Φίλοι αναγνώστες
μας ερωτούν τι σημαίνει ο όρος, του οποίου κάνουμε συχνά χρήση: πνευματική
παράδοση. Το θέμα είναι καίριο για την απλανή πορεία της Εκκλησίας. Αποτελεί
αληθινόν πνευματικόν θησαυρόν και την λυδίαν λίθον του ήθους της Ορθοδόξου
Εκκλησίας, γιατί είναι συμπύκνωση της βιουμένης πνευματικής αληθείας, η σάρκωση
της δογματικής διδασκαλίας. Η πνευματική παράδοση άρχισε με το πρώτο κήρυγμα
των Αποστόλων, που περιελάμβανε την διδασκαλία του Κυρίου και κατόπιν
συνεχίσθηκε με τις αποκαλύψεις του εν τη Εκκλησία λαλούντος αγίου Πνεύματος.
Αλλά η διδασκαλία αυτή ήταν συνοπτική. Το Ευαγγέλιον αποτελεί την πλήρη
διδασκαλίαν της Εκκλησίας, αλλά σε αδρές γραμμές. Το άγιον Πνεύμα όμως, με την
συνεργίαν των καθαρών ψυχών, απεκάλυψε σε όλες τις διαστάσεις και σε κάθε
λεπτομέρεια την εν Χριστώ πνευματικήν ζωήν.
Οι άγιοι Πατέρες, σαν σκεύη του αγίου Πνεύματος, δια μέσου των μεγάλων πνευματικών αγώνων των, αποκτώντες συνεχώς πείρα, κατά τους πολέμους των με τον διάβολον, τα πάθη και τον κόσμον και γευόμενοι ποικίλως τις ενέργειες του αγίου Πνεύματος, αλλά και διδασκόμενοι μυστικώς κατά την αναλογίαν της δεκτικότητός των, της καταβολής των, της παιδείας των και των χαρισμάτων των, έγιναν διδάσκαλοι της Εκκλησίας με την καταγραφή της γνώσεως και της σοφίας των, που την παρέδωσαν στους πιστούς. Υπήρξε στον χώρον της Ελλαδικής Εκκλησίας μέχρι προ εικοσαετίας η θεολογική πλάνη, κατά την οποίαν η εποχή των Πατέρων σταμάτησε κατά τον 5ον ή 6ον αιώνα. Αλλά το επιχυθέν φως της Ορθοδόξου θεολογικής επιστήμης ανέτρεψε την ανορθόδοξη αυτή αντίληψη, που κατεδίκασε το άγιον Πνεύμα να ενεργεί μόνο μέχρι τον 6ον αιώνα! Και έτσι επεβλήθη η διδασκαλία, ότι Πατέρες της Εκκλησίας αναδεικνύονται μέχρι σήμερα και θ’ αναδεικνύωνται μέχρι συντελείας του κόσμου, εις τούτο βοηθήσαντος αποφασιστικά του μακαρίτου π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ με τις σπουδαίες θεολογικές τομές του προ δύο δεκαετηρίδων. Ουδείς σήμερα σοβαρός θεολόγος αμφισβητεί, ότι, οι ασκητικοί Πατέρες, όλοι οι φιλοκαλικοί νηπτικοί και μυστικοί, βρίσκονται δικαιωματικά στο χώρο των Πατέρων της Εκκλησίας και ότι και αυτοί συγκροτούν το όλον σώμα της πνευματικής παραδόσεως μαζύ με τους λεγομένους μεγάλους. Λοιπόν τα συγγράμματα και οι βίοι των Αγίων και Οσίων Πατέρων, αποκείμενα στην Εκκλησία και παραδιδόμενα από γενεάς εις γενεάν στους πιστούς, τα μεν για καθοδήγηση, οι δε προς μίμηση, αποτελούν την πνευματική παράδοση και μορφώνουν ηγγυημένως ορθόδοξη ζωή και ήθος. Η πνευματική παράδοση, θα μπορούσαμε να πούμε, είναι η παράδοση της αληθείας στην Εκκλησία υπό του αγίου Πνεύματος δια των Αγίων και Οσίων Πατέρων. Όπως ήδη ανεφέραμε, η παραδοθείσα αλήθεια, δεν πέρασε από τους θείους Πατέρας ως δια σωλήνος, αλλά κατόπιν συνεργίας των και συμμετοχής των στην διαμόρφωσή της. Και όπως στις Οικουμενικές Συνόδους, τα διατυπωθέντα δόγματα χρειάστηκαν επεξεργασίαν από καθαρούς, μεγάλους και καλλιεργημένους νόας, με τον φωτισμόν του αγίου Πνεύματος, έτσι και η εν Χριστώ ζωή για να αποκαλυφθή σ’ όλες τις διαστάσεις της υπό του αγίου Πνεύματος, έπρεπε δεκτικά σκεύη να την βιώσουν σταδιακά για να την κατανοήσουν πλήρως. Και όπως στα δόγματα έχουμε την «συμφωνίαν των Πατέρων», που αποτελεί την αναλλοίωτη δογματικήν παράδοση, έτσι και στην πνευματική διδασκαλία έχουμε την ομόφωνη πνευματική παράδοση με ιδιότυπες, μη ουσιαστικές, παραλλαγές. Κι’ αυτό, γιατί ενώ τα δόγματα από την φύση τους, δεν αφήνουν περιθώρια ποικίλων ερμηνειών, επειδή είναι εξ αντικειμένου αποκεκαλυμμένες αλήθειες, που υπερβαίνουν τον λόγον του ανθρώπου, όμως στην πνευματική ζωή, δηλαδή στον χώρο που το άγιον Πνεύμα προσφέρεται να βιωθή, ήγουν στους Ορθοδόξους πιστούς, υπάρχει ποικιλία δεκτικότητος. Η δεκτικότης εκάστου προσδιορίζεται, βέβαια, «κατά το μέτρον της πίστεως» αλλά και από τις καταβολές, την έκταση και το είδος της παιδείας, και των παγίων διαθέσεων της ψυχής (δηλ. ποσόν πίστεως, χωρητικότης νου, ευφυϊα, αφυϊα, μετριότης, μεγαλόνοια, μικρόνοια, καλλιέργεια, ή μη, του νου στην θεολογία, φιλοσοφία, αποκλίσεις της ψυχής προς την φιλανθρωπίαν, την πρακτικήν ζωήν ή τον θεωρητικόν βίον). Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής έχει επισημάνει τον παράγοντα-άνθρωπος για τις ενέργειες του αγίου Πνεύματος και την διανομήν των χαρισμάτων, λέγοντας στο ιγ’ Κεφ. της στ’ εκατοντάδος των Θεολογικών Κεφαλαίων· «Ούτε η χάρις του Παναγίου Πνεύματος ενεργεί σοφίαν εν τοις αγίοις, χωρίς του ταύτην δεχομένου νοός, ούτε γνώσιν, χωρίς της δεκτικής του λόγου δυνάμεως…», αλλά και «κατά τας υποκειμένας τη ψυχή διαθέσεις». Επίσης ο άγιος Διάδοχος Φωτικής διευκρινίζει, με διαφορετική όμως σημασία της ορολογίας· «… άλλω μεν δίδοσθαι σοφίαν, άλλω δε γνώσιν… Ημεν γαρ γνώσις πείρα τον άνθρωπον συνάπτει τω Θεώ, εις λόγους των πραγμάτων την ψυχήν μη κινούσα. Διο και τινες των τον μονήρη φιλοσοφούντων βίον φωτίζονται μεν υπ’ αυτής εν αισθήσει, εις λόγους δε θείους ουκ έρχονται. Η δε σοφία είπερ μετ’ αυτής εν φόβω δοθή τινι, σπάνιον δε τούτο, αυτάς τας ενεργείας φανεροί της γνώσεως· επειδή η μεν τη ενεργεία, η δε τω λόγω φωτίζειν είωθεν. Αλλά την μεν γνώσιν ευχή φέρει και πολλή ησυχία εν αμεριμνία παντελεί, την δε σοφίαν ακενόδοξος μελέτη των λογίων του Θεού και πρώτον η χάρις του διδόντος Θεού», Κεφ. θ. (Πλείονα εις το ομώνυμον βιβλίον του μον. Θεοκλήτου Διονυσιάτου). Γίνεται φανερόν λοιπόν, ότι υπάρχουν διάφορα μέτρα, ανάλογες ενέργειες του αγίου Πνεύματος στους πιστούς και ανάλογα χαρίσματα. Κι’ έτσι εξηγείται ότι μεταξύ των Αγίων υπάρχουν μέγιστοι Πατέρες, μεγάλοι, μέσοι, μέτριοι, αλλά όλοι Άγιοι, κατά το «αστήρ αστέρος διαφέρει εν δόξη» αλλά και «εν γνώσει». Αλλά ενώ υπάρχουν διαφορές «μεγεθών», στην διδασκαλία και στην ζωήν, υφίσταται όμως πλήρης αρμονία, με τις προσωπικές, ως ελέχθη, ιδιοτυπίες. Κι’ έτσι μας παραδίδεται, σαν απλανής κανόνας για τον αγιασμόν μας ως πιστών, την τελειοποίησή μας και την σωτηρία μας, η εν αγίω Πνεύματι πείρα τους γραπτή ως λόγος και πρακτική ως βίος, που αμφότεροι συγκροτούν την πνευματικήν παράδοση. Εδώ πρέπει να σημειωθή, ότι όλοι οι άγιοι και όσιοι Πατέρες διήλθαν την ίδια οδόν πνευματικών αγώνων, γι’ αυτό και παρ’ ότι έζησαν σε διάφορες εποχές και σε διάφορα γεωγραφικά μήκη και πλάτη, παρουσιάζουν μεταξύ τους μια θαυμαστήν ενότητα, χάρη στην «νόμιμη άθλησή» τους και στον εξ ενός Πνεύματος φωτισμόν τους. Είναι ανάγκη τάχα να πούμε, πλην των εκ μοναχών Πατέρων, που συγκροτούν την πνευματικήν παράδοση, ότι και εκείνοι οι θεοφόροι Πατέρες, που έδρασαν ως Επίσκοποι ψυχών, ήσαν προηγουμένως μοναχοί και εξηκολούθησαν και στους θρόνους των να ζουν ως μοναχοί; Γιατί πρέπει ενταύθα να τονισθή, ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία του Χριστού είναι κυρίως ασκητική και μοναστική, διαποτισμένη με τα ζώντα ύδατα της μοναχικής εμπειρίας και πεποικιλμένης τη θεία δόξη του ακτίστου φωτός, αφού οι Υμνογράφοι της Εκκλησίας ήσαν όλοι μοναχοί. Γι’ αυτό και οι πιστοί αναφέρουν τις προσευχές τους, τις ευχαριστίες τους προς τον Θεόν, τις αιτήσεις τους, τις δεήσεις και τις δοξολογίες με λόγους που παρήγαγε η ψυχή των μοναχών και απετύπωσε στα λειτουργικά βιβλία. Σύμφωνα λοιπόν με τα ανωτέρω, όσον κανείς προσαρμόζει τις πράξεις του προς την πνευματική παράδοση, τόσο διαμορφώνει Ορθόδοξον ήθος. Και όσον απομακρύνεται κανείς από αυτήν, τόσον πλανάται σε αντορθόδοξα αδιέξοδα, αντιφάσεις, δυστυχίες και κινδύνους αιωνίου απωλείας. Σε πείσμα των νεωτεριζόντων και αγομένων «επί πτερύγων ανέμων» της φαντασίας των, αποτελεί διδασκαλίαν παγίαν της Εκκλησίας όλης, ότι φως και υπόδειγμα της πνευματικής ζωής των λαϊκών εν Χριστώ αδελφών, αποβαίνει ο μοναστικός βίος, από την πλουσία εν αγίω Πνεύματι πείραν του οποίου αντλούν κατά το μέτρον του δυνατού. Αλλά στο θέμα αυτό πρέπει να επανέλθωμεν. Ο Απ. Παύλος έλεγε· «ημείς νουν Χριστού έχομεν», αλλά εμείς τον «νουν Χριστού» πρέπει να τον μάθωμεν και να τον αποκτήσωμεν δια των αγίων Πατέρων μας, όχι μόνον ενός, αλλά σαν «συμφωνία Πατέρων», που εδημιούργησαν την ενότητα: πνευματική παράδοση.
Οι άγιοι Πατέρες, σαν σκεύη του αγίου Πνεύματος, δια μέσου των μεγάλων πνευματικών αγώνων των, αποκτώντες συνεχώς πείρα, κατά τους πολέμους των με τον διάβολον, τα πάθη και τον κόσμον και γευόμενοι ποικίλως τις ενέργειες του αγίου Πνεύματος, αλλά και διδασκόμενοι μυστικώς κατά την αναλογίαν της δεκτικότητός των, της καταβολής των, της παιδείας των και των χαρισμάτων των, έγιναν διδάσκαλοι της Εκκλησίας με την καταγραφή της γνώσεως και της σοφίας των, που την παρέδωσαν στους πιστούς. Υπήρξε στον χώρον της Ελλαδικής Εκκλησίας μέχρι προ εικοσαετίας η θεολογική πλάνη, κατά την οποίαν η εποχή των Πατέρων σταμάτησε κατά τον 5ον ή 6ον αιώνα. Αλλά το επιχυθέν φως της Ορθοδόξου θεολογικής επιστήμης ανέτρεψε την ανορθόδοξη αυτή αντίληψη, που κατεδίκασε το άγιον Πνεύμα να ενεργεί μόνο μέχρι τον 6ον αιώνα! Και έτσι επεβλήθη η διδασκαλία, ότι Πατέρες της Εκκλησίας αναδεικνύονται μέχρι σήμερα και θ’ αναδεικνύωνται μέχρι συντελείας του κόσμου, εις τούτο βοηθήσαντος αποφασιστικά του μακαρίτου π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ με τις σπουδαίες θεολογικές τομές του προ δύο δεκαετηρίδων. Ουδείς σήμερα σοβαρός θεολόγος αμφισβητεί, ότι, οι ασκητικοί Πατέρες, όλοι οι φιλοκαλικοί νηπτικοί και μυστικοί, βρίσκονται δικαιωματικά στο χώρο των Πατέρων της Εκκλησίας και ότι και αυτοί συγκροτούν το όλον σώμα της πνευματικής παραδόσεως μαζύ με τους λεγομένους μεγάλους. Λοιπόν τα συγγράμματα και οι βίοι των Αγίων και Οσίων Πατέρων, αποκείμενα στην Εκκλησία και παραδιδόμενα από γενεάς εις γενεάν στους πιστούς, τα μεν για καθοδήγηση, οι δε προς μίμηση, αποτελούν την πνευματική παράδοση και μορφώνουν ηγγυημένως ορθόδοξη ζωή και ήθος. Η πνευματική παράδοση, θα μπορούσαμε να πούμε, είναι η παράδοση της αληθείας στην Εκκλησία υπό του αγίου Πνεύματος δια των Αγίων και Οσίων Πατέρων. Όπως ήδη ανεφέραμε, η παραδοθείσα αλήθεια, δεν πέρασε από τους θείους Πατέρας ως δια σωλήνος, αλλά κατόπιν συνεργίας των και συμμετοχής των στην διαμόρφωσή της. Και όπως στις Οικουμενικές Συνόδους, τα διατυπωθέντα δόγματα χρειάστηκαν επεξεργασίαν από καθαρούς, μεγάλους και καλλιεργημένους νόας, με τον φωτισμόν του αγίου Πνεύματος, έτσι και η εν Χριστώ ζωή για να αποκαλυφθή σ’ όλες τις διαστάσεις της υπό του αγίου Πνεύματος, έπρεπε δεκτικά σκεύη να την βιώσουν σταδιακά για να την κατανοήσουν πλήρως. Και όπως στα δόγματα έχουμε την «συμφωνίαν των Πατέρων», που αποτελεί την αναλλοίωτη δογματικήν παράδοση, έτσι και στην πνευματική διδασκαλία έχουμε την ομόφωνη πνευματική παράδοση με ιδιότυπες, μη ουσιαστικές, παραλλαγές. Κι’ αυτό, γιατί ενώ τα δόγματα από την φύση τους, δεν αφήνουν περιθώρια ποικίλων ερμηνειών, επειδή είναι εξ αντικειμένου αποκεκαλυμμένες αλήθειες, που υπερβαίνουν τον λόγον του ανθρώπου, όμως στην πνευματική ζωή, δηλαδή στον χώρο που το άγιον Πνεύμα προσφέρεται να βιωθή, ήγουν στους Ορθοδόξους πιστούς, υπάρχει ποικιλία δεκτικότητος. Η δεκτικότης εκάστου προσδιορίζεται, βέβαια, «κατά το μέτρον της πίστεως» αλλά και από τις καταβολές, την έκταση και το είδος της παιδείας, και των παγίων διαθέσεων της ψυχής (δηλ. ποσόν πίστεως, χωρητικότης νου, ευφυϊα, αφυϊα, μετριότης, μεγαλόνοια, μικρόνοια, καλλιέργεια, ή μη, του νου στην θεολογία, φιλοσοφία, αποκλίσεις της ψυχής προς την φιλανθρωπίαν, την πρακτικήν ζωήν ή τον θεωρητικόν βίον). Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής έχει επισημάνει τον παράγοντα-άνθρωπος για τις ενέργειες του αγίου Πνεύματος και την διανομήν των χαρισμάτων, λέγοντας στο ιγ’ Κεφ. της στ’ εκατοντάδος των Θεολογικών Κεφαλαίων· «Ούτε η χάρις του Παναγίου Πνεύματος ενεργεί σοφίαν εν τοις αγίοις, χωρίς του ταύτην δεχομένου νοός, ούτε γνώσιν, χωρίς της δεκτικής του λόγου δυνάμεως…», αλλά και «κατά τας υποκειμένας τη ψυχή διαθέσεις». Επίσης ο άγιος Διάδοχος Φωτικής διευκρινίζει, με διαφορετική όμως σημασία της ορολογίας· «… άλλω μεν δίδοσθαι σοφίαν, άλλω δε γνώσιν… Ημεν γαρ γνώσις πείρα τον άνθρωπον συνάπτει τω Θεώ, εις λόγους των πραγμάτων την ψυχήν μη κινούσα. Διο και τινες των τον μονήρη φιλοσοφούντων βίον φωτίζονται μεν υπ’ αυτής εν αισθήσει, εις λόγους δε θείους ουκ έρχονται. Η δε σοφία είπερ μετ’ αυτής εν φόβω δοθή τινι, σπάνιον δε τούτο, αυτάς τας ενεργείας φανεροί της γνώσεως· επειδή η μεν τη ενεργεία, η δε τω λόγω φωτίζειν είωθεν. Αλλά την μεν γνώσιν ευχή φέρει και πολλή ησυχία εν αμεριμνία παντελεί, την δε σοφίαν ακενόδοξος μελέτη των λογίων του Θεού και πρώτον η χάρις του διδόντος Θεού», Κεφ. θ. (Πλείονα εις το ομώνυμον βιβλίον του μον. Θεοκλήτου Διονυσιάτου). Γίνεται φανερόν λοιπόν, ότι υπάρχουν διάφορα μέτρα, ανάλογες ενέργειες του αγίου Πνεύματος στους πιστούς και ανάλογα χαρίσματα. Κι’ έτσι εξηγείται ότι μεταξύ των Αγίων υπάρχουν μέγιστοι Πατέρες, μεγάλοι, μέσοι, μέτριοι, αλλά όλοι Άγιοι, κατά το «αστήρ αστέρος διαφέρει εν δόξη» αλλά και «εν γνώσει». Αλλά ενώ υπάρχουν διαφορές «μεγεθών», στην διδασκαλία και στην ζωήν, υφίσταται όμως πλήρης αρμονία, με τις προσωπικές, ως ελέχθη, ιδιοτυπίες. Κι’ έτσι μας παραδίδεται, σαν απλανής κανόνας για τον αγιασμόν μας ως πιστών, την τελειοποίησή μας και την σωτηρία μας, η εν αγίω Πνεύματι πείρα τους γραπτή ως λόγος και πρακτική ως βίος, που αμφότεροι συγκροτούν την πνευματικήν παράδοση. Εδώ πρέπει να σημειωθή, ότι όλοι οι άγιοι και όσιοι Πατέρες διήλθαν την ίδια οδόν πνευματικών αγώνων, γι’ αυτό και παρ’ ότι έζησαν σε διάφορες εποχές και σε διάφορα γεωγραφικά μήκη και πλάτη, παρουσιάζουν μεταξύ τους μια θαυμαστήν ενότητα, χάρη στην «νόμιμη άθλησή» τους και στον εξ ενός Πνεύματος φωτισμόν τους. Είναι ανάγκη τάχα να πούμε, πλην των εκ μοναχών Πατέρων, που συγκροτούν την πνευματικήν παράδοση, ότι και εκείνοι οι θεοφόροι Πατέρες, που έδρασαν ως Επίσκοποι ψυχών, ήσαν προηγουμένως μοναχοί και εξηκολούθησαν και στους θρόνους των να ζουν ως μοναχοί; Γιατί πρέπει ενταύθα να τονισθή, ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία του Χριστού είναι κυρίως ασκητική και μοναστική, διαποτισμένη με τα ζώντα ύδατα της μοναχικής εμπειρίας και πεποικιλμένης τη θεία δόξη του ακτίστου φωτός, αφού οι Υμνογράφοι της Εκκλησίας ήσαν όλοι μοναχοί. Γι’ αυτό και οι πιστοί αναφέρουν τις προσευχές τους, τις ευχαριστίες τους προς τον Θεόν, τις αιτήσεις τους, τις δεήσεις και τις δοξολογίες με λόγους που παρήγαγε η ψυχή των μοναχών και απετύπωσε στα λειτουργικά βιβλία. Σύμφωνα λοιπόν με τα ανωτέρω, όσον κανείς προσαρμόζει τις πράξεις του προς την πνευματική παράδοση, τόσο διαμορφώνει Ορθόδοξον ήθος. Και όσον απομακρύνεται κανείς από αυτήν, τόσον πλανάται σε αντορθόδοξα αδιέξοδα, αντιφάσεις, δυστυχίες και κινδύνους αιωνίου απωλείας. Σε πείσμα των νεωτεριζόντων και αγομένων «επί πτερύγων ανέμων» της φαντασίας των, αποτελεί διδασκαλίαν παγίαν της Εκκλησίας όλης, ότι φως και υπόδειγμα της πνευματικής ζωής των λαϊκών εν Χριστώ αδελφών, αποβαίνει ο μοναστικός βίος, από την πλουσία εν αγίω Πνεύματι πείραν του οποίου αντλούν κατά το μέτρον του δυνατού. Αλλά στο θέμα αυτό πρέπει να επανέλθωμεν. Ο Απ. Παύλος έλεγε· «ημείς νουν Χριστού έχομεν», αλλά εμείς τον «νουν Χριστού» πρέπει να τον μάθωμεν και να τον αποκτήσωμεν δια των αγίων Πατέρων μας, όχι μόνον ενός, αλλά σαν «συμφωνία Πατέρων», που εδημιούργησαν την ενότητα: πνευματική παράδοση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου