http://agiooros.org/viewtopic.php?f=34&t=9582
Στις 29 Μαΐου βρίσκομε σε πολλά χειρόγραφα να σημειώνεται η μνήμη των Πατέρων της Συνόδου αυτής. Ο εορτασμός της μνήμης των κατά την παρούσα Κυριακή οφείλεται, όπως είναι φανερό, στο γνωστό και από άλλες περιπτώσεις έθος της Μεγάλης Εκκλησίας, να μεταθέτη σε Κυριακές τις μνήμες των μεγάλων αγίων. Η εβδόμη από του Πάσχα Κυριακή δεν είχε ιδιαίτερο εορτολογικό θέμα και προτιμήθηκε ως η καταλληλοτέρα και η πλησιεστέρα προς την μνήμη των Πατέρων για να μεταφερθή σ᾽ αυτήν ο εορτασμός των.
Την Κυριακή των αγίων Πατέρων θα ακούσωμε μαζί με την συνήθη αναστάσιμο ακολουθία της Κυριακής να συμπλέκωνται τροπάρια μεθέορτα της Αναλήψεως του Κυρίου, που εωρτάσαμε, αλλά και προεόρτια της εορτής που θα πανηγυρίσωμε μετά από οκτώ ημέρες, της αγίας Πεντηκοστής. Έτσι Ανάστασις, Ανάληψις, Πεντηκοστή και Πατέρες από κοινού θα υμνηθούν αυτήν την ενδιάμεσα των μεγάλων αυτών εορτών Κυριακή. Παρ᾽ όλα τα εκ πρώτης όψεως ασυμβίβαστα αυτά εορτολογικά θέματα, δεν λείπει από την ακολουθία της ημέρας αυτής μία σχετική αρμονία, που την συνθέτουν ακριβώς οι διαφορές και οι αντιθέσεις των επί μέρους θεμάτων. Αν μάλιστα την τοποθετήσωμε στο όλο πλαίσιο του Πεντηκοσταρίου θα διακρίνωμε με πόση νηφαλία κρίσι καθωρίσθη η διαδοχή αυτή των εορτών από τους συντάκτας του εορτολογίου μας. Χάρις, πράγματι, στα θέματα αυτής της Κυριακής επιτυγχάνεται η δημιουργία ενός μεταβατικού σταθμού μεταξύ των μεγάλων εορτών που εωρτάσαμε και εκείνης που επίκειται.
Με την μνήμη εξ άλλου των Πατέρων της εν Νικαία Συνόδου τονίζεται η πιστότης της Εκκλησίας στην αληθινή και ορθή διδασκαλία, όπως την άκουσε από το στόμα του Κυρίου και όπως την είδε ανάγλυφη στο όλο σωτηριώδες έργο του Χριστού.
Αυτό ακριβώς υπογραμμίζει και το Συναξάριο της Κυριακής των αγίων Πατέρων. «Την παρούσαν εορτήν εορτάζομεν δι᾽ αιτίαν τοιαύτην. Επειδή γαρ ο Κύριος Ιησούς Χριστός την καθ᾽ ημάς φορέσας σάρκα, την οικονομίαν άπασαν αρρήτως ενήργησε και προς τον πατρώον αποκατέστη θρόνον, θέλοντες δείξαι οι άγιοι ότι αληθώς ο Υιός του Θεού εγένετο άνθρωπος και τέλειος άνθρωπος Θεός ανελήφθη και εκάθισε εν δεξιά της μεγαλωσύνης εν υψηλοίς, και ότι η σύνοδος αύτη των αγίων Πατέρων ούτως αυτόν ανεκήρυξε και ανωμολόγησεν ομοούσιον και ομότιμον τω Πατρί. τούτω τω λόγω μετά την ένδοξον Ανάληψιν την παρούσαν εθέσπισαν εορτήν, ωσανεί τον σύλλογον των τοσούτων Πατέρων προβιβάζοντες τούτον δη εν σαρκί αναληφθέντα Θεόν αληθινόν και εν σαρκί τέλειον άνθρωπον ανακηρυττόντων».
Στον ναό της Αγίας Σοφίας Κωνσταντινουπόλεως κατά τον Ι’- ΙΑ’ αιώνα εώρταζαν την Κυριακή αυτή εκτός από τους Πατέρας της Α’ και τους άλλους Πατέρας των εξ οικουμενικών Συνόδων, προφανώς για τον ίδιο λόγο. για να παρασταθή δηλαδή η ενότης της εκκλησιαστικής διδασκαλίας και η συνέπειά της προς την διδασκαλία του Ευαγγελίου. Λείψανο του κοινού αυτού εορτασμού βρίσκομε στο δοξαστικό της λιτής της ακολουθίας. Σ᾽ αυτό εκτός από τον Άρειο απαριθμούνται και ο Μακεδόνιος, ο Νεστόριος, ο Ευτυχής, ο Σαβέλλιος και ο Σεβήρος, η διδασκαλία των οποίων κατεδικάσθη από τας άλλας Οικουμενικάς Συνόδους. Τελικά όμως η εορτή διετήρησε μόνον το αρχικό της θέμα, την μνήμη των 318 Πατέρων της Α’ Οικουμενικής Συνόδου.
Από το όλο λειτουργικό περιεχόμενο της ημέρας θα σταθούμε στα δύο αναγνώσματα του εσπερινού και στα δύο της θείας λειτουργίας. Τα δύο πρώτα είναι παρμένα από την Παλαιά Διαθήκη, έχουν δε σημασία, γιατί στα επεισόδια στα οποία αναφέρονται εκεί διείδε η Εκκλησία τον τύπο των Πατέρων και τον ρόλο των στην ζωή της Εκκλησίας. Στο δέκατο τέταρτο (14) κεφάλαιο της Γενέσεως, στίχους 14-20, περιγράφεται η θαυμαστή νίκη του Αβραάμ, που επί κεφαλής των 318 «οικογενών» του κατετρώπωσε τους επτά περιοίκους βασιλείς, απηλευθέρωσε τους αιχμαλώτους και εδέχθη για την νίκη του την ευλογία του βασιλέως της Σαλήμ, του Μελχισεδέκ. Και οι Πατέρες της Α’ Οικουμενικής Συνόδου, 318 και εκείνοι όπως οι δούλοι του Αβραάμ, θείο στρατόπεδο – θεία παρεμβολή και αυτοί, κατατροπώνουν με την αδάμαστο μαχητικότητά τους τους εχθρούς του Χριστού. Συντρίβουν την αίρεσι και απελευθερώνουν τους αρπαγέντας από αυτήν πιστούς.
Στο δεύτερο ανάγνωσμα, Δευτερονομίου 1, 8-17, ο Μωυσής αφηγείται πως εξέλεξε από το λαό «άνδρας σοφούς και επιστήμονας και συνετούς» και ανέθεσε σ᾽ αυτούς την καθοδήγησι, την διακυβέρνησι του λαού. Και αυτοί είναι τύπος των Πατέρων, στους οποίους ο Κύριος ενεπιστεύθη την διαποίμανσι της Εκκλησίας. Επάνω σ᾽ εκείνους εμερίσθη το πνεύμα του Μωυσέως. Σ᾽ αυτούς μερίζει το Πνεύμα το άγιον τα χαρίσματα της σοφίας και της ορθής κρίσεως στα εκάστοτε αναφυόμενα στην Εκκλησία διαφιλονικούμενα θέματα. Και εδώ η κρίσις είναι του Θεού.
Τα δύο πάλι αναγνώσματα της θείας λειτουργίας μας μεταφέρουν από την σκιά και την εικόνα της Παλαιάς Διαθήκης στην αλήθεια της Καινής. Το πρώτο είναι από τις Πράξεις και το δεύτερο από το Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο, κατά το σύστημα της αναγνώσεως των βιβλίων αυτών κατά την περίοδο του Πεντηκοσταρίου.
Ο Παύλος καλεί τους πρεσβυτέρους της Εκκλησίας της Εφέσου στην Μίλητο, από όπου περνούσε επιστρέφοντας στα Ιεροσόλυμα. Οι λόγοι του ήσαν προφητικοί και ανεφέροντο στο μέλλον της Εκκλησίας και στην ευθύνη των ποιμένων για την περιφρούρησι του ποιμνίου του Χριστού.
Αυτοί οι λόγοι απετέλεσαν και το έμβλημα των Πατέρων και υπέκαυσαν την ανύστακτο φροντίδα των για την ορθή πίστι και την ακεραιότητα της Εκκλησίας του Χριστού.
«Προσέχετε εαυτοίς και παντί τω ποιμνίω, εν ω υμάς το Πνεύμα το άγιον έθετο επισκόπους ποιμαίνειν την Εκκλησίαν του Θεού, ην περιεποιήσατο δια του ιδίου αίματος. Εγώ γαρ οίδα τούτο, ότι εισελεύσονται μετά την άφιξίν μου λύκοι βαρείς εις υμάς, μη φειδόμενοι του ποιμνίου. Και εξ υμών αυτών αναστήσονται άνδρες λαλούντες διεστραμμένα, του αποσπάν τους μαθητάς οπίσω αυτών. Διο γρηγορείτε... Και τα νυν παρατίθεμαι υμάς, αδελφοί, τω Θεώ και τω λόγω της χάριτος αυτού» (Πραξ. 20, 16-18, 26-36).
Και τέλος η περικοπή του Ευαγγελίου, Ιωάννου 17, 1-13, απόσπασμα από την αρχιερατική προσευχή του Χριστού, παρουσιάζει τον Κύριο δεόμενο για τους μαθητάς, για την Εκκλησία Του. Είναι εκείνοι που Του εδόθησαν από τον Πατέρα, που ενώ εκείνος θα φύγη εκείνοι θα μείνουν στον κόσμο. Που έχουν ανάγκη της προστασίας του Πατρός για να διατηρηθούν πιστοί στο όνομα του Θεού. Που πρέπει να είναι «εν» όπως είναι ο Υιός με τον Πατέρα, για να είναι η μαρτυρία των αληθινή μέσα στον κόσμο. Ο Χριστός τους φύλαξε. ένας μόνο χάθηκε, ο υιός της απωλείας. Και στην ζωή της Εκκλησίας βρέθηκαν υιοί απωλείας. Αλλά οι Πατέρες τήρησαν το όνομα του Θεού και κράτησαν την ενότητα της πίστεως της Εκκλησίας.
Αυτόν λοιπόν τον θεοτίμητο χορό των αγίων Πατέρων που μαζεύτηκε από τα πέρατα της Οικουμένης και εδογμάτισε την ορθή σχέσι του Χριστού προς τον Πατέρα, το «ομοούσιον», και διετύπωσε και παρέδωκε την ορθή πίστι στην Εκκλησία, μακαρίζομε. Από τα τροπάρια της εορτής να δούμε το χαρακτηριστικώτερο, το δοξαστικό των αίνων του πλ. δ’ ήχου, περίφημο για την σύνθεσί του και για την μελωδία του:
«Των αγίων Πατέρων ο χορός, εκ των της οικουμένης περάτων συνδραμών, Πατρός και Υιού και Πνεύματος αγίου μίαν ουσίαν εδογμάτισε και φύσιν και το μυστήριον της θεολογίας τρανώς παρέδωκε τη Εκκλησία. ους ευφημούντες εν πίστει, μακαρίσωμεν λέγοντες. Ω θεία παρεμβολή, θεηγόροι οπλίται παρατάξεως Κυρίου.
αστέρες πολύφωτοι του νοητού στερεώματος. της μυστικής Σιών οι ακαθαίρετοι πύργοι. τα μυρίπνοα άνθη του Παραδείσου. τα πάγχρυσα στόματα του Λόγου. Νικαίας το καύχημα, οικουμένης αγλάϊσμα,
εκτενώς πρεσβεύσατε υπέρ των ψυχών ημών».
Συνοπτική παράθεση των ιερών Κανόνων
της Α’ Οικουμενικής Συνόδου
Κανών Α’: Καταδικάζει τη συνήθεια του οικοιοθελούς ευνουχισμού και απαγορεύει τη χειροτονία ευνουχισμένων, πλην όσων για ιατρικούς λόγους ή λόγω βασανιστηρίων εξετμήθησαν.
Κανών Β’: Απαγορεύει τη χειροτονία ως κληρικών στα νέα μέλη (νεόφυτοι) της εκκλησίας.
Κανών Γ’: Καταδικάζει την συνήθεια των κληρικών όλων των βαθμών να συζούν με νεαρές γυναίκες τις οποίες δεν είχαν παντρευτεί (συνείσακτοι).
Κανών Δ’ - Ε’: Εισάγεται το «μητροπολιτικό σύστημα», το οποίο ίσχυε στην οργάνωση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, και καθορίζουν την αρμοδιότητα της Επαρχιακής Συνόδου στη χειροτονία των Επισκόπων.
Κανών ΣΤ’: Αναγνωρίζει κατ’ εξαίρεση το αρχαίο έθος της συγκεντρωτικής δικαιοδοσίας του επισκόπου της Αλεξάνδρειας στις εκκλησίες της Αιγύπτου, Λιβύης και Πεντάπολης —όπως συνέβαινε και με την εκκλησία της Ρώμης—, ενώ εξαιρεί τη Ρώμη και την Αντιόχεια από το γενικό μέτρο του μητροπολιτικού συστήματος.
Κανών Ζ’: Ορίζεται ότι ο Επίσκοπος Αιλίας (δηλ. Ιερουσαλήμ) να είναι ο επόμενος στη σειρά απόδοση τιμών.
Κανών Η’: Ορίζει τον τρόπο επιστροφής στην εκκλησία της Αιγύπτου των λεγόμενων «Καθαρών» (Μελιτιανό σχίσμα).
Κανών Θ’: Αναφέρεται στην συνήθη περίπτωση χειροτονίας πρεσβυτέρων των οποίων δεν εξετάστηκαν τα προσόντα ή οι οποίοι δεν παραμένουν άμεμπτοι.
Κανών Ι’: Καταδικάζει τη χειροτονία πεπτωκότων.
Κανών ΙΑ’ - ΙΒ’: Καθορίζεται η μετάνοια των πεπτωκότων, με αυστηρότερα κριτήρια.
Κανών ΙΓ’: Δέχεται ότι είναι δυνατόν να παρασχεθεί Θεία Ευχαριστία επί της επιθανατίου κλίνης.
Κανών ΙΔ’: Ορίζεται η μετάνοια των πεπτωκότων κατηχουμένων.
Κανών ΙΕ’ - ΙΣΤ’: Καταδικάζεται η επιδίωξη κληρικών για μετάθεση σε άλλες εκκλησίες.
Κανών ΙΖ’: Καταδικάζει την πλεονεξία και αισχροκέρδεια των κληρικών που προέρχεται από τον έντοκο δανεισμό.
Κανών ΙΗ’: Απαγορεύει στους διακόνους να μεταδίδουν και να αγγίζουν τη Θεία Ευχαριστία πριν από τους πρεσβυτέρους, και δεν επιτρέπεται το να κάθονται μεταξύ των πρεσβυτέρων.
Κανών Κ’: Απαγορεύει τη γονυκλισία στη Θεία Λειτουργία της Κυριακής και την ημέρα της Πεντηκοστής.
Ακόμη, η Α΄Οικουμενική Σύνοδος, καθόρισε κοινή ημέρα εορτασμού του Πάσχα, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο θα υπολογίζεται και θα ευρίσκεται η ημέρα αυτή, του Πάσχα.
Τα συμπεράσματα και οι όροι της Συνόδου υπογράφηκαν από περισσότερους από 318 Αγίους Πατέρες, αλλά επικράτησε ο αριθμός αυτός, για συμβολικούς λόγους.
Οι Επίσκοποι που ήταν παρόντες στη Σύνοδο συνοδεύονταν από κατώτερους κληρικούς των οποίων ο συνολικός αριθμός ανερχόταν στο τριπλάσιο ή τετραπλάσιο των Επισκόπων.
Απολυτίκιον Αναστάσιμον. Ήχος πλ. β’.
Αγγελικαί Δυνάμεις επί το μνήμα σου, και οι φυλάσσοντες απενεκρώθησαν, και ίστατο Μαρία εν τω τάφω ζητούσα το Άχραντόν σου Σώμα, εσκύλευσας τον Άδην, μη πειρασθείς υπ’ αυτού, υπήντησας τη Παρθένω, δωρούμενος την ζωήν. Ο Αναστάς εκ των νεκρών, Κύριε δόξα σοι.
Των Πατέρων. Ήχος πλ. δ’.
Υπερδεδοξασμένος ει Χριστέ ο Θεός ημών, ο φωστήρας επί γης, τους Πατέρας ημών θεμελιώσας, και δι’ αυτών, προς την αληθινήν πίστιν πάντας ημώς οδηγήσα, Πολυεύσπλαγχνε δόξα σοι.
Και το της Εορτής. Ήχος δ’.
Ανελήφθης εν δόξη Χριστέ ο Θεός ημών, χαροποιήσας τους Μαθητάς, τη επαγγελία του Αγίου Πνεύματος, βεβαιωθέντων αυτών διά της ευλογίας, ότι συ ει ο Υιός του Θεού, ο Λυτρωτής του κόσμου.
Κοντάκιον.
Των Αποστόλων το κήρυγμα, και των Πατέρων τα δόγματα, τη Εκκλησία μίαν την πίστιν εσφράγισαν, η και χιτώνα φορούσα της αληθείας, τον υφαντόν εκ της άνω θεολογίας, ορθοτομεί και δοξάζει, της ευσεβείας το μέγα μυστήριον.
Και το της Εορτής. Ήχος πλ. β’. Αυτόμελον.
Την υπέρ ημών, πληρώσας οικονομίαν, και τα επί γης, ενώσας τοις ουρανίοις, ανελήφθης εν δόξη, Χριστέ ο Θεός ημών, ουδαμόθεν χωριζόμενος, αλλά μένων αδιάστατος, και βοών τοις αγαπώσι σε. Εγώ ειμί μεθ’ υμών, και ουδείς καθ’ υμών.
Μεγαλυνάριον.
Ως Υιόν και Λόγον σε του Θεού, Σύνοδος η Πρώτη, ομοούσιον τω Πατρί, ορθώς σε κηρύττει, τον δι’ ημάς παθόντα, και λύει του Αρείου, Σώτερ το φρύαγμα.
Κατά
την εβδόμη από του Πάσχα Κυριακή εορτάζει η Εκκλησία μας την μνήμη των αγίων
318 θεοφόρων Πατέρων της Α’ εν Νικαία Οικουμενικής Συνόδου. Η μεγάλη αυτή
Σύνοδος συνεκλήθη, ως γνωστόν, από τον πρώτο χριστιανό αυτοκράτορα, τον Μέγα
Κωνσταντίνο, στην Νίκαια της Βιθυνίας τον Μάϊο του έτους 325, κατά το εικοστό
έτος της βασιλείας του και είχε διάρκεια 3,5 χρόνια. Διακριθείσες μορφές της
Συνόδου ήταν ο Αλέξανδρος ο Κωνσταντινουπόλεως, ο Αλέξανδρος ο Αλεξανδρείας, ο
Μέγας Αθανάσιος, ο Ευστάθιος ο Αντιοχείας, ο Μακάριος ο Ιεροσολύμων, ο
Παφνούτιος, ο Σπυρίδων, ο Νικόλαος, και πολλοί άλλοι.
Η Α’ Οικουμενική Σύνοδος καταδίκασε τον Άρειο και τον Αρειανισμό. Διατύπωσε τους πρώτους όρους ορθού Χριστιανικού δόγματος και ιδιαίτερα τα περί του δευτέρου Προσώπου της Αγίας Τριάδος, του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ως ομοούσιον τω Θεώ Πατρί, της αυτής δηλαδή ουσίας με τον Θεό Πατέρα.
Συνέταξε δε τα πρώτα επτά άρθρα του Συμβόλου της Πίστεως.
Η Α’ Οικουμενική Σύνοδος καταδίκασε τον Άρειο και τον Αρειανισμό. Διατύπωσε τους πρώτους όρους ορθού Χριστιανικού δόγματος και ιδιαίτερα τα περί του δευτέρου Προσώπου της Αγίας Τριάδος, του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ως ομοούσιον τω Θεώ Πατρί, της αυτής δηλαδή ουσίας με τον Θεό Πατέρα.
Συνέταξε δε τα πρώτα επτά άρθρα του Συμβόλου της Πίστεως.
Στις 29 Μαΐου βρίσκομε σε πολλά χειρόγραφα να σημειώνεται η μνήμη των Πατέρων της Συνόδου αυτής. Ο εορτασμός της μνήμης των κατά την παρούσα Κυριακή οφείλεται, όπως είναι φανερό, στο γνωστό και από άλλες περιπτώσεις έθος της Μεγάλης Εκκλησίας, να μεταθέτη σε Κυριακές τις μνήμες των μεγάλων αγίων. Η εβδόμη από του Πάσχα Κυριακή δεν είχε ιδιαίτερο εορτολογικό θέμα και προτιμήθηκε ως η καταλληλοτέρα και η πλησιεστέρα προς την μνήμη των Πατέρων για να μεταφερθή σ᾽ αυτήν ο εορτασμός των.
Την Κυριακή των αγίων Πατέρων θα ακούσωμε μαζί με την συνήθη αναστάσιμο ακολουθία της Κυριακής να συμπλέκωνται τροπάρια μεθέορτα της Αναλήψεως του Κυρίου, που εωρτάσαμε, αλλά και προεόρτια της εορτής που θα πανηγυρίσωμε μετά από οκτώ ημέρες, της αγίας Πεντηκοστής. Έτσι Ανάστασις, Ανάληψις, Πεντηκοστή και Πατέρες από κοινού θα υμνηθούν αυτήν την ενδιάμεσα των μεγάλων αυτών εορτών Κυριακή. Παρ᾽ όλα τα εκ πρώτης όψεως ασυμβίβαστα αυτά εορτολογικά θέματα, δεν λείπει από την ακολουθία της ημέρας αυτής μία σχετική αρμονία, που την συνθέτουν ακριβώς οι διαφορές και οι αντιθέσεις των επί μέρους θεμάτων. Αν μάλιστα την τοποθετήσωμε στο όλο πλαίσιο του Πεντηκοσταρίου θα διακρίνωμε με πόση νηφαλία κρίσι καθωρίσθη η διαδοχή αυτή των εορτών από τους συντάκτας του εορτολογίου μας. Χάρις, πράγματι, στα θέματα αυτής της Κυριακής επιτυγχάνεται η δημιουργία ενός μεταβατικού σταθμού μεταξύ των μεγάλων εορτών που εωρτάσαμε και εκείνης που επίκειται.
Με την μνήμη εξ άλλου των Πατέρων της εν Νικαία Συνόδου τονίζεται η πιστότης της Εκκλησίας στην αληθινή και ορθή διδασκαλία, όπως την άκουσε από το στόμα του Κυρίου και όπως την είδε ανάγλυφη στο όλο σωτηριώδες έργο του Χριστού.
Αυτό ακριβώς υπογραμμίζει και το Συναξάριο της Κυριακής των αγίων Πατέρων. «Την παρούσαν εορτήν εορτάζομεν δι᾽ αιτίαν τοιαύτην. Επειδή γαρ ο Κύριος Ιησούς Χριστός την καθ᾽ ημάς φορέσας σάρκα, την οικονομίαν άπασαν αρρήτως ενήργησε και προς τον πατρώον αποκατέστη θρόνον, θέλοντες δείξαι οι άγιοι ότι αληθώς ο Υιός του Θεού εγένετο άνθρωπος και τέλειος άνθρωπος Θεός ανελήφθη και εκάθισε εν δεξιά της μεγαλωσύνης εν υψηλοίς, και ότι η σύνοδος αύτη των αγίων Πατέρων ούτως αυτόν ανεκήρυξε και ανωμολόγησεν ομοούσιον και ομότιμον τω Πατρί. τούτω τω λόγω μετά την ένδοξον Ανάληψιν την παρούσαν εθέσπισαν εορτήν, ωσανεί τον σύλλογον των τοσούτων Πατέρων προβιβάζοντες τούτον δη εν σαρκί αναληφθέντα Θεόν αληθινόν και εν σαρκί τέλειον άνθρωπον ανακηρυττόντων».
Στον ναό της Αγίας Σοφίας Κωνσταντινουπόλεως κατά τον Ι’- ΙΑ’ αιώνα εώρταζαν την Κυριακή αυτή εκτός από τους Πατέρας της Α’ και τους άλλους Πατέρας των εξ οικουμενικών Συνόδων, προφανώς για τον ίδιο λόγο. για να παρασταθή δηλαδή η ενότης της εκκλησιαστικής διδασκαλίας και η συνέπειά της προς την διδασκαλία του Ευαγγελίου. Λείψανο του κοινού αυτού εορτασμού βρίσκομε στο δοξαστικό της λιτής της ακολουθίας. Σ᾽ αυτό εκτός από τον Άρειο απαριθμούνται και ο Μακεδόνιος, ο Νεστόριος, ο Ευτυχής, ο Σαβέλλιος και ο Σεβήρος, η διδασκαλία των οποίων κατεδικάσθη από τας άλλας Οικουμενικάς Συνόδους. Τελικά όμως η εορτή διετήρησε μόνον το αρχικό της θέμα, την μνήμη των 318 Πατέρων της Α’ Οικουμενικής Συνόδου.
Από το όλο λειτουργικό περιεχόμενο της ημέρας θα σταθούμε στα δύο αναγνώσματα του εσπερινού και στα δύο της θείας λειτουργίας. Τα δύο πρώτα είναι παρμένα από την Παλαιά Διαθήκη, έχουν δε σημασία, γιατί στα επεισόδια στα οποία αναφέρονται εκεί διείδε η Εκκλησία τον τύπο των Πατέρων και τον ρόλο των στην ζωή της Εκκλησίας. Στο δέκατο τέταρτο (14) κεφάλαιο της Γενέσεως, στίχους 14-20, περιγράφεται η θαυμαστή νίκη του Αβραάμ, που επί κεφαλής των 318 «οικογενών» του κατετρώπωσε τους επτά περιοίκους βασιλείς, απηλευθέρωσε τους αιχμαλώτους και εδέχθη για την νίκη του την ευλογία του βασιλέως της Σαλήμ, του Μελχισεδέκ. Και οι Πατέρες της Α’ Οικουμενικής Συνόδου, 318 και εκείνοι όπως οι δούλοι του Αβραάμ, θείο στρατόπεδο – θεία παρεμβολή και αυτοί, κατατροπώνουν με την αδάμαστο μαχητικότητά τους τους εχθρούς του Χριστού. Συντρίβουν την αίρεσι και απελευθερώνουν τους αρπαγέντας από αυτήν πιστούς.
Στο δεύτερο ανάγνωσμα, Δευτερονομίου 1, 8-17, ο Μωυσής αφηγείται πως εξέλεξε από το λαό «άνδρας σοφούς και επιστήμονας και συνετούς» και ανέθεσε σ᾽ αυτούς την καθοδήγησι, την διακυβέρνησι του λαού. Και αυτοί είναι τύπος των Πατέρων, στους οποίους ο Κύριος ενεπιστεύθη την διαποίμανσι της Εκκλησίας. Επάνω σ᾽ εκείνους εμερίσθη το πνεύμα του Μωυσέως. Σ᾽ αυτούς μερίζει το Πνεύμα το άγιον τα χαρίσματα της σοφίας και της ορθής κρίσεως στα εκάστοτε αναφυόμενα στην Εκκλησία διαφιλονικούμενα θέματα. Και εδώ η κρίσις είναι του Θεού.
Τα δύο πάλι αναγνώσματα της θείας λειτουργίας μας μεταφέρουν από την σκιά και την εικόνα της Παλαιάς Διαθήκης στην αλήθεια της Καινής. Το πρώτο είναι από τις Πράξεις και το δεύτερο από το Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο, κατά το σύστημα της αναγνώσεως των βιβλίων αυτών κατά την περίοδο του Πεντηκοσταρίου.
Ο Παύλος καλεί τους πρεσβυτέρους της Εκκλησίας της Εφέσου στην Μίλητο, από όπου περνούσε επιστρέφοντας στα Ιεροσόλυμα. Οι λόγοι του ήσαν προφητικοί και ανεφέροντο στο μέλλον της Εκκλησίας και στην ευθύνη των ποιμένων για την περιφρούρησι του ποιμνίου του Χριστού.
Αυτοί οι λόγοι απετέλεσαν και το έμβλημα των Πατέρων και υπέκαυσαν την ανύστακτο φροντίδα των για την ορθή πίστι και την ακεραιότητα της Εκκλησίας του Χριστού.
«Προσέχετε εαυτοίς και παντί τω ποιμνίω, εν ω υμάς το Πνεύμα το άγιον έθετο επισκόπους ποιμαίνειν την Εκκλησίαν του Θεού, ην περιεποιήσατο δια του ιδίου αίματος. Εγώ γαρ οίδα τούτο, ότι εισελεύσονται μετά την άφιξίν μου λύκοι βαρείς εις υμάς, μη φειδόμενοι του ποιμνίου. Και εξ υμών αυτών αναστήσονται άνδρες λαλούντες διεστραμμένα, του αποσπάν τους μαθητάς οπίσω αυτών. Διο γρηγορείτε... Και τα νυν παρατίθεμαι υμάς, αδελφοί, τω Θεώ και τω λόγω της χάριτος αυτού» (Πραξ. 20, 16-18, 26-36).
Και τέλος η περικοπή του Ευαγγελίου, Ιωάννου 17, 1-13, απόσπασμα από την αρχιερατική προσευχή του Χριστού, παρουσιάζει τον Κύριο δεόμενο για τους μαθητάς, για την Εκκλησία Του. Είναι εκείνοι που Του εδόθησαν από τον Πατέρα, που ενώ εκείνος θα φύγη εκείνοι θα μείνουν στον κόσμο. Που έχουν ανάγκη της προστασίας του Πατρός για να διατηρηθούν πιστοί στο όνομα του Θεού. Που πρέπει να είναι «εν» όπως είναι ο Υιός με τον Πατέρα, για να είναι η μαρτυρία των αληθινή μέσα στον κόσμο. Ο Χριστός τους φύλαξε. ένας μόνο χάθηκε, ο υιός της απωλείας. Και στην ζωή της Εκκλησίας βρέθηκαν υιοί απωλείας. Αλλά οι Πατέρες τήρησαν το όνομα του Θεού και κράτησαν την ενότητα της πίστεως της Εκκλησίας.
Αυτόν λοιπόν τον θεοτίμητο χορό των αγίων Πατέρων που μαζεύτηκε από τα πέρατα της Οικουμένης και εδογμάτισε την ορθή σχέσι του Χριστού προς τον Πατέρα, το «ομοούσιον», και διετύπωσε και παρέδωκε την ορθή πίστι στην Εκκλησία, μακαρίζομε. Από τα τροπάρια της εορτής να δούμε το χαρακτηριστικώτερο, το δοξαστικό των αίνων του πλ. δ’ ήχου, περίφημο για την σύνθεσί του και για την μελωδία του:
«Των αγίων Πατέρων ο χορός, εκ των της οικουμένης περάτων συνδραμών, Πατρός και Υιού και Πνεύματος αγίου μίαν ουσίαν εδογμάτισε και φύσιν και το μυστήριον της θεολογίας τρανώς παρέδωκε τη Εκκλησία. ους ευφημούντες εν πίστει, μακαρίσωμεν λέγοντες. Ω θεία παρεμβολή, θεηγόροι οπλίται παρατάξεως Κυρίου.
αστέρες πολύφωτοι του νοητού στερεώματος. της μυστικής Σιών οι ακαθαίρετοι πύργοι. τα μυρίπνοα άνθη του Παραδείσου. τα πάγχρυσα στόματα του Λόγου. Νικαίας το καύχημα, οικουμένης αγλάϊσμα,
εκτενώς πρεσβεύσατε υπέρ των ψυχών ημών».
Συνοπτική παράθεση των ιερών Κανόνων
της Α’ Οικουμενικής Συνόδου
Κανών Α’: Καταδικάζει τη συνήθεια του οικοιοθελούς ευνουχισμού και απαγορεύει τη χειροτονία ευνουχισμένων, πλην όσων για ιατρικούς λόγους ή λόγω βασανιστηρίων εξετμήθησαν.
Κανών Β’: Απαγορεύει τη χειροτονία ως κληρικών στα νέα μέλη (νεόφυτοι) της εκκλησίας.
Κανών Γ’: Καταδικάζει την συνήθεια των κληρικών όλων των βαθμών να συζούν με νεαρές γυναίκες τις οποίες δεν είχαν παντρευτεί (συνείσακτοι).
Κανών Δ’ - Ε’: Εισάγεται το «μητροπολιτικό σύστημα», το οποίο ίσχυε στην οργάνωση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, και καθορίζουν την αρμοδιότητα της Επαρχιακής Συνόδου στη χειροτονία των Επισκόπων.
Κανών ΣΤ’: Αναγνωρίζει κατ’ εξαίρεση το αρχαίο έθος της συγκεντρωτικής δικαιοδοσίας του επισκόπου της Αλεξάνδρειας στις εκκλησίες της Αιγύπτου, Λιβύης και Πεντάπολης —όπως συνέβαινε και με την εκκλησία της Ρώμης—, ενώ εξαιρεί τη Ρώμη και την Αντιόχεια από το γενικό μέτρο του μητροπολιτικού συστήματος.
Κανών Ζ’: Ορίζεται ότι ο Επίσκοπος Αιλίας (δηλ. Ιερουσαλήμ) να είναι ο επόμενος στη σειρά απόδοση τιμών.
Κανών Η’: Ορίζει τον τρόπο επιστροφής στην εκκλησία της Αιγύπτου των λεγόμενων «Καθαρών» (Μελιτιανό σχίσμα).
Κανών Θ’: Αναφέρεται στην συνήθη περίπτωση χειροτονίας πρεσβυτέρων των οποίων δεν εξετάστηκαν τα προσόντα ή οι οποίοι δεν παραμένουν άμεμπτοι.
Κανών Ι’: Καταδικάζει τη χειροτονία πεπτωκότων.
Κανών ΙΑ’ - ΙΒ’: Καθορίζεται η μετάνοια των πεπτωκότων, με αυστηρότερα κριτήρια.
Κανών ΙΓ’: Δέχεται ότι είναι δυνατόν να παρασχεθεί Θεία Ευχαριστία επί της επιθανατίου κλίνης.
Κανών ΙΔ’: Ορίζεται η μετάνοια των πεπτωκότων κατηχουμένων.
Κανών ΙΕ’ - ΙΣΤ’: Καταδικάζεται η επιδίωξη κληρικών για μετάθεση σε άλλες εκκλησίες.
Κανών ΙΖ’: Καταδικάζει την πλεονεξία και αισχροκέρδεια των κληρικών που προέρχεται από τον έντοκο δανεισμό.
Κανών ΙΗ’: Απαγορεύει στους διακόνους να μεταδίδουν και να αγγίζουν τη Θεία Ευχαριστία πριν από τους πρεσβυτέρους, και δεν επιτρέπεται το να κάθονται μεταξύ των πρεσβυτέρων.
Κανών Κ’: Απαγορεύει τη γονυκλισία στη Θεία Λειτουργία της Κυριακής και την ημέρα της Πεντηκοστής.
Ακόμη, η Α΄Οικουμενική Σύνοδος, καθόρισε κοινή ημέρα εορτασμού του Πάσχα, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο θα υπολογίζεται και θα ευρίσκεται η ημέρα αυτή, του Πάσχα.
Τα συμπεράσματα και οι όροι της Συνόδου υπογράφηκαν από περισσότερους από 318 Αγίους Πατέρες, αλλά επικράτησε ο αριθμός αυτός, για συμβολικούς λόγους.
Οι Επίσκοποι που ήταν παρόντες στη Σύνοδο συνοδεύονταν από κατώτερους κληρικούς των οποίων ο συνολικός αριθμός ανερχόταν στο τριπλάσιο ή τετραπλάσιο των Επισκόπων.
Απολυτίκιον Αναστάσιμον. Ήχος πλ. β’.
Αγγελικαί Δυνάμεις επί το μνήμα σου, και οι φυλάσσοντες απενεκρώθησαν, και ίστατο Μαρία εν τω τάφω ζητούσα το Άχραντόν σου Σώμα, εσκύλευσας τον Άδην, μη πειρασθείς υπ’ αυτού, υπήντησας τη Παρθένω, δωρούμενος την ζωήν. Ο Αναστάς εκ των νεκρών, Κύριε δόξα σοι.
Των Πατέρων. Ήχος πλ. δ’.
Υπερδεδοξασμένος ει Χριστέ ο Θεός ημών, ο φωστήρας επί γης, τους Πατέρας ημών θεμελιώσας, και δι’ αυτών, προς την αληθινήν πίστιν πάντας ημώς οδηγήσα, Πολυεύσπλαγχνε δόξα σοι.
Και το της Εορτής. Ήχος δ’.
Ανελήφθης εν δόξη Χριστέ ο Θεός ημών, χαροποιήσας τους Μαθητάς, τη επαγγελία του Αγίου Πνεύματος, βεβαιωθέντων αυτών διά της ευλογίας, ότι συ ει ο Υιός του Θεού, ο Λυτρωτής του κόσμου.
Κοντάκιον.
Των Αποστόλων το κήρυγμα, και των Πατέρων τα δόγματα, τη Εκκλησία μίαν την πίστιν εσφράγισαν, η και χιτώνα φορούσα της αληθείας, τον υφαντόν εκ της άνω θεολογίας, ορθοτομεί και δοξάζει, της ευσεβείας το μέγα μυστήριον.
Και το της Εορτής. Ήχος πλ. β’. Αυτόμελον.
Την υπέρ ημών, πληρώσας οικονομίαν, και τα επί γης, ενώσας τοις ουρανίοις, ανελήφθης εν δόξη, Χριστέ ο Θεός ημών, ουδαμόθεν χωριζόμενος, αλλά μένων αδιάστατος, και βοών τοις αγαπώσι σε. Εγώ ειμί μεθ’ υμών, και ουδείς καθ’ υμών.
Μεγαλυνάριον.
Ως Υιόν και Λόγον σε του Θεού, Σύνοδος η Πρώτη, ομοούσιον τω Πατρί, ορθώς σε κηρύττει, τον δι’ ημάς παθόντα, και λύει του Αρείου, Σώτερ το φρύαγμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου