«Τό σφάλλειν ἀνθρώπινον, τό ἐμμένειν σατανικόν, τό μετανοεῖν θεῖον»! Τοῦ Δημητρίου Χατζηνικολάου, πρ. Ἀν. Καθηγητοῦ τοῦ Πανεπιστημίου Ἰωαννίνων

Εἰσαγωγή

Δέν εἶμαι σίγουρος ἄν πρέπῃ νά συνεχίσω τόν διάλογον μέ τόν θεολόγον κ. Π. Τρακάδαν, καθότι εἰς τήν ἀπάντησίν του εἰς τό ἄρθρον μου μέ τίτλον «Πρός μεμαθηκότας εἰς τό αἱρετίζειν» [«Ὀρθόδοξος Τύπος» («ΟΤ»), 19-1-24] ἐμμένει εἰς τάς γνωστάς ἀντιφάσεις καί διαστροφάς τῆς ἀληθείας, καθώς καί εἰς τήν λογικῶς ἐσφαλμένην μέθοδον τῆς «λήψεως τοῦ ζητουμένου», παρά τό γεγονός ὅτι ἔχω ἤδη ἀποδείξει τά σφάλματά του αὐτά. Ἔτι χειρότερον, χάριν ἐντυπωσιασμοῦ, προβαίνει εἰς πομφόλυγας, περί δῆθεν «κονιορτοποιήσεως» τῶν ἐπιχειρημάτων μου καί «ἥττης» μου καί περί δῆθεν συντριβῆς τῶν ἐπιχειρημάτων τοῦ π. Θεοδωρήτου ὑπό τοῦ π. Ἐπιφανἰου, ἐνῷ κατ’ ἀλήθειαν συνέβη τό ἀκριβῶς ἀντίθετον! Ἐκτρέπεται δέ καί εἰς ὕβρεις καί συκοφαντίας ἐναντίον μου δι’ ἔλλειψιν ἐντιμότητος, διά δῆθεν «ὠμήν παραχάραξιν» τοῦ ΙΕ՛ Κανόνος καί τῶν λεγομένων του, «ψευδεῖς ἰσχυρισμούς», «παραποίησιν ἱστορικῶν γεγονότων» κ.λπ. Δυστυχῶς, τά στοιχεῖα αὐτά ὑπάρχουν εἰς τόν παρόντα διάλογον, ἀλλ’ εἰς τήν πλευράν τοῦ κ. Τρακάδα. Ἄς μοῦ ἐπιτραπῆ νά ἐπισημάνω τά κυριώτερα.

Περί τοῦ ΙΕ՛ τῆς ΑΒ՛ καί πάλιν ὁ λόγος

Γράφει ὁ κ. Τρακάδας: «Ὁ Κανὼν εἶναι δυνητικός, τόσον ἐπειδὴ συμφωνοῦν ὅλοι οἱ Κανονολόγοι, ἐν οἷς καὶ ὁ ἀνυπέρβλητος π. Ἐπιφάνιος, ὅσον καὶ ἀπὸ τὴν συγκεκριμένην διατύπωσίν του: οὔτε ἐπιβάλλει ἀποτείχισιν οὔτε τιμωρεῖ ὅσους δὲν διακόπτουν τὴν κοινωνίαν (εἰς τὴν ἀντίθετον περίπτωσιν -ὅπου θὰ ἦτο ὑποχρεωτικός-, θὰ ὑπῆρχε σαφὴς προσταγὴ καὶ ἐπιπλέον τιμωρία διὰ τοὺς μὴ τηροῦντας αὐτόν). Τὰ ὅσα ἰσχυρίζεται ὁ κ. Χατζηνικολάου, δηλ. ὅτι «ὁ Κανὼν δὲν εἶναι οὔτε ὑποχρεωτικὸς οὔτε δυνητικὸς» εἶναι κενολογίαι, διότι μόνον δύο δυνατότητες ὑπάρχουν «tertium non datur». Ἂν δὲν εἶναι οὔτε ὑποχρεωτικὸς οὔτε δυνητικός, τότε τί εἶναι; Ἂν ὁ κ. Χατζηνικολάου δὲν τὸν θεωρῆ τίποτε ἀπὸ τὰ δύο, τότε διατί παρέθεσε τὸν Βαλσαμῶνα καὶ τὸν Μίλας, ὑπογραμμίζων ὅτι αὐτοὶ τὸν θεωροῦν ὑποχρεωτικόν; Τελικῶς, ὅλοι οἱ Κανονολόγοι κάνουν λάθος καὶ μόνον ὁ κ. Χατζηνικολάου ἔχει δίκαιον; ... Διερωτᾶται κανείς: τότε διὰ ποῖον λόγον ἐθεσπίσθη ὁ ΙΕ΄ Κανών, ἂν ὄχι διὰ νὰ θέση ὅρους εἰς τὴν πρᾶξιν τῆς ἀποτειχίσεως;»

Ἐκκινῶ τήν ἀπάντησίν μου ἀπό τό τελευταῖον ἐρώτημα τοῦ κ. Τρακάδα:  «διὰ ποῖον λόγον ἐθεσπίσθη ὁ ΙΕ΄ Κανών;». Ὁ π. Γεώργιος Μεταλληνός (+2019) μᾶς ἐδίδαξεν ὅτι ἡ ὀρθή ἑρμηνεία τῶν ἱστορικῶν γεγονότων ἀπαιτεῖ τήν κατανόησιν τῶν συνθηκῶν πού ἐπεκράτουν ὅταν αὐτά συνέβησαν. Οἱ ἱστορικοί Ἀρχιμ. Β. Στεφανίδης (Ἐκκλησιαστική ἱστορία: ἀπ’ ἀρχῆς μέχρι σήμερον, Ἐκδ. Παπαδημητρίου, Β՛ ἔκδ., Ἀθῆναι, 1959, σ. 345-349) καί Ἀρχιμ. Φ. Βαφείδης (Ἐπίτομος ἐκκλησιαστική ἱστορία: Ἀπό τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ μέχρις ἁλώσεως τῆς Κωνσταντινουπόλεως (1-1453 μ.Χ.) πρός χρῆσιν τῶν σχολείων, Κων/λις, 1884, σ. 157-160) μᾶς πληροφοροῦν ὅτι ἡ ΑΒ՛ Σύνοδος (861) συνεκλήθη διά δύο λόγους. Πρῶτον, διότι εἶχεν ἀναβιώσει ἡ ἤδη καταδικασθεῖσα ὑπό τῆς Ζ՛ Οἰκ. Συνόδου (787) αἵρεσις τῆς εἰκονομαχίας καί οἱ εἰκονομάχοι ἐδίωκον τούς Ὀρθοδόξους, φθάσαντες εἰς τό σημεῖον νά τούς φονεύουν διά μαχαίρας κατά τήν Α՛ συνεδρίαν τῆς Συνόδου (Πηδάλιον, σ. 344). Δεύτερον, διότι οἱ Ὀρθόδοξοι ἦσαν τότε διῃρημένοι εἰς δύο ἀντιμαχομένας, ἀλληλοϋβριζομένας, ἀλληλοκαθῃρουμένας καί ἀλληλοαναθεματιζομένας μερίδας: τούς «Ζηλωτάς», οἱ ὁποῖοι ἐστήριζον τόν Ἰγνάτιον, καί τούς «Πολιτικούς», οἱ ὁποῖοι ἐστήριζον τόν Φώτιον. Οἱ μέν ἦσαν ἐχθροί τῆς ἀρξαμένης ἀναγεννήσεως τῶν γραμμάτων, οἱ δέ θιασῶται αὐτῆς· οἱ μέν ἐπολέμουν τάς ἐπεμβάσεις τῆς πολιτείας εἰς τά ἐκκλησιαστικά, οἱ δέ ἦσαν ὑπέρ αὐτῶν ἤ τοὐλάχιστον ἠνείχοντο αὐτάς· οἱ μέν ἐστιγμάτιζον δημοσίως τάς ἠθικάς παρεκτροπάς, οἱ δέ ἦσαν ἐπιεικεῖς. Ὁ Ἰγνάτιος μάλιστα ἠρνήθη τήν θείαν κοινωνίαν εἰς τόν πανίσχυρον κυβερνήτην τοῦ Βυζαντινοῦ κράτους Βάρδαν, λόγῳ τῆς σχέσεως αὐτοῦ μέ τήν Εὐδοκίαν, συζύγου τοῦ ἀποθανόντος υἱοῦ του. Ἀλλά καί ὁ Φώτιος ἐτιμώρησε καί ἐξώρισε πολλούς ἐκ τῶν ἀντιπάλων του. Διά τούς λόγους αὐτούς, ὑπῆρχε μέγας διχασμός καί πολλαί ἀλληλοκαθαιρέσεις καί ἀλληλοαναθεματισμοί, ἄρα καί πολλαί ἀποτειχίσεις. Συνεπῶς, ὑπῆρχε τότε ἡ ἀδήριτος ἀνάγκη ν’ ἀποφανθῇ ἡ ΑΒ՛ Σύνοδος πότε ἐπιτρέπεται ἡ ἀποτείχισις (ὅταν ἐγίνετο λόγῳ τῆς εἰκονομαχίας) καί πότε ὄχι (ὅταν ἐγίνετο διά λόγους ἠθικῆς κ.λπ.).

Αὐτό ἀκριβῶς ἔπραξεν ἡ Σύνοδος διά τοῦ ΙΕ՛ Κανόνος: διέκρινε τούς ἀποτειχισμένους εἰς δύο κατηγορίας καί τούς μέν ἐπῄνεσε τούς δέ κατέκρινε. Δέν ἠσχολήθη μέ τούς μή ἀποτειχιζομένους, καθότι τό θέμα της δέν ἦτο «τί δέον γενέσθαι ἐν καιρῷ αἱρέσεως». Οὔτε ἐχρειάζετο ν’ ἀσχοληθῇ μέ τό γενικώτερον αὐτό θέμα, ἐφόσον τό ὑποχρεωτικόν τῆς ἀποτειχίσεως τῶν ἐν γνώσει κοινωνούντων μέ τήν αἵρεσιν ἀπετέλει κρυσταλλίνην διδασκαλίαν τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τήν ἀποστολικήν ἐποχήν καί εἶχεν ἤδη θεσπισθῆ ὑπό τῆς Ζ՛ Οἰκ. Συνόδου: «Τοῖς κοινωνοῦσιν ἐν γνώσει τοῖς ὑβρίζουσι καί ἀτιμάζουσι τάς σεπτάς Εἰκόνας, ἀνάθεμα» (Ζ’ Οἰκ. Σύνοδος, Πράξεις Α' και Ε'). Ὁ «Δυνητισμός», ὅτι δηλαδή ὁ ΙΕ՛ Κανών ἐπιτρέπει δῆθεν εἰς τόν πιστόν νά μή ἀποτειχίζηται πρό συνοδικῆς διαγνώσεως ἀπό μίαν κατεγνωσμένην ὑπό Πατέρων ἤ Συνόδων αἵρεσιν πού κηρύσσεται «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ», καί ἐν γνώσει του νά κοινωνῇ μέ αὐτήν, ἀντιβαίνει εἰς τήν διδασκαλίαν τῆς Ἐκκλησίας καί παραχαράσσει ὠμῶς τόν ἐν λόγῳ Κανόνα. Ὅσον δέν κατανοεῖται τό οὐσιῶδες αὐτό γεγονός, ὅτι τό θέμα τοῦ Κανόνος ἦτο ἀποκλειστικῶς καί μόνον οἱ ἀποτειχισμένοι, πρός ἐξάλειψιν τοῦ μεγάλου διχασμοῦ καί τῶν ταραχῶν, καί ὄχι «τί δέον γενέσθαι ἐν καιρῷ αἱρέσεως», καί γίνεται προσπάθεια νά ἑρμηνευθῇ ὡς εἴτε δυνητικός εἴτε ὑποχρεωτικός, ἀναποδράστως θά παρερμηνεύηται, καθότι τρίτη δυνατότης δέν ὑπάρχει. Ὡς θά ἴδωμεν κατωτέρω, καί ὁ κ. Τρακάδας, ἀντιφάσκων πρός ἑαυτόν, γράφει -- ἐπιτέλους ὀρθῶς! -- ὅτι «ὁ ΙΕ΄ Κανὼν δὲν ἐπιτρέπει τὴν κοινωνίαν μὲ αἱρετικούς»!

Εἰς τήν ἀπάντησίν του εἰς τό πρῶτον ἄρθρον μου («ΟΤ», 10-11-23), ὁ κ. Τρακάδας ἔγραψεν: «Ὁ κ. Χατζηνικολάου προβαίνει περαιτέρω καὶ εἰς παράθεσιν χωρίων ἐκ τῆς Ἁγίας Γραφῆς, Ἁγίων Πατέρων καὶ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Γνωστὸν τοῖς πᾶσι ὅτι ἡ Ἁγία Γραφὴ καὶ ἡ Ἱ. Παράδοσις βρίθουν προτροπῶν ἀποφυγῆς τῶν αἱρετικῶν, ἑτεροφρόνων, σχισματικῶν κ.ἄ. Ἀλλοίμονον! Ἦτο ποτὲ δυνατὸν νὰ ἐνεθάρρυνον οἱ Θεοφόροι Διδάσκαλοι ἔστω τὴν συναναστροφὴν μὲ «ἄνδρας λαλοῦντας διεστραμμένα» ἐμβάζοντες εἰς πειρασμὸν ἀποπλανήσεως τοὺς πιστούς; Ὡστόσον, ἀφ’ ἑνὸς δύνανται νὰ παρατεθοῦν καὶ περιπτώσεις οἰκονομίας ἀκόμη καὶ εἰς δογματικὰ ζητήματα, ὅπως ἀνεπτύξαμεν εἰς προηγούμενον ἄρθρον, ἀφ’ ἑτέρου καὶ ἐξίσου καταλυτικὸν διὰ τὴν συζήτησιν εἶναι ὅτι: ὅλα αὐτὰ τὰ χωρία ἀνεκεφαλαιώθησαν ἀπὸ συγκεκριμένους Ἱ. Κανόνας περὶ ἀποτειχίσεως. Δὲν ζῶμεν εἰς τὸ 400, 500 ἢ 600, ἀλλὰ μετὰ τὴν Πρωτοδευτέραν Σύνοδον. Ἑπομένως, ἀκόμη καὶ ἂν προσκομίση καὶ δεκάδας ἀκόμα χωρία οὐδὲν θὰ εἰσφέρη ὑπὲρ τῆς ἀποτειχίσεως ... Πάντως, ἡ συνοδικὴ ‘κονίστρα’ κατέληξεν εἰς τὸν ΙΕ΄ Κανόνα».

            Τό κείμενόν του αὐτό ἐσχολίασα ὡς ἑξῆς («ΟΤ», 19-1-24): «Ὁ κ. Τρακάδας ἰσχυρίζεται ὅτι ὁ ἐν λόγῳ ἱερός Κανών ἔχει λύσει τό θέμα τοῦ τί δέον γενέσθαι ἐν καιρῷ κηρυσσομένης αἱρέσεως, παρέχων δῆθεν τό δικαίωμα εἰς τόν πιστόν νά ἐπιλέγῃ εἴτε τήν κοινωνίαν μέ αἱρετικούς εἴτε τήν ἀποτείχισιν ἀπό αὐτούς, ὁπότε αἱ ἀναφοραί εἰς τήν Ἁγίαν Γραφήν, εἰς τούς Ἁγίους Πατέρας καί εἰς τήν Ζ΄ Οἰκουμενικήν Σύνοδον, αἱ ὁποῖαι ἀπαγορεύουν ρητῶς ἐπί ποινῇ ἀναθεματισμοῦ τήν κοινωνίαν μέ αἱρετικούς, περιττεύουν!!! ... Ἡ γνώμη αὐτή, ἐκτός ἀπό διαστροφήν τῆς Ἀληθείας, καθότι, ὡς προανεφέρθη, ὁ ἐν λόγῳ Κανών ΔΕΝ δίδει εἰς τόν πιστόν τήν ἐπιλογήν νά κοινωνῇ μέ αἱρετικούς, εἰσάγει καί μίαν νέαν διαστροφήν, καθότι ἐμφανίζει τήν ΑΒ΄ Σύνοδον νά νομοθετῇ ἀντιθέτως πρός τήν Ἁγίαν Γραφήν, τάς Οἰκ. Συνόδους καί τούς Ἁγίους Πατέρας!»

            Εἰς τήν ἀπάντησίν του («ΟΤ», 19-1-24), ὁ κ. Τρακάδας γράφει ὅτι ὁ ὡς ἄνω σχολιασμός τοῦ κειμένου του ἀποτελεῖ δῆθεν «ὠμήν παραχάραξιν» τοῦ ΙΕ՛ Κανόνος καί τῶν λεγομένων του, καθώς καί ὅτι ὁ ἰσχυρισμός μου ὅτι ὁ κ. Τρακάδας ἐμφανίζει τήν ΑΒ΄ Σύνοδον νά νομοθετῇ ἀντιθέτως πρός τήν Ἁγίαν Γραφήν, τάς Οἰκ. Συνόδους καί τούς Ἁγίους Πατέρας εἶναι δῆθεν ψευδής! Καιρός νά ἴδωμεν ποῖος παραχαράσσει ὠμῶς τόν ἐν λόγῳ Κανόνα καί ποῖος ψεύδεται, ὅπως ἀποδεικνύουν αἱ ἀντιφάσεις τοῦ κ. Τρακάδα. Μήπως δέν ἰσχυρίζεται ὅτι ζῶμεν εἰς τήν μετὰ τὴν Πρωτοδευτέραν ἐποχήν, ἡ ὁποία δῆθεν ἐνομοθέτησε τόν «Δυνητισμόν», καί ἄρα δέν δυνάμεθα πλέον νά ἐπικαλούμεθα προηγουμένας Συνοδικάς ἀποφάσεις καί διδασκαλίας; Περαιτέρω, προκειμένου «νά συμμαζέψῃ τά ἀσυμμάζευτα», ὁ κ. Τρακάδας γράφει: «Ὁ ΙΕ΄ Κανὼν δὲν ἐπιτρέπει τὴν κοινωνίαν μὲ αἱρετικούς, δηλώνει μόνον ὅτι διὰ τοὺς καθ’ ὑποψίαν αἱρετικοὺς δύναται κανεὶς νὰ παύση τὴν μνημόνευσιν, ἕως ὅτου ὑπάρξη συνοδικὴ κρίσις, ἡ ὁποία αὐτὴ καὶ μόνον θὰ κρίνη τελεσιδίκως ἐὰν ὄντως κάποιος εἶναι αἱρετικὸς ἢ ἂν ἄδικα κατηγορῆται ἢ ἐὰν ἐν τῷ μεταξὺ ὤν αἱρετικὸς μετενόησεν» (αἱ ὑπογραμμίσεις ἡμέτεραι). Πῶς εἴπατε, κ. Τρακάδα, «ὁ ΙΕ΄ Κανὼν δὲν ἐπιτρέπει τὴν κοινωνίαν μὲ αἱρετικούς»; Σύμφωνοι! Ἀντιλαμβάνεσθε, ὅμως, ὅτι ἀντιφάσκετε, καθότι γράφετε συνεχῶς ὅτι «ὁ Κανών εἶναι δυνητικός», πού σημαίνει ὅτι δύναταί τις πρό συνοδικῆς διαγνώσεως ν’ ἀποτειχισθῇ ἀπό ψευδεπίσκοπον κηρύσσοντα κατεγνωσμένην αἵρεσιν «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ», ἀλλά δύναται καί νά κοινωνῇ μέ αὐτόν; Ποῦ ἀκριβῶς ὁ ἐν λόγῳ Κανών ἀναφέρει τι διά «καθ’ ὑποψίαν αἱρετικοὺς»; Πουθενά! Ἐσεῖς τό προσεθέσατε αὐτό εἰς μίαν ἀπεγνωσμένην προσπάθειαν νά δικαιολογήσητε τάς ἀντιφάσεις σας! Ὁ Κανών ἀναφέρεται ρητῶς εἰς τήν πρό συνοδικῆς διαγνώσεως ἀποτείχισιν ἀπό ψευδεπισκόπους κηρύσσοντας «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ» κατεγνωσμένην ὑπό Πατέρων ἤ Συνόδων αἵρεσιν, καί ὄχι εἰς «καθ’ ὑποψίαν αἱρετικοὺς»! Ἡ πρόσθεσις πού ἐκάματε ἀποτελεῖ ὠμήν παραχάραξιν τοῦ Κανόνος!

Ὁ κ. Τρακάδας ὁμιλεῖ καί περί οἰκονομίας. Ἀλλ’ ὅπως προανέφερα, ὁ ΙΕ΄ Κανὼν δέν ἐπιβάλλει τήν ἀποτείχισιν -- αὐτό τό ἔκαμε ἡ Ζ΄ Οἰκ. Σύνοδος! Ἑπομένως, δέν ἀντιλαμβάνομαι τό νόημα τῆς οἰκονομίας ἐν προκειμένῳ. Ὁ λόγος διά τόν ὁποῖον παρέπεμψα εἰς τὸν Βαλσαμῶνα καὶ τὸν Μίλας εἶναι ὅτι θά ἦτο παράλειψις νά λέγω τήν ἰδικήν μου γνώμην, ἄν καί μή εἰδικός, ἐπί ἑνός θέματος πού ταράσσει τήν Ὀρθοδοξίαν κατά τά τελευταῖα 100 περίπου ἔτη, καί νά μή ἀναφέρω τάς γνώμας ἐπιφανῶν κανονολόγων. Εἶναι προδήλως ἐσφαλμένος ὁ ἰσχυρισμός τοῦ κ. Τρακάδα, ὅτι τὸ «ἐὰν» τοῦ Βαλσαμῶνος εἰς τήν φράσιν «ἐὰν ἑαυτὸν ἀποτειχίση» καί τό «εὖ ποιοῦντες» τοῦ Μίλας διά τούς πρό συνοδικῆς διαγνώσεως ἀποτειχειζομένους ἀπό κατεγνωσμένας αἱρέσεις πού κηρύσσονται «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ» ὑποδηλώνουν δῆθεν τό δυνητικόν τοῦ Κανόνος. Διότι ὑπάρχουν πάντοτε οἱ παραβάται τῶν συνοδικῶν ἀποφάσεων (ἐν προκειμένῳ τῆς Ζ΄ Οἰκ.), ὁπότε ἐάν τινες ἀποτειχισθοῦν ἀπό τούς ὡς ἄνω ἐν δυνάμει αἱρετικούς, αὐτοί ἐπαινοῦνται ὡς «εὖ ποιοῦντες». Μήπως καί τό «ἐάν» εἰς τό χωρίον «ἐάν τις τὸν λὸγον τὸν ἐμὸν τηρήσῃ, θάνατον οὐ μὴ θεωρήσῃ εἰς τὸν αἰῶνα» (Ἰω. 8:51) σημαίνει ὅτι ἔχομεν ἄδειαν νά μή τηρῶμεν τόν λόγον τοῦ Χριστοῦ;  Ἀλλά, πῶς εἶναι δυνατόν, κ. Τρακάδα, μέ τό «εὖ ποιοῦντες» ὁ Μίλας νά ὑποδηλώνῃ δυνητισμόν, καθ’ ἥν στιγμήν ὁ ἴδιος ὁμιλεῖ διά «δικαίωμα ἅμα καί χρέος» («ΟΤ», 10-11-23); «Ἆρά γε γινώσκεις ἅ ἀναγινώσκεις;» (Πρ. 8:30).

Ὁ κ. Τρακάδας γράφει ἀκόμη (χωρίς ν’ ἀναφέρῃ τήν πηγήν) ὅτι «ὁ ἴδιος ὁ Βαλσαμῶν [sic] καταγράφει ρητῶς τὸ σχόλιόν του ἐπὶ τοῦ Κανόνος, ὅτι οὗτος παρέχει δικαίωμα ὄχι ὑποχρέωσιν». Εἰς τό σχόλιον τοῦ Βαλσαμῶνος εἰς Γ.Α. Ράλλη καί Μ. Ποτλῆ, Σύνταγμα τῶν Θείων καί Ἱερῶν Κανόνων, τ. Β΄, σελ. 694-696, δέν ὑπάρχει ἡ φράσις «παρέχει δικαίωμα ὄχι ὑποχρέωσιν». Βεβαίως, ἄν καί ἡ ἰδική μου ἀνάγνωσις τοῦ ὡς ἄνω σχολίου τοῦ Βαλσαμῶνος εἶναι ὅτι αὐτός θεωρεῖ τόν Κανόνα  ὑποχρεωτικόν, ἐντούτοις, ἐάν ὑπῆρχεν ἡ ὡς ἄνω φράσις, θά μέ εὕρισκε σύμφωνον, ὑπό τήν προϋπόθεσιν βεβαίως ὅτι αἱ λέξεις «δικαίωμα» καί «ὑποχρέωσις» θ’ ἀνεφέροντο εἰς τήν ἀποτείχισιν, καί ὄχι εἰς τήν «μή ἀποτείχισιν», καθότι ὁ Κανών δέν δίδει ἄδειαν κοινωνίας μέ τήν αἵρεσιν. Καί πάλιν, ἡ αἰτία τῆς πλάνης τῶν «Δυνητιστῶν» εἶναι ὅτι ἐμμένουν εἰς τό σφάλμα ὅτι τό θέμα τοῦ Κανόνος εἶναι δῆθεν «τί δέον γενέσθαι ἐν καιρῷ αἱρέσεως» καί προσπαθοῦν νά τόν ἑρμηνεύσουν εἴτε ὡς δυνητικόν εἴτε ὡς ὑποχρεωτικόν, ἐνῷ δέν εἶναι τίποτε ἀπό τά δύο. Ἡ προσφιλής των φράσις ὅτι «ὁ Κανών παρέχει δικαίωμα, ὄχι ὑποχρέωσιν» εἶναι ὀρθή μόνον ὅσον ἀφορᾶ τήν ἀποτείχισιν, ἐνῷ οἱ «Δυνητισταί» τήν ἀντιλαμβάνονται καί ὡς δικαίωμα εἰς τήν κοινωνίαν μέ τήν αἵρεσιν! Αὐτό ἀποδεικνύεται ὄχι μόνον ἐκ τῶν κειμένων των, τά ὁποῖα, ὅπως μόλις ἀπέδειξα, εἶναι ἀντιφατικά, ἀλλά καί ἐκ τοῦ γεγονότος ὅτι κοινωνοῦν ἐν γνώσει των μέ τήν κατεγνωσμένην ὑπό Πατέρων καί Συνόδων παναίρεσιν -- ἤ μᾶλλον πανθρησκείαν -- τοῦ Οἰκουμενισμοῦ! Τί ἔτι χρείαν ἔχομεν μαρτύρων;

Ἐπ’ εὐκαιρίᾳ, θά ἤθελα νά σχολιάσω ὅτι, γενικῶς, αἱ συνοδικαί ἀποφάσεις δύνανται νά οἰκονομηθοῦν ὅταν ὑπάρχῃ συγκεκριμένος λόγος καί προοπτική καί πάντοτε «πρός καιρόν», ὄχι ἐς ἀεί. Ἡ αἵρεσις τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἤρχισε νά ἐφαρμόζηται ἐν τῇ πράξει τό 1924 μέ τήν εἰσαγωγήν τοῦ νέου ἑορτολογίου (ν.ἑ.)· ἐσυνέχισε μέ τήν ἔνταξιν τῶν «ὀρθοδόξων» εἰς τό «Π.Σ.Ε.» (1948 καί ἑξῆς)· προέβη ἐπισήμως εἰς τήν «ἄρσιν τῆς ἀκοινωνησίας», ἤτοι «ἄρσιν» τοῦ Σχίσματος τοῦ 1054 (7-12-1965)· συνῆψε συμφωνίας ἑνώσεως μέ Μονοφυσίτας (1990) καί Παπικούς (1993)· ἀνεγνώρισε «συνοδικῶς» τάς αἱρέσεις ὡς «ἐκκλησίας» μέ τήν «ἱστορικήν των ὀνομασίαν» (2016), καί συνεπῶς ἀνεγνώρισε τόν Παπισμόν ὡς «Καθολικήν Ἐκκλησίαν», πού εἶναι βεβαίως τό ὄνομα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας· καί, μονολεκτικῶς, καλπάζει! Διό καί ἡ Ρωσσική Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία τῆς Διασπορᾶς (ΡΟΕΔ) ἀνεθεμάτισε τόν Οἰκουμενισμόν (1983), πλῆθος δέ συγχρόνων πατέρων, ἐν οἷς καί ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς (1979+), ἀπεφάνθησαν ὅτι εἶναι «παναίρεσις»! Παρά ταῦτα, ἐσεῖς κ. Τρακάδα, κοινωνεῖτε μέ τούς Οἰκουμενιστάς ψευδεπισκόπους, κάμνοντες «οἰκονομίαν» χωρίς καμμίαν προοπτικήν καί χωρίς χρονικά ὅρια, θεωροῦντες προφανῶς αὐτούς ὡς «καθ’ ὑποψίαν αἱρετικούς»!

            Τέλος, ὁ κ. Τρακάδας θεωρεῖ ἀτυχές τό παράδειγμα τῆς ὑπό τοῦ Ἀλεξανδρείας Ἡρακλᾶ καθαιρέσεως τοῦ Θμουΐδος Ἀμμωνίου, ἐπειδή αὐτός ἐκοινώνησε μέ τόν Ὠριγένην, πρίν ὁ τελευταῖος καταδικασθῇ ὡς αἱρετικός, τό ὁποῖον ἀνέφερα, προκειμένου νά δείξω τό ὑποχρεωτικόν τῆς ἀποτειχίσεως ἀκόμη καί ἀπό ἀκρίτους αἱρετικούς. Ὁ κ. Τρακάδας γράφει ὅτι ἠναγκάσθη «μετά λύπης» νά «καταδείξῃ» ὅτι δῆθεν παραποιῶ τά ἱστορικά γεγονότα, ὥστε νά λάβω «ὁριστικήν καί ἀποστομωτικήν ἀπάντησιν», διότι, ὅπως γράφει, ὁ Ὠριγένης ἦτο πολλαπλῶς καταδικασμένος ὡς αἱρετικός. Ὡς πηγάς, ὁ κ. Τρακάδας προσκομίζει τόν Δοσίθεον, εἰς τόν ὁποῖον παρέπεμψα καί ἐγώ, καθώς καί τόν ἱ. Φώτιον. Ἀλλ’ ἡ φράσις τοῦ Δοσιθέου, «τοῦ Ὡριγένους ἐξωσθέντος τῆς Ἐκκλησίας ὡς βλασφήμου ὑπό τοῦ Ἀλεξανδρείας Ἡρακλᾶ» (Δωδεκάβιβλος, Βιβλίον Γ΄, Κεφ. Η΄, Παρ. Β΄), σημαίνει ὅτι ὁ Ἡρακλᾶς ἐξεδίωξε τόν Ὠριγένην ἀπό τήν Ἐκκλησίαν τῆς Ἀλεξανδρείας, ὄχι ὅμως καί ὅτι τόν ἀφώρισεν! Ὁ δέ Φώτιος γράφει: «Ἦν ἐν ταῖς ἡμέραις τοῦ αὐτοῦ ἁγιωτάτου Ἡρακλᾶ Ὠριγένης ὁ καλούμενος Ἀδαμάντιος, τήν ἰδίαν φανερῶς ἐξηγούμενος αἵρεσιν, τετράδι καί παρασκευῇ. Τοῦτον τοίνυν ὡς παραποιοῦντα τήν ὑγιαίνουσαν διδασκαλίαν, καί παραχαράσσοντα τήν ὀρθόδοξον πίστιν, ἐχώρησεν ὁ αὐτός ἅγιος ἐπίσκοπος Ἡρακλᾶς καί ἐδίωξε τῆς Ἀλεξανδρείας. Ὁ δέ αὐτός ἐκκήρυκτος Ὠριγένης, ἀπερχόμενος εἰς τάς τῆς Συρίας πόλεις ...» (P.G. 104, 1229). Αὐτά σημαίνουν ἐξορίαν τοῦ Ὠριγένους ἀπό τήν Ἐκκλησίαν τῆς Ἀλεξανδρείας, κ. Τρακάδα, ὄχι ἀφορισμόν! Ἐσεῖς παρεποιήσατε τά χωρία τοῦ ἱ. Φωτίου καί τοῦ Δοσιθέου, ὄχι ἐγώ! Ἄν ὁ Ἡρακλᾶς εἶχεν ἀφορίσει τόν Ὠριγένην, τότε ὁ Φώτιος καί ὁ Δοσίθεος ἀσφαλῶς θά τό ἔγραφον. Ὁ Καθηγητής τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τῆς Χάλκης Β. Σταυρίδης γράφει: «Καί ὁ ἱ. Φώτιος ὁμιλεῖ περί τῆς ὑπό τοῦ Ἡρακλᾶ ἐκ τῆς Ἀλεξανδρείας ἐκδιώξεως τοῦ Ὠριγένους» (Αἱ Ὠριγενιστικαί Ἔριδες, 1958, σελ. 559, αἱ ὑπογραμμίσεις ἡμέτεραι).

Ἐκ τῶν ὑστέρων, συνεβουλεύθην πολλούς ἱστορικούς, οἱ ὁποῖοι γράφουν μέν πολλά διά τόν Ὠριγένην, ἀλλά δέν ἀναφέρουν καταδίκην του ὡς αἱρετικοῦ ἐν ὅσῳ αὐτός ἔζη. Βλ. π.χ. Εὐσεβίου Καισαρείας, Ἐκκλησιαστική ἱστορία, Βιβλίον ΣΤ΄. Ὁ Στεφανίδης (ἔ.ἀ., σ. 238-239) ἀναφέρει ὅτι, κατά μίαν γνώμην ἐκφρασθεῖσαν εἰς τήν Ε΄ Οἰκ. Σύνοδον, ὁ Ὠριγένης «ἐθεωρήθη ὡς διαρκῶς ἐκ τῆς Ἐκκλησίας ἀποκλεισθείς, ὅτε ἀκόμη ἔζη» καί ὅτι, κατά τόν αὐτοκράτορα Ἰουστιανιανόν, ἀφωρίσθη ὑπό τοῦ Ἡρακλᾶ. Οἱ περισσότεροι ἱστορικοί, ὅμως, ἀναφέρουν μόνον τήν καθαίρεσιν τοῦ Ὠριγένους ὑπό τοῦ Ἀλεξανδρείας Δημητρίου εἰς δύο συνόδους (231-232) διά τόν αὐτο-ευνουχισμόν του καί διά τήν παρ’ ἐνορίαν χειροτονίαν του εἰς πρεσβύτερον (Στεφανίδης, ἔ.ἀ., σελ. 126). Οἱ Σταυρίδης (ἔ.ἀ., σελ. 554) καί Στεφανίδης (ἔ.ἀ., σελ. 126) θέτουν ἐρωτηματικόν εἰς τό ἄν αἱ δύο αὐταί σύνοδοι ἀφώρισαν τόν Ὠριγένην. Μάλιστα, ὁ Σταυρίδης (ἔ.ἀ., σελ. 556) γράφει περαιτέρω: «Ὡρισμένοι ἐκ τῶν ἀρχαίων -- μεταγενεστέρων τοῦ Ὡριγένους -- καί ἐκ τῶν συγγραφέων τῶν νεωτέρων χρόνων προσθέτουν εἰς τά αἴτια τῆς ὑπό τοῦ Δημητρίου καταδίκης τοῦ Ὠριγένους καί τάς δογματικάς αὐτοῦ ἀποπλανήσεις. Ἡ ὑπόθεσις αὕτη δέν ἔχει ὑπέρ αὐτῆς μαρτυρίας τῶν συγχρόνων τοῦ Ὠριγένους, οὔτε εἶναι δυνατόν νά φέρῃ πολλάς πιθανότητας ὑποστηρίξεως, ἕνεκα τῆς ἐξαιρετικῆς θέσεως, τήν ὁποίαν ἐξηκολούθει νά κατέχῃ ὁ Ὠριγένης κατά τούς χρόνους τῆς μετέπειτα αὐτοῦ Ἐκκλησιαστικῆς σταδιοδρομίας ἐν Καισαρείᾳ καί λόγῳ τοῦ ὅτι ὁ παράγων οὗτος ἐτονίσθη μᾶλλον κατά τήν διάρκειαν τῶν Ὠριγενιστικῶν Ἐρίδων» (τέλος τοῦ Γ΄, ἀρχή τοῦ Δ΄ αἰῶνος, αἱ ὑπογραμμίσεις ἡμέτεραι). Ὁ Βαφείδης (ἔ.ἀ., σελ. 91) γράφει ὅτι ὁ Ὠριγένης κατέστη ὕποπτος διά δογματικάς ἀποκλίσεις μετά τήν αἵρεσιν τοῦ Ἀρείου (Δ΄ αἰών). Ὁ δέ Σωκράτης (Ε΄ αἰών, Ἐκκλησιαστική ἱστορία, ἐκ τῆς Β΄ ἐκδ. τοῦ Migne,  Ἀθῆναι, 1901) γράφει διά τόν Ὠριγένην ὅτι ἦτο ἀνήρ πάσης σοφίας ἐπιστήμων (σ. 165)· ὅτι ματαίως ἐκατηγορήθη (σ. 321)· ὅτι ἦτο μεγάλη ἡ δόξα του εἰς ὅλην τήν οἰκουμένην (σ. 323)· ὅτι ὁ Μ. Ἀθανάσιος ἐχρησιμοποίει τά βιβλία του κατά τῶν Ἀρειανῶν (σ. 412)· ὅτι τά βιβλία του διεβλήθησαν καί κατεκρίθησαν, ἀλλ’ ὄχι ὁ ἴδιος, καθώς καί ὅτι ὁ Ἐπιφάνιος Κύπρου (Δ΄ αἰών) δέν τόν εἶχεν ἀκοινώνητον (σ. 413, 417). Αὐτά ἀρκοῦν διά νά θεωρηθῇ βεβαία ἡ καταδίκη τοῦ Ὠριγένους ὡς αἱρετικοῦ ἐν ὅσῳ ἀκόμη ἔζη (ἀπέθανε τό 254). Συνεπῶς, οἱ πανηγυρισμοί τοῦ κ. Τρακάδα, ὁ ὁποῖος ταυτίζει τήν «ἔξωσιν» τοῦ Ὠριγένους ἀπό τήν Ἐκκλησίαν τῆς Ἀλεξανδρείας μέ τόν ἀφορισμόν του, καθώς καί αἱ ψευδεῖς κατηγορίαι του ἐναντίον μου, δείχνουν τήν ἐπιπολαιότητα καί τήν ἀμάθειάν του.

Ἄς μοῦ ἐπιτραπῇ, ὅμως, νά ἐρωτήσω τά ἑξῆς. Πρῶτον, ὅταν αἱ γνῶμαι τῶν ἱστορικῶν διΐστανται εἰς τό θέμα τῆς καταδίκης τοῦ Ὠριγένους ὡς αἱρετικοῦ ἐν ὅσῳ αὐτός ἔζη, πῶς ὁ κ. Τρακάδας εἶναι σίγουρος καί μάλιστα γράφει ὅτι δῆθεν παρεποίησα τά ἱστορικά γεγονότα; Δεύτερον, ἀντιλαμβάνεται ὅτι τό παράδειγμα αὐτό ὄχι μόνον δέν εἶναι ἄσχετον, ὅπως γράφει, ἀλλά εἶναι καί καταλυτικόν διά τήν περίστασιν; Διότι, ναί μέν ἴσως νά μή εἶναι κατάλληλον νά χρησιμοποιηθῇ διά τήν περίπτωσιν τῶν ἀκρίτων αἱρετικῶν (τοῦτο ἀπαιτεῖ περαιτέρω ἔρευναν), ἀλλά ἐλέγχει τόν κ. Τρακάδαν, ὁ ὁποῖος ἀφενός «πανηγυρίζει» διά τήν ἀβεβαίαν καταδίκην τοῦ Ὠριγένους ὡς αἱρετικοῦ ὑπό μιᾶς ἐνδημούσης συνόδου, καί ἀφετέρου καταφρονεῖ τόν βέβαιον ἀναθεματισμόν μιᾶς τοπικῆς Ἐκκλησίας (τῆς ΡΟΕΔ) κατά τοῦ Οἰκουμενισμοῦ (1983)! Μέ τόν ὁποῖον ὄχι μόνον κοινωνεῖ, ἄν καί γράφει ὅτι οἱ Θεοφόροι Πατέρες ἀπαγορεύουν τήν συναναστροφὴν μὲ «ἄνδρας λαλοῦντας διεστραμμένα», ἀλλά καί κατακρίνει τούς ἀποτειχιζομένους! Πλήρης ἀναντιστοιχία λόγων καί πράξεων!

Περί τοῦ ἡμερολογιακοῦ ζητήματος καί ἄλλα τινά

Περί τῆς εἰσαγωγῆς τοῦ ν.ἑ., ἔγραψα ἱκανά εἰς τό προηγούμενον ἄρθρον μου («ΟΤ», 19-1-24), ὅπου ἀπέδειξα ὅτι ἔχει δογματικόν χαρακτῆρα, διότι, πρῶτον, ἔγινε χάριν τῆς «ἑνώσεως» τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μέ τόν Παπισμόν (διάβαζε τῆς ὑποταγῆς της εἰς αὐτόν) καί, δεύτερον, προεκάλεσε σχίσμα, βλάπτουσα τό δόγμα τῆς Μιᾶς Ἐκκλησίας. Ἐτόνισα δέ ὅτι τό σχίσμα ἀνεμένετο νά γίνῃ, καθότι τό «Λατινικόν Καλεντάριον» κατεκρίθη Συνοδικῶς τόν 16ον αἰῶνα καί δέν ὑπῆρχε πανορθόδοξος συμφωνία διά τήν εἰσαγωγήν του (ἤ ἐκδοχῆς τινος αὐτοῦ) εἰς τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν. Βεβαίως, ἡ εἰσαγωγή τοῦ ν.ἑ εἶχε ὡς συνέπειαν νά καταργηθοῦν καί τινα ἐπί μέρους δόγματα. Χάριν παραδείγματος, ἡ ΣΤ' Οἰκ. Σύνοδος διδάσκει ὅτι πρέπει νά ὑπάρχῃ μία λειτουργική καί ἑορτολογική τάξις εἰς ὁλόκληρον τήν οἰκουμένην (56ος Κανών). Ἦτο δέ γνωστόν πρό τοῦ 1924 ὅτι πολλοί δέν θά ἠκολούθουν τό ν.ἑ., ὁπότε θά διεσαλεύετο αὐτή ἡ τάξις. Ὡς ἕν δεύτερον παράδειγμα, αἰ Οἰκ. Σύνοδοι ἀπαγορεύουν εἰς τούς Ὀρθοδόξους νά ἐπιδιώκουν τόν συνεορτασμόν τῶν ἑορτῶν μέ αἱρετικούς (37ος Κανών τῆς ἐν Λαοδικείᾳ τοπικῆς Συνόδου, ἐπικυρωθείς ὑπό τοῦ 2ου Κανόνος τῆς ΣΤ' Οἰκ.). Ἡ εἰσαγωγή τοῦ ν.ἑ. προκειμένου οἱ Ὀρθόδοξοι νά συνεορτάζουν τάς κινητάς ἑορτάς μέ τούς αἱρετικούς (βλ. πατριαρχικάς Ἐγκυκλίους τῶν ἐτῶν 1902 καί 1920) ἰσοδυναμεῖ μέ κατάργησιν αὐτοῦ τοῦ δόγματος. Παρά ταῦτα, ὁ κ. Τρακάδας ἐπιμένει ὅτι δέν πρόκειται διά δογματικόν θέμα, ἀλλά διά θέμα 13 ἡμερῶν! Ἕν ἀκόμη παράδειγμα τῆς λογικῶς ἐσφαλμένης μεθόδου τῆς «λήψεως τοῦ ζητουμένου», τήν ὁποίαν χρησιμοποιεῖ κατά κόρον, ἐλλείψει ἐπιχειρημάτων. Τό αὐτό ἔπραξε καί ὁ ἀρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος εἰς τήν διδακτορικήν του διατριβήν, εἰς τήν ὁποίαν μέ παραπέμπει ὁ κ. Τρακάδας διά τό θέμα τοῦ ν.ἑ., καί ἡ ὁποία βρίθει διαστροφῶν τῆς ἀληθείας, ὅπως ὅτι «ἡ τοιαύτη μεταβολή δέν ἀντέκειτο εἰς τά δόγματα καί τούς κανόνας τῆς Ἐκκλησίας» (σελ. 44), ἐνῷ μόλις εἴδομεν ὅτι ἰσχύει τό ἀκριβῶς ἀντίθετον! Θεμελιώδης ἀρχή τῆς Ἐπιστήμης εἶναι ὅτι ἡ λῆψις τοῦ ἀποδεικτέου ὡς δεδομένου καί ἡ χρῆσις ἐσφαλμένων δεδομένων ὁδηγοῦν εἰς ἐσφαλμένα συμπεράσματα!

Διερωτᾶται ὁ κ. Τρακάδας: «Τί σχέσιν ἔχει ἡ ἄρσις τῶν ἀναθεμάτων μὲ τὸ ἡμερολόγιον; Ὁ κ. Χατζηνικολάου ἐπιχειρεῖ νὰ συνδέση αὐτὰ τὰ δύο, ὡς ἀπόρροιαν τὸ πρῶτον τοῦ δευτέρου. Ἀναφέρεται εἰς τὸ κείμενον τῆς ἄρσεως τῶν ἀναθεμάτων ἡ συμβολὴ τῆς ἀλλαγῆς ἡμερολογίου; Ἐὰν δὲν εἶχε συμβῆ ἡ ἀλλαγὴ, δὲν θὰ ἐλάμβανε χώραν ἡ ἄρσις τῶν ἀναθεμάτων;» Διά δέ τούς κληρικούς τοῦ π.ἑ. γράφει ὅτι δέν ἔχουν ἱερωσύνην, προφανῶς ὑπονοῶν τάς ὑπερορίους χειροτονίας των! Καί αὐτά πομφόλυγες εἶναι! Εἰς τό προηγούμενον ἄρθρον μου («ΟΤ», 19-1-24) καί εἰς τά δύο ἄρθρα ἐπί τοῦ ἡμερολογιακοῦ εἰς τά ὁποῖα παρέπεμψα (βλ. διαδίκτυον) παρουσιάζω ἀδιάσειστα στοιχεῖα πού ἀποδεικνύουν ὅτι ἡ εἰσαγωγή τοῦ ν.ἑ. ἔγινε χάριν τῆς «ἑνώσεως τῶν Ἐκκλησιῶν» καί ὅτι ἐν καιρῷ κηρυσσομένης αἱρέσεως ἤ διωγμοῦ τῆς Ἐκκλησίας ὄχι μόνον ἐπιτρέπονται εἰς τό Ὀρθόδοξον λεῖμμα αἱ παρ’ ἐνορίαν καί παρά κανόνας χειροτονίαι, ἀλλά καί ἐπαινοῦνται! Κατά τόν κ. Τρακάδαν, οἱ τοῦ π.ἑ. θά ἔπρεπε φαίνεται νά ζητήσουν χειροτονίας ἀπό τούς διώκτας των διά νά συνεχίσουν τήν ἀποτείχισιν! Ἀλλά τί λέγω; Εὐθύς ἐξ ἀρχῆς, ὁ κ. Τρακάδας ἀποφαίνεται, ὡς Ὑπερσύνοδος, ὅτι «οἱ μὲν Παλαιοημερολογῖται δὲν ἔχουν σχέσιν μὲ τὴν ἀποτείχισιν, τὸ δὲ παλαιοημερολογιτικὸν ἔχει λυθῆ ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας»! Πότε καί ὑπό ποιᾶς «ἐκκλησίας», κ. Τρακάδα; Μήπως αὐτῆς πού μέχρι τήν 15-2-2024 εὑρίσκετο εἰς τάς ὀκτώ αἱρέσεις καί τά τέσσαρα σχίσματα πού ἀνέφερα εἰς τό πρῶτον ἄρθρον μου («ΟΤ», 10-11-23) καί μετά τήν ἀποφράδα αὐτήν ἡμέραν ηὔξησε τάς αἱρέσεις της εἰς δέκα;

 

Ποῖαι εἶναι αἱ δύο νέαι αἱρέσεις; Πρῶτον, ἡ ἐκ μέρους τῆς «ἱεραρχίας» ἀποδοχή εἰς κοινωνίαν ὅσων ὑπεστήριξαν καί ἐψήφισαν τήν νομιμοποίησιν τοῦ σοδομισμοῦ σημαίνει ὅτι αὐτός ἔγινεν ἀποδεκτός ὡς κανονικότης· αἱ γνωμοδοτήσεις περί τοῦ ἀντιθέτου οὐδένα ἐχέφρονα πείθουν. Ὅπως μετέδιδον οἱ δημοσιογράφοι πρό τῆς 15-2-24, ἡ «ἱεραρχία» δέν ἐζήτησε ποτέ τήν ἀπόσυρσιν τοῦ αἰσχροῦ νομοσχεδίου! Ἀλλά τότε τί ἐζήτει μέ τάς ὑποκριτικάς ἀντιδράσεις της, πέραν βεβαίως ἀπό τό νά ρίψῃ στάχτην εἰς τά ὄμματα τοῦ λαοῦ; Ἄν ἦτο ὄντως κατά του ν/σ, θά ἐπροειδοποίει ὅτι θά ἀφώριζεν ὅλους τούς καθ’ οἱονδήποτε τρόπον συμβάλλοντας εἰς τήν ὑπερψήφισίν του καί τότε αὐτό μετά βεβαιότητος θ’ ἀπεσύρετο. Δεύτερον, ἡ ἐκ μέρους ψευδεπισκόπων τινῶν κήρυξις urbi et orbi ὅτι «ἡ ἐκκλησία δέν ἀντιδρᾶ, ἀγαπᾶ», τά δέ συλλαλητήρια, οἱ ἀφορισμοί κ.λπ. εἶναι δῆθεν ἀπαράδεκτα πράγματα, καθότι οἱ ἐξουσιασταί πού καταργοῦν τόν νόμον τοῦ Θεοῦ καί ἐπιβάλλουν τόν νόμον τοῦ Διαβόλου δέν εἶναι ἐχθροί τῆς «ἐκκλησίας»!!! Ἔτσι, ἐμμέσως, πλήν σαφῶς, καταργοῦν τήν δι’ ἀφορισμοῦ τῶν αἱρετικῶν αἱωνόβιον πρακτικήν τῆς Ἐκκλησίας καί τήν ἀντικαθιστοῦν μέ τήν ἀγαπολογίαν! Ἀλλ’ «ὁ μή λέγων ἀνάθεμα τοῖς αἱρετικοῖς, ἀνάθεμα ἔστω» (Ε՛ Οἰκ. Σύνοδος), ἄρα ὅσοι κοινωνοῦν ἐν γνώσει μετ’ αὐτῶν τῶν ψευδεπισκόπων εἶναι ἐν δυνάμει ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ καί διά τούς δύο ἐπιπλέον αὐτούς λόγους.

Τέλος, ὁ κ. Τρακάδας, γράφει ὅτι ἀγνοῶ καὶ τὰ στοιχειώδη, ἐπειδή  ἔγραψα «ἡ ἱερομάρτυς Αἰκατερίνη Ρούτη», διότι δῆθεν δέν δύναται νά χρησιμοποιηθῇ ἡ λέξις «ἱερομάρτυς» διά γυναῖκα! Ἀλλά τό λῆμμα «ἡ ἱερομάρτυς» ὑπάρχει εἰς τό Νέον Ὀρθογραφικόν Ἑρμηνευτικόν Λεξικόν τοῦ Δημητρίου Β. Δημητράκου, Ἐκδ. Χρ. Γιοβάνης, 1970, Ἀθῆναι, σελ. 700, καθώς καί εἰς τό λεξικόν τῆς κοινῆς νεοελληνικῆς, Ἰνστιτοῦτον Νεοελληνικῶν Σπουδῶν (Ἵδρυμα Μ. Τριανταφυλλίδη), Θεσσαλονίκη 1998, σελ. 609. Ἡ λέξις χρησιμοποεῖται καί εἰς τό διαδίκτυον.

Συμπέρασμα

Τά ὡς ἄνω δείχνουν ὅτι ὁ κ. Τρακάδας, ὤν γυμνός ἐπιχειρημάτων καί εἰς πλήρη ἀναντιστοιχίαν λόγων καί πράξεων, ἀντιφάσκει, οὐ γινώσκει ἅ ἀναγινώσκει, παραχαράσσει ὠμῶς τόν ΙΕ՛ Κανόνα τῆς ΑΒ՛ καί ἐμμένει εἰς τήν ἐμπάθειαν, τήν ἀμάθειαν καί τά λογικά καί ἐπιστημονικά λάθη του. Ἀδυνατεῖ νά ἴδῃ ὅτι αὐτά εἶναι τά λάθη πού μᾶς ἔχουν ὁδηγήσει ἐδῶ πού εὑρισκόμεθα καί, ἀντί αὐτοκριτικῆς, προβαίνει εἰς προσβολάς καί συκοφαντίας ἐναντίον μου. Κραδαίνων δέ τόν τίτλον τοῦ θεολόγου, κομπάζει ὅτι ἐκονιορτοποίησε δῆθεν τά ἐπιχειρήματά μου, ἐνῷ, κατ’ ἀλήθειαν, τό μόνον πού ὄντως ἐκονιορτοποίησεν εἶναι ἡ ἀξιοπιστία του! Ὀρθῶς ἐπισημαίνει ὁ Στεφανίδης (ἔ.ἀ., σελ. 440), ὅτι «οἱ ἄνθρωποι, ὅταν χάνωσι τά πράγματα, τότε δίδουσι σημασίαν εἰς τούς τίτλους»!

Δεν υπάρχουν σχόλια: