«Κατ’
ἐμαυτοῦ ὤμοσα... καὶ στήσω τὸν ὅρκον μου ὅν ὤμοσα... ἄνθρωποι μὲν γὰρ κατὰ τοῦ
μείζονος ὀμνύουσι, καὶ πάσης αὐτοῖς ἀντιλογίας πέρας εἰς βεβαίωσιν ὁ ὅρκος».
(Γεν. 22,16-17, 26,3 & 32,13 – Ἑβρ. 6,16).
Ο ΘΕΜΙΤΟΣ
ὅρκος στὸ Ὄνομα τοῦ ἀληθινοῦ ζῶντος Θεοῦ, ἀπαντᾶται τόσο στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ὅπου
μάλιστα καὶ ἐπιβάλλεται, καὶ ἀπαγορεύεται μόνον ἡ κακὴ χρήση του, «καὶ οὐκ ὀμεῖσθε(=
ὁρκιστεῖτε) τῷ ὀνόματι ἐπ’ ἀδίκῳ...» (Λευιτ. 19, 12, πρβλ. Ἔξδ. 22,7-8 &
22,11 - Ἀριθ. 5,21), ὅσο καὶ στὴν Καινὴ Διαθήκη, ὅπου ὁ Θεάνθρωπος Κύριός μας Ἰησοῦς
Χριστὸς δὲν ἀρνήθηκε τὸν ὅρκο, «καὶ ἀποκριθείς ὁ ἀρχιερεὺς εἶπεν αὐτῷ, ἐξορκίζω
σε κατὰ τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος, ἵνα ἡμῖν εἴπης εἰ σὺ εἶ ὁ Χριστός ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ.
Λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς, σὺ εἶπας (= ναί, τὸ εἶπες ἐσύ, ὅτι εἶμαι ὁ Χριστὸς ὁ Υἱὸς
τοῦ Θεοῦ)». ( Ματθ. 26,63- 64). Ὁ Θρησκευτικὸς λοιπὸν ὅρκος εἶναι, ἢ Βεβαιωτικὸς
(=ἀναφέρεται στὸ παρελθὸν καὶ τὸ παρὸν), ἢ ὑποσχέσεως (= ἀναφέρεται στὸ
μέλλον). ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ: 1.-) Στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ὁ Ἴδιος ὁ Θεὸς βεβαιώνει μὲ ὅρκο τὶς ἐπαγγελίες
του πρὸς τὸν Ἀβραὰμ καὶ τοὺς Ἰσραηλίτες,
«Κατ’ ἐμαυτοῦ ὤμοσα καὶ οὐκ ἐφείσω τοῦ
υἱοῦ σου... Καὶ στήσω τὸν ὅρκο μου ὅν ὤμοσα Ἀβραὰμ τῷ πατρί σου... Ὤμοσε Κύριον
τὸ Δαυὶδ ἀλήθειαν καὶ οὐ μὴ ἀθετήσει αὐτήν... Καὶ ἀνάξει ὑμᾶς ὁ Θεὸς ἐκ τῆς γῆς
ταύτης εἰς τὴν γῆν, ἥν ὤμοσεν ὁ Θεὸς τοῖς πατράσιν ὑμῶν Ἀβραὰμ καὶ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακώβ...
». (Γέν. 22,16-17, 26,3 καὶ 50,24. Ἔξοδ. 32,13 Ψαλμ. 131,11). Καὶ οἱ Ἄγγελοι ὁρκίζονται
στὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, «... Καὶ ὁ Ἄγγελος... ἦρε τὴν χεῖρα αὐτοῦ τὴν δεξιὰν εἰς τὸν
οὐρανὸν καὶ ὤμοσεν ἐν τῷ ζῶντι εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων...». (Ἀποκ. 10,5-6).
2΄.-) Στὴν Καινὴ Διαθήκη ὁ Θεάνθρωπος Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς δὲν ἀρνήθηκε τὸν
ὅρκο, ὅταν τοῦ τὸν ἐπέβαλε ὁ ἀρχιερέας, ἀλλὰ τὸν ἐπιβεβαίωσε μὲ τὸ «σὺ εἶπας»
(Ματθ. 26,63-64, ἐνθ᾽ ἀν.). Ἐπίσης, καὶ ὅταν βεβαιώνει ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς τὴν ἀλήθεια
τῶν λεγομένων Του, μὲ τὸ «Ἀμὴν – Ἀμὴν λέγω ὑμῖν», ὁρκίζεται στὸν ἑαυτόν Του. Ὁ Ἀπόστολος
τῶν Ἐθνῶν Παῦλος ἐπανειλημμένως ἐπεκαλέσθη μάρτυρα, γιὰ τὴν ἀλήθεια τῶν
λεγομένων του, τὸ Θεό, τὸν Θεάνθρωπο Ἰησοῦ Χριστό, καὶ τὴν συνείδησή του, «ἀλήθειαν
λέγω, ἐν Χριστῷ, οὐ ψεύδομαι, συμμαρτυρούσης καὶ τῆς συνειδήσεώς μου ἐν
Πνεύματι Ἁγίῳ» (Ρωμ. 1,9 καὶ 9,1 πρβλ. Β´ Κορ. 1,23. Γαλ. 1,20. Φιλιπ. 1,8. Α΄
Θεσ. 2,10, καὶ ἀλλαχοῦ). 3´.-) Καὶ οἱ ἅγιοι Οἰκουμενικοὶ Πατέρες τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας
μας, ἰδίως στὶς Συνόδους, ἀναγκαζόντουσαν πολλὲς φορὲς «νὰ βεβαιώνουν ἐνόρκως τὰ
λεγόμενά τους, καὶ ἄλλοτε ἀπαιτοῦσαν ἔνορκες βεβαιώσεις ἀπὸ τοὺς ἄλλους» (Παν.
Χ. Δημητρόπουλος « ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΗΘΙΚΗ» Σελ. 150 ). Ἡ ὀρθὴ ἑρμηνεία
τῆς σημασίας τοῦ ὅρκου Βεβαίωσης ἔχει ὡς ἀπώτερο σκοπό: α΄.-) Νὰ ἐμποδίσει στὸ
νὰ καταλήξουν οἱ πιστοὶ νὰ ὁρκίζονται σὲ ὀνόματα ψεύτικων θεῶν, καὶ ὁπουδήποτε ἀλλοῦ.
β΄.-) Ὁ ὅρκος ποὺ δίνεται ἀπὸ τὸν ὁρκιζόμενο στὸ ὄνομα τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, νὰ
φανερώνει τὴν πίστη του στὸν ὁρκιζόμενο ζῶντα Θεό, ὁ ὁποῖος, εἶναι ὁ ἄγρυπνος ἐπόπτης
τοῦ ἠθικοῦ νόμου καὶ τῆς ἀλήθειας, ταυτόχρονα δὲ καὶ ὁ ἀδέκαστος τιμωρὸς κάθε ἀθέτησης
αὐτοῦ. Συνεχίζοντας ὁ Πανεπιστημιακὸς Καθηγητὴς κ. Παν. Χ. Δημητρόπουλος γιὰ τὸν
ὅρκο, ἀναφέρει μὲ κατηγορηματικότητα: «Καθ’ ἑαυτὸν ὁ ὅρκος εἶναι σημαντικός τῆς
ἀξίας τὴν ὁποίαν κέκτηται ἡ ἀλήθεια ὡς παράγων ἁρμονίας καὶ τάξεως εἰς τὰς κοινωνικάς
τῶν ἀνθρώπων σχέσεις χάριν τῆς ἐξακριβώσεως τῆς ὁποίας καὶ ἐπιβάλλεται. Οὕτως,
εἰς πᾶσαν ἐποχὴν « οἱ ἄνθρωποι κατὰ τοῦ μείζονος ὀμνύουσι καὶ πάσης αὐτῆς ἀντιλογίας
πέρας εἰς βεβαίωσιν ὁ ὅρκος» (ἐνθ’ ἀν.). Ὁ ὅρκος ὑπάρχει, καὶ χρησιμοποιεῖται ἀπὸ
τοὺς ἀνθρώπους, ἢ ἀπὸ τὸ Θεὸ ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων, ἐξ αἰτίας τοῦ ψεύδους ποὺ ἐπικρατεῖ
στὶς κοινωνικὲς σχέσεις τῶν ἀνθρώπων καὶ τῆς ἀπιστίας, ἢ τῆς σκληροκαρδίας, ἡ ὁποία
διακρίνει αὐτοὺς στὶς σχέσεις τους μὲ τὸ Θεό. 4.΄-) Καὶ οἱ εὐχὲς καὶ τὰ διάφορα
τάματα ποὺ ὑπόσχονται οἱ πιστοὶ στὸ Θεό, στὴν Παναγία μας, καὶ σὲ κάποιον Ἅγιο,
ἀλλὰ προσέτι καὶ ἡ ὑπόσχεση τῶν Μοναχῶν περὶ ἀγαμίας, ἀγγελικῆς ζωῆς, ἀκτημοσύνης
καὶ ἐγκατάλειψης τοῦ κόσμου καὶ τῶν τοῦ κόσμου, ἔχουν τὴν ἔννοια τοῦ ΟΡΚΟΥ. Ὕστερα
ἀπὸ ὅλα αὐτὰ τὰ Ἁγιογραφικὰ καὶ ἄλλα ντοκουμέντα, καὶ προσέτι ἀπὸ τὰ ὅσα ἀναφέρει
περὶ τοῦ Θρησκευτικοῦ ΟΡΚΟΥ καὶ ὁ Πανεπιστημιακὸς Καθηγητὴς κ. Γεώργιος Ἰ. Μαντζαρί- δης: «Ἡ Χριστιανικὴ κοινωνία ἐξακολουθεῖ
νὰ ζῆ καὶ νὰ κινεῖται ἐντός τοῦ πεπτωκότος τούτου κόσμου καὶ νὰ ἔρχεται εἰς ἀμέσους
σχέσεις καὶ συναλλαγάς μετὰ τῶν λοιπῶν ἀνθρώπων. Τὸ φαινόμενο τοῦτο καθιστᾶ
πράγ- ματι συζητήσιμον τὴν χρησιμότητα τοῦ ὅρκου, τουλάχιστον εἰς τὰς σχέσεις τῶν
πιστῶν μετὰ τοῦ κόσμου. Ἀλλὰ καὶ εἰς τὰς πρὸς ἀλλήλους σχέσεις τῶν πιστῶν, ἐφ’ ὅσον
οὗτοι διατελοῦν ὑπὸ τὴν ἐπήρειαν τοῦ πονηροῦ καὶ τὸν πειρασμὸν τοῦ ψεύδους, θὰ ἠδύνατο
ἐπίσης νὰ θεωρηθεῖ ὡς ἀναγκαία ἡ χρῆσις τοῦ ὅρκου εἰς ἐξαιρετικάς
περιπτώσεις...» (ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΗΘΙΚΗ σελ. 271), θεωρῶ ὅτι ἀβίαστα πλέον ὁδηγούμεθα
στὸ συμπέρασμα, ὅτι ἡ χρήση τοῦ Θρησκευτικοῦ ΟΡΚΟΥ εἶναι μᾶλλον ὑποχρεωτικὴ στὶς
σχέσεις τῶν ἀνθρώπων γενικά, καὶ κυρίως, στὸν ὅρκο Βεβαιώσεως (= στὴ Δικαιοσύνη
), καὶ τὸν Ὑποσχετικὸ (= στὸ Δημόσιο, καὶ
στὸν Μοναχισμὸ), ἐφ’ ὅσον δὲν εἶναι ἀντίθετος πρὸς τὴν διδασκαλία τῆς Ἁγίας
Γραφῆς, «... κατ’ ἐμαυτοῦ ὤμοσα ... καὶ στήσω τὸν ὅρκο μου ὅν ὤμοσα Ἀβραὰμ ... ἄνθρωποι
μὲν γὰρ κατὰ τοῦ μείζονος ὀμνύουσι, καὶ πάσης αὐτοῖς ἀντιλογίας πέρας εἰς
βεβαίωσιν ὁ ὅρκος». (Γέν. 22,16-17 – Ἑβρ. 6,16, καὶ ἀλλαχοῦ τῆς Γραφῆς, ἒνθ’ ἀν.).
Δὲν πρέπει νὰ μᾶς ἐπηρεάζει τὸ Ἁγιογραφικὸ «... ἔστω δὲ ὁ λόγος ὑμῶν ναὶ ναί,
καὶ οὐ οὐ» ( Ματθ. 5,37 ), γιατί προβλέπει μιὰ ἐλπιζομένη τέλεια ἐπὶ τῆς γῆς
Χριστιανικὴ κοινωνία τῶν τέκνων τοῦ ζῶντος Θεοῦ, «γενηθήτω τὸ θέλημά σου, ὡς ἐν
οὐρανῷ, καὶ ἐπὶ τῆς γῆς» (Λουκ. 11,2), καὶ δὲν ἀναφέρεται ποσῶς στὶς σημερινὲς ἀπάνθρωπες
κοινωνίες, ὅπου τὰ πάντα θυσιάζονται στὸ βωμὸ τῆς βασιλείας τοῦ ψεύδους καὶ τῆς
ἀπάτης... Ὅσο γιὰ τὴν ἀπαγόρευση τοῦ ὅρκου ἀπὸ τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, «ἐγὼ
δὲ λέγω ὑμῖν μὴ ὀμόσαι ὅλως» Ματθ. 5,33), τοῦτο δύναται νὰ νοηθεῖ, μόνον ἐντὸς
τοῦ γενικότερου πνεύματος καὶ τοῦ σκοποῦ τῆς ζωῆς τῶν Χριστιανῶν. Συνεπῶς, θὰ
πρέπει νὰ ἀπορριφθεῖ ἡ ἐφαρμογὴ τοῦ ὅρκου στὶς ἔννοιες «συνείδηση καὶ τιμὴ», οἱ
ὁποῖες εἶναι ἔννοιες ἄκρως ὑποκειμενικές, καὶ νὰ παραμείνει ὑποχρεωτικὸς ὁ
Θρησκευτικὸς ὅρκος στὴν Δικαιοσύνη, στὸ Δημόσιο, στὴν Ἠθικὴ δέσμευση, καὶ γενικῶς
στὶς ὅποιες δεσμεύσεις, κατὰ τὸν Πανεπιστημιακὸ κ. Παν. Χ. Δημητρόπουλο, «Ὀφείλομεν
νὰ ὁρκιζώμεθα μετὰ τῆς προσηκούσης εὐλάβειας καὶ προσοχῆς, ὥστε νὰ ἀληθεύωμεν
πάντοτε, ἵνα μὴ ἐνδεχομένως ὑποπέσω- μεν εἰς τὸ ἁμάρτημα τῆς ψευδορκίας ἢ τῆς ἐπιορκίας,
γενόμενοι παραβάται τοῦ καθήκοντος ἡμῶν, τοῦ σεβασμοῦ τοῦ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ, καὶ
σοβαροτάτη ἠθικὴ ἡμῶν ζημία ». (ἒνθ’ ἀν. σελ. 152 ). Ἑπομένως λοιπόν, κάθε ἄλλη
ἀστήρικτη καὶ ἐντελῶς ξεκρέμα- στη ἄποψη – γνώμη, περὶ τῆς ἀπαγορεύσεως τοῦ
Θρησκευτικοῦ ὅρκου Βεβαιώσεως στὰ Δικαστήρια, καὶ Ὑποσχέσεως σὲ Δημόσιο, καὶ
μάλιστα ἀπὸ ἄτομα, Ταγοὺς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας Ἐκείνου, «τυφλοὶ ὁδηγοὶ», ποὺ
ἀγνο οῦν, ἐνσυνείδητα τὴν Ἁγία Γραφή, προκειμένου νὰ νεωτερίσουν καὶ νὰ γίνουν
πρόσωπα τῆς ἡμέρας τῶν ΜΜΕ, τὰ λεγόμενά τους αὐτὰ οἱ πιστοί, περὶ τοῦ Θρησκευτικοῦ
ΟΡΚΟΥ, νὰ τὰ ἀγνοοῦν γράφοντάς τα, κατὰ τοὺς σοφοὺς ἀρχαίους προγόνους μας «εἰς
τέφραν, ἢ εἰς ὕδωρ».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου