Άννα
η Οσία Μήτηρ ημών εγεννήθη εις το Βυζάντιον, από ευλαβή τινα έγγαμον Διάκονον
του εν Βλαχέρναις Ναού της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου, ονόματι Ιωάννου·
αφ’ ου δε απεβίωσαν οι γονείς της, εφρόντισεν η μάμμη της να την ενώση δια
γάμου με άνδρα ευλαβέστατον, μετά του οποίου απέκτησε δύο τέκνα. Ελθών όμως
τότε από το όρος του Ολύμπου ο εκ πατρός θείος της, Μοναχός ων ασκητικώτατος
και διορατικώτατος, του οποίου μολονότι έκοψε την γλώσσαν Λέων Γ΄ ο Ίσαυρος, ο
εικονομάχος, ο βασιλεύσας κατά τα έτη ψιζ΄- ψμα΄ (717 – 741), εν τούτοις ελάλει
ανεμποδίστως, ούτος, λέγω, άμα είδε την ανεψιάν του ταύτην Άνναν, φωτισθείς υπό
της Χάριτος του Παναγίου Πνεύματος, είπεν ως προορατικός ταύτα, τα οποία
εφανέρωναν την μέλλουσαν προκοπήν της Αγίας·
«Διατί ηνώσατε με άνδρα την Άνναν, η οποία μόνον εις αγώνας και πόνους ασκητικούς αποβλέπει»; Ταύτα δε ειπών εκείνος και ευχηθείς αυτήν, ανεχώρησεν. Αφ’ ου δε παρήλθον έτη τινά και κατεβιβάσθησαν εις τα πέταυρα του Άδου οι δυσσεβείς βασιλείς Λέων Γ΄ ο Ίσαυρος και ο τούτου μιαρώτατος γόνος Κωνσταντίνος ο Κοπρώνυμος, έτι δε και ο του Κοπρωνύμου υιός Λέων Δ΄ ο Χάζαρος, ανήλθον δε εις τον θρόνον ο Κωνσταντίνος ΣΤ΄ και η Ειρήνη, οι Ορθόδοξοι και πιστότατοι βασιλείς, οι βασιλεύσαντες εν έτει ψπ΄ (780), τότε μαθόντες αυτοί τους πειρασμούς και τα βάσανα, όσα υπέστη από τον θηριώνυμον Λέοντα και τον Κοπρώνυμον Κωνσταντίνον ο αγιώτατος θείος της Οσίας Άννης, έστειλαν και τον έφεραν δια να λάβουν την ευχήν και την ευλογίαν του Αγίου τούτου ανδρός. Αφ’ ου δε συνεβούλευσεν εκείνος τους βασιλείς τα συμφέροντα προς την ευαρέστησιν του Θεού και ητοιμάζετο πάλιν να αναχωρήση από την Κωνσταντινούπολιν και να υπάγη εις την ησυχίαν, είπε προς την ανεψιάν του ταύτην Άνναν, η οποία εκυοφόρει τότε το δεύτερον αυτής τέκνον· «Ανδρίζου τέκνον, και ίσχυε, διότι «πολλαί αι θλίψεις των δικαίων» (Ψαλμ. λγ: 20). Γνώριζε δε, ότι αν δεν σκεπάσης τον άνδρα σου εις τον τάφον, δεν θέλεις γεννήσει το παιδίον, το οποίον έχεις τώρα εν τη κοιλία σου». Επληρώθη δε και η προφητεία αύτη του Οσίου, διότι μετά τον έκτον μήνα απέθανεν ο σύζυγος αυτής. Θρηνήσασα λοιπόν η Άννα πικρώς δια τον θάνατον του ανδρός της, κατεξήρανε τον εαυτόν της εκ της λύπης. Αφ’ ου δε εγέννησε και απεγαλάκτισε το νεώτερον αυτό τέκνον της, το παρέδωκεν εις τας χείρας του ετέρου θείου της, εκράτησε δε παρ’ εαυτή το έτερον τέκνον, το οποίον ήτο ολίγον μεγαλύτερον και επεδόθη εις τους ασκητικούς αγώνας. Οποίοι δε και πόσοι ήσαν οι αγώνες της, εκείνη μόνη η μακαρία τους εγνώριζεν, επειδή εις το κρυπτόν τούτους μετεχειρίζετο, αποφεύγουσα την δόξαν των ανθρώπων. Εις τους αγώνας τούτους της ασκήσεως ευρισκομένης της Αγίας, έρχεται πάλιν από τον Όλυμπον ο διορατικώτατος εκείνος θείος της· η δε Άννα, τούτον ιδούσα, έπεσεν εις τους πόδας του και εζήτει την ευλογίαν του. Ο δε είπε προς αυτήν· «Ενδυναμού εν Κυρίω, τέκνον· που είναι το παιδίον σου;» Η δε απεκρίθη· «Το μεν νεώτερον παρέδωκα εις τον αδελφόν σου και μετά Θεόν ευεργέτην μου, το δε άλλο ευρίσκεται μετ’ εμού». Ταύτα δε ειπούσα και άλλα τινά λόγια προσθέσασα, τα οποία είναι ίδια λυπημένης καρδίας, εκάλεσε και τα δύο τέκνα της και τα παρέστησεν εις τον τίμιον Γέροντα. Παρεκάλει δε αυτόν μετά δακρύων λέγουσα· «Εύξαι, ω Πάτερ τίμιε, δια τα τέκνα μου ταύτα». Ο δε Γέρων είπε· «Δεν έχουσιν αυτά ανάγκην ευχής». Τούτο ακούσασα η Άννα, βαρέως το εδέχθη και εκ βάθους καρδίας στενάξασα είπεν· «Αλλοίμονον εις εμέ την αμαρτωλήν! Τι άραγε μέλλει να γίνωσι τα κατ’ εμέ;» Και ο Γέρων είπε· «Δεν σου είπον, τέκνον, ότι πολλαί αι θλίψεις των δικαίων; Εάν δε ημείς δεν υπομείνωμεν θλίψεις και πειρασμούς, δεν δυνάμεθα να σωθώμεν· διότι ούτως είναι πρέπον και αρεστόν εις τον Θεόν». Η δε Άννα λέγει· «Μήπως, Πάτερ μου, εφάνη εύλογον εις τον Δεσπότην Χριστόν να μεταστήση εις την εκεί ζωήν τα ανήλικα ταύτα τέκνα μου»; Και ο γέρων απεκρίθη· «Καλώς είπας, θύγατερ, διότι εντός ολίγου θέλει τα αφαιρέσει από σε ο Κύριος». Η δε Άννα, ευχαριστήσασα τον Θεόν, καθώς ήτο πρέπον και πεσούσα εις τους πόδας του τιμίου Γέροντος, έλαβε την ευχήν και ευλογίαν του. Μετά δε την αναχώρησιν του Γέροντος ήρχισε να διαμοιράζη τα υπάρχοντά της εις τους πτωχούς δια των δύο χειρών της. Επειδή δε μετ’ ολίγον καιρόν απέθανον και τα δύο της τέκνα, εθρήνησε μεν ταύτα μετά δακρύων, διαμοιράσασα δε εις τους πτωχούς και τα υπόλοιπα πράγματα, τα οποία της εναπέμειναν, περιήρχετο τας Εκκλησίας προσκυνούσα, προσευχομένη και ανάπτουσα τας κανδήλας των Αγίων Εικόνων. Τέλος, ευρούσα η Οσία Μοναχόν τινα από τον Όλυμπον, εκουρεύθη παρ’ αυτού και έγινε Μοναχή· φορέσασα δε έσωθεν ανδρικά ενδύματα και έξωθεν γυναικεία ανεχώρησε κρυφίως χωρίς να την αντιληφθή τις και επήγεν εις τα μέρη του Ολύμπου. Εκεί απορρίψασα τελείως τα γυναικεία ενδύματα και μόνον τα ανδρικά φορούσα, εισήλθεν εντός του Κοινοβίου και συνωμίλησε με τον θυρωρόν, λέγουσα, ότι έχει μεγάλην επιθυμίαν να συναντήση τον Ηγούμενον. Ο θυρωρός ανήγγειλε τούτο εις τον Ηγούμενον, ο οποίος εκάλεσεν αυτήν· η δε Άννα, παρασταθείσα έμπροσθεν του Ηγουμένου, ερρίφθη εις τους πόδας του και εζήτει την συνήθη ευλογίαν. Ο Ηγούμενος, αφ’ ου την ηυλόγησεν, ήγειρεν αυτήν, νομίζων δε ότι είναι ανήρ ευνούχος την ηρώτησε· «Διατί ήλθες εις ημάς, αδελφέ; Και ποίον είναι το όνομά σου»; Η δε Άννα απεκρίθη· «Το μεν αίτιον, δια το οποίον ήλθον εδώ, Πάτερ άγιε, είναι το πλήθος των αμαρτιών μου, ίνα δηλαδή ησυχάσω εις το υπόλοιπον διάστημα της ζωής μου και δια της ησυχίας εύρω ίλεων τον Θεόν εν τη ημέρα της κρίσεως, αν και είμαι πάντη ανάξιος· ονομάζομαι δε Ευφημιανός». Ο δε Ηγούμενος είπε προς αυτήν· «Εάν έχης, τέκνον, τοιούτον λογισμόν και ποθής αληθώς την σωτηρίαν σου, φεύγε την παρρησίαν· επειδή η φύσις των ευνούχων ευκόλως κυριεύεται από τους εμπαθείς λογισμούς». Ταύτα δε ειπών και την συνηθισμένην ποιήσας ευχήν, συνηρίθμησεν αυτήν μετά των λοιπών αδελφών του Κοινοβίου. Η δε αοίδιμος Άννα τόσον πολύ προώδευεν, ώστε έγινεν εις όλους τους Μοναχούς του Κοινοβίου τύπος και παράδειγμα πάσης αρετής και μάλιστα της ταπεινότητος. Ο δε υπηρέτης της Οσίας, τον οποίον είχεν αφήσει εις τον οίκον της δια να οικονομήση τα πράγματά της, καθώς τον διέταξεν, βλέπων την απουσίαν της κυρίας του, εξήλθεν εις αναζήτησιν αυτής. Απαντήσας δε τον Μοναχόν εκείνον, ο οποίος έκειρε την Οσίαν Μοναχήν, ηρώτα αυτόν, εάν γνωρίζη, που ευρίσκεται η κυρία του εκείνη, η τα γήϊνα καταλιπούσα και επιζητούσα τα ουράνια. Ο δε Μοναχός απεκρίθη· «Ότι μεν έμαθον την περί εκείνης υπόθεσιν, τούτο δεν δύναμαι να αρνηθώ· που δε τώρα ευρίσκεται δεν γνωρίζω· αλλά ελθέ να συμπορευθώμεν εις το δείνα Μοναστήριον». Φθάσαντες δε εις αυτό, ηρώτησαν επιτηδείως τον θυρωρόν, πληροφορηθέντες δε ότι ευνούχος τις ευρίσκεται εκεί, αντελήφθησαν ότι μέσα εις τα δίκτυα έχουσι το κυνήγιον, ήτοι ότι ευρίσκεται η Οσία εντός του Μοναστηρίου· όθεν παρεκάλεσαν τον θυρωρόν να αναγγείλη εις τον ευνούχον, ότι τον ζητούσιν ο τάδε και ο δείνα. Η δε Οσία ταύτα ακούσασα και μη δυναμένη άλλως να πράξη, εξήλθεν εις υπάντησιν αυτών· ο δε κουρεύσας αυτήν Μοναχός, δεικνύων τον συνοδοιπόρον του, λέγει εις την Οσίαν· «Ιδού ο πιστότατός σου διάκονος και οικονόμος, όστις πολλά έπαθεν έως τώρα δια την αναζήτησίν σου, ιδού, λέγω, είναι παρών και αν θέλης, ας υπάγωμεν εις το ιδικόν μας Μοναστήριον». Ταύτα ακούσασα η Οσία και θέλουσα να φυλάξη την υπακοήν εις τον Γέροντά της, προσήλθεν εις τον Ηγούμενον και εζήτησε την ευλογίαν εκείνου ως και των λοιπών αδελφών και ούτως εξήλθεν από το Κοινόβιόν της και μετέβη εις το άλλο Μοναστήριον, ομού με τον αναδεχθέντα αυτήν εις το άγιον σχήμα Μοναχόν και τον υπηρέτην της. Διατρίψασα δε εκεί αρκετόν καιρόν και θεαρέστως πολιτευομένη εποίησε θαύματα άπειρα· όθεν επειδή η φήμη των θαυμάτων διεδόθη εις πάμπολλα μέρη, ένεκα τούτου ήλθον πολλοί κοσμικοί εις το Μοναστήριον δια να γίνωσι Μοναχοί, αλλ’ η στενότης του Μοναστηρίου ημπόδιζε την αύξησιν των προσερχομένων. Δια τούτο ο Ηγούμενος του Μοναστηρίου εκείνου, εμπνευσθείς από τον Θεόν, εδηλοποίησε δια γραμμάτων εις τον τότε Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως Άγιον Ταράσιον τα θαυμάσια έργα του Μοναχού Ευφημιανού και ότι επειδή διεκωδωνίσθησαν τα τοιαύτα θαύματά του συνέδραμον πολύ πλήθος ανθρώπων εις το Μοναστήριον ίνα μονάσωσι, πλην δεν εχώρουν εις αυτό, διότι ήτο πολύ στενόν και μικρότατον. Ο δε Πατριάρχης, ταύτα μαθών, συνεφώνησε με τον του Ηγουμένου θείον σκοπόν και έδωκεν εις αυτόν δωρεάν τόπον τινά κρημνισμένον· όθεν ο Ηγούμενος, τούτον λαβών, εις διάστημα ολίγων ετών έκτισεν εις αυτόν Μοναστήριον εκ θεμελίων, το οποίον ονομάζεται τώρα Μοναστήριον των Αβραμιτών. Εις τούτο δε το Μοναστήριον διέταξε την Οσίαν Άνναν να διανύση τον υπόλοιπον χρόνον της ζωής της. Αφ’ ου δε εγένετο τούτο, κατέστη περιβόητος εις όλους η αγγελική ζωή της μακαρίας Άννης. Όθεν επληθύνοντο καθ’ εκάστην ημέραν οι προσερχόμενοι εις το Μοναστήριον. Ο μισόκαλος όμως εχθρός, φθονών την προκοπήν της Αγίας και θέλων να λυπήση αυτήν, ενέσπειρε ζιζάνια εις τινα Μοναχόν μεν κατά το σχήμα, κατά δε τα έργα και πράγματα φίλον όντα του χαιρεκάκου δαίμονος· όθεν μετήρχετο αυτός το απαραίτητον έργον του διαβόλου, δηλαδή το να εκτοξεύη ύβρεις αισχράς εναντίον της Οσίας, διότι ήτο ευνούχος, και το να κατηγορή αυτήν φανερά. Αλλ’ η μακαρία εκείνη εις ουδέν ελογίζετο τας κατηγορίας, μάλλον δε και ως ευεργεσίας ταύτας ενόμιζε. Γυνή δε τις θεοφιλής, ακούσασα τους αισχρούς και βδελυρούς λόγους, τους οποίους έλεγε κατά της Οσίας ο τη αληθεία αισχρός Μοναχός, όστις και εφάνη ότι ήτο φονεύς εις το ύστερον, ταύτα, λέγω, ακούσασα, του είπε· «Πρόσεχε, αδελφέ, μήπως αυτός τον οποίον κατηγορείς δεν είναι ευνούχος, ουδέ εμπαθής, καθώς υπολαμβάνεις, αλλά γυνή, και γυνή απαθής. Και τότε συ μεν μέλλεις να λάβης την γέενναν του πυρός δια τας κατηγορίας σου, θα μολύνης όμως και εκείνους, οι οποίοι σε ακροάζονται, κατηγορούντα την απαθή. Επειδή πρό τινων ετών γυνή τις, διαμοιράσασα τα υπάρχοντά της εις τους πτωχούς, έγινεν αφανής και πρόσεξε μήπως είναι αυτή η ιδία, την οποίαν συ λέγεις ευνούχον εμπαθή και εκ τούτου καταδικάζεις την ψυχήν σου εις απώλειαν». Ο δε μιαρός εκείνος και δόλιος Μοναχός, αντί να συσταλή, προσέθεσεν εις την πονηρίαν του και τούτον τον λόγον, τον οποίον ήκουσεν, ήτοι εκήρυττεν εις όλους, ότι ήτο γυνή. Προσεπάθει δε ο ανόσιος να εύρη ευκαιρίαν τινά δια να κρημνίση την Αγίαν εις κατηφορικόν τόπον, ούτως ώστε κρημνιζομένης ταύτης να ανασυρθώσι τα ενδύματά της και ίδη αυτήν γεγυμνωμένην και γνωρίση το βέβαιον, εάν είναι γυνή ή όχι. Ποιήσας δε τούτο ο μυσαρός, δεν είδε μεν τίποτε, έγινεν όμως ημίξηρος, τιμωρηθείς υπό της θείας δυνάμεως. Όθεν αναχωρήσας από το Μοναστήριον, μετέβη εις την πατρίδα του· εκεί δε ευρισκόμενος συνελήφθη ως υπεύθυνος δι’ έγκλημα φόνου και ούτως ο άθλιος κρεμασθείς εις την αγχόνην, απέρρηξε την μιαράν του ψυχήν. Η δε Αγία, αφ’ ενός μεν επειδή ευφημίσθη εκ τούτου και αφ’ ετέρου δια να αποφύγη τα σκάνδαλα, επορεύθη εις τα μέρη του καλουμένου Στενού, έχουσα μεθ’ εαυτής δύο Μοναχούς, Ευστάθιον και Νεόφυτον ονομαζομένους, και εκεί ευρούσα Εκκλησίαν, ήτις είχεν ύδωρ και ολίγον κήπον, κατώκησεν εις αυτήν. Μετά παρέλευσιν δε ετών τινών, προσκληθείσα υπό τινων Μοναχών, ανεχώρησεν απ’ εκεί και επήγεν εις το Βυζάντιον κατά τα μέρη του Σίγματος, ένθα διήνυσε το υπόλοιπον της ζωής της οσίως και θεαρέστως, θαύματα πολλά και ιατρείας χαρισαμένη εις εκείνους, όσοι προσέτρεχον εις αυτήν. Και ούτως η μακαρία εν ειρήνη προς τον ποθούμενον Χριστόν εξεδήμησεν.
«Διατί ηνώσατε με άνδρα την Άνναν, η οποία μόνον εις αγώνας και πόνους ασκητικούς αποβλέπει»; Ταύτα δε ειπών εκείνος και ευχηθείς αυτήν, ανεχώρησεν. Αφ’ ου δε παρήλθον έτη τινά και κατεβιβάσθησαν εις τα πέταυρα του Άδου οι δυσσεβείς βασιλείς Λέων Γ΄ ο Ίσαυρος και ο τούτου μιαρώτατος γόνος Κωνσταντίνος ο Κοπρώνυμος, έτι δε και ο του Κοπρωνύμου υιός Λέων Δ΄ ο Χάζαρος, ανήλθον δε εις τον θρόνον ο Κωνσταντίνος ΣΤ΄ και η Ειρήνη, οι Ορθόδοξοι και πιστότατοι βασιλείς, οι βασιλεύσαντες εν έτει ψπ΄ (780), τότε μαθόντες αυτοί τους πειρασμούς και τα βάσανα, όσα υπέστη από τον θηριώνυμον Λέοντα και τον Κοπρώνυμον Κωνσταντίνον ο αγιώτατος θείος της Οσίας Άννης, έστειλαν και τον έφεραν δια να λάβουν την ευχήν και την ευλογίαν του Αγίου τούτου ανδρός. Αφ’ ου δε συνεβούλευσεν εκείνος τους βασιλείς τα συμφέροντα προς την ευαρέστησιν του Θεού και ητοιμάζετο πάλιν να αναχωρήση από την Κωνσταντινούπολιν και να υπάγη εις την ησυχίαν, είπε προς την ανεψιάν του ταύτην Άνναν, η οποία εκυοφόρει τότε το δεύτερον αυτής τέκνον· «Ανδρίζου τέκνον, και ίσχυε, διότι «πολλαί αι θλίψεις των δικαίων» (Ψαλμ. λγ: 20). Γνώριζε δε, ότι αν δεν σκεπάσης τον άνδρα σου εις τον τάφον, δεν θέλεις γεννήσει το παιδίον, το οποίον έχεις τώρα εν τη κοιλία σου». Επληρώθη δε και η προφητεία αύτη του Οσίου, διότι μετά τον έκτον μήνα απέθανεν ο σύζυγος αυτής. Θρηνήσασα λοιπόν η Άννα πικρώς δια τον θάνατον του ανδρός της, κατεξήρανε τον εαυτόν της εκ της λύπης. Αφ’ ου δε εγέννησε και απεγαλάκτισε το νεώτερον αυτό τέκνον της, το παρέδωκεν εις τας χείρας του ετέρου θείου της, εκράτησε δε παρ’ εαυτή το έτερον τέκνον, το οποίον ήτο ολίγον μεγαλύτερον και επεδόθη εις τους ασκητικούς αγώνας. Οποίοι δε και πόσοι ήσαν οι αγώνες της, εκείνη μόνη η μακαρία τους εγνώριζεν, επειδή εις το κρυπτόν τούτους μετεχειρίζετο, αποφεύγουσα την δόξαν των ανθρώπων. Εις τους αγώνας τούτους της ασκήσεως ευρισκομένης της Αγίας, έρχεται πάλιν από τον Όλυμπον ο διορατικώτατος εκείνος θείος της· η δε Άννα, τούτον ιδούσα, έπεσεν εις τους πόδας του και εζήτει την ευλογίαν του. Ο δε είπε προς αυτήν· «Ενδυναμού εν Κυρίω, τέκνον· που είναι το παιδίον σου;» Η δε απεκρίθη· «Το μεν νεώτερον παρέδωκα εις τον αδελφόν σου και μετά Θεόν ευεργέτην μου, το δε άλλο ευρίσκεται μετ’ εμού». Ταύτα δε ειπούσα και άλλα τινά λόγια προσθέσασα, τα οποία είναι ίδια λυπημένης καρδίας, εκάλεσε και τα δύο τέκνα της και τα παρέστησεν εις τον τίμιον Γέροντα. Παρεκάλει δε αυτόν μετά δακρύων λέγουσα· «Εύξαι, ω Πάτερ τίμιε, δια τα τέκνα μου ταύτα». Ο δε Γέρων είπε· «Δεν έχουσιν αυτά ανάγκην ευχής». Τούτο ακούσασα η Άννα, βαρέως το εδέχθη και εκ βάθους καρδίας στενάξασα είπεν· «Αλλοίμονον εις εμέ την αμαρτωλήν! Τι άραγε μέλλει να γίνωσι τα κατ’ εμέ;» Και ο Γέρων είπε· «Δεν σου είπον, τέκνον, ότι πολλαί αι θλίψεις των δικαίων; Εάν δε ημείς δεν υπομείνωμεν θλίψεις και πειρασμούς, δεν δυνάμεθα να σωθώμεν· διότι ούτως είναι πρέπον και αρεστόν εις τον Θεόν». Η δε Άννα λέγει· «Μήπως, Πάτερ μου, εφάνη εύλογον εις τον Δεσπότην Χριστόν να μεταστήση εις την εκεί ζωήν τα ανήλικα ταύτα τέκνα μου»; Και ο γέρων απεκρίθη· «Καλώς είπας, θύγατερ, διότι εντός ολίγου θέλει τα αφαιρέσει από σε ο Κύριος». Η δε Άννα, ευχαριστήσασα τον Θεόν, καθώς ήτο πρέπον και πεσούσα εις τους πόδας του τιμίου Γέροντος, έλαβε την ευχήν και ευλογίαν του. Μετά δε την αναχώρησιν του Γέροντος ήρχισε να διαμοιράζη τα υπάρχοντά της εις τους πτωχούς δια των δύο χειρών της. Επειδή δε μετ’ ολίγον καιρόν απέθανον και τα δύο της τέκνα, εθρήνησε μεν ταύτα μετά δακρύων, διαμοιράσασα δε εις τους πτωχούς και τα υπόλοιπα πράγματα, τα οποία της εναπέμειναν, περιήρχετο τας Εκκλησίας προσκυνούσα, προσευχομένη και ανάπτουσα τας κανδήλας των Αγίων Εικόνων. Τέλος, ευρούσα η Οσία Μοναχόν τινα από τον Όλυμπον, εκουρεύθη παρ’ αυτού και έγινε Μοναχή· φορέσασα δε έσωθεν ανδρικά ενδύματα και έξωθεν γυναικεία ανεχώρησε κρυφίως χωρίς να την αντιληφθή τις και επήγεν εις τα μέρη του Ολύμπου. Εκεί απορρίψασα τελείως τα γυναικεία ενδύματα και μόνον τα ανδρικά φορούσα, εισήλθεν εντός του Κοινοβίου και συνωμίλησε με τον θυρωρόν, λέγουσα, ότι έχει μεγάλην επιθυμίαν να συναντήση τον Ηγούμενον. Ο θυρωρός ανήγγειλε τούτο εις τον Ηγούμενον, ο οποίος εκάλεσεν αυτήν· η δε Άννα, παρασταθείσα έμπροσθεν του Ηγουμένου, ερρίφθη εις τους πόδας του και εζήτει την συνήθη ευλογίαν. Ο Ηγούμενος, αφ’ ου την ηυλόγησεν, ήγειρεν αυτήν, νομίζων δε ότι είναι ανήρ ευνούχος την ηρώτησε· «Διατί ήλθες εις ημάς, αδελφέ; Και ποίον είναι το όνομά σου»; Η δε Άννα απεκρίθη· «Το μεν αίτιον, δια το οποίον ήλθον εδώ, Πάτερ άγιε, είναι το πλήθος των αμαρτιών μου, ίνα δηλαδή ησυχάσω εις το υπόλοιπον διάστημα της ζωής μου και δια της ησυχίας εύρω ίλεων τον Θεόν εν τη ημέρα της κρίσεως, αν και είμαι πάντη ανάξιος· ονομάζομαι δε Ευφημιανός». Ο δε Ηγούμενος είπε προς αυτήν· «Εάν έχης, τέκνον, τοιούτον λογισμόν και ποθής αληθώς την σωτηρίαν σου, φεύγε την παρρησίαν· επειδή η φύσις των ευνούχων ευκόλως κυριεύεται από τους εμπαθείς λογισμούς». Ταύτα δε ειπών και την συνηθισμένην ποιήσας ευχήν, συνηρίθμησεν αυτήν μετά των λοιπών αδελφών του Κοινοβίου. Η δε αοίδιμος Άννα τόσον πολύ προώδευεν, ώστε έγινεν εις όλους τους Μοναχούς του Κοινοβίου τύπος και παράδειγμα πάσης αρετής και μάλιστα της ταπεινότητος. Ο δε υπηρέτης της Οσίας, τον οποίον είχεν αφήσει εις τον οίκον της δια να οικονομήση τα πράγματά της, καθώς τον διέταξεν, βλέπων την απουσίαν της κυρίας του, εξήλθεν εις αναζήτησιν αυτής. Απαντήσας δε τον Μοναχόν εκείνον, ο οποίος έκειρε την Οσίαν Μοναχήν, ηρώτα αυτόν, εάν γνωρίζη, που ευρίσκεται η κυρία του εκείνη, η τα γήϊνα καταλιπούσα και επιζητούσα τα ουράνια. Ο δε Μοναχός απεκρίθη· «Ότι μεν έμαθον την περί εκείνης υπόθεσιν, τούτο δεν δύναμαι να αρνηθώ· που δε τώρα ευρίσκεται δεν γνωρίζω· αλλά ελθέ να συμπορευθώμεν εις το δείνα Μοναστήριον». Φθάσαντες δε εις αυτό, ηρώτησαν επιτηδείως τον θυρωρόν, πληροφορηθέντες δε ότι ευνούχος τις ευρίσκεται εκεί, αντελήφθησαν ότι μέσα εις τα δίκτυα έχουσι το κυνήγιον, ήτοι ότι ευρίσκεται η Οσία εντός του Μοναστηρίου· όθεν παρεκάλεσαν τον θυρωρόν να αναγγείλη εις τον ευνούχον, ότι τον ζητούσιν ο τάδε και ο δείνα. Η δε Οσία ταύτα ακούσασα και μη δυναμένη άλλως να πράξη, εξήλθεν εις υπάντησιν αυτών· ο δε κουρεύσας αυτήν Μοναχός, δεικνύων τον συνοδοιπόρον του, λέγει εις την Οσίαν· «Ιδού ο πιστότατός σου διάκονος και οικονόμος, όστις πολλά έπαθεν έως τώρα δια την αναζήτησίν σου, ιδού, λέγω, είναι παρών και αν θέλης, ας υπάγωμεν εις το ιδικόν μας Μοναστήριον». Ταύτα ακούσασα η Οσία και θέλουσα να φυλάξη την υπακοήν εις τον Γέροντά της, προσήλθεν εις τον Ηγούμενον και εζήτησε την ευλογίαν εκείνου ως και των λοιπών αδελφών και ούτως εξήλθεν από το Κοινόβιόν της και μετέβη εις το άλλο Μοναστήριον, ομού με τον αναδεχθέντα αυτήν εις το άγιον σχήμα Μοναχόν και τον υπηρέτην της. Διατρίψασα δε εκεί αρκετόν καιρόν και θεαρέστως πολιτευομένη εποίησε θαύματα άπειρα· όθεν επειδή η φήμη των θαυμάτων διεδόθη εις πάμπολλα μέρη, ένεκα τούτου ήλθον πολλοί κοσμικοί εις το Μοναστήριον δια να γίνωσι Μοναχοί, αλλ’ η στενότης του Μοναστηρίου ημπόδιζε την αύξησιν των προσερχομένων. Δια τούτο ο Ηγούμενος του Μοναστηρίου εκείνου, εμπνευσθείς από τον Θεόν, εδηλοποίησε δια γραμμάτων εις τον τότε Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως Άγιον Ταράσιον τα θαυμάσια έργα του Μοναχού Ευφημιανού και ότι επειδή διεκωδωνίσθησαν τα τοιαύτα θαύματά του συνέδραμον πολύ πλήθος ανθρώπων εις το Μοναστήριον ίνα μονάσωσι, πλην δεν εχώρουν εις αυτό, διότι ήτο πολύ στενόν και μικρότατον. Ο δε Πατριάρχης, ταύτα μαθών, συνεφώνησε με τον του Ηγουμένου θείον σκοπόν και έδωκεν εις αυτόν δωρεάν τόπον τινά κρημνισμένον· όθεν ο Ηγούμενος, τούτον λαβών, εις διάστημα ολίγων ετών έκτισεν εις αυτόν Μοναστήριον εκ θεμελίων, το οποίον ονομάζεται τώρα Μοναστήριον των Αβραμιτών. Εις τούτο δε το Μοναστήριον διέταξε την Οσίαν Άνναν να διανύση τον υπόλοιπον χρόνον της ζωής της. Αφ’ ου δε εγένετο τούτο, κατέστη περιβόητος εις όλους η αγγελική ζωή της μακαρίας Άννης. Όθεν επληθύνοντο καθ’ εκάστην ημέραν οι προσερχόμενοι εις το Μοναστήριον. Ο μισόκαλος όμως εχθρός, φθονών την προκοπήν της Αγίας και θέλων να λυπήση αυτήν, ενέσπειρε ζιζάνια εις τινα Μοναχόν μεν κατά το σχήμα, κατά δε τα έργα και πράγματα φίλον όντα του χαιρεκάκου δαίμονος· όθεν μετήρχετο αυτός το απαραίτητον έργον του διαβόλου, δηλαδή το να εκτοξεύη ύβρεις αισχράς εναντίον της Οσίας, διότι ήτο ευνούχος, και το να κατηγορή αυτήν φανερά. Αλλ’ η μακαρία εκείνη εις ουδέν ελογίζετο τας κατηγορίας, μάλλον δε και ως ευεργεσίας ταύτας ενόμιζε. Γυνή δε τις θεοφιλής, ακούσασα τους αισχρούς και βδελυρούς λόγους, τους οποίους έλεγε κατά της Οσίας ο τη αληθεία αισχρός Μοναχός, όστις και εφάνη ότι ήτο φονεύς εις το ύστερον, ταύτα, λέγω, ακούσασα, του είπε· «Πρόσεχε, αδελφέ, μήπως αυτός τον οποίον κατηγορείς δεν είναι ευνούχος, ουδέ εμπαθής, καθώς υπολαμβάνεις, αλλά γυνή, και γυνή απαθής. Και τότε συ μεν μέλλεις να λάβης την γέενναν του πυρός δια τας κατηγορίας σου, θα μολύνης όμως και εκείνους, οι οποίοι σε ακροάζονται, κατηγορούντα την απαθή. Επειδή πρό τινων ετών γυνή τις, διαμοιράσασα τα υπάρχοντά της εις τους πτωχούς, έγινεν αφανής και πρόσεξε μήπως είναι αυτή η ιδία, την οποίαν συ λέγεις ευνούχον εμπαθή και εκ τούτου καταδικάζεις την ψυχήν σου εις απώλειαν». Ο δε μιαρός εκείνος και δόλιος Μοναχός, αντί να συσταλή, προσέθεσεν εις την πονηρίαν του και τούτον τον λόγον, τον οποίον ήκουσεν, ήτοι εκήρυττεν εις όλους, ότι ήτο γυνή. Προσεπάθει δε ο ανόσιος να εύρη ευκαιρίαν τινά δια να κρημνίση την Αγίαν εις κατηφορικόν τόπον, ούτως ώστε κρημνιζομένης ταύτης να ανασυρθώσι τα ενδύματά της και ίδη αυτήν γεγυμνωμένην και γνωρίση το βέβαιον, εάν είναι γυνή ή όχι. Ποιήσας δε τούτο ο μυσαρός, δεν είδε μεν τίποτε, έγινεν όμως ημίξηρος, τιμωρηθείς υπό της θείας δυνάμεως. Όθεν αναχωρήσας από το Μοναστήριον, μετέβη εις την πατρίδα του· εκεί δε ευρισκόμενος συνελήφθη ως υπεύθυνος δι’ έγκλημα φόνου και ούτως ο άθλιος κρεμασθείς εις την αγχόνην, απέρρηξε την μιαράν του ψυχήν. Η δε Αγία, αφ’ ενός μεν επειδή ευφημίσθη εκ τούτου και αφ’ ετέρου δια να αποφύγη τα σκάνδαλα, επορεύθη εις τα μέρη του καλουμένου Στενού, έχουσα μεθ’ εαυτής δύο Μοναχούς, Ευστάθιον και Νεόφυτον ονομαζομένους, και εκεί ευρούσα Εκκλησίαν, ήτις είχεν ύδωρ και ολίγον κήπον, κατώκησεν εις αυτήν. Μετά παρέλευσιν δε ετών τινών, προσκληθείσα υπό τινων Μοναχών, ανεχώρησεν απ’ εκεί και επήγεν εις το Βυζάντιον κατά τα μέρη του Σίγματος, ένθα διήνυσε το υπόλοιπον της ζωής της οσίως και θεαρέστως, θαύματα πολλά και ιατρείας χαρισαμένη εις εκείνους, όσοι προσέτρεχον εις αυτήν. Και ούτως η μακαρία εν ειρήνη προς τον ποθούμενον Χριστόν εξεδήμησεν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου