Επειδή το Άγιον Όρος πάντοτε και ήτο και είναι ο πρόβολος και το
στήριγμα της πασχούσης εν τη Ανατολή Εκκλησίας, δια τούτο οι Λατίνοι, ίνα
καταστρέψωσι το θεμελιώδες τούτο στήριγμα της Ορθοδοξίας, εισεπήδησαν ποτε και
εις αυτό, πείθοντες δια λόγων, εξαπατώντες δια χρημάτων και υποσχέσεων, και
καταναγκάζοντες δια των απειλών και της τυραννικής μέχρι μαρτυρίου βίας, όπως
αναγνωρισθή και εν τω Αγίω Όρει η εξουσία του Πάπα της Ρώμης. Πλην όμως ολίγοι
τινές δειλοκάρδιοι επείθοντο εις τούτο· οι δε πλείονες αυτών επεσφράγισαν δια
του ιδίου αίματος την εαυτών ομολογίαν, και δια της σταθερότητος αυτών
εξήλεγξαν την ιερόσυλον του Πάπα οικειοποίησιν της εξουσίας και του πεπλασμένου
ονόματος ως τοποτηρητού του Χριστού, όστις εις και μόνος και ήτο και είναι και
θα είναι εις τους αιώνας, η κεφαλή της Αγίας αυτού Εκκλησίας. Ίνα δε
παρεκκλίνωσι οι Μοναχοί του Αγίου Όρους εις τα της Ρώμης και του Πάπα σαθρά
δόγματα, συνήργει δυστυχώς και ο τότε αυτοκράτωρ της Κωνσταντινουπόλεως Μιχαήλ
ο Παλαιολόγος, και ο Πατριάρχης αυτής Ιωάννης Βέκκος.
Ούτοι λοιπόν ήλθον εις το Άγιον Όρος μετά στρατιωτικής δυνάμεως, και αφού έπραξαν εκείνα τα οποία έπραξαν εις τας άλλας Μονάς, ήλθον τελευταίον και εις την Ιεράν Μονήν του Ζωγράφου, πυρ και μανίαν πνέοντες κατά των οικούντων αυτήν Μοναχών. Κατ’ εκείνον δε τον φρικτόν και φοβερόν δια το Άγιον Όρος καιρόν, πλησίον της Μονής Ζωγράφου ηγωνίζετο κατά μόνας εις Μοναχός, έχων συνήθειαν ιεράν να αναγινώσκη πολλάκις καθ’ εκάστην τον Ακάθιστον Ύμνον της Θεοτόκου ενώπιον της θείας Εικόνος αυτής. Εν μια λοιπόν των ημερών, ότε εις τα χείλη του Γέροντος αντηχούσεν ο Αρχαγγελικός ασπασμός της Υπεραγίας Παρθένου Μαρίας, το «Χαίρε», ακούει αίφνης ο Γέρων εκ της αγίας αυτής Εικόνος τους εξής λόγους· «Χαίρε και συ, Γέρων του Θεού»! ο δε Γέρων εγένετο έντρομος. «Μη φοβού», εξηκολούθησεν ησύχως η εκ της Εικόνος θεομητορική φωνή, «αλλ’ απελθών ταχέως εις την Μονήν, ανάγγειλον εις τους αδελφούς και εις τον Καθηγούμενον ότι οι εχθροί εμού τε και του Υιού μου επλησίασαν. Όστις λοιπόν υπάρχει ασθενής τω πνεύματι, εν υπομονή ας κρυφθή, έως ότου παρέλθη ο πειρασμός· οι δε επιθυμούντες μαρτυρικούς στεφάνους ας παραμείνωσιν εν τη Μονή· άπελθε λοιπόν ταχέως». Υπακούσας ο Γέρων εις τε την φωνήν και την θέλησιν της Πανάγνου Δεσποίνης ημών, και καταλιπών την κέλλαν αυτού, έδραμεν όσον ηδύνατο ταχύτερον εις την Μονήν, ίνα παράσχη εις τους αδελφούς τρόπον και καιρόν να εμψυχωθώσι και να σκεφθώσιν ωρίμως έκαστος αυτών περί του προκειμένου κινδύνου· αλλά μόλις ο Γέρων έφθασεν εις την πύλην της Μονής, και ιδού βλέπει την εις το κελλίον αυτού αγίαν Εικόνα της Θεομήτορος, ενώπιον της οποίας ανεγίνωσκε προ ολίγου τον Ακάθιστον Ύμνον, και παρ’ αυτής ήκουσε την ανωτέρω φωνήν, ισταμένην επί των πυλών της Μονής. Όθεν μετά κατανύξεως και ευλαβείας πεσών ενώπιον αυτής και προσκυνήσας έλαβεν αυτήν· και ούτω ομού με την αγίαν Εικόνα παρουσιάσθη προς τον Καθηγούμενον. Ακούσαντες δε οι αδελφοί τον επικείμενον κίνδυνον εταράχθησαν μεγάλως· και οι μεν ασθενέστεροι αυτών ταχέως εκρύβησαν εις τα όρη και σπήλαια· είκοσι δε και εξ Μοναχοί, μετά των οποίων και ο Καθηγούμενος, έμειναν εις την Μονήν και εισήλθον εντός του Πύργου, αναμένοντες τους εχθρούς αυτών και προσδοκώντες τους μαρτυρικούς στεφάνους. Μετ’ ολίγον έφθασαν και οι Λατίνοι μετά των λατινοφρόνων, οίτινες κατ’ αρχάς δι’ όλης της δυνάμεως και της ρητορικής τέχνης των Δυτικών παρεκίνουν τους Μοναχούς, ίνα ανοίξωσιν εις αυτούς τας πύλας της Μονής και αναγνωρίσωσι τον Πάπαν κεφαλήν της οικουμενικής Εκκλησίας, υποσχόμενοι το έλεος αυτού του Πάπα και πλήθος χρυσίου· οι δε Μοναχοί ηρώτησαν από τον Πύργον τους Λατίνους, λέγοντες: «Και τις είπεν εις υμάς ότι ο ιδικός σας Πάπας είναι η κεφαλή της Εκκλησίας; πόθεν η τοιαύτη παρ’ υμίν διδασκαλία; Εις ημάς κεφαλή της Εκκλησίας είναι ο Χριστός! Ευκολώτερον ημείς αποφασίζομεν ίνα αποθάνωμεν ή να υποχωρήσωμεν, ώστε να μολυνθή ο ιερός ούτος τόπος υπό της ιδικής σας βίας και τυραννίας· δεν ανοίγομεν τας πύλας της Μονής. Αναχωρήσατε εντεύθεν»! Οι δε Λατίνοι εφώνησαν μανιωδώς· «Και λοιπόν, αφού το θέλετε, απαθάνετε». Και ευθύς συναθροίσαντες πλήθος φρυγάνων και ξύλων περί τον Πύργον, κατέκαυσαν αυτούς· και η μεν φλοξ εξαρθείσα υψηλά διεχύθη εις τον αέρα· οι δε Μοναχοί ουδόλως υποχωρήσαντες της πνευματικής αυτών κατοικίας, δοξάζοντες και ευλογούντες τον Κύριον και ευχόμενοι υπέρ των εχθρών αυτών παρέδωκαν τας αγίας αυτών ψυχάς εις χείρας Θεού. Ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Ούτοι λοιπόν ήλθον εις το Άγιον Όρος μετά στρατιωτικής δυνάμεως, και αφού έπραξαν εκείνα τα οποία έπραξαν εις τας άλλας Μονάς, ήλθον τελευταίον και εις την Ιεράν Μονήν του Ζωγράφου, πυρ και μανίαν πνέοντες κατά των οικούντων αυτήν Μοναχών. Κατ’ εκείνον δε τον φρικτόν και φοβερόν δια το Άγιον Όρος καιρόν, πλησίον της Μονής Ζωγράφου ηγωνίζετο κατά μόνας εις Μοναχός, έχων συνήθειαν ιεράν να αναγινώσκη πολλάκις καθ’ εκάστην τον Ακάθιστον Ύμνον της Θεοτόκου ενώπιον της θείας Εικόνος αυτής. Εν μια λοιπόν των ημερών, ότε εις τα χείλη του Γέροντος αντηχούσεν ο Αρχαγγελικός ασπασμός της Υπεραγίας Παρθένου Μαρίας, το «Χαίρε», ακούει αίφνης ο Γέρων εκ της αγίας αυτής Εικόνος τους εξής λόγους· «Χαίρε και συ, Γέρων του Θεού»! ο δε Γέρων εγένετο έντρομος. «Μη φοβού», εξηκολούθησεν ησύχως η εκ της Εικόνος θεομητορική φωνή, «αλλ’ απελθών ταχέως εις την Μονήν, ανάγγειλον εις τους αδελφούς και εις τον Καθηγούμενον ότι οι εχθροί εμού τε και του Υιού μου επλησίασαν. Όστις λοιπόν υπάρχει ασθενής τω πνεύματι, εν υπομονή ας κρυφθή, έως ότου παρέλθη ο πειρασμός· οι δε επιθυμούντες μαρτυρικούς στεφάνους ας παραμείνωσιν εν τη Μονή· άπελθε λοιπόν ταχέως». Υπακούσας ο Γέρων εις τε την φωνήν και την θέλησιν της Πανάγνου Δεσποίνης ημών, και καταλιπών την κέλλαν αυτού, έδραμεν όσον ηδύνατο ταχύτερον εις την Μονήν, ίνα παράσχη εις τους αδελφούς τρόπον και καιρόν να εμψυχωθώσι και να σκεφθώσιν ωρίμως έκαστος αυτών περί του προκειμένου κινδύνου· αλλά μόλις ο Γέρων έφθασεν εις την πύλην της Μονής, και ιδού βλέπει την εις το κελλίον αυτού αγίαν Εικόνα της Θεομήτορος, ενώπιον της οποίας ανεγίνωσκε προ ολίγου τον Ακάθιστον Ύμνον, και παρ’ αυτής ήκουσε την ανωτέρω φωνήν, ισταμένην επί των πυλών της Μονής. Όθεν μετά κατανύξεως και ευλαβείας πεσών ενώπιον αυτής και προσκυνήσας έλαβεν αυτήν· και ούτω ομού με την αγίαν Εικόνα παρουσιάσθη προς τον Καθηγούμενον. Ακούσαντες δε οι αδελφοί τον επικείμενον κίνδυνον εταράχθησαν μεγάλως· και οι μεν ασθενέστεροι αυτών ταχέως εκρύβησαν εις τα όρη και σπήλαια· είκοσι δε και εξ Μοναχοί, μετά των οποίων και ο Καθηγούμενος, έμειναν εις την Μονήν και εισήλθον εντός του Πύργου, αναμένοντες τους εχθρούς αυτών και προσδοκώντες τους μαρτυρικούς στεφάνους. Μετ’ ολίγον έφθασαν και οι Λατίνοι μετά των λατινοφρόνων, οίτινες κατ’ αρχάς δι’ όλης της δυνάμεως και της ρητορικής τέχνης των Δυτικών παρεκίνουν τους Μοναχούς, ίνα ανοίξωσιν εις αυτούς τας πύλας της Μονής και αναγνωρίσωσι τον Πάπαν κεφαλήν της οικουμενικής Εκκλησίας, υποσχόμενοι το έλεος αυτού του Πάπα και πλήθος χρυσίου· οι δε Μοναχοί ηρώτησαν από τον Πύργον τους Λατίνους, λέγοντες: «Και τις είπεν εις υμάς ότι ο ιδικός σας Πάπας είναι η κεφαλή της Εκκλησίας; πόθεν η τοιαύτη παρ’ υμίν διδασκαλία; Εις ημάς κεφαλή της Εκκλησίας είναι ο Χριστός! Ευκολώτερον ημείς αποφασίζομεν ίνα αποθάνωμεν ή να υποχωρήσωμεν, ώστε να μολυνθή ο ιερός ούτος τόπος υπό της ιδικής σας βίας και τυραννίας· δεν ανοίγομεν τας πύλας της Μονής. Αναχωρήσατε εντεύθεν»! Οι δε Λατίνοι εφώνησαν μανιωδώς· «Και λοιπόν, αφού το θέλετε, απαθάνετε». Και ευθύς συναθροίσαντες πλήθος φρυγάνων και ξύλων περί τον Πύργον, κατέκαυσαν αυτούς· και η μεν φλοξ εξαρθείσα υψηλά διεχύθη εις τον αέρα· οι δε Μοναχοί ουδόλως υποχωρήσαντες της πνευματικής αυτών κατοικίας, δοξάζοντες και ευλογούντες τον Κύριον και ευχόμενοι υπέρ των εχθρών αυτών παρέδωκαν τας αγίας αυτών ψυχάς εις χείρας Θεού. Ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου