Εις τον Μωσαϊκόν Νόμον προσέταξεν ο Θεός τους υιούς Ισραήλ, καθ’ έκαστον έτος να προσφέρωσιν εις τον Θεόν το δέκατον εξ όλων των εισοδημάτων των, εκτελούντες δε την εντολήν ταύτην ηυλογούντο εις όλα τα έργα των. Τούτο γνωρίζοντες καλώς οι Άγιοι Απόστολοι εσκέφθησαν, προς βοήθειαν και ευεργεσίαν των ψυχών μας, να παραδώσουν εις ημάς εντολήν μεγαλυτέραν και σπουδαιοτέραν, να αφαιρούμεν το εν δέκατον των ημερών της ζωής μας, και τρόπον τινά να τας αφιερώνωμεν εις τον Θεόν, ώστε δι’ αυτών να λαμβάνωμε συγχώρησιν δια τας αμαρτίας μας όλου του έτους. Λαβόντες λοιπόν την απόφασιν αυτήν ώρισαν ως αγίας από τας τριακοσίας εξήκοντα πέντε ημέρας όλου του έτους αυτάς τας επτά εβδομάδας των νηστειών· ούτω δηλαδή εχώρισαν επτά εβδομάδας. Συν τω χρόνω όμως οι Πατέρες ημών έκριναν, ότι έπρεπε να προστεθή εις αυτάς μία ακόμη εβδομάς, αφ’ ενός μεν δια να προγυμνάζωνται και τρόπον τινά δια να συνηθίζουν σιγά – σιγά εκείνοι οι οποίοι πρόκειται να εισέλθουν εις τον κόπον των νηστειών, αφ’ ετέρου δε δια να τιμήσουν τας νηστείας με τον αριθμόν της αγίας Τεσσαρακοστής (των τεσσαράκοντα ημερών) την οποίαν ενήστευσεν ο Κύριος ημών. Αι οκτώ δηλαδή εβδομάδες, όταν δεν συνυπολογίσωμεν εις αυτάς τα Σάββατα και τας Κυριακάς, έχουν τεσσαράκοντα νηστησίμους ημέρας. Προστίθεται δε εις αυτάς και η ιδιαιτέρως τιμωμένη νηστεία του Μεγάλου Σαββάτου, διότι η κατ’ αυτό τηρουμένη νηστεία είναι η ιερωτάτη και η μοναδική νηστεία εν ημέρα Σαββάτω εξ όλων των Σαββάτων του έτους.
Αι δε επτά εβδομάδες χωρίς τα Σάββατα και τας Κυριακάς περιέχουν τριάκοντα πέντε ημέρας νηστείας· αν εις ταύτας προστεθή και το Μέγα Σάββατον και το ήμισυ της λαμπράς και φωτοποιού νυκτός της Αναστάσεως, γίνονται τριάκοντα εξ και ημίσεια ημέραι, αι οποίαι αποτελούν ακριβώς το εν δέκατον των τριακοσίων εξήκοντα πέντε ημερών όλου του έτους. Διότι το εν δέκατον των τριακοσίων είναι τριάκοντα και των εξήκοντα το εν δέκατον είναι εξ και των πέντε, το ήμισυ της ημέρας. Ιδού αι τριάκοντα εξ και ημίσεια ημέραι, καθώς είπομεν· αύτη είναι η δεκάτη, ημπορούμεν να είπωμεν, ολοκλήρου του έτους, την οποίαν ώρισαν προς μετάνοιαν οι Άγιοι Απόστολοι, η οποία μας καθαρίζει από τας αμαρτίας όλου του έτους, ως είπον. Όστις λοιπόν προφυλάσσει καλώς και όπως πρέπει τον εαυτόν του κατά τας αγίας ταύτας ημέρας είναι μακάριος, αδελφοί μου, έστω και αν συνέβη, ως άνθρωπος, να αμαρτήση και αυτός είτε εξ ασθενείας είτε εξ αμελείας. Ιδού, μας έδωσεν ο Θεός τας αγίας ταύτας ημέρας, ώστε εάν κανείς θελήση με πνευματικήν προσοχήν και ταπεινοφροσύνην να φροντίση δια τον εαυτόν του και να μετανοήση κατά την διάρκειαν αυτών, να καθαρίζεται από τας αμαρτίας όλου του έτους. Ούτω η ψυχή του αναπαύεται από του βάρους των αμαρτιών του και προσέρχεται καθαρός κατά την αγίαν ημέραν της Αναστάσεως του Κυρίου και μεταλαμβάνει των Αχράντων Μυστηρίων χωρίς κίνδυνον κατακρίσεως και γίνεται νέος άνθρωπος δια της νηστείας των αγίων τούτων ημερών και παραμένει εις διαρκή χαράν και πνευματικήν ευφροσύνην, εορτάζων μετά του Θεού καθ’ όλην την αγίαν Πεντηκοστήν. Διότι η Πεντηκοστή είναι ανάστασις ψυχών, ως λέγει η Γραφή. Αυτήν την ανάστασιν ακριβώς συμβολίζει το ότι δεν κλίνομεν τα γόνατα καθ’ όλην την Αγίαν Πεντηκοστήν. Όποιος λοιπόν θέλει να καθαρισθή από τας αμαρτίας του όλου του έτους δια της καθαριστικής δυνάμεως των ημερών τούτων, πρώτον μεν πρέπει να διαφυλάττη την υγείαν του δια της εναλλαγής της διαίτης. Διότι η μη εναλλαγή των λαμβανομένων τροφών, καθώς λέγουν οι θείοι Πατέρες, γεννά εις τον άνθρωπον κάθε κακόν. Έπειτα πρέπει να φυλάττη ομοίως τον εαυτόν του από την κατάλυσιν της νηστείας χωρίς να υπάρχη μεγάλη ανάγκη, να μη επιζητή τα ωραία και ευχάριστα φαγητά· να μη υπερφορτώνη την κοιλίαν του με την αφθονίαν των φαγητών και των ποτών. Δύο δε είναι τα είδη της γαστριμαργίας. Άλλοτε, δηλαδή, επιδιώκει κανείς την ευχαρίστησιν εκ του φαγητού· εις την περίπτωσιν ταύτην ο άνθρωπος δεν θέλει να φάγη πολύ, αλλά θέλει ευχάριστον και γλυκύ φαγητόν. Όταν δε ο τοιούτος τρώγη κάποιο φαγητόν, το οποίον του αρέσει εξαιρετικά, τόσον κυριεύεται από την ευχαρίστησιν την οποίαν δοκιμάζει, ώστε το διατηρεί επ’ αρκετήν ώραν εις το στόμα του και δεν σπεύδει να το καταπίη δια να μη στερηθή την εξ αυτού ευχαρίστησιν. Τούτο το είδος λέγεται λαιμαργία. Άλλος πάλιν επιδιώκει την πολυφαγίαν. Ούτος δεν θέλει και τόσον εκλεκτά φαγητά ούτε και ενδιαφέρεται πολύ, εάν είναι γλυκά ή νόστιμα· αλλά είτε είναι καλά είτε όχι, άλλο τίποτε δεν θέλει ειμή μόνον να φάγη, ό,τι δήποτε και αν είναι, και δι’ ουδέν άλλο ενδιαφέρεται ειμή μόνον να γεμίση την κοιλίαν αυτού. Τούτο το είδος λέγεται γαστριμαργία. Και σας λέγω και την αιτίαν των ονομάτων τούτων. Το ρήμα μαργαίνω σημαίνει κατέχομαι υπό μανίας· και μάργος λέγεται ο μανιώδης (ο μανιασμένος). Όταν λοιπόν καταλαμβάνη κάποιον η μανία του να γεμίση την γαστέρα (κοιλίαν) του, τούτο λέγεται γαστριμαργία (εκ του γαστήρ + μαργαίνω), όπερ σημαίνει μανία κατέχουσα την κοιλίαν. Όταν η εκ του φαγητού προερχομένη ηδονή αφορά τον λαιμόν, τότε λέγεται λαιμαργία (εκ των λέξεων λαιμός + μαργαίνω). Από αυτάς λοιπόν πρέπει να φυλάσσεται και να τας αποφεύγη με πάσαν προσοχήν όποιος θέλει να καθαρισθή από τας αμαρτίας του. Διότι αι αμαρτίαι αυταί δεν γίνονται δια την ικανοποίησιν σωματικών αναγκών, αλλά δια την ικανοποίησιν κάποιου πάθους· εάν λοιπόν τας ανεχθή, τότε γίνονται δι’ αυτόν αμαρτήματα. Ανάλογον προς ταύτας είναι το να ζη τις νομίμως με μίαν γυναίκα και το να πορνεύη· η πράξις και εις τας δύο περιπτώσεις είναι η ιδία· αλλ’ ο σκοπός είναι εκείνος ο οποίος δημιουργεί την διαφοράν του πράγματος. Εις την πρώτην περίπτωσιν ο ανήρ συνέρχεται μετά της γυναικός δια να γεννήση τέκνα· εις την δευτέραν περίπτωσιν δια να ικανοποιήση την φιληδονίαν του. Το ίδιον συμβαίνει και με το φαγητόν· άλλο πράγμα είναι το να φάγη τις δια να ικανοποιήση την φυσικήν ανάγκην της λήψεως τροφής και άλλο να φάγη δια να δοκιμάση την εκ του φαγητού ηδονήν. Ο σκοπός δια τον οποίον τρώγει τις είναι εκείνος ο οποίος δημιουργεί την αμαρτίαν. Το να τρώγη δε κανείς όσον επιβάλλουν αι σωματικαί του ανάγκαι σημαίνει ότι ούτος ορίζει εις τον εαυτόν του πόσον πρέπει να φάγη καθ’ όλην την ημέραν. Και βλέπει, εάν αυτό το οποίον ώρισε τον εβάρυνε και είναι ανάγκη να αφαιρέση ολίγον εξ αυτού το αφαιρεί, ή εάν δεν ήτο αρκετόν, και δεν εστηρίχθη δια του φαγητού αυτού το σώμα, και είναι ανάγκη να προσθέση ακόμη ολίγον, προσθέτει πράγματι και ούτω ικανοποιεί τας ανάγκας του. Αρκείται λοιπόν ούτος εις το ωρισμένον και τούτο το πράττει όχι δια την εκ του φαγητού ευχαρίστησιν, αλλά δια την διατήρησιν των δυνάμεων του σώματος. Και αυτό δε το οποίον τρώγει κανείς, πρέπει να το τρώγη κατόπιν ευλογίας και να κατακρίνη δια του λογισμού τον εαυτόν του ότι είναι ανάξιος οιασδήποτε παρηγορίας και να μη προσέχη εάν άλλοι τινές, δια κάποιαν ανάγκην του σώματος περιποιούνται εαυτούς και να μη ζητή και αυτός κάποιαν ανάπαυσιν ή να νομίζη ότι ελαφρόν είναι δια την ψυχήν το να διάγη εν αναπαύσει. Όταν κάποτε διέμενον εις Κοινόβιον επήγα να επισκεφθώ ένα από τους Γέροντας (ήσαν δε εκεί πολλοί μεγάλοι Γέροντες), εύρον δε τον αδελφόν, ο οποίος ήτο ωρισμένος δια να τον υπηρετή, να τρώγη και αυτός μετά του Γέροντος. Λέγω τότε προς αυτόν ιδιαιτέρως: «Αδελφέ, ούτοι οι Γέροντες ομοιάζουν με ανθρώπους οι οποίοι, αφού απέκτησαν βαλλάντιον, επέμειναν να εργάζωνται και να τοποθετούν τα χρήματά των μέσα εις το βαλλάντιον, έως ότου το εγέμισαν. Ύστερον, αφού το εσφράγισαν, πάλιν συνέχισαν να εργάζωνται και εμάζευσαν και άλλα χίλια περίπου νομίσματα, ώστε εν καιρώ ανάγκης να έχουν από που να εξοδεύσουν και να φυλάξουν εκείνα τα οποία έχουν εις το βαλλάντιον. Κατά τον ίδιον τρόπον και ούτοι οι Γέροντες επέμειναν να εργάζωνται και να πολλαπλασιάζουν τον θησαυρόν των και αφού τον εσφράγισαν εις το βαλλάντιον, ειργάσθησαν ακόμη και συνήθροισαν ολίγα και έχουσιν αυτά δια την περίπτωσιν ασθενείας ή γήρατος, ίνα εξοδεύωσιν εξ αυτών, τα δε άλλα έχουσι φυλάξει. Ημείς όμως ούτε βαλλάντιον δεν απεκτήσαμεν από το οποίον να εξοδεύωμεν». Δια τούτο, ως είπον, οφείλομεν, έστω και αν εξ ανάγκης λαμβάνωμεν τροφήν, να κατακρίνωμεν τους εαυτούς μας και να θεωρούμεν εαυτούς αναξίους και της μικροτέρας ανακουφίσεως και αυτής δε της μοναδικής ζωής και να μη λαμβάνωμεν τροφήν χωρίς σεβασμόν και περιστολήν. Ούτω δεν γίνεται η τροφή αιτία κατακρίσεως ημών. Και αυτά μεν όσον αφορά την εγκράτειαν της κοιλίας. Έχομεν όμως ανάγκην όχι μόνον να προσέχωμεν το τι τρώγομεν, αλλά και από πάσαν άλλην αμαρτίαν να απέχωμεν, ώστε όπως νηστεύομεν κατά την κοιλίαν κατά τον ίδιον τρόπον να νηστεύωμεν και κατά την γλώσσαν, απέχοντες από πάσαν καταλαλιάν, από το ψεύδος, την αργολογίαν, την λοιδορίαν, από την οργήν και με μίαν λέξιν από πάσαν αμαρτίαν η οποία διαπράττεται δια της γλώσσης. Κατά τον ίδιον τρόπον πρέπει να νηστεύουν και οι οφθαλμοί μας και να μη βλέπουν θεάματα μάταια, να μη αυθαδιάζωμεν δια των οφθαλμών, να μη βλέπωμεν κανένα με αναίδειαν και θράσος. Κατά τον ίδιον τρόπον πρέπει να εμποδίζωμεν τας χείρας και τους πόδας ημών από πάσαν κακήν πράξιν· και κατ’ αυτόν τον τρόπον νηστεύοντες, όπως λέγει ο μέγας Βασίλειος , νηστείαν ευπρόσδεκτον από τον Θεόν, απέχοντες από πάσαν κακίαν, την οποίαν είναι δυνατόν να διαπράξωμεν με οποιανδήποτε από τας αισθήσεις μας, να προσερχώμεθα κατά την αγίαν ημέραν της Αναστάσεως, όπως είπομεν ήδη, νέοι και καθαροί και άξιοι να κοινωνήσωμεν των αχράντων Μυστηρίων, αφού πρώτον εξέλθωμεν εις προϋπάντησιν του Κυρίου ημών και υποδεχθώμεν Αυτόν μετά βαϊων και κλάδων ελαιών, καθήμενον επί πώλου όνου και εισερχόμενον εις την αγίαν πόλιν. Tι σημαίνει όμως το ότι εκάθισεν επί πώλου όνου; Εκάθισεν επί πώλου όνου, δια να επαναφέρη, ως λέγει ο Προφήτης, την ψυχήν ημών, η οποία έγινεν ομοία προς τα άλογα και ανόητα ζώα και να την υποτάξη εις την θεότητα Αυτού (Ζαχ. θ: 9, Ησ. ξβ: 11, Ψαλμ. μη: 13). Τι δε σημαίνει να τον προϋπαντήσωμεν μετά βαϊων και κλάδων; Όταν εξέρχεται κανείς εις τον πόλεμον εναντίον του αντιπάλου και επιστρέφη νικητής, καθείς από τους ιδικούς του τον υποδέχεται μετά βαϊων ως νικητήν. Διότι το βάϊον είναι σύμβολον της νίκης. Όταν πάλιν αδικήται κανείς από κάποιον και θέλει να παρουσιασθή ενώπιον εκείνου, ο οποίος ημπορεί να του αποδώση το δίκαιόν του, κρατεί κλάδους ελαιών, παρακαλών και ζητών να ελεηθή και να εύρη βοήθειαν. Αι ελαίαι δηλαδή είναι σύμβολον του ελέους. Δια τούτο και ημείς υποδεχόμεθα τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν μετά βαϊων μεν ως νικητήν· διότι Αυτός ενίκησε τον εχθρόν ημών διάβολον προς χάριν μας· μετά κλάδων δε ελαιών, ζητούντες παρ’ αυτού έλεος, ίνα και ημείς νικήσωμεν εις τον πόλεμον κατά του διαβόλου με την βοήθειάν Του, και ευρεθώμεν και ημείς κρατούντες τα σύμβολα της νίκης, όχι μόνον της νίκης την οποίαν ενίκησεν ο ίδιος χάριν ημών, αλλά και της νίκης την οποίαν ενικήσαμεν ημείς δια της ιδικής Του βοηθείας, με τας ευχάς όλων των Αγίων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου