του εν Κωνσταντινουπόλει μαρτυρήσαντος εν έτει αψμγ΄ (1743) και
ξίφει τελειωθέντος.
Αναστάσιος ο Άγιος νέος Ιερομάρτυς κατήγετο εκ του χωρίου Άγιος Βλάσιος
των Ιωαννίνων, ήτο δε εφημέριος εις μίαν Εκκλησίαν έξω της Κωνσταντινουπόλεως.
Ιδών δε και ακούσας το μαρτύριον του Μάρτυρος Ιερέως Κωνσταντίνου Ρώσσου, ήλθε
και αυτός εις έφεσιν μαρτυρίου και εδέετο εις τον Άγιον Θεόν καθ’ ημέραν να τον
αξιώση του ποθουμένου. Συνέβη δε, καθώς λέγουν, εις Ιερομόναχος, Κύπριος το
γένος, γέρων εβδομηκοντούτης, αισχρού βίου άνθρωπος και αισχροτέρας διαθέσεως,
τυφλός μεν κατά τα όμματα, τυφλότερος δε κατά τον νουν, παραχωρήσει Θεού να
γίνη Τούρκος, αν και εις τοιαύτην κατάστασιν και εις τοιαύτην ηλικίαν. Εκ δε
της πολλής τιμής και κυβερνήσεως, την οποίαν προσέφερον εις αυτόν, εις τοιαύτην
τυφλότητα έφθασεν ο άθλιος, ώστε μετέβαινε και αυτός μετά των άλλων τυφλών, των
λεγομένων Σέχηδων και ανήρχετο εις τας βαθμίδας του Γιενή- τζαμίου, εκείθεν δε
εδίδασκε τους εισερχομένους Αγαρηνούς τους μύθους της θρησκείας των, με τον
σκοπόν να του δίδωσι χρήματα δια να κυβερνάται.
Μίαν ημέραν, ενώ κατήρχετο ο
ευλογημένος ούτος Αναστάσιος δια να μεταβή εις την αγοράν, διήλθεν έξωθεν του
Γιενή-τζαμίου και ιδών τούτον τον νέον Σαπρίκιον να κάθηται εις την κλίμακα του
τζαμίου και να διδάσκη τους Τούρκους, επόνεσε κατά την καρδίαν και εστάθη και
παρετήρει αυτόν, συλλογιζόμενος και απορών από ποίον ύψος της ουρανίου γνώσεως
του Χριστού εκρημνίσθη εις τοιούτον βάθος απογνώσεως, ως άλλος Εωσφόρος.
Ιδόντες δε αυτόν οι παρατυχόντες εκεί Αγαρηνοί ιστάμενον εκστατικόν και
σιωπώντα, είπον προς τον Άγιον Ιερομάρτυρα με την συνηθισμένην των βαρβαρότητα:
«Μπρε, παπά, βλέπεις αυτόν τον Σέχην; Και αυτός παπάς ήτο και εγνώρισε την
πίστιν μας και έγινε Τούρκος· έλα να γίνης και συ Τούρκος, δια να κερδίσης τον
Παράδεισον». Ταύτα και άλλα έλεγον οι Αγαρηνοί. Ο δε Άγιος Ιερομάρτυς
Αναστάσιος ήνοιξε το ευλογημένον στόμα του και απήντησε προς αυτούς· «Ω τυφλοί
και πεπλανημένοι, τι τον ακούετε; Αυτά τα οποία σας λέγει είναι όλα ψέματα.
Σεις, οίτινες είσθε από προγόνων Τούρκοι, αυτόν τον σαπρόγερον εξελέξατε δια να
σας διδάξη την πίστιν, τον οποίον εγκατέλειψεν ο Θεός δια την πολλήν του κακίαν
και ηρνήθη την πίστιν του, τώρα εις τα γηρατεία; Που γνωρίζει την πίστιν σας
αυτός, ο οποίος ακόμη δεν ιατρεύθη από την τύφλωσίν του; Κρίμα εις την γνώσιν
σας, και λέγετε ότι έχετε και πίστιν». Ταύτα και άλλα πλείονα αφού είπεν ο
Άγιος Μάρτυς εις τουρκικήν διάλεκτον με μεγάλην τόλμην και παρρησίαν,
εσιώπησεν. Οι δε Αγαρηνοί ακούσαντες έτρεξαν εναντίον του με μεγάλην ορμήν, και
τον ήρπασαν και τον έφερον εις τον κριτήν, εκείθεν δε εις τον βεζύρην. Ο δε
Μάρτυς είπε και εκεί τους ιδίους λόγους, δι’ ο και απεφασίσθη να εξορισθή εις
την Χίον. Όταν λοιπόν έμελλον να τον αναβιβάσουν εις το πλοίον δια να τον
εξορίσουν, ο Άγιος με φρόνιμον τρόπον ηπάτησεν αυτούς και τον έφεραν πάλιν εις
τον βεζύρην, προ του οποίου ο Άγιος είπε ταύτα· «Ενδοξότατε αυθέντα, δια ποίαν
αφορμήν με στέλλεις εις εξορίαν; Διότι
σου είπα την αλήθειαν; Μάλιστα έπρεπε να με τιμήσης και όχι να με εξορίσης.
Αλλά δεν θέλετε να ακούσετε την αλήθειαν, και δια τούτο έχετε αυτούς τους
πεπωρωμένους και τυφλούς και σας διδάσκουν». Αλλά τι να πολυλογώ; Τόσους λόγους
είπε, και τόσον εχλεύασε την θρησκείαν των και με τόσην παρρησίαν εκήρυξε την
πίστιν των Χριστιανών, και ουτως ωμολόγησε τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν Θεόν
αληθινόν, συν τω Πατρί και τω Αγίω Πνεύματι και όλην την ένσαρκον Αυτού
οικονομίαν, ώστε άπαντες οι ακούσαντες έμειναν άφωνοι. Όθεν μη δυνάμενοι να
υπομείνουν τον έλεγχον, έστειλαν και τον απεκεφάλισαν εις το Γιενή-τζαμί, κατά
την προσταγήν του Μουφτή. Μετά δε την αποτομήν αυτού φως ουράνιον εφαίνετο
άνωθεν του λειψάνου του, εν τω καιρώ της νυκτός, κατά τον οποίον οι Τούρκοι το
εφύλαττον, οίτινες και βλέποντες τούτο εθαύμαζον. Ούτως ο τρισμακάριστος με
πόθον άμετρον και υπερβάλλουσαν προθυμίαν έλαβε χαίρων του μαρτυρίου τον
στέφανον κατά την η΄ (8ην) Ιουλίου, εν Χριστώ Ιησού, ω δόξα εις τους αιώνας.
Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου