Ταράσιος ο εν Αγίοις Πατήρ ημών εγεννήθη από γονείς ευγενείς και αξιωματούχους, οι οποίοι, καταγόμενοι από σειράν πατρικίων, εχρημάτισαν και αυτοί πατρίκιοι· και ο μεν πατήρ αυτού, Γεώργιος ονόματι, ανελθών μέχρι των θρόνων του κριτηρίου, απένειμεν εξ ίσου εις όλους, αδωροδοκήτως και αφιλοπροσώπως, το δίκαιον· η δε μήτηρ αυτού Ευκρατία ήτο πολύ θεοσεβής και ανέτρεφε τον υιόν της εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου, παραγγέλλουσα δε καθ’ εκάστην εις αυτόν να μη έχη καμμίαν συναναστροφήν με τους ατάκτους παίδας, αλλά να συναναστρέφηται με εναρέτους άνδρας, τον προσέφερεν εις τον κοινόν σεβασμόν, διότι, διάγων πολιτείαν σεμνήν και ενάρετον, εκρίνετο παρ’ όλων άξιος ευλαβείας και πάσης τιμής, ώστε ανήλθεν εις το αξίωμα των υπάτων, έγινε δηλαδή ύπατος, εκλεγείς και πρώτος μυστικοσύμβουλος, ήτοι πρώτος γραμματικός των μυστικών του βασιλέως, λάμπων ως αστήρ μέσα εις τα βασίλεια.
Ανεδείχθη δε τοιούτος ο Άγιος, διότι επλουτίσθη από τα θεία μαθήματα, την Παλαιάν και Νέαν Γραφήν και τα συγγράμματα των θείων Πατέρων, αλλά και από την έξω σοφίαν απεταμίευσεν εις εαυτόν τα καλύτερα μαθήματα. Και τα μεν θεία διδάγματα εμελέτα νύκτα και ημέραν και εποτίζετο με τα νάματα της θείας διδασκαλίας, δια να καρποφορήση καρπούς λογικούς εις καιρόν αρμόδιον και να προκόψη εις τας αρετάς, από δε τα εξωτερικά μαθήματα εθησαύρισε με πολλήν προσοχήν εις την ψυχήν του ό,τι του ήτο χρήσιμον, δια να διορθώνη το στρεβλόν και βαρβαρικόν και εκμάθη πλήρως την γλώσσαν του. Αφ’ ου λοιπόν τοιουτοτρόπως επρόκοψε δια μέσου των εσωτερικών και εξωτερικών μαθημάτων με το μέσον της ευσεβείας και της καθαράς συνειδήσεως, αφιέρωσεν όλον τον εαυτόν του εις τον Θεόν, ελθών εις έξιν πνευματικής τελειώσεως· και αν και ευρίσκετο ακόμη εις την τάξιν των κοσμικών, όμως, με κόσμιον και εύτακτον σχήμα απεμάκρυνε τον εαυτόν του από τον κοσμικόν περισπασμόν, στολίζων δε την ψυχήν του με εκείνα όπου ήσαν ευάρεστα εις τον Θεόν, έγινε και προ της Ιερωσύνης σκεύος ιερόν και εκλεκτόν του Θεού, ώστε δι’ εκείνον, όστις ήτο ακόμη μεταξύ των λαϊκών, προμηνυόμενος ως ποιμήν λογικών προβάτων, ήλπιζον ότι μέλλει να αναδειχθή Οικουμενικός Πατριάρχης και με την λαμπρότητά του να φωτίση όλον τον κόσμον. Διασκορπίζων δε όλον το σκότος των αιρετικών, να επαναφέρη το φως της Ορθοδόξου Πίστεως εις την Εκκλησίαν της Κωνσταντινουπόλεως. Και η ελπίς αύτη των πολλών δεν απεδείχθη ψευδής, διότι πολύ συντόμως απέλαβον το ποθούμενον. Ότε λοιπόν ήτο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ο Παύλος Δ΄ ο Κύπριος (780-784), εις εποχήν καθ’ ην επεκράτει ακόμη η αίρεσις των Εικονομάχων και παρ’ όλον ότι οι πρώτοι της αιρέσεως, ήτοι Λέων Γ΄ ο Ίσαυρος και Κωνσταντίνος Ε΄ ο Κοπρώνυμος, είχον αφήσει προ ολίγου την βασιλείαν και την πρόσκαιρον ζωήν και είχον απέλθει εις τα εκείθεν δικαιωτήρια, όμως και μετά τον θάνατόν των άφησαν το δηλητήριον της Εικονομαχίας εις την Εκκλησίαν. Δια τούτο πολύ ελυπείτο ο Πατριάρχης ανησυχών, διότι δεν είχεν ουδένα συνεργάτην να του δώση χείρα βοηθείας εις την διόρθωσιν της Πίστεως, επειδή όλοι σχεδόν είχον κλίνει εις την Εικονομαχίαν. Όθεν, πεσών εις ασθένειαν δεινήν και κινδυνεύων να αποθάνη, ανεχώρησε κρυφίως από το Πατριαρχείον και μετέβη εις το Μοναστήριον το λεγόμενον του Φλώρου, όπου παρευθύς εξεδύθη τα αρχιερατικά σημεία και ενεδύθη το σχήμα των Μοναχών. Τούτο ακούσασα η ευσεβεστάτη Ειρήνη, η βασίλισσα, εταράχθη πολύ και επήγε μαζί με τον Κωνσταντίνον, τον υιόν της, εις το ρηθέν Μοναστήριον· καθώς δε είδον τον Πατριάρχην ενδεδυμένον με το ταπεινόν σχήμα των Μοναχών ελυπήθησαν και τον ηρώτησαν δια ποίαν αιτίαν ανεχώρησεν από τον θρόνον και έγινε Μοναχός. Ο δε μακάριος Παύλος απεκρίθη· «Ω θείοι βασιλείς, πρώτον αίτιον όπου με ηνάγκασε να κάμω τούτο είναι η αιφνιδία ασθένεια, η οποία μου συνέβη, και με απειλεί με θάνατον· δεύτερον είναι η ακοσμία της Εκκλησίας, η οποία στερείται τόσον καιρόν τον στολισμόν των Αγίων Εικόνων, και πάσχει τόσον πολύ από την πολυχρόνιον κακοδοξίαν της Εικονομαχίας, ούτως ώστε απέκτησε πληγήν ανίατον· τρίτον δε αίτιον είναι η συγκατάθεσις, την οποίαν έκαμα εγγράφως εις την αίρεσιν, διότι δεν ημπόρεσα να αποφύγω το κακόν αυτό, αλλά και με την γλώσσαν μου ωμολόγησα την αίρεσιν και με την χείρα μου υπέγραψα εις αυτήν, τούτο δε είναι εκείνο το οποίον μου καταπληγώνει την ψυχήν». «Βλέπω επίσης ότι οι Χριστιανοί των τεσσάρων άλλων Αποστολικών θρόνων, Ρώμης, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων, φυλάττουν απαρασάλευτον την Αγίαν Πίστιν των και μένουν στερεοί εις την Ορθοδοξίαν, όθεν δεν επικοινωνούν με την ιδικήν μας Εκκλησίαν της Κωνσταντινουπόλεως και αποδιώκουν τους Χριστιανούς της Εκκλησίας ταύτης, ως ξένους της ποίμνης του Χριστού· δια τούτο δεν ηθέλησα πλέον να είμαι ποιμήν αιρετικής φατρίας προτιμήσας καλύτερα να κατοικήσω εις τον τάφον, παρά να γίνω υπόδικος εις τα αναθέματα των τεσσάρων Αποστολικών θρόνων. Αλλ’ επειδή ο Θεός έδωκεν εις την εξουσίαν σας το βασίλειον και όλον το Χριστιανικόν ποίμνιον είναι υποστατικόν σας, μη παραβλέπετε την σκυθρωπότητα και την ακοσμίαν της Μητρός σας Εκκλησίας, αλλά σπουδάσατε να την στολίσετε πάλιν με τον παλαιόν στολισμόν των Αγίων Εικόνων και μη ανέχεσθε πλέον να ευρίσκηται εις την Εκκλησίαν του Χριστού το μίασμα αυτό της Εικονομαχίας. Έχετε εις τα βασιλικά σας παλάτια άνδρα θαυμάσιον και πάνσοφον, όστις είναι ικανός να στερεώση πάλιν την Ορθοδοξίαν». Οι δε βασιλείς, αφού ηρώτησαν αυτόν ποίος είναι, απεκρίθη ο Πατριάρχης· «Είναι ο Ταράσιος ο πρώτος γραμματικός των μυστικών της βασιλείας σας· εκείνος είναι άξιος να προστατεύση την Μεγάλην Εκκλησίαν και με την λογικήν ράβδον να διώξη από την μάνδρα του Χριστού την φλυαρίαν των αιρέσεων και να ποιμάνη θεαρέστως το θεοφιλές ποίμνιον». Τότε οι βασιλείς, επιστρέψαντες εις τα βασίλεια, εκοινολόγησαν εις την Σύγκλητον τον λόγον του μακαρίου Παύλου και όλοι συμφωνούντες τον εβεβαίωσαν, διότι εγνώριζαν τον Ταράσιον, ότι έλαμπε κατά πάντα περισσότερον από όλους και ήτο άξιος να λάβη την ποιμαντικήν αξίαν. Παρευθύς οι βασιλείς εκάλεσαν τον μέγαν Ταράσιον και του το είπον, παρακινούντες αυτόν με πολλούς και διαφόρους τρόπους να αναδεχθή την προστασίαν ταύτην, δια να στερεωθή δι’ αυτού πάλιν η Ορθοδοξία και να εξαλειφθή το ανόμημα της Εικονομαχίας από την Εκκλησίαν του Χριστού. Ακούων ταύτα ο Ταράσιος εταράχθη πολύ και στοχαζόμενος, ότι δεν είναι δυνατόν να αποφύγη την πρόσκλησιν και την ψήφον των βασιλέων και της Ιεράς Συγκλήτου είπε· «Δεν είναι δυνατόν, θειότατοι βασιλείς, να καταπαύση η μεγάλη επίθεσις της Εικονομαχίας, η οποία εσάλευσεν εκ θεμελίων την Εκκλησίαν του Χριστού και να λάμψη η Ορθοδοξία με άλλον τρόπον, παρά μόνον εάν επινεύση άνωθεν ο Θεός εις την καρδίαν σας και προθυμοποιηθήτε δια πάσης σπουδής να συναχθή Σύνοδος Οικουμενική και να ανακαινισθούν τα οροθέσια και οι Κανόνες των Ιερών Συνόδων, ίνα λάμψουν τα δόγματα της αληθινής Πίστεως· εάν γίνη τούτο, όλοι οι Ορθόδοξοι θέλουν συντρέξει και την ιδίαν των ζωήν θέλουν δώσει δια την στερέωσιν της Ορθοδοξίας». Ταύτα και άλλα τοιαύτα λέγων, προ των βασιλέων, εζήτησε να συναθροισθή και ο κοινός λαός, δια να ίδη την γνώμην των. Αφ’ ου λοιπόν, δια βασιλικής προσταγής, συνήχθη όλη η πόλις και όλον το Ιερατείον εις το βασιλικόν παλάτιον, ήρχισεν ο θείος Ταράσιος να τους ομιλή, αποδεικνύων ότι τα αξίωμα της Αρχιερωσύνης είναι μεγάλον και υψηλόν και ότι αυτός δεν είναι ικανός να αναβή εις αυτό το μεγαλείον, διότι εξ αρχής περιεπλέχθη εις τα κοσμικά αξιώματα, είναι μέσα εις τας φροντίδας του κόσμου και δεν γνωρίζει καλώς τα Εκκλησιαστικά πράγματα, επειδή εκείνος, όπου θέλει να αναβή εις αυτόν τον βαθμόν, πρέπει πρώτον να εκμάθη καλώς τους Εκκλησιαστικούς Νόμους και τα Ευαγγελικά και Αποστολικά διδάγματα, δια να ηξεύρη να οδηγή τα λογικά πρόβατα του Χριστού εις οδόν σωτηρίας και μόνον τότε δύναται να αποφασίση και να αναβή εις αυτό το υψηλόν αξίωμα. Αλλ’ επειδή οι θεοσεβέστατοι βασιλείς επέμειναν να δεχθώ την διακονίαν ταύτην, αν και δεν έβαλα ποτέ εις τον νουν μου τούτο, ούτε εφρόντισα καμμίαν φοράν δια το τοιούτον αξίωμα, δια τούτο κοινολογώ την γνώμην μου και εις σας τον εκλεκτόν λαόν του Θεού· και εάν θέλητε να υποκύψω εγώ εις τον ζυγόν της μεγίστης ταύτης διακονίας, πρέπει να υποκλίνητε και σεις εις την παράδοσιν της Οικουμενικής Πίστεως και ν’ ακολουθήσετε τους θείους Πατέρας και τας Αγίας Έξ Οικουμενικάς Συνόδους και να δεχθήτε εκείνα όπου διωρίσθησαν από αυτάς· διότι εκείνοι όπου υπακούουσιν εις αυτάς, αξιώνονται της Βασιλείας των ουρανών και απολαμβάνουν μισθούς αθανάτους». Εδέχθη λοιπόν ο λαός τους λόγους του αοιδίμου Ταρασίου, ως φωνήν Αγγέλου και υπεσχέθησαν όλοι ομοφώνως, ότι θέλουν ακολουθήσει ως πρόβατα αυτόν, δια να τους οδηγή ως ποιμήν και ότι θέλουν πεισθή κατά πάντα εις εκείνα τα οποία είναι ευάρεστα εις τον Θεόν και εις αυτόν. Τότε εδέχθη τας ψήφους ο θείος Ταράσιος και εχειροτονήθη κατά τάξιν Αναγνώστης, Υποδιάκονος, Διάκονος, Ιερεύς και Αρχιερεύς· και ανέβη εις το ύψος του Πατριαρχικού Θρόνου της Κωνσταντινουπόλεως εν έτει ψπδ΄ (784). Αφ’ ου δε έλαβε φως επάνω εις το φως, προσέθετε και αρετάς επάνω εις τας αρετάς και επολλαπλασίαζε με υπερβολικήν προκοπήν το ιερώτατον τάλαντον, ήτοι το χάρισμα το οποίον έλαβε. Διότι, υπάρχων παιδιόθεν γεγυμνασμένος εις την εγκράτειαν, τόσην ολίγην τροφήν έτρωγεν, όσον δια να κρατή την ζωήν, αποφεύγων τον χορτασμόν και μη πειθόμενος παντελώς εις το να φάγη τίποτε προς ηδονήν. Την δε αγρυπνίαν την έκαμε συγκάτοικον δια να μελετά τας Θείας Γραφάς, αποδιώκων τον ύπνον ωσάν ένα ανωφελή και αχρείον δούλον, όταν δε το εκαλούσεν η χρεία τον επρόσταζε και επήγαινε. Κανείς υπηρέτης δεν είδε ποτέ τον Άγιον να πέση εις κρεββάτι ή επάνω εις μαλακά στρώματα· κανείς δεν έπιασε με τας χείρας του ποτέ το ένδυμά του και την ζώνην του, τα οποία άφηνε εις την κοίτην εις την οποίαν εκοιμάτο, δια να τα προευτρεπίση· κανείς δεν έβγαλε ποτέ τα υποδήματά του από τους πόδας του, αλλά αυτός μόνος υπηρετείτο εις κάθε χρείαν του σώματος, θέλων από θείον ζήλον να μιμηθή και εις τούτο τον διδάσκαλόν του Χριστόν, ο οποίος είπεν· «Ο Υιός του ανθρώπου ουκ ήλθε διακονηθήναι, αλλά διακονήσαι» (Ματθ. κ:28), δεικνύων ούτω εις τους μαθητάς του τον τύπον της ταπεινώσεως. Εις την προσευχήν δε τόσον επρόσεχεν ο Άγιος, ώστε ύψωνε τον νουν του εις τον ουρανόν και συνωμιλούσε με μόνον τον Θεόν· και δεν υπήρχε καιρός ευκαιρίας, κατά τον οποίον να μη εγονάτιζεν ο Άγιος εις το έδαφος της γης έχων τας χείρας του υψωμένας εις τον ουρανόν και αναμένων άνωθεν θείαν έλλαμψιν. Την ταπείνωσιν δε τόσον την εσεβάσθη και την ηγάπησεν, ώστε όχι μόνον αυτός επρόκοψεν εις αυτήν, αλλά και άλλους πολλούς παρεκίνησε να ταπεινωθούν με το ιδικόν του παράδειγμα. Διότι πολλούς Κληρικούς, οι οποίοι είχον ζώνας χρυσάς και εφορούσαν μεταξωτά και πολυποίκιλα ενδύματα, τους έκαμε και εζώνοντο με ζώνας πλεγμένας από νήματα αιγών και εφορούσαν ενδύματα υφασμένα από όμοια νήματα, χωρίς κανένα καλλωπισμόν, αλλά σεμνά και πρέποντα εις εκείνους όπου προαιρούνται να δουλεύουν τον Θεόν, υποσχόμενοι ταπείνωσιν. Την παρθενίαν δε και την σύντροφόν της σωφροσύνην, αι οποίαι προξενούν τον αγιασμόν, τας ωνάμασεν αδελφάς, δια μέσου δε αυτών απεδίωκε τους αισχρούς και σαρκίνους λογισμούς και ηφάνισε τα πάθη της ατιμίας, στεφανωθείς εκ Θεού τον στέφανον της απαθείας. Την ευσπλαγχνίαν δε και την ελεημοσύνην μετέδιδε τόσον πλουσιοπαρόχως εις τους πτωχούς και με τόσην ιλαρότητα, ώστε υπερέβη όλους τους ελεήμονας και έγινε νέος Ιωσήφ, δίδων εις τους πτωχούς όλα τα χρειαζόμενα και φιλεύων καθ’ εκάστην ημέραν τους πεινασμένους και τους ξένους· τούτο μαρτυρούν μέχρις εσχάτων αι οικίαι τας οποίας είχεν ο Άγιος ορίσει δια τους ξένους και πτωχούς αδελφούς μας. Αλλά και εις άλλους ενδεείς είχε διωρισμένον να τους δίδη ελεημοσύνην καθ’ έκαστον μήνα, σημειώνων εις κατάστιχα ενός εκάστου το όνομα. Την δε ελεημοσύνην την οποίαν εμοίραζε καθ’ εκάστην ημέραν με την πλουσιοπάροχον χείρα του εις τους πτωχούς ποίος ήθελε δυνηθή να την μετρήση, αφού ήτο περισσότερηαπό την άμμον της θαλάσσης; Ούτος ο μακάριος διώρισεν ακόμη να προσκαλώνται οι νεόφερτοι ξένοι, οι ανάπηροι, χωλοί (κουτσοί), και όλοι οι πτωχοί και ρακένδυτοι, οι οποίοι ήσαν εις διαφόρους τόπους της πόλεως, δια να τους ελεή πλουσιοπαρόχως καθ’ όλην την μεγάλην Τεσσαρακοστήν, έως την φωτοφόρον του Χριστού Ανάστασιν. Εν καιρώ δε χειμώνος ηγόραζεν ενδύματα και σκεπάσματα μάλλινα και χονδρά και τα εμοίραζεν εις εκείνους, οι οποίοι είχον ξεσχισμένα και παλαιά ενδύματα και με αυτά τους προεφύλαττεν από τα δριμύτατα ψύχη του χειμώνος. Κατά δε την λαμπράν ημέραν της Αναστάσεως του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, μετά την τελείωσιν της θείας Λειτουργίας, επήγαινεν ευθύς εις τον τόπον τον καλούμενον Παλαιόν Βασιλικόν Ανάκτορον και εκεί έκαμνε μεγάλην φιλοξενίαν εις τους πτωχούς, τους οποίους, καθίζων εις την τράπεζαν, υπηρέτει ο ίδιος, προσφέρων τον οίνον με τας ιδίας του χείρας· αφ’ ου δε ετελείωνεν αυτήν την υπηρεσίαν, επήγαινεν εις το Πατριαρχείον και έτρωγεν όχι τρυφηλά και λιπαρά φαγητά, αλλά ευτελή και λιτά ως σύντροφος της νηστείας και εις αυτά ηυχαριστείτο. Ποίος άλλος ιστορείται, ότι ανέβη εις τόσον ύψος ταπεινώσεως ως ο μέγας ούτος Ταράσιος; Ή, ποίος εμιμήθη τοιουτοτρόπος την συγκατάβασιν του Κυρίου; Ουδείς άλλος ως αυτός. Την ησυχίαν δε, αν και ευρίσκετο μέσα εις τας ταραχάς, όχι μόνον την ηγάπησε, αλλά και εις όλους πλουσίως την συνέστησε, και πολλούς απέσπασεν από τον κόσμον και τους ήνωσε με τον Θεόν· ως Πατήρ δε και πρόξενος της οσίας ταύτης εργασίας και ησυχαστικής πολιτείας, έδειξε και αυτούς υιούς της αρετής· τούτο θέλει πιστοποιήσει το ασκητήριον το οποίον με πολλούς κόπους ωκοδόμησεν εις τον Βόσπορον, ολίγον μακράν από την Κωνσταντινούπολιν, από την πατρικήν κληρονομίαν όπου έλαβε, σωζόμενον μέχρι σήμερον και μέσα εις το οποίον εχρημάτισαν δια της ενθέου διδασκαλίας και συνεργίας του άνδρες θαυμάσιοι, στολισμένοι με κάθε είδους αρετήν, από τους οποίους πολλοί εχειροτονήθηκαν ποιμένες λογικών προβάτων και εστόλισαν αξίως το επάγγελμα της Αρχιερωσύνης, γενόμενοι στύλοι ακλινείς της Ορθοδοξίας, καθώς το έδειξαν τα πράγματα κατά την επακολουθήσασαν αίρεσιν της Εικονομαχίας, εναντίον της οποίας πολεμήσαντες ανδρείως υπέμειναν πολλούς κινδύνους, διωγμούς, θλίψεις και ταλαιπωρίας, υψώθησαν δε εις το φως της ουρανίου λαμπρότητος, εις την οποίαν εγνώρισαν και τον διδάσκαλόν των ως αστέρα λάμποντα. Και ταύτα μεν έγιναν ύστερον· ο δε θείος Ταράσιος, γενόμενος τέλειος εις όλας τας αρετάς και προγυμνάζων τον νουν του με την πράξιν, ανέβη εις την θεωρίαν, είχεν όμως και πολλήν επιμέλειαν δια την στερέωσιν της Ορθοδοξίας και εσπούδαζε να έλθουν εις τέλος εκείνα τα οποία του υπεσχέθησαν οι βασιλείς, ήτοι να συναχθή Σύνοδος Οικουμενική και να λάβη πάλιν η Εκκλησία τον στολισμόν των Αγίων Εικόνων. Όθεν, δια της επιμελείας και σπουδής του, εδόθη προσταγή βασιλική και συνεκροτήθη εις την Μητρόπολιν των Νικαέων και υπό την προεδρίαν του Αγίου Ταρασίου η Αγία Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος των τξζ΄ (367), οι οποίοι κατά τας Αποστολικάς και Πατρικάς παραδόσεις απεφάσισαν ομοφώνως την προσκύνησιν των Αγίων Εικόνων και εστόλισαν πάλιν με αυτάς τας Εκκλησίας, Ο περί των Αγίων Εικόνων όρος της Αγίας Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου, έχει ως εξής: «Ορίζομεν συν ακριβεία πάση και επιμελεία παραπλησίως τω τύπω του Τιμίου και ζωοποιού Σταυρού, ανατίθεσθαι τας σεπτάς και Αγίας Εικόνας εν ταις Αγίαις του Θεού Εκκλησίαις, και ιεροίς σκεύεσι, και εσθήσι, τοίχοις τε και σανίσιν, οίκοις τε και οδοίς (όσω γαρ συνεχώς δι’ εικονικής ανατυπώσεως ορώνται, τοσούτον και οι ταύτας θεώμενοι διανίστανται προς την των πρωτοτύπων μνήμην τε και επιπόθησιν) και ταύταις ασπασμόν και τιμητικήν προσκύνησιν απονέμειν, (ου μη την κατά πίστιν ημών αληθινήν λατρείαν, η πρέπει μόνη τη Θεία Φύσει, αλλ’ ον τρόπον τω τύπω του Τιμίου και ζωοποιού Σταυρού, και τοις Αγίοις Ευαγγελίοις και τοις λοιποίς ιεροίς αναθήμασι) και υμιαμάτων και φώτων προσαγωγήν προς την τούτων τιμήν ποιείσθαι, καθώς και τοις αρχαίοις ευσεβώς είθισται· η γαρ της Εικόνος τιμή επί το πρωτότυπον διαβαίνει και ο προσκυνών την Εικόνα προσκυνεί εν αυτή του εγγραφομένου την υπόστασιν». τους δε Εικονομάχους ανεθεμάτισαν· ούτω, με την επιμέλειαν και συνεργείαν του Αγίου, εστερεώθη η Ορθοδοξία. Μετά ταύτα ηγωνίζετο πάλιν, με κόπους πολλούς, εις το να ποιμαίνη το ποίμνιον του Χριστού εις νομάς σωτηρίους και δεν έπαυε να διδάσκη επ’ Εκκλησίας και κατά μόνας στερεώνων όλους σχεδόν, καθ’ εκάστην, με τας θεοπνεύστους διδασκαλίας του εις τα ορθά δόγματα της Εκκλησίας και παραγγέλλων εις αυτούς να φυλάττουν όλας τας εντολάς του Κυρίου. Προ πάντων δε ενομοθέτησε να γίνωνται αι χειροτονίαι όλου του ιερατικού καταλόγου χωρίς καμμίαν δόσιν χρημάτων ή άλλου τινός, αλλά δωρεάν εις τους αξίους, αποβάλλων τελείως την Σιμωνίαν από την Εκκλησίαν του Χριστού. Δεν πρέπει όμως να σιωπήσω και το ακόλουθον κατόρθωμα του Αγίου, επειδή φανερώνει την ευσπλαγχνίαν και την συμπάθειαν όπου είχεν εις τον πλησίον. Μίαν φοράν, εις από τους βασιλικούς άρχοντας, όστις είχε το αξίωμα να κρατή το βασιλικόν ξίφος, εξεταζόμενος από τους βασιλείς δια μεγάλην ποσότητα χρημάτων και ευρισκόμενος υπόδικος εις δεινά και πικρά βάσανα, εκλείσθη εις σκοτεινήν φυλακήν και εστενοχωρήθη παντοιοτρόπως με πολλήν κακοπάθειαν· όθεν, μη έχων καμμίαν ελπίδα, καιροφυλακτεί την νύκτα και όταν απεκοιμήθησαν οι στρατιώται, οι οποίοι τον εφύλαττον, εξελθών κρυφίως από την φυλακήν, προσέδραμεν εις το θείον καταφύγιον, την Μεγάλην Εκκλησίαν και εισελθών εις το Άγιον Βήμα εκράτει τα άκρα της Αγίας Τραπέζης με πολύν φόβον και τρόμον. Όταν οι φύλακες είδον, ότι έφυγεν ο φυλακισμένος, εφοβήθησαν να μη τιμωρηθούν και τρέχοντες επήγαν εις την Μεγάλην Εκκλησίαν. Ιδόντες δε αυτόν, ότι εκράτει την Αγίαν Τράπεζαν, περιεκύκλωσαν όλην την Εκκλησίαν και τον εφύλαττον με μεγάλην προσοχήν, ελπίζοντες ότι η ανάγκη τροφής και των λοιπών αναγκαίων του σώματος θέλει τον βιάσει να έβγη έξω αν και μη θέλων· δια τούτο δεν άφυναν ουδένα απολύτως να πλησιάση εις το Άγιον Βήμα της Εκκλησίας. Ταύτα ακούσας ο Μέγας Ταράσιος ελυπήθη πολύ, στοχαζόμενος ότι η καταφρόνησις των θείων Αγιασμάτων κινεί εις αγανάκτησιν τον Πανάγαθον Θεόν. Ακούσατε δε την αγάπην την οποίαν επέδειξε τότε ο φιλεύσπλαγχνος Πατήρ και θαυμάσατε την σύνεσίν του. Όταν έπρεπε να φάγη ο κατάδικος, έπαιρνεν ο Άγιος με τας ιεράς χείρας του την τροφήν, την οποίαν προητοίμαζεν ο ίδιος δια δεξίωσιν του ανδρός και την επήγαινεν εις το Άγιον Βήμα, υπηρετών αυτόν μόνος εις όλα τα χρειαζόμενα, είτα την άφηνεν εκεί και ανέβαινεν εις το Πατριαρχείον. Όταν δε η φύσις ηνάγκαζεν εκείνον να υπάγη προς σωματικήν του ανάγκην, κατήρχετο ο Άγιος και κρατών αυτόν από την χείρα τον επήγαινεν εις την άφοδον (το ειδικόν προς τούτο μέρος) και αναμένων αυτόν έως ότου εξήρχετο, τον έπιανε πάλιν από την χείρα και τον επήγαινεν εις το Άγιον Βήμα· τούτο δε το έκαμνεν όχι μίαν ή δύο φοράς την ημέραν, αλλά οσάκις ήθελε προσκαλεσθή εις την τοιαύτην υπηρεσίαν από τον κατάδικον. Βλέποντες δε οι στρατιώται, οι οποίοι τον εφύλαττον, την ακούραστον υπηρεσίαν του θείου Πατρός και στοχαζόμενοι ότι δεν ήτο δυνατόν τοιουτοτρόπως να συλλάβωσι τον κατάδικον, τι κάμνουν; Εύρον άλλην κρυφήν θύραν, η οποία επήγαινεν εις την άφοδον και έβαλον εκεί στρατιώτας να καιροφυλακτούν, όταν δε ο ποιμήν έβγαλε κατά την συνήθειαν το πρόβατον του Χριστού από το Άγιον Βήμα και τον επήγεν εις την άφοδον, εισήλθον από την άλλην θύραν εκείνοι όπου παρεφύλαττον και τον άρπαξαν ωσάν λύκοι, σπρώχνοντες δε αυτόν βιαίως τον επήγαν εις τα βασίλεια. Όταν ο Άγιος αντελήφθη την επιβουλήν, ελυπήθη πολύ και θείω ζήλω κινούμενος δεν έχασε καιρόν, αλλά παρευθύς εκίνησε και επήγεν εις τα βασίλεια· μαθόντες δε οι βασιλείς τον ερχομόν του και σκεπτόμενοι ότι η παρουσία του θέλει είναι πεπληρωμένη ζήλου και θέλει τους ελέγξει σκληρά, έκλεισαν τας θύρας και τον άφησαν έξω. Ο θείος Ποιμήν όμως δεν επέστρεψεν άπρακτος, αλλά επετίμησεν όλους κοινώς με κανονικά επιτίμια και τους αφώρισεν από την Κοινωνίαν των Αχράντων Μυστηρίων, εάν τυχόν βλάψωσιν εκείνον ο οποίος κατέφυγεν εις την Εκκλησίαν του Χριστού. Οι δε βασιλείς μένοντες δεδεμένοι με τα επιτίμια του Πατριάρχου και μη δυνάμενοι να απαλλαγούν δεν επαίδευσαν καθόλου τον πταίστην, αλλ’ εξετάσαντες αυτόν με λόγους μόνον δια τα χρήματα εκείνα τα οποία εζήτουν, τον ηλευθέρωσαν, ως αναίτιον. Τοιούτος ήτο ο θεοφόρος Ταράσιος και τοιουτοτρόπως εκυβέρνα τα θεία, δια δε το ποίμνιόν του ευκόλως εκινδύνευε και την ζωήν του. Επειδή δε εγνώριζεν επακριβώς τους εξωτερικούς νόμους, έκρινεν ορθώς και τας διαφοράς και κρίσεις, αι οποίαι συνέβαινον εις το κοινόν και ούτε τον πτωχόν ελεούσεν εις την κρίσιν, ούτε εις τον πλούσιον έκαμνε χάριν, αλλά εφύλαττεν εις όλους την δικαιοσύνην και δεν έδιδε τόπον εις εκείνους οι οποίοι ήθελον να αδικούν τον πλησίον. Ότι δε εφύλαττεν επακριβώς και τους θείους Κανόνας θέλει το μαρτυρήσει το ακόλουθον. Ο βασιλεύς Κωνσταντίνος στ΄ ο Πορφυρογέννητος, ο υιός της Ειρήνης, νέος ων και έχων φρένας νεανικάς, ενόμισεν, ότι εκείνο το οποίον εφαίνετο εύλογον εις αυτόν ήτο νόμος πολύ δικαιότερος από τους εγγράφους νόμους· έχων δε συμβοηθόν την εξουσίαν δια την παράβασιν του Ευαγγελικού Νόμου, εμελέτα να χωρίση την νόμιμον σύζυγόν του και να νυμφευθή άλλην· και τι κάμνει; Πλέκει εν πλάσμα ανάξιον της βασιλείας του· ότι, δηλαδή, η σύζυγός του η βασίλισσα επεχείρησε να τον δηλητηριάση, προσπάθησε δε να το αποδείξη και να καταπείση όλους να το πιστεύσωσι. Διότι ενόμιζεν, ότι κανείς από τους υπηκόους του δεν είναι δυνατόν να μη πιστεύση εις τους λόγους του βασιλέως. Αλλ’ όμως κανείς δεν επίστευσεν εις τούτο, ειμή μόνον όστις ήθελε να κολακεύη τον βασιλέα δια να λάβη παρ’ αυτού δόξαν. Εις λοιπόν από τους τοιούτους άρχοντας της Γερουσίας απεστάλη από τον βασιλέα εις τον Πατριάρχην και διηγήθη λεπτομερώς εις αυτόν όλον το πλάσμα, το οποίον έπλασεν ο βασιλεύς εναντίον της συζύγου του, βεβαιώνων δε αυτό ως αληθινόν, τον εβίαζε να του δώση άδειαν να λάβη δευτέραν σύζυγον. Ο δε θείος Ταράσιος, αναστενάζων εκ βάθους ψυχής, είπε προς αυτόν· «Εάν ο βασιλεύς, καθώς λέγεις, διελογίσθη να χωρίση την νόμιμον σύζυγόν του και να λάβη άλλην, δεν γνωρίζω κατά ποίον τρόπον μέλλει να υποφέρη το κοινόν όνειδος το οποίον έχει να λάβη από τα έθνη. Ή, πως έχει να βιάση τους υπηκόους του να φυλάττουν σωφροσύνην, ή να τιμωρήση εις αυτούς την πορνείαν και την μοιχείαν, εάν αυτός κρατηθή από τας αισχράς παρανομίας; Αλλά και εάν υποθέσωμεν, ότι είναι αληθινόν εκείνο το οποίον προβάλλει ο βασιλεύς δια την σύζυγόν του, και πάλιν έπρεπε να μη ζητή διαζύγιον, επειδή ο Κύριός μας λέγει εις το Ιερόν Ευαγγέλιον· «Ος αν απολύση την γυναίκα αυτού παρεκτός λόγου πορνείας ποιεί αυτήν μοιχάσθαι» (Ματθ. ε: 32). Αυτό όμως, το οποίον λέγει, είναι πρόφασις φανερά δια να αθετήση τον τίμιον γάμον και να συμπλεχθή με την αισχρότητα της μοιχείας· όθεν, άκουσον την απόφασίν μου και φανέρωσον αυτήν εις εκείνον όπου σε έστειλε· καλύτερα προκρίνω δεινά βάσανα και θάνατον, παρά να συγκατανεύσω εις ταύτην την παρανομίαν και ας το ακούση και ο βασιλεύς, ότι δεν θέλω καταπεισθή κατ’ ουδένα τρόπον εις ταύτην την απίθανον κατηγορίαν». Ταύτα ακούσας ο απεσταλμένος επήγε και τα ανήγγειλεν εις τον βασιλέα, εκείνος δε έστειλε παρευθύς και εκάλεσε τον Πατριάρχην, νομίζων ότι, όταν έλθη αυτοπροσώπως, θέλει υπακούσει εις την εξουσίαν. Ο μέγας Ταράσιος όμως ελθών εις τον βασιλέα, του είπε πολλάς σωτηριώδεις νουθεσίας, δια να αφήση αυτήν την παρανομίαν· αλλ’ ο βασιλεύς δεν κατεπείσθη και του είπε με αδιαντροπίαν· «Επειδή εγώ έχω αγάπην εις την Αγιωσύνην σου ως εις πατέρα, ανέφερα και πρωτύτερα προς σε εκείνο το οποίον συνέβη εις εμέ και τώρα πάλιν θέλω να σου το φανερώσω καθαρώτερα με το ίδιόν μου στόμα· η σύζυγος, η οποία μου εδόθη από τον Θεόν βοηθός, εφάνη επίβουλος της βασιλείας μου, επειδή δε ο νόμος προστάζει να χωρισθώ απ’ αυτήν, δεν ημπορεί κανείς να αντιταχθή· διότι τα αίτια είναι φανερά και ή θάνατον πρέπει να λάβη, ή, το φιλανθρωπότερον, να διέλθη όλην την ζωήν της με επιτίμια· επειδή το κακόν το οποίον ηθέλησε να κάμη, δεν έμελλε να γίνη εις ποταπόν τινα άνθρωπον, αλλά εις εμέ τον γνήσιον άνδρα της και βασιλέα πιστότατον και φοβερόν εις τα έθνη, το τοιούτον δε κακόν ήθελεν αναστατώσει όλην την οικουμένην. Τι άλλο λοιπόν κακόν φρικτότερον και πλέον επικίνδυνον από αυτό ήθελες να πράξη, αφού με αυτό το οποίον έκαμε δεν έχει τι να απολογηθή; Είναι δε καιρός να σου δείξω και το δηλητήριον, το οποίον είχε κατεσκευασμένον δια να μου δώση, ίνα βεβαιωθή περί τούτου και η Πατρωσύνη σου και χωρίς αναβολήν καιρού να την κάμη να υποκλίνη εις τα Κανονικά επιτίμια και να προκρίνη την ησυχαστικήν ζωήν, εάν θέλη να παραμείνη μετά των ζώντων· διότι το δηλητήριον, το οποίον είχε κατασκευάσει δι’ εμέ, ευρίσκεται εμπρός εις τους οφθαλμούς μου και δεν είναι δυνατόν να την έχω πλέον σύζυγόν μου». Ταύτα λέγων, έκαμε νεύμα εις τους υπηρέτας του και έφερον έμπροσθεν του Πατριάρχου δοχεία υάλινα περιέχοντα το δηλητήριον, το οποίον, ως έλεγεν ο βασιλεύς, ήθελε να του δώση η βασίλισσα, δια να τον θανατώση, ή δια να τον κάμη να γίνη έξω φρενών. Ταύτα ακούσας ο μέγας Ποιμήν είπε· «Μη παρακαλώ, βασιλεύ, μη θέλης να κινηθής εναντίον του θείου Νόμου και να παραβής εκείνα όπου προστάζει· διότι σημείον του βασιλέως είναι το να κάμνη όλα με καθαράν συνείδησιν και να μη συλλογίζεται ουδέν εναντίον του Θεού, ο οποίος του έδωσε τον στέφανον της βασιλείας· επειδή πας τις γνωρίζει, ότι εμεσολάβησε ψεύδος εις αυτά τα οποία λέγονται εναντίον της βασιλίσσης· διότι ποίος δύναται να συγκριθή με την βασιλείαν σου εις την ωραιότητα, εις τρόπον ώστε να δελεασθή η γυνή από το κάλλος εκείνου και να μεταστρέψη εις αυτόν την θερμήν και γνησίαν αγάπην την οποίαν έχει προς σε; Ποίος έχει μεγαλύτερα αξιώματα από την βασιλείαν σου, ώστε να πλανηθή αυτή και να προτιμήση εκείνον καλύτερα από την μεγαλειότητά σου; Ποίος ευδοκίμησεν εις τους πολέμους περισσότερον και υπερέβη την ιδικήν σου ανδρείαν, εις τρόπον ώστε να αγαπηθή περισσότερον εκείνος από την ιδικήν σου βασιλικήν κυριότητα; Δεν είναι κανένα απ’ αυτά. Αλλά είναι πρόφασις και εφεύρημα δια πάσαν κακίαν, τα οποία κηλιδώνουν το σκήπτρον της βασιλείας σου και ζητούν να σε κάμουν περίγελον εις τα έθνη και αξιολύπητον εις τους λαούς. Δια τούτο ημείς δεν αποτολμώμεν να διαλύσωμεν τους νομίμους δεσμούς του βασιλικού γάμου, διότι φοβούμεθα την απόφασιν του Νομοθέτου Θεού· ουδέ ημπορούμεν να πιστεύσωμεν τας κατηγορίας, αι οποίαι λέγονται εναντίον της συζύγου σου, επειδή γνωρίζομεν το πορνικόν γύναιον, προς το οποίον με την πολυκαιρίαν το πάθος ερριζώθη. Ακόμη και τούτο φανερώνω εις την υπέρτιμον βασιλείαν σου έμπροσθεν του Θεού, ότι δεν θέλομεν επιτρέψει πλέον να εισέλθης εις την Αγίαν Τράπεζαν και να μεταλάβης τα Άχραντα Μυστήρια, δια να μην ακούσωμεν την κατάραν εκείνην την οποίαν λέγει ο Θεός προς τους Ιερωμένους· «πατείν την αυλήν μου ου προσθήσεσθε» (Ησαϊας α: 12-13). Ταύτα ακούσας ο βασιλεύς ήναψεν όλος από τον θυμόν και επρόσταξε να έβγη έξω ο Πατριάρχης. Ούτως ανεχώρησεν ο Άγιος νικητής χωρίς πληγάς και Μάρτυς στεφανηφόρος. Και παρευθύς ο βασιλεύς εδίωξεν από τα βασίλεια την νόμιμον σύζυγόν του, εζήτει δε Ιερέα δια να τελέση τον παράνομον εκείνον γάμον. Τα ακόλουθα σιωπώ, ως ανωφελή ( Σημαντικώτατα είναι τα διαδραματισθέντα κατά την περίοδον ταύτην γεγονότα, άπερ αποσιωπά ενταύθα ο ιερός Βιογράφος του Αγίου Ταρασίου, συνετάραξαν δε ταύτα ουχί ολίγον την Βυζαντινήν αυτοκρατορίαν, καθ’ ην μάλιστα εποχήν εκινδύνευεν αύτη εκ των εξωτερικών της εχθρών. Είναι δε ταύτα εν γενικαίς γραμμαίς τα εξής: Το έτος 796 ο αξιοθρήνητος υιός της Ειρήνης Κωνσταντίνος ΣΤ΄ , ο τελευταίος των Ισαύρων, αποπέμψας την νόμιμον σύζυγόν του Μαρίαν την Παφλαγονίαν, την οποίαν και έκειρε βιαίως Μοναχήν, ενυμφεύθη την θαλαμηπόλον της μητρός του Θεοδότην. Τας αθεμίτους ταύτας πράξεις, ως βλέπομεν, ηθέλησε να αποτρέψη ο θείος Ταράσιος, δυστυχώς όμως όχι μόνον δεν εισηκούσθη, αλλ’ ετέθη και υπό περιορισμόν. Ο βασιλεύς επραγματοποίησε τον εναγή σκοπόν του δια τίνος Ιερέως Ιωσήφ, ηπείλησε δε ότι εάν αντιδράση ενεργότερον η Εκκλησία θα επαναφέρη όχι μόνον την Εικονομαχίαν, αλλά και αυτήν την ειδωλολατρίαν. Ο ευσεβής όμως Κληρικός και λαός εξηγέρθη και μάλιστα οι περιώνυμοι Στουδίται Πλάτων ο Ηγούμενος του Σακκουδίωνος και Θεόδωρος ο Στουδίτης, οίτινες αν και ήσαν αμφότεροι συγγενείς της Θεοδότης (και ο Θεόδωρος ήτο ανεψιός του Πλάτωνος), εν τούτοις αυτοί περισσότερον παντός άλλου ήλεγξαν την παρανομίαν, μάλιστα δε και αφώρισαν τους βασιλείς, επί πλέον δε διέκοψαν και το μνημόσυνον του Πατριάρχου Ταρασίου, επειδή ο Ταράσιος δεν αφώρισε τους βασιλείς και δεν είχεν ακόμη τιμωρήσει τον Ιερέα Ιωσήφ. Δια την πράξιν των ταύτην ο με Πλάτων εφυλακίσθη, ο δε Θεόδωρος και οι περί αυτόν εξωρίσθησαν. Το επόμενον όμως έτος ο Κωνσταντίνος ΣΤ΄ συλληφθείς υπό επανασταντησάντων στρατιωτικών ετυφλώθη, η Θεοδότη εξηφανίσθη και είναι άγνωστον τι απέγινε, απέθανε δε, άγνωστον επίσης πως, και το γεννηθέν εκ του Κωνσταντίνου και της Θεοδότης τέκνον ονόματι Λέων και ούτως εξέλιπεν η δυναστεία των Ισαύρων. Τα εγκληματικά ταύτα γεγονότα απέδωσαν οι πλείστοι ιστορικοί εις την μητέρα του Κωνσταντίνου βασίλισσαν Ειρήνην, η οποία και εβασίλευσε μόνη μετά τον Κωνσταντίνον. Αντικειμενικοί όμως σύγχρονοι ιστορικοί ως ο Γεώργιος ο Αμαρτωλός βεβαιούσιν ότι εν αγνοία της βασιλίσσης διεπράχθησαν ταύτα υπό των επαναστατών. Εις τούτο συμφωνεί και ο διαπρεπής Γερμανός ιστορικός συγγραφεύς Hergenrother εις το τρίτομον έργον του «Φώτιος ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως», εκδοθέν εν έτει1867 και 1869. Αλλά και ο Όσιος Πατήρ ημών Θεόδωρος ο Στουδίτης ο τόσον αυστηρός τιμητής των βασιλικών παρανομιών ουδέποτε ήθελε συγχωρήσει εις την Ειρήνην μίαν τοιαύτην εγκληματικήν ενέργειαν. Τουναντίον ο Θεόδωρος εγκωμιάζει την Ειρήνην. Σημειούμεν προσέτι ότι η συγκλονίσασα την Εκκλησίαν έρις δια τον παράνομον γάμον του Κωνσταντίνου ΣΤ΄ και της Θεοδότης δεν εσταμάτησεν ούτε με τον θάνατον των πρωτουργών αυτής, αλλ’ εσυνέχισε και επί του διαδεχθέντος τον Άγιον Ταράσιον Αγίου Νικηφόρου (806-815), διότι ο θείος Νικηφόρος τη προτροπή του βασιλέως Νικηφόρου συνεχώρησε τον υπό του Αγίου Ταρασίου μεταγενεστέρως τιμωρηθέντα Ιερέα Ιωσήφ, τον τελέσαντα τον παράνομον γάμον, διο και πάλιν ετιμωρήθησαν και εξωρίσθησαν οι Στουδίται.)· τούτο δε μόνον είναι ανάγκη να είπω, ότι ο βασιλεύς, από τότε και εις το εξής υπέβαλε τον Άγιον εις πολλούς πειρασμούς, διορίσας φύλακας αυτού με ονόματα συγκέλλων, ώστε να μην έχη κανείς άδειαν να επισκεφθή τον Πατριάρχην, χωρίς να περάση πρώτον από αυτούς, να συνδιαλέγεται δε επί όσων μόνον ήθελον φανή εύλογα εις αυτούς. Αφήνω την σκληρότητα την οποίαν εδείκνυεν ο βασιλεύς κατ’ εκείνων οι οποίοι ήσαν πλησίον του Πατριάρχου και τον εθεράπευον, τιμωρών και εξορίζων αυτούς αδίκως και παραλόγως, διότι ενόμιζεν ότι με αυτά θέλει του προξενήσει λύπην. Αλλ’ ο Άγιος τα εδέχετο όλα με μεγάλην μακροθυμίαν και καρτεροψυχίαν, ως συμφέροντα, ων ωπλισμένος με τον αδαμάντινον λογισμόν του Ιώβ. Ουδέποτε δε εξήλθεν εκ του στόματος αυτού λόγος μικρόψυχος, αλλά εις όλα τα συμβαίνοντα είχε φρόνημα υψηλόν και αμέτοχον από κάθε κακίαν. Και ταύτα μεν συνέβαινον έως ότου εβασίλευεν ο Κωνσταντίνος ΣΤ΄, τούτου δε εκθρονισθέντος κατά το έτος 797 έμεινεν ο Άγιος ελεύθερος. Μετά πέντε έτη απέθανε και η Ειρήνη, εβασίλευσε δε ο από Γενικών Νικηφόρος Α΄ εν έτει ωβ΄ (802), όστις πολύ εσέβετο τον Πατριάρχην. Ελευθερωθείς λοιπόν ο Άγιος από τους πειρασμούς και μείνας ατάραχος ηγωνίζετο και πάλιν εις τας συνηθισμένας του αρετάς, μη παύων καθ’ εκάστην από του να ποιμαίνη θεαρέστως το ποίμνιόν του, στερεώνων αυτούς εις την Ορθοδοξίαν και διδάσκων να φυλάττουν τας εντολάς του Θεού και να απέχουν από κάθε κακίαν. Αφού λοιπόν εκυβέρνησεν ο Άγιος μετά τοιούτου ζήλου την Εκκλησίαν επί είκοσι και δύο χρόνους, ησθένησε και αυτός ως άνθρωπος από δεινήν ασθένειαν, φλεγόμενος όμως από τον διάπυρον έρωτα του Θεού, δεν εφρόντιζε παντελώς δια το σώμα, αλλ’ ακουμβών τα στήθη του εις εν ξύλινον τετράποδον, το οποίον είχε τοποθετημένον εμπρός από την Αγίαν Τράπεζαν, ετέλει μετά θέρμης την θείαν Λειτουργίαν, δεν έπαυε δε καθ’ εκάστην από του να εκτελή, με μεγάλην ευλάβειαν, τα θεία Μυστήρια· επειδή δε η ασθένειά του εχειροτέρευσεν, έπεσεν εις το κρεββάτι και τότε έγινεν εν θαύμα παράδοξον και φοβερόν· ήλθεν εις έκστασιν ο Άγιος και εδείκνυε, ότι είχε πόλεμον με τους αόρατους εχθρούς ημών, ηναντιώνετο δε σφοδρώς δια λόγων εις εκείνα τα οποία επρόβαλλον εκείνοι, ψευδώς κατηγορούντες αυτόν, λέγων προς αυτούς ότι δεν έχουν καμμίαν αιτίαν εύλογον να τον εγκαλούν, διότι η συνείδησίς του δεν τον τύπτει δια κανέν έγκλημα, από εκείνα που του λέγουν· κατά αλήθειαν ήτο να θαυμάση κανείς, πως εφύλαξεν ο μακάριος καθαράν κατά πάντα την συνείδησίν του, ώστε να μη ημπορέσουν οι φθονεροί εκείνοι εχθροί να τον αποδείξουν πταίστην ούτε εις το παραμικρόν πταίσιμον. Όταν δε το όργανον της γλώσσης απέκαμεν από την ασθένειαν και δεν ηδύνατο να τους απαντά με λόγια, τους απήντα με τα χείλη, με την χείρα και με το νεύμα του και επιτιμών αυτούς αυστηρότατα τους απεδίωκε με οργήν· και τότε εφάνη με πολλήν πραότητα και με βλέμμα ήσυχον και ατάραχον, καθ’ ην δε στιγμήν εις την Εκκλησίαν έψαλλον τον Εσπερινόν Ύμνον και έλεγον το· «Κλίνον, Κύριε, το ους σου και επάκουσόν μου…» (Ψαλμ. πε΄ 1), εξεδύθη η μακαρία του ψυχή τούτο το δερμάτινον ένδυμα και ανέβη φωτεινή εις τας ουρανίους μονάς. Όταν ηκούσθη ο θάνατος του Αγίου, όλη η Πόλις έκλαιεν απαρηγόρητα και ωδύρετο δια την ορφανίαν του προστάτου και ευεργέτου της· ο δε πιστότατος βασιλεύς Νικηφόρος, πίπτων επάνω εις το στήθος του αοιδίμου νεκρού και σκεπάζων αυτόν με τον βασιλικόν μανδύαν έκαμνε την επιτάφιον θρηνωδίαν, καλών αυτόν Πατέρα, Αρχιερέα, Λύχνον της βασιλείας ακοίμητον, θείον Διδάσκαλον της πολιτείας και οδηγόν εις τα ψυχοσωτήρια, τείχος απροσμάχητον εις τα στρατεύματα, διώκτην των εχθρών ισχυρότατον δια της προς Θεόν δεήσεως αυτού και άλλα πολλά, διότι στοχαζόμενος ζημίαν οικουμενικήν τον θάνατον του Ποιμένος, τι δεν έλεγε και τι δεν έκαμνεν! Οι δε εξουσιασταί και μεγιστάνες του βασιλέως, αναστενάζοντες εκ βαθέων ψυχής και μη δυνάμενοι να υπομείνουν τον χωρισμόν του, νομίζοντες αυτόν στέρησιν πολλών αγαθών, περιεκύκλωνον το άγιον αυτού λείψανον και το κατέβρεχον με κατάπικρα δάκρυα. Αλλά και οι Αρχιερείς και Ιερείς και όλοι οι Εκκλησιαστικοί εθρήνουν με κλαυθμούς και οδυρμούς πολλούς τον ακαταμάχητον προστάτην της Εκκλησίας, τον ψυχωφελέστατον πλουτιστήν των, τον φυτουργόν και γεωργόν πάσης αρετής, τον φυλάξαντα αμόλυντον την Ιερουργίαν, τον καθαρίσαντα κάθε μίασμα αιρέσεως από την Εκκλησίαν του Χριστού, τον απροσωπόληπτον Ιεράρχην, τον αποδείξαντα επικατάρατον το αργύριον της σιμωνίας, τον διάδοχον εις την αρετήν των Αποστόλων, τον σύνθρονον και σύντροφον των Πατριαρχών και Πατέρων, τον ομόφρονα των Αγίων Συνόδων, τον γινόμενον τοις πάσι τα πάντα, ίνα πάντως τινάς σώση, κατά τον θείον Παύλον (Α΄ Κορ. θ: 22). Αλλά και ο ευλαβέστατος χορός των Μοναχών έκλαιον τον έμπειρον οδηγόν των και άκρον διδάσκαλον της εγκρατείας και ψάλλοντες μετά δακρύων τους ύμνους προέπεμπον τον Πατέρα εις τους Πατέρας τους εν ασκήσει προλάμψαντας· οι πτωχοί έκλαιον τον δοτήρα· οι τυφλοί τον οφθαλμόν· οι χωλοί την βακτηρίαν· οι ξένοι τον ξενοδόχον· αι χήραι τον προστάτην· οι ορφανοί τον βοηθόν· έτρεχον δε όλοι άνδρες και γυναίκες, παιδία, νέοι και γέροντες, ωσάν ποταμός δια να πλησιάσουν εις το άγιον λείψανον και να απολαύσουν ευλαβώς την ιεράν εκείνην θεωρίαν. Εάν δε ο βασιλεύς δεν εκρατούσε με στιβαράν στρατιωτικήν χείρα την ορμήν του πλήθους, ήθελον κινδυνεύσει εις θάνατον πολλοί, σπρώχνοντες και σπρωχνόμενοι και συνεριζόμενοι μεταξύ των ποίος να προλάβη δια να απολαύση τον ποθούμενον. Εις τας κε΄ (25) λοιπόν του Φεβρουαρίου μηνός του έτους ωστ΄ (806) ενεταφιάσθη εντίμως και ευλαβώς το ένδοξον λείψανον του Αγίου εις το Ιερόν Μοναστήριον, το οποίον ωκοδόμησε, καθώς είπομεν ανωτέρω (Εκεί παρέμεινεν το ιερόν τούτο λείψανον μέχρι του έτους 1018, ότε εκλάπη υπό Βενετών και απεκομίσθη εις Βενετίαν). Είναι δε καιρός να διηγηθώμεν και ολίγα θαύματα από εκείνα τα οποία έγιναν εις τον τάφον του θείου Πατρός. Γυναίκες τινές, αι οποίαι έπασχον από πάθος πολυχρόνιον της αιμορραγίας και εξώδευσαν όλην την περιουσίαν των εις τους ιατρούς και καμμίαν θεραπείαν δεν εύρον, προσέτρεξαν μετά πίστεως εις τον Άγιον· αλλ’ επειδή, κατ’ εντολήν του αοιδίμου Πατρός, δεν ήτο συγκεχωρημένον να έμβουν γυναίκες εις το Μοναστήριον, ενεδύθησαν ανδρικήν στολήν και υποκρινόμεναι ότι είναι ευνούχοι έλαβον την άδειαν και εισήλθον εις το Μοναστήριον· προσπίπτουσαι δε εις τον τάφον του Αγίου, εχρίσθησαν με το έλαιον της κανδήλας, η οποία έκαιεν επάνω εις τον τάφον του και, ω του θαύματος! έλαβον την θεραπείαν παρευθύς και επέστρεψαν υγιείς εις τας κατοικίας των δοξάζουσαι τον Θεόν και ευχαριστούσαι τον Άγιον. Άλλος, όστις ετυφλώθη από τον ένα οφθαλμόν, προσπίπτων εις τον τάφον του Αγίου και χρίων τον οφθαλμόν του με το έλαιον της κανδήλας εκείνης, έλαβεν εις ολίγον καιρόν το φως του και έβλεπε καθαρά και με εκείνον τον οφθαλμόν. Και άλλου τινός η χειρ, η οποία έτρεμεν ακαταπαύστως πολύν καιρόν, με την επίκλησιν του Αγίου και με την χρίσιν του θαυματουργού ελαίου της κανδήλας του τάφου του έπαυσεν από τον τρόμον και αποκατεστάθη υγιής ως και η άλλη. Και άλλους πολλούς δαιμονισμένους ιάτρευσεν ο θείος Ταράσιος, διώκων τα ακάθαρτα πνεύματα και λυτρώνων αυτούς από την βάσανον. Και άλλοι πάλιν, οίτινες ετρόμαξαν από φαντάσματα διαβολικά και έγιναν άλαλοι και κωφοί, προστρέχοντες εις τον τάφον του Αγίου και χριόμενοι με το έλαιον της κανδήλας εκείνης, ηλευθερώθησαν από τας διαβολικάς φαντασίας και ελάλουν πάλιν και ήκουον ως και πρότερον. Άλλος, όστις έπασχεν από ανυποφόρους πόνους εις τα αυτία, αλείφων αυτά με το πανωφελές εκείνο έλαιον της κανδήλας και επικαλούμενος την βοήθειαν του Αγίου, ελυτρώθη από τους πόνους και έλαβε την υγείαν του. Αλλά και εις τους αιρετικούς έδειξε θερμώς και μετά θάνατον τον θείον ζήλον, τον οποίον είχε κατ’ αυτών, διότι, όταν εβασίλευεν ο Λέων Ε΄ ο Αρμένιος, όστις επροστάτευε την αίρεσιν των Εικονομάχων, είδεν εις όραμα, καθώς αυτός το εφανέρωσε με το στόμα του έτι ζων, ότι παρουσιάσθη εις αυτόν ο μέγας Ταράσιος με οργήν αυστηράν και επρόσταξε κάποιον Μιχαήλ το όνομα να τον φονεύση με το ξίφος και ότι ο Μιχαήλ υπακούσας εις την προσταγήν του εφόνευσεν ούτω τον Λέοντα· και ούτως έγινεν. Διότι κατά την εορτήν των Γενεθλίων του Χριστού εφονεύθη ο Λέων ο Αρμένιος από τον Μιχαήλ τον Τραυλόν μέσα εις την Μεγάλην Εκκλησίαν, καθώς του το προείπεν ο μακάριος Ταράσιος. Ου ταις αγίαις πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, διαφύλαξον την Εκκλησίαν σου ανεπηρέαστον εκ πάσης αιρέσεως, ίνα δοξάζη Σου το Πανάγιον όνομα συν τω Πατρί και τω Αγίω Πνεύματι, εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου