Εἰς μνήμην τοῦ ἀγωνιστοῦ
Ἁγιορείτου ἐπὶ τῇ συμπληρώσει 10ετίας ἀπὸ τῆς κοιμήσεώς του, παραθέτομεν, ἐλαφρῶς
παρηλλαγμένον διὰ τὰς συγχρόνους περιστάσεις, ἕνα παλαιὸν ἀλλὰ γραμμένον
προφητικῶς διὰ τὸ σήμερον κείμενόν του (Ο.Τ. φ.48/1965), τὸ ὁποῖον ἀπευθύνομεν εἰς τὸν Ὑπουργὸν Παιδείας: Ὁ ἐπικεφαλῆς τοῦ Ὑπουργείου Παιδείας καὶ
Θρησκευµάτων, ἀποτελεῖ τὸ θέµα τῆς ἡµέρας ἀπὸ µηνὸς καὶ πλέον. Κατηγορεῖται
ἐπὶ ἀθεΐᾳ, ὑλισµῷ, ἀµοραλισµῷ. Ἐντεῦθεν προκύπτει τὸ ἀσυµβίβαστον τῆς ἰδιότητός
του, ὡς φορέως τοῦ Ἑλληνοχριστιανικοῦ πνεύµατος τῆς Παιδείας, µὲ τὰς ἐλευθερίους
ἰδέας του. Ὁ ἴδιος διαµαρτύρεται, ἀλλ᾽ οἱ κατηγοροῦντες προσάγουν συντριπτικὰ στοιχεῖα. Αἱ πράξεις του
τὸν κατηγοροῦν (ἐψήφισε τὸ σύµφωνον συµβιώσεως). Εἶναι τόσον διάχυτον τὸ ὑλιστικὸν
καὶ ἀνηθικιστικὸν στοιχεῖον, ὥστε πᾶσα ἀπόπειρα ἀθῳώσεώς του νὰ ἀποβαίνη
µαταία. Ἀλλ᾽ ἀντὶ νὰ πείση ὅτι ἔχεται χριστιανικῶν ἀρχῶν καὶ πεποιθήσεων,
κατορθώνει νὰ στερεώση τὰς κατηγορίας, ὅτι στερεῖται παντελῶς µεταφυσικοῦ ἕρµατος.
Προτιµᾶ τὰς ἀοριστολογίας, γεγονὸς µαρτυροῦν τὴν ἀπορίαν του εἰς ἐπιχειρήµατα. Ἤδη,
εἶναι ἐκτεθειµένος εἰς τὴν δηµοσίαν γνώµην, ὡς ἄθεος, ὑλόφρων καὶ ἀνηθικιστής.
Ἐν τῷ µεταξὺ ἔχει πολλοὺς ὑποστηρικτάς, ἀπὸ τοῦ Πρωθυπουργοῦ καὶ ὑφυπουργοῦ τῆς Παιδείας, µέχρι καὶ ἐλευθερίων τινῶν «καλάµων», κοπτοµένων ὑπὲρ τοῦ ἐκπαιδευτικοῦ των ἰνδάλµατος. Οὕτω, τὸ θέµα ἔχει προσλάβει διαστάσεις σοβαράς µεταξύ τοῦ ἐνσυνειδήτως θρησκευοµένου Ὀρθοδόξου κόσµου καὶ ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι σκέπτονται φιλελευθέρως ἢ ὑλιστικῶς ἤ εἰδωλολατρικῶς. ∆ηλαδὴ εὑρισκόµεθα πλέον πρὸ µιᾶς ἀποκεκαλυµµένης µορφῆς συγκρούσεως Χριστιανισµοῦ καὶ εἰδωλολατρίας ἐν τῷ Ὀρθοδόξῳ κλίµατι τῆς Ἑλλάδος. Οἱ ὑποστηρικταί του εἶναι ἀποφασισµένοι νὰ µὴ δώσουν τὴν νίκην χωρὶς πολλοῦ ἀγῶνος. Ἡ ἐρχοµένη πτῶσις του ἀπὸ τὴν θέσιν τοῦ ρυθµιστοῦ τῆς Ἑλληνοχριστιανικῆς Παιδείας, δὲν θὰ εἶναι µόνον µία ἧττα τῆς Κυβερνήσεως εἰς τὸ ἐκπαιδευτικόν της πρόγραµµα, ἀλλὰ καὶ µία ἀποδοκιµασία τῶν ἐλευθερίων ἀντιλήψεων ὑπουργοῦ καὶ ὑφυπουργοῦ Παιδείας, ὡς καὶ ὅλων τῶν συνοδοιπόρων των. ∆ιότι ὀφείλοµεν νὰ µὴ ἀπατώµεθα, ὡς πρὸς τὰς κοσµοθεωρητικάς πεποιθήσεις τῶν προϊσταµένων τοῦ διαβεβληµένου Ὑπουργοῦ, ὅστις ἀποτελεῖ εἰκόνα καὶ ὁµοίωσίν των. Ἡ διαφορὰ κεῖται εἰς τὸ ὅτι ὁ τελευταῖος εἶναι θεωρητικώτερος τῶν πρώτων. Ἀκριβῶς διὰ τοῦτο, ἡ µάχη θὰ προσλάβη ὀξείας φάσεις µέχρις ὅτου καταπέση τὸ εἴδωλον ἐκ τοῦ βάθρου του, ὑπὸ τὸ βάρος τοῦ γράµµατος καὶ τοῦ πνεύµατος τοῦ Συντάγµατος καὶ ἀπὸ τὴν πίεσιν, θὰ ἔλεγον, τῆς Ἐκκλησίας. Εἰς τὸ σηµεῖον αὐτὸ θὰ ἤθελον νὰ µνηµονεύσω ἑνὸς στοιχειώδους ἠθικοῦ ζητήµατος. ∆έν ἐξετάζω ἐάν ὁ Ὑπουργός «ναυαγήσας περὶ τὴν πίστιν», µετεβλήθη εἰς ἕνα ἀπειθάρχητον φιλοσοφικὸν πνεῦµα, χαρακτηριζόµενον µὲ ὅσας βασικάς ἀντιλήψεις τοῦ καταµαρτυροῦν — µᾶλλον τοῦ καταµαρτυροῦµεν, διότι εἶµαι καὶ ἐγὼ µάρτυς κατηγορίας. Ἐξετάζω τὸ πῶς ἐδέχθη νὰ συµβιβάση µίαν θέσιν προβλέπουσαν πίστιν εἰς τὰ Ἑλληνοχριστιανικὰ Ἰδεώδη, µὲ τὴν προσωπικότητά του, σαφῶς ἀποδεχοµένην µόνον τὸ πρῶτον σκέλος, καὶ αὐτὸ παραµορφωµένον, τῆς ὑπὸ τοῦ Ἑλληνικοῦ Συντάγµατος καθοριζοµένης ἰδεολογικοθρησκευτικῆς συνθέσεως. ∆ὲν νοµίζω ὅτι ἡ πρᾶξις αὐτὴ περιποιεῖ τιµὴν εἰς ἕνα ἐλεύθερον πνεῦµα, ποὺ θεµελιῶδες γνώρισµά του πρέπει νὰ εἶναι ἡ ἐντιµότης καὶ ἡ ἀξιοπρέπεια. Εἰς τὰς δηµοκρατίας, τὸ ἐλευθέρως σκέπτεσθαι καὶ φρονεῖν ἀποτελεῖ ἀναφαίρετον δικαίωµα. Ἀλλά ἀπὸ τοῦ σηµείου αὐτοῦ µέχρι τῆς κατὰ παράβασιν τοῦ νόµου, ὑπεισδύσεώς του εἰς ἕνα λειτούργηµα ὅπου ἡ ἐλευθερία σκέψεως ἔχει κάποιους περιορισµούς, τοὺς ὁποίους δὲν ἀποδέχεται, ὑπάρχει µεγάλη ἀπόστασις. ∆ιὰ τοῦτο, τὸ συµφερώτερον εἰς τὸν ἀπατηθέντα καὶ ἀπατήσαντα τὸν χριστιανικόν κόσµον ἐπικεφαλῆς τοῦ ὑπουργείου Θρησκευµάτων, εἶναι ἡ ἀξιοπρεπὴς παραίτησις ἀπὸ ἕνα λειτούργηµα ποὺ δὲν πιστεύει, διὰ νὰ µὴ χάση µετὰ τῆς θέσεως καὶ τὴν τιµήν. ∆ιότι οἱ χριστιανοὶ τῆς Ἑλλάδος, κηδόµενοι τῆς ἀγωγῆς τῶν ἐξ ὅλων τῶν σηµείων βαλλοµένων ἠθικῶς τέκνων των, δὲν θὰ παύσουν ἀγωνιζόµενοι µέχρις ἀντικαταστάσεώς του. ∆ὲν γνωρίζοµεν, ἂν τελικῶς ἡ ∆ιοικοῦσα Ἐκκλησία, µὴ αἰροµένη ὑπεράνω σκοπιµοτήτων, ἀποσιωπήση τὸ πρᾶγµα. ∆ιότι πολὺ φοβούµεθα καὶ αὐτὴν τὴν ἐκδοχήν. Θὰ ὁµολογήσωµεν ὅτι δὲν ἔχοµεν Ἐκκλησίαν ἐντελῶς ἐλευθέραν, µὴ πτήσσουσαν πρὸ τῆς διαρκῶς ἐπιτυγχανούσης ἀνταλλάγµατα ἀσύµφορα, δι’ ἐνόχους παροχάς τῆς Πολιτείας. Κατήντησαν αἱ σχέσεις Ἐκκλησίας καὶ Πολιτείας κατὰ τὰ τελευταῖα ἔτη νὰ ρυθµίζωνται ἀπὸ εὐτελεῖς ὑπολογισµούς, ταπεινωτικάς καὶ ἀνόµους ἀντιπαροχάς. Καὶ πότε τοῦτο; Εἰς µίαν ἐποχὴν πού, χάρις τῷ Θεῷ, ὁ Καῖσαρ δὲν εἶναι διώκτης, ἀλλὰ προστάτης, ἐκ τοῦ νόµου τῆς Ἐκκλησίας, τὴν ὁποίαν, ἐν τούτοις, ἀγωνίζεται νὰ καταστήση θεραπαινίδα τῶν ἀφιλοθέων θελήσεών του, ὅσον βλέπει τοὺς ποιµένας της κοσµικῶς φρονοῦντας καὶ θυσιάζοντας τὰ συµφέροντα τῆς ἁγίας Ἐκκλησίας διὰ προσωπικὰ ὀφέλη. Ὅσον καὶ νὰ λέγωµεν ὅτι εἴµεθα Χριστιανικὸν Κράτος, εἰς τὴν πραγµατικότητα δὲν εἴµεθα. Ἡ περίπτωσις τοῦ Ὑπουργοῦ, διὰ νὰ µὴ ἐνθυµηθῶµεν τόσα καὶ τόσα ἄλλα, ἀποτελεῖ προκλητικὴν εἰδωλολατρικὴν ἀπόπειραν κατὰ τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανισµοῦ τῆς Ἑλλάδος, ἀπόπειραν συνοδευοµένην µετὰ πείσµατος τόσου, ὥστε νὰ µακαρίζωµεν τὴν Παπικὴν «Ἐκκλησίαν», διαπαιδαγωγοῦσαν τὴν νεότητα εἰς ἰδικὰ της σχολεῖα καὶ Πανεπιστήµια. Πρέπει, ἐπὶ τέλους, νὰ πεισθῶµεν ὅτι ἡ Ἐκκλησία διώκεται ὑπούλως. Ὅταν ὑφυπουργὸς τῆς Παιδείας καὶ τῶν Θρησκευµάτων, ἐνῷ ὀφείλει ἐκ τοῦ νόµου νὰ διαπαιδαγωγήση τοὺς χριστιανόπαιδας ἑλληνοχριστιανικῶς, θεώρει ὡς σκοταδιστάς τοὺς διαµαρτυρηθέντας θεολόγους διὰ τὴν καθιερουµένην ἄθεον Παιδείαν, ποῖον ἄλλο τεκµήριον θέλοµεν, ὅτι ἡ Ἐκκλησία τελεῖ ἐν διωγµῷ τῆς ὑπουλοτέρας µορφῆς; Σκοταδισταί οἱ Χριστιανοί! Τότε τί εἶναι οἱ ἄθεοι, οἱ ὑλισταί, οἱ ἀνηθικισταί; Σκοταδισται οἱ πάµφωτοι χριστιανοί, πού, εἰς τὴν σηµερινὴν καθολικὴν πτῶσιν τῶν ἠθικῶν ἀξιῶν, ἀποτελοῦν ἀληθῆ ὄασιν καὶ τὴν µοναδικὴν ἐλπίδα ὀρθοῦ προσανατολισµοῦ τοῦ κόσµου, τὸ µόνον σηµεῖον πνευµατικῆς ὑγείας τοῦ Ἔθνους. Μᾶς ὁµιλοῦν περὶ «ἀνθρωπισµοῦ», ὡς ἰδεώδους προτύπου διὰ τὴν παιδαγωγουµένην νεότητα καὶ δὲν ἀντιλαµβάνονται ὅτι τὰ ὅσα περὶ ἀθεΐας τοὺς κατηγοροῦµεν, ἔρχονται οἱ ἴδιοι νὰ ἐπιβεβαιώσουν. ∆ιότι, ἀκριβῶς, ὁ Χριστιανισµὸς δὲν ἀποτελεῖ µόνον ἕνα λυτρωτικὸν µήνυµα µεταφυσικοῦ χαρακτῆρος. Ἀξιοῖ καὶ νὰ µεταπλάση τὸν πεπτωκότα καὶ ἀδύνατον ἀφ᾽ ἑαυτοῦ νὰ ὑψωθῆ ἠθικῶς ἄνθρωπον. Καὶ οἱ ἀρνούµενοι τὸ δόγµα τῆς πτώσεως καὶ ἐξαγορᾶς τοῦ ἀνθρώπου, ἀρνοῦνται τὴν ὑπερφυσικὴν ἀποκάλυψιν καὶ ἐνανθρώπησιν τοῦ Θεοῦ καὶ τ' ἀνάπαλιν, κάθε προσπάθεια ἠθικοποιήσεως καὶ πνευµατικῆς ἀρτιώσεως τοῦ ἀνθρώπου ἄνευ τοῦ Χριστιανισµοῦ, ἄνευ τῆς Θείας Χάριτος, ἀποβαίνει µαταῖα. Ἰδοὺ ποία εἶναι ἡ σηµασία τῆς διδασκαλίας τῶν Θρησκευτικῶν εἰς τὰ σχολεῖα καὶ διατὶ διαµαρτυρόµεθα διὰ τὸν ὑποβιβασµὸν των. Σκοτισταὶ εἶναι ὅσοι εἶναι λάτρεις τῆς κλασσικῆς Ἑλλάδος καὶ θέλουν νὰ ἀγνοοῦν τὸν Χριστιανισµόν. ∆ιότι ἡ κλασσικὴ Ἑλλάς, διὰ τῶν περιφανεστέρων τέκνων της, ἠσθάνετο ὅτι δὲν ἦτο πλήρης εἰς γνῶσιν καὶ θρησκευτικότητα καὶ ἀνέµενε κάποιαν ἀποκάλυψιν. Καὶ ἡ συνεπεστέρα µορφὴ συνεχίσεως τοῦ ἑλληνικοῦ πνεύµατος, εἶναι ἡ ὑπὸ τὴν σύνθεσιν τοῦ Ἑλληνοχριστιανισµοῦ. Ἡ παραθεώρησις τοῦ χριστιανισµοῦ ὡς πολιτιστικοῦ στοιχείου, ὁδηγεῖ ὄχι εἰς τὴν πρόοδον ἀλλ᾽ εἰς τὴν παλινδρόµησιν καὶ ἐκβαρβάρωσιν τοῦ Ἔθνους. Καὶ εἰς αὐτὴν τὴν ἐκβαρβάρωσιν θέλουν νὰ φέρουν τὸ Ἔθνος ὅσοι συµφρονοῦν µὲ τόν Ὑπουργόν, τοῦ ὁποίου ὁ ἀµοραλισµὸς πιστοποιεῖ τὴν ἀθλιότητα τοῦ «ἀνθρωπισµοῦ», τὸν ὁποῖον αὐτὸς µὲν λατρεύει, ἀλλ᾽ ἡµεῖς θὰ πολεµήσωµεν µέχρι τῆς νίκης.
Ἐν τῷ µεταξὺ ἔχει πολλοὺς ὑποστηρικτάς, ἀπὸ τοῦ Πρωθυπουργοῦ καὶ ὑφυπουργοῦ τῆς Παιδείας, µέχρι καὶ ἐλευθερίων τινῶν «καλάµων», κοπτοµένων ὑπὲρ τοῦ ἐκπαιδευτικοῦ των ἰνδάλµατος. Οὕτω, τὸ θέµα ἔχει προσλάβει διαστάσεις σοβαράς µεταξύ τοῦ ἐνσυνειδήτως θρησκευοµένου Ὀρθοδόξου κόσµου καὶ ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι σκέπτονται φιλελευθέρως ἢ ὑλιστικῶς ἤ εἰδωλολατρικῶς. ∆ηλαδὴ εὑρισκόµεθα πλέον πρὸ µιᾶς ἀποκεκαλυµµένης µορφῆς συγκρούσεως Χριστιανισµοῦ καὶ εἰδωλολατρίας ἐν τῷ Ὀρθοδόξῳ κλίµατι τῆς Ἑλλάδος. Οἱ ὑποστηρικταί του εἶναι ἀποφασισµένοι νὰ µὴ δώσουν τὴν νίκην χωρὶς πολλοῦ ἀγῶνος. Ἡ ἐρχοµένη πτῶσις του ἀπὸ τὴν θέσιν τοῦ ρυθµιστοῦ τῆς Ἑλληνοχριστιανικῆς Παιδείας, δὲν θὰ εἶναι µόνον µία ἧττα τῆς Κυβερνήσεως εἰς τὸ ἐκπαιδευτικόν της πρόγραµµα, ἀλλὰ καὶ µία ἀποδοκιµασία τῶν ἐλευθερίων ἀντιλήψεων ὑπουργοῦ καὶ ὑφυπουργοῦ Παιδείας, ὡς καὶ ὅλων τῶν συνοδοιπόρων των. ∆ιότι ὀφείλοµεν νὰ µὴ ἀπατώµεθα, ὡς πρὸς τὰς κοσµοθεωρητικάς πεποιθήσεις τῶν προϊσταµένων τοῦ διαβεβληµένου Ὑπουργοῦ, ὅστις ἀποτελεῖ εἰκόνα καὶ ὁµοίωσίν των. Ἡ διαφορὰ κεῖται εἰς τὸ ὅτι ὁ τελευταῖος εἶναι θεωρητικώτερος τῶν πρώτων. Ἀκριβῶς διὰ τοῦτο, ἡ µάχη θὰ προσλάβη ὀξείας φάσεις µέχρις ὅτου καταπέση τὸ εἴδωλον ἐκ τοῦ βάθρου του, ὑπὸ τὸ βάρος τοῦ γράµµατος καὶ τοῦ πνεύµατος τοῦ Συντάγµατος καὶ ἀπὸ τὴν πίεσιν, θὰ ἔλεγον, τῆς Ἐκκλησίας. Εἰς τὸ σηµεῖον αὐτὸ θὰ ἤθελον νὰ µνηµονεύσω ἑνὸς στοιχειώδους ἠθικοῦ ζητήµατος. ∆έν ἐξετάζω ἐάν ὁ Ὑπουργός «ναυαγήσας περὶ τὴν πίστιν», µετεβλήθη εἰς ἕνα ἀπειθάρχητον φιλοσοφικὸν πνεῦµα, χαρακτηριζόµενον µὲ ὅσας βασικάς ἀντιλήψεις τοῦ καταµαρτυροῦν — µᾶλλον τοῦ καταµαρτυροῦµεν, διότι εἶµαι καὶ ἐγὼ µάρτυς κατηγορίας. Ἐξετάζω τὸ πῶς ἐδέχθη νὰ συµβιβάση µίαν θέσιν προβλέπουσαν πίστιν εἰς τὰ Ἑλληνοχριστιανικὰ Ἰδεώδη, µὲ τὴν προσωπικότητά του, σαφῶς ἀποδεχοµένην µόνον τὸ πρῶτον σκέλος, καὶ αὐτὸ παραµορφωµένον, τῆς ὑπὸ τοῦ Ἑλληνικοῦ Συντάγµατος καθοριζοµένης ἰδεολογικοθρησκευτικῆς συνθέσεως. ∆ὲν νοµίζω ὅτι ἡ πρᾶξις αὐτὴ περιποιεῖ τιµὴν εἰς ἕνα ἐλεύθερον πνεῦµα, ποὺ θεµελιῶδες γνώρισµά του πρέπει νὰ εἶναι ἡ ἐντιµότης καὶ ἡ ἀξιοπρέπεια. Εἰς τὰς δηµοκρατίας, τὸ ἐλευθέρως σκέπτεσθαι καὶ φρονεῖν ἀποτελεῖ ἀναφαίρετον δικαίωµα. Ἀλλά ἀπὸ τοῦ σηµείου αὐτοῦ µέχρι τῆς κατὰ παράβασιν τοῦ νόµου, ὑπεισδύσεώς του εἰς ἕνα λειτούργηµα ὅπου ἡ ἐλευθερία σκέψεως ἔχει κάποιους περιορισµούς, τοὺς ὁποίους δὲν ἀποδέχεται, ὑπάρχει µεγάλη ἀπόστασις. ∆ιὰ τοῦτο, τὸ συµφερώτερον εἰς τὸν ἀπατηθέντα καὶ ἀπατήσαντα τὸν χριστιανικόν κόσµον ἐπικεφαλῆς τοῦ ὑπουργείου Θρησκευµάτων, εἶναι ἡ ἀξιοπρεπὴς παραίτησις ἀπὸ ἕνα λειτούργηµα ποὺ δὲν πιστεύει, διὰ νὰ µὴ χάση µετὰ τῆς θέσεως καὶ τὴν τιµήν. ∆ιότι οἱ χριστιανοὶ τῆς Ἑλλάδος, κηδόµενοι τῆς ἀγωγῆς τῶν ἐξ ὅλων τῶν σηµείων βαλλοµένων ἠθικῶς τέκνων των, δὲν θὰ παύσουν ἀγωνιζόµενοι µέχρις ἀντικαταστάσεώς του. ∆ὲν γνωρίζοµεν, ἂν τελικῶς ἡ ∆ιοικοῦσα Ἐκκλησία, µὴ αἰροµένη ὑπεράνω σκοπιµοτήτων, ἀποσιωπήση τὸ πρᾶγµα. ∆ιότι πολὺ φοβούµεθα καὶ αὐτὴν τὴν ἐκδοχήν. Θὰ ὁµολογήσωµεν ὅτι δὲν ἔχοµεν Ἐκκλησίαν ἐντελῶς ἐλευθέραν, µὴ πτήσσουσαν πρὸ τῆς διαρκῶς ἐπιτυγχανούσης ἀνταλλάγµατα ἀσύµφορα, δι’ ἐνόχους παροχάς τῆς Πολιτείας. Κατήντησαν αἱ σχέσεις Ἐκκλησίας καὶ Πολιτείας κατὰ τὰ τελευταῖα ἔτη νὰ ρυθµίζωνται ἀπὸ εὐτελεῖς ὑπολογισµούς, ταπεινωτικάς καὶ ἀνόµους ἀντιπαροχάς. Καὶ πότε τοῦτο; Εἰς µίαν ἐποχὴν πού, χάρις τῷ Θεῷ, ὁ Καῖσαρ δὲν εἶναι διώκτης, ἀλλὰ προστάτης, ἐκ τοῦ νόµου τῆς Ἐκκλησίας, τὴν ὁποίαν, ἐν τούτοις, ἀγωνίζεται νὰ καταστήση θεραπαινίδα τῶν ἀφιλοθέων θελήσεών του, ὅσον βλέπει τοὺς ποιµένας της κοσµικῶς φρονοῦντας καὶ θυσιάζοντας τὰ συµφέροντα τῆς ἁγίας Ἐκκλησίας διὰ προσωπικὰ ὀφέλη. Ὅσον καὶ νὰ λέγωµεν ὅτι εἴµεθα Χριστιανικὸν Κράτος, εἰς τὴν πραγµατικότητα δὲν εἴµεθα. Ἡ περίπτωσις τοῦ Ὑπουργοῦ, διὰ νὰ µὴ ἐνθυµηθῶµεν τόσα καὶ τόσα ἄλλα, ἀποτελεῖ προκλητικὴν εἰδωλολατρικὴν ἀπόπειραν κατὰ τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανισµοῦ τῆς Ἑλλάδος, ἀπόπειραν συνοδευοµένην µετὰ πείσµατος τόσου, ὥστε νὰ µακαρίζωµεν τὴν Παπικὴν «Ἐκκλησίαν», διαπαιδαγωγοῦσαν τὴν νεότητα εἰς ἰδικὰ της σχολεῖα καὶ Πανεπιστήµια. Πρέπει, ἐπὶ τέλους, νὰ πεισθῶµεν ὅτι ἡ Ἐκκλησία διώκεται ὑπούλως. Ὅταν ὑφυπουργὸς τῆς Παιδείας καὶ τῶν Θρησκευµάτων, ἐνῷ ὀφείλει ἐκ τοῦ νόµου νὰ διαπαιδαγωγήση τοὺς χριστιανόπαιδας ἑλληνοχριστιανικῶς, θεώρει ὡς σκοταδιστάς τοὺς διαµαρτυρηθέντας θεολόγους διὰ τὴν καθιερουµένην ἄθεον Παιδείαν, ποῖον ἄλλο τεκµήριον θέλοµεν, ὅτι ἡ Ἐκκλησία τελεῖ ἐν διωγµῷ τῆς ὑπουλοτέρας µορφῆς; Σκοταδισταί οἱ Χριστιανοί! Τότε τί εἶναι οἱ ἄθεοι, οἱ ὑλισταί, οἱ ἀνηθικισταί; Σκοταδισται οἱ πάµφωτοι χριστιανοί, πού, εἰς τὴν σηµερινὴν καθολικὴν πτῶσιν τῶν ἠθικῶν ἀξιῶν, ἀποτελοῦν ἀληθῆ ὄασιν καὶ τὴν µοναδικὴν ἐλπίδα ὀρθοῦ προσανατολισµοῦ τοῦ κόσµου, τὸ µόνον σηµεῖον πνευµατικῆς ὑγείας τοῦ Ἔθνους. Μᾶς ὁµιλοῦν περὶ «ἀνθρωπισµοῦ», ὡς ἰδεώδους προτύπου διὰ τὴν παιδαγωγουµένην νεότητα καὶ δὲν ἀντιλαµβάνονται ὅτι τὰ ὅσα περὶ ἀθεΐας τοὺς κατηγοροῦµεν, ἔρχονται οἱ ἴδιοι νὰ ἐπιβεβαιώσουν. ∆ιότι, ἀκριβῶς, ὁ Χριστιανισµὸς δὲν ἀποτελεῖ µόνον ἕνα λυτρωτικὸν µήνυµα µεταφυσικοῦ χαρακτῆρος. Ἀξιοῖ καὶ νὰ µεταπλάση τὸν πεπτωκότα καὶ ἀδύνατον ἀφ᾽ ἑαυτοῦ νὰ ὑψωθῆ ἠθικῶς ἄνθρωπον. Καὶ οἱ ἀρνούµενοι τὸ δόγµα τῆς πτώσεως καὶ ἐξαγορᾶς τοῦ ἀνθρώπου, ἀρνοῦνται τὴν ὑπερφυσικὴν ἀποκάλυψιν καὶ ἐνανθρώπησιν τοῦ Θεοῦ καὶ τ' ἀνάπαλιν, κάθε προσπάθεια ἠθικοποιήσεως καὶ πνευµατικῆς ἀρτιώσεως τοῦ ἀνθρώπου ἄνευ τοῦ Χριστιανισµοῦ, ἄνευ τῆς Θείας Χάριτος, ἀποβαίνει µαταῖα. Ἰδοὺ ποία εἶναι ἡ σηµασία τῆς διδασκαλίας τῶν Θρησκευτικῶν εἰς τὰ σχολεῖα καὶ διατὶ διαµαρτυρόµεθα διὰ τὸν ὑποβιβασµὸν των. Σκοτισταὶ εἶναι ὅσοι εἶναι λάτρεις τῆς κλασσικῆς Ἑλλάδος καὶ θέλουν νὰ ἀγνοοῦν τὸν Χριστιανισµόν. ∆ιότι ἡ κλασσικὴ Ἑλλάς, διὰ τῶν περιφανεστέρων τέκνων της, ἠσθάνετο ὅτι δὲν ἦτο πλήρης εἰς γνῶσιν καὶ θρησκευτικότητα καὶ ἀνέµενε κάποιαν ἀποκάλυψιν. Καὶ ἡ συνεπεστέρα µορφὴ συνεχίσεως τοῦ ἑλληνικοῦ πνεύµατος, εἶναι ἡ ὑπὸ τὴν σύνθεσιν τοῦ Ἑλληνοχριστιανισµοῦ. Ἡ παραθεώρησις τοῦ χριστιανισµοῦ ὡς πολιτιστικοῦ στοιχείου, ὁδηγεῖ ὄχι εἰς τὴν πρόοδον ἀλλ᾽ εἰς τὴν παλινδρόµησιν καὶ ἐκβαρβάρωσιν τοῦ Ἔθνους. Καὶ εἰς αὐτὴν τὴν ἐκβαρβάρωσιν θέλουν νὰ φέρουν τὸ Ἔθνος ὅσοι συµφρονοῦν µὲ τόν Ὑπουργόν, τοῦ ὁποίου ὁ ἀµοραλισµὸς πιστοποιεῖ τὴν ἀθλιότητα τοῦ «ἀνθρωπισµοῦ», τὸν ὁποῖον αὐτὸς µὲν λατρεύει, ἀλλ᾽ ἡµεῖς θὰ πολεµήσωµεν µέχρι τῆς νίκης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου