Αδελφοί μου φιλόχριστοι, ακούσατε περί της Δευτέρας και φοβεράς Παρουσίας του Δεσπότου ημών Ιησού Χριστού. Διότι εγώ ενεθυμήθην την ώραν εκείνην και έφριξα από τον πολύν φόβον, αναλογιζόμενος όσα μέλλουσι τότε να φανερωθώσι. Διότι τις θέλει διηγηθή αυτά; Οποία τις θέλει είναι η γλώσσα, η οποία θα τα προφέρη; Ποία δε ακοή θα δυνηθή να ακούση εκείνα, όταν ο Βασιλεύς των βασιλευόντων, αφού εξαναστή από του θρόνου της δόξης, κατέλθη δια να επισκεφθή όλους τους κατοικούντας όλην την οικουμένην και να λάβη λογαριασμόν από αυτούς και να αποδώση τον καλόν μισθόν εις τους αξίους, εις δε τους αμαρτωλούς την αιώνιον κόλασιν ως απροσωπόληπτος Δίκαιος Κριτής; Όταν λοιπόν, αδελφοί μου, ενθυμούμαι αυτά, κυριεύονται τα μέλη μου από φόβον και παραλύω όλος· οι οφθαλμοί μου δακρύουσιν, η φωνή μου εκλείπει, τα χείλη μου παγώνουσιν, η γλώσσα μου φρίττει και οι λογισμοί μου παύουσιν. Ω! πόσα αναγκάζομαι να είπω δια την ωφέλειάν σας, αλλ’ ο φόβος με αναγκάζει να σιωπώ.
Διότι τοιαύτα μεγάλα και φοβερά θαύματα ούτε έγιναν από κτίσεως κόσμου ούτε θα γίνωσιν εις όλας τας γενεάς. Διότι τώρα πολλάκις, εάν γίνη μεγάλη αστραπή φοβίζει πάντα άνθρωπον και όλοι πίπτομεν εις την γην. Τότε δε, πως θα υποφέρωμεν, όταν ακούσωμεν την φωνήν της σάλπιγγος, η οποία θα σαλπίζη από τον ουρανόν δυνατώτερα από πάσαν βροντήν δια να εξυπνήση τους απ’ αιώνος κοιμηθέντας δικαίους και αδίκους; Τότε εις τον Άδην τα οστά των ανθρώπων, ακούοντα της φωνής της σάλπιγγος περιτρέχουσι μετά σπουδής· προσπαθούσι να ενωθώσι· τότε πάσα πνοή ανθρώπων εν ριπή οφθαλμού ανίσταται εκ του τόπου αυτής και συνέρχεται από τα τέσσαρα πέρατα της γης, εις το κριτήριον. Διότι προστάζει ο Μέγας Βασιλεύς, όστις έχει εξουσίαν πάσης σαρκός και ευθύς μετά τρόμου και η γη θα δώση τους νεκρούς αυτής και η θάλασσα τους νεκρούς αυτής και είτε θηρία εσπάραξαν, είτε ιχθύες κατέφαγον, είτε όρνεα διήρπασαν αυτούς, όλοι εν ριπή οφθαλμού θα παρασταθώσι και μία θρίξ δεν θα χαθή. Πως θα υποφέρωμεν, αδελφοί, όταν ίδωμεν τον πύρινον ποταμόν να εξέρχεται με πρμήν ως αγρία θάλασσα και να κατατρώγη όρη και λόφους και να κατακαίη πάσαν την γην και τα εν αυτή έργα; Τότε, αγαπητοί, εκ του πυρός εκείνου οι ποταμοί θα εκλείψωσιν, αι πηγαί θ’ αφανισθώσι, τα άστρα θα πέσωσιν, ο ήλιος θα σβεσθή, η σελήνη θα εκλείψη, ο ουρανός θα εκτυλιχθή ως βιβλίον, καθώς είναι γεγραμμένον. Τότε οι Άγγελοι, αποστελλόμενοι, θα περιτρέχωσι συναθροίζοντες τους εκλεκτούς εκ των τεσσάρων ανέμων, καθώς είπεν ο Κύριος. Απ’ άκρων ουρανών έως άκρων αυτών. Τότε θα ίδωμεν ουρανόν νέον και γην νέαν, κατά την επαγγελίαν Αυτού. Πως θα υποφέρωμεν τότε, φιλόχριστοι, όταν ίδωμεν φοβερόν θρόνον ετοιμαζόμενον, επί του οποίου θα φαίνηται το σημείον του Σταυρού, εις τον οποίον προσηλώθη ο Χριστός εκουσίως υπέρ ημών; Τότε, αφού όλοι ίδωμεν να φανή εις το ύψος το φοβερόν και άγιον σκήπτρον του Μεγάλου Βασιλέως, έκαστος θα εννοήση και θα ενθυμηθή τον λόγον του Κυρίου, όστις είπεν, ότι θα φανή το σημείον του Υιού του ανθρώπου εις τον ουρανόν και θα πληροφορηθώσιν όλοι ότι κατόπιν τούτου μέλλει ν’ αναφανή ο Βασιλεύς. Εις την ώραν εκείνην, αδελφοί μου, έκαστος σκέπτεται πως θ’ απαντήση εις τον φοβερόν Βασιλέα και συλλογίζεται όλας τας πράξεις του. Έπειτα και θεωρεί τα ίδια του έργα, είτε αγαθά είτε φαύλα. Τότε οι ελεήμονες και οι μετανοήσαντες γνησίως χαίρουσι βλέποντες τας εντολάς, τας οποίας εφύλαξαν. Βλέπουσι και οι συμπαθείς τους πτωχούς και πένητας, τους οποίους εδώ ηλέησαν, να παρακαλώσιν υπέρ αυτών και να διηγώνται τας αγαθοεργίας των ενώπιον Αγγέλων και ανθρώπων. Όσοι δε πάλιν υπέφεραν κόπους και δάκρυα δια την μετάνοιαν, ίστανται χαρίεντες και φαιδροί και ένδοξοι, προσμένοντες την μακαρίαν ελπίδα και την επιφάνειαν της δόξης του μεγάλου Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού. Και διατί δεν λέγω με συντομίαν τα μεγαλύτερα; Όταν ακούσωμεν την μεγάλην εκείνην φωνήν και φοβεράν κραυγήν από τα ύψη του ουρανού να λέγη· «Ιδού ο Νυμφίος έρχεται, ιδού ο Κριτής πλησιάζει, ιδού ο Βασιλεύς αναφαίνεται, ιδού ο Δικαστής των δικαστών παρουσιάζεται, ιδού ο των όλων Θεός έρχεται, ίνα κρίνη ζώντας και νεκρούς», τότε, φιλόχριστοι, από την κραυγήν εκείνην θα σαλευθώσι τα θεμέλια και τα έγκατα της γης από περάτων έως περάτων και η θάλασσα και όλαι αι άβυσσοι. Τότε, αδελφοί, στενοχωρία και φόβος και έκστασις θα καταλάβη πάντα άνθρωπον από την κραυγήν και τον ήχον της σάλπιγγος και από τον φόβον των δι’ όσα θα συμβώσιν εις την οικουμένην. Διότι αι Δυνάμεις των ουρανών θα σαλευθώσι, καθώς είναι γεγραμμένον. Τότε θα προτρέχωσιν οι Άγγελοι και θα συντρέχωσιν οι χοροί των Αρχαγγέλων και τα πολυόμματα Χερουβείμ και τα εξαπτέρυγα Σεραφείμ με ισχύν και δύναμιν κράζοντες· «Άγιος, Άγιος, Άγιος, Κύριος Σαβαώθ, όστις είναι και ήτο και έσεται Παντοκράτωρ». Διότι παν κτίσμα εν ουρανώ και επί γης και υποκάτω αυτής με τρόμον και ισχύν θα φωνάξη: «Ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου» (Ματθ. κα: 9, Μάρκου ια: 9). Τότε θα σχισθώσιν οι ουρανοί και θα παρουσιασθή ο Βασιλεύς των βασιλευόντων, ο άχραντος και ένδοξος Θεός ημών, ως αστραπή φοβερά με δύναμιν πολλήν και δόξαν ακατανόητον, καθώς και ο Ιωάννης ο Θεολόγος εκήρυξε λέγων· «Ιδού έρχεται μετά των νεφελών και όψεται Αυτόν πας οφθαλμός και οίτινες Αυτόν εξεκέντησαν και κόψονται απ’ Αυτόν πάσαι αι φυλαί της γης» (Αποκ. α: 7). Οποία τις ψυχή άρα θέλει ευρεθή τότε δια να δυνηθή να υπομείνη, όταν ο ουρανός και η γη θα φύγωσιν από προσώπου των; Διότι πάλιν λέγει ο Θεολόγος· «Είδον θρόνον μέγαν λευκόν και τον καθήμενον επ’ αυτώ, ου από προσώπου έφυγεν η γη και ο ουρανός· και τόπος ουχ ευρέθη αυτοίς» (Αποκ. κ: 11). Είδες τοιούτον φόβον ποτέ; Είδες τοιαύτα εξαίσια και φοβερά πράγματα; Ο ουρανός και η γη φεύγει και τις λοιπόν δύναται να σταθή; Που θα φύγωμεν ημείς οι αμαρτωλοί, όταν ίδωμεν, ότι στήνονται θρόνοι και ο Δεσπότης όλων των αιώνων καθίζει; Όταν θεωρήσωμεν τας αναριθμήτους στρατιάς ισταμένας εν φόβω κύκλωθεν του Θρόνου; Τότε εκπληρούται η προφητεία του Δανιήλ· «Εθεώρουν, λέγει, έως ότου οι θρόνοι ετέθησαν και Παλαιός ημερών εκάθητο, και το ένδυμα αυτού πυρ λευκόν ωσεί χιών, και η θριξ της κεφαλής αυτού ωσεί έριον καθαρόν, ο θρόνος αυτού φλοξ πυρός, οι τροχοί αυτού πυρ φλέγον. Ποταμός πυρός είλκεν έμπροσθεν αυτού· χίλιαι χιλιάδες ελειτούργουν αυτώ και μύριαι μυριάδες παρειστήκεισαν αυτώ· κριτήριον εκάθισε και βίβλοι ηνεώχθησαν» (Δανιήλ ζ: 9 – 10). Μέγας φόβος, αδελφοί, θα κυριεύση ημάς κατά την ώραν εκείνην και φρίκη και έκτασις, όταν καθίση Εκείνος ο απροσωπόληπτος Κριτής και ανοιχθώσιν αι φοβεραί βίβλοι, εις τας οποίας είναι γεγραμμένα και τα έργα ημών και οι λόγοι, όσα ελαλήσαμεν και επράξαμεν εν τω βίω τούτω και ενομίσαμεν ότι ηπατάτο ο Θεός ο «ετάζων καρδίας και νεφρούς» (Ψαλμ. ζ: 10) και ουδόλως ελαμβάνομεν κατά νουν το γεγραμμένον· «Υμών δε και αι τρίχες της κεφαλής πάσαι ηριθμημέναι εισί» (Ματθ. ι: 30), ήτοι οι διαλογισμοί και τα ενθυμήματα, περί των οποίων θέλομεν δώσει λόγον εις τον Κριτήν είναι όλα γεγραμμένα. Ω πόσων δακρύων έχομεν ανάγκην δια την ώραν εκείνην και αμελούμεν! Ω πόσον θέλομεν κλαύσει και στενάξει, όταν ίδωμεν τας μεγάλας εκείνας δωρεάς, τας οποίας μέλλουσι να λάβωσι παρά του Βασιλέως της δόξης οι καλώς αγωνισθέντες! Όταν ίδωμεν δια των οφθαλμών ημών την απόρρητον Βασιλείαν των ουρανών! Και πάλιν, εκ του άλλου μέρους, θέλομεν ίδει τας φαινομένας φοβεράς κολάσεις, εν τω μέσω δε τούτων πάσαν φυλήν και πάσαν ανθρωπίνην ψυχήν, από του πρωτοπλάστου Αδάμ, έως του εσχάτου πάντων γεννηθέντος και πάντας μετά τρόμου γόνυ κλίνοντας και προσκυνούντας κατά πρόσωπον κατά το γεγραμμένον· «Ζω εγώ, λέγει, ο Κύριος, ότι εμοί κάμψει παν γόνυ» (Ρωμ. ιδ: 11, Ησαϊα με: 23). Τότε, φιλόχριστοι, πάσα η ανθρωπότης ισταμένη εν τω μέσω Βασιλείας και Κρίσεως, εν τω μέσω ζωής και θανάτου, πάντες, λέγω, θέλουσι προσμένει την φοβεράν ώραν της Κρίσεως και ουδείς θέλει δυνηθή να βοηθήση ουδένα. Τότε έκαστος θέλει ζητηθή δια την ομολογίαν της Πίστεως και την συνταγήν του Βαπτίσματος· εάν δηλαδή ετήρησε την Πίστιν αμίαντον από πάσης αιρέσεως και την σφραγίδα του Αγίου Βαπτίσματος άθραυστον και τον χιτώνα αυτού αμόλυντον, κατά το γεγραμμένον· «Παντί δε ω εδόθη πολύ, πολύ ζητηθήσεται» (Λουκά ιβ: 48) και «τω γαρ αυτώ μέτρω, ω μετρείτε, αντιμετρηθήσεται υμίν» (Λουκά στ: 38). Διότι και μέγας και μικρός, επίσης πάντες την Πίστιν ωμολογήσαμεν και την αγίαν σφραγίδα ελάβομεν· πάντες ομοίως απηρνήθημεν τον διάβολον, εμφυσήσαντες αυτόν· και πάντες ομοίως συνετάχθημεν μετά του Χριστού, προσκυνήσαντες Αυτόν. Άραγε εννοήσατε την δύναμιν του μυστηρίου της κολυμβήθρας και την άρνησιν ημών κατά του διαβόλου; Διότι η απάρνησις την οποίαν κατά την ώραν του Αγίου Βαπτίσματος ομολογούμεν, λεγομένη μεν φαίνεται μικρά, νοουμένη δε είναι μεγίστη και είναι τρισμακάριος, όστις δυνηθή να την φυλάξη. Διότι δι’ ολίγων λόγων απαρνούμεθα παν το οποίον ονομάζεται κακόν και μισεί ο Θεός. «Απαρνούμαι, λέγει ο βαπτιζόμενος, τον σατανάν και πάντα τα έργα αυτού». Ποία έργα; Άκουσον· πορνείαν, μοιχείαν, ακαθαρσίαν, ψεύδος, κλοπήν, φθόνον, μαγείαν, μαντείαν, γοητείαν, θυμόν, οργήν, βλασφημίαν, έχθραν, έριδα, μέθην, αργολογίαν, υπερηφάνειαν, οκνηρίαν. Απαρνούμαι τους αστεϊσμούς και κιθαρισμούς, τα δαιμονικά άσματα, τας παιδοφθορίας, τας επερωτήσεις ακαθάρτων πνευμάτων, τας πεταλογραφίας. Απαρνούμαι τα ειδωλόθυτα, τα αίματα, τα πνικτά και θνησιμαία. Και τι να πολυλογώ; Διότι δεν είναι καιρός να αναφέρω πάντα· αλλ’ ας παραβλέψωμεν τα περισσότερα και ας είπωμεν απλώς: Απαρνούμαι πάντα όσα γίνονται εν ώρα ηλίου και σελήνης και άστρων και εις πηγάς και εις δένδρα και εις τριόδους και πολλά άτοπα έργα, τα οποία είναι αισχρόν και να λέγωμεν. Ταύτα πάντα και τα όμοια τούτων απαρνούμεθα δια της απαρνήσεως κατά την ώραν του Αγίου Βαπτίσματος, τα οποία πάντες γινώσκομεν, ότι είναι έργα και διδασκαλίαι του διαβόλου. Ταύτα πάντα επράττομεν, εκεί όπου ευρισκόμεθα πρότερον, εις το σκότος και υπό την εξουσίαν του διαβόλου, πριν δηλαδή φθάση εις ημάς το Φως, όταν είμεθα πωλημένοι υπό της αμαρτίας. Ότε δε ηθέλησεν ο φιλάνθρωπος και ελεήμων Θεός να λυτρώση ημάς εκ της τοιαύτης πλάνης, επεσκέφθη ημάς Ανατολή εξ ύψους και επεφάνη η Χάρις του Θεού η σωτήριος και έδωκεν εαυτόν αντάλλαγμα υπέρ ημών και εξηγόρασεν ημάς εκ της πλάνης των ειδώλων και ηυδόκησε να ανακαινίση ημάς δι’ ύδατος και Πνεύματος. Ταύτα λοιπόν πάντα απηρνήθημεν και απεξεδύθημεν τον παλαιόν άνθρωπον μετά των πράξεων αυτού, ενεδύθημεν δε τον νέον Αδάμ. Ταύτα δε τα προειρημένα πονηρά έργα, όστις πράττει μετά την Χάριν, εκπίπτει της Χάριτος και ο Χριστός δεν θέλει ωφελήσει παντελώς αυτόν επιμένοντα εις την αμαρτίαν. Ηκούσατε, φιλόχριστοι, πόσα πλήθη κακών απηρνήθητε δι’ ολίγων λέξεων. Δια ταύτην λοιπόν την αποταγήν και την καλήν ομολογίαν θα ζητηθή έκαστος εξ ημών εν τη ώρα και ημέρα εκείνη. Διότι είναι γρ=εγραμμένον· «Εκ γαρ των λόγων σου δικαιωθήση» (Ματθ. ιβ: 37), και πάλιν ο Κύριος λέγει· «Εκ του στόματός σου κρινώ σε, πονηρέ δούλε» (Λουκ. ιθ: 22). Φανερόν λοιπόν είναι, ότι οι λόγοι ημών ή κατακρίνουσιν ή δικαιούσιν ημάς κατά την ώραν εκείνην. Κατά ποίον δε τρόπον ερωτώνται; Επερωτώνται οι Ποιμένες, ήτοι οι Επίσκοποι και περί της ιδίας διαγωγής και υπέρ της ποίμνης αυτών· και ζητείται λόγος παρ’ εκάστου δια τα πρόβατά του τα λογικά, τα οποία παρέλαβε παρά του Αρχιποίμενος Χριστού. Εάν δε εξ αμελείας παραλειφθή πρόβατον, το αίμα αυτού εκ των χειρών του ζητείται. Ομοίως δε και οι Πρεσβύτεροι θέλουσι δώσει λόγον υπέρ της Εκκλησίας αυτών. Προς τούτοις δε και οι Διάκονοι, ως και πας πιστός υπέρ του οίκου αυτού, υπέρ της γυναικός και των τέκνων και των δούλων και των δουλευτριών θέλει δώσει λόγον, εάν ανέθρεψεν αυτούς εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου καθώς παραγγέλλει ο Απόστολος (Εφεσίους στ: 4). Τότε επερωτώνται βασιλείς και άρχοντες, πλούσιοι και πτωχοί, μικροί και μεγάλοι, περί των έργων, τα οποία έπραξαν· διότι είναι γεγραμμένον· «Πάντες γαρ παραστησόμεθα τω βήματι του Χριστού» (Ρωμ. ιδ: 10) δια να απολογηθή έκαστος δι’ ό,τι έπραξεν είτε αγαθόν, είτε πονηρόν· και αλλαχού· «Δεν υπάρχει κανείς, όστις λυτρούται εκ των χειρών μου» (Δευτ. λβ: 39). Ταύτα ακούοντες οι μαθηταί του Οσίου, είπον προς αυτόν· «Παρακαλούμεν σε, Πάτερ, να είπης εις ημάς τα μέλλοντα να συμβώσι μετά ταύτα». Απεκρίθη ο Όσιος· «Θέλω λαλήσει εν οδύνη της καρδίας μου, ότι δεν δύνασθε ν’ ακούσητε τα γενόμενα μετά ταύτα· δια τούτο ας παύσωμεν, φιλόχριστοι». Πάλιν είπον, οι φιλόχριστοι· «Μήπως, Πάτερ οσιώτατε, αυτά είναι φοβερώτερα των όσων παρά Σου ηκούσαμεν πρότερον;» Ο Πατήρ Εφραίμ και διδάσκαλος, πάλιν δακρύσας, είπεν· «Ας είπω μετά δακρύων, διότι δεν είναι δυνατόν να λαλήση τις περί των εσσχάτων εκείνων, χωρίς δάκρυα. Και επειδή έχομεν εντολήν παρά του Αποστόλου να παραδίδωμεν ταύτα εις πιστούς ανθρώπους (Β΄ Τιμ. β: 1 – 2), υμείς δε είσθε πιστοί, παραδίδω ταύτα εις υμάς και υμείς διδάξατε αυτά εις άλλους. Αν και λυπείται η καρδία μου εις την διήγησιν ταύτην, αλλά συγχωρήσατέ μοι, ευλογημένοι μου αδελφοί. Διότι τότε, αφού ερευνηθώσι και δημοσιευθώσι πάντα τα έργα ενώπιον Αγγέλων και ανθρώπων και πάντες οι εχθροί τεθώσιν υπό τους πόδας αυτού και καταργηθή πάσα άλλη εξουσία και δύναμις και καμφθή ενώπιον Θεού παν γόνυ, τότε, καθώς είναι γεγραμμένον, θέλει χωρίσει αυτούς απ’ αλλήλων, καθώς ο ποιμήν χωρίζει τα πρόβατα από των εριφίων (Ματθ. κε: 32). Διότι οι έχοντες τα καλά έργα και τους καρπούς τους καλούς, χωρίζονται από των ακάρπων και αμαρτωλών. Αυτοί θέλουσιν εκλάμψει ως ο ήλιος, διότι εφύλαξαν τας εντολάς του Κυρίου· αυτοί είναι οι ελεήμονες, οι φιλόπτωχοι και φιλόρφανοι, οι φιλόξενοι, οι ενδύοντες τους γυμνούς, οι επισκεπτόμενοι τους εν ταις φυλακαίς, οι βοηθοί των καταθλιβομένων, οι επιτηρηταί των ασθενών, οι πενθήσαντες τώρα, καθώς είπεν ο Κύριος, οι πτωχεύσαντες νυν δια τον εν ουρανοίς υπάρχοντα πλούτον, οι συγχωρήσαντες τα παραπτώματα των αδελφών, οι φυλάξαντες την σφραγίδα της Πίστεως άθραυστον και αμόλυντον από πάσης αιρέσεως. Τούτους θέλει στήσει εκ δεξιών, τα δε ερίφια εξ ευωνύμων. Άκαρποι δε είναι όσοι παρώξυναν τον Ποιμένα τον καλόν, όσοι δεν προσέχουν εις τας φωνάς του Αρχιποίμενος, οι αγέρωχοι, οι απαίδευτοι, οι παίζοντες και τρυφώντες κατά τον καιρόν τούτον της μετανοίας ως ερίφια, οίτινες εδαπάνησαν εν κραιπάλη και μέθη και ασπλαγχνία ολόκληρον τον χρόνον της ζωής αυτών, ως εκείνος ο πλούσιος, όστις ποτέ δεν ηλέησε τον πτωχόν Λάζαρον· δια τούτο κατεδικάσθησαν να σταλθώσι μετά των εξ ευωνύμων ως ανελεήμονες και άσπλαγχνοι και μη έχοντες καρπούς μετανοίας, ουδέ έλαιον εις τας λαμπάδας των. Όσοι δε ηγόρασαν το έλαιον εκ των πενήτων και ενέπλησαν τα αγγεία αυτών παρίστανται εκ δεξιών ένδοξοι και ιλαροί κρατούντες ανημμένας τας λαμπάδας των και ακούουσι της μακαρίας εκείνης φωνής της ευσπλάγχνου του Χριστού μας· «Δεύτε (έλθετε) οι ευλογημένοι του Πατρός μου κληρονομήσατε την ητοιμασμένην υμίν Βασιλείαν από καταβολής κόσμου» (Ματθ. κε: 34). Οι δε εξ ευωνύμων θέλουσιν ακούσι την οδυνηράν εκείνην και φοβεράν απόφασιν· «Πορεύεσθε απ’ εμού οι κατηραμένοι εις το πυρ το αιώνιον, το ητοιμασμένον τω διαβόλω και τοις Αγγέλοις αυτού». Καθώς δεν ηλεήσατε, τοιουτοτρόπως τώρα δεν θέλετε ελεηθή· καθώς δεν ηκούσατε την φωνήν μου, ουδέ εγώ τώρα θέλω ακούσι τους οδυρμούς υμών. Διότι δεν υπηρετήσατε εμέ ουδέ με εθρέψατε πεινώντα, ουδέ με εποτίσατε διψώντα, ουδέ με εφιλοξενήσατε, ουδέ με ενεδύσατε γυμνόν όντα, ουδέ με επεσκέφθητε ασθενούντα, ουδέ ενώ ήμην εις φυλακήν ήλθετε προς με. Άλλου κυρίου εγίνατε υπηρέται και δούλοι, τουτέστι του διαβόλου. Δια τούτο φύγετε απ’ εμού εργάται της αδικίας. Τότε απέρχονται ούτοι εις την αιώνιον κόλασιν, οι δε δίκαιοι εις την αιώνιον ζωήν» (Ματθ. κε: 46). «Εις μίαν κόλασιν απέρχονται πάντες ή είναι διάφοροι κολάσεις»; Διάφοροι τόποι των κολάσεων υπάρχουσιν, καθώς ηκούσαμεν εις το Ευαγγέλιον. Αφού είναι σκότος εξώτερον (Ματθ. η: 12, κβ: 13, κε: 30), είναι φανερόν, ότι είναι και άλλο εσώτερον. Άλλος τόπος είναι η γέεννα του πυρός (Ματθ, ε: 22, 29,30, ι: 28, ιη: 9, κγ: 15, 33. Μάρκ. θ: 43, 45, 47, Λουκ. ιβ: 5)· άλλος ο βρυγμός των οδόντων· άλλος ο σκώληξ ο ακοίμητος (Μάρκ. θ: 44, 46, 48), και άλλος η λίμνη του πυρός (Αποκ. ιθ: 20, κ: 10, 14, 15, και 8). Ιδιαίτερος τόπος είναι το άσβεστον πυρ (Ματθ. γ: 12, Μάρκ. θ: 43, 45), εις ιδιαιτέρους τόπους είναι τα καταχθόνια (Φιλ. β: 10) και η απώλεια (Ματθ. ζ:13), άλλος τόπος είναι τα κατώτατα της γης (Εφεσ. δ: 9) και Άδης είναι ο τόπος όπου ρίπτονται οι αμαρτωλοί (Ματθ. ια: 23, Λουκ. ιστ: 23, Αποκ. α: 18, στ: 8, κ: 13), και πυθμήν του Άδου είναι τόπος φοβερώτερος (Παρ. ιδ: 12, ιστ: 25). Εις αυτάς τας τιμωρίας διαμερίζονται οι αμαρτωλοί, έκαστος κατά την αναλογίαν των αμαρτιών του, καθώς είναι γεγραμμένον· «Μέλλει γαρ ο Υιός του ανθρώπου έρχεσθαι εν τη δόξη του Πατρός αυτού μετά των Αγγέλων αυτού και τότε αποδώσει εκάστω κατά την πράξιν αυτού» (Ματθ. ιστ: 27, Αποκ. κ: 13). Το αυτό σημαίνει και το ότι ο μεν «δαρήσεται πολλάς», ο δε «δαρήσεται ολίγας» (Λουκ. ιβ: 47 – 48). Καθώς δε ενταύθα διάφοροι υπάρχουν τιμωρίαι, τοιουτοτρόπως συμβαίνει και εις τον μέλλοντα αιώνα. Όσοι δε έχουσι έχθραν μεταξύ των, εάν συμβή ν’ αποθάνωσιν εχθρευμένοι, αναπόφευκτον καταδίκην θα εύρωσιν εν τη ημέρα της Κρίσεως και ως μεμισημένοι θα σταλώσιν εις το εξώτερον πυρ και εις το ατελεύτητον σκότος· διότι κατεφρόνησαν την εντολήν του Κυρίου, ήτις λέγει· «Αγαπάτε αλλήλους» (Ιωάν. ιγ: 34, ιε: 12, 17) και «έως εβδομηκοντάκις επτά» (Ματθ. ιη: 22) να συγχωρώμεν τους αδελφούς ημών. Έκαστος δε, αφού αμαρτήση, χρεωστεί να μη αδιαφορή ούτε πάλιν ν’ απελπίζεται· διότι έχομεν μεσίτην προς τον Πατέρα τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, τον δίκαιον Θεόν, όστις είναι ιλασμός των αμαρτιών, όχι εκείνων, οίτινες αδιαφορούσι και αναβάλλουσι την μετάνοιάν των, μήτε εκείνων, οίτινες τρυφώσι και γελώσι, αλλ’ εκείνων, οίτινες πενθούσι και μετανοούσι, και επικαλούνται ημέραν και νύκτα την άφεσιν των αμαρτιών των, οι οποίοι και θα παρηγορηθώσιν υπό του Παρακλήτου. Εις εκείνον δε όστις αμαρτήση και λησμονήση τας αμαρτίας του και αποθάνη εις αυτήν την κατάστασιν, θα πέση η οργή του Θεού εκείνη, την οποίαν ο Ιωσίας εφανέρωσεν ειπών· «Φοβερά είναι η οργή της απειλής του Κυρίου εις τους αμαρτωλούς» (Δ΄ Βασ. κβ: 13). Ουαί εις εκείνους, οίτινες πίνουσιν οίνον με τύμπανα και αυλούς και δεν επιμελούνται τα έργα του Κυρίου μήτε ενθυμούνται τους λόγους του· ουαί εις εκείνους, οίτινες αφήνουσι τον καιρόν της μετανοίας και δίδονται εις μετεωρισμούς και γέλωτας, διότι θα ζητήσωσι τον καιρόν, τον οποίον εδαπάνησαν και δεν θα τον εύρωσιν· ουαί εις τους προσέχοντας εις πνεύματα πλάνης και εις διδασκαλίας δαιμονιώδεις· διότι δι’ αυτών θα καταδικασθώσιν εις την άλλην ζωήν· ουαί εις όσους κάμνουσι γοητείας και μαντείας και παιδοφθορίας και τα όμοια τούτοις. Ουαί εις όσους αποστερούσι τον μισθόν του μισθωτού· διότι όστις στερεί τον μισθόν του εργαζομένου, είναι όμοιος προς αυτόν όστις χύνει αίμα· ουαί εις όσους κρίνουσιν αδίκως, δικαιώνουσι δηλαδή τον ασεβή και καταδικάζουσι τον δίκαιον· ουαί εις όσους μιαίνουσι την αγίαν Πίστιν με αίρεσιν, ή συναναστρέφονται αιρετικούς· ουαί εις όσους έχουσι το ανόητον πάθος, δηλαδή τον φθόνον και το μίσος. Και διατί να λέγω πολλά και δεν κόπτω τον λόγον ταχέως; Ουαί εις όσους τύχωσιν εις τα αριστερά κατ’ εκείνην την φοβεράν ημέραν της Κρίσεως· διότι θα συγκλονισθώσι και θα χύνωσι πικρά δάκρυα, όταν θα ακούσωσι την οδυνηράν εκείνην απόφασιν· «Πορεύεσθε απ’ εμού οι κατηραμένοι» (Ματθ. κε: 41). Άλλοι πάλιν θα ακούσωσι άλλην λυπηράν απόφασιν· «Ας αποστραφώσιν οι αμαρτωλοί εις τον Άδην» (Ψαλμ. θ: 18). Άλλοι θα ακούσωσι· «Βέβαια, βέβαια σας λέγω, δεν σας γνωρίζω, απομακρύνθητε απ’ εμού, διότι είσθε εργάται της αδικίας» (Λουκ. ιγ: 27). Άλλοι θα ακούσωσι, δηλαδή οι φθονεροί· «Λάβε τον σον και ύπαγε» (Ματθ. κ: 14). Και που άρα θα υπάγωσι; Θα υπάγωσιν εκεί, όπου και όσοι ήκουσαν το, «Πορεύεσθε απ’ εμού οι κατηραμένοι εις το πυρ το αιώνιον» (Ματθ. κε: 41). Άλλοι θα ακούσωσιν· «Αφού δέσητε τας χείρας αυτού και τους πόδας, ρίψατέ τον εις το σκότος το εξώτερον» (Ματθ. κβ: 13). Άλλοι θα δεσμευθώσι καθώς τα ζιζάνια, δια να κατακαώσιν εις την κάμινον του πυρός». Καθώς δε είναι πολλοί οι τρόποι της σωτηρίας, τοιουτοτρόπως είναι και πολλαί μοναί εις την Βασιλείαν των ουρανών. Και καθώς είναι πολλοί τρόποι των αμαρτιών και των πλημμελημάτων, τοιουτοτρόπως είναι και πολλοί τρόποι των κολάσεων. Όσοι έχετε δάκρυα και κατάνυξιν, κλαύσατε μετ’ εμού, διότι εγώ, αδελφοί μου ευλογημένοι, ενεθυμήθην τον ελεεινόν εκείνον χωρισμόν και δεν δύναμαι να υποφέρω. Διότι κατ’ εκείνην την ώραν την φοβεράν αποχωρίζονται απ’ αλλήλων τον ελεεινόν χωρισμόν και αποδημούσιν έκαστος αποδημίαν, ήτις δεν έχει επιστροφήν. Τις είναι τόσον λιθοκάρδιος, ώστε δεν θα κλαύση από εδώ δια την ώραν εκείνην; Όταν αποχωρίζωνται Επίσκοποι από συνεπισκόπων, Πρεσβύτεροι από συμπρεσβυτέρων, Διάκονοι από συνδιακόνων και Υποδιάκονοι και Αναγνώσται από τους συντρόφους των; Τότε θα αποχωρισθώσιν οι ποτέ βασιλείς και θα κλαύσωσι και θα συρθώσιν ως ανδράποδα. Τότε θα στενάξωσιν οι άρχοντες και άσπλαγχνοι πλούσιοι και στενοχωρούμενοι πανταχόθεν θα ζητήσωσι βοήθειαν, αλλ’ ουδείς θα δυνηθή να τους βοηθήση. Διότι ούτε ο πλούτος φαίνεται, ούτε οι κόλακες παρουσιάζονται, ούτε θα εύρωσιν έλεος, διότι δεν ηλέησαν, ούτε ητοίμασαν δια των αγαθών πράξεων, δια να εύρωσιν εκεί· καθώς και ο Προφήτης λέγει δι’ αυτούς· «Εκοιμήθησαν τον ύπνον των και δια τούτο δεν εύρον τίποτε» (Ψαλμ. οε: 6). Τότε αποχωρίζονται γονείς από τα τέκνα των και φίλοι από τους φίλους των· τότε διαχωρίζονται αι συζυγίαι, αι οποίαι δεν εφύλαξαν την κοίτην αυτών αμίαντον· τότε απέρχονται εντεύθεν οι κατά το σώμα μεν παρθένοι, κατά τον τρόπον δε άσπλαγχνοι και απηνείς· διότι η κρίσις είναι ανίλεως εις εκείνον όστις δεν έπραξεν έλεος (Ιακ. β: 13). Αλλά θα παραλείψω τα πολλά, διότι κυριεύομαι από φόβον και τρόμον εις την διήγησιν ταύτην· και δια να είπω εν συντόμω, τότε αποδιώκονται από το βήμα και απάγονται ωθούμενοι υπό Αγγέλων φοβερών και δερόμενοι και τρίζοντες τους οδόντας και συχνά στρέφοντες να ίδωσι τους Δικαίους και την χαράν από την οποίαν εχωρίσθησαν. Και βλέπουσι το φως εκείνο το ανεκλάλητον, βλέπουσι τα κάλλη του Παραδείσου, βλέπουσι τους γνωρίμους των εις την χώραν εκείνην, βλέπουσι τας μεγάλας εκείνας δωρεάς τας οποίας λαμβάνουσιν από τον Βασιλέα της δόξης όσοι ηγωνίσθησαν καλώς εις τούτον τον κόσμον. Έπειτα, αποχωριζόμενοι μετ’ ολίγον από όλους τους Δικαίους και τους φίλους και τους γνωρίμους των, αποκρύπτονται και από αυτόν τον Θεόν, μη δυνάμενοι πλέον να θεωρώσι την χαράν και το φως εκείνο το αληθινόν. Και λοιπόν προσεγγίζουσιν εις τας προειρημένας κολάσεις δια να διασπαρώσι και να διασκορπισθώσιν εις αυτάς. Τότε βλέποντες την παντελή αυτών εγκατάλειψιν και ότι πάσα η ελπίς αυτών απώλετο και ουδείς δύναται να τους βοηθήση ή να παρακαλέση δι’ αυτούς, διότι είναι δικαία η Κρίσις του Θεού, λέγουσι κλαίοντες και οδυρόμενοι με πικρά δάκρυα· «Ω πόσον καιρόν απωλέσαμεν εις την αμέλειαν! Ω πόσον ενεπαίχθημεν υπό του πονηρού! Ω πως ότε ηκούαμεν τας Γραφάς, εχλευάζομεν! Εκεί ο Θεός ελάλει δια των Γραφών και ημείς δεν προσείχομεν· ενταύθα ημείς βοώμεν και αυτός αποστρέφει το πρόσωπον Αυτού αφ’ ημών! Τι ωφέλησαν ημάς τα αγαθά του κόσμου; Που είναι ο πατήρ και η μήτηρ, οίτινες μας εγέννησαν; Που είναι οι αδελφοί; Που τα τέκνα; Που οι φίλοι; Που ο πλούτος; Που τα υπάρχοντα; Που οι θόρυβοι; Που είναι οι βασιλείς και οι δυνάσται; Πως εκ τούτων πάντων ουδείς δύναται να μας σώσει; Ούτε και ημείς δυνάμεθα να βοηθήσωμεν εαυτούς. Αλλ’ εγκατελείφθημεν εντελώς και υπό του Θεού και υπό των Αγίων! Τι πρέπει να κάμωμεν; Διότι δεν είναι πλέον καιρός μετανοίας· δεν ισχύει πλέον η παράκλησις, δεν ωφελούσι τα δάκρυα, δεν φαίνονται πλέον οι πωλούντες το έλαιον πτωχοί και πένητες· διότι διελύθη η πανήγυρις. Ότε είχομεν καιρόν και δύναμιν και οι πωλούντες αυτό έκραζον μετά δακρύων, αγοράσατε, ημείς, κλείσαντες τα ώτα, δεν ηκούσαμεν, ούτε ηγοράσαμεν. Τώρα λοιπόν ημείς ζητούμεν και δεν ευρίσκομεν. Δεν υπάρχει πλέον λύτρωσις δι’ ημάς τους ελεεινούς· δεν θα τύχωμεν ευσπλαγχνίας πλέον, διότι δεν είμεθα άξιοι. Δεν θα ίδωμεν πλέον τα τάγματα των Αγίων, ουδέ το φως το αληθινόν· εμείναμεν ορφανοί από όλους· και λοιπόν τι να είπωμεν; Ευφραίνεσθε πάντες οι Δίκαιοι, ευφραίνεσθε Απόστολοι και Προφήται και Μάρτυρες· ευφραίνου, ο χορός των Πατριαρχών· ευφραίνου το τάγμα των Μοναχών, ευφραίνου Τίμιε και Ζωοποιέ Σταυρέ, ευφραίνου η Βασιλεία των ουρανών, ευφραίνου η άνω Ιερουσαλήμ, η μήτηρ των πρωτοτόκων, ευφραίνου Παράδεισε, ευφραίνου και Συ Δέσποινα Θεοτόκε, μήτηρ του Φιλανθρώπου Θεού· ευφραίνεσθε πατέρες και μητέρες, υιοί και θυγατέρες διότι δεν θα σας ίδωμεν πλέον. Και λοιπόν απέρχεται έκαστος εις τον τόπον της βασάνου, τον οποίον ητοίμασε δι’ εαυτόν δια των πονηρών πράξεών του, εκεί όπου ο σκώληξ δεν τελειώνει και το πυρ δεν σβύνει (Μάρκ θ: 48). Ιδού την παράκλησιν υμών τέκνα μου, εποίησα και την εξεπλήρωσα. Ιδού εγνωρίσατε τι ετοιμάζομεν δι’ εαυτούς. Ιδού ηκούσατε τι κερδαίνουσιν οι αμελούντες και οι ραθυμούντες και μη μετανοούντες. Ηκούσατε πως χλευάζονται οι χλευάζοντες τας εντολάς του Κυρίου. Ηκούσατε πως απατά και πλανά τους περισσοτέρους ο ψυχοφθόρος ούτος βίος. Εγνωρίσατε πως εμπαίζονται οι εμπαίζοντες τας Θείας Γραφάς. Ουδείς ας μη πλανηθή, αγαπητοί μου αδελφοί, ουδείς ας μη νομίση ότι τα λεγόμενα περί της Κρίσεως είναι μόνον λόγια. Αλλ’ ας πιστεύσωμεν ακριβώς και ασφαλώς όλοι εις τον Κύριον, ότι κατά τας Θείας Γραφάς υπάρχει ανάστασις νεκρών και κρίσις και ανταπόδοσις. Και αφού παραβλέψωμεν τα πρόσκαιρα και τα περιφρονήσωμεν, ας φροντίσωμεν να ετοιμασθώμεν δια την απολογίαν, όταν θα παρασταθώμεν ενώπιον του φοβερού βήματος, κατά την φοβεράν και φρικτήν εκείνην ώραν. Διότι αύτη είναι η ώρα η πολυστένακτος και πολυώδυνος και πολύθλιπτος, κατά την οποίαν εξετάζεται όλη η ζωή ημών. Περί αυτής της φρικτής ημέρας και φοβεράς προείπον οι Προφήται και οι Απόστολοι. Περί αυτής της ημέρας και ώρας η Θεία Γραφή από περάτων της οικουμένης, εις τας Εκκλησίας και εις πάντα τόπον, βοά και διαμαρτύρεται και παρακαλεί, λέγουσα· «Προσέχετε, γρηγορείτε, αγρυπνείτε, προσεύχεσθε, ελεείτε, γίνεσθε έτοιμοι, διότι δεν γνωρίζετε την ημέραν ουδέ την ώραν, κατά την οποίαν ο Κύριος ημών έρχεται. Πάντες λοιπόν, ως είπον, οι Θεοφόροι Πατέρες, μετά πόνων και δακρύων κράζουσι, προμηνύοντες την ανάγκην της ημέρας εκείνης. Περί ταύτης της ημέρας έλεγεν ο Προφήτης Ησαϊας· «Ιδού έρχεται ο Κύριος να καταφθείρη την γην και ν’ απολέση τους αμαρτωλούς εξ αυτής» (Ησ. ιγ: 5 – 9, κδ: 1 – 3). Και πάλιν ο αυτός Προφήτης λέγει· «Ιδού ο Κύριος έρχεται και ο μισθός αυτού είναι μετ’ αυτού και το έργον εκάστου είναι ενώπιον αυτού». Άλλος δε Προφήτης βοά λέγων· «Ιδού ο Κύριος έρχεται και τις θα υπομείνη την ημέραν της ελεύσεως αυτού, ή τις θα σταθή εις την εμφάνισιν αυτού;» (Μαλαχ. γ: 1 – 2). Έτερος δε Προφήτης ανακράζει, λέγων· «Κύριε, ήκουσα την ακοήν σου και εφοβήθην και εισήλθε τρόμος εις τα οστά μου» (Αβακ. γ: 1 – 16). Έτερος Προφήτης βοά εκ μέρους του Κυρίου, λέγων· «Εν ημέρα εκδικήσεως θέλω ανταποδώσει… και δεν υπάρχει κανείς δια να λυτρώση εκ των χειρών μου» (Δευτ. λβ: 35 – 39). Περί της ημέρας ταύτης έλεγεν ο θείος Δαβίδ· «Θα έλθη ο Θεός ημών μετά δόξης και δεν θα σιωπήση· πυρ κατατρώγον θα είναι ενώπιον Αυτού και πέριξ αυτού σφοδρά καταιγίς» (Ψαλμ. μθ: 3). Περί της ημέρας ταύτης βοά και ο Απόστολος· «Την ημέραν, κατά την οποίαν θα κρίνη ο Θεός τα κρυπτά των ανθρώπων, κατά το Ευαγγέλιόν μου» (Ρωμ. β: 16). Και πάλιν λέγει· «Προσέχετε πως περιπατείτε» (Εφεσ. ε: 15), διότι είναι «φοβερόν το να πέση τις εις χείρας Θεού ζώντος» (Εβρ. ι: 31). Βοά δε και ο μακάριος Πέτρος ο κορυφαίος των Αποστόλων περί της ημέρας εκείνης, λέγων· «Η ημέρα του Κυρίου έρχεται, ως κλέπτης την νύκτα, κατά την οποίαν οι ουρανοί θέλουσι παρέλθει με συριγμόν, τα στοιχεία δε πυρακτούμενα θέλουσι διαλυθή και η γη και τα εν αυτή έργα θέλουσι κατακαή» (Β΄ Πέτρ. γ: 10). Και τι λέγω περί Προφητών και Αποστόλων; Αυτός ο Δεσπότης ημών και Κύριος περί της ημέρας εκείνης της φοβεράς εφανέρωσε πρότερον, λέγων· «Προσέχετε μήποτε βαρυνθώσιν αι καρδίαι υμών από κραιπάλην και μέθην και βιοτικάς μερίμνας και επέλθη αιφνιδίως εις υμάς η ημέρα εκείνη· διότι ως παγίς θέλει επέλθει επί πάντας τους καθημένους επί πρόσωπον πάσης της γης» (Λουκ. κα: 34 – 35). Γρηγορείτε λοιπόν, διότι εις ώραν την οποίαν δεν ελπίζετε, έρχεται ο Υιός του ανθρώπου (Ματθ. κδ: 42, κε: 13), και αγωνίζεσθε να εισέλθητε δια της στενής πύλης, ήτις φέρει εις την ζωήν» (Ματ. ζ: 13 – 14). Αδελφοί μου, ας βαδίσωμεν δι’ αυτής της οδού, δια να κληρονομήσωμεν αιώνιον ζωήν· διότι όστις βαδίζει εις ταύτην, είναι φανερόν, ότι θέλει κληρονομήσει την αιώνιον ζωήν· διότι αύτη η οδός είναι η ζωή και αν είναι ολίγοι οι ευρίσκοντες αυτήν· αλλ’ ημείς, αγαπητοί, ας μη αποτύχωμεν αυτής. Ουδείς εξ ημών ας μη βαδίση έξω αυτής, δια να μη απολεσθή· καθώς ο Προφήτης λέγει· «Μήποτε οργισθή Κύριος και απολείσθε εξ οδού δικαίας» (Ψαλμ. β: 12). Ας ακούσωμεν τον Δεσπότην λέγοντα· «Εγώ είμαι το φως του κόσμου» (Ιωάν. η: 12), «Εγώ είμαι η ζωή», Εγώ είμαι η θύρα· δι’ εμού εάν τις εισέλθη, θέλει σωθή», «Εγώ είμαι η οδός», «όστις ακολουθεί εμέ δεν θέλει προσκόψει, αλλά θα λάβη το φως της ζωής».Ταύτην λοιπόν την μακαρίαν οδόν ας βαδίσωμεν, την οποίαν εβάδισαν πάντες οι ποθήσαντες τον Χριστόν. Ταύτης της οδού τα βήματα είναι θλιβερά, αλλά η ανάπαυσις είναι μακαρία· ταύτης τα βήματα είναι δύσκολα, αλλ’ η ανταπόδοσις είναι χαρά· ταύτης τα βήματα είναι στενά, αλλά το κατάλυμα είναι ευρύχωρον. Ταύτης τα βήματα είναι η μετάνοια, η νηστεία, η προσευχή, η αγρυπνία, η ταπεινοφροσύνη, η πνευματική πτωχεία, η περιφρόνησις της σαρκός, η επιμέλεια της ψυχής, η χαμαικοιτία, η αλουσία, η ξηροφαγία, η πείνα, η δίψα, η γυμνότης, η ελεημοσύνη, τα δάκρυα, το πένθος, ο στεναγμός, αι γονυκλισίαι, αι ατιμίαι, οι διωγμοί, αι αρπαγαί, τα ραπίσματα, κόποι δια των χειρών, κίνδυνοι, επιβουλαί, το να λοιδορήται τις και να υπομένη, το να μισήται και να μη μισή, το να αδικήται και να ευεργετή, το να συγχωρή τους σφάλλοντας εις αυτόν, το να θέλγη την ψυχήν των φίλων· τέλος δε το να χύση το αίμα του υπέρ του Χριστού, όταν ο καιρός το απαιτή. Όστις έχει τα βήματα ταύτης της στενής πύλης και τεθλιμμένης οδού (Ματθ. ζ: 14), θέλει λάβει μακαρίαν την ανταπόδοσιν, δηλαδή την Βασιλείαν των ουρανών, ήτις δεν τελειώνει ποτέ. Πλατεία δε είναι η πύλη και ευρύχωρος η οδός, ήτις φέρει εις την απώλειαν. Ταύτης τα βήματα είναι προς το παρόν χαροποιά, αλλ’ εκεί λυπηρά, εδώ γλυκέα, εκεί δε πικρότερα χολής· εδώ ελαφρά, εκεί δε βαρέα και επώδυνα· εδώ φαίνονται ως μηδαμινά και ως μη όντα, εκεί δε ως θηρία άγρια περικυκλώνουσι τους βαδίζοντας τα τοιαύτα βήματα και μη μετανοούντας, κατά τον λόγον του Προφήτου· διότι λέγει· «Εν ημέρα πονηρά η ανομία της πτέρνης μου κυκλώσει με» (Ψαλμ. μη: 6). Δηλαδή η πονηρία του βίου τούτου, ήτοι τα βήματα της πλατείας οδού· τα οποία και ο Απόστολος απηρίθμησε, λέγων· «Φανερά δε εστι τα έργα της σαρκός, άτινα εστί μοιχεία, πορνεία, ακαθαρσία, ασέλγεια, ειδωλολατρία, φαρμακεία, έχθραι, έρεις, ζήλοι, θυμοί, εριθείαι, διχοστασίαι, αιρέσεις, φθόνοι, φόνοι, μέθαι, κώμοι και τα όμοια τούτοις» (Γαλ. ε: 19 – 21). Ωσαύτως και οι γέλωτες, αι κραυγαί, η τρυφή, αι κιθάραι, οι αυλοί, οι χοροί, τα λουτρά, τα μαλακά ενδύματα, τα πολυτελή γεύματα, τα μαλακά στρώματα, αι ποικίλαι κλίναι, η αδηφαγία και η μισαδελφία· το δε χείρον, η αμετανοησία και το να μη ενθυμούμεθα διόλου την ώραν του θανάτου. Ταύτα είναι, αγαπητοί αδελφοί, τα βήματα της χαλεπής εκείνης οδού, εις την οποίαν είναι πολλοί οι περιπατούντες· δια τούτο θα εύρωσι και το κατάλυμα αντάξιον· αντί της τρυφής, την πείναν· αντί της μέθης, την δίψαν, αντί της αναπαύσεως, την οδύνην· αντί του γέλωτος τον οδυρμόν, αντί της κιθάρας τον κλαυθμόν, αντί της πολυσαρκίας τον σκώληκα, αντί των χορών θα συγκατοικήσωσι μετά των δαιμόνων, αντί των περιεργειών, των γοητειών και των λοιπών πονηρών επιτηδευμάτων, το σκότος το εξώτερον, την γέενναν του πυρός και τα τούτοις όμοια, τα οποία είναι αι βοσκαί του διαβόλου, όπου ποιμαίνει τα πρόβατά του και τους ιδίους φίλους και μαθητάς, οι οποίοι βαδίζουσι την πλατείαν και ευρύχωρον οδόν, κατά τον λόγον του Προφήτου, όστις λέγει· «Ως πρόβατα εβλήθησαν εις τον Άδην, ο θάνατος θέλει ποιμαίνει αυτούς» (Ψάλμ. Μη: 15). Ημείς δε ας εκκλίνωμεν από την χαλεπήν εκείνην οδόν και ας ακούσωμεν τον Κύριον, όστις λέγει· «Αγωνίζεσθε να εισέλθητε δια της στενής πύλης· διότι σας λέγω ότι πολλοί θα ζητήσωσι να εισέλθωσι και δεν θα δυνηθώσι» (Ματθ. ζ: 13 – 14). Και πολλά άλλα λέγει ο Κύριος και όλοι οι Θεοφόροι Πατέρες όμοια προς ταύτα λέγουσι με μεγάλην φωνήν. Αυτήν την ημέραν επειδή ενεθυμήθησαν οι Άγιοι Μάρτυρες δεν ελυπήθησαν τα σώματά των, αλλ’ υπέφεραν παν είδος βασάνων, χαίροντες με την ελπίδα ν’ απολαύσωσι τους στεφάνους. Δια τούτο ηγωνίσθησαν και τώρα αγωνίζονται εις τας ερημίας και εις τα όρη με την νηστείαν και την παρθενίαν όχι μόνον άνδρες, αλλά και γυναίκες, αίτινες είναι το ασθενέστερον μέρος, περιπατήσασαι την στενήν και τεθλιμμένην πύλην, εκέρδισαν την Βασιλείαν των ουρανών. Ποίος λοιπόν θα υποφέρη την αισχύνην εκείνην, όταν θα στεφανωθώσιν αι γυναίκες την ημέραν εκείνην και πολλοί άνδρες θα καταισχυνθώσι; Διότι εκεί δεν είναι άρσεν και θήλυ, αλλά καθείς θα λάβη τον μισθόν του κατά τον κόπον του. Τούτο δε δεν γίνεται μόνον εις τας ερήμους και τα όρη, αλλά πολύ περισσότερον εις τας πόλεις και εις τας νήσους και τας Εκκλησίας έλαμψαν τα πλήθη των σωζομένων, επειδή εφύλαξαν καθείς, κατά την θέσιν του, ακριβώς τας εντολάς του Θεού. Επίσκοποι, Πρεσβύτεροι και τα λοιπά τάγματα της Εκκλησίας και βασιλείς και άρχοντες και αρχαί και εξουσίαι. Διότι ο Θεός δεν έκαμε διαφοράς, ούτε επροτίμησε τον ένα τόπον υπέρ τον άλλον· αλλά τοιουτοτρόπως είπεν· «Όπου και αν είναι συνηγμένοι εις το εμόν όνομα» δηλαδή και εις την ερημίαν και εις τα όρη και εις τα σπήλαια και εις πάντα τόπον της δεσποτείας μου· «εκεί είμαι και εγώ εν τω μέσω αυτών (Ματθ. ιη: 20) και θα είμαι μετ’ αυτών μέχρι της συντελείας του αιώνος και εις τον μέλλοντα αιώνα, εγώ θα ποιμάνω αυτούς εις αιώνας αιώνων». Εκείνο το φοβερόν δικαστήριον και τον ακολάκευτον Δικαστήν συλλογιζόμενος ο μακάριος Δαβίδ, έβρεχε καθ’ εκάστην νύκτα με δάκρυα την στρωμνήν του και παρεκάλει τον Θεόν, λέγων· «Κύριε μη εισέλθης εις κρίσιν μετά του δούλου σου, μηδέ θελήσης να με δικάσης, Φιλάνθρωπε· διότι ουδεμίαν απολογίαν έχω, δια τούτο ικετεύω την αγαθότητά Σου, μη εισέλθης εις κρίσιν μετά του δούλου Σου· διότι εάν θέλης να κάμης τούτο, ουδείς ζων θέλει δικαιωθή ενώπιόν Σου» (Ψαλμ. ρμβ: 2). Βλέπετε, αδελφοί, ότι ο μακάριος Δαβίδ, φοβούμενος την ημέραν εκείνην και την ώραν, και παρακαλεί και προς απολογίαν ετοιμάζεται. Δεύτε λοιπόν και ημείς, αδελφοί φιλόχριστοι, πριν έλθη η ημέρα εκείνη, πριν διαλυθή η πανήγυρις, πριν έλθη ο Θεός εμφανώς και μας εύρη ανετοίμους, ας προλάβωμεν να ίδωμεν το πρόσωπον Αυτού εν εξομολογήσει, εν μετανοία, εν προσευχαίς, εν νηστείαις, εν δάκτυσιν, εν φιλοξενίαις. Ας μη παύσωμεν να μετανοούμεν και να παρακαλούμεν με κόπον και να ετοιμαζώμεθα εις την απάντησιν του Κυρίου όλοι ομού, άνδρες και γυναίκες, πλούσιοι και πένητες, δούλοι και ελεύθεροι, γέροντες και νέοι. Προσέχετε να μη είπη τις, ότι επειδή ήμαρτον πολλά, δεν είμαι άξιος συγχωρήσεως. Όστις λέγει τούτο, δεν γνωρίζει ότι ο Θεός είναι Θεός των μετανοούντων και ήλθεν εις τον κόσμον δια να σώση αμαρτωλούς. Λέγει δε ο Ίδιος ότι «γίνεται χαρά εν τω ουρανώ δι’ ένα αμαρτωλόν μετανοούντα» (Λουκ. ιε: 7). Και πάλιν· «Δεν ήλθον να προσκαλέσω δικαίους, αλλά αμαρτωλούς εις μετάνοιαν» (Ματθ. θ: 13). Αυτή δε είναι η αληθινή μετάνοια, το να αφήση τις την αμαρτίαν και να την αφήση κατά τον λέγοντα· «Εμίσησα την αδικίαν και την εβδελύχθην» (Ψαλμ. ριη: 163). Και «ώμοσα και απεφάσισα να φυλάξω τας εντολάς σου» (Ψαλμ. ριη: 106), και τότε ο Θεός δέχεται μετά χαράς εκείνον, όστις έρχεται προς Αυτόν. Προσέχετε, μη τολμήση να είπη τις ότι δεν ημάρτησεν. Όστις λέγει τούτο είναι τυφλός και απατά εαυτόν και δεν γνωρίζει, ότι ο σατανάς κυριεύει αυτόν και με λόγους και με έργα και δια της ακοής και δια της οράσεως και δια της αφής και δια των λογισμών. Διότι τις θα καυχηθή, ότι έχει αγνήν την καρδίαν και πάσας τας αισθήσεις του καθαράς; Ουδείς είναι αναμάρτητος, ουδείς είναι καθαρός από ρύπον, ουδείς είναι εντελώς ανεύθυνος μεταξύ των ανθρώπων, ειμή μόνος Εκείνος όστις, πλούσιος ων, επτώχευσεν δι’ ημάς. Αυτός μόνον είναι αναμάρτητος ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου, όστις θέλει να σωθώσιν όλοι οι άνθρωποι, όστις δεν θέλει τον θάνατον των αμαρτωλών, ο φιλάνθρωπος, ο πολυεύσπλαγχνος, ο ελεήμων, ο αγαθός, ο φιλόψυχος, ο Παντοδύναμος, ο Σωτήρ πάντων των ανθρώπων, ο πατήρ των ορφανών, ο Κριτής των χηρών, ο Θεός των μετανοούντων, ο ιατρός των ψυχών και των σωμάτων, η ελπίς των απηλπισμένων, ο λιμήν των χειμαζομένων, η βοήθεια των αβοηθήτων, η οδός της ζωής, ο προσκαλών πάντας να μετανοήσωσι και μηδένα των μετανοούντων αποστρεφόμενος. Προς Τούτον ας καταφύγωμεν και ημείς· διότι όσοι αμαρτωλοί κατέφυγον εις Αυτόν έτυχον σωτηρίας. Και ημείς λοιπόν, αδελφοί μου, ας μη απελπισθώμεν δια την σωτηρίαν μας. Ημαρτήσαμεν; Ας μετανοήσωμεν. Μυριάκις ημαρτήσαμεν; Μυριάκις ας μετανοήσωμεν. Δια παν έργον αγαθόν χαίρει ο Θεός, εξαιρέτως όμως δια μετανοούσαν ψυχήν· διότι δι’ αυτήν επιστρέφει και την υποδέχεται με τας ιδίας του χείρας και προσκαλεί λέγων· «Δεύτε προς με πάντες όσοι κοπιάζετε» (Ματθ. ια: 28). Διότι «αυτόν όστις έρχεται προς με δεν εκβάλλω έξω» (Ιωαν. στ: 37). «Δεύτε πάντες προς με όσοι κοπιάζετε και είσθε φορτωμένοι και θα σας αναπαύσω» (Ματθ. ια: 28) εις την άνω πόλιν, όπου όλοι οι Άγγελοί μου αναπαύονται με μεγάλην χαράν. Δεύτε εις εκείνην την χαράν την ανεκλάλητον, την ακατανόητον, την ανεκδιήγητον, εις εκείνα τα αγαθά, τα οποία επιθυμούσι να ίδωσιν Άγγελοι, όπου είναι οι χοροί και τα τάγματα των Δικαίων. Εκεί ο κόλπος του Αβραάμ υποδέχεται αυτούς οι οποίοι υπομένουσι τας θλίψεις καθώς ποτε εδέχθη τον Λάζαρον. Εκεί ανοίγονται οι θυσαυροί των αιωνίων μου αγαθών. Εκεί είναι η άνω Ιερουσαλήμ, η μήτηρ των πρωτοτόκων. Εκεί είναι η μακαρία γη των πραέων. «Έλθετε προς με πάντες και εγώ θέλω αναπαύσει υμάς». Εκεί όπου πάντα είναι ήσυχα και αστασίαστα, όπου είναι φωτεινά και θεάρεστα, όπου ουδείς αδικεί ή τυραννείται, όπου δεν υπάρχει πλέον αμαρτία, ούτε μετάνοια, όπου είναι το φως το απρόσιτον και η ανεκλάλητος χαρά. «Μακάριοι οι πενθούντες» (Ματθ. ε: 4). Πενθήσατε, μετανοήσατε, επιστρέψατε προς με και εγώ θέλω σας αναπαύσει· εκεί όπου δεν υπάρχει πόνος πλέον, ουδέ δάκρυ ουδέ φροντίς, ουδέ μέριμνα, ουδέ οδυρμός. Επιστρέψατε, υιοί των ανθρώπων, και εγώ θέλω σας αναπαύσει, εκεί όπου δεν υπάρχει άρσεν και θήλυ, δεν υπάρχει πλέον διάβολος, ούτε θάνατος, ούτε νηστεία, ούτε λύπη, ούτε έρις, ούτε ζηλοτυπία· αλλά χαρά και ειρήνη, ανάπαυσις και αγαλλίασις. Επιστρέψατε προς με και εγώ θέλω αναπαύσει υμάς, εκεί όπου είναι το ύδωρ της αναπαύσεως και ο τόπος της χλόης και η παρά του Θεού των όλων γεωργουμένη άμπελος, εις εκείνην την μακαρίαν γην των πραέων, επί της οποίας εγώ η αληθινή άμπελος βλαστάνουσα, της οποίας γεωργός, ως ακούετε, είναι ο Πατήρ. «Έλθετε προς με πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι και εγώ θέλω αναπαύσει υμάς» (Ματθ. ια: 28), εκεί όπου είναι η ατελεύτητος ζωή και η ευφροσύνη πάσης αγαθότητος. Έλθετε προς με πάντες οι κοπιώντες και εγώ θέλω αναπαύσει υμάς εκεί όπου είναι το μόνον εράσμιον, το διηνεκές αγαλλίαμα, η αϊδιος ευφροσύνη, το ανέσπερον φως, ο άδυτος ήλιος. «Άρατε τον ζυγόν μου εφ’ υμάς και μάθετε ότι πράος ειμί και ταπεινός τη καρδία και θέλετε εύρει ανάπαυσιν εις τας ψυχάς υμών», εκεί όπου είναι ο ήχος των εορταζόντων, όπου οι απόκρυφοι θησαυροί της σοφίας και της γνώσεως αποκαλύπτονται. Έλθετε προς με πάντες και εγώ θέλω σας αναπαύσει, εκεί όπου είναι μεγάλη δωρεά, ακατανόητος χαρά, αμετάτρεπτος ευφροσύνη, άληκτος υμνολογία, ασίγητος δοξολογία, ακατάπαυστος ευχαριστία, αδιάλειπτος θεολογία, ατελεύτητος Βασιλεία, άπειρος πλούτος, απέραντοι αιώνες, άβυσσος οικτιρμών, ελέους πέλαγος και φιλανθρωπίας, τα οποία δεν δύνανται να λαλήσωσιν ανθρώπινα στόματα, αλλά φανερούνται μόνον δι’ αινιγμάτων. Εκεί είναι μυριάδες Αγγέλων, Πρωτοτόκων πανηγύρεις, Αποστόλων θρόνοι, Προφητών προεδρίαι, Πατριαρχών σκήπτρα, Μαρτύρων στέφανοι, Δικαίων έπαινοι. Εκεί πάσης αρχής, εξουσίας και τάξεως ο μισθός απόκειται και ο τόπος ητοιμάσθη. «Έλθετε προς με πάντες οι πεινώντες και διψώντες την δικαιοσύνην και εγώ θέλω εμπλήσει υμάς αγαθών» (Ματθ. ε: 6), τα οποία εποθήσατε, τα οποία «οφθαλμός δεν είδε και ους δεν ήκουσε και ανθρώπινος νους δεν ηννόησεν» (Α΄ Κορ. β: 9). Διότι ταύτα ητοίμασα δια τους μετανοούντας εκ της πονηράς οδού αυτών. Ταύτα ητοίμασα δια τους ελεούντας και δια τους πτωχούς κατά το πνεύμα· ταύτα ητοίμασα δια τους πενθούντας εν μετανοία· ταύτα ητοίμασα δια τους ειρηνοποιούς· ταύτα ητοίμασα δια τους διωκομένους δι’ εμέ και συκοφαντουμένους και ονειδιζομένους. «Έλθετε προς με πάντες οι πεφορτισμένοι και αποτινάξατε και απορρίψατε αφ’ υμών το φορτίον των αμαρτιών. Διότι ουδείς όστις κατέφυγε προς με δεν έμεινε πεφορτισμένος, αλλ’ απέρριψε την κακήν συνήθειαν και ελησμόνησε την τέχνην, την οποίαν κακώς έμαθε παρά του διαβόλου, έμαθε δε παρ’ εμού τέχνην καλήν. Οι μάγοι προσελθόντες προς εμέ, απέρριψαν την μαγείαν και έμαθον θεογνωσίαν. Οι τελώναι αφήκαν τα τελωνεία και συνέστησαν τας Εκκλησίας. Οι διώκται έπαυσαν από του να διώκωσι και κατεδέχθησαν να διώκωνται. Αι πόρναι εμίσησαν την πορνείαν και ηγάπησαν την σωφροσύνην. Ο ληστής παρήτησε τους φόνους, λησμονήσας την ληστρικήν τέχνην και ανέλαβε την ειλικρινή Πίστιν και έγινε κάτοικος του Παραδείσου. Έλθετε λοιπόν και ημείς προς με, διότι τον ερχόμενον προς με δεν θέλω εκβάλει έξω» (Ιωάν. στ: 37). Ηκούσατε, αγαπητοί, τας χρηστάς υποσχέσεις και τας γλυκείας φωνάς του Σωτήρος των ψυχών ημών; Τις είδε τοιούτον φιλόστοργον Πατέρα; Τις είδε τοιούτον καλόν ιατρόν; Έλθετε λοιπόν, ας προσπέσωμεν εις Αυτόν, εξομολογούμενοι τας αμαρτίας ημών. Δόξα εις την φιλανθρωπίαν Αυτού· δόξα εις την μακροθυμίαν Αυτού, δόξα εις την αγαθότητα Αυτού και εις την συγκατάβασιν Αυτού· δόξα εις τους οικτιρμούς Αυτού· δόξα εις την Βασιλείαν Αυτού, δόξα, τιμή και προσκύνησις εις το όνομα Αυτού εις τους αιώνας. Αμήν. Πάλιν λέγω και δεν θέλω παύσει λέγων· ας μη ραθυμήσωμεν, αμαρτωλοί, ας μη δειλιάσωμεν· ας μη παύσωμεν βοώντες νύκτα και ημέραν μετά δακρύων· διότι είναι ελεήμων και αψευδής και εξάπαντος θα ανταμείψη τους βοώντας προς Αυτόν ημέραν και νύκτα. Διότι Αυτός είναι ο Θεός των μετανοούντων· ο Πατήρ και ο Υιός και το Άγιον Πνεύμα. Αυτώ η δόξα και το κράτος, εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου