Συνηθίζουμε νά μιλᾶμε γιά ἰδιότητες τοῦ Θεοῦ. Κι αὐτό, σέ σχέση μέ τόν κόσμο. Κατά τούς Πατέρες «ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄληπτος καί ἀνέκφραστος». Οἱ ἰδιότητες τοῦ Θεοῦ ἀναφέρονται στόν τρόπο ὕπαρξης τοῦ Θεοῦ. Ἰδιαίτερα ἡ ἀγάπη καί ἡ ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ, «προϋποθέτει ἤδη τό προσωπικόν τοῦ Θεοῦ, οὗτινος θεμελιώδης ἰδιότης εἶναι, διότι ἀγάπη ἀπρόσωπος εἶναι τι ἀκατανόητον», διδάσκει ὁ διάσημος θεολόγος Χρῆστος Ἀνδροῦτσος. Κι ὅταν ὁ Ἰωάννης ἀποκαλεῖ τόν Θεό ἀγάπη, δηλώνει τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ «ὡς προσώπου καί ὡς ζῶντος». Θά μπορούσαμε λοιπόν, νά ἰσχυριστοῦμε πώς, ὅλες οἱ ἰδιότητες τοῦ Θεοῦ, ἀποτελοῦν προσόντα τῆς ἀγάπης Του. Ἔτσι, συμπεραίνει ὁ Παν. Τρεμπέλας: «Ἡ δύναμίς Του εἶναι δύναμις ἀγάπης· ἡ παγγνωσία Του καί ἡ πανσοφία Του εἶναι γνῶσις καί σοφία χρηστότητος καί οἰκτιρμῶν... ἡ δικαιοσύνη Του εἶναι δικαιοσύνη ἀγάπης, τείνουσα νά ἐπαναγάγη τούς παρεκκλίνοντας εἰς τήν ὁδόν τῆς εὐτυχίας καί τῆς εἰρήνης· ἡ πανταχοῦ παρουσία Του συνέχει καί κυβερνᾶ τά πάντα... Καί ἐν ὀλίγοις, ὁ Θεός εἶναι τό ὕψιστον ἀγαθόν, τό ὁποῖον δέν παραμένει περιωρισμένον εἰς ἑαυτό, ἀλλ’ ὡς ὁ ἥλιος φωτίζει πάντα».
Τήν ἀγαθότητα καί τήν εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ, δέν πρέπει νά τίς ἐκλαμβάνουμε συναισθηματικά, ἀλλά σάν καθαρή ἐνέργεια τοῦ ἴδιου, ἔστω κι ἄν παρουσιάζεται πολλές φορές μέ προσωποπαθεῖς ἐκφράσεις. Ἡ ἀγαθότητά Του, ὡστόσο, βρίσκεται πάντα σέ σχέση μέ τά δημιουργήματά Του, καί προπάντων, μέ τόν ἄνθρωπο. Ἄμετρη καί ἀπεριόριστη ἐκδηλώνεται ἡ ἀγάπη καί ἡ ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ. Ἄπειρη καί ἀνέκφραστη. Δέν πρέπει δέ νά θέτουμε τήν ἀγάπη σέ ἀντίθεση μέ τή δικαιοσύνη. Στό Θεό εἶναι ἀσύγχυτες καί ἀδιαίρετες.Ἔλεος καί δικαιοσύνη συμβαδίζουν, ἀλλά δέ συγχέονται. Ὅσα συμβαίνουν στόν ἀνθρώπινο βίο —εἴτε εὐχάριστα, εἴτε δυσάρεστα— ἔχουνε τή σφραγίδα τῆς ἀγαθότητας τοῦ Θεοῦ. «Πάντα ὅσα ποιεῖ μεθ’ ἡμῶν ὁ Θεός, ἀγαθότητι ποιεῖ καί ἀγαπῶν ἡμᾶς ποιεῖ, καί καλῶς ποιεῖ. Καί οὐκ ἐνδέχεται αὐτά ἄλλως καλῶς γενέσθαι», γράφει ὁ ἀββάς Δωρόθεος. Ὅσα κάνει, δηλαδή, ὁ Θεός γιά μᾶς, τά κάνει ἀπό ἀγαθότητα, κι ἐπειδή μᾶς ἀγαπάει, καί γιαυτό εἶναι καλοκαμωμένα. Καί δέ μπορεῖ ποτέ τά πράγματα νά γίνουν καλύτερα. Ὁ ἀγαθός Θεός, ὅσα καλά καί ἄν προσφέρει στόν ἄνθρωπο, παραμένει ἀνενδεής, χωρίς νά περιμένει ἀνταπόδοση. Αὐτό ἐκφράζει ὁ Μέγας Βασίλειος ὅταν λέγει ὅτι, «ὁ δέ οὕτως ἐστίν ἀγαθός, ὥστε οὔτε ἀντίδοσιν ἀπαιτεῖ, ἀλλ’ ἀρκεῖται μόνον ἀγαπώμενος ἐφ’ οἷς ἔδωκεν». Ἄλλωστε, «πρῶτος ἠγάπησεν ἡμᾶς» (Α΄ Ἰω. Δ΄ 19). Ἡ ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας ἀποτελεῖ μιά ἀσταμάτητη πορεία τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Παντοῦ ἐμφανής ἡ ἀγαθότητά Του. Παντοῦ ὁρατά τά δακτυλικά Του ἀποτυπώματα. Πρῶτος ἀγάπησε τούς ἁμαρτωλούς καί ἔτρεξε νά βρεῖ τό «ἀπολωλός». Πρῶτος ζήτησε ἀπ’ τό Ζακχαῖο νά Τόν δεχτεῖ στό σπίτι του, καί πρῶτος τοῦ χάρισε τήν πολυπόθητη σωτηρία μέ τό χαρούμενο λόγο: «Σήμερον σωτηρία τῷ οἴκωιτούτῳ ἐγένετο». Πρῶτος ἔσπευσε στήν ἐπιστροφή τοῦ ἀσώτου, «καί δραμών ἐπέπεσεν ἐπί τόν τράχηλον αὐτοῦ καί κατεφίλησεν αὐτόν». Πρῶτος καί στή μεγάλη θυσία τοῦ Γολγοθᾶ. Τό μόνο πού ξέρει νά δίνει ὁ Θεός, εἶναι Ἀγάπη. Ὅ,τι δέν εἶναι ἀγάπη, δέν εἶναι τοῦ Θεοῦ· δέν εἶναι καρπός τῆς ἀγαθότητάς Του. Ἡ ἀγάπη Του εἶναι ὠκεανός ἀνεξερεύνητος. Πολύ ὡραῖος καί διδακτικός ὁ στοχασμός τοῦ π. Ἰουστίνου Πόποβιτς: «Οἱ ἄνθρωποι καταδικάσανε τό Θεό σέ θάνατο. Ὁ Θεός ὅμως μέ τήν Ἀνάστασή Του «καταδικάζει» τούς ἀνθρώπους στήν ἀθανασία». Ὅλο τό μυστικό καί ἀνέκφραστο μεγαλεῖο τοῦ Θεοῦ, κρύβεται στήν ἀγάπη Του. Ἡ ἀγαθότητά Του ἀποτελεῖ τήν ὑπεροχότερη ἔκφραση τῆς ὕπαρξής Του. Ἄν ὁ Θεός δέν ἦταν Θεός ἀγάπης, θά ἀμφιβάλλαμε γιά τήν ἀληθινότητά Του. Ἡ θεία ἀγάπη συνιστᾶ τόν πυρῆνα τοῦ προαιωνίου Εἶναι. Σ’ αὐτήν συνίσταται τό κάλλος τῆς ἀνάρχου καί ἀσαλεύτου βασιλείας». Ὁ Ἰησοῦς Χριστός στήν ἀποκάλυψη τῆς «Καινῆς Διαθήκης» μᾶς ἄφησε τήν πιό ὑπέροχη ἔκφραση τῆς θείας ἀγάπης, ὅταν εἶπε: «Οὕτω γάρ ἠγάπησεν ὁ Θεός τόν κόσμον, ὥστε τόν υἱόν αὐτοῦ τόν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτόν μή ἀπόληται, ἀλλ’ ἔχῃ ζωήν αἰώνιον» (Ἰω. Γ΄ 16). Τό λόγο τοῦτο, τοῦ Κυρίου, τόν ἔχουν ἀποκαλέσει «πέμπτο εὐαγγέλιο», γιατί συνοψίζει καί τά τέσσερα εὐαγγέλια. Περιέχει ὅλο τό ἀνεξιχνίαστο μυστήριο τῆς θείας οἰκονομίας. Μονάχα μέ τή μεσολάβηση τοῦ Χριστοῦ μαθαίνουμε τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Εἶναι, ἀκριβῶς, ἡ ἀγάπη τούτη πού ἀποκαλύφθηκε ὁλόλαμπρη στό Σταυρό, «διά τῆς προσφορᾶς τοῦ σώματος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐφάπαξ». «Ἀλλ’ ἡμεῖς ἀπηνεῖς καί ὠμοί», λέγει μέ πικρία ὁ ἱερός Χρυσόστομος. Παραμένουμε σκληροί καί ἄγριοι καί ἀναίσθητοι μπροστά στήν τόση ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. «Ἀλλά γενώμεθά ποτε ἥμεροι, καί φιλήσωμεν τόν Θεόν, ὡς φιλεῖν δεῖ». Ἄς γίνουμε ἥμεροι καί εὐγνώμονες, ὥστε νά Τόν ἀγαπήσουμε ὅπως πρέπει καί ὅπως Τοῦ ἀξίζει. Ὁ Θεός ἀναζητοῦσε τόν Ἀδάμ πού πῆγε νά κρυφτεῖ. Ἐμεῖς ἄς κάνουμε τό ἀντίθετο. Νά Τόν ἀναζητοῦμε κι ἄς φαίνεται πώς κρύβεται ἀπ’ τά μάτια μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου