Συνήθειαν έχουσιν οι βασιλείς, ευλογημένοι Χριστιανοί, όταν θέλωσι να φιλεύσωσι τους φίλους των, να μη υπηρετώσιν οι ίδιοι, αλλά να θέτωσιν ιδίους των ανθρώπους εμμίσθους υπηρέτας, οίτινες υπηρετούσιν εις την τράπεζαν εκείνην. Ούτως ομοιάζει και η σημερινή εορτή· τράπεζα είναι και η εορτή του Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου, συμποσιάρχης είναι ο Άγιος Δημήτριος και υμείς είσθε οι προσκεκλημένοι φίλοι του Αγίου, εγώ δε ο ταπεινός δούλος Χριστού είμαι υπηρέτης της τραπέζης αυτής· λοιπόν ο Άγιος του Χριστού Δημήτριος φιλεύει ημάς την σήμερον, όχι με τροφήν φθαρτήν και πρόσκαιρον, την οποίαν σήμερον γευόμεθα και αύριον πεινώμεν, αλλά με τροφήν άφθαρτον και αιώνιον, ήτις ποτέ δεν ελαττούται, ουδέ ατιμάζεται, την οποίαν τροφήν και ο Προφήτης Δαβίδ λέγει «άρτον ουρανού» και «άρτον Αγγέλων» (Ψαλμ. οζ:24-25), διότι αύξεται η ψυχή του ανθρώπου εξ αυτής της τροφής, ως και το σώμα εκ του άρτου· αύξεται δε η ψυχή όχι εις ποσότητα, δηλαδή εις μάκρος ή πλάτος ή βάθος, αλλά κατά την πρόοδον της εις το αγαθόν θελήσεως αυτής δια της θελήσεως του Θεού.
Διο και ο Μωϋσής εις το Δευτερονόμιον λέγει: «Ουκ επ’ άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος, αλλ’ επί παντί ρήματι τω εκπορευομένω δια στόματος Θεού» (Δευτ. η: 3) και το άγιον Ευαγγέλιον αγαθήν μερίδα την ονομάζει. Τι άλλο καλλίτερον τροφής αθανάτου, τι άλλο είναι τιμιώτερον τραπέζης αγίας; Θαυμάσια μεν και καλά είναι τα φαγητά της βασιλικής τραπέζης, αλλά θαυμασιώτεροι και καλλίτεροι είναι οι λόγοι της σημερινής εορτής. Δεύτε λοιπόν, ευλογημένοι Χριστιανοί, πανηγυρίσωμεν, χαρώμεν και τραφώμεν από την βασιλικήν τράπεζαν, ας χορτάσωμεν από τα φαγητά του βασιλέως, ας ανοίξωμεν τους οφθαλμούς και τα ώτα μας να ακούσωμεν και να εννοήσωμεν θείους και αγίους λόγους· και καθώς άνθρωπός τις συλλέγει εκ πολλών ανθέων και ποιεί ωραίον στέφανον, είτα τον χαρίζει εις άλλον φίλον του και εκείνος ευχαριστείται δια την χάριν του στεφάνου, ούτως ας ποιώμεν και ημείς από πάντα θείον λόγον, τον οποίον ακούομεν εις την Εκκλησίαν· ας συλλέγωμεν όπως στολίσωμεν και στεφανώσωμεν την ψυχήν ημών και ποιήσωμεν αυτήν αξίαν της Βασιλείας των ουρανών. Πόθεν δε να στολίσωμεν την ψυχήν ημών; Από την θείαν διδασκαλίαν της Εκκλησίας ημών και από τας εορτάς· διότι δι’ ουδενός άλλου μεταβάλλεται ο άνθρωπος από το κακόν εις το αγαθόν παρά από τον λόγον του Θεού και την διδασκαλίαν, από τας διηγήσεις των Βίων των Αγίων ανδρών μάλιστα δε, όταν διηγήται τις Μάρτυρος έργα και θαύματα, τότε ο άνθρωπος ευφραίνεται και χαίρει περισσότερον. Μία λοιπόν από τας μαρτυρικάς διηγήσεις είναι και η σημερινή, την οποίαν μέλλω να διηγηθώ. Τούτου ένεκα σας παρακαλώ να ετοιμάσητε τον εαυτόν σας, ίνα ακούσητε καλώς τους λόγους μου, δια να ευφρανθήτε και ίνα λάβητε τον μισθόν και εκ Θεού και από τον σήμερον εορταζόμενον Άγιον. Τριακόσια σχεδόν έτη μετά την Γέννησιν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού εβασίλευον της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ο Διοκλητιανός και Μαξιμιανός Ερκούλιος, το ζεύγος του διαβόλου, είχον δε ούτοι ορίσει Καίσαρα, όστις εξουσίαζε όλα τα μέρη της Ελλάδος, έτερον Μαξιμιανόν τον επιλεγόμενον Γαλέριον, ούτος δε είχε σύζυγόν του την θυγατέρα του Διοκλητιανού Βαλερίαν, ήτο δε ούτος άνθρωπος ασεβής και ουδόλως ήθελε να ακούση το όνομα του Χριστού. Όπου δε ευρίσκετο Χριστιανός τις, προσεπάθει παντοιοτρόπως να τον θανατώση. Πολλοί δε από τους Χριστιανούς επήγαινον πλέον εις αυτόν θεληματικώς και εμαρτύρουν δια την αγάπην του Χριστού. Εις από τους Χριστιανούς εκείνους ήτο και ο Άγιος Δημήτριος· αυτός ήτο από την μεγαλούπολιν Θεσσαλονίκην και οι γονείς αυτού ήσαν από τους πρώτους και επισήμους άρχοντας των Μακεδόνων. Τον ετίμων δε και τον υπελήπτοντο όχι τόσον δια την υπεροχήν του γένους του, όσον δια την αρετήν και την αγαθότητα της ψυχής του· επειδή δεν εφαίνετο καλλίτερος μόνον κατά την ευγένειαν των ηθών και των τρόπων του από όλους τους άλλους ευγενείς και φρονίμους του καιρού εκείνου, αλλ’ ακόμη και κατά την σωματικήν ωραιότητα ήτο ο ωραιότερος από όλους τους πμηλίκους του. ήτο δε εκ φύσεως αγαθός και είχε προαίρεσιν αγαθωτάτην. Εκ παιδικής του ηλικίας εδείκνυεν οπόσον μέγας ήθελε κατασταθή με τον καιρόν. Όταν δε ο Άγιος εμεγάλωσεν, εφαίνετο έτι ευγενέστερος και τιμιώτερος. Κατεγίνετο κυρίως να μανθάνη το καλόν και να γυμνάζηται εις τα έργα του πολέμου, διότι η πολεμική τέχνη ετίμα πολύ τους νέους του καιρού εκείνου. Και είχε μεν ανθηράν ηλικίαν και δύναμιν ακουστήν, αλλά περισσότερον τον επήνουν δια τας ψυχικάς του αρετάς, επειδή ήτο φρόνιμος και εγκρατής, ηγάπα δε την δικαιοσύνην και απεστρέφετο την αδικίαν. Τόσην δε καλήν φήμην είχεν αποκτήσει δια τας αρετάς του εις όλην την περιφέρειαν του βασιλέως Μαξιμιανού Γαλερίου, ώστε ο βασιλεύς αυτός εξ οικείας προαιρέσεως τον ετίμησεν εξαιρετικώς από όλους τους άλλους άρχοντας της Θεσσαλονίκης με το αξίωμα του δουκός, ήτοι τον διώρισε στρατηγόν όλης της Θεσσαλίας, διότι ήκουεν ότι ήτο φρόνιμος και ανδρείος εις τους πολέμους και ήνωνε την φρόνησιν και την ανδρείαν μετά της στρατηγικής εμπειρίας. Πριν δε ή αξιωθή ο Άγιος αυτής της τιμής από τον βασιλέα Μαξιμιανόν, προσεποιείτο ότι ήτο ειδωλολάτρης· όταν όμως έλαβε τον βαθμόν αυτόν ευθύς ενεφανίσθη ως Χριστιανός. Δεν έχαιρε δε τόσον δια την τιμήν αυτήν, την οποίαν έλαβεν από τον βασιλέα, όσον κατεγίνετο να αυξήση τας αρετάς της ψυχής του. Ημέραν και νύκτα δεν έπαυε να διδάσκη τον λόγον του Θεού και την εις Χριστόν πίστιν. Εδίδασκε δε όχι κρυφίως φοβούμενος να μη το μάθη ο βασιλεύς, αλλ’ εξ εναντίας φανερώτατα. Το δε κυριώτερον αυτού έργον ήτο να σπείρη επιτηδείως τον σπόρον της ευσεβείας εις τας ψυχάς εκείνων, οι οποίοι τον ήκουον, όταν εδίδασκε, και προς τους οποίους έλεγεν, ότι ο άνθρωπος επλάσθη από τον Θεόν και ετιμήθη παρ’ αυτού, ήτοι τον έβαλεν εις τον Παράδεισον δια να χαίρη και να εντρυφά εκεί και ότι ο διάβολος από φθόνον τον ηνάγκασε να παραβή την εντολήν του Θεού, δια το οποίον ο Θεός οργισθείς τον εξώρισεν από τον Παράδεισον. Έλεγεν ακόμη, ότι αυτός ο ίδιος Θεός και πλάστης, θέλων να αναβιβάση πάλιν τον άνθρωπον εις την πρώτην αυτού τιμήν, κατέβη επί της γης και εσαρκώθη εκ της Αγίας Παρθένου και Θεοτόκου Μαρίας και έγινε τέλειος άνθρωπος, καθώς είμεθα και ημείς· μόνον αμαρτωλός δεν ήτο· ότι εσταυρώθη και εθανατώθη, ότι ανελήφθη εις τους Ουρανούς και ότι αυτός μέλλει επ’ εσχάτων να έλθη πάλιν, ίνα κρίνη τους ανθρώπους όλους και να αποδώση εις έκαστον κατά τα έργα του. ταύτα λέγων και διδάσκων συνεχώς ο Άγιος Δημήτριος εύρισκε πολλούς, οι οποίοι εδέχοντο και έβαλλον εις πράξιν την διδασκαλίαν του· διότι πολλοί από τους Έλληνας, άμα ήκουον τους λόγους αυτού, επέστρεφον εις την θεογνωσίαν, και τα μεν είδωλα κατεφρόνουν και απεστρέφοντο, τον δε αληθινόν Θεόν ωμολόγουν και επίστευον. Καίτοι δε καθ’ ημέραν εκαρποφόρει η διδασκαλία του αύτη, αυτός εν τοσούτω δεν έπαυεν από του να διδάσκη και ουδέν άλλο διελογίζετο ειμή ότι, αν δεν κατορθώση να επιστρέψωσιν όλοι οι Θεσσαλονικείς και να πιστεύσψσιν εις τον Χριστόν, τίποτε δεν ωφελείτο ουδέ εκέρδισεν απέναντι της υπολήψεως της οποίας έχαιρεν. Ο εχθρός όμως της αληθείας διάβολος, όστις φθονεί πάντοτε το συμφέρον της ψυχής του ανθρώπου, βλέπων ότι οι μεν Χριστιανοί επληθύνοντο ακαταπαύστως, οι δε ειδωλολάτραι ηλαττούντο, εφθόνησε και προσεπάθει παντοιοτρόπως να παρακωλύση το κήρυγμα του Αγίου. Πλην, δια να επιτύχη εντελώς τον σκοπόν του, δεν εύρισκεν άλλο μέσον καταλληλότερον, παρά εάν κατώρθωνε να θανατωθή ο Άγιος. Αυτό δε τούτο το οποίον διελογίζετο, το κατώρθωσεν επί τέλους, ως θέλομεν ίδει ακολούθως. Ο βασιλεύς Μαξιμιανός, αφού υπέταξε τους Σκύθας και τους Σαυρομάτας εις την εξουσίαν της Ρωμαϊκής βασιλείας, επιστρέφων νικητής και τροπαιούχος και θυσιάζων εις τα είδωλα εις όσας πόλεις διέβαινεν, ήλθε και εις την Θεσσαλονίκην. Τότε τινές από τους ειδωλολάτρας της πόλεως ταύτης, έχοντες εν τη καρδία αυτών τον διάβολον και θέλοντες να τιμηθώσιν από τον βασιλέα δια την προς αυτόν αγάπην, επήγαν εις αυτόν και του είπον: «Πολυχρονεμένε βασιλεύ, ο Θεός να αυξάνη την βασιλείαν σου· σε παρακαλούμεν να μας επιτρέψης να αναφέρωμεν λόγον τινά προς την ενδοξότητά σου και ας μη φανώμεν ασεβείς άνθρωποι, επειδή διαβάλλομεν τον αυθέντην ημών, διότι ημείς, θέλοντες περισσότερον το συμφέρον της βασιλείας σου από το συμφέρον αυτού, ομολογούμεν την αλήθειαν. Γνώρισον λοιπόν, ότι ο Δημήτριος, ο οποίος ετιμήθη από την ενδοξότητά σου με τον βαθμόν του ηγεμόνος της Θεσσαλίας, ηρνήθη την πάτριον θρησκείαν και πιστεύει τον Χριστόν, εκείνον τον οποίον εσταύρωσαν οι Εβραίοι. Και δεν ηυχαριστήθη εις αυτό μόνον, αλλά καθήμενος και εις το δικαστήριόν του κηρύττει φανερά αυτόν τον Χριστόν δια Θεόν αληθινόν· καθ’ εκάστην δε, ακούοντες οι άνθρωποι τους πεπλανημένους λόγους αυτού, αφήνουσι την θρησκείαν των και γίνονται Χριστιανοί.». Ο βασιλεύς, ακούσας τους λόγους τούτους, κατ’ αρχάς μεν ελυπήθη, διότι θα έχανε τοιούτον άνθρωπον· έπειτα όμως, θέλων να μάθη και ο ίδιος την αλήθειαν, προσέταξε να φέρωσιν αυτόν έμπροσθέν του. Επορεύθησαν λοιπόν παρευθύς οι άνθρωποι εκείνοι και εύρον τον Άγιον καθήμενον και διδάσκοντα τον λόγον του Θεού, αρπάζοντες δε αυτόν αμέσως ως ανήμεροι λέοντες τον παρουσίασαν ενώπιον του βασιλέως. Ο Άγιος όμως, επειδή ήτο πρόθυμος εξ αρχής να μαρτυρήση δια το όνομα του Χριστού, ούτε αντεστάθη εις τους ανθρώπους εκείνους, ούτε τον βασιλέα εφοβήθη, αλλ’ έστη έμπροσθεν αυτού τοσούτον χαίρων και ευφραινόμενος, ώστε το πρόσωπον αυτού εφαίνετο λαμπρότατον και χαριέστατον από χαράν. Ο βασιλεύς λοιπόν είπε προς τον Άγιον Δημήτριον: «Τοιαύτην τιμήν ανέμενον εγώ να δώσης εις εμέ; Ούτως ήλπιζον να με τιμάς και σε ανεβίβασα εις τοιούτον βαθμόν; Εγώ σε ανέδειξα ηγεμόνα της Θεσσαλονίκης και συ ούτε εν μίλιον δεν εξήλθες της πόλεως δια να με προϋπαντήσης»; Ακούσας ταύτα ο Άγιος απεκρίθη· «Βασιλεύ, εγώ τιμώ την βασιλείαν σου, τιμώ όμως περισσότερον σου τον Θεόν του ουρανού και της γης, όστις είναι Βασιλεύς όλου του κόσμου». Ο δε βασιλεύς τον ηρώτησε: «Και ποίος είναι ο Θεός σου και Βασιλεύς»; Ο Άγιος απεκρίθη: «Ο Κύριος Ιησούς Χριστός, εκείνος είναι Θεός αληθινός και Βασιλεύς Παντοκράτωρ». Ο βασιλεύς του είπε πάλιν: «Λοιπόν αυτόν πιστεύεις συ και δια τούτο δεν καταδέχεσαι ημάς, ανάξιε της τιμής; Και τι καλόν είδες από τον Χριστόν σου και τον έχεις Θεόν και Βασιλέα; Δεν είναι θεοί ο Ζεύς, ο Απόλλων και οι επίλοιποι, αλλ’ ο Χριστός σου είναι Θεός; Δεν σε ετίμησα εγώ και σε διώρισα ηγεμόνα όλης της Θεσσαλίας; Αυτά αποδίδεις εις ημάς, αχάριστε άνθρωπε; Τοιούτος φαίνεσαι προς τους μεγάλους θεούς και προς ημάς; Εγώ λοιπόν να σου ανταποδώσω κατά την μιαράν σου γνώμην· να βασανισθής και να τιμωρηθής με μυρίας βασάνους και τιμωρίας, δια να μάθης οποίος είμαι εγώ και ποίος είσαι συ, και τι δύναται ο Θεός σου να ποιήση υπέρ σου». Ο δε Άγιος απεκρίθη: «Βασιλεύ, τας τιμωρίας και τας βασάνους, με τας οποίας με απειλείς, εγώ τας θεωρώ ως χαράν και αγαλλίασιν και ευεργεσίαν μου· διότι αυταί θέλουσι προξενήσει εις εμέ την Βασιλείαν των ουρανών και τιμήν ακατάπαυστον». Ταύτα ως ήκουσεν ο βασιλεύ από το στόμα του Αγίου, κατ’ αρχάς μεν εθυμώθη υπερβολικώς κατ’ αυτού, έπειτα όμως, θέλων να ταπεινώση την γνώμην του, προσέταξε να τον φυλακίσωσι συλλογιζόμενος ότι, αν καταφρονηθή και φυλακισθή, θ’ αναγκασθή να μεταβάλη γνώμην. Έλαβον λοιπόν οι στρατιώται τον Άγιον και τον ωδήγησαν εις την φυλακήν, ουχί την καθ’ αυτό φυλακήν, αλλ’ εις τόπον ακάθαρτον· ήτοι λουτρόν μέγα και παλαιόν, πλησίον του τόπου εις τον οποίον εκάθητο ο βασιλεύς. Εις τα υπόγεια δε του λουτρού εκείνου, εις τα οποία εχύνοντο τα ακάθαρτα περιττώματα, εκεί τον ενέκλεισαν. Εισερχόμενος δε ο Άγιος εις το μέρος εκείνο, είδεν έμπροσθέν του σκορπίον μέγαν, όστις υψώνων το κέντρον του επεζήτει να τον κεντήση. Παρευθύς δε ο Άγιος εποίησε το σημείον του Σταυρού και είπεν: «Εις το όνομα του Χριστού, όστις είπε να πατώμεν «επάνω όφεων και σκορπίων και επί πάσαν την δύναμιν του εχθρού» (Λουκ. ι: 19). Αυτό είπε και επάτησε τον σκορπίον εκείνον, και πάραυτα εμφανισθείς Άγγελος Κυρίου επάνωθεν αυτού, κρατών στέφανον χρυσούν, είπε προς αυτόν· «Χαίρε, Δημήτριε στρατιώτα του Χριστού, θάρρει, ενδυναμού και νίκα τους εχθρούς σου». Ταύτα δε ειπών έβαλε τον στέφανον εις την κεφαλήν του Αγίου Μάρτυρος. Οι μεν στρατιώται λοιπόν, αφού ενέκλεισαν τον Άγιον εις την φυλακήν, επέστρεψαν εις τον βασιλέα ευχαριστημένοι, διότι εξετέλεσαν την προσταγήν αυτού. Ο δε Άγιος απέμεινε κεκλεισμένος εις τα υπόγεια του λουτρού, εστερημένος μεν από συναναστροφήν ανθρώπων, αλλ’ όμως από την βοήθειαν του Θεού παρηγορούμενος και ενισχυόμενος. Είχε δε και χαράν και λύπην δι’ όσα συνέβησαν εις αυτόν, χαράν μεν, διότι τον ηξίωσεν ο Θεός και παρουσιάσθη Χριστιανός ενώπιον του βασιλέως· λύπην δε, διότι δεν ετελειούτο ταχέως, δια να υπάγη εις την Βασιλείαν των ουρανών. Πλην και ούτως ηυχαρίστει τον Θεόν και εδίψα την ώραν του θανάτου του. και όσον μεν επεθύμει ο Μαξιμιανός να έχη όλους τους ανθρώπους υπηκόους του, άλλο τόσον και ο Άγιος επεθύμει να μαρτυρήση δια το όνομα του Χριστού. Ο παρανομώτατος ούτος βασιλεύς, χαίρων εις τας θυσίας των ειδώλων και αγαπών να βλέπη αιματοχυσίας και φόνους ανθρώπων, προσέταξε τότε να εκτελέσωσι τον αγώνα του πεντάθλου· διότι οι βασιλείς των Ελλήνων, τον παλαιόν καιρόν, αυτήν την συνήθειαν είχον. Εις οιανδήποτε πόλιν επορεύοντο κατά πρώτην φοράν, έβαλον τους ανθρώπους και έτρεχον, επάλαιον, έρριπτον τον λίθον, επίδων και εσκόπευον με τα δόρατα εις σημεία προσδιωρισμένα. Αυτά δε τα πέντε αγωνίσματα ωνόμαζον πένταθλον· και όστις ήθελε νικήσει εις εν από αυτά τα πέντε αγωνίσματα του πεντάθλου, ετίμων αυτόν οι βασιλείς και δώρα έδιδον εις αυτόν. Αυτά λοιπόν τα πέντε αγωνίσματα ηθέλησεν ο βασιλεύς να τελεσθούν και κατά την ημέραν εκείνην. Αυτός λοιπόν εκάθησεν εις τόπον υψηλόν, ίνα βλέπη τους αγωνιζομένους, οι δε άνθρωποι έπαιζον και ηγωνίζοντο έκαστος κατά το αγώνισμα το οποίον προετίμα. Εις δε εξ εκείνων, οίτινες επάλαιον, ήτο άνθρωπος τις του βασιλέως, όστις ωνομάζετο Λυαίος και όστις ήτο από πόλιν τινά της Σκυθίας ονομαζομένην Ουάνδηλα. Αυτός ήτο υψηλότατος και ισχυρότατος και ο βασιλεύς τον είχε μεθ’ εαυτού, ίνα προξενή εις αυτόν τιμήν και έπαινον. Αυτός λοιπόν ο Λυαίος, ως τεχνίτης εις την πάλην και δυνατός, ενίκα πολλούς ανθρώπους, ο δε βασιλεύς βλέπων αυτόν έχαιρε μεγάλως και εχάριζεν εις αυτόν πλούσια δώρα. Αλλ’ ακούσατε και το τέλος αυτού πως συνέβη. Νέος τις της Θεσσαλονίκης, ωραιότατος εις την όψιν, ο Άγιος Νέστωρ, όστις ήτο εν τω κρυπτώ Χριστιανός και γνωστός του Αγίου Δημητρίου, βλέπων τον Λυαίον ότι φονεύει τους ανθρώπους και ότι ο βασιλεύς ευχαριστείται και υπερηφανεύεται εις την νίκην αυτού, αλλά και θέλων να ίδη την δύναμιν του αληθινού Χριστού του Θεού, επήγεν εις το λουτρόν εκείνο, εις το οποίον ήτο κεκλεισμένος ο Μέγας Δημήτριος και είπε προς αυτόν· «Δούλε του αληθινού Θεού, του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και αυθέντα μου, ο μιαρός βασιλεύς χαίρει μεγάλως εις τας πράξεις του ασεβεστάτου Λυαίου, η ψυχή μου ορέγεται να παλαίσω μετ’ αυτού, μόνον ευλόγησόν με και ενδυνάμωσόν με να υπάγω να τον νικήσω». Τότε ο Άγιος Δημήτριος εποίησε το σημείον του Σταυρού του Χριστού εις το μέτωπον του Νέστορος, και είπε προς αυτόν: «Ύπαγε και τον Λυαίον θέλεις νικήσει, και υπέρ του Χριστού θέλεις μαρτυρήσει». Ανεχώρησε λοιπόν ο Νέστωρ από την φυλακήν και επήγεν εις τον τόπον ένθα ετελείτο ο αγών της πάλης και παρευθύς εφώναξεν εις το μέσον: «Ω Λυαίε, έλα να παλαίσωμεν οι δύο». Ο δε βασιλεύς, όστις εκάθητο εις το υψηλότερον μέρος και εθεώρει τους ανθρώπους πως ηγωνίζοντο, ευθύς ως είδε τον Νέστορα, νέον εις την ηλικίαν, είκοσι περίπου ρτών, εμήνυσεν εις αυτόν να υπάγη έμπροσθέν του και του είπε: «Νεανία, δεν ελυπήθης την ζωήν σου, αλλ’ ήλθες να παλαίσης με τον Λυαίον; Δεν τον βλέπεις πόσους ενίκησε; Δεν βλέπεις πόσα αίματα έχυσε; Πως αποτολμάς να εκτεθής εις τοιούτον κίνδυνον; Δεν λυπείσαι την ωραιότητά σου και την νεότητά σου; Μήπως αναγκάζεσαι από πτωχείαν να επιθυμής τον θάνατόν σου; Δεν πρέπει όμως να συμπλακής μετά του Λυαίου δια να μη θανατωθής, αν δε είσαι πτωχός, να σε πλουτίσω εγώ, μόνον να μη απολέσης την ζωήν σου». Ακούσας ταύτα ο μακάριος Νέστωρ απεκρίθη συγκεκαλυμμένως προς τον βασιλέα: «Βασιλεύ, εγώ πτωχός δε είμαι, ουδέ καταφρονώ την ζωήν μου, αλλά και πλούτον έχω και την ζωήν μου αγαπώ· θέλω όμως να παλαίσω μετά του Λυαίου, δια να λάβω τιμήν· διότι, και αν είμαι πλούσιος, τιμήν όμως δεν έχω, επομένως τι θέλω τον άτιμον πλούτον; Αγαπώ λοιπόν να τιμηθώ και να φανώ καλλίτερος από τον Λυαίον, δια τούτο αποφασίζω να κινδυνεύσω». Ως είδεν ο βασιλεύς ότι δεν υπακούει, τον αφήκεν. Ο δε Άγιος Νέστωρ, ευθύς ως επλησίασεν εις τον Λυαίον, έρριψε το επανωφόριόν του και έκραξεν: «Ο Θεός του Δημητρίου βοήθει μοι». Ευθύς δε ως είπε τον λόγον τούτον, εξήγαγε το εγχειρίδιόν του και εκτύπησε τον υπερήφανον Λυσαίον εις το μέσον της καρδίας, ευθύς δε ούτος έπεσε κατά γης νεκρός. Ο δε βασιλεύς, ιδών ότι εφονεύθη ο Λυαίος, ελυπήθη εις τόσον βαθμόν, ως να είχεν εκπέσει από την βασιλείαν του. Εκάλεσε λοιπόν τον Νέστορα και του είπε: «Νεανία, με ποίας μαγείας ενίκησας τον Λυσίον; Αυτός εφόνευσε τόσους ανθρώπους δυνατωτέρους από σε, και συ πως τον εθανάτωσες»; Ο Άγιος Νέστωρ απεκρίθη: «Εγώ, βασιλεύ, με τας μαγείας δεν ενίκησα τον Λυαίον, αλλά με την δύναμιν του Χριστού, του αληθινού Θεού». Όταν ήκουσεν ο μιαρός βασιλεύς αυτούς τους λόγους εθυμώθη υπερβαλλόντως και προσέταξεν ένα εκ των αρχόντων αυτού, Μαρκιανόν ονομαζόμενον, να εκβάλη τον Νέστορα έξω από την χρυσήν λεγομένην πύλην και να τον αποκεφαλίση με το εγχειρίδιόν του. Και ούτως ετελειώθη ο Άγιος Νέστωρ, κατά τον λόγον του Αγίου Δημητρίου. Μετά ταύτα ηγέρθη παρευθύς ο βασιλεύς λυπημένος και επήγεν εις το παλάτιόν του, λέγων καθ’ εαυτόν: «Μα την δύναμιν των μεγάλων θεών, από μαγείας εφονεύθη σήμερον ο φίλος μου Λυαίος». Ευθύς δε ως έμαθεν, ότι κατόπιν οδηγιών του Αγίου Δημητρίου εφονεύθη, προσέταξε τους στρατιώτας του να υπάγωσι και να φονεύσωσι τον Άγιον εντός των υπογείων εκείνων στοών του λουτρού. Επήγαν λοιπόν οι στρατιώται και ελόγχευσαν αυτόν με τας λόγχας των εις όλον το σώμα. Η πρώτη δε λόγχευσις, την οποίαν έδωκαν εις αυτόν, ήτο εις την δεξιάν του πλευράν, εις το ίδιον μέρος που ελόγχευσαν και τον Χριστόν επί του Σταυρού, διότι ως είδεν αυτούς ο Άγιος ύψωσε μόνος του την δεξιάν του χείρα δια να τον λογχεύσωσι. Τοιούτο Μαρτύριον έλαβεν, ευλογημένοι Χριστιανοί, ο Μεγαλομάρτυς Δημήτριος, και ούτως ετελειώθη κατά την σήμερον. Τινές δε ευλαβείς Χριστιανοί εισελθόντες κρυφίως, δια τον φόβον του βασιλέως, εις το λουτρόν εκείνο, εις το οποίον έκειτο το λείψανον του Αγίου, το ενεταφίασαν εις το ίδιον αυτό μέρος εις το οποίον και ετελειώθη. Φίλος δε τις του Αγίου, Λούπος ονομαζόμενος, παριστάμενος εις τον θάνατον αυτού, εξέβαλε το δακτυλίδιον του Αγίου από τον δεξιόν δάκτυλον και έλαβε και το μανδήλιον και το επανωφόριόν του εκ των ώμων του και τα έβαψεν εις το αίμα του και δι’ αυτών εποίει θαύματα πολλά· αρρώστους ιάτρευε και άλλους ανθρώπους δαιμονιζομένους και πάσχοντας από πάσαν ασθένειαν εθεράπευεν. Ο δε βασιλεύς, ευθύς ως έμαθε ταύτα, απέστειλε στρατιώτας και απεκεφάλισαν αυτόν εις τόπον τινά λεγόμενον Τριβουνάλιον. Ακούσατε όμως και ολίγα τινά εκ των θαυμάτων του Αγίου, ευλογημένοι Χριατιανοί, δια να γνωρίσητε την χάριν με την οποίαν ετίμησεν αυτόν ο Θεός δια την καθαράν του πολιτείαν και την μαρτυρικήν θυσίαν του. Μετά τον θάνατον του Αγίου, θέλων ο Θεός να τον δοξάση εις όλον τον κόσμον, ωκονόμησε και εξήρχετο μύρον από το σώμα του τόσον πολύ, ώστε παρ’ όλον ότι και οι εντόπιοι και οι από άλλα μακρινά μέρη ερχόμενοι ελάμβανον τούτο, όχι μόνον δεν εξηντλείτο, αλλά μάλλον ηύξανε πρεσβείαις του Αγίου. Είχεν όμως το μύρον τούτο και την δύναμιν να προξενή μεγάλας ιατρείας και δια τούτο οι άνθρωποι ελάμβανον αυτό μετά μεγάλης πίστεως και το έπινον. Ασκητής δε τις, κατοικών ποτε εις όρος τι, όπερ ονομάζεται του Χολομώντος, ακούσας ότι ο Άγιος αναβλύζει μύρον άφθονον από τον τάφον, δεν το επίστευε και συνελογίζετο, ότι εις το μέρος εκείνο υπάρχουν και άλλοι Άγιοι, οι οποίοι υπέμειναν περισσότερα Μαρτύρια δια το όνομα του Χριστού, όμως δεν ανέβλυσαν μύρον, και αυτός δια ποίον Μαρτύριόν του εδοξάσθη τόσον από τον Θεόν; Λοιπόν ο Θεός θέλων να τον βεβαιώση, ότι είναι αληθές το πράγμα, τι ωκονόμησεν; Μίαν νύκτα, αφού ανέγνωσεν ο Ασκητής εκείνος την ακολουθίαν του, έπεσε να κοιμηθή και εφάνη εις αυτόν ως να ευρέθη εις την Θεσσαλονίκην, μέσα εις την Εκκλησίαν του Αγίου Δημητρίου, και εκεί είδεν έμπροσθέν του άνθρωπον, όστις εκράτει τας κλείδας του τάφου του Αγίου προς τον οποίον είπε: «Άνοιξόν μοι να προσκυνήσω». Του ήνοιξε λοιπόν εκείνος και εισήλθε μέσα εις το κουβούκλιον να προσκυνήση· εν ω δε προσεκύνει, είδεν ότι όλος ο τάφος ήτο βεβρεγμένος από μύρον και ευωδίαζε και είπε προς τον φύλακα του τάφου: «Σε παρακαλώ, ελθέ να σκάψωμεν εδώ να ίδωμεν πόθεν έρχεται το μύρον». Εφάνη λοιπόν εις αυτόν ως να έφερον εργαλεία και ήρξαντο να σκάπτωσι και ενώ έσκαπτον εύρον μέγα τι μάρμαρον, το οποίον με πολύν κόπον ήγειραν, και παρευθύς εφάνη το σώμα του Αγίου λαμπρόν κατά πολλά και ωραίον, εκ του οποίου ανέβλυζε μύρον άφθονον εκχυνόμενον από τας οπάς, τας οποίας ήνοιξαν εις το σώμα του Μάρτυρος αι λόγχαι των ακοντίων. Τοσούτον δε πλήθος μύρου εξήρχετο, ώστε περιερράνθη και ο φύλαξ του τάφου. Ο δε Ασκητής από τον τρόμον του, φοβούμενος να μη πνιγή, έκραξε μεγαλοφώνως: «Άγιε Δημήτριε, βοήθει». Μετά την φωνήν αυτήν, ω του θαύματος! συνήλθεν εις εαυτόν και είδεν ότι ήτο βεβρεγμένος όλος από το μύρον και αυτός και τα ενδύματά του. Τούτο το θαύμα είδεν ο Ασκητής και ηγέρθη παρευθύς από το όρος, εις το οποίον ησκήτευε, και ήλθεν εις την Θεσσαλονίκην, κηρύττων το θαύμα του Αγίου και δοξάζων τον Θεόν· έμεινε δε εκεί εις τον Ναόν ικανάς ημέρας και κατόπιν επέστρεψεν εις το ασκητήριόν του, λέγων: «Μέγας, αληθώς, είναι ο Άγιος Δημήτριος». Μετά τον θάνατον του βασιλέως Μαξιμιανού εβασίλευσεν ο μέγας Κωνσταντίνος ο ευσεβέστατος και χριστιανικώτατος. Κατά το διάστημα λοιπόν της βασιλείας του διώρισε στρατηγόν τινα εις την Μεγάλην Βλαχίαν, ονομαζόμενον Λεόντιον, όστις ησθένησεν εις την Θεσσαλονίκην τόσον βαρέως, ώστε προετίμα μάλλον να αποθάνη παρά να ζη. Πολλοί ιατροί τον επεσκέφθησαν, αλλά κανείς δεν ηδύνατο να τον ιατρεύση, και μάλιστα εχειροτέρευεν. Εκινδύνευε λοιπόν ο Λεόντιος μεγάλως και κανένα ιατρόν ικανόν δεν εύρισκεν· άμα έμαθεν όμως ότι ο τόπος, εις τον οποίον έκειτο το λείψανον του Αγίου Δημητρίου, ποιεί θαύματα, επήγε βασταζόμενος και προσέπεσεν εις τον τάφον του Αγίου, αμέσως δε, Θεού βοηθεία, ιατρεύθη. Όθεν μετά τούτο εξώδευσεν ικανά χρήματα και έκτισε τον Ναόν αυτόν, ο οποίος είναι εις την Θεσσαλονίκην του Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου. Ακολούθως δε, όταν ηθέλησε να υπάγη εις τον τόπον, εις τον οποίον τον έστειλεν ο βασιλεύς, ηθέλησε να λάβη μέρος από το λείψανον του Αγίου δια να κτίση και εκεί Εκκλησίαν. Ο δε Άγιος Δημήτριος εφάνη εις τον ύπνον του και του είπε: «Να μη με διαχωρίσης, αλλά να με αφήσης ακέραιον εις την πατρίδα μου». Όθεν δεν ετόλμησεν ο άρχων να πειράξη διόλου το λείψανον του Αγίου, αλλά έλαβε μόνον χώμα από τον τάφον αυτού, εύρε δε και τον δακτύλιον και το μανδήλιον του Αγίου, τα οποία, ως προείπομεν, είχεν ο Λούπος και τα έλαβε θέσας αυτά εις κιβώτιον. Φθάσας δε εις τον Δούναβιν, τον εύρε πλημμυρισμένον και δεν ηδύνατο να διέλθη αυτόν· όθεν ηπόρει τι να πράξη· πρώτον μεν διότι είχε καθυστέρησιν, επειδή έμεινεν επί πολύν καιρόν εις την Θεσσαλονίκην και δεύτερον, διότι δεν ηδύνατο να διέλθη τον ποταμόν. Την νύκτα λοιπόν εφάνη ο Άγιος Δημήτριος και του είπε: «Μη λυπήσαι, Λεόντιε, αύριον να λάβης το κυτίον αυτό το οποίον έχει το δακτυλίδιόν μου και το μανδήλιόν μου, και κρατών αυτά εις την χείρα σου να διέλθης αφόβως τον ποταμόν, το αυτό δε να κάμωσι και όλοι οι άνθρωποι, τους οποίους έχεις μετά σου, και θέλετε διέλθει Θεού βοηθεία αβλαβείς». Τη επαύριον το πρωϊ αφύπνωσεν ο άρχων και έπραξεν όπως προσέταξεν αυτόν ο Άγιος Δημήτριος και αφού επήγεν εις την επαρχίαν του, έκτισεν εκεί και άλλον Ναόν επ’ ονόματι του Αγίου Δημητρίου. Κατά τους χρόνους των Χριστιανών βασιλέων ήτο Επίσκοπος τις εις τινα πόλιν της Αφρικής, ημέραν δε τινά εμβήκεν εις πλοίον ίνα υπάγη εις την Αλεξάνδρειαν. Καθ’ οδόν, συνεργεία σατανική, πειρατικά πλοία συνέλαβον το πλοίον εκείνο και επήραν τους ανθρώπους αιχμαλώτους και τον Επίσκοπον εκείνον εκόμισαν και τον επώλησαν εις την Ανατολήν, εις άρχοντα Αγαρηνόν, ο οποίος, καθό κακός και ανήμερος άνθρωπος, προσέταξεν αυτόν να μεταφέρη κόπρον εις τας αμπέλους και εις τους κήπους αυτού. Πολλάκις φέρων ο Επίσκοπος το κοφίνιον εις την κεφαλήν του, έλεγε δακρύων: «Αλλοίμονον εις εμέ! Που είναι καιρός κατά τον οποίον εκράτουν εις την κεφαλήν τα Άχραντα Μυστήρια και τώρα πως κατήντησα»; Ημέραν λοιπόν και νύκτα παρεκάλει τον Θεόν να τον ελευθερώση από την αιχμαλωσίαν εκείνην. Μίαν δε νύκτα εφάνη άνωθεν αυτού ο Άγιος Δημήτριος καθήμενος επί λευκού ίππου και είπε προς αυτόν: «Τι έχεις και κλαίεις»; Απεκρίθη ο Επίσκοπος: «Τι έχω με ερωτάς; Δεν βλέπεις πόσα κακά συμβαίνουσιν εις εμέ τον δυστυχή; Την ημέραν είμαι εις την εργασίαν και την νύκτα εις τα σίδηρα. Τι καλόν έχω ο ελεεινός και να μη κλαίω»; Είπε προς αυτόν ο Άγιος: «Έλα, ίππευσον εις τα όπισθεν του ίππου μου». Απεκρίθη ο Επίσκοπος: «Αυθέντα, δεν δύναμαι να εγερθώ, διότι είμαι δεδεμένος». Είπε προς αυτόν πάλιν ο Άγιος: «Εγείρου, αφού σου λέγω». Ηγέρθη λοιπόν ο Επίσκοπος και ίππευσε και θαυμασίως ευρέθησαν αμφότεροι έφιπποι έξω της Θεσσαλονίκης. Αφού ευρέθησαν εκεί, είπεν ο Άγιος προς τον Επίσκοπον: «Εγώ έχω εδώ οικίας και είμαι κύριος αυτής της πόλεως· λοιπόν υπάγω πρότερον και συ ερώτησον και ελθέ κατόπιν μου». Απεκρίθη ο Επίσκοπος: «Και πως να ερωτώ, αυθέντα»; Είπε προς αυτόν ο Άγιος: «Ερώτησον που είναι αι οικίαι Δημητρίου του κυρίου της Θεσσαλονίκης και ερωτών ούτω θέλεις με εύρει και εγώ θέλω σε προπαρασκευάσει, να υπάγης και έως εις τον τόπον σου». Αυτά είπε προς αυτόν ο Άγιος· έπειτα προσεποιήθη ότι εισήλθεν εις την πόλιν. Ελθών λοιπόν ο Επίσκοπος προ της θύρας των τειχών της πόλεως, ηρώτα, καθώς είπεν εις αυτόν ο Άγιος, οι δε θυρωροί τον περιεγέλων, λέγοντες προς αυτόν: «Ημείς Δημήτριον κύριον δεν έχομεν». Άλλοι δε συνετοί, άμα ήκουσαν την ερώτησιν του Επισκόπου, ηννόησαν ότι θαυμα τι ετέλεσεν εις αυτόν ο Μέγας Δημήτριος, διότι καθ’ εκάστην εθαυματούργει ο Άγιος εις τους αιχμαλώτους. Ηρ’ωτησαν λοιπόν αυτόν τι άνθρωπος ήτο· και αυτός είπεν εις αυτούς την υπόθεσιν, ότι δηλαδή ήτο αιχμάλωτος εις την Ανατολήν και ότι εφάνη εις αυτόν στρατιώτης τις, όστις τον ηλευθέρωσε και τον έφερεν έως εκεί. Τότε είπον προς αυτόν οι άνθρωποι: «Έλα να σε υπάγωμεν εις την Εκκλησίαν να τον γνωρίσης». Καθώς λοιπόν επήγαν εις την Εκκλησίαν και είδεν από μακράν την εικόνα του, εγνώρισεν αυτόν και τον ενηγκαλίσθη, κλαίων δε έλεγε: «Αυτός είναι ο στρατιώτης, όστις με ηλευθέρωσεν». Ο δε Αρχιερεύς της Θεσσαλονίκης, άμα έμαθε τα γενόμενα, εφωδίασε τον Επίσκοπον εκείνον με τα αναγκαιούντα έξοδα, ίνα υπάγη εις την Αφρικήν. Ανεχώρησε λοιπόν ο Επίσκοπος και αφού ευώδωσεν αυτόν ο Θεός, έφθασεν υγιής και καλώς έχων εις την επαρχίαν του. Εκεί δε επώλησε τα υπάρχοντά του δια να κτίση Εκκλησίαν εις το όνομα του Αγίου Δημητρίου. Ήρχισε λοιπόν και την ετελείωσε και μόνον ο άμβων έλειπεν· δι’ ο ελυπείτο πολύ, διότι δεν εύρισκε κατάλληλα μάρμαρα να τον κατασκευάση. Συνέπεσεν όμως τον καιρόν εκείνον να ανεγείρη άρχων τις εις την Κωνσταντινούπολιν Εκκλησίαν εις το όνομα των Αγίων Μηνά, Βίκτωρος και Βικεντίου και έστειλεν ανθρώπους του με πλοίον να υπάγωσιν εις την Ανατολήν να συνάξωσι μαρμαρίνους κίονας (κολώνας). Κατά δε τας ημέρας εκείνας, κατά τας οποίας ελυπείτο ο Επίσκοπος δια τον άμβωνα, έφθασε και το πλοίον εκείνο και ηγκυροβόλησεν εις τον λιμένα της Αφρικανικής ταύτης πόλεως. Την νύκτα λοιπόν εκείνην εφάνη ο Άγιος Δημήτριος εις τον Επίσκοπον και είπε προς αυτόν: «Κάτω εις τον λιμένα ήλθε πλοίον, το οποίον έχει μεγάλα και θαυμαστά μάρμαρα· όθεν ύπαγε να αγοράσης από εκείνα». Το πρωϊ ηγέρθη ο Επίσκοπος με πολλήν χαράν και επήγεν εις τον λιμένα και είπε προς τον πλοίαρχον: «Ήκουσα, αυθέντα, ότι έφερες μάρμαρα και σε παρακαλώ να μου πωλήσης από αυτά, ίνα τελειώσω Εκκλησίαν τινά, την οποίαν κτίζω». Ο πλοίαρχος απεκρίθη προς αυτόν: «Δεν έχω τίποτε, δέσποτά μου». Ο Επίσκοπος επέστρεψε πάλιν πικρανθείς. Και την δευτέραν νύκτα πάλιν εφάνη ο Άγιος και είπε προς αυτόν: «Ύπαγε και ζήτησον να σου δώση, διότι αυτός έχει στήλας, όπως τας ζητείς». Επήγε λοιπόν ο Επίσκοπος και ο πλοίαρχος ηρνήθη πάλιν. Κατά δε την τρίτην νύκτα φαίνεται και πάλιν ο Άγιος και λέγει προς αυτόν: «Ύπαγε και ειπέ φανερά εις τον πλοίαρχον: Συ έχεις τόσα μάρμαρα και εξ αυτών είναι τόσα πορφυρά και τόσα πράσινα και τόσα λευκά, τόσα γαλανά και τόσα άλλου είδους, και σκοπεύεις να υπάγης εις Κωνσταντινούπολιν δια την Εκκλησίαν των Αγίων Μηνά, Βίκτωρος και Βικεντίου· πρέπει όμως να γνωρίζης, ότι η Εκκλησία εκείνη ετελειώθη, διότι ήργησας πολύν καιρόν και ο άρχων, όστις σε έστειλεν, εύρεν εκεί άλλα μάρμαρα και έκτισε την Εκκλησίαν όπως την ήθελεν. Αν λοιπόν υπάγης εκεί, χάριν δεν θα σου γνωρίζωσι και θα απολέσης και τον κόπον σου. Δια τούτο πώλησον αυτά προς εμέ εις την τιμήν των να σου οφείλω χάριν και εγώ και ο Μέγας Δημήτριος, του οποίου την Εκκλησίαν ανεγείρω». Το πρωϊ επήγεν ο Επίσκοπος εις τον λιμένα με μεγάλην χαράν και είπε προς τον πλοίαρχον τους λόγους του Αγίου. Εκείνος δε, άμα ήκουσεν αυτούς, ηγέρθη παρευθύς και εξεφόρτωσε το πλοίον του και άλλα μεν επώλησεν εις τον Επίσκοπον, άλλα δε εχάρισεν εις τον Άγιον δια ψυχικήν του σωτηρίαν. Ούτως ετελείωσεν ο Επίσκοπος την Εκκλησίαν του Αγίου, δοξάζων τον Θεόν και τον Μέγαν Δημήτριον. Συνέβη ποτέ καθ’ όλην την Θεσσαλίαν τόσον μεγάλη πείνα, όσην δεν ενεθυμούντο ποτέ οι άνθρωποι του τόπου εκείνου. Λοιπόν όλα τα μέρη της Θεσσαλίας εμαστίζοντο από την πείναν, ιδίως όμως και αυτή η Θεσσαλονίκη εκινδύνευε να αφανισθή. Αλλ’ ο Μέγας Δημήτριος, ο έτοιμος βοηθός των Χριστιανών, δεν αφήκε τον τόπον εκείνον να αφανισθή· αλλά τι ενήργησε; Πλοίαρχος τις, ο οποίος εμπορεύετο σίτον, εφόρτωσε το πλοίον του κατ’ εκείνον τον καιρόν δια να μεταφέρη αυτόν εις την Ευρώπην. Την νύκτα λοιπόν εφάνη ο Άγιος Δημήτριος εις τον ύπνον αυτού και είπεν προς αυτόν: «Τον σίτον αυτόν που μελετάς να τον υπάγης»; Ο πλοίαρχος απεκρίθη· «Εις την Ευρώπην σκοπεύω να τον μεταφέρω, αν θέλη ο Θεός». Ο Άγιος του είπε πάλιν: «Άκουσόν μου· να τον φέρης εις την Θεσσαλονίκην, να τον πωλήσης όπως θέλεις, διότι είναι πολύ πείνα και ακρίβεια· και ιδού λάβε τρία φλωρία ως αρραβώνα και φέρε αυτόν εκεί να λάβης και το υπόλοιπον της αξίας του». Το πρωϊ αφυπνώσας ο πλοίαρχος είδεν εις την χείρα του τα τρία φλωρία· είπε δε προς τους άλλους ναύτας: «Απόψε είδα εις τον ύπνον μου ένα στρατιώτην νέον, ο οποίος μου είπε να υπάγωμεν τον σίτον εις την Θεσσαλονίκην, και ιδού μου έδωσε και τρία φλωρία ως αρραβώνα. Θέλετε λοιπόν να τον μεταφέρωμεν εκεί; Διότι, ως μου είπεν ο φανείς, μεγάλη πείνα είναι εις εκείνον τον τόπον και θέλομεν πορισθή πλείον κέρδος παρά εις την Ευρώπην, επειδή προς αυτήν πλέουσι και άλλα πλοία φορτωμένα με σίτον, ενώ εις την Θεσσαλονίκην μόνον ημείς πλέομεν»; Ήκουσαν λοιπόν οι ναύται τους λόγους τούτους του πλοιάρχου και επροθυμοποιήθησαν όλοι να υπάγωσιν εις την Θεσσαλονίκην· αλλ’ ο διάβολος, θέλων να παρεμποδίση την καλωσύνην του Αγίου, διήγειρεν εις την θάλασσαν τόσον μεγάλην τρικυμίαν, ώστε εκινδύνευσε το πλοίον και άπαξ και δις. Πλην ο Μέγας Δημήτριος, οσάκις κατελαμβάνοντο υπό τρικυμίας, παρίστατο έμπροσθεν αυτών και τους ενεθάρρυνε και εις το πέλαγος οφθαλμοφανώς εφαίνετο και εδείκνυεν εις αυτούς τον δρόμον. Έφθασαν τέλος πάντων δια βοηθείας του Αγίου εις την Θεσσαλονίκην, οι δε Θεσσαλονικείς, άμα ήκουσαν ότι ήλθε πλοίον με σίτον, εδόξασαν όλοι τον Θεόν και έδραμον άνδρες και γυναίκες εις τον λιμένα· όθεν επωλήθη ο σίτος όπως ήθελεν ο Θεός και ο πλοίαρχος. Εδόξασαν λοιπόν τον Θεόν, όστις δεν εγκαταλείπει ουδένα από εκείνους οίτινες ελπίζουσιν εις Αυτόν. Ο πλοίαρχος διηγήθη ακολούθως προς τους Θεσσαλονικείς το όραμά του, και αυτοί εγνώρισαν ότι ο Μέγας Δημήτριος είναι εκείνος, όστις σκέπει και διαφυλάττει την πόλιν εκείνην, την πατρίδα του. Ο μέγας βασιλεύς Ιουστινιανός διενοήθη ποτέ να λάβη μέρος από το λείψανον του Αγίου, δια να το έχη εις αγιασμόν και ψυχικήν σωτηρίαν. Εκτός δε τούτου, επειδή είχεν ανεγείρει τότε εις την Κωνσταντινούπολιν τον Ναόν της Αγίας Σφίας, ήθελε να υπάρχη εντός αυτού και μέρος του λειψάνου του Αγίου ομού με τα άλλα, τα οποία είχε συνηγμένα εκεί. Έπεμψε λοιπόν ανθρώπους της εμπιστοσύνης του να υπάγωσιν εις Θεσσαλονίκην και να σκάψωσι τον τάφον, έως ου εύρωσι το σώμα του Αγίου, και αφού το εύρωσι να κόψωσι μέρος από αυτό και να το φέρωσιν εις Κωνσταντινούπολιν. Έφθασαν λοιπόν οι βασιλικοί εκείνοι άνθρωποι φέροντες δώρα του βασιλέως προς τον Άγιον και με διαταγάς προς τους ανθρώπους, οίτινες εφύλαττον την Εκκλησίαν, δια την παραλαβήν του Αγίου λειψάνου. Οι δε Θεσσαλονικείς είπον προς αυτούς: «Ημείς δεν τολμώμεν να ποιήσωμεν τοιαύτην πράξιν. Αλλά σεις, εάν αποτολμάτε, ιδού ο τάφος εις τας χείρας σαι είναι, πράξατε ως θέλετε». Ήρχισαν λοιπόν οι βασιλικοί άνθρωποι και έσκαπτον τον τάφον του Αγίου, όταν δε έφθασαν πλησίον εις την λάρνακα, παρευθύς, ω του θαύματος! φλοξ μεγάλη εξήλθεν από εκεί και εκινδύνευον να κατακαώσι και φωνή ηκούσθη, η οποία έλεγε: «Περισσότερον μη σκάψητε». Τότε, άμα είδον οι βασιλικοί άνθρωποι το τοιούτον θαύμα, έπεσον κατά γης με τα πρόσωπα, δεόμενοι του Αγίου, ίνα μη κατακαώσιν. Έπειτα δε από ικανήν ώραν ηγέρθησαν και έλαβον μόνον χώμα από τον τάφον του Αγίου και το έφεραν εις τον βασιλέα, διηγούμενοι εις αυτόν το παράδοξον θαύμα, το οποίον είδον. Από τα τοιαύτα λοιπόν θαύματα του Αγίου και από άλλα περισσότερα, τα οποίαεγίνοντο καθ’ εκάστην ημέραν, συνηθροίζετο πλήθος πολύ ανθρώπων κατ’ έτος από τα περίχωρα και από άλλας πόλεις και ετέλουν πανήγυριν εις την Θεσσαλονίκην κατά την σημερινήν ημέραν κστ΄ (26ην) Οκτωβρίου. Οι δε Σαρακηνοί, το σκληρόν τούτο και απάνθρωπον γένος, άμα έμαθον ότι οι Χριστιανοί πανηγυρίζουσι κατά την ημέραν της εορτής του Αγίου και είναι αμέριμνοι, εσκέφθησαν να έλθωσι κρυφίως την εσπέραν της ημέρας εκείνης, κατά δε την νύκτα, ξημερώνοντας του Αγίου Νέστορος, να κυριεύσωσι την πόλιν, όπερ και έπραξαν· ήλθον λοιπόν και ηγκυροβόλησαν δια νυκτός έξω του τείχους, θέλοντες, όταν ησυχάση ο κόσμος, να εισέλθωσιν από του τείχους κρυφίως και άλλους μεν να φονεύσωσιν, άλλους δε να αιχμαλωτίσωσιν. Αλλά και ο εχθρός της αληθείας διάβολος, φθονών τους Θεσσαλονικείς δια την αγάπην την οποίαν είχον προς τον Άγιον και θέλων να τους παρακωλύση και να τους παραδώση εις αφανισμόν, τι ενήργησεν; Ακούσατε. Αφού ετελείωσε ο εσπερινός του Αγίου Μάρτυρος Νέστορος, ολίγον αργά, και επήγαν οι άνθρωποι εις τας οικίας των να ησυχάσωσι και να χαρώσιν, επήρε φωτιά το κουβούκλιον, το οποίον ήτο εις τον τάφον του Αγίου· οι δε άνθρωποι, άμα είδον ότι η Εκκλησία των παρεδόθη εις τας φλόγας, έδραμον να σβέσωσι την πυρκαϊάν και άλλοι μεν έσβενον το πυρ, άλλοι δε ήρπαζον από τον άργυρον και το χρυσίον το οποίον εχωνεύετο. Τότε, ως είδεν ο φύλαξ της Εκκλησίας, ότι ώρμησαν οι άνθρωποι να αρπάσωσι τον άργυρον, όστις ήτο εις τον τάφον του Αγίου, χωρίς να γνωρίζη τίποτε δια τους Σαρακηνούς, και θέλων μόνον να τους σκορπίση από την Εκκλησίαν, με νεύσιν βεβαίως του Αγίου, όστις κατηύθυνεν αοράτως αυτόν, έκραξε μεγαλοφώνως· «Ω Θεσσαλονικείς, δράμετε εις τα τείχη, διότι ήλθον πολέμιοι να σας κυριεύσωσιν». Οι δε Θεσσαλονικείς, άμα ήκουσαν τους λόγους τούτους, επειδή εφοβούντο πάντοτε την αιχμαλωσίαν, έτρεξαν να ίδωσιν αν αληθώς ήσαν εχθροί, οίτινες μόλις είχον αρχίσει να βάλωσι κλίμακας εις τα τείχη δια να εισέλθωσιν εις το φρούριον. Ιδόντες λοιπόν το αιφνίδιον τούτο κακόν, το οποίον συνέβη εις αυτούς, άλλοι μεν έδραμον να αρπάσωσιν όπλα, άλλοι δε επεκαλούντο τον Άγιον. Και όντως ο Άγιος, καθό έτοιμος βοηθός, πάραυτα εφάνη εις τα τείχη και μόνος του κατέκοψε πολλούς των Σαρακηνών, οι δε άλλοι, άμα είδον το θαύμα, έφυγον εις τα οπίσω, διηγούμενοι την συμφοράν των. Τόσον πολύ ηγάπα ο Άγιος τους Θεσσαλονικείς και τόσον τους επεμελείτο, ώστε πολλάκις τους έσωσεν από αιχμαλωσίαν, από θανατικόν, από πείναν και από άλλα συμβεβηκότα και διαφόρους κινδύνους. Εις άλλον καιρόν είχον υπάγει οι Άβαροι, το κακόν αυτό γένος, να κυριεύσωσι την Θεσσαλονίκην· εβασίλευε δε τότε εις την Κωνσταντινούπολιν ο αυτοκράτωρ Μαυρίκιος, τον οποίον εφόνευσεν ο τύραννος Φωκάς. Λοιπόν έστειλε στράτευμα αρκετόν εις βοήθειαν των Θεσσαλονικέων· παρά ταύτα όμως οι Άβαροι δεν απεμακρύνοντο, αλλ’ απέκλεισαν τους Θεσσαλονικείς και τους ηνώχλουν. Κατά τας ημέρας εκείνας ήτο άνθρωπός τις ενάρετος, όστις εφύλαττε τον τάφον του Αγίου, ο οποίος είχε χρηματίσει πρωτοσπαθάριος του βασιλέως, τότε δε ήτο Μοναχός εις την Εκκλησίαν του Αγίου. Αυτός λοιπόν είδε μίαν των νυκτών, ότι ως να ήλθον δύο άνθρωποι νέοι και ευπρεπείς, οίτινες είπον προς αυτόν να υπάγη εις τον Ναόν και να είπη εις τον Άγιον να εξέλθη δια να συνομιλήσωσι μετ’ αυτού. Επήγε λοιπόν και το είπεν εις τον Άγιον και του εφάνη ως να εξήλθε και τους εχαιρέτησεν. Είπον δε προς τον Άγιον οι δύο εκείνοι νέοι: «Διατάσει ο Βασιλεύς την αγιωσύνην σου να αφήσης την πόλιν αυτήν και να υπάγης προς αυτόν, διότι θέλει να την παραδώση εις τας χείρας των Αβάρων». Τότε, άμα ήκουσεν ο Άγιος τον λόγον αυτόν, ελυπήθη και εστενοχωρήθη και κύψας την κεφαλήν του επί πολλήν ώραν εδάκρυσε τόσον, ώστε βλέπων αυτόν ο πρωτοσπαθάριος εκείνος τόσον λυπημένον, είπε προς τους απεσταλμένους· «Αν εγνώριζον ότι ήθελε λυπηθή τόσον πολύ ο αυθέντης μου από το μήνυμά σας, δεν θα τον εκάλουν να έλθη έξω». Μετά παρέλευσιν ώρας ικανής ήγειρεν ο Άγιος την κεφαλήν αυτού και είπε προς τους άνδρας εκείνους: «Αληθώς ούτως εφάνη αρεστόν εις τον Κύριον και Δεσπότην των όλων, να παραδώση εις χείρας αμαρτωλών ανθρώπων τοιαύτην πόλιν, αφ’ ου έχυσε το αίμα του επί του Σταυρού, δια να την εξαγοράση από την αιχμαλωσίαν του διαβόλου»; Απεκρίθησαν οι απεσταλμένοι· «Ούτω μας προσέταξεν». Είπε πάλιν προς αυτούς ο Άγιος: «Σας παρακαλώ, υπάγετε να είπητε εις τον Βασιλέα τούτους τους λόγους· «Γνωρίζω τους οικτιρμούς σου, φιλάνθρωπε Κύριε, διότι αείποτε νικώσι την οργήν σου, την οποίαν ημείς αυξάνομεν με τας αμαρτίας μας, γνωρίζω ότι έθου την ψυχήν σου δια τους αμαρτωλούς και ότι έχυσας το Άγιόν σου αίμα επί του Σταυρού δια τας αμαρτίας ημών. Επειδή όμως κατέστησας εμέ φύλακα και επιτηρητήν εις την πόλιν ταύτην, Σε, Κύριέ μου, πρέπει να μιμηθώ και εγώ και να θύσω την ψυχήν μου δι’ αυτούς, εάν δε απολεσθώσιν αυτοί, να απολεσθώ και εγώ, διότι και αυτοί, αν και είναι αμαρτωλοί, εις το όνομά σου πιστεύουσι, συ δε είσαι Θεός των μετανοούντων· δια τούτο μη οργισθής εναντίον αυτών». Απεκρίθησαν οι άνδρες και είπον προς αυτόν: «Θα είπωμεν αυτά εις τον αποστείλαντα ημάς Κύριον, μη τύχη όμως και δυσαρεστηθή εναντίον σου»; Είπε προς αυτούς πάλιν ο Άγιος: «Ούτω να του είπητε». Αφού είπε ταύτα, εφάνη ως να εισήλθεν εις το κουβούκλιόν του και να έκλεισε τας θύρας. Το όραμα τούτο διηγήθη ο πρωτοσπαθάριος εκείνος προς τους Θεσσαλονικείς και πάντες επείσθησαν ότι μετ’ αυτών είναι η βοήθεια του Αγίου. Τούτο δε, ευσεβείς Χριστιανοί, θέλετε το βεβαιωθή έτι μάλλον και από την επομένην διήγησιν. Αφού οι βάρβαροι Άβαροι εκυρίευσαν πολλούς τόπους και ηρήμωσαν αυτούς, εβάδισαν και κατά της Θεσσαλονίκης, όντες έως εκατόν χιλιάδες τον αριθμόν. Άμα δε έφθασαν εκεί, αμέσως επολιόρκησαν το φρούριον και στήσαντες κλίμακας ανέβησαν επάνω εις τα τείχη. Τότε ο Άγιος εφάνη εν τω άμα ως ωπλισμένος στρατιώτης και επιπεσών κατ’ αυτών κατέσφαξε πολλούς εξ αυτών· οι δε λοιποί φοβηθέντες έφυγον μακράν από το φρούριον· εκεί έκαμον σκηνάς και έμειναν εν αυταίς. Αλλά και εκεί ευρισκόμενοι προητοίμαζον πάντα τα του πολέμου αναγκαία· έκτισαν δε και πύργους ξυλίνους, υψηλοτέρους από τους πύργους του φρουρίου· έφεραν δε και πέτρας πολλάς και καταλλήλους και ούτως έβαλον εις τους πύργους άνδρας τεχνίτας να σφενδονίζωσι τας πέτρας εκείνας εντός του φρουρίου, τόσον δε πυκνά επετροβόλουν, ώστε εκρήμνισαν τους προμαχώνας των τειχών, άπαντες δε οι εις το φρούριον ευρισκόμενοι εφοβούντο και έτρεμον δια τον μέγαν κίνδυνον, όστις τους ηπείλει. Οι Θεσσαλινικείς, βλέποντες το μέγαν κίνδυνον και μη δυνάμενοι να αντισταθώσιν εις τους πολεμίους, αφιέρωσαν όλην αυτών την ελπίδα εις τον Άγιον και αυτόν παρεκάλουν να τους βοηθήση. Ο δε Άγιος ως έτοιμος βοηθός πάραυτα τους εβοήθησε κατά τον ακόλουθον παράδοξον τρόπον: Παρεκίνησε τους Θεσσαλονικείς και ανέβησαν εις τα υψηλότερα μέρη του φρουρίου δια να αντιπαραταχθώσιν εις τους εχθρούς· εφάνη δε και ο Άγιος εν τω μέσω αυτών και λαβών μικράν τινα πέτραν, έγραψεν εις αυτήν: «Εν τω ονόματι Ιησού του Θεού ημών, Άγιε Δημήτριε, βοήθει» και έπειτα έρριψεν αυτήν. Άμα δε ερρίφθη ο πολλής τιμής άξιος εκείνος λίθος, όστις έφερε το όνομα του Αγίου και ήτο ενδεδυμένος με θείαν χάριν, επήγε κατ’ ευθείαν εις τους μεγάλους σωρούς των πετρών, τας οποίας είχον οι εχθροί συνηθροισμένας και δεισκόρπισεν αυτάς και όλας αυτών τας μηχανάς κατασυνέτριψεν. Ο δε κόπος και αι τέχναι των βαρβάρων τούτων εστάφησαν επί τας κεφαλάς των, όλαι δε αυτών αι προσπάθειαι και ενέργειαι απέβησαν μάταιαι. Οι δε Θεσσαλονικείς, βλέποντες την δειλίαν των βαρβάρων και ενθαρρυθέντες εσφενδόνιζον πέτρας ακαταπαύστως από τα τείχη του φρουρίου. Βλέποντες λοιπόν οι βάρβαροι τας μεν πέτρας μικράς, την δε δύναμιν αυτών μεγάλην, εθαύμαζον και ηπόρουν· όθεν έλαβον εις τας χείρας των από τας πέτρας εκείνας και είδον ότι ήσαν επάνω εις αυτάς γράμματα. Ηρώτησαν τότε ένα, τον οποίον είχον αιχμαλωτίσει εις τα περίχωρα, τι λέγουσι τα γράμματα εκείνα. Αυτός δε εξήγησεν εις αυτούς τι εσήμαινον και ούτοι εθαύμασαν και ηπόρησαν εις την δύναμιν του Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου, του οποίου μόνον το όνομα επικαλούμενον βοηθεί τοιουτοτρόπως! Τότε λοιπόν έπαυσαν προς καιρόν από του να πολεμώσιν. Πλην μετά παρέλευσιν ολίγου καιρού, συνάξαντες και πάλιν οι βάρβαροι εκείνοι περισσότερα στρατεύματα, ήλθον κατά της Θεσσαλονίκης. Αίφνης όμως εφάνη και ο Μεγαλομάρτυς Δημήτριος ως να εξήρχετο από το φρούριον με στρατεύματα αμέτρητα. Αυτοί δε, άμα τον είδον, έφευγον εις τα οπίσω και χωρίς να τους διώκη κανείς. Άφησαν δε τας τροφάς των, τας σκηνάς των και τα άρματά των και ούτως ελυτρώθη η πόλις από τον μέγαν και φρικτόν εκείνον κίνδυνον και εδόξασαν άπαντες τον Θεόν και εμεγάλυνον τον Μεγαλομάρτυρα Δημήτριον, δια το θαύμα το οποίον έδειξε, διότι καθώς ο Ιησούς του Ναυή, ο αρχηγός του πάλαι Ισραηλιτικού στρατού, έστησε τον ήλιον μέχρις ότου εφόνευσε τον Αμαλήκ και το στράτευμα αυτού όλον, ούτω και ο Μάρτυς του Χριστού με την πέτραν, εις την οποίαν είχε το όνομά του γεγραμμένον, ανέστρεψεν επί τας καφαλάς των εχθρών τας πέτρας τας οποίας έρριπτον κατά της πατρίδος του. και ηδύνατο μεν ο Άγιος και δι’ άλλου τρόπου να λυτρώση την πατρίδα του, ήτοι να φοβίση τους εχθρούς και να ενθαρρύνη τον λαόν του να κατακόψωσι και να αφανίσωσι τους εχθρούς, πλην ούτως ηθέλησεν ο Άγιος δια να δείξη την μεγάλην παρρησίαν, την οποίαν είχε προς τον Θεόν, διότι με την πέτραν εποίησε τοιούτον θαύμα. Ο αυτοκράτωρ Μανουήλ ο Κομνηνός, ο οποίος εβασίλευεν εις την Κωνσταντινούπολιν ειρηνικώς τριάκοντα οκτώ έτη και ο οποίος κατά το διάστημα της βασιλείας του εταπείνωσεν όλους τους εχθρούς και συνήθροισε πλούτον πολύν, ο αυτοκράτωρ αυτός ήτο άνθρωπος πεπαιδευμένος και φρόνιμος και εις την κυβάρνησιν του Κράτους αυτού εφάνη δοκιμώτερος από τινας των προκατόχων αυτού βασιλέων. Ούτος ηγάπα καθ’ υπερβολήν τον καλλωπισμόν της πόλεως, ως επίσης και την ιδίαν εαυτού ευπρέπειαν, όπως και ο Σολομών. Επειδή λοιπόν ηγάπα να ενδύηται μεγαλοπρεπώς, προσέταξε να του κατασκευάσωσι μανδύαν τινά πολυποίκιλτον τον οποίον ήθελε να φορή μόνον εις τας μεγάλας εορτάς και όταν ήρχοντο προς αυτόν πρέσβεις από τα άλλα έθνη του κόσμου, ίνα τον προσκυνήσωσιν. Είχε δε προστάξει και έβαλον εις αυτόν και από το έμπροσθεν και το όπισθεν μέρος μαργαριτάρια ακριβά και τον εκέντησαν με λίθους πολυτίμους, οι πλείστοι των οποίων ήσαν από τον λεγόμενον ανθρακίτην λίθον. Άμα δε ούτος συνετελέσθη μετά της προσηκούσης επιμελείας και ακριβείας, οι λίθοι εφαίνοντο ως ανημμένοι άνθρακες και το όλον ωμοίαζε προς ουρανόν, διότι οι πολύτιμοι εκείνοι λίθοι έφεγγον ως τα ουράνια άστρα. Εφύλαξε λοιπόν αυτόν ο βασιλεύς εις το θησαυροφυλάκιόν του και είχε σκοπόν να τον φορέση δια πρώτην φοράν κατά την εορτήν του Πάσχα. Το εσπέρας λοιπόν του Μεγάλου Σαββάτου τον εξήγαγον του θησαυροφυλακίου και τον ετοποθέτησαν εις τον εξώτερον θάλαμον του κοιτώνος του βασιλέως, δια να τον έχωσιν έτοιμον κατά την ώραν της Αναστάσεως να τον φορέση ο βασιλεύς. Αλλά (θαυμάσια τα τεράστιά σου, θαυματουργέ Δημήτριε!) την ώραν εκείνην επήρεν ο Άγιος τον μανδύαν εκείνον από το βασιλικόν παλάτιον, τον έφερεν εις τον τάφον του και τον ήπλωσεν από την κεφαλήν του έως των ποδών, όταν δε έφθασεν η ώρα της Αναστάσεως εγένετο σύγχυσις και ταραχή μεγάλη εις τα ανάκτορα δια τον μανδύαν εκείνον και οι θησαυροφύλακες εγένοντο ως νεκροί από τον φόβον των. Μαθών ο βασιλεύς το συμβάν τούτο και εξετάζων τους ανθρώπους, έμαθεν ότι τα μεν κλείθρα εύρον απαραβίαστα και όλα τα ενδύματα ήσαν εκεί, μόνον δε ο μανδύας εκείνος έλειπεν. Όθεν ησύχασεν αναμένων την έκβασιν. Ο δε υπηρέτης, ο οποίος εφύλαττε τον τάφον του Αγίου, ελθών να ανοίξη το κουβούκλιον, είδεν αίφνης επάνω εις τον τάφον τον μανδύαν εκείνον, ο οποίος έφεγγε, και κυριευθείς από φόβον εστάθη επί ικανήν ώραν θαυμάζων εις αυτό. Έπειτα έτρεξε μετά σπουδής και διηγήθη το περιστατικόν τούτο εις όλους· ήλθον λοιπόν άπαντες οι πρόκριτοι της πόλεως εκείνης και ιδόντες τον αξιοθαύμαστον εκείνον μανδύαν εξεπλάγησαν, ηννόησαν δε ότι το πράγμα εκείνο ήτο βασιλικόν. Έγραψαν λοιπόν αμέσως προς τον βασιλέα επιστολήν, την οποίαν έπεμψαν δια ταχυδρόμων επίτηδες και εν αυτή τη επιστολή εξέθετον το είδος και την ποιότητα του ενδύματος εκείνου. Μαθών ο βασιλεύς τον ερχομόν των απεσταλμένων εκείνων εξήτασεν αυτούς να του είπωσιν ακριβώς την ημέραν και την ώραν κατά την οποίαν ευρέθη ο μανδύας ηπλωμένος εις τον τάφον του Αγίου. Εκ της εξετάσεώς του αυτής έμαθεν ο βασιλεύς, ότι ούτος ευρέθη εις τον τάφον του Αγίου ακριβώς την ώραν κατά την οποίαν και οι θησαυροφύλακες αυτού τον είχον τοποθετήσει εις τον εξωτερικόν κοιτώνα αυτού. Όθεν θαυμάσας ο βασιλεύς εκήρυττεν εις την πόλιν το παράδοξον εκείνο θαύμα, το οποίον εποίησεν ο Άγιος. Μετά παρέλευσιν δε τινων ημερών ο βασιλεύς είπε προς τους μεγιστάνας αυτού: «Ο Άγιος Δημήτριος ονειδίζει ημάς δια την αμέλειαν και αγνωμοσύνην μας, διότι αυτός μεν εις πολλούς πολέμους κατά των εχθρών πολλάκις μας εβοήθησε και κατασυνέτριψεν αυτούς, ενώ ημείς έως τώρα ούτε καν με ελάχιστα αφιερώματα δεν ηυχαριστήσαμεν αυτόν, δια τούτο και αυτός ηθέλησε να λάβη ως ενέχυρον τον μανδύαν μου μέχρις ότου αποδώσωμεν εις αυτόν το οφειλόμενον. Αλλά, πολλή σου η δόξα, μεγαλομάρτυς και θαυματουργέ Δημήτριε Μυροβλύτα· διότι και από τους εχθρούς μάς ελευθερώνεις και μας βοηθείς, συγχρόνως δε μας ελέγχεις ως αχαρίστους». Ταύτα ειπών ο βασιλεύς αμέσως έγραψε χρυσόβουλλον, δια του οποίου αφιέρου εις τον εν Θεσσαλονίκη Ναόν του Αγίου Δημητρίου την πόλιν Μελιδόνιον, μετά πολλών αγρών και αμπελώνων αυτής, παρεκάλει δε εις το χρυσόβουλλον τον Άγιον να τον συγχωρήση δια την επιδειχθείσαν αγνωμοσύνην του. Προς το ανατολικόν μέρος της πόλεως Θεσσαλονίκης υπάρχει τόπος τις πολύ ωραίος, ο οποίος έχει λειβάδια τερπνά, αέρα εύκρατον και πολλά καρποφόρα δένδρα· έχει δε κατ’ εξοχήν μίαν βρύσιν πολύ ωραίαν, εξ ης αναβρύει ύδωρ γλυκύ και ψυχρόν από πέτραν τινά εσχισμένην από αμνημονεύτων αιώνων. Εις τον ωραίον και κεχαριτωμένον αυτόν τόπον παρεκινήθη άρχων τις Χριστιανός να ανεγείρη μίαν Εκκλησίαν επ’ ονόματι του Αγίου Δημητρίου· έκτισε δε καλύβας τινάς πέριξ αυτής εις τας οποίας κατώκησαν Μοναχοί. Εις την Εκκλησίαν αυτήν δια θαυματουργίας του Αγίου ανέβλυζεν ύδωρ ωραιότατον. Εις την Θεσσαλονίκην λοιπόν είχε σταλή άλλοτε υπό του βασιλέως της Κωνσταντινουπόλεως άρχων τις, ίνα εξουσιάζη και να επιτηρή την πόλιν αυτήν. Ο άρχων αυτός ήτο δίκαιος εις τας κρίσεις του, ελεήμων, συμπαθής και σωφρονέστατος· αλλά συνέβη να περιπέση εις ασθένειαν μεγάλην, ήτις βαθμηδόν τον κατέστησε παράλυτον, εις τρόπον ώστε μετά παρέλευσιν χρόνου εσάπησαν αι σάρκες του και ανέλυσαν ως κηρίον· εδοκίμαζε δε πόνους τρομερούς και αλγεινούς και καθ’ εκάστην περιέμενε να αποθάνη. Νύκτα λοιπόν εφάνη εις αυτόν ο Άγιος Δημήτριος, ο άμισθος ιατρός και είπε προς αυτόν: «Ύπαγε εις την Εκκλησίαν μου, η οποία είναι έξω από την πόλιν και ονομάζεται Πηγή. Λάβε από την βρύσιν αυτήν ύδωρ και νίψον τας χείρας, τους πόδας και όλον το σώμα σου και θέλεις θεραπευθή πάραυτα. Εγώ δε όστις σου λέγω αυτά είμαι ο Δημήτριος, ο οποίος φυλάττω την πόλιν». Εξυπνήσας ο παράλυτος εκείνος άρχων διηγήθη εις όλους το όραμα το οποίον είδε. Τον ήγειραν λοιπόν και τον έθηκαν εις κράββατον και τον εκόμισαν εις την βρύσιν εκείνην (ήτις δικαίως δύναται να ονομασθή άλλη βρύσις του Σιλωάμ, κατά την θείαν Γραφήν). Άμα δε έφθασε και έπλυνεν όλον το σώμα του εις το όνομα του Αγίου, αμέσως ιάθη εντελώς όλος και εγερθείς επορεύθη εις την πόλιν κηρύττων και μεγαλύνων το θαύμα όπερ εγένετο εις αυτόν. Επειδή δε ο άρχων εκείνος ιατρεύθη καθ’ όλα τα μέλη και τους αρμούς του σώματός του, ο λαός από της ώρας εκείνης ωνόμασε την βρύσιν αυτήν Αρμουμένην. Εις τα μέρη της Καππαδοκίας, εις χωρίον τι ονομαζόμενον Δρακοντιάνα, ήτο γεωργός τις, ο οποίος εκαθάριζε τον αγρόν του δια να ποιήση αλώνιον. Εκεί δε όπου εκαθάριζεν αυτόν, εύρεν εις μέρος τι πολλάς πέτρας, τας οποίας ξεκολλών απ’ εκεί είδε θεμέλια παλαιά, τα οποία εφαίνετο ότι ήσαν από πολλών χρόνων κεχωσμένα υπό την γην. Ήρχισε λοιπόν να σκάπτη και να χαλά τα θεμέλια εκείνα, αλλ’ αίφνης εφάνη νέος τις ωραιότατος, έφιππος ως στρατιώτης, ο οποίος είπε προς αυτόν: «Ω άνθρωπε, διατί χαλάς τον οίκον μου, όπως ποιήσης αυτόν αλώνιον; Γίνωσκε ότι, αν ποιήσης αυτό, θέλεις πάθει μέγα κακόν. Εγώ όστις σου ομιλώ είμαι ο Δημήτριος από την Θεσσαλονίκην, ο οποίος τιμώμαι εδώ». (Διότι εκεί εις την Καππαδοκίαν ετίμων μεγάλως τον Άγιον Δημήτριον). Ακούσας ο γεωργός τους λόγους εξεπλάγη και παρ’ ολίγον να παραφρονήση και από τον φόβον του επήγεν εις τον οίκον του. Ιδόντες αυτόν οι συγγενείς του ούτω συγχυσμένον και ερωτήσαντες αυτόν έμαθον το συμβάν εις αυτόν. Αμέσως λοιπόν επήγαν εις το μέρος εκείνο, το οποίον καθαρίσαντες εύρον παλαιά θεμέλια ασβεστωμένα και εκ τούτων ηννόησαν, ότι υπήρχε ποτέ εις τον τόπον εκείνον Εκκλησία του Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου. Μετά δε ταύτα έκτισαν Εκκλησίαν όπως ηδυνήθησαν ωραίαν και θαυμαστήν, εντός δε αυτής έβαλον μέγαν Σταυρόν, ώστε κατά μεν το φαινόμενον ήτο ο τροπαιοφόρος Σταυρός, κατά δε το νοούμενον εσήμαινε τον Μάρτυρα, δια να έχωσιν όσοι προσκυνούσιν εκεί διπλήν την βοήθειαν της δυνάμεως και από τον Τίμιον Σταυρόν και από τον Μεγαλομάρτυρα Δημήτριον· διότι και ο Άγιος με την δύναμιν του Σταυρού ενίκησε την πλάνην των ειδώλων και ο Σταυρός δια του Μαρτυρίου του Αγίου ανυψώθη έτι μάλλον. Εζωγράφησαν δε εις μίαν και την αυτήν Εικόνα τον Σταυρόν και τον Άγιον, λέγοντες: «Επειδή δια του Μαρτυρίου ο Άγιος συνεσταυρώθη με τον Χριστόν, δια τούτο είναι εζωγραφημένος ομού εν μια Εικόνι». Εκ τούτου δε ωνόμασαν την Εκκλησίαν εκείνην του Αγίου Δημητρίου του Σταυρικού. Εις την Εκκλησίαν δε αυτήν ετελούντο καθ’ εκάστην πολλά θαύματα υπό της Χάριτος του Αγίου. Εις την Αυλώνα ήτο αυθέντης τις, Μαριανός ονομαζόμενος. Αυτός λοιπόν ησθένησε τόσον βαρέως, ώστε εκινδύνευεν από ώρας εις ώραν ν’ αποθάνη· πολλοί δε ιατροί τον επεσκέφθησαν και κανείς δεν ηδυνήθη να τον ιατρεύση· έπασχε δε καθ’ όλον το σώμα από λέπραν και ανέδιδε δυσωδίαν. Νύκτα λοιπόν τινά εφάνη ο Μέγας Δημήτριος και είπε προς αυτόν: «άνθρωπε, διατί βασανίζεσαι ούτω και εξοδεύεσαι εις μάτην; Συ άλλως δεν δύνασαι να ιατρευθής, μόνον ελθέ εις την Θεσσαλονίκην και πρόσπεσον εις τον τάφον μου μετά πίστεως και θέλεις ιδεί την δύναμιν του Θεού». Επήγε λοιπόν ο αυθέντης εκείνος Μαριανός και προσέπεσεν εις τον τάφον του Αγίου και δια νυκτός βλέπει πάλιν τον Άγιον και του εφάνη ως να έλαβεν έλαιον από την κανδήλαν του και τον έχρισε, παρευθύς δε με το χρίσμα εκείνο του αγίου ελαίου, το οποίον είδεν, εθεραπεύθη. Εις τον Ναόν του Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου ήτο εν άλλη εποχή άνθρωπος τις, Ονησιφόρος ονομαζόμενος, ο οποίος είχε την υπηρεσίαν να ανάπτη και να σβύνη τας λαμπάδας, τας οποίας έφερον οι Χριστιανοί εις τον τάφον του Αγίου· και όμως συνεργεία του μισοκάλου δεν τας άφηνε να καίωνται, αλλά τας έσβυνε ταχέως και τας έπαιρνε. Νύκτα τινά λοιπόν εφάνη ο Άγιος εις τον ύπνον αυτού και του είπεν: «Αδελφέ Ονησιφόρε, δεν αρέσκει εις εμέ αυτό το οποίον πράττεις εις τας λαμπάδας· γνώριζε ότι και τον εαυτόν σου βλάπτεις και εκείνους οίτινες φέρουσιν αυτάς· διότι όσον περισσότερον καίονται αι λαμπάδες έμπροσθεν της Εικόνος, τόσον περισσότερον ολιγοστεύουσιν αι αμαρτίαι εκείνου όστις τας φέρει. Όταν όμως τας αφαιρούν, και εκείνος ο οποίος τας φέρει χάνει τον μισθόν του και εκείνος ο οποίος τας αφαιρεί θα έχη κόλασιν εις την ψυχήν του». Ταύτα άμα ήκουσεν ο Ονησιφόρος ενεποδίσθη προς ώραν από του να αμαρτάνη, αλλά πάλιν μετά παρέλευσιν ολίγων ημερών επανέλαβε την κακήν αυτήν πράξιν του. Νύκτα δε τινά επήγε Χριστιανός τις δύο λαμπάδας μεγάλας και ωραίας να τας ανάψη έμπροσθεν της Εικόνος του Αγίου· μόλις δε τας είχεν ανάψει και προσκυνήσας παρεμέρισεν ολίγον, ο Ονησιφόρος επήγε να τας σβέση· αλλ’ αμέσως ο Άγιος, θέλων να τον εκφοβίση, είπε προς αυτόν μετά φοβεράς φωνής: «Πάλιν ούτω πράττεις, Ονησιφόρε;» Τότε, άμα ήκουσεν αυτήν την φωνήν ο Ονησιφόρος, τρομάξας έπεσε κατά γης με το πρόσωπον και εκείτετο ως νεκρός, ώστε ο Ιερεύς της Εκκλησίας επήγεν και τον ήγειρεν· όταν δε ήλθεν εις τον εαυτόν του, εξωμολογήθη παρρησία την αμαρτίαν του. κατά τον καιρόν, κατά τον οποίον έμελλε να κυριευθή η Θεσσαλονίκη από τους Αγαρηνούς, πορευόμενοί τινες ευλαβείς Χριστιανοί εις την Θεσσαλονίκην, δια την εορτήν του Αγίου, έφθασαν εις την βασιλικήν οδόν, η οποία είναι εις το Βαρδάριον· εκεί είδον οφθαλμοφανώς τινα ως στρατιώτην, ο οποίος ήρχετο από την Θεσσαλονίκην και άλλον ως Αρχιερέα, ο οποίος ήρχετο από τον δρόμον της Λαρίσης, οίτινες αμφότεροι συνηντήθησαν και κατά πρώτον μεν απετάθη ο στρατιώτης και είπε προς τον Αρχιερέα: «Χαίρε, Αρχιερεύ του Θεού Αχίλλιε». Είπε και ο Αρχιερεύς: «Χαίρε και συ, στρατιώτα του Χριστού Δημήτριε». Οι δε Χριστιανοί εκείνοι, άμα ήκουσαν τα ονόματα ταύτα, έστησαν παράμερα μετά φόβου δια να ίδωσι το τέλος. Είπε πάλιν ο στρατιώτης προς τον Αρχιερέα· «Πόθεν έρχεσαι, Αρχιερεύ του Θεού, και που υπάγεις;» Τότε εδάκρυσεν ο Άγιος Αχίλλιος και είπε προς αυτόν: «Δια τας αμαρτίας και τας ανομίας του κόσμου προσέταξεν ο Θεός να εξέλθω από την Λάρισαν, την οποίαν εφύλαττον, διότι θα παραδοθή εις τας χείρας των Αγαρηνών και ιδού εξήλθον και υπάγω όπου με προστάζει. Και συ λοιπόν, πόθεν έρχεσαι; Ειπέ μοι σε παρακαλώ!» Τότε εδάκρυσε και ο Άγιος Δημήτριος και είπε προς αυτόν: «Και εγώ το αυτό έπαθον, Αρχιερεύ Αχίλλιε· πολλάκις εβοήθησα τους Θεσσαλονικείς και από αιχμαλωσίας του ελύτρωσα και από θανατικόν και από ασθένειαν· πλην τώρα από τας πολλάς των αμαρτίας και ανομίας απέστη ο Θεός απ’ αυτούς και με προσέταξε να τους αφήσω, να παραδοθώσιν εις τας χείρας των Αγαρηνών. Δια τούτο υπήκουσα εις την προσταγήν του και ιδού εξήλθον και υπάγω όπου με προστάζει». Ταύτα ειπόντες αμφότεροι έκυψαν τας κεφαλάς των κάτω εις την γην και έκλαυσαν· έπειτα δε από πολλήν ώραν εφιλήθησαν και απεχαιρετίσθησαν και πάραυτα εγένοντο άφαντοι. Τούτο το θαύμα ιδόντες οι Χριστιανοί εκείνοι δεν απετόλμησαν να υπάγωσιν εις την Θεσσαλονίκην, αλλ’ έστρεψαν εις τα οπίσω διηγούμενοι το θαύμα. Δεν παρήλθε μην και η Θεσσαλονίκη εκυριεύθη και ελεηλατήθη από τους Τούρκους, ως και η Λάρισα. Αυτό είναι το Μαρτύριον του Αγίου ενδόξου Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου και μερικά εκ των θαυμάτων αυτού, τα οποία διηγήθημεν εν συντόμω. Πρέπον δε είναι και ημείς, οίτινες ακούομεν τα Μαρτύρια των Αγίων Μαρτύρων, να μιμώμεθα και τα έργα αυτών, ίνα ο Θεός ευφραίνηται εις τα έργα ημών και οι Άγιοι χαίρωσιν εις τας εορτάς ημών και ημείς αξιωθώμεν της Βασιλείας των ουρανών. Ης γένοιτο πάντας ημάς επιτυχείν εν Χριστώ τω αληθινώ Θεώ ημών, ω πρέπει δόξα, κράτος, τιμή και προσκύνησις εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου