Σάββατο, 17 Νοεμβρίου 2018
Γρηγόριος ο εν Αγίοις Πατήρ ημών της Νεοκαισαρείας το καύχημα ήκμασε κατά τους χρόνους του βασιλέως Αυρηλιανού εν έτει σοε΄ (275), εκ γονέων Ελλήνων και απίστων ειδωλολατρών αναβλήσας, ώσπερ και το ρόδον εξ ακανθών εξέρχεται. Πολλάκις δε εξήλθον εξ απίστων γονέων παίδες πιστοί προς τον Θεόν και ευγνώμονες, οίτινες, δια την καλήν των προαίρεσιν, ως συνετοί και φρόνιμοι διέγνωσαν τον Ποιητήν της κτίσεως από τα πάνσοφα αυτού και θαυμάσια δημιουργήματα, καθώς ο μέγας Αβραάμ και έτεροι πλείστοι, οίτινες ευηρέστησαν αυτόν. Εξόχως όμως ευηρέστησε τον Θεόν ο μέγας ούτος Γρηγόριος, ο σήμερον παρ’ ημών ευφημούμενος, το της Νεοκαισαρείας μέγιστον θαύμα, ο όντως δούλος γνήσιος του Δεσπότου και της θαυματουργίας επώνυμος, όστις, επειδή ήτο καλής προαιρέσεως, εφύλαττε πάσας τας αρετάς.
Δια τούτο ο ελεήμων Θεός τον εφώτισεν
αοράτως και προς την αληθή πίστιν εχειραγώγησεν. Ούτος ο θαυμάσιος, όταν ήτο
νέος, διέτριβε με τους άλλους παίδας εις το σχολείον, ως φιλομαθής και
φρόνιμος, πλην δεν είχε τον πόθον του, ως οι άλλοι νέοι, εις παίγνια και άλλα
μάταια πράγματα, αλλά μόνον εις την αρετήν ήτο ο νους του όλος δια να μάθη την
των πραγμάτων επιστήμην και μη έχων νόμον εκ φύσεως, τα του νόμου εφύλαττε,
σωφροσύνην, λέγω, εγκράτειαν, ταπείνωσιν και τα αυτών συνακόλουθα. Αφού ετελεύτησαν οι
γονείς του, έμεινεν ελεύθερος από παν εμπόδιον και σπουδάζων επιμελώς την έξω
σοφίαν, εσοφίσθη μάλλον από την άνωθεν και εγνώρισεν ως ο Αβραάμ, ότι εάν τα
αισθητά και ορώμενα πράγματα έχουσι τοσαύτην ευαρμοστίαν και σύνεσιν, πόσην θα
έχουν εκείνα τα άφθαρτα και αόρατα, και ως πεπαιδευμένος εις πάσαν σοφίαν των
Ελλήνων και των Αιγυπτίων ηννόησε το ασύμφωνον των δογμάτων αυτών· όθεν γίνεται μαθητής του Ευαγγελίου και προ του να
αναγεννηθή με το άγιον Βάπτισμα διήγε βίον ενάρετον και πολιτείαν αμώμητον. Ήτο
δε τότε εις την Αλεξάνδρειαν της Αιγύπτου, εις την οποίαν διέτριβον όσοι
εποθούσαν να μάθουν φιλοσοφίαν ή ιατρικήν ή άλλην επιστήμην. Οι δε συμμαθηταί
αυτού ηρεθίζοντο και εφθόνουν, βλέποντες εις ένα νέον τοσαύτην σωφροσύνην και
κοσμιότητα και να υπερβαίνη εις την θαυμασίαν πολιτείαν τους γέροντας. Λοιπόν
επαρακίνησαν πόρνην τινά ωραίαν, υποσχεθέντες να της δώσουν ποσότητα τινα
αργυρίων, εάν διαβάλη αυτόν ότι την εμόλυνεν. Αύτη λοιπόν απήλθεν, όταν
συνδιελέγετο με τους συμφοιτητάς αυτού και του εζήτησε τον μισθόν της δια την
συνουσίαν, την οποίαν μετ’ αυτής δήθεν έκαμεν. Ο δε γενναίος αγωνιστής και άσειστος
στύλος της σωφροσύνης, δεν εσαλεύθη ποσώς, δεν ηττήθη το σύνολον, δεν εταράχθη,
δεν εθέλχθη υπό του κάλλους αυτής, αλλά ανδρείως αυτήν κατετρόπωσε και
κατησχυμμένην εδίωξε. Φίλοι του δε τινες, οίτινες εγνώριζον πόσον εφύλαττε την
σωφροσύνην, εσκανδαλίσθησαν και εξετάσαντες αυτήν επιμελώς μυστικά, έμαθον την
αλήθειαν, ότι τόσα χρήματα της έταξαν οι νεώτεροι· όθεν δια να μη ζημιωθή,
έσπευδε να δυσφημήση τον σώφρονα. Μαθών ταύτα ο ευλογημένος Γρηγόριος δεν
εσκανδαλίσθη ποσώς κατά των συνφοιτητών, ούτε επροφασίσθη ως αναίτιος τούτου,
αλλά έδωκεν εις αυτήν όσα χρήματα οι συκοφάνται της έταξαν, δια να μη έλθη πλέον
να του δώση άλλην ενόχλησιν. Ότε δε έλαβεν η γυνή εις τας χείρας της τα αργύρια
(ω του θαύματος!) εδαιμονίσθη η τάλαινα και πίπτουσα κατά γης έστρεφε τους
οφθαλμούς, ανέσπα τας τρίχας και τας σάρκας εξέσχιζε και απλώς έμεινε φρικτόν
θέαμα και δεν ελυτρώθη του δαίμονος, έως ου έκαμε προς Κύριον ευχήν ο
συκοφαντούμενος να την ελεήση και ούτως εθεραπεύθη η πάσχουσα· και επιστρέψασα
τα αργύρια, ωμολόγει εις πάντας εμφανώς την συκοφαντίαν, ευφημίζουσα τον
ευλογημένον Γρηγόριον. Τοιαύτα είναι της νεότητος του μεγάλου Γρηγορίου τα
διηγήματα, από τα οποία ημπορεί έκαστος να καταλάβη πόσα κατώρθωσεν ύστερον,
αφού έλαβε το της αρχιερωσύνης αξίωμα. Αφού έμαθε την έξω σοφίαν και επαιδεύθη
από τον σοφώτατον Ωριγένην την πολιτείαν του Δεσπότου Χριστού, την πάσης φιλοσοφίας
και συνέσεως γέμουσαν, απήλθεν εις την πατρίδα του, δια να μεταδώση και εις
άλλους τον πλούτον της σοφίας και γνώσεως αυτού. Πολλοί δε άρχοντες τον
παρεκάλουν εις την Αλεξάνδρειαν και εκεί εις την πατρίδα του να διδάσκη τους
παίδας αυτών, υποσχόμενοι εις αυτόν πλούτον πολύν και τιμήν ανείκαστον δια
μισθόν. Αλλ’ αυτός ο θαυμάσιος, φοβούμενος μήπως και ζημιωθή τον ουράνιον δια
τον επίγειον έπαινον, εμίσει πάσαν τιμήν και τύφον και πάντα τα ηδέα του κόσμου
ως πρόσκαιρα και επόθησε τα αεί διαμένοντα· όθεν φυγαδεύων εμάκρυνεν από τας
συγχύσεις και τους θορύβους των πόλεων· και καταλιπών πλούτον, αρχάς,
συγγένειαν, φροντίδας και μερίμνας βιοτικάς και πάσαν άλλην σαρκός ηδυπάθειαν,
εξήλθεν ως άλλος Μωϋσής εις την έρημον, μόνος μόνω τω Θεώ προσευχόμενος· όθεν
και, ως εκείνος, ηξιώθη θείας οράσεως και εμυσταγωγήθη υπό της Θεομήτορος και
του Ευαγγελιστού Ιωάννου τον όρον της αληθούς ημών πίστεως, ως κατωτέρω θέλομεν
ιστορήσει σαφέστερον. Τον καιρόν εκείνον ήτο Αρχιεπίσκοπος Αμασείας ενάρετος
τις ονόματι Φαίδιμος, όστις είχε χάριν από τον Θεόν και προέβλεπε τα μέλλοντα.
Λοιπόν γνωρίζων οποίος μέλλει να κατασταθή ο Γρηγόριος, κατέβαλε πάσαν
προσπάθειαν να τον χειροτονήση Αρχιερέα, δια να μη στερηθή η Εκκλησία τοιούτου
αγαθού και θαυμασίου ποιμένος. Αλλ’ αυτός, όσον τον εζήτουν οι απεσταλμένοι,
τοσούτον εκρύπτετο εις αβάτους τόπους και σπήλαια, φεύγων τον ανθρώπινον
έπαινον και φοβούμενος μήπως το φορτίον της Αρχιερωσύνης και η φροντίς του
ποιμνίου του εμποδίσωσι την φιλουμένην σοφίαν. Αφού δε μετήλθε πάσαν μέθοδον ο αοίδιμος
Φαίδιμος να λάβη εις την Μητρόπολιν αυτού τον Γρηγόριον και δεν ηδυνήθη, επειδή
ήτο μακράν απ’ εκεί τριών ημερών διάστημα, ορμώμενος από θείαν νεύσιν και
βούλησιν, και πεφωτισμένος εκ θείου Πνεύματος, αναβλέψας προς τον Θεόν μετά
δακρύων, εχειροτόνησε τον Άγιον Επίσκοπον της πατρίδος αυτού Νεοκαισαρείας,
ήτις είχε λαόν πολύν, πλην όλοι ήσαν ειδωλολάτραι, όχι μόνον η πόλις, αλλά και
τα περίχωρα άπαντα, και δεν επίστευον εις τον αληθή Θεόν, παρά μόνον δέκα επτά.
Όθεν δια την αιτίαν ταύτην γνωρίζων από Πνεύμα Άγιον ο μέγιστος Φαίδιμος, ότι
μέλλει να φωτίση αυτούς ο θείος Γρηγόριος, έκαμε πράγμα ασύνηθες και τον
εχειροτόνησεν απόντα και μακράν ευρισκόμενον· και αποστείλας προς αυτόν την
χειροτονίαν εγγράφως, τον ώρκιζεν εις τον Θεόν να μη γίνη παρήκοος, αλλά να
δεχθή την αξίαν και να προσπαθήση όσον ηδύνατο να προσφέρη τους αναξίους προς
Κύριον, όπως απολαύση τον μισθόν πολυπλάσιον εν τη ημέρα της κρίσεως. Ιδών
λοιπόν ο μέγας Γρηγόριος την χειροτονίαν και γνωρίσας ότι ήτο εκ Θεού, την
εδέχθη με πολλήν ταπείνωσιν. Πλην έκαμεν άγρυπνος ημέρας πολλάς, δεόμενος του
Δεσπότου να του φανερώση σαφώς το της ευσεβείας μυστήριον, δια να μη λανθασθή
και πέση εις τινα αίρεσιν, ότι τον καιρόν εκείνον ήσαν αιρέσεις διάφοροι και
είχε πόθον να εύρη την όντως αλήθειαν. Ευχόμενος λοιπόν είδεν εις οπτασίαν
ιεροπρεπή τινα και χαριέστατον Γέροντα και θαυμάζων αυτού την ευπρέπειαν, τον
ηρώτησε ποίος ήτο και διατί ήλθεν. Ο δε απεκρίνατο·
«Ο Κύριος με έστειλε να σου διαλύσω πάσαν αμφιβολίαν και να σου φανερώσω της
ευσεβούς πίστεως την ακρίβειαν». Ταύτα ακούων μετά πλείστης αγαλλιάσεως παρά
του γηραιού ο Γρηγόριος, είδε πλησίον του γυναίκα υπέρλαμπρον, από την οποίαν
εξήρχετο, βαθείας ούσης νυκτός, φως υπέρλαμπρον, η οποία είπε ταύτα εις τον
Γέροντα· «Ιωάννη, φίλε γνήσιε του Υιού και Θεού μου, φανέρωσον εις τον νέον
τούτον το της αληθείας μυστήριον». Ο δε Ευαγγελιστής, υπακούσας εις το
πρόσταγμα της Υπεραγίας Θεοτόκου, έγραψε διδασκαλίαν περί του μυστηρίου της
Αγίας Τριάδος και την έδωκεν εις τον Γρηγόριον ήτις έλεγε ταύτα: «Εις Θεός
Πατήρ Λόγου Ζώντος, Σοφίας υφεστώσης και δυνάμεως και χαρακτήρος αϊδίου.
Τέλειος τελείου Γεννήτωρ, Πατήρ Υιού Μονογενούς και εις Κύριος εκ μόνου Θεός
και Θεού Υιός. Χαρακτήρ και εικών Θεότητος, Λόγος ενεργός, Σοφία της των άλλων
συστάσεως περιεκτική και Δύναμις της όλης κτίσεως ποιητική. Υιός αληθινός
αληθινού Πατρός, αόρατος αοράτου, και άφθαρτος αφθέρτου, αθάνατος αθανάτου, και
αϊδιος αϊδίου, και εν Πνεύμα Άγιον εκ Θεού την ύπαρξιν έχον, και δια Υιού
πεφηνός (δηλαδή τοις ανθρώποις). Εικών του Υιού τελείου τελεία Ζωή, ζώντων
Αιτία, Αγιότης αγιασμού χορηγός. Εν ω φανερούται Θεός ο Πατήρ. Επί πάντων και
εν πάσι και Θεός ο Υιός, ο δια πάντων. Τριάς τελεία δόξη και αϊδιότητι και
Βασιλεία, μη μεριζομένη μηδέ απολλοτριουμένη. Ούτε ουν κτιστόν τι ή δούλον εν
τη Τριάδι, ούτε επείσακτον, ως πρότερον μεν ουχ υπάρχον, ύστερον δε επεισελθόν.
Ούτε γαρ ενέλιπε ποτέ Υιόν Πατρί ούτε Υιώ το Πνεύμα, ούτε ηυξήθη μονάς εις
δυάδα και δυάς εις Τριάδα· αλλ’ άτρεπτος και αναλλοίωτος η αυτή Τριάς αεί».
Καθώς λοιπόν ο μέγας Μωϋσής ηξιώθη να λάβη παρά Θεού τα μυστήρια και έγινε
νομοθέτης θεογνωσίας παντός του λαού, τοιαύτη οικονομία έγινε και εις τον μέγαν
Γρηγόριον. Λαβών θάρρος και παρρησίαν από ταύτην την οπτασίαν, ετοιμάζεται προς
το στάδιον και ακονίζεται προς τους αντιπάλους, έχων την συμμαχίαν της άνω
δυνάμεως. Ήτο δε τότε η πόλις εκείνη όλη κατείδωλος, βεβυθισμένη εις την των
δαιμόνων απάτην και καμμίαν Εκκλησίαν δεν είχον εις τον αληθή Θεόν, μόνον
βωμούς και καθιδρύματα εκαλλώπιζαν σεβόμενοι άψυχα ξόανα και τελούντες εις αυτά
μυσαράς εορτάς με παίγνια άσεμνα. Ταύτα γνωρίζων ο Άγιος εδεήθη του Κυρίου μετά
δακρύων να τον ενδυναμώση να τους επιστρέψη προς την αλήθειαν. Έπειτα έχων
θάρρος από την οραθείσαν οπτασίαν, εκίνησε να υπάγη προς την χώραν να κηρύξη
την ευσέβειαν και ενώ απήρχετο ενύκτωσε και έβρεχε περισσώς. Όθεν μη έχων που
αλλού να μείνη, εισήλθεν εις εν ειδωλείον επίσημον, εις το οποίον είχεν ο λαός
μεγάλην ευλάβειαν και μάλιστα οι μιαροί ιερείς, οίτινες ελάτρευον εκείνους τους
δαίμονας, οι οποίοι τους έδιδον χρησμούς και αποκρίσεις εις διάφορα ερωτήματα.
Προσμείνας λοιπόν εις τον βωμόν εκείνον ο Άγιος με την συνοδείαν του,
προσηύχετο όλην την νύκτα, κατά το σύνηθες, με ψαλμωδίας και υμνωδίας προς τον
Δεσπότην Χριστόν και το πρωϊ ανεχώρησε. Μετά ταύτα επήγεν ο νεωκόρος να
προσφέρη την βδελυράν θυσίαν εις τους δαίμονας, αλλά απόκρισιν τινά δεν έλαβεν·
όθεν εξήλθε περίλυπος και τότε ενεφανίσθη ο δαίμων λέγων· «Ο Γρηγόριος έμεινεν
αυτού και μας εδίωξε και δεν δυνάμεθα πλέον να έλθωμεν, ούτε να αποκριθώμεν ως
πρότερον». Ο δε νεωκόρος εδοκίμασε πάλιν με θυσίας και προσφοράς να τους κάμη
να έλθουν, αλλά δεν ηδυνήθη· όθεν απήλθε μετά θυμού πολλού προς τον Άγιον φοβερίζων
να τον μαστιγώση και να τον παραδώση εις τον άρχοντα, επειδή Χριστιανός ων και
εχθρός των θεών ετόλμησε να εισέλθη εις το ιερείον αυτών, να τους εξορίση από
τον οίκον των. Λέγει προς αυτόν ο Άγιος· «Ημείς προσκυνούμεν τον αληθή και
όντως Θεόν και έχομεν εξουσίαν να διώκωμεν τους δαίμονας και πάλιν να τους
προστάσσωμεν να έρχωνται». Ο δε νεωκόρος εθαύμασεν εις τούτο, και του λέγει· «Δείξε το με το έργον, κάμε τους πάλιν να εισέλθουν
εις τον βωμόν και τότε να σου πιστεύσω». Έγραψε λοιπόν ο Άγιος εις τεμάχιον
χάρτου ταύτα· «Γρηγόριος τω σατανά είσελθε». Τούτον τον χάρτην έβαλεν ο
νεωκόρος εις τον βωμόν και εισήλθε πάλιν ο δαίμων και έδωκε καθώς και πρότερον
απόκρισιν. Εκπλαγείς λοιπόν ο νεωκόρος από την εξουσίαν του Γρηγορίου, τρέχει
παρευθύς και τον φθάνει έξω της πόλεως και τον παρακαλεί να του φανερώση το της
θεογνωσίας μυστήριον, τις είναι ο Θεός εκείνος, όστις έχει υποχειρίους τους
δαίμονας. Ο δε Άγιος του απέδειξε μα συντομίαν την ακρίβειαν της αληθούς ημών
πίστεως. Τότε π νεωκόρος, θέλων να βεβαιωθή καλλίτερα, έδειξε του Αγίου ένα
μέγαν λίθον ώς περ βουνόν, όστις ήτο εκεί πλησίον και δεν ήτο δυνατόν να
σαλευθή με ανθρωπίνην δύναμιν, λέγων· «Εάν θέής να σου πιστεύσω, μετατόπισε τον
λίθον αυτόν με την δύναμιν της πίστεώς σου, και να σου γίνω υπόδουλος δια
παντός και υπήκοος». Ο δε μέγας αληθώς και πιστός του Χριστού θεράπων, μηδέν
αναβαλλόμενος μηδέ διακρινόμενος, προστάσσει τον λίθον ως έμψυχον να υπάγη εις
άλλον τόπον και παρευθύς (ω των θαυμασίων σου, Θεέ Παντοδύναμε!) εξερριζώθη ο
λίθος και απήλθεν όπου ο Άγιος τον προσέταξε. Τότε βαπτισθείς ο νεωκόρος
απηρνήθη πάντα τα εαυτού, γένος, οικίαν, γυναίκα, παίδας, φίλους, ιερωσύνην,
χρήματα, κτήματα και πάσαν άλλην απόλαυσιν και γίνεται μαθητής του μεγάλου
Γρηγορίου αντί λάτρης δαιμόνων το πρότερον. Ποίος φιλόσοφος ρήτωρ και εύγλωττος
να μεγαλύνη τοιούτον τεράστιον; Δεν χρειάζεται με λόγια αύξησιν. Λίθος από τους
λίθους μετατοπίζεται και γίνεται εις όσους προσκυνούν τους λίθους οδηγός εις
σωτηρίαν και κήρυξ της αληθούς Πίστεως, όχι με φωνήν και λόγον κηρύττων την
θείαν δύναμιν, αλλά δείχνων με την υπακοήν, την οποίαν έδειξεν, αληθή Θεόν τον
υπό του Γρηγορίου καταγγελλόμενον, εις ον πείθεται πάσα υποχείριος κτίσις, όχι
μόνον αισθητική και έμψυχος, αλλά και η άπνους τε και αναίσθητος· διότι ποίαν
ακοήν έχει ο λίθος; Ποίαν διασκευήν άρθρων και μελών; Αλλά ταύτα ενήργησεν η
του προστάξαντος δύναμις, την οποίαν κατανοήσας ο νεωκόρος εμίσησε την πλάνην
των ανισχύρων δαιμόνων και επόθησε τον όντως Θεόν, συλλογιζόμενος ότι, εάν ο
δούλος τοιαύτα ειργάζετο, ποία και πόσα δύναται να τελέση ο Κύριος και βασιλεύς
απάσης της κτίσεως; Έχων λοιπόν τοιαύτην εξουσίαν κατά των δαιμόνων ο Άγιος
εισήλθεν εις την πόλιν με παρρησίαν, όχι με ίππους και όπλα και πλήθος λαού,
αλλά με αρετάς εν κύκλω δορυφορούμενος. Έδραμον λοιπόν όλοι οι πολίται να τον
ίδουν ως θαυμάσιον, διότι ήκουσαν την τερατουργίαν και εξεπλάγησαν· και αυτοί
μεν άπαντες τον εκύτταζαν ακλινώς, αυτός δε έβλεπε προς τα κάτω και δεν εστράφη
ποσώς να ίδη κανένα· και τούτο τους έκαμε να τον θαυμάζωσι περισσότερον. Εις δε
πιστός ανήρ και πλούσιος, ονόματι Μουσώνιος, τον επήρεν εις την οικίαν του να
τον ξενίση. Ο δε Άγιος ωμίλησεν εις τον λαόν ολίγους τινάς ψυχωφελείς λόγους,
παρακινών αυτούς προς ευσέβειαν, να απαρνηθούν την Ελληνικήν ματαιότητα,
οίτινες ηυλαβήθησαν την ευταξίαν και σύνεσιν αυτού και απήλθον πολλοί εις τον
οίκον του Μουσωνίου παρακαλούντες τον Άγιον να τους κατηχήση τον λόγον της
Πίστεως. Ιδών λοιπόν αυτούς ο Άγιος προθύμους τους εθεράπευσε θαυμασίως· τούτο δε έκαμνε πάντας τους προσερχομένους εις αυτόν
και επίστευον, διότι πιστότεροι είναι οι οφθαλμοί από τα ώτα. Καθ’ εκάστην
λοιπόν επλήθυνεν ο αριθμός των πιστών θεία Χάριτι· και οι μεν νέοι εσωφρόνιζον,
οι δούλοι υπετάσσοντο εις τους κυρίους αυτών και αυτοί πάλιν εκυβερνούσαν
εκείνους φιλανθρωπότερα και απλώς έκαστος με την διδαχήν του Αγίου διωρθώνετο
και έκτισαν Εκκλησίαν εις δόξαν Θεού, μεγάλην και εύμορφον. Μετά δε καιρόν
έγινε μέγας σεισμός φοβερώτατος και όλα μεν τα παλάτια και τα άλλα μεγάλα κτίσματα,
ειδωλεία και οικίαι όλης της πόλεως έπεσαν και μόνον η αγία του Χριστού
Εκκλησία έμεινεν αβλαβής και ακίνητος και τούτο μάλλον τους εστερέωσεν εις την
πίστιν. Τόσην ευλάβειαν είχον εις τον Άγιον, ώστε τον έβαλλον κριτήν όταν είχον
διαφοράς προς αλλήλους και δεν επήγαιναν εις τους άρχοντας, βλέποντες ότι αυτός
έκρινε δικαίως και φρονίμως. Ακούσατε δε μίαν κρίσιν την οποίαν έκαμε
σολομώντειον. Δύο τινές αδελφοί, νέοι την ηλικίαν, εμοίρασαν το πράγμα του
πατρός αυτών, όστις μεταξύ των άλλων είχε και μίαν λίμνην μεγάλην πολλά και
πλουσίαν, την οποίαν ήθελεν έκαστος των αδελφών να λάβη· επειδή όμως δεν
εσυμφώνησαν να την μοιράσωσιν, εφιλονείκουν εις τούτο καιρόν πολύν. Διώρισαν
λοιπόν κριτήν τον Άγιον, όστις επήγε και ιδών αυτήν τους παρεκάλεσε να παύσουν
την φιλονεικίαν και προς αλλήλους έχθραν, να αγαπά ο εις τον άλλον με αδελφικήν
ειρήνην, ήτις είναι προτιμοτέρα του προσκαίρου κέρδους του προξενούντος
τιμωρίαν αιώνιον. Αυτά και έτερα έλεγεν ο Άγιος, όσα ήσαν προς διαλλαγήν και
ειρήνην αρμόδια, αλλά αυτοί δεν υπήκουσαν ως άτακτοι και ανήμεροι· τοσούτον δε
εθυμώθησαν, ώστε ητοιμάσθησαν να πολεμήσουν εναντίον αλλήλων. Όταν λοιπόν
επρόκειτο να κάμουν την μάχην και είχαν προς τούτο ητοιμασμένα τα όπλα και τους
ανθρώπους, επήγε την εσπέραν της προτεραίας ο Άγιος εις την λίμνην και
προσηύχετο όλην την νύκτα, δεόμενος του Παντοδυνάμου Θεού να ξηρανθή, δια να
παύσουν τα σκάνδαλα. Το πρωϊ ευρέθη η λίμνη (βαβαί της θαυματουργίας!) ξηρά και
άνυδρος και μήτε καν εις τους λάκκους έμεινεν όλως ρανίς ύδατος, αλλά εξηράνθη
εις μίαν στιγμήν η τοσούτον μεγάλη λίμνη, η προ της ευχής πελαγίζουσα. Τούτου
γενομένου ο με Άγιος απήλθεν εις το κελλίον του, οι δε αδελφοί έπαυσαν την
μάχην και πλέον δεν ήλθαν εις σκάνδαλον. Ηκούσατε, αδελφοί, ποτέ τοιαύτα
θαυμάσια; Έσχισεν ο Μωϋσής την Ερυθράν Θάλασσαν και επέρασεν όλος ο Ισραήλ· όθεν εθαυμαστώθη εις άπαντας και έως σήμερον
απανταχού ευφημίζεται, αλλά τότε μεν, έως ότου επέρασεν ο λαός, εστέκετο η
θάλασσα ωσεί τείχος εκατέρωθεν, έπειτα πάλιν έγινεν ως το πρότερον. Ομοίως ο
Ιησούς του Ναυή προσέταξε τον Ιορδάνην και εσταμάτησεν, έως ου επέρασαν
άπαντες, αλλά πάλιν μετά την περαίωσιν της Κιβωτού ηκολούθησεν ο ποταμός την
οδόν του. Ο δε Γρηγόριος ετέλεσεν όντως θαυμασιώτερον και έγινεν η πρότερον ως
θάλασσα κυματίζουσα λίμνη, χέρσος εύκαρπος και την έσπερναν ύστερον και
αποδίδουσα τον καρπόν πολυπλάσιον, πλέον λίμνη δεν έγινεν, αλλ’ έμεινεν ούτως
έως την σήμερον. Ακούσατε δε και έτερον του ρηθέντος θαυμασιώτερον. Εις το
μέρος εκείνο της Νεοκαισαρείας είναι ποταμός μέγας και φοβερός, τον οποίον
ονομάζουσι Λύκον δια τας πολλάς ζημίας τας οποίας κάμνει, όταν πλημμυρίση, εις
τα περίχωρα. Πολλάκις λοιπόν συμβαίνει εν ώρα χειμώνος, όταν διέρχεται ολησίον
της πόλεως όπου ο τόπος είναι πεδινός και στενοχωρούμενος από την πλήμμυραν των
υδάτων υπερεκχειλίζει πλαγίως εξαίφνης και σκεπάζων αγρούς, αμπελώνας και
οικοδομάς προξενεί μεγάλην ζημίαν, όχι μόνον εις τα φυτά και τα γεννήματα, αλλά
και ζώα και ανθρώπους πολλούς εθανάτωσεν. Επειδή λοιπόν ηκούσθησαν πανταχού τα
μεγάλα θαυμάσια, τα οποία ετέλει ο Άγιος, επήγαν προς αυτόν οι εγχώριοι μετά
δακρύων δεόμενοι να τους βοηθήση εις την ανάγκην των. Ο δε ευσπλαγχνιστής
αυτούς απήλθε πεζός μέχρι του ποταμού βαστών ράβδον εις την δεξιάν προς
βοήθειαν. Βλέπων λοιπόν τοσαύτην ορμήν υδάτων εθαύμασε, διότι ήτο
πλημμυρισμένος και όσον παρήρχετο η ώρα, τόσον επλήθυνε περισσότερον και έμελλε
να κάμη μεγάλην ζημίαν εις ολίγον διάστημα. Τότε ο Άγιος ως ταπεινόφρων και
μέτριος είπε προς αυτούς· «Αδελφοί, δεν δύναται ανθρωπίνη δύναμις να οροθετήση
την βιαίαν ορμήν του ύδατος, μόνον δε εις το θείον πρόσταγμα υποτάσσονται
πάντατα στοιχεία και υπακούουσι». Ταύτα ειπών ο Άγιος έλαβε θάρρος
επικαλούμενος την εξ ύψους βοήθειαν μετά αδιστάκτου πίστεως και ούτως εφύτευσε
την ράβδον του εις το χείλος του ποταμού λέγων· «Εις το όνομα του Κυρίου Ιησού
Χριστού, σε προστάσσω να μη υπερβής τούτον τον όρον, ούτε να σκεπάσης την
ράβδον μου και να ζημιώσης τους περιοίκους, αλλά να τρέχης εις την πορείαν
σου». Ταύτα ειπών και πάλιν ευξάμενος, επέστρεφε δεικνύων με το έργον ότι η
μέλλουσα θαυματουργία ήτο ενέργεια της θείας Δυνάμεως. Πράγματι εις ολίγας
ημέρας θαύμα ηκολούθει τω θαύματι και πρώτον μεν ριζωθείσα η ράβδος δένδρον
εγένετο, δεύτερον δε έγινεν όρος εκείνο το δένδρον και εμποδίζει τον ποταμόν
της ατάκτου και ακατασχέτου ορμής και γίνεται έως την σήμερον το φυτόν εκείνο
εις τους ορώντας ξένον θέαμα και διήγημα. Ότι όταν τύχη να πλημμυρίση ο Λύκος
και κατέρχεται επικοχλάζων ωσάν βροντή φοβερά τραχυνόμενος, φθένων εις το
δένδρον εκείνο του Γρηγορίου συστέλλει το ρείθρον κατά το μέσον, ώσπερ να
φοβήται να πλησιάση εις το φυτόν και απομακρύνεται ευλαβούμενος και υπακούων
εις του Αγίου το πρόσταγμα. Ω μέγα θαυμάσιον! Ω εξαίσιον τερατούργημα! Ω
μεγίστη του Γρηγορίου η δύναμις ή μάλλον ειπείν του Θεού, όστις ενήργει εις
εκείνον τα θαύματα, αντιδοξάζων τον αυτόν δοξάζοντα και προστάσσων τα στοιχεία
να του υποτάσσωνται και να μετατρέπουν την φύσιν των. Όθεν έγινεν η λίμνη γη
στερεά, και η ξηρά και άνικμος ράβδος δένδρον αειθαλές θαυμάσιον, το οποίον
φυλάττει την επωνυμίαν έως την σήμερον και το ονομάζουν βακτηρίαν του Γρηγορίου
πάντες οι του τόπου οικήτορες. Ποία άλλη θαυματουργία ηκούσθη εις τους Προφήτας
προ του Νόμου ή μετά τον Νόμον παρόμοιος; Διέβη και ο Ηλίας τον Ιορδάνην και
μετ’ αυτού ο Ελισσαίος ο κληρονόμος του, αλλά μόνον την ώραν εκείνην έγινε το
θαυμάσιον και αφού επέρασαν οι Άγιοι, έκαμνεν ο ποταμός την πορείαν του. Ο δε
Λύκος μίαν φοράν μόνον προσταχθείς από τον Γρηγόριον αναχαιτίζει το ρείθρον αεί
και πάντοτε, εξαίσιον θέαμα εις τους ορώντας φαινόμενος. Ηκούσθη λοιπόν η φήμη
αύτη εις τα περίχωρα και καθ’ εκάστην προσήρχοντο εις τον Χριστόν και
εχειροτόνει ο Άγιος Ιερείς, τους οποίους έστελλεν εις τας κώμας και τας χώρας,
ίνα κηρύττωσι την ευσέβειαν. Πλησίον της Νεοκαισαρείας υπήρχεν η πόλις Κόμανα.
Οι δε προεστώτες της πόλεως ταύτης παρεκάλεσαν τον Άγιον να λάβη τον κόπον να
έλθη έως εκεί, δια να διδάξη τον λαόν με την μελίρρυτον και πάνσοφον γλώσσαν
του, και να τους χειροτονήση Αρχιερέα τινά ενάρετον. Απήλθε λοιπόν ο Άγιος με
τους Κληρικούς και διδάξαντες αυτούς ικανών εστερεώθησαν εις την πίστιν έτι
περισσότερον βλέποντες την ένθεον αυτού πολιτείαν και τας θαυματουργίας ας
ειργάζετο. Θέλων δε να χειροτονήση τον Αρχιερέα, του έδωσαν ψήφους και δια να
μη λανθασθή και χειροτονήση ανάξιόν τινα, ανέμενε να ίδη ουρανόθεν καμμίαν
όρασιν και ηρώτα εάν ήτο κανείς από τους εψηφισμένους ενάρετος και έκαστος
επήνει τον ιδικόν του. Ο δε Άγιος απεκρίνατο· «Δεν πρέπει να βλέπετε μόνον τους
ενδεδυμένους λαμπρά και πολύτιμα ιμάτια, διότι δυνατόν είναι και μεταξύ των
ευτελών κατά το σχήμα να ευρεθή τις εναρετώτερος εις τον βίον και την ψυχήν
υψηλότερος». Ταύτα ακούσας εις πρόκριτος πλούσιος, τον οποίον είχον οι
περισσότεροι εψηφισμένον και ενόμιζεν, ότι εκείνος μέλλει να χειροτονηθή ως
περιφανέστερος, εσκανδαλίσθη εις την δικαίαν του Αγίου απόκρισιν και λέγει
ταύτα ειρωνευόμενος· «Λοιπόν, εάν προκρίνης ένα ευτελέστατον υπέρ τους
εκλεκτούς της πόλεως, καλώς θα πράξης να χειροτονήσης τον ανθρακέα Αλέξανδρον».
Τότε ο Άγιος, φωτισθείς εξ Αγίου Πνεύματος, προσέταξε να φέρωσι τον Αλέξανδρον,
όστις ήτο μεν κρυφίως ενάρετος και φρόνιμος άνθρωπος και όντως φιλόσοφος, καθώς
ύστερον εγνωρίσθη και ετελείωσε την ζωήν με μαρτύριον, έξωθεν δε εις το
φαινόμενον ήτο ευτελής και άσημος, ερρυπωμένος τας χείρας και το πρόσωπον από
τα κάρβουνα, τα οποία έκαμνε και παρημέλει εαυτόν επιταυτού ο αείμνηστος, διότι
ήτο νέος την ηλικίαν και εύμορφος, τούτο δε έκαμνε δια να μη του τύχη από τινα
πειρασμός και κινδυνεύση εις ψυχικόν θάνατον. Τούτον τον έσωθεν μεν περικαλλή
και επιφανέστατον, έξωθεν δε ησβολωμένον και άσχημον, ιδόντες οι παρεστώτες
εγέλασαν. Ο δε Άγιος εξετάσας αυτόν μυστικά, εγνώρισε την αλήθειαν και
προστάσσει τους Κληρικούς να τον πλύνουν επιμελώς, να τον ενδύσουν την
αρχιερατικήν στολήν αυτού και να τον φέρουν εις το συνέδριον, έπειτα έκαμε
διδαχήν περί Ιερωσύνης προς τον λαόν, να υποτάσσωνται εις τον Αρχιερέα εις
άπαντα. Τότε έφεραν εις το μέσον τον Αλέξανδρον και λέγει προς τον δήμον ο
Άγιος· «Ιδού έχετε Αρχιερέα πανάριστον και δεν
εσφάλατε ουδόλως εις την δικαίαν ταύτην κρίσιν, την οποίαν εκάματε, διότι με
τους οφθαλμούς ελανθάνεσθε και με την γλώσσαν άκοντες ωμολογήσατε την
αλήθειαν». Τότε εχειροτόνησεν αυτόν κατά τάξιν Αρχιερέα, προστάσσων αυτόν να
κάμη και διδαχήν εις κοινήν ωφέλειαν. Ο δε Αλέξανδρος υπακούσας εδίδαξε με
τόσην σοφίαν και σύνεσιν, ώστε εθαύμασαν άπαντες και επήνεσαν την δικαίαν ψήφον
την οποίαν ετέλεσεν ο Άγιος. Τη επαύριον, όταν επέστρεφεν εις τον θρόνον του ο
Άγιος, ιδόντες αυτόν δύο Εβραίοι εις την οδόν, συνεφώνησαν να τον περιπαίξουν
γνωρίζοντες ότι ήτο πολύ ελεήμων και εύσπλαγχνος. Έπεσε λοιπόν ο εις ως
αποθαμένος, ο δε έτερος προσεποιείτο ότι έκλαιε δια τον αιφνίδιον θάνατον του
συγγενούς του. Ενώ λοιπόν επέρνα ο Άγιος, του είπεν ο Ιουδαίος· «Σπλαγχνίσου,
Δέσποτα Άγιε, τούτον τον δυστυχή, όστις απέθανεν αιφνιδίως και δεν έχω καν ένα
ιμάτιον να τον ενταφιάσω κατά το σύνηθες». Ο δε Γρηγόριος εξέβαλε τον έξωθεν
μανδύαν, ήτοι την διπλοϊδα, και την ρίπτει επάνω εις τον ψευδόνεκρον. Αφού δε
απεμακρύνθη ο Άγιος, μεταβαλών ο ψεύστης εκείνος τον θρήνον εις γέλωτα, εφώνει
τον σύντροφον να εγερθή, ίνα το κέρδος μοιράσωσιν. Αλλ’ ω του θαύματος! ευρέθη
νεκρός κατ’ αλήθειαν, και ούτε πλέον ποσώς ηγέρθη· όθεν μεταβαλών πάλιν τον
γέλωτα εις αληθή θρήνον, ενεταφίασε τον συγγενή, διότι ο Θεός δεν θέλει να
περιγελώσι τους δούλους του. Καιρόν δε τινα διαλεγόμενος ο Άγιος εις την αγοράν
προς ωφέλειαν, εθαύμαζον οι ακούοντες τα διδάγματα. Τότε παιδίον τι είπεν εις
αυτούς ότι «Ο διδάσκαλος δεν ομιλεί αφ’ εαυτού του τα λόγια, αλλά έτερος
παρεστέκει εις αυτόν πλησίον και τον καθοδηγεί». Από τα λόγια ταύτα εγνώρισεν ο
Άγιος ότι το παιδίον είχε δαιμόνιον και εκβαλών το ωμοφόριόν του, το έβαλεν εις
το στόμα του παιδός και ευθύς το ετάραξεν ο δαίμων και πεσών κατά γης εκυλίετο
αφρίζων το στόμα και τους οφθαλμούς διαστρέφων. Ο δε Άγιος τον ιάτρευσε και
ηγέρθη ο παις τεθεραπευμένος. Εντός ολίγου καιρού από της χειροτονίας του Αγίου
Γρηγορίου εκηρύχθη εις όλην την επαρχίαν αυτού το ιερόν Ευαγγέλιον και πάντες
προσήλθον εις την αλήθειαν. Τους βωμούς των ειδώλων ηδάφισαν και πανταχού
ωκοδόμησαν Εκκλησίας εις δόξαν Θεού. Αλλά δεν υπέφερεν ο φθονερός δαίμων να
βλέπη την απάτην αυτού πεπατημένην και την αλήθειαν αναθάλλουσαν· όθεν πάλιν εξήγειρεν
εις την Ρώμην ειδωλολάτρην ηγεμόνα, όστις έστειλε πανταχού προστάγματα εις τους
άρχοντας, να κολάζουν τους Χριστιανούς, όσους δεν προσκυνήσουν τα είδωλα και να
τους δίδουν σκληρότατον θάνατον. Λοιπόν ερευνώντες διαφόρους τόπους και
Ασκητήρια, έσυρον τους πιστούς βιαίως να τελέσουν το προστασσόμενον και ήτο εις
τον λαόν όλον μεγάλη σύγχυσις και επρόδιδεν ο εις τον άλλον συγγενείς και φίλοι
δια να κερδίσωσι χρήματα. Βλέπων λοιπόν τον κίνδυνον και συμβουλευθείς μετά
τινων Κληρικών, ανεχώρησε με τον μαθητήν του εις τι όρος, έως να παύσουν τα
σκάνδαλα, όχι δια δειλίαν θανάτου, αλλά μόνον δια να φυλαχθή υγιής, να σωθούν
και έτεροι δια μέσου του. Οι δε ασεβείς, οδηγηθέντες από τινα κάκιστον, επήγαν
εις εκείνο το όρος ζητούντες τον Άγιον, όστις ιδών αυτούς από μακρόθεν, λέγει
εις τον Διάκονόν του, όστις ήτο ο νεωκόρος· «Σταμάτησον, τέκνον, μετά πίστεως,
ύψωσον τας χείρας προς τον ουρανόν και προσεύχου μετ’ εμού αδιστάκτως, μη
σαλεύσης από τον τόπον σου, καν ιδής αυτούς πλησιάζοντας». Ούτω λοιπόν αυτοί
μεν προσηύχοντο δεόμενοι του Κυρίου να τους φυλάττη από τον κίνδυνον, εάν ήτο
ευάρεστον εις Αυτόν, ει δε και ήτο συμφερώτερον δια την ψυχήν των να αποθάνουν,
να γίνη το θέλημά Του το Άγιον. Οι δε στρατιώται τους εζήτουν μετά μεγάλης
επιμελείας εις όλον το όρος· αλλά ο Θεός τους
εσκέπασε και δεν τους εγνώρισαν οι διώκοντες, νομίζοντες ότι ήσαν δένδρα· όθεν
καταβαίνοντες εκ του όρους είπον ότι ηρεύνησαν επιμελώς και δεν είδον ουδένα
άνθρωπον μόνον δύο δένδρα, το ένα από το άλλο ολίγον απέχοντα. Ταύτα ακούσας ο
καταδότης κατενύχθη, κατανοήσας το γενόμενον θαυμάσιον και ανελθών έπεσεν εις
τους πόδας του Αγίου αιτών συγχώρησιν και πιστεύσας ολοψύχως εις τον Χριστόν
εγένετο Χριστιανός ο πρώην διώκτης και ασεβέστατος. Αλλά ακούσατε και άλλο
θαυμασιώτερον. Ούτος ο παναοίδιμος με τον προορατικόν της ψυχής οφθαλμόν
έβλεπεν απ’ εκείνο το όρος όσα εγίνοντο εις το θέατρον, τους άθλους, λέγω και
τα κολαστήρια, όσα ελάμβανον οι Μάρτυρες δια την ομολογίαν της πίστεως και υπέρ
αυτών ολοψύχως εδέετο. Όθεν ενώ ηύχετο μίαν ημέραν, εδείκνυεν εις τους παρόντας
ώσπερ να ήτο εις αγώνα, να έβλεπε ξένον θέαμα και ηκροάζετο με προσοχήν ήχον
τινά εις το θέατρον· και αφού έμεινεν ούτως ώραν πολλήν ακλινής και ακίνητος,
ανευφήμησε τον Θεόν λαμπρά τη φωνή, ταύτα λέγων· «Ευλογητός Κύριος, ος ουκ έδωκεν
ημάς εις θήραν τοις οδούσιν αυτών» (Ψαλμ. ρκγ:6). Οι δε μαθηταί παρεκάλεσαν να
τους φανερώση τι έβλεπεν εις εκείνην την όρασιν· ο δε είπεν προς αυτούς· «Πτώμα
μέγα είδα την ώραν ταύτην και έπεσεν ο διάβολος νικηθείς από νεανίαν τινά
ονόματι Τρωάδιον, όστις κατήγετο από ευγενείς ανθρώπους και τον έφερον οι
δήμιοι εις τον άρχοντα, βιάζοντες αυτόν να απαρνηθή την ευσέβειαν. Αλλά με την
θείαν Δύναμιν υπέμεινεν ανδρείως όλα τα κολαστήρια και νικήσας γενναίως τον
αρχέκακον δαίμονα, έλαβε παρά Θεού τον της αθλήσεως στέφανον». Ταύτα ακούσας ο
Διάκονος εξεπλάγη δια το μεγαλείον του θαύματος, επειδή ήτο υπέρ ανθρωπίνην
φύσιν να βλέπη όσα εγίνοντο εις τόπον μακρινόν και να γνωρίζη σαφέστατα ως
ενεστώσα τα πράγματα· όθεν παρεκάλεσεν αυτόν να τον συγχωρήση, να υπάγη εις τον
τόπον, εις τον οποίον έγινε το θαυμάσιον, να βεβαιωθή την αλήθειαν. Λέγει του ο
Άγιος· «Και δεν φοβείσαι να υπάγης εις το μέσον των φονευτών, μη σου τύχη κανέν
κακόν εξ επηρείας του δαίμονος;» Ο δε είπε προς αυτόν· «Ελπίζω εις την δύναμιν
των ευχών σου, να μη μου εγγίση ουδείς πολέμιος». Τότε ο Άγιος έκαμεν ευχήν δι’
αυτόν και του επέτρεψε να αναχωρήση, εκείνος δε μετά πίστεως απελθών έφθασε το
εσπέρας έσω της πόλεως· επειδή δε η οδοιπορία ήτο μεγάλη και εκουράσθη,
εθεώρησε καλόν να πλυθή εις λουτρόν, δια να ξεκουρασθή και να επιστρέψη την
επομένην. Απελθών λοιπόν παρεκάλει τον υπηρέτην να του ανοίξη το λουτρόν. Ο δε
απεκρίνατο· «Γνώριζε ότι όσοι εισέλθουν ενταύθα
μετά την δύσιν του ηλίου αποθνήσκουσι, διότι κατοικεί εδώ εν δαιμόνιον, το
οποίον τους πνίγει». Ο δε Διάκονος, έχων το θάρρος του εις τον Κύριον,
ηνάγκασεν αυτόν και του ήνοιξεν. Έπειτα αυτός μεν εισήλθεν, ο δε υπηρέτης έφυγε
μακράν απ’ εκεί, φοβούμενος να μη κινδυνεύση και αυτός ομοίως εις θάνατον. Όταν
δε εισήλθεν ο Μοναχός εις τα ύδατα, κατεσκεύασεν ο δαίμων φοβερά και παντοδαπά
φαντάσματα και εφαίνοντο έμπροσθεν αυτού θηρία και πετεινά διάφορα, πυρ και
καπνός και άλλα φοβερά πράγματα, σεισμοί, ταραχαί, σπινθήρες φλογός και
εδείκνυον ότι ήθελον να τον αφανίσουν, ποιήσας δε εκείνος την σφραγίδα του
Τιμίου Σταυρού και τον Δεσπότην Χριστόν, δια πρεσβειών του διδασκάλου αυτού
επικαλούμενος εις βοήθειαν, ενίκησεν άπαντα τα φαντάσματα και όταν εξήρχετο από
το λουτρόν του έκαμαν πάλιν τα όμοια φόβητρα. Έπειτα εβόησε ταύτα με ανθρωπίνην
φωνήν το δαιμόνιον· «Μη νομίσης, ότι με την δύναμίν σου έφυγες τον απαραίτητον
θάνατον· ο Γρηγόριος σε ελύτρωσε». Διασωθείς λοιπόν με τοιούτον τρόπον εθαύμασε
και διηγείτο την θαυματουργίαν του Αγίου ως και τας λοιπάς όσας επετέλεσεν· και
ερευνήσας τα κατά την πόλιν των Μαρτύρων ανδραγαθήματα, εύρεν αληθέστατα όσα ο
Άγιος προεφήτευσε· και καταπλαγείς έδραμε προς αυτόν εκδιηγούμενος άπαντα. Εις
ολίγον καιρόν κατέπαυσε πάλιν ο διωγμός με του Θεού την βοήθειαν. Όθεν μεταβάς
εις την πόλιν ο Όσιος εκυβέρνα την ποίμνην του θεάρεστα· προσέταξε δε να
ερευνήσουν επιμελώς, ίνα εύρωσι τα λείψανα των Μαρτύρων, ίνα τους εορτάζωσιν,
επειδή έχυσαν δια τον Δεσπότην Χριστόν το αίμα των. Πολιτευόμενος λοιπόν βίον
άγιον και ποιμάνας καλώς τα λογικά πρόβατα ο θαυματουργός Γρηγόριος, ήλθεν ο
καιρός να υπάγη προς το ποθούμενον. Προγνωρίσας δε την μετάστασιν αυτού, έβαλε
πολλήν επιμέλειαν να μάθη πόσοι άνθρωποι μένουν εις την απιστίαν· και
εξετάσαντες ακριβώς όχι μόνον εις την πόλιν, αλλά και εις πάντα τα της
Νεοκαισαρείας περίχωρα, εύρον μόνον δεκαεπτά βεβυθισμένους εις την ασέβειαν.
Τούτο μαθών ο Άγιος, ελυπήθη μεν ολίγον δια την εκείνων απώλειαν, ηυχαρίστησε
δε τον Θεόν, όστις ενεδυνάμωσε και επίστευσαν οι επίλοιποι, έμειναν δε εις την
πλάνην μόνον τόσοι, όσους εύρε πιστούς κατά την χειροτονίαν αυτού.
Προσευξάμενος λοιπόν ικανώς εδέετο του Θεού να αξιώση τους πιστούς να
τελειώσουν τον βίον ενάρετα. Έπειτα παρήγγειλεν εις τους κληρικούς να του
κτίσωσι μεν τάφον ξεχωριστόν, να τον βάλουν όμως εις ξένον μνήμα, δια να τον
έχουν διήγημα οι μεταγενέστεροι, λέγοντες, ότι ο Γρηγόριος ούτε ζων απέκτησε
πράγμα ίδιον, ως πάροικος τε και παρεπίδημος, ούτε καν ενός νομίσματος χωράφιον
εξουσίασεν, ούτε μετά θάνατον ηθέλησε να τον βάλουν εις τάφον ίδιον, αλλά εις
αλλότριον, ως ξένον και άπορον, ότι άλλο δεν επόθει ο τρισμακάριος ειμή μόνον
την πλουσίαν ακτημοσύνην και την επιστροφήν των Ελλήνων εις την ευσέβειαν και
εις τούτο είχεν όλην του την σπουδήν. Εις την αρχήν μάλιστα, όταν έλαβε την
αξίαν της αρχιερωσύνης, ετέλεσε την εξής θαυματουργίαν δια της οποίας επίστευσε
πλήθος ανθρώπων. Συνήθειαν είχον εις την πόλιν εκείνην και ετελούσαν εορτήν
πάνδημον, εις την οποίαν συναγόμενοι άπαντες εχόρευον με τραγούδια και άλλα όσα
οι δαίμονες χαίρονται και τους οποίους επεκαλούντο εις βοήθειαν οι ανόητοι. Ο
δε Άγιος ακούσας τας βλασφημίας εσκανδαλίσθη και τους ωργίσθη, ευθύς δε έπεσεν
εις αυτούς τοσούτον θανατικόν, ώστε μετεστράφη όλη η χαρά των εις θρηνωδίαν απαραμύθητον,
διότι κατέφλεγεν ως φλόγα πυρός τους οίκους αυτών η ασθένεια και δεν έφθαναν οι
ζώντες να ενταφιάζουν τους αποθνήσκοντας. Γνωρίσαντες δε την αιτίαν της νόσου,
έτρεχον προς τον Άγιον μετά δέους και ταπεινότητος ικετεύοντες να κάμη δέησιν
προς τον Θεόν αυτού να παύση ο θάνατος και τότε να πιστεύσωσιν εις αυτόν. Ο δε
ευσπλαγχνισθείς επήγαινεν εις τους οίκους των και καθώς εισήρχετο εις ενός
εκάστου τον οίκον, ηφανίζετο η ασθένεια και ούτω πάντες εθεραπεύθησαν. Έδραμε
λοιπόν αυτή η φήμη εις όλην την πόλιν και όλοι εφήμιζαν τον Γρηγόριον
προσπίπτοντες εις αυτόν και ευχαριστούντες ως ιατήρα των παθών άμισθον και
σωτήρα πάντων επιεικέστατον. Ούτως εφανερώθη δια των έργων η ευσέβεια και
επίστευσαν εις τον Χριστόν, αφού είδον τοιούτον θαυμάσιον και εγνώρισαν ότι
έκαμεν η ασθένεια περισσοτέραν ωφέλειαν από την υγείαν, επειδή όταν ήσαν
εύρωστοι κατά το σώμα, ασθενούσαν κατά το πνεύμα και δεν ηδύναντο να γνωρίσωσι
την αλήθειαν, δια δε της σωματικής ασθενείας ηννόησαν την πονηρίαν των ειδώλων
και επίστευσαν εις τον αληθή Πανάγαθον Θεόν. Είναι και άλλα πολλά μνήμης άξια
του μεγάλου Γρηγορίου υπερθαύμαστα και τεράστια, τα οποία χάριν συντομίας δεν
εγράψαμεν, φθάνουσιν όμως τα ολίγα ταύτα, ίνα εννοήση έκαστος την προς το Θεόν
παρρησίαν και δύναμιν του Αγίου. Ας μη απιστήση δε τις εις τα ρηθέντα τεράστια,
ότι καθώς τα γράφει ο Άγιος Συμεών ο Μεταφραστής, ούτω και εγώ τα μετεγλώττισα
συντομώτερα ολίγον δια βραχύτητα και όλοι γνωρίζουσιν ότι ουδέν ψευδές έγραψεν
ούτος ο Άγιος. Αλλά τι θαυμαστόν αφού ο Δεσπότης ημών έταξεν εις το Ιερόν
Ευαγγέλιον, ότι όποιος έχει πίστιν εις Αυτόν, θα κάμη μεγαλύτερα θαύματα από
όσα εκείνος ετέλεσεν; Ιδού λοιπόν επληρώθη του αληθεστάτου Χριστού η πρόρρησις
εις τον μέγαν τούτον Γρηγόριον, όστις με την δύναμιν και βοήθειαν Εκείνου
εποίησε τεράστια πάσαν ακοήν υπερβαίνοντα. Ούτος λοιπόν γενόμενος Επίσκοπος τω
σμ΄ (240) έτει ως αληθής ποιμήν και ουχί μισθωτός ποιμάνας τα λογικά θρέμματα
εν οσιότητι και δικαιοσύνη και μέγας γενόμενος εν σωφροσύνη και ακτημοσύνη και
ταις λοιπαίς αρεταίς, ετελεύτησε τη ιζ΄ (17) Νοεμβρίου περί το έτος σοε΄ (275)
και τον ενεταφίασαν εις ξένον μνημείον καθώς παρήγγειλεν. Η δε μακαρία ψυχή του
απήλθεν εις την αιώνιον ευφροσύνην και αγαλλίασιν, ης γένοιτο πάντας ημάς
επιτυχείν Χάριτι και φιλανθρωπία Χριστού, ω η δόξα εις τους αιώνας. Αμήν.
Τη ΙΖ΄ (17η) Νοεμβρίου, μνήμη του εν Αγίοις
πατρός ημών ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ Νεοκαισαρείας του θαυματουργού.
Γρηγόριος ο εν Αγίοις Πατήρ ημών της Νεοκαισαρείας το καύχημα ήκμασε κατά τους χρόνους του βασιλέως Αυρηλιανού εν έτει σοε΄ (275), εκ γονέων Ελλήνων και απίστων ειδωλολατρών αναβλήσας, ώσπερ και το ρόδον εξ ακανθών εξέρχεται. Πολλάκις δε εξήλθον εξ απίστων γονέων παίδες πιστοί προς τον Θεόν και ευγνώμονες, οίτινες, δια την καλήν των προαίρεσιν, ως συνετοί και φρόνιμοι διέγνωσαν τον Ποιητήν της κτίσεως από τα πάνσοφα αυτού και θαυμάσια δημιουργήματα, καθώς ο μέγας Αβραάμ και έτεροι πλείστοι, οίτινες ευηρέστησαν αυτόν. Εξόχως όμως ευηρέστησε τον Θεόν ο μέγας ούτος Γρηγόριος, ο σήμερον παρ’ ημών ευφημούμενος, το της Νεοκαισαρείας μέγιστον θαύμα, ο όντως δούλος γνήσιος του Δεσπότου και της θαυματουργίας επώνυμος, όστις, επειδή ήτο καλής προαιρέσεως, εφύλαττε πάσας τας αρετάς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου