Τὸ θέµα «ταφὴ ἢ καύση τῶν νεκρῶν» ἐξ ἐπόψεως ἐκκλησιαστικῆς
ἔχει βάση στὴν ὅλη χριστιανικὴ διδασκαλία περὶ ἀνθρώπου γιὰ τὴν ἀρχή, τὸ τέλος
καὶ τὰ µετὰ ἀπ’ αὐτό. Ὁ ἄνθρωπος, κατὰ τὴν βιβλικὴ θεώρηση, εἶναι ψυχοσωµατικὴ ἑνότητα
ἀποτελουµένη ἀπὸ δύο συστατικά, τὸ σῶµα καὶ τὴν ψυχή. Τὰ δύο αὐτὰ συστατικά, εὐθὺς
ἅµα τῇ δηµιουργίᾳ αὐτῶν ὑπὸ τοῦ Θεοῦ κατὰ τὴν πλάσιν τοῦ ἀνθρώπου συνεδέθησαν
σ’ αὐτὸν καὶ ἑνώθηκαν ἁρµονικὰ σὲ ἀδιάσπαστο στὸν ἐπίγειο βίο τοῦ ἀνθρώπου ἑνιαῖο
σύνολο, διαλυόµενον µόνον κατὰ τὸν θάνατον αὐτοῦ.
Ὁ θάνατος εἶναι ἴσως τὸ µόνο θέµα, γιὰ τὸ ὁποῖο δὲν µπορεῖ νὰ µιλήσει κανένας ἄνθρωπος ἐκ πείρας. Ὡστόσο δὲν ὑπάρχει ἄνθρωπος ποὺ νὰ µὴ τὸν ἔχει συναντήσει στὸ πρόσωπο τοῦ διπλανοῦ, ἢ κάποιου συγγενοῦς του. Ὅλοι ἔχουµε τὸ πιστοποιητικὸ τοῦ θανάτου στὸ θυλάκιό µας. Ἐκεῖνο ποὺ λείπει εἶναι ἡ ἡµεροµηνία θανάτου. Ἀπέναντι στὸν θάνατο ὑπάρχει ἕνα αἴσθηµα φόβου καὶ ψυχικῆς ὀδύνης. Συντελεῖ σὺν τοῖς ἄλλοις καὶ τὸ ἀπροσδόκητον τοῦ ἐρχοµοῦ τοῦ θανάτου. Πάντως τὸ πιὸ βέβαιο γεγονὸς ποὺ ὑπάρχει στὸν κόσµο εἶναι ὁ θάνατος. Κανεὶς δὲν µπορεῖ νὰ τὸν ἀποφύγει.
Κανεὶς δὲν µπορεῖ νὰ ἰσχυρισθεῖ ὅτι δὲν θὰ πεθάνει. Καὶ αὐτὴ ἡ ἰατρικὴ ἐπιστήµη, µ’ ὅλα τὰ ἐπιτεύγµατά της, ἔρχεται ἡ στιγµὴ ποὺ «σηκώνει ψηλὰ τὰ χέρια», ποὺ φθάνει στὰ ὅριά της καὶ µπροστὰ στὸν ἐπερχόµενο θάνατο καθίσταται ἀδύναµη. Βέβαια εἶναι ἀλήθεια ὅτι ὁ θάνατος εἶναι ἕνα µεγάλο µυστήριο, ἀπροσπέλαστο καὶ φοβερό. Ἀκοῦµε στὴν Νεκρώσιµο Ἀκολουθία: «Ὄντως φοβερώτατον τὸ τοῦ θανάτου µυστήριον, πῶς ψυχὴ ἐκ τοῦ σώµατος βιαίως χωρίζεται ἐκ τῆς ἁρµονίας καὶ τῆς συµφυΐας ὁ φυσικώτατος δεσµός, θείῳ βουλήµατι ἀποτέµνεται» καὶ εἰρήσθω ἐν παρόδῳ ὅτι ἡ Ἀκολουθία αὐτὴ τοῦ πατρὸς τῆς Δογµατικῆς Ἰω. Δαµασκηνοῦ εἶναι ἀπὸ τὰ φιλοσοφικότερα κείµενα τῆς παγκοσµίου λογοτεχνίας. Ἀκριβῶς αὐτὸ εἶναι ὁ σωµατικὸς-βιολογικὸς θάνατος. Ὁ χωρισµὸς τῆς ψυχῆς ἀπὸ τοῦ σώµατος, ἡ κατάλυσις τῆς ψυχοσωµατικῆς ἑνότητας. Πεθαίνοντας ὁ ἄνθρωπος, ὁ χοϊκός, ὁ θνητὸς καὶ φθαρτός, τὸ µὲν σῶµα του διαλύεται στὰ ἐξ ὧν συνετέθη, ἡ ψυχή του ὅµως δὲν ἀποθνήσκει, ζεῖ καὶ οὕτω συνεχίζεται ἡ ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου κατὰ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ. Ὀφείλουµε στὸ σηµεῖο αὐτὸ νὰ ὑπογραµµίσουµε ὅτι οἱ δοξασίες περὶ ἀθανασίας τῆς ψυχῆς εἶναι ἀρχαιότατες καὶ ἀκόµη καὶ πρὸ Χριστοῦ. Μεταξὺ τῶν πρώτων ὁ Σάµιος Πυθαγόρας, ἐκ τῶν Ἑλλήνων φιλοσόφων, ποὺ ἦταν καὶ µαθηµατικός, δίδαξε περὶ τῆς ἀθανασίας τῆς ψυχῆς καὶ εἶπε «τὸ µὲν σῶµα τεθνήξεται, ἡ δὲ ψυχὴ ἀναστᾶσα οἰχήσεται ἀθανὴς καὶ ἀγήρως» (Μάξιµος Τύριος XVI, 2). Ἐπίσης «Πυθαγόρας ὁ Σάµιος καί τινες ἕτεροι τῶν παλαιῶν φυσικῶν ἀπεφήναντο τὰς ψυχὰς τῶν ἀνθρώπων ὑπάρχειν ἀθανάτους. Ἀκολούθως δὲ τῷ δόγµατι τούτῳ καὶ προγιγνώσκειν αὐτὰς τὰ µέλλοντα καθ’ ὃν καιρὸν ἐν τῇ τελευτῇ τὸν ἀπὸ τοῦ σώµατος χωρισµὸν ποιοῦνται» (Διοδώρου XV, III, 1). Μεταξὺ τῶν ὡραίων φιλοσοφικῶν ἀφορισµῶν τοῦ Φωκυλίδου τῆς Μιλήτου, εἶναι καὶ τὸ «Ψυχῶν δὲ θεὸς βασιλεύει. Ψυχὴ δ’ ἀθάνατος καὶ ἀγήρως ζῆ διὰ παντός» (Alex. Bedel, Cours de versions grecques, Paris, 1828. σελ. 216). Καὶ αὐτὸς ὁ Θαλῆς ὁ Μιλήσιος, ὁ πρῶτος θεµελιωτὴς τῆς εὐρωπαϊκῆς φιλοσοφίας καὶ ἐπιστήµης, τὴν ἴδια δοξασία εἶχε: «Ἔνιοι δὲ καὶ αὐτὸν πρῶτον (τὸν Θάλητα) εἰπεῖν φασιν ἀθανάτους τὰς ψυχάς» (Διογένης Λαέρτιος Α. α΄. παρ. 24). Ὁ κορυφαῖος τῶν Ἑλλήνων φιλοσόφων, ὁ ἀριστοκράτης τῶν Ἀθηνῶν, ὁ ἱδρυτὴς τῆς «Ἀκαδήµειας», ὁ θεῖος Πλάτων, δίδοντας τὸν ὁρισµὸ τοῦ θανάτου, στὸν Φαίδωνα (64d) ἀναγράφει: «Ἡγούµεθά τι τὸν θάνατον εἶναι; O Ἄρα µὴ ἄλλο τι ἢ τὴν τῆς ψυχῆς ἀπὸ τοῦ σώµατος ἀπαλλαγήν», καὶ στοὺς Νόµους του (959 b) «τὸν δὲ ὄντα ἡµῶν ἕκαστον ὄντως, ἀθάνατον εἶναι ψυχὴν ἐπονοµαζόµενον, παρὰ θεοὺς ἄλλους ἀπιέναι δώσοντα λόγον, καθάπερ ὁ νόµος ὁ πάτριος λέγει τῷ µὲν γὰρ ἀγαθῷ θαρραλέον, τῷ δὲ κακῷ µάλα φοβερόν». Βάσει τῆς βιβλικῆς θεολογίας ὁ ἄνθρωπος ἐπλάσθη ἔχων τὴν δυνατότητα ν’ ἀναχθεῖ εἰς ἀθανασίαν. Ὡστόσο ἡ πτώση τῶν πρωτοπλάστων, ἡ ἁµαρτία, εἶχε ὡς ἀποτέλεσµα τὴν θνητότητα τοῦ ἀνθρωπίνου σώµατος. Ὁ θάνατος παρεισάγεται στὸν κόσµο καθ’ ὅτι «ὁ Θεὸς θάνατον οὐκ ἐποίησε, οὐδὲ τέρπεται ἐπ’ ἀπωλείᾳ ζώντων» (Σοφ. Σολ. 1, 13), ἐπιτρέπει δὲ αὐτὸν «ἵνα µὴ ἀθάνατον ᾖ τὸ κακόν» (Γρηγορίου Θεολ. Λόγος 38, 12 PG 36, 324C). Ἡ οὐσία τοῦ ὅλου θέµατος τοῦ θανάτου εἶναι ὅτι ὁ ἄνθρωπος, ὅταν κλείνει τὰ µάτια του στὸν µάταιο τοῦτο κόσµο δὲν χάνεται. Δὲν ἐκµηδενίζεται. ∆ὲν ὑπάρχει «χαµός» τοῦ ἀνθρώπου, ὡς κάκιστα προφέρεται τούτη ἡ λέξη. Ὁ θάνατος δὲν εἶναι ὁριστικὸ τέρµα. Ὑπάρχει ἡ µεταθανάτια ζωή. Αὐτὸ εἶναι τὸ πᾶν. Πράγµατι, µέχρι τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ὁ θάνατος ἦταν ἕνας ἀκολάκευτος δήµιος. Μὲ τὴν Ἀνάστασή Του ὅµως συντρίβεται τὸ κράτος τοῦ θανάτου. Γι’ αὐτὸ καὶ ἑορτάζουµε «θανάτου νέκρωσιν» καὶ ὁ Κύριος εἶναι ἡ «ἀπαρχὴ τῶν κεκοιµηµένων». Εἶναι ἡ ἀρχὴ καὶ ἀπόδειξη καὶ τῆς δικῆς µας ἀναστάσεως. Στὴ Δευτέρα παρουσία τοῦ Κυρίου «ἔσχατος ἐχθρὸς καταργεῖται ὁ θάνατος» (Α΄ Κορ. 15, 26) καὶ ὡς ἀναφέρει ἡ Ἀποκάλυψις, θάνατος καὶ Ἅδης «ἐβλήθησαν εἰς τὴν λίµνην τοῦ πυρός» (Ἀποκ. 20, 14). Γι’αὐτὸεἶναιλάθοςἡἀπόκρυψηἢἡ ἄρνηση ἢ ἡ λήθη τοῦ θανάτου ἢ ὁ τεχνητὸς ἀποπροσανατολισµός· ψευδαισθήσεις εἶναι αὐτά. «Ἄνθρωπος µαταιότητι ὡµοιώθη καὶ αἱ ἡµέραι αὐτοῦ ὡσεὶ σκιὰ παράγουσιν» (Ψαλµ. 143, 4) καὶ «ἄνθρωπος ὡσεὶ χόρτος αἱ ἡµέραι αὐτοῦ· ὡσεὶ ἄνθος τοῦ ἀγροῦ οὕτως ἐξανθήσει» (Ψαλµ. 102, 15). Αὐτὴ εἶναι ἡ πραγµατικότης. Κατὰ τὴν διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως ἔχουµε διάκριση τριῶν µορφῶν θανάτου. Πρόκειται α) γιὰ τὸν πνευµατικὸ θάνατο, ἤτοι τὸν χωρισµὸ τοῦ ἀνθρώπου ὡς ψυχοσωµατικῆς ἑνότητος ἀπὸ τοῦ Θεοῦ στὸν κόσµο αὐτό, β) γιὰ τὸν σωµατικὸ ἢ φυσικὸ θάνατο δηλ. τὸν χωρισµὸ τῆς ψυχῆς ἀπὸ τοῦ σώµατος, τοῦ τελευταίου (τοῦ σώµατος) παύοντος νὰ ὑφίσταται βιολογικῶς ὡς ζῶντος ὀργανισµοῦ καὶ γ) γιὰ τὸν αἰώνιο θάνατο, δηλ. τὴν ἀτελεύτητη µακρὰν τοῦ Θεοῦ κοινωνία τοῦ ἀνθρώπου µετὰ τὴν Δευτέρα Παρουσία καὶ Κρίσιν τοῦ Χριστοῦ. Ἐνῶ ὅµως διὰ τοῦ θανάτου τὸ σῶµα τοῦ ἀνθρώπου διαλύεται, ἐν τούτοις ἀναστάντος τοῦ Χριστοῦ πάντα τὰ σώµατα θὰ ἐγερθοῦν κατὰ τὴν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου. Συγκεκριµένα ὁ ἱερὸς Χρυσόστοµος τονίζει ὅτι ἡ θνητότητα καὶ ἡ φθορὰ διαλύεται καὶ δαπανᾶται. Γράφει συγκεκριµένα: «Ἡ διαφθορὰ αὕτη (τοῦ σώµατος τοῦ θανόντος) οὐκ ἔστι τῆς οὐσίας ἀναίρεσις, ἀλλὰ τῆς θνητότητος δαπάνη καὶ τῆς φθορᾶς ἀνάλωµα. Ὁ γὰρ θάνατος οὗτος οὐ τὸ σῶµα ἀπόλλυσιν, ἀλλὰ τὴν φθορὰν δαπανᾶ· ὡς ἥ γε οὐσία µένειOἀνισταµένη» (Ἰω. Χρυσοστόµου, Εἰς Ψαλµ. 48, 5, PG 55, 230). Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ θάνατος ὡς πρὸς τὸ σῶµα χαρακτηρίζεται ὡς ὕπνος οἱ δὲ τεθνεῶτες ὡς κεκοιµηµένοι καὶ τὰ νεκροταφεῖα ὡς κοιµητήρια. Εἰδικότερα, κατά τὴ χριστιανικὴ διδασκαλία τὸ σῶµα τοῦ ἀνθρώπου ἔχει µεγάλη ἀξία. Ἀποτελεῖ τὸ τελειότερον ὑλικὸν δηµιούργηµα τοῦ Θεοῦ µέ ἀπέριττον κάλλος. Ὡραιότατα ὁ ἀείµνηστος λόγιος πρωτοπρεσβύτερος Κωνσταντῖνος Καλλίνικος, ἱερεὺς στὸ Μάντζεστερ τῆς Ἀγγλίας, σὲ δοκίµιό του ὑπὸ τὸν τίτλον «Ἡ θεία πανσοφία ἐκδηλουµένη ἐν τῇ κατασκευῇ τοῦ ἀνθρωπίνου σώµατος» (ἐν Ἀθήναις 1906) γράφει: «Τὴν παρὰ τοῦ Θεοῦ δηµιουργίαν τοῦ ἀνθρώπου περιγράφουσα ἡ Γένεσις εἰς τὰς πρώτας σελίδας της, ἀναφέρει ὅτι πρὸς κατασκευὴν τοῦ σώµατος ἡ Ἄκρα Πανσοφία δὲν ὑπέθηκεν ὕλην τινὰ πολύτιµον, χρυσὸν ἐξαστράπτοντα ἢ µάρµαρον τῆς Πεντέλης, ἐξ οὗ χρυσοχόος ἢ ἀγαλµατοποιὸς θὰ ἐλάξευε τὸ καλλιτέχνηµά του, ἀλλ’ ἠρκέσθη ἁπλούστατα νὰ κύψῃ, οὕτως εἰπεῖν, πρὸς τὴν γῆν καὶ νὰ λάβῃ ὀλίγον χῶµα ἀπὸ τῆς ἐπιφανείας της. Τὸ χῶµα αὐτὸ ἐζύµωσεν εἰς πηλὸν ὁ Θεὸς καὶ ἐφήρµοσεν εἰς τὸ ἀνθρώπινον σῶµα, ὁρίσας µάλιστα ἵνα µετὰ θάνατον καὶ πάλιν εἰς χῶµα ἐπιστραφῇ· καὶ διὰ νὰ ἐγχαράξῃ καλῶς εἰς τὴν µνήµην τοῦ πρώτου ἀνθρώπου καὶ τῶν µετ’ αὐτὸν τὴν ἀρχικὴν αὐτὴν προέλευσίν του καὶ τοῦ ἀποκόψῃ πᾶσαν ὑπερηφάνειαν καὶ ΄µετεωρισµόν΄ ἐκάλεσεν αὐτὸν µὲ τὸ ὄνοµα Ἀδὰµ (χοϊκός). Τί εἴµεθα λοιπόν, δὲν λέγω ὡς ψυχὴ καὶ πνεῦµα, ἀλλὰ ὡς σῶµα ἐξεταζόµενοι; Χοῦς, πηλός, εὐτελεστάτη ὕλη. Σκεύη ὀστράκινα φέροντα ἐν ἑαυτοῖς τὸν θησαυρὸν τοῦ πνεύµατος. Ναί, ἀλλὰ πόσον ὡραῖα σκεύη! Ὁποῖος πηλός, ὁποῖον χῶµα, ὁποία µηδαµινὴ ὕλη, καλλιτεχνικώτατα µορφωθεῖσα , σκοπιµώτατα διαπλασθεῖσα, εὐφυέστατα λειτουργοῦσα, κορύφωµα ἀπαράµιλλον τῆς µεγάλης πυραµίδος τοῦ ζωϊκοῦ βασιλείου! Καὶ πῶς ἀληθῶς ἡ Θεία Πανσοφία σελαγίζει ἐν τῇ κατασκευῇ τοῦ ἀνθρωπίνου σώµατος!». Ἡ ἀξία τοῦ ἀνθρωπίνου σώµατος φανερώνεται ἐκ τοῦ ὅτι α) τὸ σῶµα εἶναι δηµιούργηµα τοῦ Θεοῦ, β) συνδέεται ἀρρήκτως µετὰ τῆς ψυχῆς, γ) ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἐσαρκώθη, ἐνηνθρώπησε, ποὺ σηµαίνει ὅτι τὸ σῶµα δὲν εἶναι κάτι τὸ κακόν, δ) ἀποτελεῖ κατὰ τὸν Ἀπόστολον τῶν Ἐθνῶν Παῦλον «ναὸν τοῦ Ἁγ. Πνεύµατος (Α΄ Κορ. 6, 19) καὶ περαιτέρω τυγχάνει µέλος τοῦ µυστικοῦ σώµατος τοῦ Χριστοῦ δηλ. τῆς Ἐκκλησίας. Βάσει τῶν ἀνωτέρω ἡ Ἐκκλησία ὁριοθετεῖ τὸν σεβασµὸ στὸ πρόσωπο καὶ κατ’ ἐπέκτασιν στὸ σῶµα τοῦ ἀνθρώπου, τὸ ὁποῖον εἶναι φθαρτὸ καὶ πρόσκαιρο καὶ ὅταν ἀποθάνει ὁ ἄνθρωπος ἔρχεται καὶ ἐνταφιάζει τοὺς νεκρούς. Δὲν δέχεται τὴν καύση. Ὁ σεβασµὸς αὐτὸς πρὸς τὸ νεκρὸ σῶµα, τὸ λείψανο ἀποδίδεται µὲ τὴν ταφὴ καὶ ὄχι µὲ τὴν τέφρα τοῦ πυρός. Ἡ ταφὴ καὶ δὴ κατὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴν τάξιν ἀποτελεῖ µακροχρόνιον ἱερὸν ἔθος, παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Παράδοση δὲ ἀποτελεῖ πηγὴ τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἐµπεριέχει τὴν περὶ δικαίου, εὐσεβείας καὶ εὐλαβείας πεποίθησή της. Ἡ µὴ τήρηση τῆς Παραδόσεως διασαλεύει τὴν τάξη, ἡ ὁποία πρέπει νὰ ὑπάρχει στὸ χῶρο τῆς Ἐκκλησίας. Σχετικῶς γράφει ὁ Μεγ. Βασίλειος: «Εἰ γὰρ ἐπιχειρήσαιµεν τὰ ἄγραφα τῶν ἐθῶν ὡς µὴ µεγάλην ἔχοντα τὴν δύναµιν παραιτεῖσθαι λάθοιµεν ἂν εἰς αὐτὰ τὰ καίρια ζηµιοῦντες τὸ Εὐαγγέλιον, µᾶλλον δὲ εἰς ὄνοµα ψιλὸν περιϊστῶντες τὸ κήρυγµα» (91ος Καν. ΠΗΔΑΛΙΟΝ, σελ. 642). Τὸ ἐκκλησιαστικὸν ἔθος ἔχει δύναµη νόµου καὶ ὁ κανονολόγος πατὴρ Μέγας Βασίλειος ὁρίζει στὸν 87ο Κανόνα του: «Πρῶτον µὲν οὖν, ὃ µέγιστον ἐπὶ τῶν τοιούτων ἐστί, τὸ παρ’ ἡµῖν ἔθος, ὃ ἔχοµεν προβάλλειν, νόµου δύναµιν ἔχον, διὰ τὸ ὑφ’ ἁγίων ἀνδρῶν τοὺς θεσµοὺς ἡµῖν παραδοθῆναι» (87ος Κανόνας, Πηδάλιον, σ. 633). Ἐπίσης ὁ 21ος κανόνας τῆς Συνόδου τῆς Γάγγρας τῆς Παφλαγονίας (4ος αἰ.) διακελεύει: «Πάντα τὰ παραδοθέντα, ὑπὸ τῶν θείων Γραφῶν καὶ τῶν Ἀποστολικῶν Παραδόσεων ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ γίνεσθαι εὐχόµεθα» (Πηδάλιον, σελ. 404). Καὶ ὁ 6ος Κανόνας τῆς Α΄ Οἰκουµενικῆς Συνόδου θέτει τὴν ἀρχὴ τῆς ἰσχύος τῶν ἀρχαίων ἐθῶν καὶ ἐθίµων µὲ τὴν σαφεστάτη προτροπή: «Τὰ ἀρχαῖα ἔθη κρατήτω». Στὸ βάθος βέβαια τῆς παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας κρύπτεται ἡ οὐσία της, ὅπου πηγὴ ἔχει τὴν κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας, τὸν Χριστό. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς δὲν ἔδωκε ἐντολὴν καύσεώς Του µετὰ τὴν Σταύρωσιν καὶ τὸν ἑκούσιον θάνατόν Του. Στὴ Βηθανία µάλιστα εἶπε χαρακτηριστικὰ στὸν Ἰούδα, ὁ ὁποῖος προέβαλε ἀντιρρήσεις, ὅταν ἡ ἀδελφὴ τοῦ Λαζάρου ἔβαλε µύρο στὸ Σῶµα Του: «Ἄφες αὐτήν, εἰς τὴν ἡµέραν τοῦ ἐνταφιασµοῦ µου τετήρηκεν αὐτό» (Ἰω. 12, 7). Ἔπειτα ὁ Χριστὸς καταδέχτηκε νὰ ταφεῖ στὸ κενὸ µνηµεῖο τοῦ Ἰωσήφ, τοῦ ἀπὸ Ἀριµαθαίας ὑποδηλώνοντας καὶ τὸν τρόπο ταφῆς ὅλων τῶν χριστιανῶν. Γράφει τὸ κείµενο τοῦ Δ΄ Εὐαγγελίου: «Ὁ Ἰωσὴφ ὁ ἀπὸ Ἀριµαθαίας ἦλθεν οὖν καὶ ἦρε τὸ σῶµα τοῦ Ἰησοῦ. Ἦλθε δὲ καὶ Νικόδηµος ὁ ἐλθὼν πρὸς τὸν Ἰησοῦν νυκτὸς τὸ πρῶτον, φέρων µῖγµα σµύρνης καὶ ἀλόης ὡς λίτρας ἑκατόν· ἔλαβον οὖν τὸ σῶµα τοῦ Ἰησοῦ καὶ ἔδησαν αὐτὸ ἐν ὀθονίοις µετὰ τῶν ἀρωµάτων, καθὼς ἔθος ἐστὶ τοῖς Ἰουδαίοις ἐνταφιάζειν. ἦν δὲ ἐν τῷ τόπῳ ὅπου ἐσταυρώθη κῆπος, καὶ ἐν τῷ κήπῳ µνηµεῖον καινόν, ἐν ᾦ οὐδέπω οὐδεὶς ἐτέθη· ἐκεῖ οὖν διὰ τὴν παρασκευὴν τῶν Ἰουδαίων, ὅτι ἐγγὺς ἦν τὸ µνηµεῖον, ἔθηκαν τὸν Ἰησοῦν» (Ἰω. 19, 38-42). Εἶναι ὁ Πανάγιος Τάφος! Ὁ Ἀπ. Παῦλος ἐπισηµαίνει θεολογικότατα ὅτι τὸ σῶµα µας «σπείρεται ἐν φθορᾷ, (δηλ. θάπτεται), ἐγείρεται ἐν ἀφθαρσίᾳ· σπείρεται ἐν ἀτιµίᾳ, (δηλ. δὲν ἔχει κανένα θέλγητρο), ἐγείρεται ἐν δόξῃ· σπείρεται ἐν ἀσθενείᾳ, ἐγείρεται ἐν δυνάµει» (Α΄ Κορ. 42-43). Ἔπειτα κατὰ τὸ ὑπόδειγµα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, οἱ πρῶτοι χριστιανοὶ ἐνταφιάζουν τοὺς κεκοιµηµένους πιστούς. Πρῶτο χαρακτηριστικὸ παράδειγµα εἶναι ὁ ἐνταφιασµὸς τοῦ πρωτοµάρτυρος Στεφάνου (Πράξ. 8, 2) ἀλλὰ ἀκόµη καὶ τοὺς ἀποθανόντας σὲ ἁµαρτία Ἀνανία καὶ Σαπφείρα (Πράξ. 5, 6 καὶ 10). Ὁ ἅγιος Ἱερώνυµος (4ος αἰ.) γράφει γιὰ τὸν ἐνταφιασµὸ τῶν Πρωτοκορυφαίων Ἀποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου, τοῦ ἀδελφοθέου Ἰακώβου, τῶν Εὐαγγελιστῶν Λουκᾶ καὶ Μάρκου (PL 23, 1337 D). Ἐπίσης ὁ Ἱππόλυτος (3ος αἰ.) κάµνει λόγο περὶ τῆς ταφῆς πολλῶν Ἀποστόλων (PG. 10, 952 B). Ὁ ἱερὸς Χρυσόστοµος (4ος αἰ.) κηρύττει: «Nκηδεύσωµεν τοὺς ἀπελθόντας ὡς καὶ ἡµῖν καὶ ἐκείνοις συµφέρει πρὸς δόξαν Θεοῦ» (Migne PG, 59, 467). Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος (4ος αἰ.) ἐπικρίνει ὡς ἀθλιότητα τὴν συµπεριφορὰ κάποιου Γρηγορίου, ποὺ δὲν ἐπέτρεψε τὴν ταφὴ νεκρῆς (Migne PG 25, 708 B). Ὁ Ἱ. Ἱερώνυµος ἀναφέρει ὅτι ὁ Ἅγιος Ἱλαρίων ὁ Μέγας (4ος αἰ.)παρακαλοῦσε τὴν ἁγία Κωνσταντία, νὰ µὴ τὸν ἀφήσει οὔτε µία ὥρα ἄταφο, ἀλλὰ νὰ τὸν θάψει ἀµέσως µόλις πεθάνει (Migne PL 23, 52). Ὁ ἅγ. Συµεὼν Θεσσαλονίκης (15ος αἰ.) σχετικῶς µὲ τὴν πράξη αὐτὴ τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας γράφει: «Καὶ κατατίθεµεν τῷ τάφῳ τὸ λείψανον καὶ τῇ γῇ παραδιδόαµεν διὰ τῶν εὐχῶν, πληροῦντες τὸ θεῖον πρόσταγµα, τό, ΄Γῆ εἶ καὶ εἰς γῆν ἀπελεύσῃ΄ καὶ τὴν ἀνάστασιν δὲ κηρύττοµεν, σφραγίζοντες τὸ λείψανον διὰ τοῦ σταυροῦ. Καὶ ὅτι οὗτος ὁ θαπτόµενος ἀναστήσεται ὡς καὶ ὁ Σωτὴρ ἡµῶν ἐξανέστη. Διὸ καὶ µετὰ τὸ τεθῆναι τῷ τάφῳ, ἔλαιον ἐπάνω τούτου σταυροειδῶς ἐκχέεται, ὡς παραδεδώκασιν οἱ ἀπόστολοι» (PG 155, 686D). Ἀξιόλογα ἀποδεικτικὰ στοιχεῖα ἀποτελοῦν καὶ τὰ Πρακτικὰ τῶν Οἰκουµενικῶν Συνόδων. Ἀναφέρουµε τὰ Πρακτικὰ τῆς Ζ΄ Οἰκ. Συνόδου (787 µ.Χ.), ὅπου περιγράφεται ἡ ταφὴ τῆς ἁγίας Εὐφηµίας καὶ ἡ Δ´ πράξη ἔχει τὴν ὁµολογία πίστεως τοῦ Θεοδοσίου Ἀµορίου (Μ. Ἀσία), ἡ ὁποία ἔγινε ἀποδεκτὴ ἀπὸ τὴν Σύνοδο καὶ ἀναφέρει µεταξὺ τῶν ἄλλων: «Ὁµοίως καὶ τὰ λείψανα τῶν ἁγίων προσκυνῶ καὶ τιµῶ καὶ ἀσπάζοµαι, ὡς ἀθλησάντων ὑπὲρ Χριστοῦ καὶ λαβόντων χάριν παρ’ αὐτοῦ ἰάσεις ἐπιτελεῖν, καθὼς ἡ Ἐκκλησία τῶν Χριστιανῶν παρέλαβεν ἐκ τῶν ἁγίων Ἀποστόλων καὶ Πατέρων των ἕως ἡµῶν» (Ζ΄ Οἰκουµενικὴ Σύνοδος, Σπ. Μήλια, Πρακτικά, τόµ. Γ΄, 231/7731). Ἡ Ἐκκλησία λοιπὸν ἀκολουθεῖ πιστῶς τὴν ἀρχαία παράδοση, ἡ ὁποία στηρίζεται σ’ ὅσα ὁ Θεὸς ἀπευθύνει πρὸς τὸν πρωτόπλαστον µετὰ τὴν παρακοήν, ὅτι «γῆ εἶ καὶ εἰς γῆν ἀπελεύσῃ» (Γέν. 3, 12) καὶ θάπτει τοὺς κεκοιµηµένους. Πολὺ χαρακτηριστικὰ τὸ τροπάριον (ὁ Οἶκος), τὸ κοινὸ καὶ διὰ τὰ δύο Ψυχοσάββατα, (πρὸ τῆς Ἀπόκρεω καὶ πρὸ τῆς Πεντηκοστῆς) ὑπογραµµίζει: «Αὐτὸς µόνος ὑπάρχεις ἀθάνατος, ὁ ποιήσας καὶ πλάσας τὸν ἄνθρωπον· οἱ βροτοὶ οὖν ἐκ γῆς διεπλάσθηµεν καὶ εἰς γῆν τὴν αὐτὴν πορευσόµεθα, καθὼς ἐκέλευσας ὁ πλάσας µε καὶ εἰπών µοι· Ὅτι γῆ εἶ καὶ εἰς γῆν ἀπελεύσῃ· ὅπου πάντες βροτοὶ πορευσόµεθα». Συνεπῶς ἡ Ἐκκλησία συνιστᾶ, (δὲν ἐξαναγκάζει, οὔτε ἐπιβάλλει) στὰ πιστὰ τέκνα της, δηλαδὴ ὑποδεικνύει νὰ θάπτονται µετὰ τὴν ἐκδηµία τους καὶ ὄχι νὰ καίγονται εἰς κλιβάνους. Βέβαια δὲν µπορεῖ νὰ ἀπαγορεύσει τὸ σύστηµα τῆς καύσεως, τὸ ὁποῖο τυγχάνει ζήτηµα τῆς ἐλευθερίας τῆς θρησκευτικῆς συνειδήσεως καὶ τῆς νοµοθετικῆς ρύθµισης ἐκ µέρους τῆς πολιτείας. Ὡστόσο µὲ τὰ ἄρθρα 48 καὶ 49 τοῦ Νόµου 4277/2014 (ΦΕΚ 156/1-8-2014, τ. Α) ὁ νοµοθέτης δὲν λαµβάνει ὑπ’ ὄψιν τὶς θρησκευτικὲς πεποιθήσεις τοῦ νεκροῦ. Ἐὰν ὁ θανὼν δὲν εἶχε ἐκφρασθεῖ ἐν ζωῇ περὶ τῆς µετὰ θάνατον ἐπιθυµίας ταφῆς ἢ ἀποτεφρώσεως τοῦ σώµατός του, ἡ ἀποτέφρωση δύναται νὰ λάβει χώρα µὲ µόνη τὴ δήλωση τοῦ/τῆς συζύγου, ἢ τὴν δήλωση τῶν συγγενῶν πρώτου ἢ δευτέρου βαθµοῦ. Πρὸς ἀποφυγὴν δὲ οἱασδήποτε ἐκτροπῆς, ἀπαραίτητος εἶναι ὁ σεβασµὸς τῶν θρησκευτικῶν πεποιθήσεων καὶ ἡ διακρίβωση τῆς οἰκείας βουλήσεως τοῦ κεκοιµηµένου καὶ ὄχι ἡ βούληση ἢ ἡ δήλωση τῶν οἰκείων του. Ἄλλως ἔχουµε τὴν ἄποψη νὰ ἀκολουθηθεῖ ὁ παγκοίνως κανὼν τῆς ταφῆς καὶ ὄχι τῆς καύσεως. Τηρεῖται ὁ κανὼν καὶ ὄχι ἡ ἐξαίρεση. Μάλιστα ἡ ὑπ’ ἀρ. 2959/29-10-2014 Ἐγκύκλιος τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀναφέρει ὅτι: «Τοῦτο (δηλ. ἡ ἀποτέφρωση) κύηµα τοῦ µηδενιστικοῦ τρόπου ζωῆς καὶ τὴς τάσεως πρὸς ἀποθρησκευτικοποίηση κάθε πτυχῆς καὶ ἐκφάνσεως τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, ἀποτελεῖ ἐκ προοιµίου καταστρατήγηση τῶν θρησκευτικῶν πεποιθήσεων τοῦ κεκοιµηµένου µέλους τῆς Ἐκκλησίας, ἔλλειψη σεβασµοῦ καὶ φροντίδος πρὸς τὸ ἀνθρώπινο σῶµα. Ἡ Ἐκκλησία δὲν δέχεται γιὰ τὰ µέλη Της τὴν ἀποτέφρωση τοῦ σώµατος, διότι τοῦτο εἶναι ναὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος (Α΄ Κορ. 6, 19), στοιχεῖο τῆς ὑποστάσεως τοῦ κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁµοίωσιν Θεοῦ πλασθέντος ἀνθρώπου (Γέν. 1, 24), καὶ περιβάλλει αὐτὸ µὲ σεβασµὸ καὶ τιµὴ ὡς ἔκφραση ἀγάπης πρὸς τὸ κεκοιµηµένο µέλος Της καὶ ὡς ἐκδήλωση πίστεως στὴν κοινὴ πάντων ἀνάσταση». Πρὸς ἐπίρρωσιν τῆς θέσεως τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὴν ταφή, ὄχι τὴν καύση, ὑπογραµµίζουµε καὶ τὰ κάτωθι: α) Ἡ ταφὴ τῶν νεκρῶν καὶ ὄχι ἡ καύση εἶναι φαινόµενο πανανθρώπινο καὶ ὑπάρχει πλῆθος µαρτυριῶν καὶ ἀποδείξεων. Ὅλα δὲ τὰ προσφιλῆ ἀντικείµενα (κτερίσµατα), τὰ ὁποῖα ἐτίθεντο στοὺς τάφους τῶν νεκρῶν δηλώνουν τὴν πίστη τῶν ἀνθρώπων στὴν ἀθανασία τῆς ψυχῆς. β) Οἱ νεκροὶ µας τοποθετοῦνται µὲ σεβασµὸ στὸν τάφο, στραµµένοι πρὸς ἀνατολάς, µὲ τὴν προσδοκία τῆς ἀναστάσεως. Ὁ ἱ. Χρυσόστοµος τονίζει: «Πρὸς ἀνατολὰς τὴν σορὸν κειµένην, σχηµατίζοµεν τὴν ἀνάστασιν αὐτοῦ, διὰ τοῦ σχήµατος προσηµαίνοντες» (Ἰω. Χρυσοστόµου, Περὶ ὑποµονῆς, PG 60, 725). γ) Ἡ ταφὴ διασώζει τὰ λείψανα τῶν Ἁγίων, τὰ ὁποῖα εἶναι χαριτόβρυτα καὶ θαυµατουργά. Χωρὶς ταφὴ δὲν θὰ εἴχαµε τὰ ἅγια λείψανα καὶ θὰ ἐστερούµεθα τῆς εὐλογίας καὶ τοῦ ἁγιασµοῦ τους. δ) Ὁ τάφος µᾶς συνδέει καὶ συναισθηµατικὰ µὲ τὸ νεκρό µας. Τὸ θαµµένο σῶµα εἶναι µιὰ παρηγοριὰ γιὰ τοὺς ἐπιζῶντες καὶ γίνεται ἀντικείµενο φροντίδος καὶ προσευχῶν καὶ ε) Τὸ σῶµα διατηρεῖ τὴν ἱερότητά του καὶ µετὰ θάνατον, καὶ ἀποτελεῖ θρησκευτικὸ ἀντικείµενο τιµῆς καὶ σεβασµοῦ (res sacra). Ἐν τέλει: Ταφὴ ἢ καύση; Ἔκφραση σεβασµοῦ στὸ σῶµα, πίστη στὴν ἀνάσταση, αἴσθηση αἰωνιότητος, δηλ. δυνατότητα µετοχῆς στὴν αἰωνιότητα, αὐτὰ τὰ ὁποῖα πρεσβεύει, διδάσκει καὶ νουθετεῖ ἡ Ἐκκλησία ἢ ὄχι; Ὁ καθένας κάµνει τὴν ἐπιλογή του. Ἄλλωστε τὴν ἐλευθερία ἐδωρήσατο ὁ Θεός, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀθανασία. «∆εῖ τὸ φθαρτὸν τοῦτο ἐνδύσασθαι ἀφθαρσίαν καὶ τὸ θνητὸν τοῦτο ἐνδύσασθαι ἀθανασίαν» (Α΄ Κορ. 15, 53). Καθ’ ὅτι ὁ «Ἀναστὰς Ἰησοῦς ἀπὸ τοῦ τάφου ἔδωκεν ἡµῖν τὴν αἰώνιον ζωήν».
Ὁ θάνατος εἶναι ἴσως τὸ µόνο θέµα, γιὰ τὸ ὁποῖο δὲν µπορεῖ νὰ µιλήσει κανένας ἄνθρωπος ἐκ πείρας. Ὡστόσο δὲν ὑπάρχει ἄνθρωπος ποὺ νὰ µὴ τὸν ἔχει συναντήσει στὸ πρόσωπο τοῦ διπλανοῦ, ἢ κάποιου συγγενοῦς του. Ὅλοι ἔχουµε τὸ πιστοποιητικὸ τοῦ θανάτου στὸ θυλάκιό µας. Ἐκεῖνο ποὺ λείπει εἶναι ἡ ἡµεροµηνία θανάτου. Ἀπέναντι στὸν θάνατο ὑπάρχει ἕνα αἴσθηµα φόβου καὶ ψυχικῆς ὀδύνης. Συντελεῖ σὺν τοῖς ἄλλοις καὶ τὸ ἀπροσδόκητον τοῦ ἐρχοµοῦ τοῦ θανάτου. Πάντως τὸ πιὸ βέβαιο γεγονὸς ποὺ ὑπάρχει στὸν κόσµο εἶναι ὁ θάνατος. Κανεὶς δὲν µπορεῖ νὰ τὸν ἀποφύγει.
Κανεὶς δὲν µπορεῖ νὰ ἰσχυρισθεῖ ὅτι δὲν θὰ πεθάνει. Καὶ αὐτὴ ἡ ἰατρικὴ ἐπιστήµη, µ’ ὅλα τὰ ἐπιτεύγµατά της, ἔρχεται ἡ στιγµὴ ποὺ «σηκώνει ψηλὰ τὰ χέρια», ποὺ φθάνει στὰ ὅριά της καὶ µπροστὰ στὸν ἐπερχόµενο θάνατο καθίσταται ἀδύναµη. Βέβαια εἶναι ἀλήθεια ὅτι ὁ θάνατος εἶναι ἕνα µεγάλο µυστήριο, ἀπροσπέλαστο καὶ φοβερό. Ἀκοῦµε στὴν Νεκρώσιµο Ἀκολουθία: «Ὄντως φοβερώτατον τὸ τοῦ θανάτου µυστήριον, πῶς ψυχὴ ἐκ τοῦ σώµατος βιαίως χωρίζεται ἐκ τῆς ἁρµονίας καὶ τῆς συµφυΐας ὁ φυσικώτατος δεσµός, θείῳ βουλήµατι ἀποτέµνεται» καὶ εἰρήσθω ἐν παρόδῳ ὅτι ἡ Ἀκολουθία αὐτὴ τοῦ πατρὸς τῆς Δογµατικῆς Ἰω. Δαµασκηνοῦ εἶναι ἀπὸ τὰ φιλοσοφικότερα κείµενα τῆς παγκοσµίου λογοτεχνίας. Ἀκριβῶς αὐτὸ εἶναι ὁ σωµατικὸς-βιολογικὸς θάνατος. Ὁ χωρισµὸς τῆς ψυχῆς ἀπὸ τοῦ σώµατος, ἡ κατάλυσις τῆς ψυχοσωµατικῆς ἑνότητας. Πεθαίνοντας ὁ ἄνθρωπος, ὁ χοϊκός, ὁ θνητὸς καὶ φθαρτός, τὸ µὲν σῶµα του διαλύεται στὰ ἐξ ὧν συνετέθη, ἡ ψυχή του ὅµως δὲν ἀποθνήσκει, ζεῖ καὶ οὕτω συνεχίζεται ἡ ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου κατὰ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ. Ὀφείλουµε στὸ σηµεῖο αὐτὸ νὰ ὑπογραµµίσουµε ὅτι οἱ δοξασίες περὶ ἀθανασίας τῆς ψυχῆς εἶναι ἀρχαιότατες καὶ ἀκόµη καὶ πρὸ Χριστοῦ. Μεταξὺ τῶν πρώτων ὁ Σάµιος Πυθαγόρας, ἐκ τῶν Ἑλλήνων φιλοσόφων, ποὺ ἦταν καὶ µαθηµατικός, δίδαξε περὶ τῆς ἀθανασίας τῆς ψυχῆς καὶ εἶπε «τὸ µὲν σῶµα τεθνήξεται, ἡ δὲ ψυχὴ ἀναστᾶσα οἰχήσεται ἀθανὴς καὶ ἀγήρως» (Μάξιµος Τύριος XVI, 2). Ἐπίσης «Πυθαγόρας ὁ Σάµιος καί τινες ἕτεροι τῶν παλαιῶν φυσικῶν ἀπεφήναντο τὰς ψυχὰς τῶν ἀνθρώπων ὑπάρχειν ἀθανάτους. Ἀκολούθως δὲ τῷ δόγµατι τούτῳ καὶ προγιγνώσκειν αὐτὰς τὰ µέλλοντα καθ’ ὃν καιρὸν ἐν τῇ τελευτῇ τὸν ἀπὸ τοῦ σώµατος χωρισµὸν ποιοῦνται» (Διοδώρου XV, III, 1). Μεταξὺ τῶν ὡραίων φιλοσοφικῶν ἀφορισµῶν τοῦ Φωκυλίδου τῆς Μιλήτου, εἶναι καὶ τὸ «Ψυχῶν δὲ θεὸς βασιλεύει. Ψυχὴ δ’ ἀθάνατος καὶ ἀγήρως ζῆ διὰ παντός» (Alex. Bedel, Cours de versions grecques, Paris, 1828. σελ. 216). Καὶ αὐτὸς ὁ Θαλῆς ὁ Μιλήσιος, ὁ πρῶτος θεµελιωτὴς τῆς εὐρωπαϊκῆς φιλοσοφίας καὶ ἐπιστήµης, τὴν ἴδια δοξασία εἶχε: «Ἔνιοι δὲ καὶ αὐτὸν πρῶτον (τὸν Θάλητα) εἰπεῖν φασιν ἀθανάτους τὰς ψυχάς» (Διογένης Λαέρτιος Α. α΄. παρ. 24). Ὁ κορυφαῖος τῶν Ἑλλήνων φιλοσόφων, ὁ ἀριστοκράτης τῶν Ἀθηνῶν, ὁ ἱδρυτὴς τῆς «Ἀκαδήµειας», ὁ θεῖος Πλάτων, δίδοντας τὸν ὁρισµὸ τοῦ θανάτου, στὸν Φαίδωνα (64d) ἀναγράφει: «Ἡγούµεθά τι τὸν θάνατον εἶναι; O Ἄρα µὴ ἄλλο τι ἢ τὴν τῆς ψυχῆς ἀπὸ τοῦ σώµατος ἀπαλλαγήν», καὶ στοὺς Νόµους του (959 b) «τὸν δὲ ὄντα ἡµῶν ἕκαστον ὄντως, ἀθάνατον εἶναι ψυχὴν ἐπονοµαζόµενον, παρὰ θεοὺς ἄλλους ἀπιέναι δώσοντα λόγον, καθάπερ ὁ νόµος ὁ πάτριος λέγει τῷ µὲν γὰρ ἀγαθῷ θαρραλέον, τῷ δὲ κακῷ µάλα φοβερόν». Βάσει τῆς βιβλικῆς θεολογίας ὁ ἄνθρωπος ἐπλάσθη ἔχων τὴν δυνατότητα ν’ ἀναχθεῖ εἰς ἀθανασίαν. Ὡστόσο ἡ πτώση τῶν πρωτοπλάστων, ἡ ἁµαρτία, εἶχε ὡς ἀποτέλεσµα τὴν θνητότητα τοῦ ἀνθρωπίνου σώµατος. Ὁ θάνατος παρεισάγεται στὸν κόσµο καθ’ ὅτι «ὁ Θεὸς θάνατον οὐκ ἐποίησε, οὐδὲ τέρπεται ἐπ’ ἀπωλείᾳ ζώντων» (Σοφ. Σολ. 1, 13), ἐπιτρέπει δὲ αὐτὸν «ἵνα µὴ ἀθάνατον ᾖ τὸ κακόν» (Γρηγορίου Θεολ. Λόγος 38, 12 PG 36, 324C). Ἡ οὐσία τοῦ ὅλου θέµατος τοῦ θανάτου εἶναι ὅτι ὁ ἄνθρωπος, ὅταν κλείνει τὰ µάτια του στὸν µάταιο τοῦτο κόσµο δὲν χάνεται. Δὲν ἐκµηδενίζεται. ∆ὲν ὑπάρχει «χαµός» τοῦ ἀνθρώπου, ὡς κάκιστα προφέρεται τούτη ἡ λέξη. Ὁ θάνατος δὲν εἶναι ὁριστικὸ τέρµα. Ὑπάρχει ἡ µεταθανάτια ζωή. Αὐτὸ εἶναι τὸ πᾶν. Πράγµατι, µέχρι τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ὁ θάνατος ἦταν ἕνας ἀκολάκευτος δήµιος. Μὲ τὴν Ἀνάστασή Του ὅµως συντρίβεται τὸ κράτος τοῦ θανάτου. Γι’ αὐτὸ καὶ ἑορτάζουµε «θανάτου νέκρωσιν» καὶ ὁ Κύριος εἶναι ἡ «ἀπαρχὴ τῶν κεκοιµηµένων». Εἶναι ἡ ἀρχὴ καὶ ἀπόδειξη καὶ τῆς δικῆς µας ἀναστάσεως. Στὴ Δευτέρα παρουσία τοῦ Κυρίου «ἔσχατος ἐχθρὸς καταργεῖται ὁ θάνατος» (Α΄ Κορ. 15, 26) καὶ ὡς ἀναφέρει ἡ Ἀποκάλυψις, θάνατος καὶ Ἅδης «ἐβλήθησαν εἰς τὴν λίµνην τοῦ πυρός» (Ἀποκ. 20, 14). Γι’αὐτὸεἶναιλάθοςἡἀπόκρυψηἢἡ ἄρνηση ἢ ἡ λήθη τοῦ θανάτου ἢ ὁ τεχνητὸς ἀποπροσανατολισµός· ψευδαισθήσεις εἶναι αὐτά. «Ἄνθρωπος µαταιότητι ὡµοιώθη καὶ αἱ ἡµέραι αὐτοῦ ὡσεὶ σκιὰ παράγουσιν» (Ψαλµ. 143, 4) καὶ «ἄνθρωπος ὡσεὶ χόρτος αἱ ἡµέραι αὐτοῦ· ὡσεὶ ἄνθος τοῦ ἀγροῦ οὕτως ἐξανθήσει» (Ψαλµ. 102, 15). Αὐτὴ εἶναι ἡ πραγµατικότης. Κατὰ τὴν διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως ἔχουµε διάκριση τριῶν µορφῶν θανάτου. Πρόκειται α) γιὰ τὸν πνευµατικὸ θάνατο, ἤτοι τὸν χωρισµὸ τοῦ ἀνθρώπου ὡς ψυχοσωµατικῆς ἑνότητος ἀπὸ τοῦ Θεοῦ στὸν κόσµο αὐτό, β) γιὰ τὸν σωµατικὸ ἢ φυσικὸ θάνατο δηλ. τὸν χωρισµὸ τῆς ψυχῆς ἀπὸ τοῦ σώµατος, τοῦ τελευταίου (τοῦ σώµατος) παύοντος νὰ ὑφίσταται βιολογικῶς ὡς ζῶντος ὀργανισµοῦ καὶ γ) γιὰ τὸν αἰώνιο θάνατο, δηλ. τὴν ἀτελεύτητη µακρὰν τοῦ Θεοῦ κοινωνία τοῦ ἀνθρώπου µετὰ τὴν Δευτέρα Παρουσία καὶ Κρίσιν τοῦ Χριστοῦ. Ἐνῶ ὅµως διὰ τοῦ θανάτου τὸ σῶµα τοῦ ἀνθρώπου διαλύεται, ἐν τούτοις ἀναστάντος τοῦ Χριστοῦ πάντα τὰ σώµατα θὰ ἐγερθοῦν κατὰ τὴν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου. Συγκεκριµένα ὁ ἱερὸς Χρυσόστοµος τονίζει ὅτι ἡ θνητότητα καὶ ἡ φθορὰ διαλύεται καὶ δαπανᾶται. Γράφει συγκεκριµένα: «Ἡ διαφθορὰ αὕτη (τοῦ σώµατος τοῦ θανόντος) οὐκ ἔστι τῆς οὐσίας ἀναίρεσις, ἀλλὰ τῆς θνητότητος δαπάνη καὶ τῆς φθορᾶς ἀνάλωµα. Ὁ γὰρ θάνατος οὗτος οὐ τὸ σῶµα ἀπόλλυσιν, ἀλλὰ τὴν φθορὰν δαπανᾶ· ὡς ἥ γε οὐσία µένειOἀνισταµένη» (Ἰω. Χρυσοστόµου, Εἰς Ψαλµ. 48, 5, PG 55, 230). Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ θάνατος ὡς πρὸς τὸ σῶµα χαρακτηρίζεται ὡς ὕπνος οἱ δὲ τεθνεῶτες ὡς κεκοιµηµένοι καὶ τὰ νεκροταφεῖα ὡς κοιµητήρια. Εἰδικότερα, κατά τὴ χριστιανικὴ διδασκαλία τὸ σῶµα τοῦ ἀνθρώπου ἔχει µεγάλη ἀξία. Ἀποτελεῖ τὸ τελειότερον ὑλικὸν δηµιούργηµα τοῦ Θεοῦ µέ ἀπέριττον κάλλος. Ὡραιότατα ὁ ἀείµνηστος λόγιος πρωτοπρεσβύτερος Κωνσταντῖνος Καλλίνικος, ἱερεὺς στὸ Μάντζεστερ τῆς Ἀγγλίας, σὲ δοκίµιό του ὑπὸ τὸν τίτλον «Ἡ θεία πανσοφία ἐκδηλουµένη ἐν τῇ κατασκευῇ τοῦ ἀνθρωπίνου σώµατος» (ἐν Ἀθήναις 1906) γράφει: «Τὴν παρὰ τοῦ Θεοῦ δηµιουργίαν τοῦ ἀνθρώπου περιγράφουσα ἡ Γένεσις εἰς τὰς πρώτας σελίδας της, ἀναφέρει ὅτι πρὸς κατασκευὴν τοῦ σώµατος ἡ Ἄκρα Πανσοφία δὲν ὑπέθηκεν ὕλην τινὰ πολύτιµον, χρυσὸν ἐξαστράπτοντα ἢ µάρµαρον τῆς Πεντέλης, ἐξ οὗ χρυσοχόος ἢ ἀγαλµατοποιὸς θὰ ἐλάξευε τὸ καλλιτέχνηµά του, ἀλλ’ ἠρκέσθη ἁπλούστατα νὰ κύψῃ, οὕτως εἰπεῖν, πρὸς τὴν γῆν καὶ νὰ λάβῃ ὀλίγον χῶµα ἀπὸ τῆς ἐπιφανείας της. Τὸ χῶµα αὐτὸ ἐζύµωσεν εἰς πηλὸν ὁ Θεὸς καὶ ἐφήρµοσεν εἰς τὸ ἀνθρώπινον σῶµα, ὁρίσας µάλιστα ἵνα µετὰ θάνατον καὶ πάλιν εἰς χῶµα ἐπιστραφῇ· καὶ διὰ νὰ ἐγχαράξῃ καλῶς εἰς τὴν µνήµην τοῦ πρώτου ἀνθρώπου καὶ τῶν µετ’ αὐτὸν τὴν ἀρχικὴν αὐτὴν προέλευσίν του καὶ τοῦ ἀποκόψῃ πᾶσαν ὑπερηφάνειαν καὶ ΄µετεωρισµόν΄ ἐκάλεσεν αὐτὸν µὲ τὸ ὄνοµα Ἀδὰµ (χοϊκός). Τί εἴµεθα λοιπόν, δὲν λέγω ὡς ψυχὴ καὶ πνεῦµα, ἀλλὰ ὡς σῶµα ἐξεταζόµενοι; Χοῦς, πηλός, εὐτελεστάτη ὕλη. Σκεύη ὀστράκινα φέροντα ἐν ἑαυτοῖς τὸν θησαυρὸν τοῦ πνεύµατος. Ναί, ἀλλὰ πόσον ὡραῖα σκεύη! Ὁποῖος πηλός, ὁποῖον χῶµα, ὁποία µηδαµινὴ ὕλη, καλλιτεχνικώτατα µορφωθεῖσα , σκοπιµώτατα διαπλασθεῖσα, εὐφυέστατα λειτουργοῦσα, κορύφωµα ἀπαράµιλλον τῆς µεγάλης πυραµίδος τοῦ ζωϊκοῦ βασιλείου! Καὶ πῶς ἀληθῶς ἡ Θεία Πανσοφία σελαγίζει ἐν τῇ κατασκευῇ τοῦ ἀνθρωπίνου σώµατος!». Ἡ ἀξία τοῦ ἀνθρωπίνου σώµατος φανερώνεται ἐκ τοῦ ὅτι α) τὸ σῶµα εἶναι δηµιούργηµα τοῦ Θεοῦ, β) συνδέεται ἀρρήκτως µετὰ τῆς ψυχῆς, γ) ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἐσαρκώθη, ἐνηνθρώπησε, ποὺ σηµαίνει ὅτι τὸ σῶµα δὲν εἶναι κάτι τὸ κακόν, δ) ἀποτελεῖ κατὰ τὸν Ἀπόστολον τῶν Ἐθνῶν Παῦλον «ναὸν τοῦ Ἁγ. Πνεύµατος (Α΄ Κορ. 6, 19) καὶ περαιτέρω τυγχάνει µέλος τοῦ µυστικοῦ σώµατος τοῦ Χριστοῦ δηλ. τῆς Ἐκκλησίας. Βάσει τῶν ἀνωτέρω ἡ Ἐκκλησία ὁριοθετεῖ τὸν σεβασµὸ στὸ πρόσωπο καὶ κατ’ ἐπέκτασιν στὸ σῶµα τοῦ ἀνθρώπου, τὸ ὁποῖον εἶναι φθαρτὸ καὶ πρόσκαιρο καὶ ὅταν ἀποθάνει ὁ ἄνθρωπος ἔρχεται καὶ ἐνταφιάζει τοὺς νεκρούς. Δὲν δέχεται τὴν καύση. Ὁ σεβασµὸς αὐτὸς πρὸς τὸ νεκρὸ σῶµα, τὸ λείψανο ἀποδίδεται µὲ τὴν ταφὴ καὶ ὄχι µὲ τὴν τέφρα τοῦ πυρός. Ἡ ταφὴ καὶ δὴ κατὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴν τάξιν ἀποτελεῖ µακροχρόνιον ἱερὸν ἔθος, παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Παράδοση δὲ ἀποτελεῖ πηγὴ τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἐµπεριέχει τὴν περὶ δικαίου, εὐσεβείας καὶ εὐλαβείας πεποίθησή της. Ἡ µὴ τήρηση τῆς Παραδόσεως διασαλεύει τὴν τάξη, ἡ ὁποία πρέπει νὰ ὑπάρχει στὸ χῶρο τῆς Ἐκκλησίας. Σχετικῶς γράφει ὁ Μεγ. Βασίλειος: «Εἰ γὰρ ἐπιχειρήσαιµεν τὰ ἄγραφα τῶν ἐθῶν ὡς µὴ µεγάλην ἔχοντα τὴν δύναµιν παραιτεῖσθαι λάθοιµεν ἂν εἰς αὐτὰ τὰ καίρια ζηµιοῦντες τὸ Εὐαγγέλιον, µᾶλλον δὲ εἰς ὄνοµα ψιλὸν περιϊστῶντες τὸ κήρυγµα» (91ος Καν. ΠΗΔΑΛΙΟΝ, σελ. 642). Τὸ ἐκκλησιαστικὸν ἔθος ἔχει δύναµη νόµου καὶ ὁ κανονολόγος πατὴρ Μέγας Βασίλειος ὁρίζει στὸν 87ο Κανόνα του: «Πρῶτον µὲν οὖν, ὃ µέγιστον ἐπὶ τῶν τοιούτων ἐστί, τὸ παρ’ ἡµῖν ἔθος, ὃ ἔχοµεν προβάλλειν, νόµου δύναµιν ἔχον, διὰ τὸ ὑφ’ ἁγίων ἀνδρῶν τοὺς θεσµοὺς ἡµῖν παραδοθῆναι» (87ος Κανόνας, Πηδάλιον, σ. 633). Ἐπίσης ὁ 21ος κανόνας τῆς Συνόδου τῆς Γάγγρας τῆς Παφλαγονίας (4ος αἰ.) διακελεύει: «Πάντα τὰ παραδοθέντα, ὑπὸ τῶν θείων Γραφῶν καὶ τῶν Ἀποστολικῶν Παραδόσεων ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ γίνεσθαι εὐχόµεθα» (Πηδάλιον, σελ. 404). Καὶ ὁ 6ος Κανόνας τῆς Α΄ Οἰκουµενικῆς Συνόδου θέτει τὴν ἀρχὴ τῆς ἰσχύος τῶν ἀρχαίων ἐθῶν καὶ ἐθίµων µὲ τὴν σαφεστάτη προτροπή: «Τὰ ἀρχαῖα ἔθη κρατήτω». Στὸ βάθος βέβαια τῆς παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας κρύπτεται ἡ οὐσία της, ὅπου πηγὴ ἔχει τὴν κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας, τὸν Χριστό. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς δὲν ἔδωκε ἐντολὴν καύσεώς Του µετὰ τὴν Σταύρωσιν καὶ τὸν ἑκούσιον θάνατόν Του. Στὴ Βηθανία µάλιστα εἶπε χαρακτηριστικὰ στὸν Ἰούδα, ὁ ὁποῖος προέβαλε ἀντιρρήσεις, ὅταν ἡ ἀδελφὴ τοῦ Λαζάρου ἔβαλε µύρο στὸ Σῶµα Του: «Ἄφες αὐτήν, εἰς τὴν ἡµέραν τοῦ ἐνταφιασµοῦ µου τετήρηκεν αὐτό» (Ἰω. 12, 7). Ἔπειτα ὁ Χριστὸς καταδέχτηκε νὰ ταφεῖ στὸ κενὸ µνηµεῖο τοῦ Ἰωσήφ, τοῦ ἀπὸ Ἀριµαθαίας ὑποδηλώνοντας καὶ τὸν τρόπο ταφῆς ὅλων τῶν χριστιανῶν. Γράφει τὸ κείµενο τοῦ Δ΄ Εὐαγγελίου: «Ὁ Ἰωσὴφ ὁ ἀπὸ Ἀριµαθαίας ἦλθεν οὖν καὶ ἦρε τὸ σῶµα τοῦ Ἰησοῦ. Ἦλθε δὲ καὶ Νικόδηµος ὁ ἐλθὼν πρὸς τὸν Ἰησοῦν νυκτὸς τὸ πρῶτον, φέρων µῖγµα σµύρνης καὶ ἀλόης ὡς λίτρας ἑκατόν· ἔλαβον οὖν τὸ σῶµα τοῦ Ἰησοῦ καὶ ἔδησαν αὐτὸ ἐν ὀθονίοις µετὰ τῶν ἀρωµάτων, καθὼς ἔθος ἐστὶ τοῖς Ἰουδαίοις ἐνταφιάζειν. ἦν δὲ ἐν τῷ τόπῳ ὅπου ἐσταυρώθη κῆπος, καὶ ἐν τῷ κήπῳ µνηµεῖον καινόν, ἐν ᾦ οὐδέπω οὐδεὶς ἐτέθη· ἐκεῖ οὖν διὰ τὴν παρασκευὴν τῶν Ἰουδαίων, ὅτι ἐγγὺς ἦν τὸ µνηµεῖον, ἔθηκαν τὸν Ἰησοῦν» (Ἰω. 19, 38-42). Εἶναι ὁ Πανάγιος Τάφος! Ὁ Ἀπ. Παῦλος ἐπισηµαίνει θεολογικότατα ὅτι τὸ σῶµα µας «σπείρεται ἐν φθορᾷ, (δηλ. θάπτεται), ἐγείρεται ἐν ἀφθαρσίᾳ· σπείρεται ἐν ἀτιµίᾳ, (δηλ. δὲν ἔχει κανένα θέλγητρο), ἐγείρεται ἐν δόξῃ· σπείρεται ἐν ἀσθενείᾳ, ἐγείρεται ἐν δυνάµει» (Α΄ Κορ. 42-43). Ἔπειτα κατὰ τὸ ὑπόδειγµα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, οἱ πρῶτοι χριστιανοὶ ἐνταφιάζουν τοὺς κεκοιµηµένους πιστούς. Πρῶτο χαρακτηριστικὸ παράδειγµα εἶναι ὁ ἐνταφιασµὸς τοῦ πρωτοµάρτυρος Στεφάνου (Πράξ. 8, 2) ἀλλὰ ἀκόµη καὶ τοὺς ἀποθανόντας σὲ ἁµαρτία Ἀνανία καὶ Σαπφείρα (Πράξ. 5, 6 καὶ 10). Ὁ ἅγιος Ἱερώνυµος (4ος αἰ.) γράφει γιὰ τὸν ἐνταφιασµὸ τῶν Πρωτοκορυφαίων Ἀποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου, τοῦ ἀδελφοθέου Ἰακώβου, τῶν Εὐαγγελιστῶν Λουκᾶ καὶ Μάρκου (PL 23, 1337 D). Ἐπίσης ὁ Ἱππόλυτος (3ος αἰ.) κάµνει λόγο περὶ τῆς ταφῆς πολλῶν Ἀποστόλων (PG. 10, 952 B). Ὁ ἱερὸς Χρυσόστοµος (4ος αἰ.) κηρύττει: «Nκηδεύσωµεν τοὺς ἀπελθόντας ὡς καὶ ἡµῖν καὶ ἐκείνοις συµφέρει πρὸς δόξαν Θεοῦ» (Migne PG, 59, 467). Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος (4ος αἰ.) ἐπικρίνει ὡς ἀθλιότητα τὴν συµπεριφορὰ κάποιου Γρηγορίου, ποὺ δὲν ἐπέτρεψε τὴν ταφὴ νεκρῆς (Migne PG 25, 708 B). Ὁ Ἱ. Ἱερώνυµος ἀναφέρει ὅτι ὁ Ἅγιος Ἱλαρίων ὁ Μέγας (4ος αἰ.)παρακαλοῦσε τὴν ἁγία Κωνσταντία, νὰ µὴ τὸν ἀφήσει οὔτε µία ὥρα ἄταφο, ἀλλὰ νὰ τὸν θάψει ἀµέσως µόλις πεθάνει (Migne PL 23, 52). Ὁ ἅγ. Συµεὼν Θεσσαλονίκης (15ος αἰ.) σχετικῶς µὲ τὴν πράξη αὐτὴ τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας γράφει: «Καὶ κατατίθεµεν τῷ τάφῳ τὸ λείψανον καὶ τῇ γῇ παραδιδόαµεν διὰ τῶν εὐχῶν, πληροῦντες τὸ θεῖον πρόσταγµα, τό, ΄Γῆ εἶ καὶ εἰς γῆν ἀπελεύσῃ΄ καὶ τὴν ἀνάστασιν δὲ κηρύττοµεν, σφραγίζοντες τὸ λείψανον διὰ τοῦ σταυροῦ. Καὶ ὅτι οὗτος ὁ θαπτόµενος ἀναστήσεται ὡς καὶ ὁ Σωτὴρ ἡµῶν ἐξανέστη. Διὸ καὶ µετὰ τὸ τεθῆναι τῷ τάφῳ, ἔλαιον ἐπάνω τούτου σταυροειδῶς ἐκχέεται, ὡς παραδεδώκασιν οἱ ἀπόστολοι» (PG 155, 686D). Ἀξιόλογα ἀποδεικτικὰ στοιχεῖα ἀποτελοῦν καὶ τὰ Πρακτικὰ τῶν Οἰκουµενικῶν Συνόδων. Ἀναφέρουµε τὰ Πρακτικὰ τῆς Ζ΄ Οἰκ. Συνόδου (787 µ.Χ.), ὅπου περιγράφεται ἡ ταφὴ τῆς ἁγίας Εὐφηµίας καὶ ἡ Δ´ πράξη ἔχει τὴν ὁµολογία πίστεως τοῦ Θεοδοσίου Ἀµορίου (Μ. Ἀσία), ἡ ὁποία ἔγινε ἀποδεκτὴ ἀπὸ τὴν Σύνοδο καὶ ἀναφέρει µεταξὺ τῶν ἄλλων: «Ὁµοίως καὶ τὰ λείψανα τῶν ἁγίων προσκυνῶ καὶ τιµῶ καὶ ἀσπάζοµαι, ὡς ἀθλησάντων ὑπὲρ Χριστοῦ καὶ λαβόντων χάριν παρ’ αὐτοῦ ἰάσεις ἐπιτελεῖν, καθὼς ἡ Ἐκκλησία τῶν Χριστιανῶν παρέλαβεν ἐκ τῶν ἁγίων Ἀποστόλων καὶ Πατέρων των ἕως ἡµῶν» (Ζ΄ Οἰκουµενικὴ Σύνοδος, Σπ. Μήλια, Πρακτικά, τόµ. Γ΄, 231/7731). Ἡ Ἐκκλησία λοιπὸν ἀκολουθεῖ πιστῶς τὴν ἀρχαία παράδοση, ἡ ὁποία στηρίζεται σ’ ὅσα ὁ Θεὸς ἀπευθύνει πρὸς τὸν πρωτόπλαστον µετὰ τὴν παρακοήν, ὅτι «γῆ εἶ καὶ εἰς γῆν ἀπελεύσῃ» (Γέν. 3, 12) καὶ θάπτει τοὺς κεκοιµηµένους. Πολὺ χαρακτηριστικὰ τὸ τροπάριον (ὁ Οἶκος), τὸ κοινὸ καὶ διὰ τὰ δύο Ψυχοσάββατα, (πρὸ τῆς Ἀπόκρεω καὶ πρὸ τῆς Πεντηκοστῆς) ὑπογραµµίζει: «Αὐτὸς µόνος ὑπάρχεις ἀθάνατος, ὁ ποιήσας καὶ πλάσας τὸν ἄνθρωπον· οἱ βροτοὶ οὖν ἐκ γῆς διεπλάσθηµεν καὶ εἰς γῆν τὴν αὐτὴν πορευσόµεθα, καθὼς ἐκέλευσας ὁ πλάσας µε καὶ εἰπών µοι· Ὅτι γῆ εἶ καὶ εἰς γῆν ἀπελεύσῃ· ὅπου πάντες βροτοὶ πορευσόµεθα». Συνεπῶς ἡ Ἐκκλησία συνιστᾶ, (δὲν ἐξαναγκάζει, οὔτε ἐπιβάλλει) στὰ πιστὰ τέκνα της, δηλαδὴ ὑποδεικνύει νὰ θάπτονται µετὰ τὴν ἐκδηµία τους καὶ ὄχι νὰ καίγονται εἰς κλιβάνους. Βέβαια δὲν µπορεῖ νὰ ἀπαγορεύσει τὸ σύστηµα τῆς καύσεως, τὸ ὁποῖο τυγχάνει ζήτηµα τῆς ἐλευθερίας τῆς θρησκευτικῆς συνειδήσεως καὶ τῆς νοµοθετικῆς ρύθµισης ἐκ µέρους τῆς πολιτείας. Ὡστόσο µὲ τὰ ἄρθρα 48 καὶ 49 τοῦ Νόµου 4277/2014 (ΦΕΚ 156/1-8-2014, τ. Α) ὁ νοµοθέτης δὲν λαµβάνει ὑπ’ ὄψιν τὶς θρησκευτικὲς πεποιθήσεις τοῦ νεκροῦ. Ἐὰν ὁ θανὼν δὲν εἶχε ἐκφρασθεῖ ἐν ζωῇ περὶ τῆς µετὰ θάνατον ἐπιθυµίας ταφῆς ἢ ἀποτεφρώσεως τοῦ σώµατός του, ἡ ἀποτέφρωση δύναται νὰ λάβει χώρα µὲ µόνη τὴ δήλωση τοῦ/τῆς συζύγου, ἢ τὴν δήλωση τῶν συγγενῶν πρώτου ἢ δευτέρου βαθµοῦ. Πρὸς ἀποφυγὴν δὲ οἱασδήποτε ἐκτροπῆς, ἀπαραίτητος εἶναι ὁ σεβασµὸς τῶν θρησκευτικῶν πεποιθήσεων καὶ ἡ διακρίβωση τῆς οἰκείας βουλήσεως τοῦ κεκοιµηµένου καὶ ὄχι ἡ βούληση ἢ ἡ δήλωση τῶν οἰκείων του. Ἄλλως ἔχουµε τὴν ἄποψη νὰ ἀκολουθηθεῖ ὁ παγκοίνως κανὼν τῆς ταφῆς καὶ ὄχι τῆς καύσεως. Τηρεῖται ὁ κανὼν καὶ ὄχι ἡ ἐξαίρεση. Μάλιστα ἡ ὑπ’ ἀρ. 2959/29-10-2014 Ἐγκύκλιος τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀναφέρει ὅτι: «Τοῦτο (δηλ. ἡ ἀποτέφρωση) κύηµα τοῦ µηδενιστικοῦ τρόπου ζωῆς καὶ τὴς τάσεως πρὸς ἀποθρησκευτικοποίηση κάθε πτυχῆς καὶ ἐκφάνσεως τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, ἀποτελεῖ ἐκ προοιµίου καταστρατήγηση τῶν θρησκευτικῶν πεποιθήσεων τοῦ κεκοιµηµένου µέλους τῆς Ἐκκλησίας, ἔλλειψη σεβασµοῦ καὶ φροντίδος πρὸς τὸ ἀνθρώπινο σῶµα. Ἡ Ἐκκλησία δὲν δέχεται γιὰ τὰ µέλη Της τὴν ἀποτέφρωση τοῦ σώµατος, διότι τοῦτο εἶναι ναὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος (Α΄ Κορ. 6, 19), στοιχεῖο τῆς ὑποστάσεως τοῦ κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁµοίωσιν Θεοῦ πλασθέντος ἀνθρώπου (Γέν. 1, 24), καὶ περιβάλλει αὐτὸ µὲ σεβασµὸ καὶ τιµὴ ὡς ἔκφραση ἀγάπης πρὸς τὸ κεκοιµηµένο µέλος Της καὶ ὡς ἐκδήλωση πίστεως στὴν κοινὴ πάντων ἀνάσταση». Πρὸς ἐπίρρωσιν τῆς θέσεως τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὴν ταφή, ὄχι τὴν καύση, ὑπογραµµίζουµε καὶ τὰ κάτωθι: α) Ἡ ταφὴ τῶν νεκρῶν καὶ ὄχι ἡ καύση εἶναι φαινόµενο πανανθρώπινο καὶ ὑπάρχει πλῆθος µαρτυριῶν καὶ ἀποδείξεων. Ὅλα δὲ τὰ προσφιλῆ ἀντικείµενα (κτερίσµατα), τὰ ὁποῖα ἐτίθεντο στοὺς τάφους τῶν νεκρῶν δηλώνουν τὴν πίστη τῶν ἀνθρώπων στὴν ἀθανασία τῆς ψυχῆς. β) Οἱ νεκροὶ µας τοποθετοῦνται µὲ σεβασµὸ στὸν τάφο, στραµµένοι πρὸς ἀνατολάς, µὲ τὴν προσδοκία τῆς ἀναστάσεως. Ὁ ἱ. Χρυσόστοµος τονίζει: «Πρὸς ἀνατολὰς τὴν σορὸν κειµένην, σχηµατίζοµεν τὴν ἀνάστασιν αὐτοῦ, διὰ τοῦ σχήµατος προσηµαίνοντες» (Ἰω. Χρυσοστόµου, Περὶ ὑποµονῆς, PG 60, 725). γ) Ἡ ταφὴ διασώζει τὰ λείψανα τῶν Ἁγίων, τὰ ὁποῖα εἶναι χαριτόβρυτα καὶ θαυµατουργά. Χωρὶς ταφὴ δὲν θὰ εἴχαµε τὰ ἅγια λείψανα καὶ θὰ ἐστερούµεθα τῆς εὐλογίας καὶ τοῦ ἁγιασµοῦ τους. δ) Ὁ τάφος µᾶς συνδέει καὶ συναισθηµατικὰ µὲ τὸ νεκρό µας. Τὸ θαµµένο σῶµα εἶναι µιὰ παρηγοριὰ γιὰ τοὺς ἐπιζῶντες καὶ γίνεται ἀντικείµενο φροντίδος καὶ προσευχῶν καὶ ε) Τὸ σῶµα διατηρεῖ τὴν ἱερότητά του καὶ µετὰ θάνατον, καὶ ἀποτελεῖ θρησκευτικὸ ἀντικείµενο τιµῆς καὶ σεβασµοῦ (res sacra). Ἐν τέλει: Ταφὴ ἢ καύση; Ἔκφραση σεβασµοῦ στὸ σῶµα, πίστη στὴν ἀνάσταση, αἴσθηση αἰωνιότητος, δηλ. δυνατότητα µετοχῆς στὴν αἰωνιότητα, αὐτὰ τὰ ὁποῖα πρεσβεύει, διδάσκει καὶ νουθετεῖ ἡ Ἐκκλησία ἢ ὄχι; Ὁ καθένας κάµνει τὴν ἐπιλογή του. Ἄλλωστε τὴν ἐλευθερία ἐδωρήσατο ὁ Θεός, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀθανασία. «∆εῖ τὸ φθαρτὸν τοῦτο ἐνδύσασθαι ἀφθαρσίαν καὶ τὸ θνητὸν τοῦτο ἐνδύσασθαι ἀθανασίαν» (Α΄ Κορ. 15, 53). Καθ’ ὅτι ὁ «Ἀναστὰς Ἰησοῦς ἀπὸ τοῦ τάφου ἔδωκεν ἡµῖν τὴν αἰώνιον ζωήν».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου