Σκέπτομαι ότι ο σημερινός λόγος θα σας φαίνεται πολύ σκληρός. Είναι κοντάρι μυτερό, που πληγώνει την καρδιά, αλλά τι να κάνουμε; Όταν η πληγή είναι σαπισμένη δεν χρειάζεται ελαφριά μαλακτικά. Χρειάζεται φωτιά και σίδηρο. Και για την υπόθεσί μας δεν χρειάζονται λόγια κολακευτικά και γλυκά, αλλά πικρά και φοβερά. Αυτό είναι μια μεγάλη αλήθεια.
Εμείς δεν μετανοούμε διότι ελπίζουμε πως πάντα θα έχουμε καιρό. Όμως
πλανώμεθα. Για να μετανοήσουμε όπως πρέπει, μας λείπει η θέλησις, η οποία δεν
μπορεί να αφήση την συνήθεια. Μας λείπει ακόμη η χάρις του Θεού, η οποία δεν
μπορεί πλέον να υπομείνη, να ανεχθή την αμαρτία.
Ο διάβολος εφεύρε αυτή την τέχνη. Το να οδηγή δηλαδή τους ανθρώπους στην απώλεια, με την ελπίδα της μετέπειτα μετανοίας. Ο άδης θα είναι γεμάτος από ανθρώπους που ήλπιζαν ότι θα φθάσουν στον Παράδεισο! Αχ! Η ψεύτικη ελπίδα της σωτηρίας μας, είναι η αληθινή αφορμή της κολάσεώς μας!
Θέλεις,
Χριστιανέ, να μετανοήσης και να σωθής αληθινά; Ιδού ο καιρός, ιδού ο τρόπος.
Τώρα είναι ο καιρός που «αναβαίνομεν
εις Ιεροσόλυμα», τώρα που έφθασαν οι άγιες ημέρες, τώρα που
επλησίασαν τα άγια Πάθη, «ιδού
καιρός ευπρόσδεκτος, ιδού καιρός μετανοίας». Ο τρόπος είναι
εκείνος που έδειξεν ο Θεός στον Λώτ˙ «σώζων
σώζε την σεαυτού ψυχήν˙ μη βλέψης εις τα οπίσω, σπεύσον του σωθήναι».
Αυτά
τα θεία λόγια οδηγούν σε τρία
συμπεράσματα:
Πρώτον˙ «σώζων
σώζε την σεαυτού ψυχήν» δηλαδή πρόσεχε να λυτρώσης την ψυχή σου από
την φλόγα της αμαρτίας με την μετάνοια. Την ψυχή σου, που αν την χάσης, τα
έχασες όλα. Αν την κερδίσης, τα κέρδισες όλα. Και αν ή την χάσης ή την κερδίσης
για μια φορά, ή την έχασες ή την εκέρδισες για πάντα.
Δεύτερον˙ «μη
βλέψης εις τα οπίσω». Δηλαδή μη στραφής πλέον να ιδής την πρώτη σου
αμαρτία, αφού απεφάσισες να την εγκαταλείψεις.
Τρίτον, το και κυριώτερον˙ «σπεύσον
του σωθήναι». Σπούδασον, κάμε γρήγορα, μη περιμένης το αύριο διότι
δεν γνωρίζεις τι θα γεννήση η αυριανή ημέρα˙ «ουκ οίδας τι τέξεται η επιούσα». Αύριο,
μεθαύριο, από ημέρα σε ημέρα τα σχοινιά σου γίνονται χονδρύτερα και τα δεσμά
σου σφικτότερα!
Ανάμεσα
στα δεσμά των αμαρτιών,
που δένουν την συνείδησι,
τρία είναι τα κυριώτερα. Είναι ο δεσμός της μνησικακίας, ο δεσμός
της φιλαργυρίας
και ο δεσμός της σαρκός.
Θέλεις να σου δείξω πώς είναι δυνατόν να τους κόψης; Άκουσε!
Όταν
ο Μέγας Αλέξανδρος εξεστράτευσε για να κυριεύση την Ασία, έφθασε στο Γόρδιο της
Φρυγίας. Εισέρχεται στον ναό του Διός και βλέπει εκείνον τον περίφημο Γόρδιο
δεσμό. Ονομαζόταν έτσι από τον παλαιό Γόρδιο ο οποίος τον έπλεξε με επιδέξια
τέχνη. Ακούει τον ιερέα του ναού που του λέγει˙ υπάρχει παλαιός χρησμός πως
όποιος κατορθώση να τον λύση, αυτός θα κατακτήση όλη την Ασία. Τι λίγος κόπος,
να λύση ένα κόμπο, ένα δεσμό! Τι μέγα κέρδος να βασιλεύση σε όλη την Ασία! Ο
φιλόδοξος βασιληάς εξάπτεται από επιθυμία να τον λύση. Τον πιάνει, τον κυττάζει
προσεκτικά από όλες τις πλευρές, μα δεν βρίσκει ούτε αρχή, ούτε τέλος. Οι άκρες
του ήσαν κρυμμένες, σφιχτοδεμένες, περιπλεγμένες η μία μέσα στην άλλη, ώστε να
παραμένουν άλυτες. Τον γυρίζει, τον ξαναγυρίζει, προσπαθεί με τα χέρια,
αγωνίζεται μα δεν μπορεί να τον λύση. Κι όταν βλέπει ότι δεν υπάρχει άλλος
τρόπος, τότε βγάζει το σπαθί του και λέγει˙ το ίδιο πράγμα είναι να τον λύσω ή
να τον κόψω. Έτσι τον έκοψε, και καθώς λέγει ένας Λατίνος ιστορικός «sortem uel
elusit uel impleuit», ήγουν «ή
εξεπλήρωσε ή ενέπαιξε τον χρησμό».
Δεσμοί
περισσότερο μπλεγμένοι, είναι αυτοί των αμαρτιών, Χριστιανέ! Είναι χρησμός
αψευδής του Θεού, πως όποιος τους λύση κληρονομεί την Βασιλεία των Ουρανών.
Πόσον ολίγη προσπάθεια και πόσον μεγάλο το κέρδος!
Όταν
δεν μπορείς να τους λύσης με συλλογισμούς, κόψε τους με το σπαθί μιας σταθερής
αποφάσεως και έτσι εκπληρώνεις τον θείον νόμο. Σε πιάνει ο δεσμός της μνησικακίας και τον
βρίσκεις πολύ σφιχτό. Τι μεγάλη στενοχώρια! Να συγχωρήσω, λες, εκείνον τον
εχθρό, που μου εφθόνησε την ευτυχία, που μου επιβούλευσε την ζωή, που μου έθιξε
την τιμή, το πιο ακριβό πράγμα που έχει ο άνθρωπος; Και τι θα ειπή ο κόσμος;
Όμως εγώ οφείλω να μετανοήσω. Από την μία πλευρά ευρίσκεται η Βασιλεία των
Ουρανών, από την άλλην η μνησικακία. Εδώ πολεμεί το πάθος με την μετάνοια, ο
κόσμος με το Ευαγγέλιο, ο νόμος των ανθρώπων με τον νόμο του Θεού. Και εσύ,
πολεμούμενος και από τα δύο μέρη δεν ξεύρεις τι να κάμης και απορείς. Αχ,
Χριστιανέ! Εάν διαρκώς σκέπτεσαι αυτά και άλλα παρόμοια δεν πρόκειται ποτέ να λύσης
τον δεσμό.
Σπαθί
χρειάζεται, σπαθί! Εδώ χρειάζεται μια σταθερή απόφασις. Πρέπει να πης ότι θέλω
να συγχωρήσω τον εχθρό μου, διότι έτσι με προστάζει ο Θεός με την εντολή Του.
Αυτός λέγει «αγαπάτε τους
εχθρούς υμών». Μου το δείχνει με το παράδειγμά Του! Καρφωμένος
στον Σταυρό, εσυγχώρησεν εκείνους που Τον εσταύρωσαν˙ «Πάτερ, άφες αυτοίς». Θέλω,
γιατί αν δεν συγχωρήσω, ούτε για μένα θα υπάρξη συγχώρησις. Έτσι κόβεται ο
πρώτος δεσμός.
Ας
έλθουμε τώρα στον άλλο, της φιλαργυρίας.
Εδώ υπάρχουν πάμπολλες περιπλοκές. Είναι πολύ γλυκό το αίμα των πτωχών, είναι
πολύ νόστιμο το ξένο πράγμα. Το έφαγες, το άρπαξες και τώρα λές˙ πώς είναι
δυνατόν να το επιστρέψω; Να φτωχύνουν το σπίτι μου και τα παιδιά μου; Να
λιγοστεύσω τα εισοδήματά μου; Να στερηθώ τα πλούτη μου; Ναι, αλλά πρέπει κάποτε
να μετανοήσω. Εδώ πρόκειται για την Βασιλεία των Ουρανών. Εδώ η φιλαργυρία σε
σφίγγει κατά πολύ. Θέλεις να απλώσης το χέρι σου και αυτή στο κρατεί. Θέλεις να
αποδώσης εκεί που αδίκησες και αυτή σε κάνει να σκέπτεσαι τι θα σου απομείνη.
Αχ, Χριστιανέ! Έως ότου κάνεις τέτοιους λογαριασμούς, δεν πρόκειται να λύσης
ποτέ τον δεσμό.
Σπαθί,
σπαθί! Εδώ χρειάζεται μια σταθερή απόφασις. Πρέπει να πης ότι οφείλω να
επιστρέψω το ξένο πράγμα, αλλιώς δεν υπάρχει σωτηρία για μένα. Το άδικον ουκ
ευλογείται. Καλύτερα να
φτωχύνω, παρά να κολασθώ. Αγαπώ τα παιδιά μου, μα αγαπώ και την
ψυχή μου. Λέγει ο ιερός
Χρυσόστομος˙ «ει
τοίνυν βούλει καταλιπείν τοις παιδίοις σου πλούτον πολύν, κατάλιπε του Θεού την
πρόνοιαν». Δηλαδή, «αν θέλεις να αφήσης στα παιδιά σου πολύν
πλούτο, άφησέ τους την πρόνοια του Θεού». Έτσι κόπτεται και αυτός ο δεσμός.
Ας
έλθουμε τώρα στον τρίτο δεσμό, που είναι ο σαρκικός. Ω, και τι σφιχτός δεσμός είναι
αυτός! Εδώ πράγματι δεν βλέπεις ούτε αρχή, ούτε τέλος. Το να αφήσης δηλαδή ή
την πόρνη ή εκείνη την ξένη γυναίκα που κρατάς. Η μακρά συνήθεια να ζης μαζί
της δεν είναι απλός δεσμός, έγινε η αλυσίδα σιδερένια. Τι να πώ; Ή η καλλονή
της ή η τέχνη της ή κι εγώ δεν ξέρω τι, σε μάγεψε, σε σκλάβωσε, σου πήρε και
τις αισθήσεις και τον νου και την ελευθερία.
Μα,
δόξα τω Θεώ, εσύ θέλεις να μετανοήσης ειλικρινώς. Πρόκειται για την Βασιλεία
των Ουρανών! Όμως τα δάκρυά της, τα λόγια της, οι έρωτές της δεν σε αφήνουν,
κάποιες υποσχέσεις σε κρατούν. Εγώ σε βλέπω και σε λυπάμαι! Με το ένα πόδι
βγαίνεις έξω και με το άλλο μένεις μέσα στο σπίτι της. Φεύγεις και επιστρέφεις,
την αποφεύγεις και όμως την αγαπάς. Η καρδιά σου είναι κομμένη στα δύο. Το ένα
κομμάτι έχει εκείνη, το άλλο ο πνευματικός. Στην τόση ζάλη των αντιμαχομένων
λογισμών σου, δεν ξέρεις τι να κάμης. Δεν ξέρεις τι να κάμης; Εγώ θα σου πω!
Όμως, θέλω να γνωρίζω πρώτα με ποιόν ομιλώ.
Ένας
άρρωστος που κινδυνεύη να πεθάνη, όταν τον σφίγγουν ή τον τσιμπούν και δείχνει
ότι κάτι αισθάνεται, έχει ακόμη ελπίδα ζωής, οπότε ο γιατρός κάνει παν το δυνατόν
για να τον γλυτώση. Αν όμως δεν αισθάνεται τίποτε, ο ασθενής ευρίσκεται σε
απελπιστική κατάστασι, οπότε μάταιος ο γιατρός, μάταια και τα γιατρικά.
Έτσι
είναι και ο αμαρτωλός. Εάν δεν τον κεντρίζη η συνείδησις, αν δεν τον σφίγγει ο
φόβος του Θεού και η ντροπή των ανθρώπων, οπότε δεν αισθάνεται τίποτε, αυτός
ευρίσκεται σε απελπιστική κατάστασι. Ο Θεός τον εγκατέλειψε και εγώ δεν ομιλώ
με αυτόν γιατί είναι λόγια χαμένα. Ομιλώ μαζί σου, που και την συνείδησί σου
αφουγκράζεσαι και τον Θεό φοβάσαι και τους ανθρώπους ντρέπεσαι και άρα θέλεις
να μετανοήσης. Όμως δεν γνωρίζεις το πώς πρέπει να λύσης τον δεσμό της σαρκός
που σε κρατεί. Άκουσέ με, λοιπόν, και ελπίζω να τον κόψουμε με την «μάχαιραν του Πνεύματος, ο έστι ρήμα Θεού».
Κατά
παραχώρησιν Θεού και για τις αμαρτίες μας, οι Αγαρηνοί κατέλαβαν την
Κωνσταντινούπολι, την βασίλισσα των πόλεων και τον βασιλικό θρόνο των
Ρωμαίων. Η αιματοχυσία, η αιχμαλωσία και η διαρπαγή κράτησε τρεις ημέρες.
Ανάμεσα στις άλλες γυναίκες που έπεσαν στα χέρια των Αγαρηνών ευρέθη και μία
δυστυχής μεν, αλλ’ ευγενής και ωραιοτάτη, ονομαζομένη Ειρήνη. Οι στρατιώτες
θεώρησαν καλό να την προσφέρουν σαν άξιο δώρο στο βασιλέα τους, τον Μωάμεθ τον
Πορθητή. Εκείνος μόλις την είδε την ερωτεύθηκε με τόση θέρμη που για χάρι της
εγκατέλειψε την θηριωδία του, τα όπλα και όλες τις υποθέσεις του νέου βασιλείου
του. Έγινεν αιχμάλωτος της αιχμαλώτου Ειρήνης, χάθηκε μέσα στο κάλλος της και
δεν τον ενδιέφερε τίποτε άλλο παρά μόνον να ευχαριστήται με την αγάπη του και
να χορταίνη τις ορέξεις του.
Όμως
και οι πιο κρυφές πράξεις των βασιλέων γίνονται γνωστές στον λαό και καθώς
αυτοί δικάζουν όλους, έτσι κι οι ίδιοι δικάζονται από όλους. Άρχισεν ο στρατός
να βαρυγγομά στα κρυφά και να μιλούν εναντίον του βασιλέως στα φανερά.
Κακοφαίνονται σε όλους να βλέπουν τον βασιληά τους και τέτοιον αντρειωμένο
βασιληά, νικητή αήττητο, να ζη θαμμένος στην αγκαλιά μιας γυναίκας. Μαθαίνει
αυτός τα όσα τον κατακρίνουν όλοι, στέκεται, συλλογίζεται και ο συλλογισμός του
γίνεται φοβερός πόλεμος της καρδιάς του. Πολεμάει η αγάπη με την δόξα. Πώς;
Σκέπτεται από το ένα μέρος˙ εγώ να γίνω δούλος μιας γυναίκας! Και είμαι άξιος
να ονομάζωμαι βασιλεύς; Μα από το άλλο μέρος, το κάλλος της Ειρήνης αξίζει ένα
βασίλειο. Με πληγώνει η κοινή κατάκρισις του λαού, μα με ματώνουν οι έρωτες της
Ειρήνης. Εάν την κρατήσω, θα χάσω όλο το κέρδος των κατακτήσεών μου, που είναι
η δόξα μου. Αν την αφήσω, θα χάσω τα καλά των επιθυμιών μου, την αγάπη μου. Τι
να κάμω; Αλλ’ όσο στέκομαι σε τέτοιους συλλογισμούς, δεν λύνω ποτέ τον δεσμό.
Σπαθί,
σπαθί! Έτσι λέει, σηκώνεται αμέσως, τρέχει, βρίσκει την Ειρήνη και την σφάζει,
αυτήν που ποτέ δεν περίμενε τέτοιο κακό! Με πόνο φοβερό και με θυμό λέγει στον
εαυτό του˙ αν δεν έκαμα έτσι δεν θα ελευθερωνόμουν ποτέ. Ας μάθη τώρα ο κόσμος
πως με αυτήν μου την ανδρεία νικώ τις χώρες και τα πάθη μου˙ πώς είμαι βασιλεύς
της Κωνσταντινουπόλεως και του εαυτού μου.
Ποιός
είναι αυτός, Χριστιανέ; Είναι ένας Αγαρηνός βασιληάς, του οποίου η πίστις και η
εξουσία του επιτρέπει να έχη όσες γυναίκες ορέγεραι. Και μ’ όλα ταύτα όχι μόνον
άφησε, εχώρισε, έδιωξε μα και έσφαξε μιαν αγαπημένη κόρη, για να αποφύγη την
κατάκρισι του κόσμου και για να διαφυλάξη την υπόληψι του ονόματός του.
Και
συ ποιός είσαι; Ένας Χριστιανός του οποίου η πίστις δεν επιτρέπει παρά μία
γυναίκα, αυτήν που σου προσφέρει η Εκκλησία και ο Θεός. Χριστιανός που πρέπει
να αποφεύγης όχι μόνον την κατάκρισι του κόσμου, αλλά και την αιώνιο κόλασι˙
που πρέπει να φυλάξης όχι μόνον το όνομα αλλά και την ψυχή. Χριστιανός που
ελπίζης στην Βασιλεία των Ουρανών.
Τώρα,
όμως, λόγω της πόρνης ή της ξένης γυναίκας με την οποία συζής, λυπούνται οι
γονείς σου, κλαίει η γυναίκα σου, σε μέμφονται οι συγγενείς σου, σε ελέγχουν
κρυφά οι πνευματικοί και φανερά οι διδάσκαλοι, σε κατακρίνει όλος ο κόσμος.
Έγινες ο μύθος της πόλεως… Όλη κλαίει για την κατάντια σου ή γελά με την
ανοησία σου. Μα αυτό είναι το λιγώτερο. Σε αποστρέφεται η Εκλλησία γι’ αυτό και
δεν σου παρέχει τα Άχραντα Μυστήρια! Σε εγκατέλειψε ο φύλακας άγγελός σου, ο
οποίος είναι καθαρόν πνεύμα και βδελύσσεται τις ακαθαρσίες σου! Σε εβαρέθη ο
Θεός και αδυνατεί πλέον να σε υπομένει! Παραφυλάει καθ’ ώρα ο διάβολος για να
σου αρπάξη την ψυχή! Σε περιμένει ο άδης με το στόμα ανοιχτό για να σε καταπιή
στην κόλασι! Και συ ακόμη αναμένεις; Απορείς και δεν ξέρεις τι να κάμης για να
την χωρίσης; Αχ, Χριστιανέ! Όσο κάνεις αυτούς τους συλλογισμούς και μετράς αυτό
και εκείνο, δεν λύνεις ποτέ τον δεσμό… Σήμερα δημιουργείται ένα, αύριο άλλο
εμπόδιο και ο διάβολος κάνει τον δεσμό ακόμη πιο σφιχτό…
Σπαθί,
σπαθί! Αδελφέ, εδώ απαιτείται μία στέρεη απόφασις και οφείλεις να πης ότι θέλω
να μετανοήσω˙ να χωρίσω την πόρνη και να σώσω την ψυχή μου. Θέλω, γιατί όσο
παραμένω πόρνος, παύω να είμαι Χριστιανός! Μακρυά από την εξομολόγησι, μακρυά
από τα Άχραντα Μυστήρια, μακρυά από την Μητέρα μου την Εκκλησία και από τον
Πατέρα μου τον Θεό, γιος ξεκληρισμένος και κολασμένος ζωντανός! Θέλω, θέλω
χωρίς άλλο, χωρίς να χάνω καιρό! Έτσι κόβεται ο δεσμός και είθε να σε φωτίση ο
Θεός να τον κόψης το γρηγορώτερο. Αν είναι δυνατόν σήμερα, μη αναμένης το
αύριο, την τελευταία ώρα! Διότι το άκουσες πως όποιος μπορεί τώρα και δεν θέλει
να μετανοήση, ίσως θα έλθη καιρός να θέλη και να μη μπορή…
5 σχόλια:
Ποιος είναι ο Ηλίας ο Μηνιάτης;
Πρώτη φορά τον ακούω. Μου είναι παντελώς άγνωστος
Ἠλίας Μηνιάτης,
Ἐπίσκοπος Κερνίτζης καὶ Καλαβρύτων
ΣΥΝΤΟΜΗ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ὁ Ἠλίας Μηνιάτης (Ληξούρι 1669 - Πάτρα 1714) ἦταν ὁ σημαντικότερος ἐκκλησιαστικὸς ρήτορας τῆς Τουρκοκρατίας καὶ διατέλεσε ἐπίσκοπος Κερνίκης (ἢ Κερνίτζης ἢ Κερνίτσης) καὶ Καλαβρύτων κατὰ τὰ τρία τελευταῖα ἔτη της ζωῆς του.
Γεννήθηκε στὸ Ληξούρι Κεφαλληνίας τὸ ἔτος 1669. Γονεῖς του ἦσαν ὁ ἱερέας Φραγκίσκος Μηνιάτης καὶ ἡ Μορεζίνα Περιστιάνου. Τὰ πρῶτα γράμματα τὰ διδάχτηκε ἀπὸ τὸν πατέρα του, ποὺ ἦταν πρωτοπαπᾶς στὸ Ληξούρι. Τὸ 1681 καὶ πάλι ὁ πατέρας του τὸν πῆγε στὴ Βενετία καὶ τὸν ἔγραψε στὸ Φλαγγινιανὸ Φροντιστήριο, ὅπου ἐπὶ ὀκτὼ ἔτη σπούδασε ἀρχαία ἑλληνικὴ φιλολογία καὶ μαθηματικά, καθὼς ἐπίσης λατινικὰ καὶ φιλοσοφία.
Ἐκεῖ φοίτησε κάτω ἀπὸ τὴν προστασία τοῦ Μελετίου Τυπάλδου, ἱεροκήρυκα καὶ δασκάλου τῆς Ἑλληνικῆς κοινότητας τῆς Βενετίας. Ὅταν ὁ Μελέτιος Τυπάλδος ἔγινε μητροπολίτης Φιλαδελφείας, ὁ Μηνιάτης ἔγινε γραμματέας του καὶ τὴν ἴδια χρονιὰ ἔγινε διάκονος καὶ ἱεροκήρυκας στὴν ὀρθόδοξη ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τῆς Βενετίας. Παράλληλα δίδαξε στὴ Φλαγγίνειο Σχολὴ ἀπὸ τὸ 1688 ὡς τὸ 1690, καθὼς καὶ κατὰ τὰ ἔτη 1698-1699.
Συνέχεια από το προηγούμενο
Στὸ διάστημα 1691-1698 ἔζησε καὶ δίδαξε στὴν Κεφαλλονιά, τὴν Ζάκυνθο καὶ τὴν Κέρκυρα ὡς διδάσκαλος τῆς φιλοσοφίας καὶ ὡς ἱεροκήρυκας. Μετὰ τὴν ἐπιστροφὴ καὶ σύντομη παραμονή του στὴν Βενετία (1698-1699), διέμεινε ἐπὶ ἑπτὰ ἔτη στὴν Κωνσταντινούπολη (1699-1707), ὅπου ἐπὶ Πατριάρχου Γαβριήλ, ἔγινε καθηγητὴς τῆς πατριαρχικῆς σχολῆς καὶ ἱεροκήρυκας τῶν πατριαρχείων, μὲ ἀπονομὴ εἰδικοῦ τίτλου σὲ πατριαρχικὸ σιγίλλιο. Φεύγοντας ἀπὸ τὴν Πόλη, ἐπέστρεψε στὴν Κεφαλονιά, ἀλλὰ τελικῶς ἐγκατεστάθη στὴν Κέρκυρα.
Τὸ 1710 ἐξελέγη ἐπίσκοπος Κερνίτζης καὶ Καλαβρύτων καὶ χειροτονήθηκε τὸ 1711. Ὅμως, ἀπεβίωσε μόλις τρία ἔτη ἀργότερα, τὴν 1η Αὐγούστου 1714 στὴν Πάτρα σὲ ἡλικία μόλις 45 ἐτῶν. Παρὰ τὴν εὐρύτερη ἀποδοχὴ τοῦ προσώπου του ὡς ἐντίμου κληρικοῦ, τὴν ἄριστη φήμη του ὡς ρήτορος, ὁ Ἠλίας Μηνιάτης δὲν ὑπῆρξε ἰδιαίτερα ἀγαπητὸς στὴν ἐπισκοπή του, γιὰ τὸν λόγο ὅτι εἶχε σπουδάσει στὴν Βενετία. Μετὰ τὸν θάνατό του, τὸ λείψανό του ἐνταφιάστηκε ἀπὸ τὸν πατέρα του στὸν ναὸ τοῦ Ἁγίου Νικολάου τῶν Μηνιατῶν στὸ Ληξούρι.
Τὸ κατεξοχὴν ἔργο τοῦ Μηνιάτη ἦταν τὸ κήρυγμα, καὶ μάλιστα σὲ ἁπλὴ γλώσσα, ὅπως εἶχε καθιερωθεῖ κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Τουρκοκρατίας, ἔτσι ὥστε ἡ διδασκαλία νὰ εἶναι κατανοητὴ στὸν λαό. Ὁ Μηνιάτης ἐπηρεάστηκε ἀπὸ τὴν μαθητεία του στὴν Ἰταλία καὶ ἀκολούθησε στὸ ἔργο του τὴν παράδοση τῆς περίτεχνης ῥητορικῆς ἐπεξεργασίας τοῦ λόγου.
Τὰ ἔργα τοῦ Ἠλία Μηνιάτη τυπώθηκαν μετὰ τὸ θάνατό του.
Τὸ 1716 ἐξεδόθη στὴν Βενετία τὸ ἔργο του μὲ τίτλο «Διδαχαὶ εἰς τὴν ἁγίαν καὶ μεγάλην Τεσσαρακοστὴν καὶ εἰς τὰς Κυριακὰς τοῦ ἐνιαυτοῦ καὶ ἐπισήμους ἑορτὰς μετά τινων πανηγυρικῶν λόγων» μὲ ἐπιμέλεια τοῦ πατέρα του· ἀκολούθησαν 23 ἐκδόσεις τῶν Διδαχῶν μέχρι τὸ 1900, γεγονὸς ποὺ ἀποδεικνύει τὴν δημοτικότητα τοῦ ἔργου του στὸ ἀναγνωστικὸ κοινό. Ὄντως, τὸ βιβλίο αὐτὸ ὑπῆρξε ἕνα ἀπὸ τὰ δημοφιλέστερα λαϊκὰ ἀναγνώσματα τοῦ 18ου καὶ 19ου αἰ.
Τὸ 1718 μὲ τὴν ἐπιμέλεια τοῦ πατέρα του ἐκδόθηκε ἡ «Πέτρα σκανδάλου», ἔργο ἱστορικὸ-δογματικό, ποὺ ἀναφέρεται στὸ σχίσμα Ἀνατολικῆς καὶ Δυτικῆς Ἐκκλησίας. Τὸ ἔργο αὐτὸ κίνησε τὸ διεθνὲς ἐνδιαφέρον τῆς ἐποχῆς ἐκείνης καὶ μεταφράστηκε στὰ λατινικὰ (1752), στὰ ἀραβικὰ (1721) καὶ στὰ ρωσικὰ (1754), συζητήθηκε ἐπίσης καὶ σχολιάστηκε πολύ.
Τὴν διατριβὴ αὐτὴ συνέγραψε ὁ μακαριστὸς συγγραφέας παρακινηθεὶς ἀπὸ κἄποιον ἄρχοντα (ἄγνωστο σ᾿ ἐμᾶς), ὅπως ἀναφέρεται σὲ ἐπιστολὴ τοῦ πατέρα του, παπα-Φραγκίσκου Μηνιάτη, «θείῳ ζήλῳ κινηθεὶς παρά τινος ὀρθοδοξοτάτου αὐθέντου προσταχθεὶς» καὶ ὅπως καταγράφει καὶ ὁ ἴδιος στὸ πρῶτο μέρος τῆς διατριβῆς αὐτῆς «Ἐζήτησαν παρ᾿ ἐμοῦ, ἄρχων ἐνδοξώτατε καὶ εὐσεβέστατε νὰ μάθουν καταλιπῶς τί εἶναι ἐκεῖνο ὅπου χωρίζει τὰς δύο Ἐκκλησίας».
Ἔτσι, στὸ μὲν Α´ Βιβλίο (μέρος) τῆς διατριβῆς αὐτῆς ἀναφέρονται τὰ αἴτια καὶ γεγονότα τοῦ Σχίσματος τῶν Δυτικῶν ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Στὸ Β´ Βιβλίο, ἀνασκευάζονται βάσει τῆς Ἁγίας Γραφῆς, Ἱερῶν Κανόνων καὶ Ἁγιοπατερικῶν συγγραμμάτων οἱ πέντε βασικὲς διαφορὲς ποὺ χωρίζουν τοὺς Παπικοὺς ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία.
Τιμῶντες τὴν ἐπέτειο τῶν τριακοσίων σαράντα ἐτῶν ἀπὸ τὴν γέννηση τοῦ μεγάλου ἐκκλησιαστικοῦ ρήτορα Ἠλία Μηνιάτη, προβαίνουμε στὴν νέα ἔκδοση τοῦ ἔργου «Πέτρα Σκανδάλου» μὲ ἠλεκτρονικὴ στοιχειοθεσία.
Ν.Μ.
Ευχαριστώ πάρα πολύ.
Μ.Κ
Ο/Η ΜΑΚΑΡΙΟΙ ΟΙ ΠΤΩΧΟΙ ΤΩ ΠΝΕΥΜΑΤΙ είπε...
Ευχαριστώ πάρα πολύ.
Μ.Κ
"Αδελφός υπό αδελφού βοηθούμενος, ως πόλις οχυρά και υψηλή." (Παροιμίες 18, 19).
Δημοσίευση σχολίου