Γυνή τις εκ Καππαδοκίας, καλουμένη Βασιλείνα, Διάκονος της
Μεγάλης Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως και ευλαβής σφόδρα, επεσκέφθη τους Αγίους
Τόπους, συνοδευομένη υπό του ανεψιού αυτής, όστις κατείχε διαπρεπή θέσιν εις το
κράτος, αλλ΄ ήτο βεβυθισμένος εις την αίρεσιν του μονοφυσίτου Σεβήρου. Η ευλαβής
αυτή γυνή ελυπείτο σφόδρα βλέπουσα αυτόν εις την πλάνην, ακούσασα δε περί της του
θεσπεσίου Ιωάννου χάριτος, επόθησεν όπως προσκυνήση αυτόν. Μαθούσα δε ότι δεν
επιτρέπεται εις γυναίκα να εισέλθη εις την Μεγίστην Λαύραν, παρεκάλεσε τον μαθητήν
αυτού Θεόδωρον, να οδηγήση τον ανεψιόν της εις τον άγιον Γέροντα, πιστεύουσα,
ότι δια των ευχών αυτού θα μεταβάλη ο Θεός την σκληροκαρδίαν του και θα τον
επαναφέρη εις την Ορθόδοξον Πίστιν. Ο Θεόδωρος, λαβών αυτόν, ήλθε προς τον
Γέροντα και κρούσας κατά την συνήθειαν την θυρίδα, ανέμενε να ανοίξη ο Άγιος.
Όταν δε ήνοιξε, έβαλον μετάνοιαν αμφότεροι και ο μαθητής είπεν· «Ευλόγησον
ημάς, Πάτερ». Ο Ιωάννης είπε τότε εις τον μαθητήν του· «Σε
μεν ευλογώ, ούτος όμως είναι ανευλόγητος». Ερωτήσαντος δε του Θεοδώρου την
αιτίαν, απήντησεν ο Όσιος, ότι δεν θα ευλογήση αυτόν, εάν δεν απαρνηθή την
πλάνην αυτού. Ο ανεψιός της Βασιλείνης, εκπλαγείς δια το διορατικόν χάρισμα του
Αγίου, απεκήρυξεν ευθύς την αίρεσιν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου