Τροπάριον.
Ξύλου γευσάμενος
ο πρώτος εν βροτοίς, φθορά παρώκεσε· ρίψιν γαρ ζωής, ατιμοτάτην κατακριθείς,
όλω τω γένει σωματοφθόρος τις, ως λύμη της νόσου μετέδωκεν· αλλ΄ ευρηκότες
γηγενείς ανάκλησιν, Σταυρού το ξύλον κράξωμεν· ο υπερύμνητος των Πατέρων και
ημών, Θεός ευλογητός ει.
Ερμηνεία.
Εν τω παρόντι
Τροπαρίω αναφέρει ο Μελωδός την πτώσιν, όπου έπαθεν ο προπάτωρ Αδάμ εν τω
Παραδείσω, και δια μέσου αυτής κινεί εις δάκρυα τους ακροατάς Χριστιανούς.
Λέγει λοιπόν, ότι ο πρώτος ανάμεσα εις όλους τους ανθρώπους: ήτοι ο προπάτωρ
και γενάρχης Αδάμ, επειδή εγεύθη από τον εμποδισμένον καρπόν του ξύλου της
γνώσεως: «Είπε γαρ, φησίν, ο Θεός προς αυτόν, από παντός ξύλου του εν τω
Παραδείσω βρώσει φαγή· από δε του ξύλου του γινώσκειν καλόν και πονηρόν, ου
φάγεσθε απ΄ αυτού» (Γέν. β:16) · επειδή, λέγω, εγεύθη από το ξύλον της γνώσεως·
δια τούτο επαροίκησεν εις την φθοράν: ήτοι έγινε φθαρτός και θνητός, από εκεί
όπου ήτον άφθαρτος και αθάνατος.
Ούτω γαρ είπε προς αυτόν ο Θεός «η δ΄ αν ημέρα φάγησθε απ΄ αυτού, θανάτω αποθανείσθε» (Γέν. β: 17). Κατά γαρ τον Άγιον Ιωάννην τον Δαμασκηνόν: «φυσικώς η αισθητή βρώσις του υπεκρεύσαντος εστίν αναπλήρωσις, και εις αφεδρώνα χωρεί και φθοράν· και αμήχανον άφθαρτον διαμένειν τον της αισθητής βρώσεως εν μετουσία γενόμενον» (κεφ. κε΄ περί Πίστεως). Λοιπόν ο Αδάμ δεν εκβήκεν από τον Παράδεισον μετά τιμής, ως φίλος Θεού και φύλαξ της εντολής αυτού· αλλά εξεβλήθη, αλλοίμονον! και εδιώχθη ατιμώτατα υπό Θεού, ως παραβάτης και παρήκοος της εντολής αυτού· καθώς είναι γεγραμμένον «Και εξέβαλεν ο Θεός τον Αδάμ, και κατώκισεν αυτόν απέναντι του Παραδείσου της τρυφής» (Γέν. γ:24). Και το χειρότερον ήτον, ότι δεν εφθάρη ο Αδάμ μόνος· αλλά αφ΄ ου αυτός κατεδικάσθη να πάθη ένα ρίψιμον, και μίαν τοιαύτην εξορίαν ατιμωτάτην, από την εν τω Παραδείσω εκείνην αφθαρσίαν και μακαρίαν ζωήν, συρόμενος, δια να ειπώ ούτως, από τον τράχηλον, ως ένας κλέπτης μεμαστιγωμένος· αφ΄ ου, λέγω, ταύτα έπαθε, μετέδωκε τρισαλλοίμονον! και εις όλον το γένος των ανθρώπων το εξ αυτού γεννηθέν, ως μία λοιμική σωματοφθόρος και κολλητική. Τι μετέδωκε; την νόσον δηλαδή ταύτην της φθοράς και θνητότητος, όπου αυτός πρώτος έπαθε. Και καθώς μία βρύσις, όταν φαρμακωθή, μεταδίδει το φαρμάκι της και εις όλους, όσοι πίνουν από αυτήν· ούτω και η φύσις του Αδάμ, η βρύσις και αρχή του ανθρωπίνου γένους, φαρμακωθείσα από την φθοράν και τον θάνατον, εφαρμάκωσε και όλους τους εξ αυτής γεννωμένους. Ημείς όμως, λέγει, οι εκ της γης πλασθέντες άνθρωποι, και δια ξύλου εις την φθοράν καταδικασθέντες, επειδή ευρήκαμεν τώρα αντιστρόφως το ξύλον του Σταυρού, μίαν ανακάλεσιν από την φθοράν και θνητότητα, εις την πρώτην εκείνην αφθαρσίαν και αθανασίαν, ην περ είχεν ο Προπάτωρ ημών εν τω Παραδείσω· ας φωνάξωμεν τον ευχαριστήριον εκείνον ύμνον, όπου έψαλλον οι τρεις Παίδες εν τη καμίνω, προς τον αφθαρτίσαντα και αθανατίσαντα ημάς δια του Σταυρού Δεσπότην Χριστόν, ευλογούντες Αυτόν ως υπερύμνητον και ευλογητόν Θεόν των Πατέρων ημών. Όρα δε την ακρίβειαν του Μελωδού· διότι δεν είπε φθορά κατώκησεν, όπερ δηλοί την εν τη φθορά παντοτινήν κατοικίαν· αλλά παρώκησεν, ίνα φανερώση τον εν τη φθορά προσωρινόν καιρόν του Αδάμ· επειδή και έμελλεν επ΄ εσχάτων των χρόνων να λάβη πάλιν δια του Σταυρού την προτέραν αφθαρσίαν. Σημείωσαι ότι το: «ρίψιν ζωής ατιμωτάτην κατακριθείς» ερανίσθη ο Μελωδός από τα Ηρωελεγεία έπη Γρηγορίου του Θεολόγου, τα επιγραφόμενα: «θρήνος περί των της αυτού ψυχής παθών»· ων η αρχή: «Δύσμορος, οία πάθον»! Εκεί λοιπόν λέγει ο Άγιος, ότι ο νους του θρηνεί την κακήν δουλείαν ην περ έπαθε, και το ψεύδος του σκολιού δράκοντος, και τον βλαπτικόν καρπόν του γνωστού ξύλου, και την φθαρτικήν γεύσιν αυτού, και τον θάνατον, ύστερον δε επιφέρει: «Γύμνωσιν μελέων τε παναισχέα, και Παραδείσου, η δε φυτού ζωής, ρίψιν ατιμωτάτην». Αλλ΄ ω πόσον και συ αδελφέ! ω πόσον ωμοιώθης με τον προπάτορα Αδάμ! διότι και συ βλέπων το ξύλον το γνωστόν καλού και πονηρού, επήρες από τον καρπόν αυτού και έφαγες και απέθανες. Ποίον δε είναι το ξύλον το γνωστόν καλού και πονηρού; Είναι η εμπαθής αίσθησις της φαινομένης Κτίσεως, κατά τον Άγιον Μάξιμον, λέγοντα: «ξύλον γνωστόν καλού και πονηρού η φαινομένη Κτίσις εστίν· ηδονής γαρ και οδύνης ποιητικήν έχει φυσικώς την μετάληψιν». Και λοιπόν συ βλέπων εμπαθώς τα αισθητά κάλλη των κτισμάτων, δεν ανέβηκες από την θεωρίαν αυτών εις την θεωρίαν του Κτίστου· αλλά επεθύμησες να απολαύσης αυτά σωματικώς δια της αισθήσεως. Όθεν γευσάμενος και απολαύσας αυτά, άφησες μεν την των νοητών ηδονήν, έπεσες δε εις την των σωμάτων αισθητήν ηδονήν, η οποία χωρίζουσά τε από την ζωοποιόν χάριν του Θεού, σε έκαμε να θανατωθής κατά το σώμα και κατά την ψυχήν. Φύσει γαρ φθείρουσι και θανατούσι την ψυχήν και το σώμα αι αισθηταί ηδοναί, και μάλιστα αι σαρκικαί· και τούτο εστάθη το πολυθρύλλητον πτώμα του Αδάμ. Αλλ΄ επειδή δια της δυνάμεως του Σταυρού: τουτέστι δια της κακοπαθείας και νεκρώσεως των σωματικών ηδονών, εκάλεσεν ημάς ο Χριστός εις την προτέραν αφθαρσίαν, και την των νοητών ηδονήν, άφες και συ, αδελφέ, την απόλαυσιν των αισθητών ηδονών, και αγάπησον την απόλαυσιν των νοητών· άφες την ευπάθειαν της σαρκός, και αγάπησον τας κακοπαθείας αυτής· ίνα και της αφθαρσίας επιτύχης, ήτις σε κάμνει να πλησιάσης εις τον Θεόν. ως λέγει ο Σολομών: «Προσοχή νόμων, βεβαίωσις αφθαρσίας· αφθαρσία δε, εγγύς είναι ποιεί Θεού» (Σοφ. στ:19).
Ούτω γαρ είπε προς αυτόν ο Θεός «η δ΄ αν ημέρα φάγησθε απ΄ αυτού, θανάτω αποθανείσθε» (Γέν. β: 17). Κατά γαρ τον Άγιον Ιωάννην τον Δαμασκηνόν: «φυσικώς η αισθητή βρώσις του υπεκρεύσαντος εστίν αναπλήρωσις, και εις αφεδρώνα χωρεί και φθοράν· και αμήχανον άφθαρτον διαμένειν τον της αισθητής βρώσεως εν μετουσία γενόμενον» (κεφ. κε΄ περί Πίστεως). Λοιπόν ο Αδάμ δεν εκβήκεν από τον Παράδεισον μετά τιμής, ως φίλος Θεού και φύλαξ της εντολής αυτού· αλλά εξεβλήθη, αλλοίμονον! και εδιώχθη ατιμώτατα υπό Θεού, ως παραβάτης και παρήκοος της εντολής αυτού· καθώς είναι γεγραμμένον «Και εξέβαλεν ο Θεός τον Αδάμ, και κατώκισεν αυτόν απέναντι του Παραδείσου της τρυφής» (Γέν. γ:24). Και το χειρότερον ήτον, ότι δεν εφθάρη ο Αδάμ μόνος· αλλά αφ΄ ου αυτός κατεδικάσθη να πάθη ένα ρίψιμον, και μίαν τοιαύτην εξορίαν ατιμωτάτην, από την εν τω Παραδείσω εκείνην αφθαρσίαν και μακαρίαν ζωήν, συρόμενος, δια να ειπώ ούτως, από τον τράχηλον, ως ένας κλέπτης μεμαστιγωμένος· αφ΄ ου, λέγω, ταύτα έπαθε, μετέδωκε τρισαλλοίμονον! και εις όλον το γένος των ανθρώπων το εξ αυτού γεννηθέν, ως μία λοιμική σωματοφθόρος και κολλητική. Τι μετέδωκε; την νόσον δηλαδή ταύτην της φθοράς και θνητότητος, όπου αυτός πρώτος έπαθε. Και καθώς μία βρύσις, όταν φαρμακωθή, μεταδίδει το φαρμάκι της και εις όλους, όσοι πίνουν από αυτήν· ούτω και η φύσις του Αδάμ, η βρύσις και αρχή του ανθρωπίνου γένους, φαρμακωθείσα από την φθοράν και τον θάνατον, εφαρμάκωσε και όλους τους εξ αυτής γεννωμένους. Ημείς όμως, λέγει, οι εκ της γης πλασθέντες άνθρωποι, και δια ξύλου εις την φθοράν καταδικασθέντες, επειδή ευρήκαμεν τώρα αντιστρόφως το ξύλον του Σταυρού, μίαν ανακάλεσιν από την φθοράν και θνητότητα, εις την πρώτην εκείνην αφθαρσίαν και αθανασίαν, ην περ είχεν ο Προπάτωρ ημών εν τω Παραδείσω· ας φωνάξωμεν τον ευχαριστήριον εκείνον ύμνον, όπου έψαλλον οι τρεις Παίδες εν τη καμίνω, προς τον αφθαρτίσαντα και αθανατίσαντα ημάς δια του Σταυρού Δεσπότην Χριστόν, ευλογούντες Αυτόν ως υπερύμνητον και ευλογητόν Θεόν των Πατέρων ημών. Όρα δε την ακρίβειαν του Μελωδού· διότι δεν είπε φθορά κατώκησεν, όπερ δηλοί την εν τη φθορά παντοτινήν κατοικίαν· αλλά παρώκησεν, ίνα φανερώση τον εν τη φθορά προσωρινόν καιρόν του Αδάμ· επειδή και έμελλεν επ΄ εσχάτων των χρόνων να λάβη πάλιν δια του Σταυρού την προτέραν αφθαρσίαν. Σημείωσαι ότι το: «ρίψιν ζωής ατιμωτάτην κατακριθείς» ερανίσθη ο Μελωδός από τα Ηρωελεγεία έπη Γρηγορίου του Θεολόγου, τα επιγραφόμενα: «θρήνος περί των της αυτού ψυχής παθών»· ων η αρχή: «Δύσμορος, οία πάθον»! Εκεί λοιπόν λέγει ο Άγιος, ότι ο νους του θρηνεί την κακήν δουλείαν ην περ έπαθε, και το ψεύδος του σκολιού δράκοντος, και τον βλαπτικόν καρπόν του γνωστού ξύλου, και την φθαρτικήν γεύσιν αυτού, και τον θάνατον, ύστερον δε επιφέρει: «Γύμνωσιν μελέων τε παναισχέα, και Παραδείσου, η δε φυτού ζωής, ρίψιν ατιμωτάτην». Αλλ΄ ω πόσον και συ αδελφέ! ω πόσον ωμοιώθης με τον προπάτορα Αδάμ! διότι και συ βλέπων το ξύλον το γνωστόν καλού και πονηρού, επήρες από τον καρπόν αυτού και έφαγες και απέθανες. Ποίον δε είναι το ξύλον το γνωστόν καλού και πονηρού; Είναι η εμπαθής αίσθησις της φαινομένης Κτίσεως, κατά τον Άγιον Μάξιμον, λέγοντα: «ξύλον γνωστόν καλού και πονηρού η φαινομένη Κτίσις εστίν· ηδονής γαρ και οδύνης ποιητικήν έχει φυσικώς την μετάληψιν». Και λοιπόν συ βλέπων εμπαθώς τα αισθητά κάλλη των κτισμάτων, δεν ανέβηκες από την θεωρίαν αυτών εις την θεωρίαν του Κτίστου· αλλά επεθύμησες να απολαύσης αυτά σωματικώς δια της αισθήσεως. Όθεν γευσάμενος και απολαύσας αυτά, άφησες μεν την των νοητών ηδονήν, έπεσες δε εις την των σωμάτων αισθητήν ηδονήν, η οποία χωρίζουσά τε από την ζωοποιόν χάριν του Θεού, σε έκαμε να θανατωθής κατά το σώμα και κατά την ψυχήν. Φύσει γαρ φθείρουσι και θανατούσι την ψυχήν και το σώμα αι αισθηταί ηδοναί, και μάλιστα αι σαρκικαί· και τούτο εστάθη το πολυθρύλλητον πτώμα του Αδάμ. Αλλ΄ επειδή δια της δυνάμεως του Σταυρού: τουτέστι δια της κακοπαθείας και νεκρώσεως των σωματικών ηδονών, εκάλεσεν ημάς ο Χριστός εις την προτέραν αφθαρσίαν, και την των νοητών ηδονήν, άφες και συ, αδελφέ, την απόλαυσιν των αισθητών ηδονών, και αγάπησον την απόλαυσιν των νοητών· άφες την ευπάθειαν της σαρκός, και αγάπησον τας κακοπαθείας αυτής· ίνα και της αφθαρσίας επιτύχης, ήτις σε κάμνει να πλησιάσης εις τον Θεόν. ως λέγει ο Σολομών: «Προσοχή νόμων, βεβαίωσις αφθαρσίας· αφθαρσία δε, εγγύς είναι ποιεί Θεού» (Σοφ. στ:19).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου