Τη αυτή ημέρα, Κυριακή Πέμπτη από του Πάσχα, την της Σαμαρείτιδος εορτήν εορτάζομεν.
Την αγίαν ταύτην εορτήν της Σαμαρείτιδος επιτελούμεν κατά την σήμερον, επειδή φανερά εν αυτή ο Χριστός Μεσσίαν εαυτόν ωμολόγησεν, όπερ σημαίνει Χριστός ή ηλειμμένος. Παράγεται δε το Μεσσίας εκ της Εβραϊκής λέξεως μεσά, όπερ σημαίνει έλαιον. Επειδή δε οι βασιλείς και οι ιερείς και οι Προφήται, με το της Σκηνής έλαιον, ήτοι το παρά Θεού διωρισμένον, εχρίοντο, δηλαδή ηλείφοντο, δια τούτο κεχρισμένοι ήτοι ηλειμμένοι ελέγοντο· «Και τον Ελισαιέ υιόν Σαφάτ χρίσεις (λέγει η Γραφή) εις Προφήτην αντί σου» (Γ΄ Βασ. ιθ: 16). Ώστε τα τρία ταύτα ονόματα, το εβραϊκόν Μεσσίας και τα ελληνικά Χριστός και ηλειμμένος, εν και το αυτό νόημα έχουσι. Ετάχθη δε η παρούσα εορτή ίνα εν ταύτη τη της Μεσοπεντηκοστής εβδομάδι εορτάζεται, επειδή και εν τη Μεσοπεντηκοστή ποιούμεθα την ανάμνησιν τού ότι ο Χριστός παρρησία εαυτόν Μεσσίαν ωμολόγησε και τους Ιουδαίους εδίδαξε λέγων·
«Εάν τις διψά, ερχέσθω προς με και πινέτω» (Ιωάν. ζ: 37). Τα αυτά δε και κατά την σήμερον διεκήρυξε και εδίδαξε. Και κατά μεν την προηγουμένην Κυριακήν το εν τη κολυμβήθρα θαύμα εωρτάσαμεν, κατά ταύτην δε το εις το φρέαρ του Ιακώβ. Ας ακούσωμεν όμως την περί της υποθέσεως ταύτης διήγησιν ως ο θείος Ευαγγελιστής Ιωάννης την διηγείται. Φεύγων ο Κύριος από την Ιουδαίαν και θέλων να υπάγη εις την Γαλιλαίαν, έπρεπε κατ’ ανάγκην να περάση από την Σαμάρειαν, διότι εκείθεν διήρχετο η οδός. Διερχόμενος δε εκείθεν έφθασεν εις την πόλιν Συχάρ, την οποίαν ο πατριάρχης Ιακώβ άφησεν ιδιαιτέραν κληρονομίαν εις τον ηγαπημένον αυτού υιόν Ιωσήφ. Εις αυτήν ήτο και πηγάδιον παλαιόθεν ανεωγμένον από τον ίδιον τον Ιακώβ· εκάθισε δε εκεί δια να αναπαυθή από τον κόπον του δρόμου, το δε κυριώτερον δια να κάμη το θαυμαστόν κυνήγιον, όπερ έκαμε. Διότι εκεί μόνος καθήμενος (επειδή οι Μαθηταί επήγαν εις την πόλιν δια να αγοράσωσι τροφάς), ιδού και έρχεται από την Σαμάρειαν γυνή τις δια να πάρη ύδωρ. Τότε ο Ιησούς εζήτησε παρ’ αυτής να του δώση ύδωρ να πίη. Εκείνη δε απεκρίθη· «Πως συ, Ιουδαίος ων, ζητείς παρ’ εμού ύδωρ να πίης, ενώ εγώ είμαι Σαμαρείτις γυνή»; (Ιωάν. δ: 9).Είπε δε τούτο, διότι τους Σαμαρείτας οι Ιουδαίοι ως βδελυκτούς τους απεστρέφοντο. Πρέπει δε να είπωμεν και την αιτίαν, δια την οποίαν ούτω τους νομίζουσιν· όθεν θα εξέλθωμεν ολίγον από το προκείμενον. Απ’ αρχής οι Εβραίοι, οίτινες κατώκουν τους τόπους της Σαμαρείας, δεν ωνομάζοντο Σαμαρείται, αλλ’ Ισραηλίται. Επειδή δε εξέκλιναν εις ειδωλολατρίας και άλλας παρανομίας, παρεχώρησεν ο Θεός και ελθόν το έθνος των Ασσυρίων τους ηχμαλώτισε συν γυναιξί και τέκνοις και τους μετέστησεν εις τους ιδικούς των τόπους. Είτα ο βασιλεύς των Ασσυρίων, δια να μη μένη ακαλλιέργητος η γη, έστειλεν άλλους ανθρώπους από τους εθνικούς να κατοικήσουν εις τους τόπους των Ισραηλιτών. Τούτους όμως θεία παραχωρήσει κατέτρωγον οι λέοντες και άλλα θηρία και τους ηφάνιζον. Ταύτα μανθάνων ο βασιλεύς, εζήτει να μάθη τι το αίτιον. Οι δε εκεί Ισραηλίται απεκρίθησαν εις αυτόν, ότι επειδή δεν σέβονται τον Θεόν του τόπου, παθαίνουν την τοιαύτην φθοράν. Τότε εκείνος έστειλεν εις αυτούς ιερέα να τους διδάξη περί του αληθινού Θεού. Όμως αυτοί επίστευσαν μεν εις τον αληθινόν Θεόν, αλλά δεν εδέχθησαν όλας τας Γραφάς, αλλά μόνον την Πεντάτευχον του Μωϋσέως, ηρνούντο δε και τους Προφήτας. Οι δε Εβραίοι, οι καταγόμενοι από το γένος του Αβραάμ, όταν επέστρεψαν από την αιχμαλωσίαν, δεν εδέχθησαν αυτούς δι’ αδελφούς, δια την αλλοτριότητα του γένους και διότι συν τω αληθινώ Θεώ ελάτρευον και τα είδωλά των και δεν εδέχοντο όλας τας Αγίας Γραφάς, ως είπομεν. Από τότε λοιπόν και εις το εξής τους απέφευγον ως μιαρούς κατά το γεγραμμένον· «Ου γαρ συγχρώνται Ιουδαίοι Σαμαρείταις» (Ιωάν. δ: 4). Τούτο λοιπόν γνωρίζουσα η γυνή και τρόπον τινά απορούσα, ηρώτησε τον Κύριον, πως Ιουδαίος ων εζήτησε παρ’ αυτής ύδωρ, Σαμαρείτιδος ούσης. Ο δε Κύριος αποκριθείς είπε προς αυτήν, ότι αν εγνώριζε με ποίον ομιλεί, τότε εκείνη μάλιστα ήθελε ζητήσει παρ’ Αυτού να δώση εις αυτήν «Ύδωρ ζων» (Ιωάν. δ: 10) (δι’ ου ηννόει την Χάριν του Παναγίου Πνεύματος), το οποίον όστις πίη, δεν διψά πλέον εις τον αιώνα, αλλά γίνεται εις αυτόν «πηγή ύδατος αλλομένου» (αυτ. 14), δηλαδή πληθυνομένου και πλημμυρούντος. Η γυνή τα εγκώμια ταύτα τα θαυμαστά του νοητού εκείνου Ύδατος ακούσασα και νομίσασα, ότι δι’ αισθητόν ύδωρ ομιλεί, απεκρίθη προς Αυτόν· «Κύριε, δος μοι το Ύδωρ αυτό, το οποίον λέγεις, δια να μη διψώ πλέον εις το εξής, μηδέ να έρχωμαι πλέον εδώ να αντλώ» (αυτ. 15). Λέγει προς αυτήν ο Χριστός· «Ύπαγε, φώνησον τον άνδρα σου, και έλα εδώ» (αυτ. 16). Η γυνή απεκρίθη ότι δεν έχει άνδρα, και ο Κύριος της λέγει· «Καλώς είπες, ότι δεν έχεις άνδρα, διότι, αφού έλαβες πέντε, αυτός, τον οποίον τώρα έχεις, δεν είναι ανήρ σου» (αυτ. 17 -18). Ταύτα εκείνη ανελπίστως ακούσασα από άνθρωπον ξένον, εξεπλάγη και ηννόησεν, ότι χωρίς άλλο είναι Προφήτης. Όθεν είπε προς Αυτόν· «Κύριε, θεωρώ ότι Προφήτης ει συ» (αυτ. 19). Έπειτα, επειδή περί τοπικής λατρείας του Θεού η γυνή εκίνησε λόγον, ο Χριστός της απεκρίθη, ότι: «Ο Θεός είναι πνεύμα και όσοι προσκυνούσι τον Θεόν, δεν περιορίζουσιν εις τόπους την λατρείαν του Θεού, αλλ’ εν πνεύματι και αληθεία προσκυνούσι τω Θεώ και Πατρί» (Ιωάν. δ: 23 – 24). Εις την πάνσοφον ταύτην διδασκαλίαν μη έχουσα τι να αποκριθή η γυνή, είπε: «Γνωρίζω ότι έρχεται Μεσσίας ο λεγόμενος Χριστός, όταν Εκείνος έλθη, θέλει διδάξει εις ημάς τα πάντα» (Ιωάν. δ: 25). Πόθεν η γυνή η Σαμαρείτις εγνώριζεν ότι έρχεται ο Μεσσίας; Είπομεν εξ αρχής, ότι τα πέντε μόνον βιβλία του Μωϋσέως εδέχθησαν οι Σαμαρείται· την Γένεσιν, την Έξοδον, το Λευϊτικόν, τους Αριθμούς και το Δευτερονόμιον. Λοιπόν εις το δέκατον όγδοον κεφάλαιον του Δευτερονομίου γράφει ο Προφήτης Μωϋσής λέγων: «Προφήτην εκ των αδελφών σου, ως εμέ, αναστήσει σοι Κύριος ο Θεός σου· αυτού ακούσεσθε» (Δευτ. ιη: 15). Και πάλιν κατωτέρω· «Προφήτην αναστήσω αυτοίς εκ των αδελφών αυτών, ώσπερ σε, και δώσω τα ρήματά μου εν τω στόματι αυτού και λαλήσει αυτοίς, καθ’ ό,τι αν εντείλωμαι αυτώ· και ο άνθρωπος, ος εάν μη ακούση, όσα αν λαλήση ο Προφήτης εκείνος, επί τω ονόματί μου, εγώ εκδικήσω εξ αυτού» (αυτόθι 18 – 19). Eπειδή λοιπόν οι Σαμαρείται εδέχοντο τα βιβλία του Μωϋσέως, εκείθεν εγνώριζον και δια τον Προφήτην εκείνον περί του οποίου προεφήτευσεν ο Μωϋσής εις το Δευτερονόμιον και τον οποίον Μεσσίαν ωνόμαζον, καθώς και εις τον Πρόδρομον αποστείλαντες ηρώτων, αν αυτός ήτο ο Μεσσίας. Απεκρίθη δε προς αυτούς ο θείος Πρόδρομος, ότι δεν ήτο εκείνος ο προσδοκώμενος Προφήτης, ήτοι ο Μεσσίας (Ιωάν. α: 19 – 27). Δια τούτο λοιπόν η γυνή είπεν εις τον Χριστόν, ότι έρχεται Μεσσίας και εκείνος θέλει διδάξει εις αυτούς τα πάντα. Τότε βλέπων ο Κύριος την προθυμίαν και την καλήν διάθεσιν της γυναικός, λέγει προς αυτήν· «Εγώ είμαι εκείνος, ο λαλών μετά σου, με τον οποίον ηξιώθης να ομιλής» (Ιωάν. δ: 26). Εταράχθησαν οι λογισμοί της γυναικός, ακουσάσης έξαφνα, ότι ούτος ο ομιλών μετ’ αυτής είναι Εκείνος ο τοσούτους αιώνας προσδοκώμενος από το δωδεκάφυλον του Ισραήλ, ο κατ’ εξοχήν καλούμενος Προφήτης, ο Μεσσίας, ο Χριστός. Όθεν και τρέχουσα να γίνη κήρυξ εις την πόλιν του τόσον μυριοποθήτου νέου ακούσματος, από την βίαν της άφησεν εις το πηγάδιον την στάμναν της και έδραμε λέγουσα· «Δεύτε ίδετε άνθρωπον, όστις μου είπε πάντα όσα εποίησα» (αυτ. 29). Εν τούτω τω μεταξύ ελθόντες οι Μαθηταί Αυτού εξεπλάγησαν δια την συγκατάβασιν, την οποίαν έκαμε, να συνομιλή μετά γυναικός, ενώ ήτο κεκοπιακώς εκ της οδοιπορίας και του καύσωνος και παρεκάλουν Αυτόν να φάγη. Ο δε Κύριος ωμίλησε προς αυτούς περί της ουρανίου τροφής, δηλαδή της των ανθρώπων σωτηρίας και ότι έπρεπε και αυτοί να κοπιάσουν όπως και οι Προφήται. Ακούσαντες οι Σαμαρείται το κήρυγμα της γυναικός, έδραμον πλήθος μικροί και μεγάλοι, άνδρες και γυναίκες, δια να ίδουν και να ακούσουν το ξένον θαύμα. Εκ τούτων πλήθος πολύ επίστευσαν εις Αυτόν και τον παρεκάλεσαν να μείνη ολίγον μετ’ αυτών. Έμεινε δε ο φιλάνθρωπος Κύριος μετ’ αυτών δύο ημέρας. Ακούοντες δε εκείνοι και βλέποντες τα θαυμάσια, άτινα εποίει κατά τας δύο εκείνας ημέρας, επίστευσαν ακόμη πολύ περισσότεροι ομολογούντες και κηρύττοντες Αυτόν Χριστόν και Σωτήρα του Κόσμου. Την Σαμαρείτιδα ταύτην ωνόμασεν ύστερον ο Χριστός Φωτεινήν. Εμαρτύρησε δε αύτη υπέρ Χριστού επί του Νέρωνος (54 – 68). Συνεμαρτύρησε δε αύτη μετά των υιών και αδελφών αυτής, δια πολλών και ποικίλων σκληροτάτων βασάνων αθλήσασα. Έστω δε και τούτο εις γνώσιν ημών, ότι το στόμιον του φρέατος εκείνου το έφερεν ο βασιλεύς Ιουστινιανός με τιμήν από την Σαμάρειαν εις την Κωνσταντινούπολιν, εις τον μέγαν Ναόν της Αγίας Σοφίας και το έθεσεν επάνω εις το φρέαρ, το οποίον ήτο έξω εις τον Νάρθηκα. Ωσαύτως έφερε και τον λίθον εκείνον, επάνω εις τον οποίον ο Χριστός καθήμενος διελέγετο με την Σαμαρείτιδα, παντοίων δε νόσων και παθών ήσαν ταύτα θεραπευτικά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου