιρόν έμελλε να κοιμηθή ο Αλέξανδρος. Όθεν εφοβήθη μήπως και τον ψηφίσουν βιαίως ρχιμανδρίτην. Ανεχώρησε λοιπόν απ’ εκεί, δια να μη λάβη τοιαύτην αξίαν ανήλικος, έτι δε και δια να εύρη και άλλους εναρέτους δούλους του Θεού, να καρπωθή απ’ αυτούς. Επήγαινε λοιπόν όπου ήκουεν ότι κατώκει κανείς ενάρετος και καθώς η φιλόπονος μέλισσα συνάγει το μέλι επιμελώς από διάφορα άνθη του λειβαδίου, ούτω και ούτος ο αξιέπαινος περιερχόμενος τα κελλία των Οσίων και ανθολογών ενός εκάστου το εξαίρετον, εθησαύριζε τον πλούτον της αρετής εις εαυτόν. Από τον ένα ελάμβανε το ακριβές της ασκήσεως, από άλλον την απλότητα, από έτερον την ταπείνωσιν, αλλαχόθεν την φιλοξενίαν και από άλλον ετέραν πράξιν θεάρεστον και απλώς ειπείν δεν ανεχώρει από κανένα τόπον χωρίς να λάβη πνευματικήν ωφέλειαν. Αφού δε εκοιμήθη ο θεσπέσιος Αλέξανδρος, εζήτησαν άπαντες δι Ποιμένα των και Ηγούμενον τον Μάρκελλον. Όμως επειδή δεν ήτο εκεί κατά την ώραν, εψήφισαν ενάρετόν τινα Ιωάννην, δια τον οποίον μάλιστα και ο Μάρκελος ανεχώρησε, δια να κάμουν εκείνον Αρχιμανδρίτην, όστις ήτο γέρων και παλαιός εις την άσκησιν και όχι αυτόν νεώτερον, ίνα μη γίνη εν μέσω της ποίμνης σκάνδαλον εις τους πρεσβυτέρους, ότι επροτίμησαν των γερόντων ένα νεώτερον. Μαθών δε το γενόμενον επέστρεψε πάλιν εις το Μοναστήριον. Τότε παρεκάλεσάν τινες τον νέον Ηγούμενον, να αφήσουν εκείνο το Μοναστήριον και να υπάγουν εις άλλον τόπον να κατοικήσωσιν εις την χώραν των Βιθυνών, πλησίον του Αιγιαλού, όπου ήτο πλέον ήσυχος τόπος και ανενόχλητος, ήτοι εκεί όπου είναι νυν η Μονή των Ακοιμήτων, καλουμένη ούτως έως την σήμερον, τότε δε εκαλείτο Ειρηναίον, δια τους υπηρέτας της ειρήνης. Ο δε άνθρωπος εκείνος, όστις συνεβούλευσε τον Ιωάννην να μετοικήση εις τον ρηθέντα τόπον, του εχάρισε χωράφιον όσον έφθανε να κτίσουν την Εκκλησίαν και τα κελλία. Τούτων γενομένων, ο μεν Ιωάννης, δια τους χρόνους και την τάξιν ήτο της ποίμνης Ηγούμενος. Ο δε Μάρκελλος, επειδή ήτο πλέον πεπαιδευμένος εις την σοφίαν και άσκησιν, διέκρινεν όλα τα κενά. Ήτο δε τότε ο Ηγούμενος ακόμη Διάκονος και μίαν ημέραν εχειροτονήθησαν αμφότεροι, ο μεν Ιωάννης Πρεσβύτερος, ο δε Μάρκελλος Διάκονος και τούτο νομίζω να έγινε με θείαν νεύσιν, επειδή έμελλε να ηγουμενεύση ύστερον πάλιν από τον Ιωάννην ο θείος Μάρκελλος. Πέναντι του Μοναστηρίου των Ακοιμήτων ήτο άλλη Μονή εις τόπον Φιάλου καλούμενον. Ο δε της Μονής εκείνης Ηγούμενος είχε πνεύμα προφητικόν, και εκαλείτο Μακεδόνιος. Τούτον ως ενάρετον ηγάπα κατά πολλά ο Μάρκελλος, και επήγεν εκεί δια να τον νουθετήση και να του ερμηνεύη την τελειότητα της μοναδικής πολιτείας και αυτός πάλιν εδίδασκε τους αδελφούς τα ψυχωφελή και σωτήρια. Ούτος ο Μακεδόνιος προεφήτευσεν εις αυτόν εξ Αγίου Πνεύματος, ότι θέλει γίνει Ηγούμενος του Μοναστηρίου και ότι θα συναχθώσιν εκεί από πάσαν γην και θάλασσαν άνθρωποι, όχι μόνον Έλληνες, αλλά και Ρωμαίοι και βάρβαροι, να δοξάζεται και εις την Μονήν εκείνην ο Κύριος, από ταύτην δε, ως από νέαν Ιερουσαλήμ, να υπάγη εις όλην την οικουμένην η φήμη των. Ταύτα ακούσας ο Μάρκελλος επέστρεψεν εις το Μοναστήριόν του. Πριν όμως να φθάση εκεί είχον στάσιν και φιλονικίαν μεταξύ των οι αδελφοί δι΄ εκείνον, και τινές μεν τον επαινούσαν προς τον Ηγούμενον, λέγοντες ότι δια ταπείνωσιν έφυγεν, όταν έμελλε να κοιμηθή ο Αλέξανδρος, δια να μη τον ψηφίσουν Ηγούμενον. Άλλοι δε πάλιν ραθυμότεροι έλεγον, αγνοούντες την αρετήν του Μαρκέλλου, ότι γινώσκων ότι θα ψηφίσουν τον Ιωάννην έφυγε, δια να μη καταισχυνθή εις το ύστερον. Ταύτα μεν έλεγον οι άνθρωποι· ο δε Χριστός, η αυτοαλήθεια, ένευσεν εις τον Προεστώτα κι είπε ταύτα δια να φανερωθή η αρετή του Μαρκέλλου· «Δεν είναι ανάγκη να φιλονικήτε ματαίως· διότι εγώ γνωρίζω τον άνδρα κατά πολύ ενάρετον, θέλετε δε βεβαιωθή και σεις περί τούτου με την πράξιν από της αύριον». Τον καιρόν εκείνον είχε πολλήν πενίαν το Μοναστήριον, οι δε Μοναχοί, επειδή ήσαν πολύ φιλόξενοι, κατεσκεύασαν μύλον και ηγόρασαν και ένα γέροντα όνον, δια να δουλεύη εις τον μύλον και να κάμνουν άρτον δια τους ξένους. Προσκαλέσας λοιπόν τον Μάρκελλον, είπε προς αυτόν ο Ηγούμενος· «Σε γνωρίζω σπουδαίον και άγρυπνον, και σου αναθέτω την επιμέλειαν του όνου, μη νομίσης δε τούτο ως μικρόν διακόνημα, διότι είναι υπηρεσία αναγκαία κι χρήσιμος. Διότι οιανδήποτε υπηρεσίαν προσφέρης με τον όνον, το όφελος θα είναι εις όλους μας, επειδή, εάν το κτήνος αμεληθή, υστερούμεθα άρτων και ημείς και οι ξένοι όσοι τυγχάνουσιν ενταύθα». Τούτο τινές των Μοναχών ενόμιζον, ότι θα φανή ως ύβρις εις τον Μάρκελλον. Όμως ο θαυμαστός Ιωάννης, γνωρίζων το μέλλον, τον επρόσταξεν εις τούτο. Όθεν όχι μόνον απλώς εδέχθη την υπηρεσίαν ο Όσιος, αλλά και ασμένως και προθύμως έγραψεν ομολογίαν να είναι υπόχρεος εις την του όνου διακονίαν, έως να ζη ο αείμνηστος· και ούτως υπηρέτει τον όνον καθ΄ εκάστην με τόσην επιμέλειαν, ώστε εθαύμαζον άπαντες και εξεπλήττοντο δια την υψηλοτάτην αυτού ταπείνωσιν. Αφ’ ου δε απήλθεν ο Προεστώς προς Κύριον, κοινή γνώμη όλοι οι αδελφοί εψήφισαν τον Μάρκελλον Καθηγούμενον. Όταν λοιπόν ο λύχνος ετέθη επί την λυχνίαν και η πόλις ανεδείχθη εις την ακρώρειαν, τότε ο Θεός εφανέρωσεν εις πάντας τας χάριτας του νέου τούτου φωστήρος και έλαμψαν εις όλον τον κόσμον ως ακτίνες ηλίου αι θαυμάσιαι πράξεις και τα ένθεα αυτού κατορθώματα. Εξόχως δε τόσην ελεημοσύνην έδιδεν εις τους πτωχούς, ώστε εξενίζοντο άπαντες, βλέποντες νάλιστα, ότι όσον έδιδε, τόσον επλήθυναν τα πράγματα του Μοναστηρίου. Όθεν εγνώρισαν ότι η Χάρις ήρχετο άνωθεν παρά Θεού, όστις τους τα επλήθυνε θαυμασίως, καθώς και εις τους πέντε άρτους εποίησεν. Όχι δε μόνον την συμπάθειαν είχεν ο χριστομίμητος, αλλά ως άλλος Σαμουήλ εγίνωσκε και προέβλεπεν ως προφήτης τα μέλλοντα. Έτι δε και πάντων των αδικουμένων εγίνετο σωτήρ, διελέγχων τους δυνάστας αδικητάς, τους οποίους επαίδευεν όχι με ύβριν και όνειδος, αλλά με λόγια ψυχωφελή, ενθυμίζων εις αυτούς την δικαίαν κρίσιν και την απειλήν του Θεού· και ούτως εσωφρόνιζε τους αδικούντας περισσότερον, απ’ ότι εκείνοι οίτινες έχουν μυριάδας οπλιτών και υπηρετών πλησίον των· και τόσον τον ηυλαβούντο οι πάντες, ώστε δεν ετόλμα τις να παραβή τον λόγον του. Εις ολίγον καιρόν εσυνάχθησαν εις την υπακοήν του τόσοι Μοναχοί, ώστε ούτε εις τον Ναόν εχωρούσαν, ούτε κελλία είχον εις ανάπαυσιν, ούτε χρήματα να οικοδομήσουν οικίας και να αγοράσουν τα χρειαζόμενα προς αυτάρκειαν. Αλλ’ ο Δεσπότης Χριστός, όστις μας είπε «Ζητείτε δε πρώτον την Βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην αυτού και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν» (Ματθ. στ: 33), αυτός ο βοηθός εις τας ανάγκας και εις τας θλίψεις εφρόντισε περί αυτών δια του εξής τρόπου δια του οποίου εξοικονομήθησαν εις ό,τι τους εχρειάζετο. Νέος τις, Φαρέτριος το όνομα, υιός μεγάλου τινός άρχοντος της Ρώμης πολύ πλούσιος, έβαλε γνώμην να γίνη Μοναχός, δια να εύρη απόλαυσιν αιώνιον. Λοιπόν καταφρονήσας ματαίαν δόξαν και πάσαν σωματικήν ανάπαυσιν, επήρε τους υπηρέτας και τον πλούτον αυτού και έρχεται εις τον Όσιον Μάρκελλον. Ο δε Όσιος πεφωτισμένος υπό της Χάριτος εγνώρισεν, ότι όχι μόνον ο άρχων, αλλά και οι δούλοι του έμελλον να προκόψουν και να τελειώσουν θεάρεστα. Όθεν ενέδυσεν αυτούς με το άγιον Σχήμα και τους αφιέρωσεν εις τον Θεόν. Ο δε Φαρέτριος έδωκεν εις αυτόν τον πλούτον του όλον και έκτισαν άλλον Ναόν μεγαλύτερον, κελλία πολλά, νοσοκομεία, ξενοδοχεία και όσα άλλα εχρειάζοντο και ηύξανεν η ποίμνη του Κυρίου καθ’ ημέραν, επειδή δεν ετρέφοντο με χόρτα, τα οποία ανθούσι και πάλιν μαραίνονται, αλλά με δόγματα και λόγους Θεού, τα οποία είναι η τροφή του ανθρώπου. Διότι καθώς εκ της Εδέμ εξέρχονται τέσσαρες ποταμοί, οίτινες ποτίζουσι πάσαν την γην, ούτω και από την Μονήν του Μαρκέλλου εξεχύθη εις όλην την οικουμένην ο καθαρώτατος τύπος και η ακριβεστάτη μίμησις της ακοιμήτου λειτουργίας των ουρανίων Δυνάμεων. Την τοιύτην ουράνιον πολιτείαν της Μονής του Μαρκέλλου πρώτη απ’ όλας τας πόλεις έσπευσε να εκτιμήση και να μιμηθή η Κωνσταντινούπολις, η οποία, επειδή είναι πλησίον της άνωθεν Μονής, εζήλωσε την τοιαύτην ευσέβειαν και την αγγελομίμητον τάξιν και όταν έκτιζαν Εκκλησίας ή ευλαβών ανδρών Ασκητήρια, ελάμβανον Μοναχούς από τον Μάρκελλον και τους έκαμναν Ηγουμένους και Προεστώτας εις όλα τα Μοναστήρια, πιστεύοντες ότι όχι μόνον την ακρίβειαν της ασκήσεως, αλλά και αγιασμόν παρά Θεού δια του Μαρκέλλου ελάμβανον, ο οποίος ήτο κοινός οικιστής και επιμελητής της πανταχού θείας λειτουργίας, και ως φιλόστοργος ελυπείτο μεν διότι εστερείτο τα τέκνα του, ως ευσεβής όμως και ζηλωτής της αυξήσεως του κηρύγματος έχαιρε, διότι τα πρόβατά του εγίνοντο άλλων Ποιμένες και Καθηγούμενοι. Όσους δε έστελλεν εις άλλον τόπον τους υπεχρέωνε να υποσχεθούν έμπροσθεν της αγίας Εικόνος του Δεσπότου Χριστού, ότι δεν θα αλλάξουν ουδόλως την τάξιν και την δίαιτάν των, ούτε θα σμικρύνωσι τον κανόνα, αλλά θα φυλάττουν επακριβώς πάντα όσα εδιδάχθησαν. Και πράγματι ούτως έζησαν πανταχού, φιλάττοντες τους κανόνας και τας τάξεις πάσας της Μονής των απαρασαλεύτους, τόσον ώστε σχεδόν εις όλην την οικουμένην εκέντρισαν πάσαν αγριελαίαν εις καλλιελαίαν, την οποίαν ο πάνσοφος Μάρκελλος δια της διδασκαλίας του έκαμε να πηγάζη όντως αγαλλιάσεως έλαιον. Αλλ’ ας είπωμεν εις πίστωσιν και των άλλων ολίγα τινά από τα πολλά του θαυμάσια.Ήλθον ποτέ προς αυτόν τρεις Επίσκοποι, εκ δεινής λυτρωθέντες αιχμαλωσίας, οίτινες είχον ανάγκην τροφής και ενδύματος. Τούτους εξένισε φιλοφρόνως εφ’ όσον χρόνον ηθέλησαν. Όταν δε έμελλον να επιστρέψουν εις τας επαρχίας των, προσέταξεν ο Όσιος τον σκευοφύλακα Ιουλιανόν να τους δώση ελεημοσύνην δια τον δρόμον των. Ο δε σκευοφύλαξ έφερε τρία χρυσά φλωρία και έδωκεν εις έκαστον από ένα. Ο Μάρκελλος του λέγει· «Πόσα χρήματα μένουν»; Ο δε απεκρίνατο· «Άλλα επτά νομίσματα». Λέγει τότε ο Άγιος· «Φέρε όλα, όσα έχεις και δος τα, ο δε Θεός θα φροντίση δι’ ημάς». Ο Ιουλιανός εξετέλεσε την εντολήν, αλλ’ εκράτησεν ένα, μήπως έλθη άλλος πτωχός, να το δώσωσιν. Αυτήν δε την ημέραν εστάλη από τον ελεήμονα Θεόν άνθρωπος, όστις έδωσεν εις τον Μάρκελλον νομίσματα ενενήκοντα. Ο δε καλέσας τον Ιουλιανόν είπε προς αυτόν· «Δέκα νομίσματα εζημίωσες το Μοναστήριον· διότι ο Θεός μάς ανταπέδωκε δεκαπλασίως όσα εις τους Επισκόπους εδώσαμεν, εάν δε έδιδες τα δέκα, καθώς σου είπον, ήθελε μάς αποστείλει εκατόν ο Φιλάνθρωπος». Ούτος δε ο Ιουλιανός έγινεν ύστερον Μητροπολίτης Εφέσου και ετελείωσε τον βίον θεάρεστα. Αλλά ας είπωμεν και έτερα του Μαρκέλλου θαυματουργήματα. Ήτο Μοναχός τις, ονόματι Ελπίδιος, όστις είχεν εις το στόμα δεινήν ασθένειαν κι ήτο πρησμένον όλον το υποκάτω της γλώσσης μέρος τόσον πολύ, ώστε είχεν περισσότερον πρήξιμον από ό,τι να είχε άλλην μίαν γλώσσαν· όθεν δεν ηδύνατο να ομιλήση ή να φάγη τίποτε, ειμή μόνον ζωμόν κατέπινε· και τόσην οδύνην και βάσανον είχε, ώστε επεθύμει τον θάνατον. Μετά καιρόν πολύν ηδυνήθη και ωμίλησεν ολίγον, βαρέως δε στενάξας είπεν· «Ουαί μοι τω αθλίω, ότι με παρορά ο διδάσκαλος και δεν με συμπονεί». Ταύτα ακούσας ο Όσιος Μάρκελλος ήλθε παρευθύς εις τον πάσχοντα και προσευξάμενος ήγγισε την χείρα εις την πληγήν, επικαλούμενος το όνομα του Κυρίου. Όθεν έμεινεν υγιής την ώραν εκείνην ο αδελφός και εδόξαζε τον Κύριον, ευχαριστών τον Όσιον. Έτερός τις Μοναχός ονόματι Στέφανος έτρωγε μεν όσον εχρειάζετο δια να ζη, αλλά να ενεργηθή δεν ηδύνατο· διότι η κοιλία του δεν ειργάζετο και εκινδύνευεν εις θάνατον. Του έκαμαν λοιπόν σχετικήν θεραπείαν, του έδιδον διάφορα καθαρτικά και άλλα θεραπευτικά φάρμακα, αλλά όφελος κανέν δεν του έκαμαν. Όθεν έμελλε να σπάση η κοιλία του. Αναγγέλουσι λοιπόν ταύτα προς τον θείον Μάρκελλον όστις ήλθεν εις τον ασθενή και πρώτον μεν έκαμε προσευχήν κατά την συνήθειαν, έπειτα ήπλωσε την χείρα εις την γαστέρα τού πάσχοντος και παρευθύς ηλευθερώθη από το πάθος του και εθεραπεύθη τελείως. Εθεράπευσε δε ο Όσιος και τον προρρηθέντα Ιουλιανόν τον χρυσοφύλακα, όστις είχε δεινήν ασθένειαν και τον απεφάσισαν οι ιατροί δια θάνατον. Όθεν εκάλεσε τον Μάρκελλον να έλθη εκεί, όχι δια να τον θεραπεύση (διότι ως δύσπιστος δεν είχεν ελπίδα ότι δύναται να τον θεραπεύση ο Όσιος), αλλά δια να τον συγχωρήση, επειδή απέθνησκεν. Ο δε Μάρκελλος απήλθε και πρώτον μεν τον εδίδαξε λέγων· «Καθώς συ μεν, αδελφέ, επί του χρυσίου εδείχθης μικρόψυχος, ο δε Θεός μεγαλόδωρος, ούτω και δια τηνν ασθένειαν νόμιζε· ότι συ μεν απογινώσκεις ως ολιγόπιστος, ο δε Θεός σε θεραπεύει ως αμνησίκακος. Εις τούτο παρεκάλεσα και εγώ ο ελάχιστος τον Θεόν και σου εχάρισε την ζωήν, δια να γίνης πλέον συμπαθής εις τους πένητας. Λοιπόν έγειραι και πράττε του λοιπού το προστασσόμενον». Ούτως ειπόντος του Οσίου, ηγέρθη παρευθύς παρ΄ ελπίδα ο ασθενής και έμεινεν εις το εξής πολύ ενάρετος έως ύστερον. Ακούσατε δε και άλλο θαύμα λυπηρόν μεν δια την κακίαν του πάσχοντος, παράδοξον δε και αυτό ως και τα προαναφερθέντα. Ήλθε ποτέ Σαμαρείτης τις προς τον Όσιον, έχων πληγήν ανίατον. Τούτον ηρώτησεν ο Όσιος τίνος θρησκείας ήτο και τι ήθελεν, όχι διότι ηγνόει την υπόθεσιν, αλλά δια να τον αναγκάση να την ομολογήση εκ στόματος. Ο δε απεκρίθη, ότι ήτο Σαμαρείτης, θα εγίνετο δε Χριστιανός, εάν έβλεπε την υγείαν του. Ποιήσας λοιπόν ευχήν ο Όσιος τον εθεράπευσεν. Ο δε τότε μεν επίστευσεν, ύστερον όμως, την τετάρτην ημέραν, εστράφη ως κύων εις το ίδιον έμετον και ηπίστησεν. Όθεν ευθύς με την ασθένειαν της ψυχής επέστρεψε και η του σώματος νόσος. Τότε ο Σαμαρείτης ήλθε και πάλιν προς τον Όσιον· και πάλιν αυτόν εθεράπευσεν. Τούτο ουχί δις και τρις εποίησεν ο Όσιος, αλλά πολλάκις ως αμνησίκακος, ύστερον δε του είπε· «Δεν σε θεραπεύω εγώ, αλλ’ ο Θεός, όστις γινώσκει άπαντα και ο οποίος δεν μυκτηρίζεται, ούτε δύνασαι να τον εμπαίξης, ταλαίπωρε. Μόνον τον εαυτόν σου βλάπτεις χειρότερα. Εάν λοιπόν ποθής την υγείαν σου, ομολόγησον τον Χριστόν φανερά και συντάσσου τελείως εις εκείνον χωρίς δόλον τινά ή υπόκρισιν». Ο δε απεκρίνατο· «Δεν ημπορώ να αφήσω την πίστιν μου». Τότε ο μεν Άγιος μηδέν ειπών εισήλθεν εις το κελλίον του, ο δε άθλιος εκείνος εξελθών του Μοναστηρίου ησθένησε βαρέως, και την άλλην ημέραν κακώς εξέψυχε, και έλαβε δικαίως ομού με τον ψυχικόν θάνατον και τον σωματικόν τοιούτον. Ταύτα μεν περί του απίστου. Περί δε πιστού ακούσατε άλλο θαυμασιώτερον. Μοναχός τις Κύρος καλούμενος είχε δεινήν και χαλεπωτάτην ασθένειαν, διότι όλα του τα οπίσθια από τον τράχηλον έως κάτω εσάπησαν, και εφαγώθη όλη η σάρκα του τόσον, ώστε εφαίνοντο τα οστά του και ήτο ελεεινόν θέαμα· διότι όχι μόνον πόνον είχεν αφόρητον, αλλά ούτε καν να πέση εις την στρώσιν ηδύνατο, ούτε να καθίση τελείως. Έχων λοιπόν ελπίδα εις τον Θεόν, προσεκάλεσε τον Μάρκελλον να τον θεραπεύση. Αναβλέψας δε ο Όσιος προς τον ουρανόν και ευξάμενος, ήγγισε με την δεξιάν εις τον ασθενή λέγων· «Δεν πρέπει να έχη οδύνην σώματος, όστις έλαβε νίκην κατά δαιμόνων και στέφανον, και μέλλει να βασιλεύη εις τον Παράδεισον. Λοιπόν έγειρε και πλέον ουδεμίαν έχε ασθένειαν». Ούτως είπε και παρευθύς, ω του θαύματος! η σάρκα του ετράφη αμέσως και ανεπληρώθη ο τόπος σαρκός και δέρματος. Αι οδύναι και οι πόνοι του έπαυσαν, η δύναμις και όλον το σώμα τού Κύρου επέστρεψεν εις το πρότερον σχήμα, και ηγέρθη τεθεραπευμένος και υγιέστατος. Αλλά ακούσατε και παραδοξότερον. Διότι όχι μόνον παρών, αλλά και απών εθεράπευσεν. Ήτο τις Διάκονος, την κλήσιν Ευγένιος, όστις υπηρέτει εις τον Ναόν του γίου Αποστόλου Ανδρέου, όστις ήτο εις το φρούριον πλησίον του Μοναστηρίου. Τούτου του Ευγενίου η γυνή, όταν έμελλε να γεννήση, της ήλθε δεινός πυρετός, και τόσον εβασανίζετο από τας ωδίνας του τοκετού, ώστε δεν ηδύνατο πλέον να υπομένη. Όθεν έκαμαν αι μαίαι και οι ιατροί πάσαν τέχνην και μέθοδον με ιατρικά διάφορα, αλλά έμειναν άπρακτοι. Τέλος πάντων, έχων ελπίδα εις τον Μάρκελλον ο Ευγένιος, έδραμε προς αυτόν και τον εύρε προσευχόμενον. Όθεν πεσών εις τους πόδας αυτού την ανάγκην ανήγγειλεν ζητών βοήθειαν. Ο δε Άγιος, άρτον ευλογήσας, του τον έδωκε λέγων· «Ύπαγε και βάλε αυτόν εις το στήθος της ασθενούς σύντομα». Ο δε Διάκονος έδραμε και πληρώσας το προστασσόμενον, εγέννησε το βρέφος ευθύς και ο πυρετός έπαυσεν. Η δε γυνή ατενίσασα ηρώτα· «Που είναι ο Αββάς»; Οι δε παρεστώτες ηρώτησαν· «Ποίον Αββάν ζητείς»; Και τους λέγει· «Την ώραν ταύτην έστεκεν έμπροσθέν μου ένας Μοναχός με πολιάν σεβάσμιον και ευπρεπές σχήμα, και ευθύς, ως με ηυλόγησεν, ιατρεύθην». Εγνώρισαν λοιπόν ότι είδε τον Όσιον, ο οποίος επρόφθασεν αοράτως και εβοήθησε, εάν δε έλειπε, θα απέθνησκεν η γυνή με το βρέφος. Ευδόξιος δε τις αδελφός του Μοναστηρίου εκείτετο ασθενής και όλως παράλυτος, πολλά δε εβασανίζοντο οι αδελφοί να τον κυβερνήσουν. Όθεν επήγεν εις τον ασθενή ο Άγιος και προσευχόμενος μετά δακρύων ώραν πολλήν, έλαβεν από την δεξιάν τον Ευδόξιον και τον αποκατέστησεν υγιά τελείως, τόσον ώστε και εις την υπηρεσίαν τον έστειλε. Φανερόν είναι λοιπόν, ότι εις τους Αγίους ανθρώπους συμπαραστέκουν Άγιοι Άγγελοι, τελούντες με πρόσταξιν Θεού τα θαυμάσια, καθώς είδον τινές άξιοι εις τον Μάρκελλον. Μεταξύ τούτων ήτο και εις Ηγούμενος Μοναστηρίου τινός εις τον Ευφράτην, καλούμενος Σέργιος. Ούτος, ακούων τα του Μαρκέλλου θαυμάσια, επεθύμει να τον ίδη, να συνευφρανθώσι τω πνεύματι. Απελθών λοιπόν συνωμίλησαν μεταξύ των όσα ήθελον. Είτα προσηύχετο μετ’ αυτού και εγερθείς ο Σέργιος από την προσευχήν, είδε δύο Αγγέλους βοηθούντας τον Μάρκελλον να εγερθή από την γην, τον υπεστήριζον δε ευλαβώς ως δούλοί του. Τούτο ιδών ο Σέργιος έμεινεν άφωνος και έτρεχαν ιδρώτες από το πρόσωπόν του. Οι δε παρεστώτες ηρώτησαν αυτόν διατί εθαύμαζεν, ο δε είπεν εις αυτούς καταλεπτώς την υπόθεσιν και πάντες εξέστησαν. Διάκονος δε τις του Μαρκέλλου, Πέτρος ονόματι, ίστατο πλησίον αυτού μίαν ημέραν, ελθών δε εις Επίσκοπος πτωχός εζήτει έλεος. Τότε λέγει προς τον Διάκονον Άγιος· «Δάνεισέ μου δύο φλωρία, να τα δώσω του πένητος». Ο Πέτρος όμως δεν ήθελε να δώση τα χρήματα. Όθεν του λέγει ο Άγιος· «Ποίον το όφελός σου να τα φυλάττης, ενώ μετά δύο ημέρας αποθνήσκεις και αφήνεις το πράγμα σου έρημον»; Ήτο δε τότε ημέρα Πέμπτη· και την Κυριακήν, πριν να εξημερώση, ο Πέτρος απέθανε και έμεινεν το πράγμα του εις το Μοναστήριον. Εις τον Πόντον υπάρχει πόλις καλουμένη Πομπηϊούπολις. Εις αυτήν ήτο Ηγούμενος Μοναστηρίου τινός ο Γαυδίωλος, άνθρωπος ενάρετος τόσον, ώστε εδίωκε δαιμόνια. Προς τούτον ήλθεν αδελφός τις από την Μονήν του Μαρκέλλου, Θαλάσσιος το όνομα. Καθεζομένων δε αυτών, παρεκάλεσάν τινες τον Ηγούμενον να δεχθή πάλιν Μοναχούς τινάς, οίτινες είχον φύγει απ’ εκείνο το Μοναστήριον και πάλιν επέστρεψαν. Ο δε Προεστώς δεν ήθελεν, αλλά έλεγεν ότι δε ήτο πρέπον να φεύγουν από την υπακοήν και να γίνωνται πάλιν δεκτοί. Δια να τον κάμη δε ο Θαλάσσιος να τους δεχθή, είπε προς αυτόν· «Και από την Μονήν την ιδικήν μας πολλοί έφυγον και πάλιν τους εδέχθη ο Όσιος Μάρκελλος επιστρέφοντας». Τότε λέγει ο Γαυδίωλος· «Μη με συγκρίνης ποσώς με τον Μάρκελλον, διότι ο Δεσπότης μού απεκάλυψεν, ότι καθώς ο Μωϋσής είχε το πνεύμα της πραότητος, ούτω και ο Μάρκελλος ήτο πραότατος». Αλλά ακούσατε και έτερον θαυμάσιον. Έστειλέ ποτε αδελφούς εις τον Πόντον ο Όσιος και όταν επέστρεφον ηγέρθη εναντίος άνεμος, πριν να εισέλθουν εις την βολήν του στενού. Αφ’ ου λοιπόν εκοπίασαν πολύ και δεν ηδύναντο να υπάγωσι παρεμπρός, έμειναν εις ένα τόπον, χωρίς λιμένα, τραχύτατον και απεκοιμήθησαν άπαντες. Μετά δε ώραν ικανήν φαίνεται ο Μάρκελλος προς ένα αδελφόν, λέγων· «Έγειραι ταχέως όσον δύνασαι και ανάγκασον και τους άλλους, ίνα μη κινδυνεύσητε». Ο δε εγερθείς διηγήθη την οπτασίαν εις τους λοιπούς και παρευθύς έφυγον. Όταν δε εισήλθον εντός του στενού και δεν εφοβούντο πλέον τον κίνδυνον, έγινε τόσον σκότος εις τον αέρα και ταραχή εις την θάλασσαν, ώστε άλλα πλοία εκινδύνευσαν και έτερα τελείως εβυθίσθησαν. Άλλοτε πάλιν έπλευσαν οι αδελφοί του Μοναστηρίου προς την ανατολήν και επέστρεφον δια ξηράς. Όταν δε έφθασαν εις την Άγκυραν, ησθένησεν ένας αδελφός Παύλος ονόματι και μη δυνάμενος να περιπατή, εκείτετο κατά γης, μέγα δε στενάξας είπε ταύτα· «Που είναι τώρα η προσευχή σου και δεν μου βοηθείς, Αββά Μάρκελλε, αλλ’ αποθνήσκω εδώ εις τον δρόμον και καν δεν ηξιώθην να με θάψουν οι αδελφοί εις το Μοναστήριον»; Αυτά τα οποία ο Παύλος έλεγε εις την Άγκυραν, ήκουσεν ο Μάρκελλος εις την Μονήν του, πεφωτισμένος από την Χάριν του Παναγίου Πνεύματος και φωνήσας τον γραφέα Καισάριον είπεν· «Αυτήν την ώραν ένας αδελφός δικάζεται προς με λέγων ότι τον παρέδωκα εις τον Θεόν δια προσευχής και δεν τον ωφέλησα. Λοιπόν γράψε την ημέραν ταύτην, να την γνωρίζωμεν». Ούτω λοιπόν εποίησεν ο Καισάριος. Ο δε Παύλος, υγιής γενόμενος, επήγε μετά τινας ημέρας εις το Μοναστήριον και ανήγγειλε τα γενόμενα προς τον Μάρκελλον, όστις εκάλεσε τον Καισάριον και επιδείξας εις τον Παύλον τα γραφέντα, εγνώρισαν ότι την ώραν κατά την οποίαν το έγραψεν ο Καισάριος εθεραπεύθη ο ασθενής. Αλλ’ ακούσατε και άλλο των προρρηθέντων θαυμασιώτερον. Λιμός μέγας έγινεν εις την Βασιλεύουσαν, διότι ο Νείλος δεν επλημμύρισεν εκείνον τον χρόνον και δεν έφεραν σίτον από την Αίγυπτον, ούτε από την Θράκην, ότι και αυτή έμεινε δια την των βαρβάρων ενόχλησιν αγεώργητος. Όθεν είχον ανάγκην και εις το Μοναστήριον. Ο δε υπηρέτης του σίτου, Μάλχος καλούμενος, είπε προς τον Ηγούμενον την στέρησιν, ότι δεν είχον ειμή δέκα ημερών σιτηρέσιον. Ο δε είπε προς αυτόν· «Πορεύου, τέκνον, κάμνε το έργον σου». Ο δε Μάλχος, νομίσας ότι ανέμενεν από τινα να του φέρη σιτάριον, έδιδεν εις τον αρτοποιόν ως και πρότερον. Και πάλιν μετά ημέρας επτά του είπεν, ότι δεν είχον ειμή μόνον δια ημέρας τρεις. Απελθών λοιπόν εις την σιταποθήκην ο Μάρκελλος, προσηυχήθη προς τον Θεόν με κατάνυξιν και λέγει προς τον Μάλχον· «Εργάζου την υπηρεσίαν σου μετά πίστεως». Και ούτως ο μεν Μάλχος έδιδε καθ΄ εκάστην, ο δε σίτος επλήθυνε και την επομένην ευρίσκετο περισσότερος, τούτο δε εγένετο όχι μόνον ημέρας δέκα ή είκοσιν, αλλά μήνας δύο και περισσότερον, έως ου έφεραν σίτον εις το Βυζάντιον και τους έστειλαν, Τούτο δε το αξαίσιον θαυματούργημα ηκούσθη εις πάσαν την Βασιλεύουσαν και το έμαθαν όλοι οι άρχοντες. Ας είπωμεν δε και ένα θαυμάσιον, το οποίον ετέλεσεν ο Όσιος, όμοιον των του Χριστού και Δεσπότου μας. Μοναχός τις Παύλος ονόματι εκινδύνευεν εις θάνατον. Όθεν έστειλε τον υπηρέτην προς τον Μάρκελλον, παρακλών αυτόν να υπάγη προς επίσκεψίν του, ίνα προσευχηθή προς τον Θεόν δι’ αυτόν. Απελθών λοιπόν ο υπηρέτης ανήγγειλεν προς αυτόν την υπόθεσιν. Ο δε Όσιος συνωμιλούσε τότε με τον Επίσκοπον της Χαλκηδόνος περί θείων δογμάτων. Όθεν δεν έκοψε τον σωτήριον λόγον, έχων πίστιν εις τον Θεόν, ότι θα θεραπεύση τον πάσχοντα. Αφού λοιπόν ετελείωσε τον λόγον, επήγε με τον υπηρέτην να ίδωσι τον πάσχοντα, μη γνωρίζοντες ότι απέθανε. Φθάσαντες δε εύρον αυτόν νεκρόν από πολλού εις τον κράββατον και είχον έτοιμα τα εντάφια. Ο δε Μάρκελλος προσελθών μετά πίστεως και αναβλέψας προς ουρανόν εκτενώς προσηύξατο. Έπειτα έβαλλε την χείρα του εις τον νεκρόν, και παρευθύς (ω του θαύματος!) ανέστη ο νεκρός και διηγήτο πράγματα φοβερά και εξαίσια θεάματα, τα οποία είδε μετά τον θάνατον. Ο δε θαυματουργός παρήγγειλε προς αυτόν και προς όσους άλλους παρευρέθησαν εκεί να μη είπωσιν εις ουδένα το γενόμενον. Οι δε παρεστώτες, κρίνοντες αμαρτίαν να σιωπήσουν τοιούτον τεράστιον, το εφανέρωσαν διαγγέλλοντες αυτό πανταχού εις δόξαν Θεού. Όσην δε χάριν και δύναμιν κατά δαιμόνων έδωκεν εις αυτόν ο Παντοδύναμος, εφανερώθη πολλάκις σαφέστατα. Από δε τα πολλά του ανδραγαθήματα να γράψωμεν δύο εις πίστωσιν των άλλων και βεβαίαν απόδειξιν. Έφεραν προς αυτόν τέσσαρας άνδρας δαιμονιζομένους, και κάμνων ευχήν εις αυτούς, το μεν πρώτον εβλασφήμουν αυτόν οι δαίμονες και ετάρασσον τους ασθενείς περισσότερον. Ύστερον δε εφώναζαν αυτοί ως βασανιζόμενοι, και ιδόντες τον Άγιον ότι προσηύχετο περισσότερον έλεγον· «Πρόσταξέ μας να εξέλθωμεν, επειδή έλαβες καθ’ ημών εξουσίαν παρά Θεού». Ο δε αυτούς μεν δεν ήθελε να επιτιμήση, έλεγε δε μόνον ταύτα προς ουρανόν αποβλέπων· «Χριστέ, σώσον το πλάσμα σου», και ούτω μετά πολλήν ώραν εξήλθον πάντες οι δαίμονες και έμειναν υγιείς οι άνθρωποι. Τινές δε ηρώτων μετά ταύτα τον Άγιον, διατί δεν είπε λόγον προστακτικόν προς τους δαίμονας. Ο δε απεκρίνατο· «Εγνώρισα ότι προσεπάθουν να με ρίψουν εις κενοδοξίαν, και δι΄ αυτό δεν ωμίλησα προς αυτούς ουδόλως, αλλά μόνον παρεκάλουν τον Κύριον». Άλλος δε τις ονόματι Λάζαρος ηνωχλείτο υπό αγρίου πολλά και χαλεπωτάτου δαίμονος, και τόσον εσπάραττεν αυτόν και τον εβασάνιζε το δαιμόνιον, ώστε εξέβαλλε την γλώσσαν του και εκρέματο έξω μίαν σχεδόν σπιθαμήν εκ του στόματος. Αλλά και άλλας ασχημοσύνας προεκάλει εις αυτόν ο μισάνθρωπος, τόσον ώστε ήτο εις τους ορώντας ελεεινόν θέαμα. Και τούτον όμως τον άγριον δαίμονα εδίωξεν ο Μάρκελλος, και έτερα πολλά θαυμάσια ετέλεσε, τα οποία είναι δύσκολον να γράψωμεν άπαντα. Πλην από τα ανωτέρω ολίγα αναφερόμενα ας πιστωθή πας τις τα επίλοιπα. Είχε λοιπόν ο Όσιος όλας τας αρετάς εις εαυτόν. Εξαιρέτως δε είχεν ευλάβειαν εις τα άγια Λείψανα των Μαρτύρων, και όταν έφερον προς αυτόν τοιαύτα από μέρος τι, εξήρχετο μετά λαμπάδων και θυμιάματος και τα εδέχετο ως δώρον εκ Θεού πεμπόμενον, πιστεύων ότι και τα σώματα μετέχουσι του αγιασμού των ψυχών. Επειδή το όργανον αυτό το οποίον υπηρετεί την ψυχήν εις το αγαθόν, κοινωνεί του αγιασμού και της μακαριότητος. Όθεν και οι μετά πίστεως αυτό δεχόμενοι αγιάζονται. Πολλάκις λοιπόν, όταν έφεραν εις τον Όσιον κανέν ιερόν Λείψανον, του το εφανέρωνεν ο Θεός με οπτασίαν πρότερον. Όθεν εξήρχετο μετά λιτανείας εις προϋπάντησιν. Εκείνοι δε οίτινες τα εβαστούσαν εθαύμαζον πως χωρίς να του είπωσι τίποτε το εγνώριζε. Καιρόν δε τινα ήλθε τις βαστάζων Λείψανα του γίου Μάρτυρος Ουρσικίου. Ο δε Μάρκελλος υπεδέχθη μεν αυτά και έκαμε την συνήθη αγρυπνίαν κατά την τάξιν. Πλην εδίσταζεν εις την διάνοιαν, νομίζων ότι δεν ήσαν τα Λείψανα άγια. Ενώ λοιπόν είχε τούτον τον λογισμόν εις την καρδίαν του, προστρέχει ένας από τους συλλειτουργούς του και του λέγει μεγαλοφώνως· «Μη έχης ουδεμίαν αμφιβολίαν δια τα άγια Λείψανα, αλλά πίστευσον ότι κατά αλήθειαν είναι του γίου Ουρσικίου». Τότε ο Μάρκελλος ετίμησεν αυτά ως έπρεπεν. Είπομεν ανωτέρω ότι ο Όσιος δεν υπελόγιζεν ουδόλως τα χρήματα, τούτο δε απεδείχθη πολλάκις και μάλιστα όταν ο αδελφός του απέθανεν, έμεινε δε κληρονόμος, κατά τον νόμον, εις όλον τον πλούτον αυτού ο Όσιος. Όμως δεν επήρεν εις το Μοναστήριον τίποτε απ΄ εκείνα τα χρήματα, αλλά τα εμοίρασεν εις πτωχάς χήρας και ορφανά. Τον παρεκάλεσαν δε οι αδελφοί να αγοράση και δια το Μοναστήριόν των καμμίαν πρόσοδον εις μνημόσυνον αυτού, του αδελφού του και των γονέων του, αλλά δεν ηθέλησε λέγων· «Μη νομίσετε, αδελφοί μου, κανένα χωράφιον ευθαλέστερον και περισσότερον εύκαρπον από την ελπίδα του Χριστού, όστις μας στέλλει όσα χρειαζόμεθα». Ούτως ο Μάρκελλος εθησαύρισεν όχι εις την γην με θησαυρόν τον οποίον κλέπτουν οι άνθρωποι και φθείρεται, αλλά εις τους ουρανούς, όπου διαμένει, κατά τον δεσποτικόν λόγον, πάντοτε. Όταν δε έμελλε να εκραγή εις Κωνσταντινούπολιν ο μέγας εκείνος εμπρησμός, όστις εξερράγη κατά τας ημέρας του βασιλέως Λέοντος, το προεγνώρισεν ο Όσιος εκ θείας αποκαλύψεως και αναβλέψας προς τον ουρανόν εδάκρυσεν ώραν πολλήν λέγων· «Φεύ του πλήθους των αμαρτιών ημών, δια τας οποίας ηθέλησεν ο Θεός να κατακαύση την Πόλιν αυτού από θαλάσσης εις θάλασσαν»! Και ούτως έγινε, καθώς προείπεν ο Άγιος. Διότι το πυρ ήρχισεν από το Νεώριον και έφθασεν έως την άλλην θάλασσαν. Αλλ’ ας είπωμεν και άλλο κατόρθωμα του Μαρκέλλου πάντων των προτέρων θαυμασιώτερον, δια να γνωρίσετε, ότι με τους ταπεινούς μεν ήτο συμπαθής και επιεικέστατος, με τους δυνατούς δε ευσταθής και γενναίος και δεν επτοείτο από τας απειλάς των τυράννων. Ήτο άρχων τις τον καιρόν εκείνον πολύ ισχυρός εις τον πλούτον και την δύναμιν. Όθεν έκαμνε πολλάς ατοπίας ο αναιδέστατος, επειδή και αυτός ο βασιλεύς τον εφοβείτο και δεν τον ημπόδιζε, δια να τον έχη εις τους πολέμους βοήθειαν. Ούτος λοιπόν ο άρχων, Αρδαβούριος καλούμενος, ωργίσθη κατά τινος Ιωάννου και εβούλετο να τον θανατώση, εκείνος δε μη έχων άλλην βοήθειαν, επειδή ούτε ο βασιλεύς ούτε άλλος τις ηδύνατο να τον λυτρώση από την δυναστείαν αυτού, έδραμεν εις την Μονήν του Μαρκέλλου, όστις τον υπεδέχθη μετά χαράς. Τούτο μαθών ο Αρδαβούριος έστειλεν ανθρώπους, πρώτον παρακαλών τον Όσιον να τον παραδώση με το καλόν να έχουν αγάπην και να μη έλθουν εις περισσότερα. Έπειτα, βλέπων ότι δεν ήθελε να τον παραδώση, έστειλε στρατόν πολύν διατάξας και να πολεμήσουν εν ανάγκη με τους Μοναχούς, δια να πάρουν τον Ιωάννην βιαίως και εις πείσμα των. Ελθόντες λοιπόν οι στρατιώται έξωθεν της Μονής, παρήγγειλαν εις τον Μάρκελλον να παραδώση τον ζητούμενον θεληματικώς, πριν προξενήσουν ζημίαν τινά εις το Μοναστήριον. Ο Όσιος όμως έστειλεν έξω τροφάς προς αυτάρκειαν, λέγων ότι δεν επρόδιδε τον άνθρωπον, έστω και εάν ήξευρεν ότι θα καταστρέψουν το Μοναστήριον. Όταν λοιπόν ενύκτωσεν, ητοιμάσθησαν οι στρατιώται να εισβάλουν βιαίως εις την Μονήν. Οι δε Μοναχοί παρεκάλουν τον Άγιον να παραδώση τον Ιωάννην, ίνα μη κινδυνεύσωσιν. Αλλ’ εκείνος δεν ηθέλησε να προδώση εις τους αδίκους τον ανεύθυνον, μόνον προστάσσει να κάμνωσιν όλοι κοινώς προσευχήν προς τον Θεόν, να τους στείλη εξ ύψους βοήθειαν. Όταν λοιπόν οι στρατιώται ήθελαν να κινήσουν τα όπλα και να πολεμήσωσι, κατά την ώραν του όρθρου, εφάνη εις τον ουρανόν στέφανος πύρινος, όστις περιεκύκλωνε την Μονήν κατά τρόπον θαυμάσιον, εις δε το μέσον του στεφάνου ήτο Σταυρός εξαστράπτων ως άλλος ήλιος. Πό τον στέφανον αυτόν και από τον Σταυρόν εξετοξεύοντο βιαίως σπινθήρες και άνθρακες, οίτινες έπιπτον επί των στρατιωτών. Όθεν έντρομοι εκείνοι και κατάπληκτοι από το τοιούτον φρικωδέστατον θέαμα εβόων το «Κύριε, ελέησον» και πεσόντες εις την γην εζήτουν μετά δακρύων συγχώρησιν. Εξελθόντες λοιπόν οι Μοναχοί και βλέποντες το σημείον, προσεκύνησαν τον Κύριον άπαντες, οι δε στρατιώται λαβόντες συγχώρησιν ανεχώρησαν. Ταύτα μαθών ο Αρδαβούριος μεταμεληθείς συνεχώρησε τον Ιωάννην. Αλλ΄ επειδή περί Αρδαβουρίου αναφέρομεν, ας είπωμεν και άλλην πράξιν του θαυμασίου Μαρκέλλου, δια να γνωρίσετε πόσην προθυμίαν και ζήλον είχεν εις την ευσέβειαν και πως προέβλεπε και τα μέλλοντα. Νύκτα τινά είδεν εις το όραμά του κοιμώμενος ένα λέοντα και ένα δράκοντα. Και ο μεν δράκων, ως μέγας όπου ήτο, εμάστιζε με την ουράν του τον λέοντα, εκείνος δε απέκαμεν από τας πληγάς και πεσών εις την γην εκείτετο, μετ’ ολίγον όμως αναπνεύσας ο λέων ως εξ ύπνου και αναστάς ώρμησε κατά του δράκοντος και τον κατέπιε. Το όραμα τούτο ιδών ο Όσιος εξήγησεν εις τους αδελφούς την σημασίαν αυτού, λέγων ότι έμελλε να αποθάνη ο Αρδαβούριος και ο πατήρ αυτού Άσπαρος, καθώς και εγένετο. Διότι εις ολίγας ημέρας ήλθεν εις μάχην ο βασιλεύς με τον Άσπαρον και τον Αρδαβούριον και δια να γίνη μεταξύ των τελεία αγάπη, επήρεν ο βασιλεύς γαμβρόν εις την θυγατέρα του τον αδελφόν του Αρδαβουρίου Πατρίκιον και τον εψήφισε καίσαρα, αξίωμα το οποίον είναι δεύτερον μετά τον βασιλέα. Φορεί δε ο καίσαρ αλουργίδα και όλα τα άλλα σημεία, έξω από τον στέφανον και όταν τελευτήση ο βασιλεύς, χειροτονούν βασιλέα τον καίσαρα. Ταύτα μαθόντες οι Ορθόδοξοι εταράχθησαν, διότι ο Άσπαρος και τα τέκνα αυτού ήσαν Αρειανοί με τον οίκον του άπαντα· όθεν μετά τον ευσεβέστατον Λέοντα έμελλε να βασιλεύση ο κακόδοξος. Συνήχθη λοιπόν το άγιον έθνος, ο περιούσιος λαός, το βασίλειον ιεράτευμα, εις την μεγάλην Εκκλησίαν, όπου ήτο και ο Πατριάρχης Γεννάδιος και ο θαυμάσιος Μάρκελλος, διότι ως έμαθε την υπόθεσιν έδραμε και αυτός ως διάπυρος ζηλωτής της πίστεως. Εταράχθησαν λοιπόν οι Χριστιανοί, ενθυμπύμενοι πόσα κακά τους έκαμαν οι Αρειανοί κατά τον καιρόν του Κωνσταντίνου και του Ουάλεντος. Όθεν επήγαν άπαντες εις το ιπποδρόμιον, έχοντες όλον το πλήθος αρχηγούς και ηγεμόνας τον Γεννάδιον και τον Μάρκελλον. Όταν δε εισήρχοντο εις την πύλην του ιπποδρόμου, είδον, όσοι ήσαν ενάρετοι, νεανίσκον τινά μεγαλύτερον από τους άλλους, ωραιότερόν τε και ευπρεπέστερον με κόμην χρυσήν εις την κεφαλήν και ζώνην ομοίως, η δε όψις αυτού ήτο από την χιόνα λευκοτέρα, με ολίγον ερύθημα σύμμετρον· ωσαύτως και τα ενδύμτά του ήσαν λευκότερα της χιόνος. Ούτος ο αστραπόμορφος νέος περιεπάτει εις το αριστερόν μέρος του Μαρκέλλου και τον υπεβάσταζεν ως καλός υιός τον πατέρα του, ήτο δε όλον το πλήθος των Χριστιανών συνηγμένοι Ιερείς, Μοναχοί και λαϊκοί, αριθμός αμέτρητος. Υπέρ τους άλλους δε άπαντας υψηλότατος, ευπρεπέστατος και υπέρ φύσιν λαμπρότατος ήτο ο νέος εκείνος, όστις εφύλαττε τον Μάρκελλον. Αφ’ ου λοιπόν έφθασαν εκεί όπου εκάθητο ο βασιλεύς, εβόησεν όλος ο λαός ώραν πολλήν το «Κύριε, ελέησον»· έπειτα παρεκάλεσαν τον βασιλέα να μη κάμη αρειανόν καίσαρα, ούτε να του δώση την θυγατέρα του· τότε είπε προς τον βασιλέα και τους άλλους ο Μάρκελλος· «Κάμετε, τέκνα, υπακοήν δια τον Κύριον και μη αφήσετε να γίνη καίσαρ Αρειανός, μη φοβείσθε δε να πάθη ο βασιλεύς κακόν από τους εχθρούς του, μόνον ολίγον έχει να θλιβή· έπειτα θέλει αφανίσει όλην την δύναμιν των εχθρών του, και θα μείνη νικητής με την θείαν βοήθειαν». Τότε ο βασιλεύς απεκρίνατο· «Ν γίνη το θέλημά σας, φίλοι μου, μόνον κάμετε όλοι κοινώς και ξεχωριστά έκαστος προς Κύριον δέησιν, να στερεώση την Εκκλησίαν και να σώση τας ψυχάς μας ως Παντοδύναμος». Οι λόγοι ούτοι του βασιλέως ικανοποίησαν τον λαόν και όλοι ανεχώρησαν ικανοποιημένη. Κατά την επιστροφήν των βλέποντες όσοι ήσαν άξιοι τον αστραπόμορφον εκείνον νέον εθαύμαζον, αυτός δε αφού έφθασαν εις την πύλην του Ιπποδρόμου έγινεν άφαντος, και τότε ηννόησαν, ότι ήτο λειτουργός της θείας Δυνάμεως εις σχήμα ανδρός όστις διεφύλαττε ως δορυφόρος τον Μάρκελλον. Εις ολίγον καιρόν η προφητεία του Μαρκέλλου επραγματοποιήθη, διότι όχι μόνον ο Αρδαβούριος με όλην του την συγγένειαν, αλλά και άλλοι εχθροί των Ορθοδόξων απωλέσθησαν και κατέπιεν ο βασιλεύς Λέων τον αποστάτην δράκοντα. Όθεν με τας προσευχάς του Μαρκέλλου έλαβεν ειρήνην η Εκκλησία, την οποίαν είθε να διαφυλάξη έως τέλους. Ακούσατε δε και άλλην προφητείαν την οποίαν είπεν εις το τέλος της ζωής του ο Άγιος. Λουκιανός τις, υιός Κώνσταντος, πρώτος της Συγκλήτου, καταφρονήσας όλα τα πρόσκαιρα, έγινε Μοναχός από τον Μάρκελλον και τόσον προέκοψεν εις τας αρετάς εις ολίγον καιρόν ο αείμνηστος, ώστε επερίσσευσεν όλους τους Μοναχούς εις την άσκησιν. Προ πάντων δε των καλών είχε την πραότητα· ούτε ωμίλει ποτέ λόγον χωρίς ανάγκης, ούτε τινά ελύπησεν ο μακάριος. Όταν λοιπόν ετελεύτα ο Άγιος, παρεκάλεσεν αυτόν ο Λουκιανός να δεηθή εις τον Θεόν, να τον αναπαύση και αυτόν, ίνα μη απομείνη οπίσω του, διότι δεν ηδύνατο να ζήση άνευ αυτού, καθώς το πλοίον χωρίς κυβερνήτην δεν σώζεται εις τον κλύδωνα. Βλέπων λοιπόν αυτόν πολύ δακρύοντα, είπε προς αυτόν ο Άγιος· «Έχε θάρρος, αδελφέ, και εάν εύρω παρρησίαν προς Κύριον, θέλω τον παρακαλέσει να έλθης ταχέως να ενωθώμεν τω πνεύματι». Όταν λοιπόν εκοιμήθη ο Όσιος, δεν ανεχώρησεν ο Λουκιανός από τον τάφον αυτού τελείως, αλλά εθρήνει απαρηγόρητα, και την πέμπτην ημέραν παρεπονείτο, ότι δεν εφύλαξεν ο Μάρκελλος την υπόσχεσίν του. Από δε την πολλήν του αθυμίαν εκοιμήθη και βλέπει τον Άγιον λέγοντα· «Τι μέμφεσαι και απιστείς δια την βραδύτητα; Εδέχθη την δέησίν σου ο Κύριος, και έρχεσαι να με εύρης εις ολίγον διάστημα». Τότε ο Λουκιανός εχάρη και διηγήθη εις τους αδελφούς την όρασιν. Κατά δε την ογδόην ημέραν μετά την του Οσίου Μαρκέλλου κοίμησιν απήλθε και εκείνος προς τον διδάσκαλον, κατά την αυτήν ημέραν, όπου έλαβε το άγιον Σχήμα, ήτοι την παραμονήν των Αγίων Θεοφανείων. Πολλά δε και άλλα εποίησε θαυμάσια ο Μάρκελλος, τα οποία αφήκαμεν δια συντομίαν άγραφα, αρκετά όμως είναι όσα είπομεν, να φανερώσουν την μεγάλην παρρησίαν την οποίαν είχεν ο αοίδιμος προς τον Δεσπότην Χριστόν. Επειδη δε και αυτός άνθρωπος ήτο, μικρόν ασθενήσας απήλθε προς Κύριον τη κθ΄ (29η) Δεκεμβρίου, και το μεν ηγιασμένον αυτού σώμα ετάφη εις την Ιεράν αυτού Μονήν, η δε μακαρία αυτού ψυχή ανήλθεν εις τους ουρανούς και συνευφραίνεται μετά πάντων των Αγίων, εις δόξαν Πατρός και Υιού και Αγίου Πνεύματος, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου