Δευτέρα, 9 Ιουλίου
2018
Παγκρατίου Ιερομάρτ., Διονυσίου ρήτορος.
Τη Θ΄ (9η) Ιουλίου, μνήμη του Αγίου
Ιερομάρτυρος ΠΑΓΚΡΑΤΙΟΥ Επισκόπου Ταυρομενίας.
Παγκράτιος ο Άγιος Ιερομάρτυς, ο Επίσκοπος Ταυρομενίας, έσχε γονείς
καταγομένους από τα όρια της Αντιοχείας, οίτινες ήκμαζον κατά τον καιρόν όπου
συγκατέβη ο Υιός και Λόγος του Θεού και εγένετο δια τον άνθρωπον άνθρωπος, ο
φιλάνθρωπος. Ούτοι ακούσαντες τα εξαίσια θαυμάσια, τα οποία ετέλει ο Δεσπότης
Χριστός εις τα Ιεροσόλυμα, μετέβησαν εκεί ομού μετά του υιού των Παγκρατίου και
ακούοντες την γλυκυτάτην διδαχήν του Σωτήρος επίστευσαν εις Αυτόν και
βαπτισθέντες εις το όνομα της Αγίας Τριάδος, επέστρεψαν εις τον οίκον των,
αινούντες τον Κύριον. Μετά δε πολύν καιρόν, ζήσαντες ευσεβώς, ετελεύτησαν, ο δε
Παγκράτιος έμεινεν εις τον οίκον των, προκόπτων εις σοφίαν και σύνεσιν και εις
μελέτην των θείων Γραφών και ανάγνωσιν. Μετά δε την Ανάληψιν του Κυρίου ημών
Ιησού Χριστού, κηρύττων ο Απόστολος Πέτρος εις τας πόλεις και χώρας τον λόγον
του Θεού, ήλθε και εις τα μέρη του Πόντου, όπου ο Παγκράτιος υπεδέχθη αυτόν
ασμένως ως Απόστολον του Σωτήρος Χριστού και εφιλοξένησε πλουσιοπαρόχως μεθ’
όλης αυτού της συνοδείας.
Εκ της διδασκαλίας του Αγίου Αποστόλου Πέτρου
επίστευσαν πολλοί, τους οποίους και εβάπτισε μεθ’ όλων των υπηρετών του
Παγκρατίου, χειροτονήσας Επίσκοπον ένα σοφώτατον και ευλαβή Χριστιανόν,
Μαξιμίνον ονόματι. Ο δε Παγκράτιος έδωσεν όλην του την περιουσίαν ως
ελεημοσύνην εις τους πτωχούς και το υπόλοιπον εδώρησεν εις τους δούλους του,
ειπών· «Ιδού χαρίζω εις σας την ελευθερίαν και όλα μου τα υπάρχοντα τα
ευρισκόμενα εις τον οίκον μου, ήτοι χρυσόν, άργυρον, λίθους τιμίους, ιμάτια και
άπαντα τα ακίνητά μου, αμπελώνας και χωράφια. Ο Δεσπότης μας Χριστός να σας
στηρίξη εις τον φόβον Αυτού, διότι εγώ αναχωρώ μετά του Αποστόλου, ίνα
κηρύξωμεν το άγιον Ευαγγέλιον». Ταύτα καλώς οικονομήσας ο πάνσοφος, έπεσεν εις
τους πόδας του θείου Αποστόλου Πέτρου, ειπών: «Εις χείρας Θεού και εις την
ψυχήν σου, Απόστολε του Χριστού, παραδίδομαι». Ο δε Πέτρος εδίδαξε τους
πιστεύσαντας να φυλάττουν την ευσέβειαν ανόθευτον και το Άγιον Βάπτισμα
αμόλυντον. Να υπομένουν πάσαν κακοπάθειαν δια την πίστιν και αυτόν τον θάνατον,
δια την Βασιλείαν των ουρανών. Με τούτον και άλλους σωτηρίους λόγους αφού
εστήριξεν αυτούς αρκετά, κατήλθε μετά του Παγκρατίου εις την θάλασσαν και
ευρόντες πλοίον ανεχώρησαν εις Αντιόχειαν. Εις ταύτην εύρον ένα των Αποστόλων
απεσταλμένον από τα Ιεροσόλυμα, Μαρκιανόν ονόματι, όστις επέστρεψε πολλούς εις
την ευσέβειαν. Τούτους βαπτίσας ο Πέτρος, εστερέωσε δια της διδαχής και πολλά
θαυμάσια έκαμε, θεραπεύων πάσαν ασθένειαν και διώκων από τους ανθρώπους
δαιμόνια. Έπειτα είπε προς τους Μαρκιανόν και Παγκράτιον· «Λάβετε, τέκνα μου,
και σεις τον κλήρον της Επισκοπής και υπάγετε εις τα μέρη της Δύσεως, ίνα
κηρύξετε τον Χριστόν, καθώς γνωρίζετε». Χειροτονήσας δε αυτούς Επισκόπους τους
απέλυσε. Κατελθόντες όθεν εκείνοι εις τον αιγιαλόν, κατ’ οικονομίαν Θεού εύρον
δύο πλοία από την Σικελίαν, άτινα ήσαν έτοιμα να αναχωρήσωσι και ανήγγειλαν
τούτο εις τον Απόστολον. Όστις κατελθών εις τα πλοία συνωμίλησε μετά των
ναυτών, οίτινες ιδόντες τους Αποστόλους ενδεδυμένους την άνωθεν δόξαν,
ηυλαβήθησαν αυτούς. Αφού δε ήκουσαν τον λόγον του Θεού, επεφοίτησεν εις αυτούς
η χάρις του Παναγίου Πνεύματος και πιστεύσαντες εβαπτίσθησαν άπαντες. Αποχαιρετήσαντες
λοιπόν τον Πέτρον εν αγίω φιλήματι, ο μεν Μαρκιανός εισήλθεν εις το πλοίον του
Ρωμύλου, εις δε το του Λυκαονίδου ο Παγκράτιος. Μεθ’ ημέρας τινάς έφθασεν ο
Παγκράτιος εις ένα τόπον της Σικελίας καλούμενον Φάλκωνα, όπου ήτο κήπος
παλαιός μιας γυναικός, Φαλκωνίλας ονόματι, ήτις εγέννησεν υιόν και τον ωνόμασε
Φάλκωνα. Ούτος ήτο πολύ ωραίος. Διερχόμενος δε τον κήπον, απέθανεν αιφνιδίως
και ενεταφίασαν αυτόν εκεί, κτίσαντες επ’ ονόματι αυτού ναόν μέγαν και
ωραιότατον. Επί δε του τάφου του Φάλκωνος έστησαν είδωλον μέγα πελεκητόν,
λίθινον, όπερ ωνόμασαν θεόν Φάλκωνα και προς το οποίον εθυσίασαν τρεις νέους
και εβδομήκοντα τρεις μόσχους εκλεκτούς, έκτοτε δε κατ’ έτος ετέλουν οι
πεπλανημένοι ταύτην την μιαράν θυσίαν, οι μιαροί εις τους μιαρούς δαίμονας. Ως
δε εξήλθεν από το πλοίον ο ιερός Παγκράτιος και εστάθη, κρατών ως ράβδον ένα
Σταυρόν, εφώναξαν οι δαίμονες, οίτινες κατώκουν εντός του ειδώλου και, σείοντες
τούτο ισχυρώς, έλεγον ταύτα κλαίοντες· «Ω θεέ Φάλκων, πυρ έφθασε δια να σε
αποσυνθέση. Ο Υιός του Θεού, ο γεννηθείς από την Παρθένον Μαρίαν, έστειλεν εδώ
ρομφαίαν, ως αστραπήν, ήτις τον μεν τόπον όλον τούτον εφώτισεν, ημάς δε
εφόβησεν. Ω Λυκαονίδη, πως τον έφερες εδώ και δεν κατεκάη το πλοίον σου»; Τότε
ο Παγκράτιος εσημείωσεν επ’ αυτού το σημείον του Σταυρού, ορκίζων τους δαίμονας
να παύσουν τας φωνάς και τους θορύβους και οι δαίμονες ευθύς εσιώπησαν. Τότε ο
Λυκαονίδης είπε προς τον Παγκράτιον· «Μη πλησιάσης εις τον ακάθαρτον αυτόν
Φάλκωνα, διότι πολλούς εθανάτωσεν». Ο δε ιερός Παγκράτιος απεκρίθη· «Ημείς έχομεν
την χάριν του Αγίου Πνεύματος κι δεν φοβούμεθα δαίμονας. Ελθέ όθεν μεθ’ ημών
δια να ίδης την δόξαν του Θεού και την απώλειαν του Φάλκωνος». Κρατών δε εις
χείρας τον Σταυρόν, το ιερόν Ευαγγέλιον και την εικόνα του Δεσπότου Χριστού,
επλησίασε προς τον μιαρόν βωμόν και στραφείς κατ’ Ανατολάς εδεήθη προς τον
αληθινόν Θεόν, να του δώση σοφίαν και δύναμιν, ίνα επιστρέψη τους εγχωρίους εις
την ευσέβειαν, να εκδιώξη εκείθεν τους δαίμονας. Μετά δε την ευχήν, εβόησεν
ειπών· «Ορκίζω σας εις την Αγίαν Τριάδα, ακάθαρτοι δαίμονες, να σηκώσετε τον
αναίσθητον Φάλκωνα και τον βωμόν όλον καθώς ευρίσκεται και να ρίψετε μακράν εις
το πέλαγος έως τριάκοντα στάδια, μετ’ αυτών δε να βυθισθήτε και σεις». Ευθύς δε
με τον λόγον του Αγίου, ω του θαύματος!
μέγας κτύπος ηκούσθη και εφάνησαν οι δαίμονες ως πλήθος κοράκων και
γυπών, οίτινες αρπάσαντες το είδωλον, έρριψαν τούτο εις την θάλασσαν. Ο
Λυκαονίδης τότε εθαύμασεν. Έπειτα εζήτησεν από τον Άγιον συγχώρησιν δια να
μεταφέρη τα δώρα εις τον ηγεμόνα της νήσου, Βονιφάτιον καλούμενον και εις τον
πολιτάρχην Αυρηλιανόν, καθώς ήτο συνήθεια. Είπε τότε προς αυτόν ο Άγιος· «Ύπαγε
εις ειρήνην και βλέπε, μη σε χωρίση τις από την αγάπην του Χριστού». Απελθών δε
ο Λυκαονίδης παρέδωκεν εις τον ηγεμόνα δώρα πολύτιμα. Ο δε ηγεμών, δεχθείς
ταύτα, ηρώτησεν αυτόν δια τα μέρη της Ανατολής και πως διάγουσιν οι εκεί
άρχοντες. Ο Λυκαονίδης τότε απεκρίθη· «Μεγάλην ειρήνην έχουσιν όλαι αι
επαρχίαι. Διότι η ειρήνη του μεγάλου και αληθινού Θεού επεσκίασεν αυτάς και
σώζει τους εις Αυτόν πιστεύοντας». Διηγήθη δε εις τον ηγεμόνα το μέγα θαύμα,
όπερ ετέλεσεν ο Άγιος και εκήρυξε τον Χριστόν, διηγούμενος άπαντα όσα είδε και
ήκουσε λεγόμενα παρά του Παγκρατίου. Ενώ δε συνωμίλουν, ήλθον εκεί άπαντες οι
μιαροί ιερείς, ολολύζοντες και εφώναζον ατάκτως λέγοντες· «Μέγα κακόν μας
συνέβη, ηγεμών κράτιστε, διότι ο ποθητός μας θεός Φάλκων εξηφανίσθη μεθ’ όλου
του περιφήμου ναού, εις σημείον ώστε ουδέ καν ο τόπος του θυσιαστηρίου φαίνεται
πλέον». Είπε τότε ο Βονιφάτιος· «Ιερείς των μεγάλων θεών της Ταυρομενίας,
υπάγετε και εξετάσατε ακριβώς μήπως οι θεοί ήθελον περισσοτέραν θυσίαν και δι’
αυτό σας κατεφρόνησαν και ανεχώρησαν εις άλλον τόπον, θέλω δε και εγώ εξετάσει
πως συνέβη τούτο το γεγονός». Ταύτα δε ειπών απέλυσεν αυτούς, και ηρώτα πάλιν
τον Λυκαονίδην δια τον Χριστόν, διότι πολλήν ευφροσύνην ελάμβανεν η ψυχή αυτού,
ακούοντος τους λογους του σωτηρίου Ευαγγελίου. Διηγήθη τότε ο Λυκονίδης
λεπτομερώς τα όσα ήκουσε δια τον Δεσπότην Χριστόν και δια τον Πέτρον και τον
Παγκράτιον και πως ούτος επρόσταξε τους δαίμονας και εβύθισαν τον βωμόν και το
είδωλον. Ο δε άρχων, ακούσας ταύτα, εχάρη και είπε· «Παρακαλώ σε, φίλε μου,
ύπαγε να προσκυνήσης εκ μέρους μου τον Άγιον Παγκράτιον και παρακάλεσον αυτόν
να έλθη εδώ, ίνα και εγώ γνωρίσω ένα τοιούτον σεβάσμιον άνδρα». Ο δε Λυκαονίδης
απεκρίθη· «Άκουσον, κύριέ μου, εάν αγαπάς τον Χριστόν, πρόσταξε τους κήρυκας να
διαλαλήσουν εις την πόλιν όλην και τα περίχωρα, ότι επιθυμείς να κάμης εορτήν
εις τον ιππόδρομον και να καταγράψης όλους τους ιππείς, δια να συναχθούν
άπαντες. Τότε, με την πρόφασιν ταύτην, έρχεται εκεί και ο μέγς Παγκράτιος».
Ήρεσεν ο λόγος ούτος εις τον άρχοντα και έστειλεν ευθύς διάταγμα εις όλην την
επαρχίαν του. Συνεκεντρώθησαν δε έως διακόσιαι χιλιάδες ανδρών και εφίλευσε
τους χιλιάρχους και τους εκατοντάρχους εν πλουσιωτάτω δείπνω. Το πρωϊ μετέβησαν
άπαντες εις το πεδίον. Ο δε Λυκαονίδης μετέβη εις τον Παγκράτιον και ανήγγειλεν
εις αυτόν την πολλήν του ηγεμόνος ευλάβειαν και ότι επεθύμει να ίδη αυτόν, ίνα
συνομιλήσωσιν. Αλλ’ ο Παγκράτιος δεν μετέβη προς τον ηγεμόνα δια την σύγχυσιν
του λαού, ειπών εις τον Λυκονίδην να φέρη κατά το εσπέρας εκεί τον ηγεμόνα,
όταν θα ετελείωνον την πανήγυριν. Ούτω και εγένετο. Όταν λοιπόν μετέβη ο ηγεμών
εις συνάντησιν του Παγκρατίου, εύρεν αυτόν ενδεδυμένον την ιερατικήν στολήν επί
θρόνου καθεζόμενον, έχοντα προ αυτού την εικόνα του Χριστού και τον Σταυρόν.
Ιδών τότε αυτόν εν τοσαύτη δόξη, έπεσεν επί πρόσωπον και τον επροσκύνησε, διότι
είδε φως θείον, όπερ περιεκύκλωνε τον Άγιον. Ο δε Άγιος ήγειρεν αυτόν και
ησπάσατο. Εγερθείς δε ο ηγεμών, όλος έντρομος ανέκραξε· «Μέγας ο Θεός των
Χριστιανών! Πιστεύω εις Σε Ιησού Χριστέ, Θεέ αληθέστατε». Τότε ο Άγιος
ηυλόγησεν αυτόν σταυροειδώς και επρόσταξε να καθήση πλησίον του. Ο δε ηγεμών
έλεγε· «Πώς να σε πλησιάσω, αφού βλέπω φλόγα περικυκλούσάν σε»; Εννοήσας τότε ο
Άγιος, ότι το φως τούτο ήτο η χάρις του Αγίου Πνεύματος δια την ιεράν στολήν,
με την οποίαν ήτο ενδεδυμένος, επρόσταξε να εξέλθουν άπαντες και να επιστρέψουν
μετ’ ολίγον, όταν δε έμεινε μόνος εξεδύθη τα ιερά ιμάτια. Τότε ο Βονιφάτιος δεν
έβλεπε πλέον το φως. Όθεν εκάθησε πλησίον του Αγίου Παγκρατίου και ήκουσε τους
σωτηρίους λόγους αυτού. Μετά ταύτα εδείπνησαν μετρίως ό,τι ο Θεός εξαπέστειλε.
Και τότε είπεν εις αυτούς ο Άγιος· «Εφιλεύθημεν σωματικώς, ας φιλευθώμεν και
πνευματικώς, τέκνα μου». Εισελθών τότε εις το εσωτερικόν δωμάτιον, ενεδύθη τα
ιερά άμφια. Όταν δε έφθασεν εις την δοξολογίαν του Τρισαγίου, ω του θαύματος!
Ήνοιξεν η στέγη του οίκου και ήλθε φως μέγα ως αστραπή. Όθεν εκ του φόβου
έπεσον όλοι κατά γης. Ο δε Άγιος τους ανήγειρε και είπε· «Μη φοβείσθε. Διότι ο
Χριστός ήλθε να φωτίση τας καρδίας σας, ίνα τον γνωρίσητε». Τότε έλαβεν εν
Ευαγγέλιον γεγραμμένον εις την εβραϊκήν, επί του οποίου ήσαν ιστορημένα τα πάθη
και τα μυστήρια του Σωτήρος Χριστού, ήτοι η Γέννησις, η Βάπτισις, η Σταύρωσις, η
Ανάστασις και τα επίλοιπα και αναγνώσας τον ιερόν Ματθαίον, εδίδαξεν ικανώς τον
άρχοντα μέχρι του μεσονυκτίου. Τότε ο άρχων, ευχαριστήσας τον Άγιον, ωμολόγησεν
ότι εξ όλης καρδίας επίστευεν εις τον Δεσπότην Χριστόν και ούτω προσκυνήσας
αυτόν και λαβών συγχώρησιν ανεχώρησε. Μετά ταύτα ο Λυκαονίδης είπε προς τον
Άγιον· «Ο άρχων είπε να μεταβώμεν εις την πόλιν, δια να ευλογήσης το παλάτιον».
Ο Άγιος όμως απεκρίθη· «Ναι, τέκνον, αλλ’ οι ακάθαρτοι δαίμονες, θρηνούντες την
απώλειάν των, βούλονται να μας πολεμήσουν. Λοιπόν λάβε τούτο το γράμμα και αφού
το αναγνώσης πρότερον εις τους άλλους ναούς, απόθεσον αυτό εις τον βωμόν του
ακαθάρτου Λύσσωνος». Έλεγε δε το γράμμα ταύτα· «Παγκράτιος δούλος Ιησού Χριστού
προς Λύσσωνα τον μιαρόν θεόν των Ταυρομενιτών. Δεχόμενος το γράμμα μου,
ανάγνωσον αυτό και εις τους άλλους μιαρούς θεούς και μη κάμετε σύγχυσιν, αλλά
ως άλαλοι και κωφοί, ούτω γίνεσθε». Λαβών λοιπόν το γράμμα ο Λυκαονίδης μετέβη
και απέθεσε τούτο επί του ειδώλου. Κατά δε την τρίτην ώραν της νυκτός ήλθε φωνή
προς τον Άγιον λέγουσα· «Δούλε του Θεού, επράξαμεν ως ώρισες και ανάβηθι εις
την πόλιν σου». Τότε ο Άγιος παρέλαβε μετ’ αυτού την συνοδείαν του και
μετέβησαν εις τον ηγεμόνα, όστις προϋπήντησεν άπαντας με τιμήν πολλήν και
έμειναν εις το πλάτιον ημέρας τεσσαράκοντα. Οι δε ιερείς των ειδώλων
συνηθροίσθησαν εις το Πραιτώριον λέγοντες· «Ω ηγεμών, η πανήγυρις του μεγάλου
θεού Λύσσωνος πλησιάζει και πρόσταξον άπαντα τον λαόν να προσφέρουν εις αυτόν
θυσίαν πλουσίαν, δια να μη θυμωθή και αυτός και φύγη, ως ο Φάλκων». Ο δε ηγεμών
είπεν· «Υπάγετε και ετοιμάσατε ως θέλετε». Έπειτα ηρώτησε μυστικώς τον
Παγκράτιον, τι να πράξη. Ο δε Άγιος απεκρίθη· «Φυλάττου από την σήμερον και μη
θυσιάσης πλέον εις τα κτίσματα, αλλά μένε στερεός εις την πίστιν, εάν ποθής να
λάβης το άγιον Βάπτισμα, κτίσε μου δε μίαν Εκκλησίαν δια να τελώ και εγω την
θυσίαν μου, επειδή ελπίζω εις τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, ότι θα μας
λυτρώση από τους αοράτους εχθρούς». Απεκρίθη τότε προς αυτόν ο άρχων
Βονιφάτιος· «Τίμιε πάτερ, έτοιμος είμαι να πράξω ό,τι προστάξης εις εμέ, τον
δούλον σου. Μόνον δος μου το σχήμα της Εκκλησίας, όρισον και τον τόπον και εγώ
την κτίζω μετά χαράς». Πράγματι μετέβησαν ομού εις μίαν άκραν της πόλεως, προς
Ανατολάς, και ο Άγιος εσημείωσε το σχήμα της Εκκλησίας εις τόπον ευάρμοστον.
Εντός δε τριάκοντα ημερών απεπερατώθη ο ναός. Μετά δε το πέρας του ναού ο Άγιος
Παγκράτιος ετέλεσεν εις αυτόν την θείαν λειτουργίαν. Και όσοι ευρίσκοντο εντός
της Εκκλησίας έβλεπον πυρ φοβερόν, ως αστραπήν, φωτίζον όλον τον ναόν, με
τρόπον εξαίσιον. Πριν δε εισέτι συμπληρώση ο Άγιος την ιερουργίαν έπεσαν όλοι
οι θεοί της Ταυρομενίας και συνετρίβησαν. Αλλ’ οι ιερείς δεν ήσαν εκεί τότε και
δεν εγνώριζον τα συμβάντα. Ο δε Άγιος, μετά το κοινωνικόν, εκοινώνησε τους
βαπτισμένους δια των Αχράντων Μυστηρίων, τον δε ηγεμόνα δεν εκοινώνησεν. Ούτως
ηρώτησεν κρυφίως τον Λυκαονίδην δια τίνα αιτίαν δεν εκοινώνησεν αυτόν και
εκείνος είπεν, ότι επειδή ο ηγεμών δεν ήτο ακόμη Χριστιανός τέλειος, δεν ήτο
άξιος της ιεράς Μεταλήψεως. Μετά δε την ιερουργίαν ο άρχων προσεκάλεσεν άπαντας
εις το παλάτιον, ίνα φιλεύση αυτούς. Καθήσας δε ο Άγιος εις την τράπεζαν,
έθεσεν εις το δεξιόν μέρος αυτού τον Λυκαονίδην και εις το αριστερόν τον
ηγεμόνα, καθώς έπραττε και άλλοτε και ευλογήσας άρτον, εις μνήμην της Υπεραγίας
Θεοτόκου, έδωκεν εις όλους και έφαγον. Όταν δε εφιλεύθησαν, απέλυσεν άπαντας.
Οι δε μιαροί ιερείς των ειδώλων μετέβησαν εις τους βωμούς, ίνα θυμιάσουν τα
ακάθαρτα είδωλα. Μη ευρόντες δε ταύτα, εθρήνουν την απώλειαν των θεών των.
Εγένετο δε εις όλην την πόλιν σύγχυσις μεγάλη, συνηθροίσθησαν δε οι πλείστοι
εις το παλάτιον, τοιαύτα κραυγάζοντες· «Τι κάμνεις, ανάξιε της ηγεμονίας
Βονιφάτιε; Δεν έρχεσαι να ίδης τι έπαθον οι θεοί σου, δεινότατε; Δεν είναι
αυτοί, οίτινες σε επλούτισαν τόσον και σε ετίμησαν δια τόσων μεγάλων τιμών; Διατί
λοιπόν δεν τους τιμάς πενθών μεθ’ όλων ημών, αλλά κάμνεις εορτάς και χαίρεσαι
εις την θλίψιν μας, υπερήφανε»; Ακούσας ο ηγεμών τας ύβρεις του λαού εφοβήθη
και αναβάς εις τον υψηλότερον τόπον του Πραιτωρίου μεθ’ εξήκοντα στρατιωτών
ενδεδυμένων χρυσοϋφάντους στολάς είπε προς τον λαόν ταύτα με λαλιάν ταπεινήν
και ήμερον· «Άνδρες Ταυρομενίται, σοφώτατοι, μη υβρίζετε την ηγεμονίαν αδίκως,
μη θυμώνετε παραλόγως με εμέ, όστις ποσώς δεν σας έπταισα. Αλλά κάμετε τούτο,
το οποίον σας είπον και άλλην φοράν, όταν απωλέσθη ο Φάλκων. Εύρετε τους
σοφωτέρους της βουλής και τους μάλλον εγγραμμάτους και ειπέτε να εξετάσουν εις
τας βίβλους σας, έως ότου εύρωσι την αιτίαν, εξ ης έφυγον οι θεοί μας. Ήτις
αιτία θα είναι εν εκ των δύο. Ή η ολίγη θυσία, την οποίαν προσεφέραμεν εις
αυτούς και ως εκ τούτου μας εμίσησαν ή άλλος θεός ήλθεν εδώ ισχυρότερός των και
δυνατώτερος, μη δυνάμενοι δε να εναντιωθούν εις αυτόν από τον φόβον των έπεσον.
Όταν δε πληροφορηθώμεν την πραγματικήν αιτίαν, θέλομεν τελέσει το συμφερώτερον.
Ήτοι, εάν έφυγον δια τας μικράς θυσίας, να αυξήσωμεν ταύτας όσον θέλουσιν. Αν
δε ήλθεν εδώ άλλος Θεός ισχυρότερος, να πιστεύσωμεν εις εκείνον, δια να μη τους
έχωμεν ανάγκην εις τίποτε. Μεταβήτε λοιπόν, οι πλέον ευλαβέστεροι εξ υμών, εις
τον ναόν εν προσευχή και δεήσει και ερωτήσατε τους θεούς, δια να σας φανερώσουν
το αίτιον». Ταύτην την συμβουλήν του άρχοντος όλοι επήνεσαν και εξέλεξάν τινας,
οίτινες εγνώριζον μαντείας και οιωνοσκοπίας. Ούτοι ώρισαν τριάκοντα δύο άνδρας
εις κάθε θυσιαστήριον, ίνα φωνάζουν επί ώραν πολλήν και ερωτούν. Πράγματι,
δαίμων τις, τον οποίον ωνόμαζον Λύσσωνα, απήντησε· «Τι ήλθετε προς με και με
εγκωμιάζετε ματαίως; Ό,τι εκάμαμεν έως τώρα, εκάμαμεν, και από σήμερον δεν σας
πλανώμεν πλέον. Διότι η Τρισυπόστατος Θεότης επεσκέφθη το ίδιον πλάσμα και
έστειλεν ο Θεός τον Λόγον Αυτού, ίνα φωτίση άπαντας». Οι δε περισσότερον
βοώντες απεκρίθησαν· «Τι λέγεις, Λύσσων καθαρώτατε; Τις είναι από σε θεός
ισχυρότερος»; Ο δαίμων πάλιν απεκρίθη· «Εκείνος όστις έκαμε τον ουρανόν και την
γην, την θάλασσαν και όλον τον κόσμον και τον άνθρωπον έπλασεν, Αυτός και τώρα
καθ’ ημών ρομφαίαν πυρίνην απέστειλεν, ήτις κατέστρεψε τον Φάλκωνα, τον Δία και
τους λοιπούς θεούς· αλλά και εμέ κατέστησεν από της σήμερον άπρακτον, διότι ο
Λυκαονίδης έφερεν εδώ τον μαθητήν του Ιησού». Ταύτα ακούσαντες οι πεπλανημένοι
ωδύροντο, διότι απώλεσαν τας ελπίδας των. Εδέοντο δε πάλιν εις τον ανίσχυρον
θεόν των να δώση εις αυτούς βοήθειαν. Κάμνοντες δε μαγείας έγραψαν τα ονόματα
των ευγενεστέρων της πόλεως, ούτινος τύχη ο κλήρος να θυσιάσωσιν αυτόν, δια να
καταπραϋνουν τον δαίμονα. Το πρώτον δε όνομα, όπερ εξήγαγον, έτυχε να είναι το
του ηγεμόνος. Τότε εχάρη ο όχλος και σφάζοντες ταύρους και τράγους εγέμισαν τας
φιάλας αιμάτων. Λαβόντες δε κλάδους μυρσίνης και δάφνης, έδραμον όλοι προς το
παλάτιον και εκραύγαζον ταύτα· «Ω ηγεμών αξιώτατε, ο μέγας θεός Λύσσων εις
θυσίαν σε εζήτησε. Διο σε μακαρίζομεν άπαντες, διότι εις τον κόσμον τούτον ήσο
καθ’ όλην σου την ζωήν περιφανής και ένδοξος, αλλά και τώρα με την θυσίαν
ταύτην γίνεσαι ως ο Λύσσων και ο Ζεύς αθάνατος μετά θάνατον». Ταύτα εκείνοι
ειπόντες, έδραμον να ετοιμάσουν τα της θυσίας. Ο δε Βονιφάτιος έσπευσε δρομαίως
εις την Εκκλησίαν και πίπτων προ των ποδών του Αγίου διηγήθη την συμφοράν με
πικρότατα δάκρυα, ειπών ότι έμελλον να τον θανατώσουν εις θυσίαν του δαίμονος.
Είπε τότε προς αυτόν ο Παγκράτιος· «Ύπαγε, τέκνον μου, και μη φοβηθής ουδόλως,
διότι εγώ θέλω έλθει μετά σου αύριον εις την θυσίαν, τότε δε θέλετε ίδει
άπαντες την δύναμιν του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού». Την ενάτην ώραν της νυκτός
ηγέρθη ο Άγιος δια να ψάλη, κατά την τάξιν, την Ακολουθίαν. Οι δε ειδωλολάτραι
πάλιν ευρίσκοντο εις μέγαν βωμόν του Λύσσωνος, έχοντες και πάλιν εστημένα τα
είδωλα εις τους τόπους των, δια να είπωσιν, ότι αφ’ εαυτών ταύτα ανέστησαν.
Όταν όμως ήρχισεν ο Άγιος ψάλλων εις τον ναόν την ακολουθίαν του έπεσαν εις την
γην όλα τα είδωλα και συνετρίβησαν . Τότε ο λαός έφευγε περίφοβος και θαυμάζων.
Και καθώς οι άνθρωποι επερνούσαν από την Εκκλησίαν, ήκουσαν τον Άγιον ψάλλοντα,
έμειναν δε απορούντες εις την μελωδίαν εκείνην, ομοίαν της οποίας άλλην φοράν
δεν ήκουσαν, διότι η φωνή του Αγίου ήτο ηδονική και έμμουσος. Η δε Εκκλησία δεν
διεκρίνετο, διότι ήτο σκότος γύρωθεν αυτής. Όταν ετελείωσε την ακολουθίαν
εξήλθεν ο Άγιος και εκάθησεν εις την θύραν. Ποιήσας δε το σημείον του Σταυρού
εδίωξε το σκότος και τότε ηνοίχθησαν οι οφθαλμοί των Ελλήνων, βλέποντες δε την
Εκκλησίαν και τον Άγιον ενόμισαν αυτόν ως αληθώς Θεού Άγγελον. Φοβηθέντες
λοιπόν ηρώτησαν αυτόν λέγοντες· «ορκίζομέν σε εις την δύνμιν των μεγάλων θεών,
να μας είπης, εάν είσαι θεός ή άνθρωπος». Λέγει εις αυτούς ο Άγιος· «Εγώ ούτε
θεός είμαι, ούτε λατρεύω όπως σεις τα είδωλα. Είμαι πλάσμα Θεού όπως και σεις
και με έστειλεν ο αληθής Θεός, να σας κηρύξω λόγον ζωής και αληθείας. Εάν
λοιπόν μου ακούσετε, θα εύρητε ζωήν αιώνιον· ότι εγώ θέλω σας αναγγείλει δια
τον μεγάλον και ανεξιχνίαστον Θεόν, όστις εποίησεν όλον τον κόσμον, την δε
ανθρωπίνην φύσιν έπλασε και ανέπλασε και χαρίζει εις τους αγαπώντας αυτόν ζωήν
αιώνιον. Αυτοί δε, τους οποίους σεις λέγετε θεούς, είναι δαίμονες· όσοι δε τους
πιστεύουσι, θα υπάγουν μαζί με αυτούς εις αιώνιον κόλασιν». Ακούσαντες ταύτα οι
άνθρωποι κατενύγησαν λέγοντες· «Ημείς βλέπομεν εις σε αληθώς χάριν ένθεον και
πιστεύομεν, ότι η αξία σου είναι ανωτέρα της δυνάμεως των θεών· αλλά μη τους
καταδυναστεύσης, ότι εις τους πολέμους πολλάκις μας εβοήθησαν». Λέγει εις
αυτούς ο Άγιος· «Υπάγετε ετοιμάσατε τον ηγεμόνα εις θυσίαν του Λύσσωνος, καθώς
εμελετήσατε, εκεί δε θέλω σας δείξει του Θεού μου την δύναμιν». Αναχωρήσαντες
λοιπόν από τον Άγιον, έλεγον μεταξύ των· «Την αλήθειαν φαίνεται να λέγη αυτός ο
άνθρωπος· διότι εάν δεν ήτο ο Θεός αυτού δυνατώτερος, δεν θα εξωλόθρευε τους
θεούς μας». Τότε κάποιος υεωρούμενος σοφός, ονόματι Ξάνθιππος, είπε προς τους
άλλους· «Ακούσατε, άνδρες σοφώτατοι· σεις με εξελέξατε αρχηγόν εις την
ιατρικήν, την οποίαν επεμελούμην το κατά δύναμιν· προ ολίγων όμως ημερών ήλθε
προς με εις θαυμάσιος το είδος άνθρωπος και μου έδωκεν ένα βιβλίον λέγων·
«Ξάνθιππε, λάβε το ιατρικόν αυτό βιβλίον από την άνωθεν δύναμιν». Ταύτα λέγων,
έγινεν άφαντος. Εγώ δε αναγνώσας το βιβλίον, εύρον ότι το έγραψαν τέσσαρες
άνθρωποι, οίτινες με μίαν φωνήν διηγούντο δια τον Ιησούν Χριστόν, τον αληθινόν
Υιόν του Θεού, αυτόν δε νομίζω ότι ήλθε να κηρύξη και ούτος ο άνθρωπος. Διότι
καθώς έφθασα με το βιβλίον εις την οικίαν μου, εφωτίσθη όλη από φως ουράνιον,
όσοι δε ασθενείς έκειντο εκεί πάσχοντες από διαφόρους ασθενείας, την ιδίαν ώραν
εθεραπεύθησαν». Ακούσας ο λαός ταύτα από τον Ξάνθιππον, ηθέλησαν να επιστρέψουν
προς τον Άγιον. Αλλ’ ο διάβολος δεν τους αφήκεν, αλλά τους εβίασεν αοράτως και
μετέβησαν εις το παλάτιον, παραλαβόντες δε τον ηγεμόνα τον ωδήγησαν εις τον
Λύσσωνα και εκδύσαντες αυτόν, έδεσαν οπίσω τας χείρας του, ευχαριστούντες τον
ακάθαρτον δαίμονα. Ο δε Βονιφάτιος έβλεπε γύρω, ίνα ίδη τον Παγκράτιον, λέγων
με κλαυθμόν πικρότατον· «Ω των εμών δεινών, εις ποίον θάνατον πικρόν παρεδόθην
ο άθλιος! Που είσαι, πάτερ Παγκράτιε; Είπες ότι έρχεσαι εις την θυσίαν, ίνα
απολέσης τον αναίσθητον Λύσσωνα και τώρα δεν φαίνεσαι, αλλά με αφήκες μόνον τον
ταλαίπωρον; Ο Κύριος Ιησούς Χριστός να με ελεήση ως εύσπλαγχνος». Ούτος δε ο
Λύσσων, αδελφοί, είχεν ένα όφιν μεγάλον και φοβερώτατον, ο οποίος έπινε το αίμα
των θυσιών. Ο δε μέγας Παγκράτιος, ενδυθείς την ιερατικήν στολήν, έγινεν όμοιος
με φλόγα πυρός· όταν δε έφθασε με τον τίμιον Σταυρόν εις τον τόπον, όπου είχον
δεδεμένον τον Βονιφάτιον, ευθύς ελύθησαν τα δεσμά μόνα των. Όλοι δε οι
περιεστώτες έπεσαν εις την γην, μη υποφέροντες την λάμψιν των ιερών ενδυμάτων
του. Εκείνος τότε τους ηυλόγησε και ηγέρθησαν. Πλησιάσας δε τον μιαρόν Λύσσωνα,
είπε ταύτα· «Ορκίζω σε, δαίμον ακάθαρτε, εις το όνομα της Αγίας Τριάδος, να
φύγης από τούτον τον τόπον και να βυθισθής με τον Φάλκωνα εις την θάλασσαν».
Ευθύς τότε άκαμεν ο δαίμων μεγάλον κρότον, ώστε όλοι ετρόμαξαν. Έπειτα
εξερριζήθη το φοβερόν εκείνο και ασήκωτον είδωλον με τον δαίμονα, όστις ήτο εις
αυτό εγκάτοικος και έπεσεν εις το πέλαγος. Το δε ιμάτιον του Λύσσωνος, ήτοι ο
μέγας όφις εκείνος, έμεινεν εις τον λάκκον. Τότε ο Άγιος τον έδεσεν από τον
τράχηλον και τον έσυρεν έξω. Ο δε όφις εσύριζεν απαισίως κατ’ αρχάς, έπειτα
διερράγη από άνωθεν έως κάτω και έσκασεν. Οι δε όχλοι, ιδόντες τοιαύτα
παράδοξα, μεγαλοφώνως εβόησαν· «Μέγας ο Θεός του Παγκρατίου». Ευθύς τότε
συνέτριψαν τας φιάλας, τους δε ταύρους και τράγους, που έσφαζον, έρριψαν να
τους φάγουν οι σκύλοι· αλλά και όλην την θυσίαν κατέστρεψαν. Ο δε Άγιος
επρόσταξε να δέσουν τον όφιν με σχοινία, να τον σύρουν έως εις την θάλασσαν.
Καθώς δε τον έσυραν εις τους λίθους οι νεώτεροι, εξεσχίζοντο αι σάρκες του και
εφ΄νησαν τα οστά του. Τότε με πολύν κόπον αφήρεσαν δια των πελέκεων ένα εξ
αυτών, δια να το φυλάττουν εις ενθύμησιν του θύματος. Ο δε μακάριος Παγκράτιος
έδωκεν εις όλους τον αρραβώνα του Αγίου Βαπτίσματος, σφραγίσας αυτούς με τον
τίμιον Σταυρόν. Εισελθόντες τότε εκείνοι εις τους βωμούς των ειδώλων, έρριπτον
εις την γην τα μιαρά ξόανα και συνέτριβον άπαντα, πτύοντες και καταπατούντες
αυτά. Έπειτα ανέβη ο Άγιος εις τόπον υψηλόν, δια να ακούσουν όλοι, και εκήρυξε
τον Δεσπότην Χριστόν. Τότε επίστευσαν άπαντες, όσοι εκεί ήσαν, εκατόν χιλιάδες
και περισσότεροι. Αφού δε προσηυχήθη δι’ αυτούς, τους απέλυσε λέγων· «Υπάγετε
τώρα εις τας οικίας σας και καθαρίσθητε ημέρας τρεις, νηστεύοντες και
προσευχόμενοι τω Κυρίω, ίνα σας αξιώση να λάβητε το άγιον Βάπτισμα». Μετά την
τρίτην ημέραν ήλθεν ο λαός, κρατών έκαστος κηρόν και τα ενδύματα του θείου
Βαπτίσματος· εβάπτισε δε ο Άγιος την ημέραν αυτήν χιλιάδας εικοσιτέσσαρας και
έγινεν εις όλην την πόλιν χαρά μεγάλη και αγαλλίασις. Ήρχοντο δε και όσοι
εκατοικούσαν πλησίον εις το όρος της Αίτνης και εβαπτίζοντο, ακούοντες τας
θαυματουργίας τας οποίας έκαμνεν ο Άγιος, θεραπεύων χωλούς, παραλυτικούς,
υδρωπικούς, δαιμονιζομένους και πάσαν άλλην ασθένειαν. Ο δε Ξάνθιππος, περί ου
είπομεν άνωθεν, ο φιλόσοφος, έφερε το άγιον Ευαγγέλιον εις τον Άγιον και του είπεν
ως άνωθεν την υπόθεσιν· ανέγνωσε τότε ο Άγιος αυτό εις τον λαόν, όλοι δε μετά
χαράς και ευλαβείας πολλής το εδέχθησαν. Μετά δύο ώρας προσήλθε προς τον Άγιον
γυνή πάσχουσα από λέπραν, ήτις ήτο των ειδώλων ιέρεια, καθώς έλεγε της θεάς
Ήρας, και έλεγε με δόλον, ότι εάν της δώση ο Χριστός την ίασιν, θα λάβη το
Βάπτισμα. Ο δε Άγιος, αν και ήξευρε την δολίαν γνώμην της, με ένα λόγον την
ιάτρευσε· διότι ευθύς ως εποίησεν εις αυτήν την σφραγίδα του τιμίου Σταυρού,
έπεσεν ευθύς η λέπρα από το σώμα της. Αυτή δε, αντί της ευχαριστίας προς τον
Θεόν και τον Άγιον, έλεγε λόγους βλάσφημους προς αυτόν η αχάριστος. Όθεν είπε
προς αυτήν ο Άγιος· «επειδή ετόλμησες, ω γύναι, να ενοχλήσης τον Κύριον, όστις
σου έδωσε την υγείαν, αυτός δύναται πάλιν να επιστρέψη την λέπραν επάνω σου».
Ταύτα ειπών, επήρεν από την γην τα λέπια της λέπρας, που έπεσαν από την σάρκα
της και τα έρριψεν εις το πρόσωπον αυτής με τα χώματα, λέγων· «Επειδή δεν
ομολογείς την χάριν της ιάσεως, ευλογητός ο Θεός, να σου δώση διπλήν
παίδευσιν». Με τον λόγον δε αυτόν εφλογίσθη όλον το σώμα της από την κορυφήν
έως τους πόδας και έκαμε πομφόλυγας, αι οποίαι ερρηγνύοντο και έρρεεν ύδωρ
ζεστόν απ’ επάνω της, ησθάνετο δε πόνους φοβερούς, ώστε εκραύγαζεν η αθλία
οδυνωμένη και έλεγεν· «Ελέησόν με, δούλε του αληθινού Θεού, ότι δεν ελπίζω
πλέον εις τους μιαρούς θεούς, μόνον εις σε· και δεήθητι εις τον Κύριον ημών
Ιησούν Χριστόν, να μου δώση την ίασιν». Σπλαγχνισθείς τότε ο Άγιος και ποιήσας
ευχήν εις αυτήν, εσημείωσεν αυτήν με το σημείον του Σταυρού και εθεραπεύθη, επειδή
ολοψύχως επίστευσε, και κατηχήσας αυτήν, την ογδόην ημέραν την εβάπτισε και την
εχειροτόνησε διάκονον, μετονομάσας αυτήν Βενεδίκταν. Τότε εκείνη συνέτριψεν όλα
τα είδωλα. Έπειτα παρέλαβε τον Άγιον εις τον κήπον της και του έδειξε χρυσίον
πολύ. Ούτος δε είπεν εις αυτήν να τον διαμοιράση εις τους πένητας. Η δε έλεγεν,
ότι εις την χώραν εκείνην πτωχός δεν ευρίσκετο. Ο δε Άγιος της λέγει· «Εάν
θέλης να σωθής, μίσησον το χρυσίον, ότι η φιλαργυρία είναι η ρίζα όλων των
κακών και να την αποφεύγης, ζητούσα μόνον τον πλούτον εις τα ουράνια». Όθεν
αφήκεν όλον τον πλούτον της και υπηρέτει εις τον ναόν του Κυρίου επιμελέστατα.
Ιάτρευσε δε και άλλην γυναίκα ο Άγιος, ήτις είχε πάθος ανίατον εις τον
τράχηλον, αλλά και άνδρας πολλούς οίτινες εβασανίζοντο από διαφόρους ασθενείας.
Εβάπτισε δε την ημέραν εκείνην οκτώ χιλιάδας άνδρας, χωρίς τας γυναίκας και τα
τέκνα των. Έπειτα ελειτούργησεν, ίνα τους κοινωνήση. Τότε έφθασε και ο ηγεμών
Βονιφάτιος με πλήθος λαού, όταν δε ύψωνε τα Άγια ο Άγιος, ήνοιξεν η Εκκλησία
άνωθεν και κατήλθε πυρ ουράνιον και τον επερικύκλωσεν. Οι δε ορώντες
εφοβήθησαν, ουδείς δε ετόλμα να πλησιάση ίνα κοινωνήση, διότι έβλεπον το
πρόσωπον αυτού ως φλόγα πυρός. Ο δε Άγιος τους είπε· «Προσέλθετε, τέκνα μου,
και μη φοβείσθε, ότι το πυρ τούτο δεν φλογίζει, αλλά φωτίζει τους
μεταλαμβάνοντας». Τότε λοιπόν εκοινώνησεν όλους τους πιστούς, όσοι ήσαν
βεβαπτισμένοι, τους δε απίστους εκατήχησε, κατά δε την τρίτην ημέραν εβάπτισε
πέντε χιλιαδας. Μετά ταύτα είπε προς τον Άγιον ο Βονιφάτιος, ότι επρόκειτο να
πολεμήση με τους εναντίους της επαρχίας του, και να τον ευλογήση ίνα νικήση
τους εχθρούς, να τον συμβουλεύση δε εις ποίαν πεδιάδα να συνάψη την μάχην. Ο δε
Άγιος τον επρόσταξε να συνάξη εκεί εις την Ταυρομενίαν όλης της επαρχίας τους
στρατιώτας, ίνα τους ευλογήση ο Άγιος. Έστειλε λοιπόν ταχυδρόμους εις όλην την
επαρχίαν, εσυνάχθησαν δε όλοι εις ημέρας είκοσιν. Ήσαν δε χιλιάδες πεντακόσιαι
τεσσαράκοντα. Και ς μη απιστήση τις εις το πλήθος του λαού, ότι από όλας τας
πόλεις της Σικελίας και Καλαβρίας, η πόλις αύτη Ταύρου και Μενίας ήτο η
πλουσιωτέρα και πολυπληθεστέρα. Όταν λοιπόν συνήχθη όλος ο λαός εις την
πεδιάδα, όλοι επεθύμουν να ίδουν τον Άγιον. Ούτος δε ενεδύθη τα ιερά άμφια και
εξήλθεν εις πεδίον υψηλόν, δια να τον βλέπουν άπαντες. Οίτινες ιδόντες το
πρόσωπον αυτού ως φως εξαστράπτον, ενόμιζον ότι ήτο θεός· ηρώτα δε ο εις τον
άλλον, πόθεν ευρέθη τοιούτος θεός θαυμάσιος. Οι δε πιστοί έλεγον· «Δεν είναι
θεός, άνθρωποι, αλλά του αληθινού και παντοδυνάμου Θεού δούλος». Τότε οι
περισσότεροι επίστευσαν εις τον Χριστόν, ζητούντες το άγιον Βάπτισμα. Ο δε
Άγιος ητοιμάσθη να λειτουργήση εκεί έμπροσθεν του πλήθους, δια να τους στερεώση
καλλίτερα. Και οι μεν πιστοί επλησίασαν δια να κοινωνήσουν τα θεία Μυστήρια. Οι
δε αβάπτιστοι πάλιν, έχοντες πόθον ν ίδωσι τούτο το μυστήριον της λειτουργίας
επλησίασαν ρίπτοντες εις την γην τα όπλα και έστεκον με πολλήν ευλάβειαν. Τότε
έγινε και άλλο θαυμάσιον, ώσπερ εκείνο, που έγινεν εις τον Μωϋσήν πρότερον,
όταν ενομοθέτει τον λαόν εις το Σινά. Κατέβη μία νεφέλη και εσκέπασε τον μέγαν
Παγκράτιον. Οι δε όχλοι έπεσον κατά γης θαυμάζοντες. Όταν δε ύψωσε τον άγιον
Άρτον, ανήλθε προς τον ουρανόν η νεφέλη. Πολλοί δε από τους Έλληνας, νομίζοντες
ότι ήτο θεός ο Άγιος, έλεγον εις αυτόν· «Ελέησον ημάς ο μέγας θεός και αξίωσον
της σης χάριτος». Ο δε Άγιος ανέβη εις την πέτραν, ως και πρότερον, και εκήρυξε
με συντομίαν το μυστήριον της θεότητος. Όθεν επίστευσαν ολοψύχως, ζητούντες το
άγιον Βάπτισμα, πριν μεταβούν εις τον πόλεμον. Κατηχήσας τότε αυτούς, τους
επρόσταξε να νηστεύσουν τρεις ημέρας, τούτου δε γενομένου τους εβάπτισεν όλους
και έγινεν εις όλον το στρατόπεδον μεγάλη πανήγυρις, προς χάριν των δε
εχειροτόνησεν ιερέα ένα μαθητήν του, ονομαζόμενον Ευάγριον, ο οποίος έγραψε τον
βίον τούτον φιλαλήθως. Τούτον δε έστειλε να τους εξομολογή και να τους κοινωνή
εις τον πόλεμον. Έβαλε δε χρυσοχόον, και έκαμεν εις τας σημαίας εις μεν την
πρώτην την εικόνα του Δεσπότου Χριστού, εις δε τας άλλας τον Τίμιον Σταυρόν,
ίνα τας κρατούν έμπροσθεν πάντων εις τον πόλεμον. Όταν επρόκειτο να
αναχωρήσουν, με επρόσταξε να λειτουργήσω (λέγει ο ρηθείς Ευάγριος), ίνα
κοινωνήσωσι. Τελέσας δ’ εγώ μετά φόβου την θείαν ιερουργίαν, εκοινώνησεν ο
Άγιος και οι πρεσβύτεροι της πόλεως. Έπειτα μας ηυλόγησεν όλους ο ΄Αγιος, και
ποιήσας το σημείον του Σταυρού εις το μέτωπόν μου με ησπάσθη και με απέλυσε·
όταν δε εφθάσαμεν εις την θάλασσαν, την εσφράγισε με τον Σταυρόν τρεις φοράς,
και ούτως επλεύσαμεν. Ο δε Άγιος επέστρεψεν εις την Εκκλησίαν του. Ήσαν δε εκεί
εις την πόλιν δύο κοράσια ωραία, αδελφαί κατά σάρκα και ορφαναί, διότι οι
γονείς των είχον αποθάνει. Αύται, αφ’ ου εβαπτίσθησαν, ήλθον προς τον Άγιον
λέγουσαι· «Πάτερ Όσιε, εις την αγιωσύνην σου καταφεύγομεν να μας συναριθμήσης
με την ιερειαν Χρυσήν, να μας δώσης το διακονικόν αξίωμα, ότι ημείς δεν έχομεν
εις τον νουν μας να υπανδρευθώμεν πώποτε, μολονότι μας ζητούν εις γάμον οι
πρώτοι άρχοντες της πόλεως, αλλά ποθούμεν να φυλάξωμεν την παρθενίαν μας
άσπιλον». Ο δε Άγιος λέγει προς αυτάς· «Όντως, τέκνα μου, την καλήν μερίδα ως η
Μαρία εξελέξασθε». Προσκαλεσάμενος δε την διάκονον Βενεδίκταν, είπεν εις αυτήν·
«Ιδού ότι σου έστειλε συνοδείαν ο Κύριος». Χειροτονήσας δε την πρώτην διάκονον,
αφήκε την νεωτέραν αχειροτόνητον, αφού δε έκτισαν κελλίον πλησίον του Ναού,
έμειναν εκεί και ήκουον όλας τας ακολουθίας. Ο δε Πολιτάρχης, τον οποίον αφήκεν
επίτροπον ο ηγεμών Βονιφάτιος, ήτο κακόγνωμος άνθρωπος, έχων όλον του τον πόθον
εις τα μιαρά είδωλα ο παμμίαρος· δεν ηρκείτο δε να έχη παλλακίδας από τας
θυγατέρας των Ελλήνων, αλλά και την μίαν από τας άνω ειρημένας παρθένους
επεθύμησεν ο ανόητος, ήτοι την νεωτέραν, ως ωραιοτέραν και πάγκαλον. Έστειλε
λοιπόν και εκάλεσε την αδελφήν αυτής, την διακόνισσαν, και είπεν εις αυτήν ότι
επεθύμει να λάβη γυναίκα την αδελφήν της, υπέσχετο δε εις αυτήν δώρα πλούσια. Η
δε είπεν εις αυτόν, ότι ήσαν αφιερωμέναι εις τον Θεόν και δεν νυμφεύονται. Όταν
είδεν ο άσεμνος, ότι με το καλόν δεν έκαμνε τίποτε, ηπείλησε να την λάβη βιαίως
ο Έλιδος (ούτως εκαλείτο ο κάκιστος και
ακόλαστος). Τότε η μεν διάκονος απήλθεν εις την μονήν και ανήγγειλε ταύτα προς
την Βενεδίκταν και την αδελφήν της κλαίουσα. Έπειτα παρουσιάσθησαν εις τον
Άγιον και του είπον τα γενόμενα. Ο δε Άγιος τας ενουθέτησε λέγων· «Τέκνα
Χριστού, του αληθινού Θεού, μη σας χωρίση από την αγάπην αυτού θλίψις ποσώς ή
στενοχωρία, ούτε αυτός ο θάνατος· αλλά καν εις φυλακήν σας εγκλείσωσι,
σπουδάσατε να φυλάξετε την λαμπάδα της παρθενίας σας άσβεστον». Αυτά και έτερα
ακούσασαι εκείναι από τον Άγιον εστερεώθησαν καλλίτερα και απελθούσαι εις το
κελλίον προσηύχοντο. Ο δε πράνομος Έλιδος προσεπάθησε να κάμη εκείνο όπερ
ηβουλήθη και δεν ηδυνήθη. Όθεν συνεσκέφθη με τους Μοντανιστάς, πώς να φέρη την
κόρην εις το θέλημά του, έδωκε δε εις αυτόν εις από εκείνους ένα βιβλίον
μαντείς, το οποίον, ως ανέγνωσεν, επεκαλέσθη τους δαίμονς και εσυναχθησαν
αναρίθμητοι, μαύροι ως αιθίοπες, κρατούντες βέλη και τόξα και τους έστειλεν εις
τας αγίας παρθένους, να κάμουν την
τέχνην των. Αλλ’ η χάρις του Θεού δεν επέτρεψε να τας ενοχλήσουν ποσώς οι
ακάθαρτοι δαίμονες. Όθεν επιστρέψαντες εις τον Έλιδον, ωμολόγησαν οι ψεύσται
την αλήθειαν, λέγοντες· «Είδομεν μέγαν βοηθόν εις τας γυναίκας εκείνας· όθεν μη
υποφέροντες την θέαν αυτού, εφύγαμεν άπρακτοι· λοιπόν κάμε ει τι θέλεις, διότι
ημείς αναχωρούμεν από τούτον τον τόπον, ως ο Φάλκων, ο Λύσσων και ο Ζεύς, υπό
θείας δυνάμεως διωκόμενοι». Ποιήσας δε συμπόσιον και συμβούλιον με τους φίλους
του ο άσωτος Έλιδος, έστειλε στρατιώτας και έφεραν τας δύο παρθένους δεδεμένας
εις το κριτήριον, εδοκίμασε δε πολλάς κολακείας ο ακόλαστος δια να φέρη την
κόρην εις το θέλημά του, αλλά δεν ηδυνήθη· όθεν απεφυλάκισαν αυτάς, παραγγείλας
της πρώτης κρυφίως να συμβουλεύση την νεάνιδα να υπακούση εις αυτόν και να της
δώση πλούσια δώρα· αυτή όμως της είπεν όλως τα εναντία ήτοι τα κατά Θεόν, ούτω
λέγουσα· «Ας αγωνισθώμεν, αδελφή μου, δια να ίδωμεν τον Βασιλέα Χριστόν, και να
κληρονομήσωμεν αθανασίαν αιώνιον. Βλέπεις ότι η ζωή αύτη τρέχει ως σκιά και ως
όνειρον. Ενθυμείσαι πόσοι μας εζήτησαν να υπανδρευθώμεν και δεν εστέρξαμεν, αν
και επροσκυνούμεν είδωλα; Τώρα δε που ενεδύθημεν τον Δεσπότην Χριστόν, να
μολύνωμεν την ψυχήν και το σώμα; Μη γένοιτο! Ιδού ότι σου λέγω τα μέλλοντα, δια
να ετοιμασθής εις πρόσκαιρον θάνατον, να βασιλεύσης με τον νυμφίον Χριστόν
αιωνίως. Εμέ θανατώνουν αύριον, αλλά εσέ θέλουν κρατήσει ολίγον καιρόν, ίνα
δοκιμάσουν την γνώμην σου· πρόσεχε δε να μη δελεασθής από τας ματαίας αυτών
υποσχέσεις, υπόμεινον έως τέλους, ίνα λάβης τον άφθαρτον στέφανον». Ταύτα
ακούσασα η κόρη από την διάκονον, εστέναξε λέγουσα· «Πιστεύω εις τον Κύριόν μου
Ιησούν Χριστόν, ότι ούτε κολακείαι, ούτε φοβερισμοί, ούτε βάσανοι θέλουν δυνηθή
να με χωρίσουν απ’ Αυτόν τον ηγαπημένον Νυμφίον μου». Την άλλην ημέραν τας
έφεραν πάλιν εις τον Έλιδον, λέγει δε προς αυτόν η διάκονος, ότι δεν ηδυνήθη να
φέρη εις το θέλημά του την νεάνιδα. Εκείνος τότε εθυμώθη και προστάσσει να
δείρουν αυτήν έμπροσθεν της κόρης σκληρώς· αφού δε την έδειραν ώραν πολλήν, και
εκοκκίνισεν η γη από τα αίματα, απέκοψαν την μακαρίαν αυτής κεφαλήν. Την δε
νεωτέραν ενέκλεισαν εις μίαν οικίαν, αυτοί δε εκάθισν εις την τράπεζαν. Ο δε
μέγας Παγκράτιος εσύναξε τους πιστούς, και επήραν το άγιον λείψανον της
διακόνου και το ενεταφίασαν ευλαβώς και εντίμως ως έπρεπεν. Όταν ηγέρθησαν από
την γαστριμαργίν οι Έλληνες, έσυραν την κόρην και λέγει προς αυτήν ο Έλιδος·
«Θυσίασον εις τον μέγαν θεόν Σκάμανδρον και δέξου να γίνης γυνή μου, ίνα τιμηθής,
να έχης πλούτον και πάσαν άλλην απόλαυσιν· ειδέ μη θα διατάξω τον αποκεφαλισμόν
σου». Λέγει προς αυτόν η πάνσεμνος · «Εγώ προσκυνώ τον Χριστόν, τον αληθινόν
Θεόν και Σωτήρα μου, τον οποίον ενυμφεύθην, και ούτε εις τον Σκάμανδρον
θυσιάζω, ούτε σε καταδέχομαι ως άνδρα μου, μιαρώτατε». Ταύτα ακούσας από την
φιλόχριστον ο μισόχριστος επρόσταξε να δείρουν και αυτήν ως και την άλλην,
έπειτα δε να την αποκεφαλίσουν. Τούτου γενομένου, ήλθεν ο Άγιος με όλους τους
πιστούς, με λαμπάδας και θυμιάματα, και έλαβον το άγιον λείψανον, το οποίον
ενεταφίασαν πλησίον της διακόνου. Ο δε λαός, όταν ήκουσε τας κακουργίας του
Ελίδου, ώρμησαν να τον καύσουν με όλα του τα είδωλα. Αλλ’ ο Άγιος δεν τους
αφήκε, δι να μη γίνουν φόνοι και σύγχυσις, έως ότου έλθη ο Βονιφάτιος, ίνα τον
τιμωρήση ως βούλεται. Ούτω δε ησύχασαν, κτίζοντες Εκκλησίαν εις το όνομα των
δύο παρθένων και μαρτύρων του Χριστού. Μετά ταύτα έκαμαν οι Ιουδαίοι και οι
Μοντανισταί κατά του Αγίου συμβούλιον, ίνα τον αποκτείνωσιν. Αυτός δε γνωρίσας
την σκευωρίαν και πανουργίαν των, εσύναξε τον λαόν και τους εφανέρωσε τα
μελετώμενα· καθώς δε έλεγε την υπόθεσιν, ιδού έφθασαν κουστωδίαι δύο Ιουδαίων
και Μοντανιστών, και πλησιάσαντες είπον εις τους πιστούς· «Διατί, άνθρωποι,
αφήσατε το πρώτον σέβας και την θρησκείαν σας και εκολλήθητε εις αυτόν τον
πλάνον και γόητα»; Ο μεν Άγιος εσιώπα. Ο δε λαός απεκρίθη· «Σεις επλανήθητε,
και προσκυνείτε κωφά και άλαλα ξόανα· ημείς δε εύρομεν την αλήθειαν εις τον
Δεσπότην Χριστόν πιστεύσαντες». Τότε λέγει προς αυτούς και ο Άγιος· «Εάν θέλετε
να αφήσητε την πλάνην των ματαίων σεβασμάτων σας, να προσέλθετε εις τον αληθή
Θεόν, θέλομεν σας αναγγείλει λόγον σωτήριον· ειδέ και ήλθετε με δόλον,
φανερώσατε την πανουργίαν σας». Οι δε απεκρίθησαν· «Ημείς τους λόγους σου δεν
πιστεύομεν, ούτε αφήνομεν την παλαιάν μας συνήθειαν». Λέγει ο Άγιος· «Παρακαλώ
σας, αδελφοί, να φύγετε των ειδώλων τον δόλον, να γνωρίσετε τον δημιουργόν της
κτίσεως· μάλιστα δε σεις οι Εβραίοι, ο λαός του Ισραήλ, που σας εξήγαγεν ο Θεός
από την Αίγυπτον, τα οποία γινώσκοντες και αναγινώσκοντες αφήσατε τον Θεόν,
όστις σας εγέννησε και σας τρέφει, ηνώθητε δε με τα έθνη και εμάθετε τα έργα
των». Αυτά και έτερα λέγοντος του Οσίου, ήθελον οι πιστοί να φυλακίσουν τους
Έλληνας, έως να έλθη ο ηγεμών να τους τιμωρήση δια τους φόνους, που έκαμαν·
αυτοί δε έφυγαν έμφοβοι· κατά δε την άλλην ημέραν παρέλαβον τας γυναίκας και τα
τέκνα των και εισήλθον εις τας λέμβους, ίνα υπάγουν εις τας Συρακουσας. Ο δε
Άγιος τους ανήγγειλε με τον Ξάνθιππον να στρέψουν οπίσω και να μη φοβούνται από
τους πιστούς κακόν· αλλά δεν έστρεψαν, ειμή μόνον ένας Μοντανιστής μάγος,
εκείνος όστις έδωκε το μαγικόν βιβλίον εις τον Έλιδον δια την κόρην, ως
είπομεν· εξωμολογήθη δε εις τον Άγιον και έγινε καλός Χριστιανός. Ούτος έγραψε
και τους άθλους των Αγίων, αφού εβαπτίσθη. Οι δε υπόλοιποι Έλληνες εισήλθον εις
τας λέμβους και εταξίδευον με καλόν άνεμον. Αλλ’ ενώ έπλεον έγινε μεγάλη
τρικυμία και όλοι επνίγησαν. Διότι εσηκώθη ευθύς μέγας άνεμος, όστις
κατεπόντισε τα πλοία των. Εις ολίγας ημέρας διδάσκων ο Άγιος τον λαόν, είπεν
εις αυτούς· «Ο Βονιφάτιος ενίκησε τους εχθρούς του και έρχεται εις δύο ημέρας
με πολύν πλούτον και με όλον του τον στρατόν αγαλλόμενοι». Είπε δε και του
Ελίδου να ετοιμάση τα επίσημα της πόλεως. Εθαύμαζον δε οι πιστοί, ότι ήξευρε τα
μακράν ως παρόντα και τα προέλεγε. Κατά την δευτέραν ημέραν εφάνησαν τα πλοία
κατά την προφητείαν του Αγίου, τρέχων δε ο λαός εις την θάλασσαν ευφήμησαν τον
ηγεμόνα, τον οποίον και ο Έλιδος προσεκύνησε. Το πρωϊ ήλθον ο λαός, ο
χιλίαρχος, και ο Βονιφάτιος και προσκυνήσαντες τον Άγιον ηυχαρίστησαν δια την
νίκην, την οποίαν επέτυχον με τας ευλογίας του. Ο δε Άγιος τους ηυλόγησεν όλους
και εξόχως τον άρχοντα, προς τον οποίον ανέφερε δια τους φόνους, τους οποίους
διέπραξεν ο μιαρός Έλιδος. Επρόσταξε τότε ο ηγεμών να δέσουν τον Έλιδον με δυνατήν
άλυσον, να φυλάτουν δε αυτόν μετά προσοχής έως να διαμοιράση τον πλούτον τον
οποίον έφεραν, εις το στρατόπεδον, να μείνη αμέριμνος, κατόπιν δε να εξετάση
τας πράξεις του Ελίδου. Έφεραν δε και σκλάβους πολλούς Αβάρους από τον πόλεμον,
οίτινες βλέποντες τον μέγαν Παγκράτιον, όστις ελειτούργησε την ημέραν εκείνην,
επίστευσαν εις τον Χριστόν· διότι είδον δύο θαύματα, τα οποία και άνωθεν
εγράψαμεν, ήτοι το πυρ, όπερ εξήρχετο από το στόμα του και την νεφέλην, ήτις
τον έσκεπε, εζήτησαν δε δια του ερμηνέως το άγιον Βάπτισμα. Όθεν βλέπων από τα
σχήματά των, τον πόθον όπου είχον, τους εβάπτισεν. Όταν δε εμοίραζεν ο άρχων το
χρυσίον και το αργύριον και τον άλλον πλούτον εις τους στρατιώτας, εμοίρασε και
εις τους αιχμαλώτους, παρήγγειλε δε να τους επιμεληθούν, ίνα σώσουν και αυτοί
την ψυχήν των. Εχειροτόνει δε ο Άγιος εις πάσαν επαρχίαν ιερέα και διάκονον,
τους σοφωτέρους και ευλαβεστέρους και παρήγγειλε να επιμελούνται τας ψυχάς των
ανθρώπων, να κτίσουν Εκκλησίας και να κάμνουν όλα τα χρειαζόμενα· εις εμέ δε
τον Ευάγριον και τον διάκονόν μου Επαφρόδιτον παρήγγειλε να γράψωμεν τα
μυστήρια της Εκκλησίας, τας μεγάλας εορτάς και αναγνώσεις, τας εντολάς και όσα
άλλα αναγκαία πρέπει οι πιστοί να ηξεύρουν. Ερχόμενοι δε οι προεστώτες του λαού
ελάμβανον έκαστος παρά του Αγίου τον πρεσβύτερον και διάκονον της επαρχίας του,
ούτω δε απήρχοντο έκαστος εις την πατρίδα του. Εγώ δε επήγα εις όλας τας
επαρχίας, επιβλέπων τους Ναούς, όπου έκτιζαν και την εκκλησιαστικήν κατάστασιν.
Ενουθέτουν δε αυτούς πώς να αναγινώσκουν την ακολουθίαν και τα άλλα αναγκαία
της πίστεως, πάλιν δε υπέστρεφον εις τον διδάσκαλον. Ο δε Βονιφάτιος επρόσταξε
και του έφεραν δεδεμένον τον Έλιδον και τον ηρώτησε διατί εφόνευσε τας
παρθένους· απεκρίθη δε εκείνος, διότι εβλασφήμησαν τους θεούς. Ο δε Βονιφάτιος
του λέγει· «Θέλεις να αρνηθής αυτούς τους ψευδείς θεούς, να γίνης Χριστιανός,
να απαλλαγής και από την καταδίκην δια τα εγκλήματα, τα οποία έκαμες ή να σε
θανατώσω, παγκάκιστε»; Ο δε απεκρίνατο· ¨Μη γένοιτο να αρνηθώ την πατρικήν μου
θρησκείαν. Οι θεοί του πατρός μου την ζωήν μοι εχάρισαν, ας αποθάνω δια την
αγάπην των. Λοιπόν θανατώσετέ με έμπροσθεν του θεού μου Σκαμάνδρου». Λαβών τότε
ύδωρ ο ηγεμών ένιψε τας χείρας του και εξέδωκε την απόφασιν του θανάτου δια τας
κακουργίας του λέγων· «Εις την κεφαλήν σου το αίμα σου». Προσέταξε δε ένα
δούλον και τον απεκεφάλισεν εις τόπον επίσημον. Μετά δύο έτη ήλθον οι
πρεσβύτεροι των επαρχιών και παρεκάλεσαν τον Άγιον να έλθη, να τας εγκαινιάση.
Ο δε Άγιος τους έστειλε να ευλογήσουν τον Βονιφάτιον. Έπειτα παρέλαβε τον άρχοντα
τούτον, εμέ, τον Επαφρόδιτον και τον Λυκαονίδην, με όλην την σύγκλητον και
ενεκαινίασε τας Εκκλησίας, ώρισε δε και τα οροθέσια εκάστης Εκκλησίας, δια να
γνωρίζη έκαστος τον τόπον του. Ο δε Βονιφάτιος και οι λοιποί πλούσιοι εμοίρασαν
εις τρία μέρη όλα των τα υπάρχοντα, χρυσίον και αργύριον, ως και τα λοιπά
κινητά και ακίνητα και προσέφεραν το εν τρίτον εις τας Εκκλησίας, ούτω δε
εστρέψαμεν εις την πόλιν μας. Κατά δε την τρίτην ημέραν, ώραν εβδόμην, ήλθεν
εις έκστασιν ο Άγιος και ήκουσε φωνήν ούτω λέγουσαν· «Παγκράτιε, χειροτόνησον
ιερέα τον Επαφρόδιτον και στείλε τούτον εις τα μέρη της Ταρακωνίας». Ο δε Άγιος
εδίστασεν εις το άκουσμα της φωνής, μήπως ήτο δαιμόνων φάντασμα. Ακούσας δε τον
αυτόν λόγον και δεύτερον περιέμενε να τον ακούση εκ τρίτου, να βεβαιωθή την
αλήθειαν. Όθεν ήκουσε και τρίτον την αυτήν φωνήν λέγουσαν· «Σοι είπον να
χειροτονήσης τον Επαφρόδιτον πρεσβύτερον, να τον στείλης εις τον τόπον της
Ταρακωνίας». Τότε χειροτονήσας ησπάσθη αυτόν και ευλογήσας απέστειλεν· όστις
ιππεύσας εις ένα ημίονον και περιπατήσας ημέρας τρεις, έφθασεν εις ένα τόπον
πετρώδη, εκεί δε εστάθη το ζώον και δεν ήθελε να προχωρήση. Όθεν ανεπαύθη εκεί
ο πρεσβύτερος, το δε πρωϊ εσκέπτετο να προχωρήση. Αλλά το ζώον δεν ήθελεν· όθεν
ηννόησεν ότι ήτο Θεού θέλημα να μείνη εκεί, λαβών όθεν τον Σταυρόν και το
Ευαγγέλιον ανεγίνωσκεν. Τότε διέβαινεν εκείθεν γυνή τις, της οποίας ο ανήρ
εθέριζεν εκεί πλησίον και έφερε προς αυτόν επ’ όνου άρτους, οίνον και τροφήν.
Βλέπουσα δε εκείνη τον Επαφρόδιτον έμεινεν ως εκστατική ώραν πολλήν θαυμάζουσα,
ενόμιζε δε ότι ήτο θεός ή Άγγελος. Ο δε είπεν εις αυτήν· «Τι στέκεις, γύναι,
και δεν πορεύεσαι την οδόν σου»; Η δε πεκρίνατο· «δεν είδα ποτέ μου τόσην δόξαν
εις άλλον άνθρωπον, όθεν νομίζω ότι είσαι θεός, δια τούτο έχεις τόσην
λαμπρότητα». Λέγει προς αυτήν ο Επαφρόδιτος· «Ταύτα τα οποία βλέπεις και κρατώ
είναι σημεία του παντοδυνάμου Θεού, όστις έκαμεν όλον τον κόσμον και έπλασε τον
άνθρωπον». Η δε γυνή του λέγει· «Αλλά τις είσαι, εάν δεν είσαι θεός»; Ο δε
είπεν· «Άνθρωπος είμαι ως και οι λοιποί άνθρωποι, και αν δεν πιστεύης, δος μοι
να φάγω και να πίω». Ταύτα είπε, διότι από τριών ημερών δεν είχε φάγει· η δε
έδωκεν εις αυτόν, και τρώγων εδυνάμωσε, αυτή δε επήγεν εις τον άνδρα της και
του είπε την υπόθεσιν, όστις αφήκεν αυτήν να υπηρετήση τους θεριστάς. Τρέχων
τότε ο άνθρωπος εκείνος έφθασεν εις τον τόπον, όπου ήτο ο Επαφρόδιτος, βλέπων
δε από μακράν την δόξαν του Θεού, ήτις τον έσκεπεν, έπεσεν επί πρόσωπον. Ο δε
είπεν εις αυτόν· «Ελθέ πλησίον μου, άνθρωπε». Τότε πλησιάζει εκείνος με φόβον
πολύν και του λέγει· «Μήπως είσαι θεός εις τοιαύτην μορφήν φαινόμενος»; Ο δε
απεκρίθη· «Δεν ήκουσες τίποτε δια τον Ιησούν Χριστόν τον Υιόν του Θεού εις
αυτόν τον τόπον»; Ο δε άνθρωπος λέγει· «Ναι, ηκούσαμεν, ότι εγεννήθη από
Παρθένον εκ Πνεύματος αγίου και εβαπτίσθη. Προσέτι δε ότι εδίδαξε και πολλά
θαύματα έκαμεν, έπειτα εσταυρώθη και αναστάς εκ νεκρών ανελήφθη εις τους
ουρανούς. Κατόπιν έστειλε τους μαθητάς του εις τον κόσμον, να κηρύξουν την
θεότητα αυτού. Λοιπόν εάν είσαι και συ ένας απ’ εκείνους, δίδαξόν μας· ότι έχομεν
πόθον να σε ακούσωμεν». Τότε εκήρυξε προς αυτόν τον Χριστόν, ευθύς δε
επίστευσεν εκείνος και εζήτησε το άγιον Βάπτισμα. Ο δε Επαφρόδιτος του λέγει·
«Ύπαγε, φέρε καινουργή ιμάτια και τότε θα λάβης την χάριν του Παναγίου
Πνεύματος». Όταν δε έφερε τα ιμάτια, κατέβησαν εις τον ποταμόν και τον
εβάπτισεν, έχων εκεί τον Σταυρόν, τον οποίον του ιστόρησα εγώ ο Ευάγριος, είχε
δε τον Χριστόν εσταυρωμένον και τον ηρώτησε τίνος ήτο η εικών εκείνη. Ο δε
είπε· «Του Δεσπότου Χριστού». Ο δε νεοφώτιστος του λέγει· «Όταν ήμην εις τα
ύδατα, τον είδα και ήπλωσε την αγίαν Του δεξιάν εις την κεφαλήν μου». Λαβών
ουτος κατόπιν συγχώρησιν επήγεν εις τον αγρόν· βλέποντες δε αυτόν οι θερισταί
από μακράν, τους εφάνη ότι ήτο όλος πυρ και έφευγον από αυτόν. Η δε γυνή τον
εγνώρισεν από την ομιλίαν και τους έλεγεν· «Ο άνδρας μου είναι και μη φεύγετε,
ίνα μας είπη τι του συνέβη». Εκείνοι τότε μετά βίας εστάθησαν έντρομοι
ερωτώντες αυτόν. Ο δε είπεν εις αυτούς την υπόθεσιν ως άνωθεν, ότι επίστευσεν
εις τον Χριστόν και εβαπτίσθη, δι’ αυτό έλαβε την ωραίαν εκείνην μορφήν ως
Άγγελος· οι δε ακούσαντες έρριψαν τα δρέπανα και έδραμον προς τον Επαφρόδιτον,
πλησιάσαντες δε αυτόν έπεσον εις την γην από την λάμψιν του προσώπου του. Τότε
αυτός τους εθάρρυνε λέγων· «Μη φοβείσθε». Εγερθέντες εκείνοι δεν ηδύναντο να
τον βλέπουν, διοτι η όψις του έλαμπεν από την χάριν του αγίου Πνεύματος. Ο δε
Άγιος ηυλόγησεν αυτούς, έλαβον δε θάρρος και προσκυνήσαντες αυτόν, ηρώτησαν τις
και πόθεν ήτο και πως ήλθεν εις τον τόπον των. Αυτός διηγήθη εξ αρχής έως
τέλους την υπόθεσιν, ότι ήτο πρότερον ειδωλολάτρης, ότι έδωκε προς αυτόν ο
Άγγελος το άγιον Ευαγγέλιον, το οποίον τους έδειξε και τους εκήρυξε τον
Χριστόν. Τότε όλοι επίστευσαν και εζήτουν το άγιον Βάπτισμα. Ο δε κατηχήσας
αυτούς ανέγνωσε το Ευαγγέλιον, το οποίον ακούοντες οι άνδρες ηυφραίνοντο.
Έμειναν δε εκεί έως την άλλην ημέραν, δια να τους βαπτίση, καθώς τους
επρόσταξε. Κατά δε την δευτέραν ώραν της νυκτός ήλθεν ο διάβολος με πλήθος
δαιμόνων, οίτινες εφαίνοντο ως άνθρωποι μαύροι και άσχημοι· σταθείς δε ο πρώτος
απέναντι των ανδρών εφώνζεν· «Ω βία! Πόσην αδικίαν έχω από τον δούλον του Θεού
Παγκράτιον και από σε, Επαφρόδιτε, αχάριστε, τον οποίον είχον χαρτοφύλακα, τώρα
δε ήλθες εδώ να αφανίσης την εξουσίαν μου. Οποίον κακόν έπαθα ο αβοήθητος! Ότι
εις την Ταυρομενίαν με έκαμεν αιχμάλωτον ο Παγκράτιος, ο γέρων Μαρκιανός εις
τας Συρακούσας και τώρα πάλιν ήλθεν εδώ ο φίλος μου Ξάνθιππος, όστις μου έκαμνε
τόσας θυσίας πρότερον. Τώρα δε αρπάζει τους δούλους μου, ίνα τους κάμη δούλους
του Χριστού ο άχρηστος». Τότε ο Επαφρόδιτος εποίησε το σημείον του Σταυρού,
αναθεματίζων τον δαίμονα, τους δε ανθρώπους εδίδξε λέγων· «Βλέπετε, τέκνα μου,
πως ο Δεσπότης Χριστός σας εκάλεσεν εις την βασιλείαν του; δια τούτο οργίζεται
ο διάβολος και αγωνίζεται να αρπάση τους ασθενεστέρους εξ υμών. Αλλά σεις, ως
άνδρες τέλειοι, εμφυσήσατε εις αυτόν λέγοντες. Αποτασσόμεθά σου, Σατανά, και
συντασσόμεθα Ιησού Χριστώ τω Υιώ του Θεού». Ούτω λοιπόν έκαμαν, και ευθύς εφάνη
εξ ανατολών φλογίνη ρομφαία, ήτις εδίωξε τους δαίμονας. Την πρωϊαν ήλθε και ο άλλος
άνθρωπος, όστις είχε τους θεριστάς, με την γυναίκα και τα τέκνα του, φέροντες
τα αναγκαία ιμάτια. Και κατελθών εις τον ποταμόν τους εβάπτισε και τους
έστειλεν εις διαφόρους τόπους να κηρύττουν το Ευαγγέλιον, έδωκε δε εις έκαστον
Σταυρόν κέδρινον και εξουσίαν να κάμνουν θαυμάσια. Απελθόντες δε εις χώρας και
πόλεις διαφόρους, εθεράπευον πάσαν ασθένειαν με την θείαν δύναμιν. Οι δε
δαίμονες, μη υποφέροντες να βλέπουν το σημείον του Σταυρού, έφευγον· όθεν οι
εγχώριοι θαυμάζοντες ηρώτησαν τους άνδρας, πόθεν έλαβον την εξουσίαν να ποιώσι
τοιαύτα παράδοξα. Οι δε ευηγγέλισαν εις αυτούς τον Δεσπότην Χριστόν. Επίστευον
δε και εβαπτίζοντο καθ’ εκάστην πολλοί και έτρεχον εις τον σοφόν Επαφρόδιτον.
Έκτισαν δε και Εκκλησίαν, εις την οποίαν εκείνος ελειτούργει και εκοινώνει
αυτούς τα θεία Μυστήρια. Όσον δε παρήρχετο ο καιρός, τόσον οι πιστοί
επληθύνοντο. Ο δε Άγιος Μαρκιανός, ταύτα ακούσας, έγραψεν επιστολήν προς τον
μέγαν Παγκράτιον, έχουσαν ούτω· «Θαυμάζω, πως η αγιωσύνη σου ελησμόνησες τόσον
ταχέως την διδασκαλίαν των Αποστόλων, ήτις
λέγει, να μη εξουσιάζη άλλην ενορίαν ο Επίσκοπος και έστειλες εις την
επαρχίαν μου τον Επαφρόδιτον. Πλην εάν είδες από τον Θεόν αποκάλυψιν και δι’
αυτό τον απέστειλες, γράψε μου απόκρισιν, ίνα μη σε κατακρίνω αδίκως». Ταύτην
την επιστολήν λαβών ο Παγκράτιος απήντησε προς τον Άγιον Μαρκιανόν αναφέρων
όλην την αλήθειαν, ότι δηλαδή είδε τρεις φοράς εν οράματι να χειροτονήση τον
Επαφρόδιτον. Έδωσε δε το γράμμα τούτο εις εμέ τον Ευάγριον, ίνα το φέρω εις
Συρακούσας. Όταν δε επλησίαζον εις Συρακούσας εξήλθεν ο Άγιος Μαρκιανός της
πόλεως και με προϋπήντησεν, με υπεδέχθη δε ασπασίως, λέγων· «Νομίζω ότι ελύπησα
τον αδελφόν Παγκράτιον και ο Θεός γινώσκει ότι επικράνθην. Διότι αφού σας
έστειλα το γράμμα, μου εφανέρωσε το πράγμα ο Κύριος. Ελυπήθην δε διότι σας
ελύπησα. Αλλά τώρα χαίρω ότι ήλθες προς με και ύπαγε ίνα συνευφρανθής με τον
Επαφρόδιτον, κατόπιν δε να έλθης ενταύθα, ίνα υπάγωμεν μαζί εις τον
Παγκράτιον». Απελθών λοιπόν έκαμα οκτώ ημέρας με τον Επαφρόδιτον, όστις μου
είπεν όσα ετέλεσε με την θείαν βοήθειαν. Κατόπιν επέστρεψα εις τον Μαρκιανόν
και επορεύθημεν ομού προς τον Παγκράτιον. Γνωρίσας δε εκείνος την έλευσιν του
Μαρκιανού από θείν χάριν, τον προϋπήντησε και πίπτοντες εις την γην αμφότεροι,
παρεκάλει ο εις τον άλλον να τον ευλογήση δια ταπείνωσιν. Μετά πολλήν ώραν
είπεν ο μέγας Μαρκιανός· «Ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόμτι Κυρίου»,
Ασπασάμενοι δε αλλήλους εισήλθομεν εις την Εκκλησίαν και έκαμε λιτανείαν ο
Μαρκιανός. Έπειτα εκάθησαν συνομιλούντες. Ο δε Παγκράτιος του λέγει· «Πως ήλθες
εις ημάς τους αμαρτωλούς, Πάτερ τίμιε»; Ο δε απεκρίνατο· «Οι άρρωστοι υπάγουσιν
εις ιατρόν, δια να λάβουν την ίασιν». Λέγει προς αυτόν ο Παγκράτιος· «Είθε και
ημείς να είμεθα εις τα μέτρα σου, Πάτερ Όσιε». Ήσαν δε εις την σωματικήν μορφήν
και την στάσιν παρόμοιοι, βλέποντες δε αυτούς οι αδελφοί έχαιρον και ετίμων
αυτούς ως Μωϋσέα και Ααρών. Ήλθον δε ο ηγεμών και όλοι οι άρχοντες και τους
ηυλόγησεν ο Μαρκιανός. Κατά δε την άλλην ημέραν, ήτις ήτο Κυριακή,
συνελειτούργησαν. Κατά δε την θείαν ιερουργίαν κατελθόν πυρ εκ του ουρανού
εκύκλωσε το άγιον Βήμα, όταν έψαλλον τον τρισάγιον ύμνον· μετά την λειτουργίαν
οι μεν Άγιοι εκοινώνησαν, οι δε λαϊκοί εφοβούντο να πλησιάσουν, ο δε Άγιος
είπεν εις αυτούς· «Προσέλθετε, τέκνα μου, και μη φοβείσθε. Ότι το πυρ, το
οποίον βλέπετε, είναι η επισκίασις του Αγίου Πνεύματος, όπερ ποιεί τους
λειτουργούς αυτού πυρός φλόγα». Τότε μετά φόβου πολλού εκοινώνησαν πό τον Άγιον
Μαρκιανόν άπαντες. Προσμείνας εκεί ο μέγας Μαρκιανός ημέρας δέκα πέντε ηθέλησε
να αναχωρήση, παρέλαβε δε τον Άγιον εις την συνοδείαν του, όστις επορεύθη μετά
χαράς δια να ίδη τας Εκκλησίας· εισελθόντων δε εις το πλοίον, έπνευσε καλός
άνεμος και εφθάσαμεν την αυτήν ημέραν εις Συρακούσας και επήγαμεν την νύκτα εις
την Επισκοπήν. Οι δε μαθηταί του Μαρκιανού ιδόντες αυτόν έκλαυσαν λέγοντες, ότι
οι δαίμονες ήρχοντο την νύκτα και τους ηπείλουν λέγοντες ότι έπνιξαν αυτόν εις
την θάλασσαν. Τότε ο μακάριος ενεθάρρυνεν αυτούς, ίνα μη φοβούνται τα
φαντάσματα των δαιμόνων. Έπειτα έστειλεν είδησιν προς τους άρχοντας Γόρδιον και
Σέλευκον, να συνάξουν όλον τον λαόν, ίνα τους ευλογήση ο μέγας Παγκράτιος.
Συναχθέντες δε άπαντες, έπεσον εις τους πόδας του ιερού Παγκρατίου, όστις
ηυλόγησεν άπαντας. Έμειναν δε εκεί εξ ημέρας, συνομιλούντες πνευματικώς οι δύο
φίλοι του Χριστού και συνευφραινόμενοι. Τότε είδεν οπτασίαν ο Άγιος, ότι ο
βασιλεύς Ακυλίνος παρέλαβεν εξακοσίας χιλιάδας στρατού, ίνα πολεμήση την
Ταυρομενίαν. Εσιώπησε δε την όρασιν· μόνον έστειλεν είδησιν και ήλθεν εκεί ο
Επαφρόδιτος και συνηυφράνθησαν. Έπειτα έγραψεν ο Άγιος του Μαρκιανού συστατικά
γράμματα, κατά τους Κανόνας των Αγίων Αποστόλων, να εξουσιάζη και τας επαρχίας
οπόθεν επέστρεψεν ο Επαφρόδιτος. Ούτως ασπασάμενοι αλλήλους εταξιδεύσαμεν· ότε
δε εφθάσαμεν εις την Ταυρομενίαν εκήρυξεν ο κήρυξ να συναχθή η πόλις όλη τη
επαύριον, ίνα τους ομιλήση ο μέγας Παγκράτιος. Τότε ελειτούργησεν ο Άγιος και
εκοινώνησεν άπαντας. Έπειτα είπε προς τον άρχοντα και όλην την Σύγκλητον·
«Τέκνα μου, ο διάβολος εκίνησε να σας πολεμήση, αλλά αναθέσατε την ελπίδα σας
εις τον Κύριον και Αυτός θέλει αφανίσει την πανουργίαν του». Ταύτα ειπών,
εκάλεσε τον Βονιφάτιον ιδιαιτέρως και του είπε να φέρη εκεί ένα βιβλίον, όπου
ήσν γραμμέναι αι νίκαι του Ταύρου· όστις έκαμε πολλούς πολέμους με τον Ακυλίνον
τον βασιλέα Καλαβρίας, όστις προσεπάθει να φονεύση τον κύριον του Ταύρου
Ρέβινθον, ίνα του αρπάση τους τόπους του αδίκως. Ο Ρέβινθος αυτός είχε γυναίκα
σοφωτάτην και ωραίαν, Μενίν ονόματι. Ότε δε εφόνευσεν ο Ακυλίνος τον Ρέβινθον,
ώρμησεν ο Ταύρος ως ανδρείος που ήτο με εξ χιλιάδας λαού και εφόνευσεν από τον στρατόν
του Ακυλίνου χιλιάδας πεντήκοντα, δια την νίκην του δε ταύτην έλαβεν αυτόν
σύζυγον η Μενία. Ήτις παρέλαβεν όλον της τον πλούτον και έφυγον από την πόλιν
των, έκτισαν δε άλλην , την οποίαν ωνόμασαν Ταυρομενίαν, εις την οποίαν ήτο
Αρχιερεύς ο Παγκράτιος και ηγεμών ο Βονιφάτιος. O δε
Ακυλίνος εσύναξε πάλιν άλλον στρατόν εις την Καλαβρίαν και ήλθεν εις την
Σικελίαν, όπου ήτο η Μενία με τον Ταύρον, τον οποίον εσκέπτετο να φονεύση και
να πάρη την Μενίαν με τον πλούτον της. Ο δε Ταύρος εμονομάχησε με τον Ακυλίνον
και φονεύσας αυτόν έμεινε νικητής και εξουσίαζε την Καλαβρίαν και Σικελίαν,
κατοικών εις την επώνυμον αυτού πόλιν, την Τυρομενίαν. Τούτο το βιβλίον
αναγνώσας ο Άγιος, είπε προς τον Βονιφάτιον· «Βλέπεις, τέκνον, τούτον τον
παλαιόν πόλεμον θέλει να εκδικήση ούτος ο νέος Ακυλίνος· αλλά μη ταραχθή η
καρδία σου, ότι εάν ο Ταύρος ενίκησεν εκείνους, πόσω μάλλον ο Κύριός μας Ιησούς
Χριστός. Ύπαγε εις το παλάτιον και μη είπης εις τον λαόν σου δια τον πόλεμον,
μόνον προσεύχου εις τον παντοδύναμον Θεόν και εις αυτόν έχε τας ελπίδας σου». Ο
δε Ακυλίνος συνήθροισε τον λαόν του, λέγων· «Ας υπάγωμεν, αδελφοί, να
εκδικήσωμεν το αίμα των αδελφών μας, το οποίον ο Ταύρος έχυσεν αδίκως. Τώρα
όμως δεν υπάρχει πλέον ο Ταύρος να μας νικήση, αλλά μόνον ο Βονιφάτιος με
ολίγον λαόν και θα τους νικήσωμεν». Συναθροίσας λοιπόν περί τας εξακοσίας
χιλιάδας άνδρας περιεκύκλωσαν κατά την νύκτα αιφνιδίως την πόλιν όλην, απέκοψαν
δε την ύδρευσιν κτυπώντες τας σάλπιγγας τόσον δυνατά, ώστε οι πολίται
ετρόμαξαν, αν και ήσαν άνδρες του πολέμου όλοι χιλιάδες τεσσαράκοντα, τους
οποίους έβαλε κατά τάξιν ο Βονιφάτιος γύρωθεν εις τα τείχη της πόλεως. Όταν
εξημέρωσεν επολέμησαν, παρεχώρησε δε ο Κύριος να νικήσουν την πρώτην ημέραν οι
εχθροί των, δια να μη καυχηθούν οι πολίται ύστερα, ότι με την δύναμίν των
ενίκησαν. Στενοχωρούμενοι λοιπόν οι Ταυρομενίται, ύβριζον τον ηγεμόν και τον
Παγκράτιον, λέγοντες· «Κακήν ώραν ήλθεν εδώ ούτος ο μάγος και ηφάνισε τους
θεούς, τώρα δε θα γίνωμεν όλοι αιχμάλωτοι». Ταύτα λέγοντες εσκέπτοντο να
φονεύσουν τον ηγεμόνα και τον Άγιον και να παραδώσουν εις τους εχθρούς την
πόλιν οι άφρονες. Ο δε καλός Βονιφάτιος τους ενουθέτει ν μη απελπίζωνται, αλλά
να επικαλεσθούν τον Δεσπότην Χριστόν εις βοήθειαν δια να τους δώση την νίκην ως
παντοδύναμος. Ταύτα ειπών, καθησύχασεν αυτούς ολίγον. Πορευθείς δε ευθύς εις
τον Άγιον, είπεν εις αυτόν· «Βοήθησον την ποίμνην σου, πάτερ τίμιε, και
λύτρωσαι από τας χείρας των εχθρών την πόλιν σου· ότι ο λαός αγανακτεί και
γογγύζει, επικαλούνται δε τους ακαθάρτους ψευδοθεούς οι άφρονες και θέλουν να
με φονεύσουν αδίκως». Λέγει προς αυτόν ο μακάριος· «Ύπαγε, τέκνον, ειπέ προς
αυτούς. Τάδε λέγει Παγκράτιος. Τέκνα Χριστού του Θεού, μη φοβείσθε τους εχθρούς
σας, ότι σεις είσθε στρατιώται του μεγάλου Βασιλέως. Εάν δε και από τον κόπον
κατεβλήθητε, υπάγετε να αναπαυθήτε εις τους οίκους σας, και ο Δεσπότης Χριστός,
ο μέγας Βασιλεύς και Θεός παντοδύναμος θέλει πολεμήσει δια σας, και μη ζωσθή
τις ξίφος, ούτε τόξον να λάβη ουδέ δόρυ ή μάχαιραν». Ταύτα ακούσαντες ο λαός
από τον άρχοντα, εθυμώθησαν λέγοντες· «Ω κακή συμβουλή και ανόητος! Ημείς
επολεμήσαμεν όλοι με όλην μας την δύναμιν και μετά βίας εφυλάξαμεν τα τείχη της
πόλεως και συ μς λέγεις να υπάγωμεν εις τους οίκους μας; Τις θα ακούση ταύτα
και δεν θα γελάση λέγων, ότι ο Βονιφάτιος, τον οποίον εθεωρούμεν σοφόν
άνθρωπον, με τον μάγον Παγκράτιον ηβουλήθησαν να παραδώσουν εις τους εχθρούς
την πόλιν μας»; Τότε ο άρχων ανήγγειλε πάλιν ταύτα προς τον Άγιον, λέγων· «Δεν
ηθέλησαν Πάτερ, καν να ακούσουν τους λόγους σου, αλλά μάλλον εθυμώθησαν,
βλέποντες τους εχθρούς, ότι επλησίασαν εις τα τείχη της πόλεως και ήθελαν να με
θανατώσουν οι δείλαιοι». Ο δε Άγιος τους εμήνυσε δεύτερον και τρίτον και
απήλθον εις τας οικίας των και τότε οι μεν πολέμιοι την πόλιν περικύκλωσαν. Ο
δε Άγιος παρέλαβεν εμέ και ένα διάκονον, Τατιανόν ονόματι, λέγων· «Ας υπάγωμεν,
τέκνα, να πολεμήσωμεν και ημείς τους εχθρούς με τα όπλα μς». Φορέσας δε την
ιεράν στολήν, έλαβε τον τίμιον Σταυρόν εις την χείρα του, εγώ δε την εικόνα του
Δεσπότου Χριστού και ο Τατιανός την εικόνα του Αποστόλου Πέτρου και επορεύθημεν
εκεί, όπου ήτο η δύναμις των εχθρών.
Αναβάς τότε ο Άγιος εις τόπον υψηλόν εποίησε το σημείον του Σταυρού
τετράκις βλέπων προς την πόλιν και την ετείχισεν αοράτως από τα τέσσαρα μέρη,
Ανατολήν, Δύσιν, Βορράν και θάλασσαν. Έπειτα υψώσας τας χείρας προς την
Ανατολήν, ούτως ηύχετο· «Εξέγειρον την δυναστείαν σου, και ελθέ εις το σώσαι
ημάς, Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός ημών, μη αρπάση ο εχθρός την πόλιν σου, αλλά
δείξον εις αυτούς την δύνανίν σου δια του ζωοποιού Σταυρού και της αχράντου
Εικόνος σου». Μετά την ευχήν ύψωσε τον Τίμιον Σταυρόν και ημείς τας Εικόνας.
Τότε όλοι οι εχθροί εσκοτίσθησαν και στρέφοντες εις τα οπίσω εφόνευεν ο εις τον
άλλον, νομίζοντες ότι εφόνευον τους Ταυρομενίους. Ο δε Άγιος βλέπων τους
εχθρούς ότι αλληλοεσφάζοντο, έκαμε πάλιν προσευχήν, λέγων· «Κύριε Ιησού Χριστέ
ο Θεός ημών, δος εις τας καρδίας των ανθρώπων τούτων κατάνυξιν, δια να
γνωρίσουν την δύναμίν σου και να επιστρέψουν προς την ευσέβειαν». Τότε ηννόησαν
οι πολέμιοι, ότι αλλήλους εφόνευον, όθεν ευθύς έφυγον από προσώπου της πόλεως
φωνάζοντες. Οι δε πολίται, ιδόντες τοιούτον φρικτόν θαυμάσιον, εδόξασαν τον
Κύριον, ευχαριστούντες το μέγαν Παγκράτιον. Πό δε τους εχθρούς διέφυγον
χιλιάδες τέσσαρες και επλησίασαν εις την πόλιν, ταύτα βοώντες: «Ελεήσατε ημάς,
άνδρες μεγαλόθεοι». Τότε προστάσσει ο Άγιος να ανοίξουν τας πύλας της πόλεως
και εισελθόντες εκείνοι μέσα, ως είδον τον Άγιον, πίπτοντες εις τους πόδας του
έκραζον· «Ελέησόν μας, Μεγαλόθεε». Ο δε απεκρίνατο· «Εγώ θεός δεν είμαι, αλλά
δούλος του μεγάλου και παντοδυνάμου Θεού». Αφού δε εδίδαξεν αυτούς, επίστευσαν
εις τον Χριστόν, εκλέξας δε ο Άγιος απ’ αυτούς τους ευλαβεστέρους,
εχειροτόνησεν ιερείς και διακόνους και τους έστειλεν εις την Καλαβρίαν, ίνα
κηρύξουν το Ευαγγέλιον. Από τούτους τινές μας διηγούντο, ότι έβλεπον τρεις
ηλίους εις τα τείχη της πόλεως, λάμποντας περισσότερον παρά τον της ημέρας
ήλιον, των οποίων την λάμψιν μη υποφέροντες εσκοτίζοντο, πίπτοντες δε εις τον
κρημνόν συνετρίβοντο. Ο δε Άγιος έδειξεν εις αυτούς τον ζωοποιόν Σταυρόν και
τας δύο Εικόνας λέγων· «Αυτοί είναι οι τρεις ήλιοι, τους οποίους εβλέπετε υπέρ
τον ήλιον λάμποντας». Τότε κατησπάζοντο οι άνδρες εκείνοι τας αγίας Εικόνας με
πολλήν ευλάβειαν· έπειτα λαβόντες από τον Άγιον την συγχώρησιν ανεχώρησαν και
φθάσαντες εις την Καλαβρίαν εκήρυξαν τον λόγον της πίστεως φέροντες πολλούς εις
την ευσέβειαν. Ο δε κύριός μου Παγκράτιος με έστειλεν εις τον μέγαν Μαρκιανόν,
να του αναγγείλω τα ρηθέντα θαυματουργήματα και ότι δια να μη τον λυπήση δεν
του εφανέρωσε την υπόθεσιν, όταν ήτο εκεί, την οποίαν εγνώρισεν από θεϊκήν
αποκάλυψιν. Έπειτα, όταν έστρεψα εις την Ταυρομενίαν, μου είπεν ο Άγιος·
«Τέκνον Ευάγριε, γίνωσκε, ότι εις ολίγον καιρόν πορεύομαι προς τον Δεσπότην
μου, θέλω δε να μείνης εις τον θρόνον μου διάδοχος. Λοιπόν λάβε τον Βονιφάτιον
και άλλους τινάς ευλαβείς, να υπάγετε εις την Ρώμην, να εύρης τον μακάριον
Πέτρον, να σε χειροτονήση Επίσκοπον αυτής της πόλεως. Όταν δε έλθης εδώ, να
βαπτίσης τον Βονιφάτιον». Ταύτα λέγοντος του Αγίου έτρεχον από τους οφθαλμούς
μου κρουνηδόν τα δάκρυα. Τότε πάλιν μοι λέγει ο Άγιος· «Παράλαβε, τέκνον, τον
Τατιανόν εις την συνοδείαν σου και ύπαγε εις την δείνα επαρχίαν, όπου
εχειροτόνησα Πρεσβύτερον τον δείνα, ο οποίος απέθνεν, είναι τρεις ημέραι, και
ετοιμάζονται να έλθουν εδώ οι άνθρωποι όλοι της χώρας εκείνης. Λοιπόν δια να μη
κοπιάζουν έως εδώ, ύπαγε και κάμε ιερέα τον ευλαβέστερον». Αφήσαντες λοιπόν εις
την υπηρεσίαν του Αγίου ένα παιδάριον, μετέβημεν ημείς με τον Διάκονον εις την
διακονίαν ταύτην. Την αυτήν ημέραν εξήλθεν από την πόλιν και ο ηγεμών, δια να
υπάγη εις άλλην χώραν, ίνα πολεμήση με άλλον τινά τύραννον, αφήκε δε εις το
παλάτιον ως επίτροπον ένα θείον του μιαρού Ελίδου, ονομαζόμενον Αρτάγαρον,
όστις εφάνη Ιούδας δεύτερος, είχε δε μίσος άμετρον ο εναγής προς τον Άγιον και
εζήτει καιρόν επιτήδειον να τον φονεύση ο αλιτήριος. Όταν είδεν ημάς, ότι
εξήλθομεν της πόλεως, προσεκάλεσε τους συνδούλους αυτού και τους λέγει την
κακήν του γνώμην, αφ’ ου πρότερον τους επεριποιήθη και τους εμέθυσεν. Ούτοι
συνεφώνησαν μετ’ αυτού, να φονεύσουν τον δίκαιον αδίκως. Εκείνος δε ο μακάριος,
καθώς ηύχετο την ενάτην ώραν, ήκουσε φωνήν ταύτα λέγουσαν· «Παγκράτιε, ελθέ ο
πιστός οικονόμος και φρόνιμος να απολαύσης τα αγαθά, άτινα σου ητοίμασα». Το
πονηρόν λοιπόν βουλευτήριον έστειλεν ένα άνθρωπον, να φέρη τον Άγιον εις το
Πραιτώριον. Όταν ούτος έφθασεν εις τον Άγιον του λέγει· «Ο επίτροπος Αρτάγαρος
σε προσκαλεί, Πάτερ Άγιε, να ευλογήσης την τράπεζαν». Τότε ο Άγιος επήγε πρώτον
και εκοινώνησε τα θεία Μυστήρια, φορέσας δε το ωμοφόριον ανήλθεν εις το
παλάτιον, όπου εκάθισεν εις την τράπεζαν, αλλ’ ουδέν έφαγεν. Εκείνοι, όταν
εχορτάσθησαν, έφεραν την κιθάραν και εχόρευον κραυγάζοντες ατάκτως. Φέροντες δε
εις το μέσον το είδωλον του Σκαμάνδρου, το έστησαν έμπροσθεν του Αγίου και το
επροσκυνούσαν εις πείσμα του. Τότε ο Άγιος είπεν εις αυτούς· «Παύσασθε, τέκνα,
πονηρευόμενοι· μη προσκυνείτε το αναίσθητον είδωλον». Εκείνοι όμως ποσώς δεν
έδιδον προσοχήν εις τους λόγους του. Όθεν ο Άγιος έκαμε Σταυρόν και έπεσεν εις
την γην το είδωλον. Βλέποντες λοιπόν οι παμπόνηροι τον θεόν αυτών συντριβόμενον
εκτύπων την κεφαλήν του Αγίου και το
αγγελικόν αυτού πρόσωπον λέγοντες· «Μάγε και ολοθρευτά των μεγάλων θεών, όστις
έκαμες την πόλιν όλην να προσκυνούν τον Χριστόν και τους καθαρούς θεούς να
βδελύττωνται». Ομού δε με τον λόγον, αρπάσαντες αυτόν τον έρριψαν εις την γην
και τον έτυπτον σκληρώς, άλλος δε τον εκτύπα με λίθον, άλλος τον κατέκοπτε με
μάχαιραν, έως ου αφήκε την ψυχήν αυτού ο μακάριος, ταύτα λέγων· «Κύριε Ιησού
Χριστέ, εις χείρας σου παρατίθημι το πνεύμα μου». Τότε παρέλαβον το τίμιον
αυτού σώμα και το έρριψαν εις μίαν σχισμήν πέτρας, μακράν από το παλάτιον. Κατ’
εκείνην την ώραν έτυχεν εκεί πλησίον παιδίον Χριστιανού τινος, το οποίον ιδών
τους αδίκους να ρίπτουν εκεί το άγιον λείψανον εφώναξε λέγον· «Διατί εφονεύσατε
τον δίκαιον άδικα»; Τότε οι φονείς έτρεξαν να φονεύσουν και αυτό, δια να μη
τους αποκαλύψη. Το δε παιδίον έφευγε· βλέπον δε ότι το έφθαναν, επήδησεν εις
ένα κρημνόν και τότε (ω του θαύματος!) το ήρπασεν Άγγελος Κυρίου πριν πέση και
το απέθεσεν αβλαβές εις άλλον τόπον μακράν από τους φονείς, ίνα μη το
φονεύσουν. Ήτο δε τότε ώρα Πέμπτη της ημέρας. Κατά δε την δεκάτην ώραν ήλθομεν ημείς με τον Τατιανόν, εις
ολίγον δε διάστημα ήλθε και ο ηγεμών με το στράτευμα, όστις εμήνυσε να υπάγη
εις το παλάτιον ο Άγιος· ημείς δε τον εζητήσαμεν παντού και δεν τον εύρομεν.
Όταν δε ενύκτωσεν, μετέβην εγώ ζητών αυτόν εις κάθε τόπον αναχωρητικόν και
παράμερον, μήπως και προσεύχεται· βλέπων δε εις την σχισμήν της πέτρας, είδα
φως ως αστραπήν· όθεν πλησιάσας βλέπω (φευ!) το τίμιον σώμα του κυρίου μου
συντεθλασμένον και αγνώριστον· φωνάζων δε όσον ηδυνάμην, έτυπτον το πρόσωπόν
μου κλαίων και λέγων ταύτα από τον μεγάλον πόνον και την θλίψιν μου· «Οίμοι τω
αθλίω! Τις εφόνευσε τον ποιμένα μας και διδάσκαλον; Ποίος άνομος ετόλμησε να
εγγίση το θείον σου πρόσωπον; Ουαί μοι τω τάλανι, δεν ακούω πλέον την
γλυκυτάτην σου λαλιάν, να μου είπης «τέκνον, Ευάγριε»· δια τούτο θαρρώ με
απέστειλες, ίνα μη ίδω τον άδικόν σου και άμορφον θάνατον. Διατί να μη είμαι
παρών, να αποθάνω μάλλον εγώ αντί σου, Πάτερ γλυκύτατε»; Αυτά και άλλα όμοια
λέγοντος εμού ήκουσαν τας φωνάς και εσυνάχθησαν πολλοί· εξόχως δε ο Τατιανός, ο
Λυκαονίδης και ο Βονιφάτιος, προς τον οποίον εφώναξα λέγων· «Βλέπεις, ηγεμών,
τον διδάσκαλον και φωστήρα μς, πως κείται αιματωμένος και νεκρός ως ληστής και
παράνομος»; Ο δε άρχων, ιδών αυτόν, έκλαυσε μεγαλοφώνως και εξέσχιζεν από τον
μεγάλον πόνον τα ιμάτια αυτού. Καθώς εθρηνούμεν, ήλθε και η οσιωτάτη Παύλα με
τας άλλας παρθένους και πίπτουσα εις το άγιον λείψανον εθρήνει απαρηγόρητα και
έχυνεν άφθονα δάκρυα, ώστε ήτο αδύνατον να παρηγορηθή, αλλά έλεγεν· «Ας έλθουν
εκείνοι, οίτινες εφόνευσαν τον δεσπότην μου, να θανατώσουν και εμέ την
τάλαιναν, ίνα συνταφώ μετά του κυρίου μου». Μετά ταύτα, επειδή με τα δάκρυα
ουδέν ωφελούμεν, εσηκώσαμεν το άγιον λείψανον και το μετεφέραμεν εκεί πλησίον,
εθέσαμεν δε αυτό προσωρινώς, καθώς το εύρομεν φονευμένον. Το πρωϊ παρήγγειλεν ο
άρχων εις χρυσοχόον να κατασκευάση θήκην χρυσήν και πολύτιμον δια να θέση εις
αυτήν το άγιον λείψανον. Μετά ταύτα ανέκρινε πολλούς εις το Πραιτώριον, ίνα
μάθη τις εφόνευσε τον Άγιον· καθώς δε εβασάνιζε τους δούλους του, ιδού έφθασε
και το παιδάριον, όπερ εσώθη από τους φονείς με την θείαν βοήθειαν και μας
είπεν όλα τα γενόμενα, τα οποία ακούσας ο Βονιφάτιος έδεσεν ευθύς τον Αρτάγαρον
και τους άλλους δύο, προσέταξε δε τους στρατιώτας, οίτινες τους έδειραν τόσον
σκληρώς, ώστε εφάνησαν όλα των τα μιαρά οστά. Λαβών τότε την μάχαιράν του ο
καλός Βονιφάτιος ως Φινεές την αμαρτίαν εξιλάσατο, ήτοι με την χείρα του
έσφαξεν εκείνους τους αδίκους, οίτινες αδίκως τον δίκαιον εφόνευσαν. Τα δε
βέβηλα και μιαρώτατα σώματα έρριψαν κατά του κρημνού εις την θάλασσαν. Μετά
τρεις ημέρας ετελειώθη η θήκη, εθέσαμεν δε εις αυτήν το άγιον λείψανον και το
αφήκαμεν εκεί κεκρυμμένον δια να μη το μάθη ο λαός και το διαμοιράσουν μεταξύ
των δια ευλάβειαν. Μόνον ηκούσθη η είδησις, ότι εφόνευσαν τον Άγιον και έκαμε
την εκδίκησίν του ο Βονιφάτιος. Μετά επτά ημέρας, καθήμενος εγώ εις την
Εκκλησίαν, είδον το εξής όραμα. Δώδεκα άνδρες λευκοφόροι ίσταντο εις δύο
χορούς, έχοντες εις το μέσον αυτών τον κύριόν μου Παγκράτιον, όστις μοι είπε·
«Τέκνον Ευάγριε, διατί δεν ενεταφίασες εις το χώμα το σώμα μου, αλλά με
εκρύψατε εις την διαβολικήν θήκην του χρυσίου; Είδες με ποτέ να αγαπήσω χρυσίον
ποσώς ή αργύριον; Μη, τέκνον μου, μη, αλλά εξάγαγέ με από το σκοτεινόν εκείνο
κιβώτιον και παράδος την γην εις την γην, κατά την κοινήν συνήθειαν». Ταύτα
ακούσας ετρόμαξα και τα ανήγγειλα προς τον ηγεμόνα, όστις είπε να κάμω καθώς ο
Άγιος επρόσταξε. Συναθροίσαντες λοιπόν όλον τον λαόν, εποιήσαμεν αγρυπνίαν
ολονύκτιον ψάλλοντες· το δε πρωϊ κατέβημεν εγώ, ο Τατιανός, ο Λυκαονίδης και ο
Βονιφάτιος και ανοίξαντες την χρυσήν θήκην είδομεν θαύμα εξαίσιον· ήτοι το σώμα
δεν ήτο καθώς το εθέσαμεν αιματωμένον, πληγωμένον και άμορφον, αλλά ωραίον και
ήστραπτεν ως το φως, ήτο δε σώον και ακέραιον, καθαρόν από αίματα. Πληγή δε ή
μόλυνσις ουδαμού διεκρίνετο ούτε εις την σάρκα, ούτε εις τα ενδύματά του. Ταύτα
βλέπων ο άρχων έκλαυσεν ώραν πολλήν εκθαμβούμενος. Εξαγαγόντες τότε το άγιον
λείψανον έξω, εγέμισεν ο τόπος όλος ευωδίας θαυμασιώτατα. Όθεν συνηθροίσθησαν άνδρες
τε και γυναίκες, νέοι και γέροντες, πλήθος πολύ, οίτινες, ασπασάμενοι το άγιον
λείψανον, εδόξαζον τον Πανάγαθον Θεόν τον δοξάζοντα τους Αυτόν αντιδοξάζοντας.
Ούτω λοιπόν άπαντες απηλαύσαμεν την άρρητον εκείνην ευωδίαν την τερπνήν και
θαυμάσιον, θαυμάζοντες κι εξιστάμενοι, επειδή υπερέβαινε πάσαν ακοήν και
διάνοιαν. Φέροντες δε λίθους πελεκητούς λακεδαιμονίους, εκτίσαμεν θήκην και
μικρόν οικίσκον και απεθέσαμεν εις την λιθίνην αυτήν θήκην το άγιον λείψανον,
την δε χρυσήν θήκην μετεβάλομεν εις σκεύη της Εκκλησίας ως έπρεπεν. Όταν δε
παρήλθον ημέραι τεσσαράκοντα μετά την του Αγίου τελείωσιν, είπον προς τον
άρχοντα όσα ως άνωθεν μοι παρήγγειλεν ο Άγιος· ήτοι να υπάγωμεν εις την Ρώμην.
Τότε ο Βονιφάτιος ητοίμασεν αμέσως πλοίον, λαβόντες δε άνδρας ευλαβείς και
σοφούς ανεχωρήσαμεν και εις ολίγας ημέρας, του Θεού συνεργούντος, εφθάσαμεν εις
την μεγάλην πόλιν. Ο δε μακάριος Πέτρος εγνώριζεν όλα τα γενόμενα από Πνεύμα
Άγιον και τα επροφήτευσε προς τους μαθητάς αυτού λέγων· «Ο Παγκράτιος ο
Επίσκοπος Ταυρομενίας ετελειώθη, τώρα δε έρχεται προς ημάς ο μαθητής του
Ευάγριος». Λαβών τότε μαθητάς τινας, μας προϋπήντησεν έξω της πύλης της πόλεως.
Ιδών τότε εγώ τον μακάριον Απόστολον Πέτρον, έπεσα εις τους πόδας του, εκείνος
δε με ήγειρε και ασπασάμενοι αλλήλους μετέβημεν εις το κατοικητήριον αυτού
χαίροντες. Όταν δε ήρχισα να διηγούμαι εις αυτόν τα αθλήματα του Παγκρατίου μοι
απεκρίθη λέγων· «Όσα θέλεις να μας είπης, τέκνον, τα γνωρίζομεν από θείαν
πρόνοιαν. Λοιπόν λάβε την Επισκοπήν, όσας δε αρετάς είδες εις τον διδάσκαλόν
σου Παγκράτιον μιμήσου». Έπειτα προσεκάλεσε τους πιστούς και όλον το
πρεσβυτέριον και κάμνων την πρέπουσαν ακολουθίαν μοι έδωκε τον κλήρον της
Επισκοπής λέγων· «Ύπαγε, τέκνον, και ακολούθει κατά τον κανόνα του διδασκάλου
σου». Ταύτα ειπών, επήνεσε τον ηγεμόνα Βονιφάτιον, ότι επίστευσεν εις τον
Χριστόν και ευχαριστήσας αυτόν δια τον κόπον του, μας ηυχήθη και απέλυσεν. Όταν
δε εφθάσαμεν εις την πόλιν μας, εβάπτισα τον Βονιφάτιον, ο οποίος ως ευλαβής
προς τον Χριστόν και εραστής της ουρανίου Βασιλείας θερμότατος αφήκεν ευθύς την
πρόσκαιρον ηγεμονίαν, όταν έλαβε το άγιον Βάπτισμα, προσκαλέσας δε ευλαβή τινα
και πιστόν άνθρωπον, έμπειρον και ισχυρόν εις τους πολέμους, τον εψήφισεν
ηγεμόνα της πόλεως. Αυτός δε ο μακάριος εκάρη και ενεδύθη πενιχρά ιμάτια,
έμεινε δε εις την συνοδείαν μας και υπετάσσετο προθύμως, ουδέποτε δε έλειψεν
από την ακολουθίαν. Μετά τινας ημέρας είπον εις αυτόν· «Τέκνον Βονιφάτιε, ας
κτίσωμεν μίαν Εκκλησίαν προς δόξαν Θεού εις το όνομα του Ιερομάρτυρος
Παγκρατίου, όστις απέδωκεν εδώ πολλούς καρπούς δικαιοσύνης και τόσον κόσμον
έσωσεν». Ο δε, μετά χαράς τον λόγον δεξάμενος, παρουσιάσθη εις το Πραιτώριον
και μοι έφερε χρυσίον πολύ, με το οποίον έκτισα Εκκλησίαν πλουσίαν και ωραίαν,
την εχρύσωσα και εζωγράφισα της παλαιάς και νέας Γραφής όλα τα θαυμάσια. Ομοίως
ιστόρησα και την Εικόνα του κυρίου μου Παγκρατίου επιμελέστατα· μοι φαίνεται
δε, όταν την βλέπω, ότι εκείνον θεωρώ και συνομιλώ και χαίρομαι. Πολλά δε και
ανήκουστα θαύματα και τεράστια έγιναν εις τον άγιον τάφον του· πολλούς
αρρώστους ιάτρευσεν από διαφόρους ασθενείας βασανιζομένους· αλλά και πολλούς
δαίμονας από τους ανθρώπους εδίωξεν με την αμάχητον χάριν και δύναμιν του
Κυρίου ημών Ιησού Χριστού του αληθινού Θεού, τα οποία δια συντομίαν δεν
εγράψαμεν, διότι αρκούσιν όσα είπομεν άνωθεν, εις δόξαν Πατρός, Υιού και Αγίου
Πνεύματος, της μιάς Θεότητος. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου