Πρόβος, Τάραχος και Ανδρόνικος οι Άγιοι Μάρτυρες έζησαν κατά τους χρόνους του βασιλέως Διοκλητιανού και του ηγεμόνος Φλαβιανού εν έτει 295. Κατά τούτους τους χρόνους υφίσταντο μέγαν διωγμόν όλοι οι Χριστιανοί, και μη δυνάμενοι να κρύπτωνται εις τας πόλεις έφευγον εις τα όρη και τα σπήλαια, και δεν ετόλμων να παρουσιασθούν, μη ηξεύροντες το συμβησόμενον, διότι παντού είχον ητοιμασμένα δια τους ευσεβείς οι δυσσεβείς και παράνομοι παγίδας και θήρατρα. Τότε ευρίσκοντο και οι τρεις ούτοι Άγιοι και γενναιότατοι στρατιώται, οίτινες ήσαν μεν από τρία γένη γεγεννημένοι και εις τρεις πόλεις πολυανθρώπους ανατεθραμμένοι εντίμως και πλουσίως, εις μίαν δε πίστιν του Χριστού ενδόξως και πανσόφως ηνωμένοι και ως αδελφοί αγαπώμενοι· και ο μεν πρώτος την ηλικίαν, ονόματι Τάραχος, ήτο από την Ρώμην, στρατιωτικός το επάγγελμα· ο δε δεύτερος από την Σίδην της Παμφυλίας, Πρόβος καλούμενος· ο δε τρίτος ήτο από την περιφανή Έφεσον, την κλήσιν Ανδρόνικος.
Ούτοι οι ευσεβείς και φιλόθεοι άνδρες, νομίζοντες ότι και μόνον να συναυλίζωνται με τους ασεβείς ευσεβείας άρνησις και αυτό σχεδόν ελογίζετο, εμάκρυναν από την τύρβην των πόλεων, πολιτευόμενοι εις ερήμους τόπους ησύχως και αταράχως· αλλά πάλιν από τον πολύν πόθον, τον οποίον είχον προς τον Χριστόν, ελυπούντο, νομίζοντες, ότι εάν δεν μαρτυρήσουν και δεν γίνουν των παθημάτων του Δεσπότου συμμέτοχοι, μεγάλως εζημιούντο κινδυνεύοντες να στερηθούν της Βασιλείας Του, και να ζημιωθούν αυτόν τον Χριστόν τον παμπόθητον. Ταύτα ενώ εμελέτων οι τρισμακάριοι, έστειλεν ο βασιλεύς εις την Ταρσόν, εις τα όρια της οποίας κατώκουν οι Άγιοι, ηγεμόνα θηριόγνωμον και απάνθρωπον ονομαζόμενον Μαξέντιον, όστις ευθύς καθήσας εις το κριτήριον προσέταξε τους δημίους να ζητήσουν επιμελώς και εάν εύρωσι Χριστιανούς να τους φέρωσιν εις το θέατρον. Όθεν οι ζηλωταί των ειδώλων και δεισιδαίμονες επρόδωσαν τους Αγίους, τους οποίους συνέλαβον και εφυλάκισαν. Ο δε δικαστής, μαθών ταύτα, προστάσσει να φέρουν τον ένα μόνον εις το κριτήριον, δια να τον εξετάση χωριστά· ωδηγήθη λοιπόν εις το μέσον ο γεροντότερος, τον οποίον ερωτήσας ο άρχων πως ωνομάζετο, απεκρίνατο· «Χριστιανός είμαι, (ώσπερ να έλεγε προς τον άδικον δικαστήν: εκείνο το οποίον συ διώκεις ως έγκλημα, εκείνο εγώ νομίζω καύχημά μου και κύριον όνομα). Πλην επειδή επιμένεις να μάθης και το εκ των γονέων μου όνομα, Τάραχος καλούμαι· ήμην στρατιώτης, αλλ’ ηρνήθην την κάτω στρατείαν, διότι τα όπλα ημών των Χριστιανών δεν είναι σαρκικά, αλλά πνευματικά και δυνατά, δια να νικώμεν τον αντικείμενον· λοιπόν κάμε μου όσα κακά βουληθής και θέλεις με γνωρίσει με την δύναμιν του Θεού μου ανίκητον. Μη μου ενθυμίζης δε το γήρας και τα λευκά μου γένεια· διότι εις την προθυμίαν είμαι νεώτερος· μήτε να επαινής την αλογίαν των βασιλέων σου, λέγων ότι είναι πατρώος νόμος, και άλλους λήρους και φλυαρήματα, διότι εις είναι ο αληθής Θεός, όστις έκτισεν εκ του μη όντος εις το είναι τα σύμπαντα· οι δε θεοί σου είναι λίθοι και ξύλα και άλλα βδελύγματα, όσοι δε προσκυνείτε τοιούτους θεούς είσθε αναισθητότεροι τούτων και αλογώτεροι». Τότε θυμωθείς εις ταύτα ο δικαστής ότι όχι μόνον εκείνον, αλλά και τους βασιλείς και τους θεούς του εξύβρισε, προστάσσει να δείρουν τας σιαγόνας και τον αυχένα του. Τυπτόμενον λοιπόν ώραν πολλήν και βασανιζόμενον, τον συνεπόνουν οι παρεστώτες ως γεροντότερον αυτών και τον συνεβούλευον κατά την γνώμην, λέγοντες να αφήση την μωρολογίαν και ματαιότητα. Ο δε απεκρίνατο λέγων· «Εξήκοντα χρόνους εκοπίαζα φιλοπόνως να αποκτήσω τοιαύτην μωρίαν πάνσοφον και σωτήριον και τώρα δια μίαν ώραν να απολέσω εκείνο όπερ με τόσον κόπον απέκτησα; Όχι, ποτέ δεν θέλω αρνηθή τον αγώνα τούτον της ευσεβείας και την εις Χριστόν τον αληθινόν μου Θεόν πεποίθησιν, δεν παραστρατίζω ποσώς από την αλήθειαν, έστω και αν τύχη και άλλος Μαξέντιος να με βασανίση από τούτον χειρότερα». Ταύτα ακούσας ο παράνομος δικαστής και μη υποφέρων την παρρησίαν του Μάρτυρος, προατάσσει με ράβδους ωμάς, ήτοι χλωράς, να τον δέρωσιν· αλλά και με όλας εκείνας τας πληγάς έμεινεν ανδρείος και ακλινέστερος· όθεν δένοντες αυτόν με βαρύτερα των προτέρων σίδηρα, αυτόν μεν εφυλάκισαν, έφερον δε τον Πρόβον εις το κριτήριον. Ελθών ο Άγιος Πρόβος εις το κριτήριον ευθύς με ολίγους λόγους είπεν όσα ήθελε να τον ερωτήση ο δικαστής, δια να τον βασανίση το ταχύτερον, και του λέγει· «Το πρώτον μου και εξαίρετον όνομα καλούμαι από τον Θεόν μου Χριστιανός, Πρόβος δε το ανθρώπινον· είμαι από την Θράκην, ιδιώτης την πολιτείαν, καταφρονώ τας τιμάς σας και μισώ την φιλίαν σας, διότι αύτη μας χωρίζει από τον αληθή Θεόν· όλον μου τον πλούτον και τα υπάρχοντα κατεφρόνησα, δια την εντολήν του Χριστού, δια τον οποίον είμαι έτοιμος να πάθω κολαστήρια μυρία και επιποθώ δι’ Αυτόν τον θάνατον». Ταύτα ειπόντος, εξέδυσαν αυτόν και τον έδερον με νεύρα βοών ασπλάγχνως και τόσας μάστιγας του έδωσαν, ώστε η γη εκοκκίνισεν από το πλήθος του αίματος, οι δε παρεστώτες εθαύμαζον και του έλεγον· «Βλέπε, άνθρωπε, το φοβερόν ρεύμα των αιμάτων σου και λυπήσου σεαυτόν». Εις τους λόγους τούτους ο Άγιος απεκρίνατο· «Τούτο το αίμα νομίζω ότι είναι μύρον ή έλαιον, με το οποίον προς τους αγώνας αλείφομαι και προθυμότερος γίνομαι». Μετά ταύτα τον εκτύπων και εις την κοιλίαν ωμότερα και έτρεχε το αίμα πλήθος άμετρον· όθεν ο Μάρτυς αισθανόμενος τον πόνον δριμύτερον έλεγε· «Χριστέ, βοήθει μοι». Ο δε ηγεμών απεκρίνατο· «Εάν σου εβοήθει, ήθελε σε αρπάσει από ταύτην την βάσανον». Ο δε Άγιος του λέγει· «Δεν του ζητώ εγώ να μη πάθω, αλλά να με ενδυναμώση δια να υπομείνω τα πάθη· διότι κανείς αγωνιζόμενος, έχων τον κοινόν νουν, δεν ήθελε ποτέ να τον απαλλάξη από τους αγώνας, δια να μη χάση την αμοιβήν και τον στέφανον. Γίνωσκε λοιπόν, ω δικαστά, ότι μου επήκουσεν ο Δεσπότης μου και πολύ με εβοήθησε· δια τούτο καταφρονώ τας βασάνους σου, με τας οποίας νομίζεις ότι θα με νικήσης και γίνομαι ανδρειότερος». Τότε ο άρχων προστάσσει να τον δέσουν με σίδηρα και να τον τανύσουν εις τας τέσσαρας τρύπας, τας οποίας είχε το ξύλον το τιμωρητικόν. Ακολούθως φέρουν εις το κριτήριον και τον Ανδρόνικον, όστις κατήγετο από την Έφεσον της Ιωνίας, όστις εις μεν την ηλικίαν ήτο μικρότερος, εις δε την ένστασιν και παρρησίαν τέλειος, καθώς με λόγους και με έργα απέδειξε και έλεγεν ότι ήτο δούλος του Δεσπότου Χριστού πιστότατος. Ο δε άρχων του λέγει· «Θυσίασον εις τους θεούς και μη είσαι μωρός και ανόητος». Τότε ο Μάρτυς του απεκρίθη φρονίμως λέγων· «Εάν δεν ελαμβάνομεν εις την μέλλουσαν ζωήν δια τας βασάνους ταύτας καμμίαν ανταμοιβήν, δίκαιον είχες συ και πας άλλος, να λέγης ότι ετρελλάθημεν· ει δε και λαμβάνομεν, καθώς ελπίζομεν, πλουσίαν την ανταπόδοσιν, κατά την αληθεστάτην του Σωτήρος Χριστού υπόσχεσιν, τότε τα παθήματα όλα του νυν καιρού, όσα ημπορεί να πάθη τις, δεν είναι άξια να αντιπαραβληθώσι προς την μέλλουσαν δόξαν και αγαλλίασιν». Τούτους τους σοφωτάτους λόγους του Μάρτυρος θέλων να δείξη μύθους ο δικαστής, απέδειξεν αυτούς πιστοτέρους και τους εμαρτύρησεν αληθινούς με τα πράγματα, διότι εκρέμασαν τον Μάρτυρα εις το ξύλον και εχάρασσαν τας κνήμας του με σίδηρα και τας πλευράς εκέντων με αιχμάς πεπυρωμένας και οξυτάτας και με κοπτεράς κεράμους κατέσχιζον τας σάρκας του, και έτριβον με άλας τας πληγάς του, δια να τον κάμουν να νικηθή με την δριμύτητα των κολάσεων. Αλλ’ αυτός τα υπέμεινεν όλα και έλεγεν· «Ευχαριστώ σας, ότι αλατίζετε τας σάρκας μου, δια να δύνανται να υποφέρουν και τα επίλοιπα βάσανα». Ιδών όθεν ο άρχων, ότι ματαίως τον εβασάνιζεν, ή μάλλον ειπείν εκείνος εβασανίζετο, τον εφυλάκισεν έως δευτέραν εξέτασιν. Αφού παρήλθον ημέραι τινές έφεραν και πάλιν τους Αγίους ένα έκαστον κατά τάξιν ως και πρότερον. Και σταθείς με πολλήν παρρησίαν ο Τάραχος, γηραλέος κατά την ηλικίαν, Ρωμαίος το γένος και στρατιώτης το επάγγελμα, ήλεγξε τον ηγεμόνα, τους βασιλείς και τους αδυνάτους θεούς των καρτερικώτατα· όθεν εκτύπησαν με λίθους το στόμα του, κατέκαυσαν τας χείρας του, έπειτα τον εκρέμασαν με την κεφαλήν προς τα κάτω, κάτωθεν δε τον εκάπνιζον και αφ’ ου τον κατεβίβασαν από ταύτην την βάσανον του έδωσαν άλλην ανυπόφορον· ήτοι καπνίζοντες σινάπι με άλας και άλλα δριμύτερα βότανα, ενώσαντες με το όξος, το έχυσαν από την ρίνα εις το στόμα και τον εγκέφαλον του Αγίου. Ο δε Άγιος και ταύτην την δριμείαν πόσιν ενόμιζε γλυκύτητα, και την καύσιν του πυρός υπέμεινεν ως δρόσον και άνεσιν, ενθυμούμενος του αιωνίου πυρός την δριμύτητα, αφού δε οι μιαροί εβασάνισαν επ’ αρκετόν τον Άγιον, απέρριψαν αυτόν σιδηροδέσμιον εις το δεσμωτήριον. Φέρουσιν όθεν και πάλιν τον Πρόβον εις το κριτήριον, όστις περιεγέλασεν ευθύς πολύ τους ψευδωνύμους θεούς και τους βασιλείς με τους ανόμους νόμους, τους οποίους αγνώστως έγραψαν, οι δε ασύνετοι άνθρωποι τους φυλάττουσιν. Έδειραν λοιπόν και αυτού το στόμα και πυρώσαντες σίδηρον τον έβαλον επάνω, αλλά ποσώς δεν εκαίετο· νομίζων δε ο άρχων, ότι από την αμέλειαν των υπηρετών, οι οποίοι δεν έκαυσαν καλά τον σίδηρον, ήτο η αιτία και δεν εκαίετο ο Άγιος και όχι από την θείαν θαυματουργίαν και δύναμιν, τους προσέταξεν οργιζόμενος να πυρώσουν αυτόν περισσότερον· όσον δε αυτοί τον επύρωνον, τοσούτον μάλλον ο Άγιος εδροσίζετο και περιεγέλα τον άρχοντα ως ανόητον. Αισχυνθείς δε ο άρχων εκέλευσε να δείρουν τον Άγιον εις την ράχιν, να ξυρίσουν την κεφαλήν του, να του βάλουν επάνω άνθρακας ανημμένους και να κόψουν την γλώσσαν του. Ο δε Μάρτυς ταύτα πάσχων, έλεγεν· «Έχω άλλην γλώσσαν αθάνατον, την οποίαν δεν ημπορείτε να κόψετε, και την οποίαν προσευχομένην ακούει ο Κύριος». Αφ’ ου δε του έδωσαν όλα ταύτα τα δεινά κολαστήρια, εφυλάκισαν πάλιν και αυτόν. Φέρουσιν είτα τον Ανδρόνικον δια τον οποίον γινώσκων ο άρχων ότι δεν θα τον ενίκα με κολαστήρια, του λέγει με δόλον· «Πριν να σου δώσω δεινότερα παιδευτήρια, πράξε ως γνωστικός και θυσίασε εις τα είδωλα καθώς έκαμαν οι σύντροφοί σου, οίτινες εγνώρισαν το συμφέρον των και προσεκύνησαν τους θεούς». Ο δε Ανδρόνικος του λέγει· «Εάν πείσης και εμέ να προσκυνήσω, τότε θέλω πιστεύσει ότι και αυτοί σε ήκουσαν· εάν δε και εμέ δεν νικήσης ούτε εκείνους ενίκησες· και μη δοκιμάζης με πανουργίας, διότι όλοι μας μίαν γνώμην έχομεν, την ευσέβειαν εις τον Δεσπότην Χριστόν, δια τον οποίον είμεθα έτοιμοι να πάθωμεν δεινότερα κολαστήρια». Τότε θυμωθείς ο τύραννος τον ηπείλησε να τον βασανίση περισσότερον, και τόσον δυνατά τον έδειραν, ώστε έγινε μία πληγή όλον το σώμα του· με όλον τούτο δεν εδειλίασεν ο Άγιος, αλλά είπε περιγελών τον τύραννον· «Εψεύσθης εις τας απειλάς σου, ω δικαστά, επειδή δεν ηδυνήθης να εύρης άλλην τινά νεωτέραν κόλασιν, αλλά πάλιν τα πρώτα επιχειρίζεσαι». Τότε ο άρχων, νομίζων ότι θα του δώση οδύνην χειροτέραν, προστάσσει να του χύσουν άλας εις τας πληγάς. Αλλ’ ο Άγιος πάλιν του έλεγεν· «Άλλο κακόν δεν μου κάμνεις, μόνον ότι προξενείς με το άλας αφθαρσίαν εις τα μέλη μου και δεν σήπονται, καθώς το βλέπεις και μόνος σου, ότι με όλας τας πληγάς, που μου έδωσες, δεν φαίνεται ουδέν σημείον επάνω μου με του Χριστού μου την δύναμιν». Ταύτα ακούων ο άρχων εθυμώθη κατά των φυλάκων, νομίζων ότι ιατροί εθεράπευσαν τους Αγίους και απειλών αυτούς εφυλάκισαν πάλιν τους Αγίους έως άλλην πρόσταξιν. Μετά τινας ημέρας, συνάξας ο τύραννος θέατρον πολυάνθρωπον, έφερε τους Μάρτυρας και βλέπων ότι ούτε με κολακείας, ούτε με πανουργίας δύναται να τους διαστρέψη, ηγριώθη ως θηρίον ανήμερον και εξέδαρεν όλην την κεφαλήν του Ταράχου και τα χείλη του· του δε Πρόβου εξώρυξε τους οφθαλμούς και του έχυσεν εις το στόμα οίνον μεμιγμένον με αίματα θυσιών· του δε Ανδρονίκου έβαλε βιαίως εις το στόμα κρέας μιαρόν από των μεμολυσμένων θυσιών, και εξορύξας τους οφθαλμούς του, προστάσσει να κατακεντώσι και των τριών με πεπυρωμένας σούβλας τους μαστούς, τας πλευράς, τους μηρούς, τα μέσα των δακτύλων και τους βραχίονας· και τόσον τους εβασάνισαν, ώστε και τα οστά έκαυσαν. Όταν δε είδεν ο τύραννος, ότι δεν του έμεινε πλέον καμμία βάσανος, την οποίαν να μη τους την έδωκεν, αρχίζει να ονειδίζη τον Πρόβον και τον Ανδρόνικον, ότι τους εμίανε με την γεύσιν των ακαθάρτων αιμάτων των θυσιών, τα οποία έβαλε βιαίως εις το στόμα των. Ταύτα ακούσαντες οι Άγιοι κατεγέλασαν την αγνωσίαν του και απεκρίθησαν λέγοντες· «Αφού εδοκίμασες να μας νικήσης με διαφόρους κολάσεις και πανουργίας και δεν ηδυνήθης, έρριψας κάτω τους οφθαλμούς και ομολογείς ότι ημείς σε ενικήσαμεν, διότι εάν ελογίζετο θυσία αυτό το ακούσιον, να βάλης αίμα και κρέας βιαίως εις το στόμα μας, ήθελες το κάμει πρότερον, να σου λείπη τόσος κόπος και βάσανος, αλλά διότι προσεπάθεις να νικήσης τον λογισμόν μας με την μετάθεσιν και τροπήν της ευσεβείας προς την ασέβειαν, δια τούτο έβαλες τόσον κόπον και επιμέλειαν να νικήσης το αυτεξούσιον· αλλά δεν μας ενίκησες με του Θεού την βοήθειαν. Εάν δε πάλιν νομίζης, ότι παρά μικρόν ημάρτομεν, διατί έβαλες το ειδωλόθυτον κρέας βιαίως εις το στόμα μας; Ει τι μέρος έμεινεν από τα χείλη μας, κόψον αυτό ή δος μας ει τινα άλλην παίδευσιν βούλεσαι, διότι εις όλα είμεθα έτοιμοι, μόνον εις τους δαίμονάς σου δεν θυσιάζομεν, ούτε φοβούμεθα άγρια θηρία, επειδή από την ψυχήν σου δεν είναι άλλο τι αγριώτερον, την οποίαν εξ αρχής ενικήσαμεν». Ακούσας ταύτα ο τύραννος, επρόσταξε και τους εφυλάκισαν δια να τους δώση εις τα θηρία να τους φάγωσι. Τη επαύριον καθίσας ο άρχων εις το θέατρον, όπερ ήτο έξω της πόλεως, έφεραν τους Αγίους σηκωτούς, διότι ήσαν ετοιμοθάνατοι, ηκρωτηριασμένοι, εστερημένοι των μελών, κατακεκαυμένοι από το πυρ, και κατακεκομμένοι από τα ξίφη και δεν ηδύναντο ουδόλως να βαδίσωσι· μόνον τον έσω άνθρωπον, ήτοι το λογικόν είχον όλον τέλειον κατ’ εικόνα του κτίσαντος, το οποίον εκέλευσεν εξ αρχής ο Κύριος να εξουσιάζη όλα τα ερπετά και θηρία· δια τούτο και τότε τα θηρία, τα οποία αφήκε κατά των Αγίων ο εκείνων ανοητότερος τύραννος, δεν ήγγισαν ποσώς εκείνα τα άγια σώματα. Ο δε τούτων απανθρωπότερος Μαξέντιος ηπείλει να θανατώση τον επιμελητήν αυτών· όθεν αφήκε μίαν άρκτον ανδροφόνον και πολλά φοβεράν, ήτις επήγεν εις τον Άγιον Ανδρόνικον, και ανέλειχε με την γλώσσαν τα αίματα των πληγών του. Ο δε Άγιος έβαλε και την κεφαλήν του εις τους οδόντας της και την παρώξυνε δια να τον φάγη και να υπάγη η ψυχή του ταχέως προς τον ποθούμενον, αλλά αυτή έστρεφεν εκείθεν την κεφαλήν παίζουσα και ελησμόνη την φυσικήν αγριότητα. Ο δε των αλόγων αλογώτερος Μαξέντιος προστάσσει να φονεύσουν την άρκτον, νομίζων ότι ήτο εκείνη αιτία της τοιαύτης θαυματουργίας και ουχί η θεία δύναμις. Μετά ταύτα αφήνουσι μίαν λέαιναν δεινήν και αγρίαν, ήτις έδραμε με πολλήν οργήν και τόσον θυμόν, ώστε όλοι οι παρεστώτες εταράχθησαν· ως δε εκείνη επλησίασεν εις τους Μάρτυρας, λησμονήσασα την φυσικήν αγριότητα, έγινεν ως αρνίον ήμερον. Ο δε Άγιος Τάραχος την έσυρεν από το ωτίον και τας τρίχας, αλλ’ αυτή έστρεψεν οπίσω και εδάγκανε τας σανίδας της θύρας, προσπαθούσα να εξέλθη έξω του θεάτρου. Ταύτα βλέπων ο ασύνετος Μαξέντιος, απορήσας και μη γινώσκων πλέον τι άλλο να πράξη καινότερον, έδωκε κατά των Αγίων την δια ξίφους απόφασιν· οίτινες απεκεφαλίσθησαν χαίροντες και ανήλθον στεφανηφόροι προς την εκείθεν μακαριότητα, να απολαύσουν πλουσίαν την αμοιβήν των αγώνων των. Αλλ’ ο μεν βάσκανος και μιαρώτατος τύραννος, δια τον φθόνον τον οποίον είχε προς τους Χριστιανούς, ήνωσε τα λείψανα των Αγίων με άλλα σώματα Ελλήνων, που εφονεύθησαν μαστιγούμενοι, δια να μη τα εύρουν οι Χριστιανοί και τα πάρωσιν, έτι δε έβαλε και στρατιώτας να τα φυλάττωσιν. Ο δε των θαυμασίων Θεός δεν ημέλησεν, αλλά καθώς εκάθηντο οι φύλακες την νύκτα και έτρωγον εις την πυράν πλησίον και έπινον χαίροντες, αίφνης ήλθε βροχή πολλή και έγινε σεισμός δυνατός, και το μεν πυρ εσβέσθη, οι δε φύλακες έφυγον έντρομοι. Τα δε άγια λείψανα ήσαν αναμεμιγμένα με τα άλλα σώματα, και δεν εγνώριζον οι Χριστιανοί ποία ήσαν, δια το σκότος της νυκτός. Εφάνη τότε αστήρ εκ του ουρανού και εκάθησεν εις ένα έκαστον άγιον λείψανον, καθώς και ο αστήρ τον καιρόν της του Δεσπότου Χριστού Γεννήσεως ωδήγησε τους Μάγους έως το άγιον σπήλαιον· τούτο δε το θαυμάσιον έγινε δια τας προσευχάς εναρέτων τινών Χριστιανών, οι οποίοι ήσαν εκεί πλησίον εις εν όρος, και παρεκάλεσαν τον Θεόν να τους φανερώση τους Αγίους του Μάρτυρας, τους οποίους εύρον με την λάμψιν του αστέρος, και με σπουδήν πολλήν τους επήραν, δια τον φόβον του ηγεμόνος· φθάσαντες δε εις το όρος τους έκρυψαν εις λάκκον λίθινον, δοξάζοντες το υπεράγιον όνομα Χριστού του Θεού ημών. Ω πρέπει πάσα δόξα, συν τω ανάρχω Πατρί και τω Αγίω Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου