Πολύς λόγος γίνεται συχνά από θεολογικούς νόες, που στέκονται με σκεπτικισμό ή με έκδηλο αρνητισμό, μπροστά στις έννοιες «παράδοση» και «παρελθόν» της Εκκλησίας, για την ανάγκη μιας αναδείξεως ή προβολής του υπαρξιακού χαρακτήρος των δογμάτων της Εκκλησίας σε κάθε συγκεκριμένη «μεταγενέστερη» από μια «παλαιότερη» εποχή. «Τα δόγματα στην ορθόδοξη Εκκλησία είναι ζωή και συνεπώς πρέπει να έχουν άμεσες και αποφασιστικές επιπτώσεις στην ύπαρξή μας, να είναι αποκάλυψη της Αληθείας, δηλαδή φανέρωση καίριων και ακραίων, μεθοριακών καταστάσεων της ύπαρξης»(1). Αλλά ποιος άραγε θα πρέπει να παρουσιάζει στον εκάστοτε «σύγχρονο» κόσμο την αλήθεια, ότι τα δόγματα είναι ζωή και έχουν άμεσες και αποφασιστικές επιπτώσεις στην ύπαρξή μας; Η απάντηση σε μια τέτοια ερώτηση είναι συχνά μονολεκτική· η θεολογία. «Η θεολογία έχει καθήκον να ερμηνεύει τα δόγματα, ώστε να φανεί πως και γιατί εξαρτάται από αυτά η ύπαρξή μας»(2). Η τελευταία αυτή υπόδειξη—πρόταση της «θεολογίας», ως ερμηνεύτριας, του «πως και του γιατί» του υπαρξιακού χαρακτήρος των δογμάτων, δεν αποτελεί, σε καμμιά περίπτωση, τη λύση του ζητουμένου, δηλ. της αναδείξεως του χαρακτήρος αυτού σε κάθε εποχή, αν ο όρος θεολογία εκφέρεται αορίστως, χωρίς συγκεκριμένη «υπαρξιακή» ταυτότητα.
Για ποια θεολογία πρόκειται ή ποια θεολογία υπονοείται, αφού η «ομολογιακή ορθοδοξία είναι μια νεκρή ορθοδοξία»;(3) Μήπως ως θεολογία υπονοείται η «ακαδημαϊκή» θεολογία ή μήπως γίνεται αναφορά στο μέσο όρο εκφορών θεολογικού λόγου ποικίλων παραγόντων υπεύθυνου ρόλου διδασκαλίας της πίστεως; Ή μήπως πρόκειται για τη «θεολογία»--φάντασμα, εκείνων των διανοητών, που αναζητούν άλλοθι ελευθέρας εκφράσεως υποκειμενικών-προσωπικών θεολογικών θέσεων, ως νέων προοπτικών του μέλλοντος της ορθοδοξίας; Μια κριτική και μάλιστα μια καταδικαστική κριτική (μομφή «νεκρή ορθοδοξία»), που αναθέτει το ρόλο της σωτηρίας μιας καταστάσεως «νεκρής και βαλτωμένης» πνευματικής ζωής, σε εξωτερικό, «αντικειμενικό», παράγοντα αδιευκρίνηστης υπαρξιακής ταυτότητος, δείχνει μάλλον μια προσπάθεια «εξόδου» ή «φυγής», του κρίνοντος και καταδικάζοντος, μακριά από τη συνειδητή ή υποσυνείδητη αίσθηση της προσωπικής ευθύνης του, στο κατηγορούμενο αντικείμενο. Όταν ισχυριζόμαστε, ότι «η θεολογία της Εκκλησίας δεν έχει χρέος μόνο να περιγράφει τα δόγματα, επαναλαμβάνοντας τη διατύπωση που πήραν αυτά στο παρελθόν» αλλά έχει επίσης καθήκον αυτή «η θεολογία να τα ερμηνεύει, ώστε να φανεί πως και γιατί εξαρτάται από αυτά η ύπαρξή μας», αναθέτουμε πράγματι σε μια θεολογία άλλοθι την προσωπική μας ευθύνη και υποχρέωση να εκφράσουμε εμείς βιωματικά-υπαρξιακά το νοηματικό περιεχόμενο των δογμάτων. Αφού εξάλλου κάθε υπαρξιακό μας αίτημα, όπως εν προκειμένω η ζωντανή προβολή των δογμάτων, είναι πρώτα-πρώτα δικό μας αίτημα και ως τέτοιο δείχνει το βιωματικό μας έλλειμμα, κάθε κατηγορία και καταδίκη, οποιουδήποτε άλλου, έξω από εμάς, δείχνει πειστικά τη φύση και τον υπαρξιακό χαρακτήρα του προσωπικού μας προβλήματος. Σε μια τέτοια περίπτωση, η καταδίκη της ομολογιακής ορθοδοξίας ως «νεκρής ορθοδοξίας», όπως και απ΄ όπου κι΄ αν εκφέρεται, υποδηλώνει πλεονάζουσα προσωπική… νέκρα, που εκτονώνεται, με ψυχοδυναμική συνέπεια, σε μια όντως ζωντανή ομολογιακή ορθοδοξία, η οποία είναι πάντοτε εδραιωμένη στις συνειδήσεις των αγωνιζομένων πιστών, ως λάβαρο αυθεντικής ευαγγελικής πίστεως αλλά και ως διαχρονικός βωμός ομολογιακού μαρτυρίου. Το νέφος των μαρτύρων και των αγίων της αενάως ογκούμενο και πάντοτε «περικείμενον ημίν», μας δίνει αδιάψευστα τον τρόπο της προβολής του υπαρξιακού χαρακτήρος των δογματικών αληθειών, των ασαλεύτων θεμελίων της διαχρονικής της υποστάσεως και πορείας μέσα στον κόσμο. Είναι γεγονός, ότι το ανθρώπινο πλήρωμα της Εκκλησίας, ίσως πρώτα-πρώτα οι ταγοί της και κατά συνέπεια και το ποίμνιό της, δείχνουν συχνά σημάδια πνευματικής κρίσεως ή και νέκρας. Ελλείψεως ζωντανού πατερικού βιώματος και αλάνθαστης πίστεως στη ευαγγελική αλήθεια. Αλλά σε μια τέτοια περίπτωση οι όροι «θεολογία της Εκκλησίας» ή απλώς «η θεολογία», όταν καλούνται ως θεωρητικά ή νοητά μεγέθη να αναλάβουν την ευθύνη της ερμηνείας του υπαρξιακού χαρακτήρος των δογμάτων, χρησιμοποιούνται ως δικαιολογία και κάλυψη της δικής μας ευθύνης, για τη βιωματική μας ασυνέπεια και επομένως για την αγιοπνευματική μας ακαρπία! Αντίθετα η θεολογία, που μόνη αυτή μπορεί να ερμηνεύσει τον χαρακτήρα αυτό, είναι η προσωπική μας θεολογία, που παράγεται υπό τους όρους της ορθοδόξου πατερικής πνευματικότητος. Ο άγιος Μάξιμος (ο οποίος χαρακτηρίζεται από σύγχρονο θεολόγο, διαπρεπή… αιρεσιάρχη, προδότης του πατερικού πνεύματος!) παρακαλεί τον πνευματικό του πατέρα Κόνωνα να ικετεύει το Θεό να ευρίσκεται πάντοτε σε σωστό δρόμο σωτηρίας, με τη θεοφιλή βίωση του σταυρού, του θανάτου, της ταφής και της αναστάσεως του Χριστού(4). Ας το χωνέψουν οι αρνητές της λυτρωτικής ενεργείας του σταυρικού μυστηρίου· το πατερικό φρόνημα δεν είναι μόνο αναστάσιμο αλλά σαφώς και αναμφισβητήτως σταυροαναστάσιμο! Πρόκειται για μια μυστηριακή λυτρωτική πραγματικότητα, που δεν «μερίζεται» σε κομμάτια, που εξυπηρετούν τις προσωπικές μας σκοπιμότητες και πιεστικές ψυχολογικές μας ανάγκες! Είναι φανερό ότι, όταν καταργούμε τη λυτρωτική δύναμη του σταυρού και στοχεύουμε απροϋποθέτως, αποκλειστικώς και μόνο, στην ανάσταση του Χριστού, την ζωοποιό νέκρα, που οφείλουμε στον εαυτόν μας αλλά την αρνούμεθα, την προβάλλουμε αρνητικά στο ενοχλητικό κεντρί, που ερεθίζει την αρρωστημένη αθεράπευτα «ορθόδοξη» συνείδησή μας· την αβίωτη, στη προσωπική μας ζωή, Αλήθεια της Ορθοδοξίας! Τότε, ναι, έχουμε δίκιο, ό,τι έχουμε μέσα μας, είναι πράγματι μια «νεκρή ομολογιακή ορθοδοξία»!1. Βλπ. Τριμηνιαία Έκδοση Ι. Μ. Σερβίων και Κοζάνης. Τεύχ.
1. Φθινόπωρο 2001, σελ. 230.
2. Στο ίδιο.
3. Στο ίδιο.
4. Βλπ. Άρθρο μας στο περ. «Πειραϊκή Εκκλησία». Αρ. Φ.
115, Απρίλιος 2001, σελ. 18 εξ. Με τίτλο Αναστάσιμα άμετρα και … αιρετικά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου