Τό
περί Θεοῦ, δογματικό θέμα, εἶναι ἀπέραντο καί ἀνεξιχνίαστο. Ὁ ἄνθρωπος, ὡστόσο,
ἐπειδή ἀπ’ τό Θεό καί γιά τό Θεό εἶναι πλασμένος, δέ θά πάψει νά τό ἐρευνᾶ καί νά
τό μελετᾶ ἀδιάκοπα. Ἄν ὑπάρχει στήν
ἱστορία τοῦ κόσμου ἕνα πανανθρώπινο πρόβλημα, που θά ᾽ ναι γιά πάντα τό κέντρο
τῆς ἀναζήτησης
καί τῆς γνώσης και τοῦ ἐνδιαφέροντος τῆς οἰκουμένης, εἶναι, δίχως ἀμφιβολία, ὁ Θεός. Οἱ
ἀριθμοί, οἱ ἐξισώσεις, οἱ ὑπολογισμοί, οἱ μαθηματικοί λογισμοί, τά πειράματα, εἶναι
δρόμοι καί τρόποι ἐπιστημονικῆς ἔκφρασης. Εἶναι στοιχεῖα ἀπαραίτητα γιά τήν ἀπόδειξη
νόμων τῆς Φυσικῆς, τῆς Χημείας, τῆς Βιολογίας.... Στό θέμα «Θεός», δέ χωρᾶνε πειράματα
καί ὑπολογισμοί και ἀποδείξεις. «Οὐ γάρ μετρεῖται φύσει τό ὑπέρ
φύσιν», λέγει ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ ὁμολογητής. Τό ἄϋλο δέ μετρᾶται μέ τρόπους
φυσικούς καί μέ ὑπολογισμούς ἀνθρώπινους. Τό Πνεῦμα δέ σταθμίζεται μέ ἀριθμούς.
Τό
ἀπρόσιτο
καί τό ἄπειρο δέν ἀνέχεται πειράματα. «Οὐ χωρεῖ το μυστήριον ἔρευναν».
Στόν Α΄ τόμο τῆς Δογματικῆς του, ὁ Παν. Τρεμπέλας παρατηρεῖ ὅτι: «ὁ ἄπειρος
Θεός τελείως ὑπό μόνου ἑαυτοῦ γινώσκεται». Δηλαδή, μονάχα ὁ Θεός γνωρίζει
τέλεια τόν ἑαυτό Του. Κι αὐτό εἶναι σύμφωνο μέ τή Γραφή,
ὅτι, «τά τοῦ Θεοῦ οὐδείς οἶδεν, εἰ μή τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ» (Α΄Κορ. Β΄
11). Ὁ ἄνθρωπος, ὅσο κι ἄν ἀδυνατεῖ νά βυθομετρήσει τό μυστήριο τῆς
θεότητας, μπορεῖ, ὡστόσο, ν’ ἀποκτήσει ἀληθινή γνώση τοῦ Θεοῦ ὄχι
βέβαια, ὅπως γνωρίζει ὁ ἴδιος τόν ἑαυτό Του, ἀλλ’ ὅπως ἀποκαλύπτει
και φανερώνει τόν ἑαυτό Του στον ἄνθρωπο. Ἡ ὀρθόδοξη γνώση
τοῦ Θεοῦ μᾶς ἀποκαλύπτεται μέσα ἀπ’ τίς σελίδες τῆς Ἁγίας Γραφῆς.
Κάθε ἄλλη γνώση, εἶναι ὕποπτη ἤ πλανεμένη. Ὅταν ὁ Μωϋσῆς, πολύ
ἀπαιτητικός, ζήτησε να ἰδεῖ τόν ἴδιο τό Θεό μέ τά μάτια του, πῆρε
τήν ἀπάντηση: «Οὐ δυνήση ἰδεῖν τό πρόσωπόν μου οὐ γάρ μή ἴδη ἄνθρωπος τό πρόσωπόν μου καί
ζήσεται» (Ἐξόδ. ΛΓ΄ 20). Δέ μπορεῖς νά μέ ἰδεῖς μέ
τά σωματικά μάτια, γιατί, ἄν ἤτανε δυνατό νά μέ ἰδεῖ ἄνθρωπος, θά πέθαινε καί
δέ θά ‘μενε ζωντανός. Ὁ Θεός κρύβεται, ἀκόμα και στή φανέρωσή Του. Κι ὅταν ἀποκαλύπτει
τόν ἑαυτό Του στούς ἀνθρώπους, συνεχίζει να παραμένει ἀθέατος. «Θεόν οὐδείς
ἑώρακε πώποτε ὁ μονογενής υἱός, ὁ ὤν εἰς τόν κόλπον τοῦ πατρός, ἐκεῖνος ἐξηγήσατο»
(Ἰω. Α΄ 18). Κανένας ποτέ δέν εἶδε τόν Θεό. Μονάχα ὁ υἱός Του μᾶς ἐξήγησε
καί μᾶς γνώρισε τόν Θεό. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, μπροστά στο μυστήριο τοῦ
Θεοῦ, ρωτάει κατάπληκτος: «Πανώνυμε, πῶς σε καλέσω, τον μόνον ἀκλήϊστον»;
Σύ, πού ἔχεις ὅλα τά ὀνόματα, πῶς νά σέ καλέσω; Ἐσένα, πού, δέ μπορεῖ κανένας
νά ὀνομάσει; Ὁ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ, Θεός, ὁ ἀκατάληπτος καί ἀπερίγραπτος, «δεικνύεται,
ἀλλά δέν ἀποδεικνύεται». Εἶναι γνωστός, ἀλλ’ ὄχι ὁρατός. Εἶναι αἰσθητός, ἀλλ’ ὄχι
ψηλαφητός. Εἶναι, κατά τον ἅγιο Μακάριο τόν Αἰγύπτιο, «πανταχοῦ ἐπιφαινόμενος,
ἀλλ’ ἀόριστος καί ἀκαθόριστος». Χαρακτηριστικός εἶναι ὁ ὁρισμός πού
δίνει ὁ μέγας τῆς Ἐκκλησίας θεολόγος, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός: «Ἄπειρον
τό θεῖον καί ἀκατάληπτον, καί τοῦτο μόνον αὐτοῦ καταληπτόν, ἡ ἀπειρία
καί ἀκαταληψία». Τοῦτο μόνο ξέρουμε, πώς δέ ξέρουμε τίποτε γιά τή φύση τοῦ
Θεοῦ. Καί γιατί; Διότι «ἀδύνατον γνῶναι τήν ὑπερκειμένην φύσιν».
Εἶναι ἀδύνατo νά γνωρίσουμε τήν ἀόρατη καί ἀκατάληπτη φύση τοῦ Θεοῦ. Τά ὁρατά εἶναι καί
περιγραπτά, ἐνῶ τά ἀόρατα εἶναι ἀπερίγραπτα. Σέ ἀντίθεση μέ τήν καταφατική
θεολογία, ἡ ὁποία διδάσκει τί εἶναι ὁ Θεός καί ποιά ὀνόματα καί ἰδιότητες ἁρμόζουνε
σ’ Αὐτόν, ἡ ἀποφατική θεολογία μᾶς μιλάει τί δέν εἶναι ὁ Θεός καί ποιά ὀνόματα ἤ
ἰδιότητες δέν ἁρμόζουνε στήν ἁπλή και ἀκατάληπτη οὐσία Του. Ἡ καταφατική,
δηλαδή, θεολογία, δεν ὁρίζει ἤ καθορίζει τά ἰδιώματα
τοῦ
Θεοῦ, ἐφόσον εἶναι ἄπειρος καί ἀκατάληπτος καί ἀπρόσιτος καί ὑπερούσιος (Βλπ.
Παν.Τρεμπέλα: «Μυστικισμός –Ἀποφατισμός, Καταφατική Θεολογία» Α΄ - Β΄). «Ἐν τοῖς
γάρ περί Θεοῦ μεγάλη γνῶσις τό τήν ἀγνωσίαν ὁμολογεῖν», διδάσκει ὁ ἅγιος Κύριλλος
Ἱεροσολύμων. Μιλᾶμε κάποτε γιά τίς ἀποδείξεις στην ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ, ἀλλά, λέγει
ὁ ἱερός Δαμασκηνός, «τί δέ ἐστι κατ’ οὐσίαν καί φύσιν (ὁ Θεός), ἀκατάληπτον
τοῦτο καί ἄγνωστον ἡμῖν». Τούτη ἡ ἀκαταληψία εἶναι ἡ πιό σίγουρη κατάληψη καί
γνώση, ἄν θυμηθοῦμε τοῦτο πού γράφει ὁ Lossky: «Ἡ
γνώση τῆς ἀγνωσίας τῆς θείας φύσης, ἰσοδυναμεῖ
πρός ἐμπειρία». Ὁ Θεός εἶναι ὁ μεγάλος
Γνωστός, ἀλλά συνάμα καί ὁ μεγάλος Ἄγνωστος. Ὅλοι ὁλόκληρον τόν ξέρουν, ἀλλά
καί ὅλοι ὁλόκληρον τόν ἀγνοοῦν. Εἶναι τόσο κοντά μας καί γνωστός (προσιτός), ἀλλά
καί τόσο μακριά μας καί ἄγνωστος (ἀπρόσιτος). Εἶναι, ἐπίσης, «μεθεκτός μέν
κατά τάς μεταδόσεις αὐτοῦ, ἀμέθεκτος δέ κατά τό μηδέν μετέχον αὐτῆς τῆς
οὐσίας αὐτοῦ» (Μάξιμος ὁ ὁμολογητής). Μᾶς κάνει, δηλαδή, μετόχους στίς
μεταδόσεις καί τίς ἐνέργειές Του, ἀλλά παραμένει ἀμέθεκτος στην οὐσία Του. Ὁ ἴδιος
εἶναι ἀσύγκριτος, ἀνόμοιος, ἀνείδεος(χωρίς μορφή), ἀπερίγραπτος, ἀπερινόητος, ἀχώρητος,
ἀναφής (ἀνέγγικτος).... Μόνο μέ τήν ἐσωτερική κάθαρση γίνεται ὁ ἄνθρωπος «θεοειδής».
Ὁ Θεός εἶχε πεῖ στον Ἀβραάμ: «Ἐγώ εἰμι ὁ Θεός σου· εὐαρέστει ἐναντίον
ἐμοῦ καί γίνου ἄμεμπτος» (Γεν. ΙΖ΄ 1). Σέ τοῦτο τό λόγο τοῦ Θεοῦ βρίσκεται
καί ὁ σκοπός τῆς δικῆς μας ζωῆς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου