O Συναξαριστής της ημέρας.

Κυριακή, 17 Σεπτεμβρίου 2017


ΙΕ ΜΑΤΘΑΙΟΥ. Σοφίας και τέκνων Πίστεως, Ελπίδος, Αγάπης.

                          
Σοφία η Αγία Μάρτυς και αι θυγατέρες αυτής Πίστις, Ελπίς και Αγάπη έζων εις την Ρώμην κατά τας ημέρας του δυσσεβούς αυτοκράτορος Ανδριανού, όστις εβασίλευεν εκεί, παραχωρήσει Θεού, κατά τα έτη ριζ΄ -  ρλη΄ (117 – 138). Oύτος, έχων ζήλον διάπυρον εις την λατρείαν των ειδώλων των ψευδωνύμων θεών, προσεπάθει να πείση τους Χριστιανούς, άλλους με κολακείας και άλλους με απειλάς, όπως θυσιάζωσιν εις τους δαίμονας. Η δε Σοφία ήτο γυνή ευσεβής εις την πίστιν, ευγενής εις το γένος, και εις την πολιτείαν σεμνή και σωφρονεστάτη, καταγομένη από μεγάλην τινά πόλιν της Ιταλίας· παραμείνασα δε χήρα εκ νεότητος είχε μεθ’ εαυτής τας τρεις θυγατέρας της, με τας οποίας έτυχεν εξ ανάγκης να υπάγουν εις την μεγαλόπολιν Ρώμην· διαμείνασα δε εκεί διήγε ζωήν ενάρετον, διδάσκουσα και τας θυγατέρας της να μιμώνται την μητέρα αυτών, στολίζουσαι τα ήθη των με τον φόβον του Κυρίου και τον πόθον της Βασιλείας των ουρανών.
Προσείχε δε η μακαρία Σοφία, κατά το όνομα αυτών να συμφωνή και η πολιτεία· δια τούτο και εις τους λόγους και εις τα έργα της εφαίνετο της σοφίας ο καρπός, με τον οποίον ανέτρεφε και τα γεννήματα αυτής, ήτοι τας θυγατέρας, αι οποίαι ηύξανον με το κάλλος της ψυχής, δια μέσου του οποίου εδόθη εις αυτάς και η ωραιότης του σώματος. Τούτου ένεκεν έφθασεν η φήμη των μακαρίων εις το περισσότερον μέρος της πόλεως, και επαινούσαν τα χαρίσματα τα οποία είχον ψυχής τε και σώματος, και δια το ορθόδοξον σέβας, και δια την κοσμιότητα των ηθών, δι’ ων και τα σωματικά χαρίσματα ωραϊζονται. Δεν ηδυνήθη όμως ο πατήρ του φθόνου να βλέπη εις γυναικείαν ασθένειαν ανδρικά φρονήματα και γενναία επιυεύγματα, επιτελούμενα δια μέσου της χάριτος της αμωμήτου ημών πίστεως· όθεν υπεκίνησεν ο μιαρός τον επιστάτην της πόλεως, Αντίοχον ονόματι, ο οποίος και εφανέρωσεν εις τον βασιλέα την ευσέβειαν τούτων των αοιδίμων, και διέβαλεν αυτάς ως καταφρονητρίας των θεών και απειθείς εις τα βασιλικά προστάγματα. Ταύτα ακούσας ο Ανδριανός, ευθύς με θηριώδη θυμόν έστειλε να φέρουν εις το δικαστήριον αυτάς· αι οποίαι, καθώς ήκουσαν το πρόσταγμα του τυράννου, ητοιμάσθησαν μετά προθυμίας εις τον κατά Χριστόν αγώνα, έχουσαι μίαν και την αυτήν γνώμην και απόφασιν, καθώς και ένα φυτόν έχει την ρίζαν και τους κλώνους της αυτής φύσεως. Το φρόνημα της μητρός ευρίσκετο εις τα τέκνα και εκείναι πάλιν ως γνήσιαι αδελφαί δεν διέφερον η μία από την άλλην, καθώς απεδείχθη όταν ήλθον εις τους αγώνας. Επειδή δε παρεστάθησαν εις το δικαστικόν βήμα, θαρρούσαι εις εκείνον όστις ορίζει εις το ιερόν Ευαγγέλιον να μη φοβούμεθα από εκείνους όπου φονεύουν μόνον το σώμα, την δε ψυχήν δεν δύνανται να βλάψουν, και αρματωθείσαι με τον τύπον του ζωοποιού Σταυρού, ίσταντο μετά γενναίου φρονήματος και φαιδροτάτου προσώπου ενώπιον του δικαστού· ο οποίος βλέπων εν σύνολον σεμνόν και ευπρεπές, διότι η ευγένεια και ο στολισμός της ψυχής εφαίνετο από τον έξωθεν σχηματισμόν, και θαυμάσας, αφήκε την αυστηράν κρίσιν και εξέτασιν, ξεχωρίσας δε μόνον την μητέρα από τας θυγατέρας της, ήρχισε να λέγη προς αυτήν μετά πολλής ημερότητος· «Ω γύναι, βλέπω εις σε χαρίσματα αξιέπαινα της φύσεως και της γνώμης· ως εκ τούτου δεν είναι μικρόν αμάρτημα το να αθετή τις με μεγάλην τόλμην και να καταφρονή πατροπαράδοτον θρησκείαν, να μη υπολογίζη βασιλέων προστάγματα, καθώς και τώρα φαίνεται εις σε. Μίαν μεγαλόπολιν Ρώμην ετάραξες, και εμβήκεν ο κόσμος εις διχόνοιαν και μάχην· διδάσκεις παρρησία, ότι οι θεοί μας δεν είναι παντάπασι θεοί, αλλά μόνον ονόματα ξηρά χωρίς πράγματα και υποκείμενα. Αλλ’ όμως, ειπέ μοι την πατρίδα, το γένος, το όνομα και το σέβας σου». Η Σοφία ενδυναμωθείσα με την Χάριν του Παναγίου Πνεύματος απεκρίθη· «Η ιδική μου πατρίς είναι η Ιταλία, οι γεννήτορές μου εχρημάτισαν από τους πρώτους άρχοντας της χώρας, ονομάζομαι δε Σοφία· όμως επάνω εις όλα αυτά, σεμνύνομαι να ονομάζωμαι και πράγμα και όνομα Χριστιανή, δούλη Χριστού του αληθινού Θεού, εις τον οποίον από γεννήσεώς μου αφιερώθην και εις την Χάριν αυτού προσέφερον και τον καρπόν της εμής κοιλίας· η αιτία δε όπου μας έφερεν εις την Ρώμην είναι δια να ομολογήσωμεν παρρησία τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, Θεόν αληθινόν, δια τον οποίον είμεθα έτοιμαι να υπομείνωμεν πάσαν τιμωρίαν και βάσανον μέχρι θανάτου, να υποφέρωμεν πρόσκαιρα, δια να κερδήσωμεν τα ουράνια αγαθά της αιωνίου Βασιλείας». Ταύτα κούσς ο ασεβής δικαστής εθαύμασε το ελεύθερον και παρρησιαστικόν της αποκρίσεως, την σύνεσιν και σεμνότητα, και ως νικημένος από την απόκρισιν της μητρός, εστράφη προς την εξέτασιν των θυγατέρων αυτής· ευρών όμως και εις αυτάς το ίδιον θάρρος παρέδωκε ταύτας εις μίαν αρχόντισσαν συγκλητικήν, Παλλαδίαν ονόματι, δια να τας κατηχήση εις την ασέβειαν και μετά τρεις ημέρας να τας φέρη έμπροσθέν του εις εξέτασιν. Κατά το διάστημα των τριών τούτων ημερών δεν έπαυεν η ευλογημένη εκείνη μήτηρ να διδάσκη τας θυγατέρας της, λέγουσα προς αυτάς ταύτα· «Εγώ μεν, ω τέκνα μου ποθεινότατα, αφού σας εγέννησα κατά σάρκα, σας ανέθρεψα και κατά πνεύμα, σας εστόλισα με τα ιερά γράμματα, σας ώπλισα με νουθεσίας και εκπαίδευσιν αρετών, ως και με το παράδειγμα της ιδικής μου πολιτείας, δια να δύνασθε να αντεπεξέρχεσθε εις καιρόν πολέμου σατανικού. Ιδού τώρα ότι έστησεν ο διάβολος πόλεμον καθ’ ημών· όθεν τώρα θέλει φανή ο ωφέλιμος καρπός των ιδικών μου διδαχών. Προσέχετε, τέκνα μου, μήπως η πρόσκαιρος βάσανος δαμάση την πολυχρόνιον μελέτην της εις Χριστόν ομολογίας, μήποτε ήθελε νικήσει το ανίσχυρον ψεύδος την τα πάντα δυναμένην αλήθειαν». Και πάλιν συνεχίζουσα η Αγία έλεγεν· «Με κάμνει, τέκνα μου, να υποπτεύωμαι η νεότης της ηλικίας σας· όμως έχετε όλον το θάρρος σας εις τον Ιησούν Χριστόν, και αυτός θέλει σας βοηθεί με την εξ ύψους άμαχον αυτού δύναμιν. Χαρίσατε, τέκνα μου, δύναμιν εις το γήρας το ιδικόν μου, το οποίον με τους αγώνας τους ιδικούς σας θα αναλάβη από την χαράν δύναμιν νεανικήν. Αν φυλάξητε, τέκνα μου, έως τέλους ανίκητον την εις Χριστόν ομολογίαν, θέλετε στεφανωθή παρά της δεξιάς του Υψίστου με αμαράντους στεφάνους, απολαμβάνουσαι αιωνίως δόξαν και τρυφήν ανεκδιήγητον εις την επουράνιον αυτού Βασιλείαν. Μεγάλη φρόνησις και γνώσις είναι να ανταλλάξη τις τα μικρά του κόσμου τούτου πράγματα με τα μεγάλ, να δώση πρόσκαιρα και να λάβη αιώνια. Από όλα τα αγαθά του κόσμου πλέον μεγαλύτερον και τιμιώτερον αγαθόν είναι να εξαγοράση τις αντί ολίγου αίματος, το οποίον θα χύση δια τον Χριστόν, την Βασιλείαν αυτού την ουράνιον». Εις ταύτας τας μητρικάς νουθεσίας απεκρίθησαν τα ευλογημένα κοράσια· «Συ μεν , ω σεβασμία μήτερ, καθώς μας εστήριξας με τας καλάς σου νουθεσίας, ούτως ενδυνάμωσόν μας και με τας ιεράς σου ευχάς· ο δε Δεσπότης Χριστός, όστις παρήγγειλεν, ότι οπότε παρασταθήτε εμπρός εις τα κριτήρια των βασιλέων και των τυράννων, μη φροντίζητε ούτε να προμελετάτε πως ν’ απλογηθήτε, εκείνος θέλει μας δώσει σοφίαν, δια της οποίας να νικήσωμεν την ανόητον σοφίαν των Ελλήνων και δύναμιν δια να κατατροπώσωμεν των πεπλανημένων την ασέβειαν». Ότε δε παρήλθεν η προθεσμία των τριών ημερών, εφέρθησαν αι παρθένοι μόναι εις εξέτασιν έμπροσθεν του ηγεμόνος, ο οποίος, ως πεπονηρευμένος όπου ήτο, εσυλλογίσθη, ότι αι νεάνιδες ως απαλαί και αδύνατοι ευκόλως θέλουν καταπεισθή με κολακείας και υποσχέσεις να θυσιάσουν. Ήρχισεν όθεν ο ηγεμών και έλεγε προς αυτάς ταύτα· «Εγώ, τέκνα μου, βλέπων το τοιούτον κάλλος του προσώπου σας και τας άλλας χάριτας του σώματος, αίτινες αποστάζουσι γλυκύτητα, μάλιστα δε το ήθος και την ευγένειαν της ψυχής, νομίζω ότι τα τόσα σας χαρίσματα δεν είναι δώρα μόνον της φύσεως, αλλά και χάριτός τινος θεϊκής, δια να βλέπουν οι άνθρωποι και να θαυμάζουν την δύναμιν των μεγάλων θεών· δια τούτο και εγώ, δεικνύων εις σας αγάπην πατρικήν, σας παρακαλώ, ηγαπημέναι μου νεάνιδες, να μη αθετήσετε την πατρικήν μου συμβουλήν· και πρώτον μεν να συλλογισθήτε την γεροντικήν ηλικίαν της μητρός σας, η οποία, εάν σεις δεν καταπεισθήτε, είναι ανάγκη να βασανίζεται και αυτή ομού με σας. Έπειτα βάλετε εις τον νουν σας το άνθος της ηλικίας σας, λυπηθήτε την ισόθεον ωραιότητα, την οποίαν όσον θαυμάζω τώρα και επαινώ, τόσον έχω να βασανίσω και χωρίς να θέλω· κι όσον σεις φαίνεσθε απειθείς, τοσούτον εξάπτετε τον θυμόν μου περισσότερον· και ενώ τώρα έχετε τον καιρόν να χαίρετε, να ευτυχήτε και να απολαύσητε πλούτον και δόξαν και περιποίησιν βασιλικήν, εάν μου παρακούσητε, αλλοίμονον! έχετε να τα χάσητε όλα, έτι δε και αυτήν την ζωήν, και κάλλος και άνθος της ηλικίας σας, και με πικρότατα βάσανα να υπάγητε εις την απώλειαν». Και ταύτα μεν κολακεύων και απειλών εφλυάρει ο δικαστής· αι δε νύμφαι του Χριστού, τα τίμια βλαστήματα της Σοφίας, απεκρίθησαν μετά γενναίου φρονήματος, λέγουσαι· «ημείς, ω δικαστά, γνώριζε καλώς, ότι ούτε τα ταξίματά σου καταδεχόμεθα, ούτε τας απειλάς σου υπολογίζομεν· τα αιώνια αγαθά επιθυμούμεν, και ουράνιον Νυμφίον επιποθούμεν, τα δε ανθρώπινα αγαθά μισούμεν και αποστρεφόμεθα· δι’ αυτό δε το οποίον μας απειλείς, ότι έχεις να βασανίσης την μητέρα μας, δεν ηξεύρεις, ταλαίπωρε, πως χαροποιείς και ημάς και εκείνην περισσότερον; Διότι τι γλυκύτερον πράγμα είναι δια τους Χριστιανούς παρά να βασανίζωνται δια την αγάπην του Χριστού; Εάν δε και το να πάσχη τις μόνον δια την τιμήν του πλάστου και ποιητού του είναι τούτο δόξα και καύχημα, πόσω μάλλον ανώτερον είναι να γίνη και κληρονόμος της Βασιλείας των ουρανών και των αιωνίων αγαθών, και οποίαν δόξαν και τρυφήν θέλει απολαύσει τότε. Όθεν το να επιχειρής να μας υστερήσης από τοιαύτα αγαθά βέβαια και αληθινά, δια ψευδή και πρόσκαιρα, αυτό σημαίνει ότι είσαι μωρός και ανόητος. Μη απατάσαι λοιπόν, διότι ούτε κολακεύων θέλεις μας καταπείσει, ούτε απειλών θέλεις μας εκφοβίσει· τότε δε μόνον θέλεις μας λυπήσει, εάν, δια την νεότητα όπου έχομεν, δεν θέλεις μας βασανίσει σκληρότατα». Ταύτην την στερεάν γνώμην και γενναίαν απόφασιν βλέπων ο δικαστής, εσυλλογίσθη να διαχωρίση τας Αγίας την μίαν από την άλλην, και ούτω μίαν μίαν να τας φέρη εις εξέτασιν, νομίζων ότι ούτω θα τας λυπήση με την μόνωσιν και θα δυνηθή να νικήση. Και πρώτον καλέσας την μητέρα των ηρώτησε ταύτην δια την ηλικίαν των παρθένων και τα ονόματα· η δε απεκρίθη, ότι η μεν πρώτη είναι δώδεκα ετών και ονομάζεται Πίστις· η Δευτέρα είναι δέκα ετών και ονομάζεται Ελπίς και η Τρίτη είναι εννέα ετών και ονομάζεται Αγάπη. Έφερεν όθεν ο τύραννος την πρώτην έμπροσθέν του και την παρεκίνει να θυσιάση εις την μιαράν Αρτέμιδα. Η δε παρθένος δείξασα ότι το θάρρος, όπερ έχουν, είναι άνωθεν δεδομένον, απεκρίθη λέγουσα· «Ω της απάτης! Πως σας ηπάτησεν όλως διόλου ο σατανάς, ταλαίπωροι! Δεν φθάνει ότι είσθε σεις τετυφλωμένοι με την ασέβειαν, αλλ’ αναγκάζετε και άλλους να σας ακολουθώσιν εις την οδόν της απωλείας; Ποίος έχων ολίγην γνώσιν ήθελεν αρνηθή τον αληθινόν Θεόν, του ουρανού και γης ποιητήν, και όσων ευρίσκονται εν αυτοίς φαινομένων και μη φαινομένων και να πιστεύη και να ομολογή θεούς εκείνους τους οποίους πελεκούν και σφυροκοπούν οι άνθρωποι; Μεγάλη αγνωσία βέβαια και υμών, διότι αναγκάζετε τους ανθρώπους να πιστεύουν τοιαύτα ανόητα πράγματα και εκείνων οίτινες πείθονται εις τοιαύτην ασέβειαν. Κάμε λοιπόν ό,τι θέλεις· καλύτερον είναι να πάθη τις μυρία βάσανα, παρά να εκπέση εις τόσην αγνωσίαν». Οι λόγοι ούτοι της παρθένου έφεραν τον δικαστήν εις ακράτητον θυμόν, και επειδή με λόγους δεν ηδυνήθη να την καταπείση, ήρχισε την δοκιμήν με τα έργα· προστάσσει όθεν να γυμνώσουν την Μάρτυρα και δένοντες οπίσω τας χείρας της να την ραβδίζουν ασπλάγχνως, Τότε εφάνη με την δοκιμήν η ανδρεία τής Μάρτυρος, η οποία εφαίνετο περιχαρής, όχι ως να ερραβδίζετο, αλλ’ ως να έρριπτον επάνω της άνθη και τριαντάφυλλα. Και βλέπων ο δικαστής ότι δεν εφαίνετο παραμικρά πληγή εις το σώμα της Αγίας, περισσότερον εδαιμονίζετο· όθεν επρόσταξε και έκοψαν τους δύο μαστούς της Αγίας. Τότε δε έγινε θαύμα παράδοξον· διότι αντί να τρέξη αίμα από την τομήν, έρρευσε γάλα χωρίς οδύνην και πόνον τινά. Τότε πάλιν προστάσσει ο αλιτήριος και ήναψαν μίαν εσχάραν, επί της οποίας ήπλωσαν την Μάρτυρα· όσον δε εκείνος ο μιαρός εφιλονίκει και ηγωνίζετο να εφευρίσκη βασάνους, τόσον πάλιν ο Κύριος δεν έλειπεν από του να βοηθή την δούλην Του, καθώς συνέβη και τότε· διότι εκείτετο η Αγία επάνω εις την κεκαυμένην εκείνην εσχάραν ως να ευρίσκετο αναπαυομένη εις ένα δροσερόν παράδεισον. Ο δε τύραννος, έξω φρενών γενόμενος υπό του θυμού και της οργής, επρόσταξε και την έβαλον εις άλλο πεπυρακτωμένον τηγάνιον, χώνοντες έσωθεν βραστήν πίσσαν και έλαιον· η δε Αγία, απλωθείσα και εις αυτό το φοβερόν κατασκεύασμα, επεκαλέσατο τον πάντα δυνάμενον Χριστόν, και ευθύς έχασε το πυρ την καυστικήν του δύναμιν, η δε Μάρτυς έμεινεν ως εις δροσερόν λειμώνα, δοξάζους και υμνούσα τον Κύριον. Βλέπων δε ο υπηρέτης του Σατανά, ότι καμμία τιμωρία δεν ενεργεί κατά της Αγίας, μάλιστα κάμνει και τους Έλληνας να θαυμάζουν την δύναμιν του Χριστού, έδωκε την τελευταίαν απόφασιν, να αποκεφαλίσουν την Αγίαν· η οποία καθώς ήκουσεν την απόφασιν επλήσθη πάσης χαράς. Όθεν εις μεν την μητέρα της εμήνυσε να εύχηται και δια τας λοιπάς θυγατέρας της να τελειώσουν το στάδιον του Μαρτυρίου καλώς, εις δε τας αδελφάς της να υπομείνουν γενναίως μέχρι τέλους εις την υπέρ Χριστού ομολογίαν, αι οποίαι ακούσασαι έδραμον, μήτηρ και αδελφαί, δια να την αποχαιρετήσουν. Αφού λοιπόν ήκουσαν αι αδελφαί τας νουθεσίας της αδελφής των και Μάρτυρος, και έλαβον περισσοτέραν μεγαλοψυχίαν, την απεχαιρέτησαν με τον τελευταίον ασπασμόν, και είπον προς αυτήν· «Παρακάλεσον, αδελφή, τον Δεσπότην μας Χριστόν, όπως μας αξιώση να διέλθωμεν την ιδίαν οδόν του Μαρτυρίου και να συναντηθώμεν εις την Βασιλείαν Του». Η δε μακαρία μήτηρ της Αγίας, βλέπουσα το τέκνον της φερόμενον προς σφαγήν, έδειξε γενναίον φρόνημα και μετά χαράς μεγάλης ηυχαρίστει τον Κύριον, ότι την ηξίωσε να ίδη τον καρπόν τής κοιλίας της θυσίαν άμωμον εις τον Χριστόν προσφερόμενον. Εδέετο δε να αξιώση και τας άλλας δύο θυγατέρας της εις το να τελειώσουν με τέλος μαρτυρικόν, διότι ο πόθος της ήτο να φανή μήτηρ τριών Μαρτύρων και όχι μιάς. Την ώραν δε κατά την οποίαν έμελλε να καταβιβάση την σπάθην ο δήμιος δια να αποκεφαλίση την θυγατέρα της, εζήτησεν η μακαρία Σοφία ολίγην προθεσμίαν και είπε και ταύτα προς την θυγατέρα της. «Εγώ μεν, ω ηγαπημένη μου θύγατερ, υπέμεινα πόνους εις την γέννησίν σου, εκοπίασα πολύ δια να σε καταστήσω εις ταύτην την ηλικίαν· ιδού τώρα ότι επληρώθησαν και οι πόνοι και οι κόποι μου διπλά και τρίδιπλα. Δεν είναι δυνατόν, τέκνον μου, να αποδώση τις εις τους γεννήτορας ανταμοιβήν δια την γέννησιν και ανατροφήν του, όπως συ απέδωκάς μοι τας χάριτας με δόξαν και τιμήν υπερέχουσαν, επειδή υπέμεινας βασανισμούς δια τον Δεσπότην μας Χριστόν, προς τον οποίον ύπαγε ήδη, τέκνον μου, ύπαγε περιλελουσμένη με τα μαρτυρικά σου αίματα, με τα οποία θα παρασταθής ενώπιον του Νυμφίου σου ωραιοτέρα και ευωδεστέρα από τα κρίνα και άνθη των αρωμάτων των πόνων σου». Ταύτα ακούσασα η μακαρία Πίστις έκλινε την κεφαλήν και εδέχθη μετά χαράς τον δια ξίφους θάνατον. Ο δε ασεβέστατος δικαστής, μη υποφέρων την ήτταν, την οποίαν υπέστη από την Μάρτυρα, εσυλλογίζετο να φέρη τας άλλας εις το θέλημά του. Όθεν επρόσταξε και έφεραν έμπροσθέν του την δευτέραν κατά την ηλικίαν αδελφήν Ελπίδα, και λέγει προς αυτήν με πολλήν ημερότητα· «Καταπείσθητι, τέκνον μου, και προσκύνησον την μεγάλην θεάν Άρτεμιν». Η δε τρισόλβιος Ελπίς απεκρίθη λέγουσα. «Συ εβεβαιώθης, ότι εκείνην όπου επαίδευσας και εφόνευσας ήτο αδελφή μου γνησία· με ό,τι τρόπον λοιπόν εδοκίμασας και ηννόησας την γνώμην εκείνης, με τον ίδιον τρόπον γνώρισε και την ιδικήν μου· διότι δεν είναι δυνατόν, ούτε λυπηρόν τι, ούτε κανέν χαρμόσυνον να με μεταστρέψη από την τοιαύτην γνώμην και απόφασιν». Ταύτα ακούσας εκείνος ο μιαρός ήρχισε να τιμωρή την Αγίαν· και πρώτον επρόσταξε να την απογυμνώσουν και να την μαστιγώνωσι με ωμά βούνευρα. Επειδή όμως δεν υπελόγιζε καν η μακαρία την βάσανον ταύτην, επρόσταξε κα έκαυσαν κάμινον φοβεράν και έρριψαν εις αυτήν την παρθένον. Αλλ’ εκείνος ο Θεός, όστις εφύλαττε την αδελφήν της αβλαβή από πάσαν βάσανον, ούτος ομοίως ετήρει και αυτήν απείρακτον απ΄την ιδίαν τιμωρίαν του πυρός, το οποίον ευλαβηθέν την Αγίαν ουδόλως ήγγιζεν αυτήν· ίστατο δε η Αγία εις το μέσον της φλογός ευχαριστούσα τον Νυμφίον Χριστόν, και δεομένη να την φυλάξη ως παντοδύναμος μέχρι τέλους εις την καλήν ομολογίαν. Βλέπων ταύτα ο τύραννος εδαιμονίζετο περισσότερον από τον θυμόν του, και προστάσσει πάλιν να κρεμάσουν την Αγίαν και να ξεσχίσουν τας σάρκας της με σιδηρούς όνυχας. Ξεομένης δε αυτής ήστραπτε το πρόσωπόν της υπέρ τον ήλιον, και από το σώμα της εξήρχετο ευωδία θαυμάσιος και με χαριέστατον βλέμμα έλεγε προς τον τύραννον· «Συ μεν, ταλαίπωρε, νομίζεις, ότι με τας τιμωρίας σου θα ολιγοστεύσης την δύναμιν της υπομονής μου, εγώ όμως με την δύναμιν του Χριστού μου ελπίζω να σε αποδείξω αδύνατον και νενικημένον εις τον πόλεμον, τον οποίον έστησας με εν κοράσιον ως εμέ ανήλικον, και άλλην βοήθειαν δεν έχω παρά μόνον την εξ ύψους δύναμιν». Εις τους λόγους τούτους της κόρης εξεκαύθη περισσότερον ο θυμός του τυράννου, και προστάσσει να φέρουν εν δοχείον χάλκινον πλήρες πίσσης και ρητίνης κοχλαζούσης, εις το οποίον ρίψαντες την Αγίαν, εγένετο θαύμα παράδοξον· διότι το μεν χάλκωμα καιόμενον ανέλυε και εφθείρετο κατ’ ολίγον ως κηρός, η δε πίσσα και η ρητίνη εξεχύθη ως ρεύμα, και κατέκαυσε πολλούς των Ελλήνων, τους οποίους και απώλεσεν. Ιδών ο ασύνετος δικαστής ότι όχι μόνον δεν δύναται να καταπείση την Αγίαν παρθένον, αλλ’ ότι εκείνη ως αιτίας χαράς εκλαμβάνει τας βασάνους, αυτός δε μένει κατησχυμμένος, έδωκε και κατ’ αυτής την δια ξίφους απόφασιν. Φερθείσα δε αύτη εις τον τόπον της καταδίκης, και ιδούσα το λείψανον της αδελφής της, έπεσε μετά πόθου επάνω αυτού, και το ησπάζετο μεθ’ ηδονής και έχαιρεν, επειδή έμελλε και αυτή μετά την αποτομήν της κεφαλής να την απολαύση εις εκείνην την άρρητον χαράν. Αφού λοιπόν απεκεφαλίσθη και αυτή, περιέπεσεν ο άδικος δικαστής εις αδημονίαν και λύπην μεγάλην, ότι δεν ηδυνήθη να τας φέρη εις το θέλημά του, και ότι εφάνη νικημένος από τρυφερά και ανήλικα κοράσια· όμως είχεν πάλιν ελπίδα τινά να καταπείση καν την τρίτην, ως πάντη ανήλικον και αδύνατον. Έφερε λοιπόν έμπροσθέν του το χαριτωμένον κοράσιον, την Αγάπην, και ήρχισε με λόγους κολακευτικούς, όπως την καταπείση να θυσιάση εις τους δαίμονας. Η δε μακαρία παρθένος απεκρίθη με γενναίον φρόνημα, λέγουσα· «Μη σε πλανά η νεότης της ηλικίας μου και μη ελπίζης να με καταπείσης με τας κολακείας σου· διότι θέλεις γνωρίσει, με την δοκιμήν, ότι και εγώ είμαι κλώνος εξ εκείνης της ευλογημένης ρίζης, είμαι γέννημα εκείνης της κοιλίας, όπου συ εδοκίμασες, και σε έκαμαν παίγνιον και γέλωτα· δεν θέλω φανή από τας αδελφάς μου εις την ανδρείαν κατωτέρα, ούτε θέλω καταισχυνθή από την ευγένειαν και γενναιότητα του γένους μου, αλλά θέλω υπομείνει με του Χριστού μου την βοήθειαν τόσον περισσότερον όσον είμαι και μικροτέρα από τας αδελφάς μου». Την παρρησίαν ταύτην της Μάρτυρος δεν ηδυνήθη ο μιαρός τύραννος να υποφέρη και δια τούτο επρόσταξε και την εκρέμασαν ες ένα υψηλόν ξύλον, και την εμαστίγωνον με λωρία ισχυρά, ούτως ώστε από το σφίξιμον και τον δαρμόν να διαλυθούν όλαι αι αρμονίαι από την φυσικήν των σύνθεσιν, και να ανασπάσουν όλα τα μέλη της από τον τόπον των. Η θεία όμως δύναμις, ήτις ενίσχυε τας αδελφάς της Αγίας, εβοήθει και αυτήν και δεν ησθάνετο ούτε πόνον τελείως εις τα μέλη της, ούτε της έκαμε καμμίαν βλάβην το μηχάνημα. Όθεν πάλιν επρόσταξε και ήναψαν την κάμινον, την οποίαν εξέκαυσαν περισσότερον πάσης προγενεστέρας, ούτως ώστε εφαίνετο ως θάλασσα πυρός, και τότε λέγει προς την κόρην ο τύραννος· «Βλέπεις αυτήν την φοβεράν κάμινον, ήτις ητοιμάσθη δια σε; Στοχάσου λοιπόν, ότι αλλέως δεν γλυτώνεις απ’ αυτήν, παρά μόνον αν κάμης εκείνο το οποίον σε προστάζουν· εγώ όμως θέλω δείξει φιλανθρωπίαν προς σε, επειδή λυπούμαι την νεότητά σου· ένα και μόνον λόγον ειπέ, ότι μεγάλη είναι η θεά Άρτεμις, και ύπαγε ελευθέρα όπου βούλεσαι». Η δε άμωμος νύμφη του Χριστού απεκρίθη λέγουσα· «Μη γένοιτο να είπω λόγον παράνομον και να μολύνω την γλώσσαν μου, ήτις πρέπει να λαλή και να προφέρη με καθαρότητα το φοβερόν όνομα του ποιητού μου, και όχι το ακάθαρτον όνομα των δαιμόνων». Τότε ο παράνομος δικαστής επρόσταξε μετά θυμού να ρίψουν την Αγίαν εις εκείνην την κάμινον. Αλλ’ ευθύς ως ήκουσε το πρόσταγμα του τυράννου η μακαρία Αγάπη, από την υπερβάλλουσαν προς Χριστόν αγάπην επήδησε μόνη εις το μέσον του πυρός, το οποίον διεχύθη από την κάμινον και κατέκαυσε πολλούς από τους Έλληνας. Έφθασε δε το πυρ και εις αυτόν τον μιαρόν δικαστήν, και έκαυσε μέρος του σώματός του, αφ’ ενός μεν δια να ελέγξη την ασέβειάν του, και δεύτερον δια να εννοήση ούτος, ότι μάχεται εναντίον θείας δυνάμεως. Πλην όμως ο πεπωρωμένος και με όλον ότι είχε την πληγήν του πυρός, πάλιν έστειλε στρατιώτας να φέρουν έμπροσθέν του την Μάρτυρα, δια να την υποβάλη και εις ετέραν βάσανον. Οι απεσταλμένοι όμως εκείνοι είδον εκεί πέριξ της Αγίας νέους τινάς λευκοφόρους, με αστράπτουσαν ωραιότητα, οι οποίοι εφάνησαν εις την κάμινον, όταν εισήλθεν η Αγία εις αυτήν· όσοι δε ήπλωσαν τας χείρας αυτών δια να συλλάβωσι την Μάρτυρα, υπέστησαν παράλυσιν αυτών και δεν ηδύναντο ούτε καν να κινήσουν ολίγον αυτάς, αλλά μόνον δια λόγου την εκάλουν λέγοντες· «Έξελθε, δούλη του αληθινού Θεού, από την κάμινον, ο δικαστής σε καλεί». Εξήλθεν όθεν η Αγία από την κάμινον, χωρίς να βλαβή από το πυρ ούτε καν μία τρίχα της κεφαλής της.  Βλέπων ο ασύνετος τύραννος τα θαυμάσια ταύτα κατορθώματα της πίστεως, αντί να θαυμάση του Χριστού την δύναμιν, αφού και ο ίδιος ήτο ημίκαυστος, εδαιμονίσθη ο άθλιος περισσότερον και επρόσταξε να καρφώσουν όλον το σώμα της Αγίας με καρφιά οξέα. Αλλ’ ο Κύριος, όστις διεφύλαξεν αυτήν από το πυρ αβλαβή, αυτός και πάλιν την κατέστησεν υγιά άνευ τινός τραύματος και χωρίς πόνον από τα σουβλίσματα των καρφίων εκείνων. Όθεν απελπισθείς ο μιαρός, επρόταξε να την αποκεφαλίσουν καθώς και τας άλλας αδελφάς της. Ακούσασα η Αγία την απόφασιν του τυράννου, επλήσθη χαράς και αγαλλιάσεως, και ηυχαρίστει τον Κύριον λέγουσα· «Δόξα σοι Αγία Τριάς, μία Θεότης, μία Δύναμις, μία δόξα αιώνιος, ότι με ηξίωσας εις τον ουράνιον νυμφώνα σου, και συνηρίθμησάς με την ταπεινήν με τας Αγίας Παρθενομάρτυρας αδελφάς μου. Παρακαλώ δε το έλεός σου, Παμβασιλεύ, αφού τελευτήσω, να ζήση η μήτηρ μου, ούτως ώστε να τελέση εις ημάς τας δούλας σου τα αρμόδια της ταφής». Τότε και η ευλογημένη μήτηρ, ιδούσα και την τρίτην θυγατέρα της φερομένην ως αρνίον επί την σφαγήν, ηυχαρίστησε τον Θεόν, όστις ενεδυνάμωσε και αυτήν εις το Μαρτύριον, και με άμετρον χαράν έλεγε προς την θυγατέρα της ταύτα· «Όντως μακαρία συ, θύγατερ, ω φυτόν ευλογημένον της εμής γαστρός, και τους γονείς σου ετίμησας και τον Θεόν εδόξασας με το Μαρτύριον· ποίος δεν θέλει σε επαινέσει δια την υπομονήν άχρι τέλους; Ύπαγε ήδη, τέκνον μου, εις τον Νυμφίον σου Χριστόν, εις την παντοτεινήν χαράν, δια να απολαύσης από της δεξιάς του Υψίστου τον αμάραντον στέφανον της σης αθλήσεως. Βλέπω και τους Αγίους Αγγέλους, οίτινες χαίρονται και αναμένουν την τελευτήν σου. Μακαρία εγώ, επειδή με τας τρεις μου θυγατέρας εδόξασα την Παναγίαν Τριάδαν, και προσέφερον αυτάς ως δώρα πολύτιμα εις την Βασιλείαν Αυτής την ουράνιον». Με τοιούτους λόγους παραινετικούς η ευλογημένη εκείνη μήτηρ ενεθάρρυνε το τρισόλβιον κοράσιον, έκλινε δε η μακαρία Αγάπη μετά χαράς τον αυχένα και εδέχθη τον υπέρ Χριστού θάνατον. Λαβούσα δε το ιερόν αυτής λείψανον η όντως Σοφία το ήνωσε με τα λείψανα των άλλων δύο θυγατέρων της, και αρωματίσασα αυτά ως έπρεπε με άλλους φιλοχρίστους ευλαβώς τα εναπέθεσεν εις την Εκκλησίαν την οποίαν είχε κτίσει πρότερον· και ούτως οι εκεί Χριστιανοί απέκτησαν μέγαν θησαυρόν, τα τίμια εκείνα και σεβάσμια λείψανα, απολαμβάνοντες καθ’ εκάστην ιάματα ψυχής τε και σώματος. Μετά την τελείωσιν και της Αγίας Αγάπης και την κατάθεσιν των τριών αγίων λειψάνων, έζησεν η μακαρία Σοφία, η μήτηρ αυτών, τρεις μόνον ημέρας· είτα ελθούσα εκεί ένθα ήσαν τα ιερά λείψανα των θυγατέρων της, και πίπτουσα επάνω εις το κιβώτιον των αγίων λειψάνων, έλεγε ταύτα· «Ω θεία βλαστήματα της εμής γαστρός, δέξασθε την μητέρα σας εκεί όπου και σεις τώρα ευρίσκεσθε». Ταύτα ειπούσα, και κλείσασα τα όμματα, παρέδωκε την αγίαν της ψυχήν εις χείρας Θεού, και επληρώθη η δέησις της Αγίας Αγάπης, ήτις εδεήθη προς τον Θεόν δια την μητέρα της· οι δε εκεί ευρεθέντες Χριστιανοί κατέθεντο το λείψανον αυτής μετά των λειψάνων των θυγατέρων της, ίνα, καθώς όταν έζων σωματικώς εις την γην, είχον εν φρόνημα ως να ήσαν μία ψυχή, ούτω και μετά θάνατον να ευρίσκωνται ομού και εις την γην και εις την ουράνιον Βασιλείαν και συναγάλλωνται αιωνίως εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών, ον εξ όλης ψυχής και καρδίας ηγάπησαν και υπέρ ου εθυσιάσθησαν· ων ταις αγίαις πρεσβείαις καταξιωθείημεν και ημείς οι αμαρτωλοί της μετ’ εκείνων συμπαραστάσεως εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: