Πάσχα Κυρίου πλησιάζει. Ἐντὸς
ὀλίγου ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας καὶ ὅλα τὰ πνευματικὰ τέκνα της θὰ τὸ διαλαλοῦν
μὲ χαρὰν καὶ ἀγαλλίασιν: Χριστὸς Ἀνέστη! Ἀκόμη κι αὐτὴ ἡ φύσις θὰ τὸ διαλαλῇ μὲ
τὴν ἀναγέννησίν της, τὰ χρώματα καὶ τὸ φῶς. Ἡ Ἀνάστασις ὅμως τοῦ Χριστοῦ θὰ ἔπρεπε
νὰ ἑορτάζεται ἀπ᾽ ὅλους τοὺς Χριστιανοὺς καὶ ὀρθοδόξως καὶ κατ᾽ ἐπίγνωσιν,
διότι δι᾽ αὐτῆς ὁ Χριστὸς διεβεβαίωσεν ἅπαξ διὰ παντὸς τὴν Θεότητά Του καὶ συνάμα
ἐχάρισε τὴν δυνατότητα εἰς κάθε ἄνθρωπον νὰ ἀναστηθῇ πνευματικῶς εἰς τὴν παροῦσαν
ζωήν του, ἂν τὸ θελήσῃ, ἀλλὰ καὶ νὰ ἀναστηθῇ σωματικῶς εἰς τὴν μέλλουσαν, καὶ ὡς
ἐκ τούτου θεωρεῖται ὡς «ἑορτὴ τῶν ἑορτῶν» καὶ «πανήγυρις τῶν πανηγύρεων». Ἐν
τούτοις θὰ ὑπάρξουν κι ἐφέτος Χριστιανοί, οἱ ὁποῖοι θὰ τὴν ἑορτάσουν μόνο κατὰ
κόσμον καὶ κατ᾽ ἔθιμον, διότι ἔχουν χονδροειδῆ καὶ ὄχι ἐμπεριστατωμένην γνῶσιν
καὶ ἀντίληψιν διὰ τὴν ἀνεκτίμητον ἀξίαν τῆς Σταυρικῆς θυσίας τῆς Ἀναστάσεως τοῦ
Χριστοῦ.
Προτοῦ νὰ ἔλθῃ ὁΧριστὸς εἰς τὴν γῆν, διὰ νὰ διδάξῃ τὴν ἀλήθειαν περὶ τοῦ Ποῖος εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεὸς καὶ περὶ τοῦ πῶς πρέπει ὁ ἄνθρωπος νὰ ζῇ θεάρεστα εἰς τὴν ἐπίγειον ζωήν του καὶ ἐπὶ πλέον νὰ σταυρωθῇ ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσμου σωτηρίας, κάθε ἄνθρωπος ἀπὸ τότε ποὺ θὰ ἄφηνε τὸ σκότος τῆς ἀνυπαρξίας καὶ θὰ ἀντίκρυζε τὸ φῶς τῆς ζωῆς, θὰ ἦτο παρὰ τὴν θέλησίν του προσδεδεμένος εἰς τὸ κοινὸν ἅρμα τοῦ χρόνου καὶ τοῦ θανάτου, ἐξ αἰτίας τῶν ὀλεθρίων συνεπειῶν τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, ποὺ ἐκληρονόμησε, ἀλλὰ καὶ λόγῳ τῶν προσωπικῶν ἁμαρτιῶν του, διὰ νὰ τὸν ὁδηγήσῃ κάποτε εἰς τὸν κατασκότεινον Ἅδην, ὅπου κατέληγον ὅλαι ἀνεξαιρέτως αἱ ψυχαὶ τῶν νεκρῶν ἀπὸ καταβολῆς κόσμου. Δηλαδὴ πρὸ Χριστοῦ ἡ θύρα τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ ἦτο ἑρμητικῶς κλειστὴ καὶ δι᾽ ὅλους τοὺς Προφήτας τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἀλλ᾽ ἀκόμη καὶ δι᾽ ἐκεῖνον «τὸν μείζονα ἐν γεννητοῖς γυναικῶν» (Ματθ. ια´ 11), δηλαδὴ καὶ διὰ τὸν Τίμιον Πρόδρομον. Ἀλλὰ τὸ ἀπ᾽ αἰώνων σωτήριον σχέδιον τοῦ Θεοῦ προέβλεπε τὴν σωτηρίαν καὶ τῶν ζωντανῶν καὶ τῶν νεκρῶν. Δι᾽ αὐτὸ ὁ Χριστὸς ἀπὸ τὴν στιγμή, ποὺ εἶπε τὸ «τετέλεσται», «τοῖς ἐν φυλακῇ πνεύμασι πορευθεὶς ἐκύρηξεν» (Α´ Πέτρ. γ´ 19). Ὁ Χριστός, δηλαδή, μὲ «τεθεωμένην τὴν ψυχὴν κατῆλθεν (=μετέβη) εἰς τὸν Ἅδην», ἐνῷ ἦτο ταυτοχρόνως καὶ τὸ Σῶμα Του ἡνωμένον μὲ τὴν Θεότητα, καὶ ἐκύρηξεν εἰς τὰς ἐκεῖ ψυχάς, ποὺ ἐτηροῦντο εἰς τὴν φυλακὴν τοῦ Ἅδου, τὸ Εὐαγγέλιον τῆς σωτηρίας. Αὐτό, ὅμως, δὲν σημαίνει ὅτι ἐσώθησαν ὅλοι οἱ μέχρι τότε νεκροί. Ἐσώθησαν δὲ μόνον ὅσοι ἐπίστευσαν εἰς τὸ κήρυγμα τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ καὶ ὁποῖοι εἶχον ζήσει τὴν ἐπίγειον ζωήν των σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἐφ᾽ ὅσον ἦσαν Ἰουδαῖοι ἢ καὶ ὅσοι εἶχον ζήσει σύμφωνα μὲ τὴν συνείδησίν των, ἐφ᾽ ὅσον ἦσαν εἰδωλολάτραι, διότι ἡ συνείδησις καὶ πρὶν ἀπὸ τὸν Χριστόν, ἀλλὰ καὶ πάντοτε εἶναι ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ μέσα εἰς κάθε ἄνθρωπον. Τὸ ἴδιον δὲ θὰ συμβαίνῃ καὶ εἰς κάθε ἐποχήν, ὅτι, δηλαδή, δὲν θὰ σώζωνται ὅλοι ὅσοι θὰ ἀκούσουν μόνον τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου, ἀλλὰ ὅσοι θὰ τὸ ἐφαρμόσουν εἰς τὴν ἐπίγειον ζωήν των. Ὁ Θεὸς εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς εἶχε προικίσει καὶ τοὺς δύο Πρωτοπλάστους μὲ τὴν δυνατότητα νὰ καταστοῦν εἰς τὸ μέλλον ἀθάνατοι, ἂν ἐφήρμοζον συνεχῶς τὴν ἐντολήν, ποὺ τοὺς ἔδωσεν. Ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ τὴν παρακοὴν τῆς ἐντολῆς Του ἔχασαν ἐξ αἰτίας των καὶ τὸν Παράδεισον καὶ ἀπὸ ἐν δυνάμει ἀθάνατοι ἔγιναν πλέον θνητοί. Συνάμα δὲ διετήρησαν μέσα εἰς τὴν ψυχήν των τὴν δίψαν τῆς ἀθανασίας καὶ τὸν φόβον τοῦ θανάτου, διὰ νὰ αὐτοπροστατεύουν τὴν ζωήν των. Σύμφωνα ὅμως μὲ τὴν Ἁγίαν Γραφὴν ὑπάρχει ἀπὸ τὴν στιγμὴν τῆς παρακοῆς διὰ κάθε ἄνθρωπον καὶ ὁ πρῶτος καὶ ὁ δεύτερος θάνατος (Ἀποκ. κ´ 6, κα´ 8). Ὁ πρῶτος εἶναι ὁ σωματικὸς θάνατος, ὁ ὁποῖος, καθὼς προελέχθη, εἶναι καρπὸς παρακοῆς τῶν Πρωτοπλάστων καὶ ποὺ ἐν συνεχείᾳ ἔγινεν ὁ κλῆρος ὅλων τῶν ἀνθρώπων μέχρι τῆς συντελείας τῶν αἰώνων. Αὐτὸς εἶναι ὁ χωρισμὸς τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸ σῶμα. Δι᾽ αὐτὸ καὶ δὲν πρέπει νὰ τὸν φοβῆται κανεὶς Χριστιανός, ποὺ πιστεύει ἀκραδάντως εἰς τὸν Χριστόν, ἐπειδὴ ὁ ἀρχηγὸς τῆς πίστεώς του, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, διὰ τῆς Σταυρικῆς θυσίας καὶ τῆς Ἀναστάσεώς Του κατεπάτησε τὸν θάνατον καὶ «ἀπαρχὴ τῶν κεκοιμημένων ἐγένετο» (Α´ Κορ. ιε´ 20). Ὁ Χριστός, δηλαδή, Ἀνέστη πρῶτος ἀπ᾽ ὅλους τοὺς ἀπ᾽ αἰώνων κεκοιμημένους κι ἔτσι διαβεβαιώνει κάθε Χριστιανὸν μὲ τὴν Ἀνάστασίν Του ὅτι θὰ ἐπακολουθήσῃ ὁπωσδήποτε καὶ ἡ ἀνάστασις ὅλων τῶν ἀνθρώπων πρὶν ἀπὸ τὴν Δευτέραν Παρουσίαν καὶ τὴν τελικὴν κρίσιν. Δι᾽ αὐτὸ καὶ τὸ χρυσοῦν στόμα τοῦ Χριστοῦ, ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, εἰς τὸν πασχάλιον κατηχητικὸν λόγον του μεταξύ τῶν ἄλλων μᾶς λέγει: «μηδεὶς φοβείσθω (τὸν σωματικὸν) θάνατον· ἠλευθέρωσε γὰρ ἡμᾶς ὁ τοῦ Σωτῆρος Θάνατος. Ἔσβεσεν αὐτόν, ὑπ᾽ αὐτοῦ κατεχόμενος. Ἐστύλευσεν (=ἠχμαλώτισε) τὸν Ἅδην ὁ κατελθὼν εἰς τὸν Ἅδην». Αὐτὸν ὅμως ποὺ πρέπει νὰ φοβῆται κάθε ἄνθρωπος εἶναι ὁ δεύτερος θάνατος, ὁ λεγόμενος καὶ πνευματικὸς θάνατος, διότι εἶναι αἰώνιος χωρισμὸς τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Χριστόν, ποὺ εἶναι τὸ μοναδικὸν φῶς καὶ ἡ ἀδιάψευστη ἐλπὶς τοῦ κόσμου. Ὁ δὲ ἄνθρωπος ἀποθνήσκει πνευματικῶς διὰ τῆς ἀπιστίας, τῆς ἀμετανοησίας καὶ τῆς μὴ θεαρέστου ζωῆς του. Ἀλλὰ ὁ Χριστός, πρὶν ἀναληφθῆ, ἵδρυσε τὴν Ἐκκλησίαν Του, ὡς πνευματικὸν θεραπευτήριον, ὅπου μᾶς ἄφησε τὰ ἑξῆς ἀπολύτως δραστικὰ πνευματικὰ φάρμακα: τὴν ἐν τῷ Εὐαγγελίῳ διδασκαλίαν Του καὶ τὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας Του, δηλαδὴ τὸ Βάπτισμα, τὴν μετάνοιαν, τὴν ἐξομολόγησιν, τὴν Θείαν Κοινωνίαν κ.ἄ., διὰ νὰ ἠμπορῇ δι᾽ αὐτῶν κάθε Χριστιανὸς νὰ ἀποφεύγῃ τὴν αἰωνίαν νύκτα τῆς ὀδύνης, τὴν φρικτὴν Κόλασιν. Εἶναι γνωστὸν ὅτι ὑπάρχει τὸ ὑλικὸν φῶς καὶ ὅτι εἶναι ἀπολύτως ἀναγκαῖον διὰ τὴν ζωήν τῶν ἐμβρύων ὄντων, τὸ ὁποῖον γίνεται ἀντιληπτὸν μὲ τὰς αἰσθήσεις των. Ὑπάρχει ὅμως καὶ τὸ πνευματικὸν φῶς τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ, τὸ ὁποῖον εἶναι σωτήριον διὰ κάθε ἄνθρωπον. Τὸ φῶς αὐτὸ εἶναι διάχυτον μέσα εἰς τὴν Ἁγίαν Γραφὴν καὶ διακρίνεται μόνον μὲ τὰ ἐσωτερικὰ ὑπερφυσικὰ αἰσθητήρια τοῦ ἀνθρώπου, τὸν νοῦν καὶ τὴν ψυχή του. Καὶ συγκεκριμένα τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ ὑπάρχει μέσα εἰς τὴν διδασκαλίαν Του, ποὺ σχετίζεται μὲ ὅλα τὰ ὑλικὰ καὶ πνευματικὰ προβλήματα τῆς παρούσης, ἀλλὰ καὶ τῆς αἰωνίου ζωῆς μας καὶ μὲ τὰς θεϊκὰς ἀπαντήσεις Του εἰς αὐτά, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ μᾶς διαφωτίζῃ καὶ νὰ μᾶς στερεώνῃ τὴν πίστιν καὶ τὴν ἐλπίδα μας εἰς Αὐτόν. Τὸ δὲ φῶς τοῦ Χριστοῦ μᾶς ἐπισκέπτεται καὶ σὰν ἐμπειρία τῆς ψυχῆς μας. Κι αὐτὴ εἶναι ἐκεῖνο τὸ ἐντελῶς διαφορετικόν, ποὺ αἰσθάνεται ὁ Χριστιανὸς κατὰ τὸν ἑορτασμὸν τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ καὶ μέσα καὶ ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Ἔτσι βλέπει τὴν ἑορταστικὴν φωτοπλημμύραν της σὰν ἀνταύγειαν τῆς οὐρανίου βασιλείας τοῦ Χριστοῦ: «Ἐγώ εἰμι ἡ Ἀνάστασις καὶ ἡ Ζωή. Ὁ πιστεύων εἰς Ἐμέ, κἂν ἀποθάνῃ, ζήσεται· καὶ πᾶς ὁ ζῶν καὶ πιστεύων εἰς Ἐμὲ οὐ μὴ ἀποθάνῃ εἰς τὸν αἰῶνα» (Ἰωάν. ια´ 25–26). Δι᾽ αὐτὸ καὶ σύμφωνα μὲ τὸν Ἱερὸν Χρυσόστομον οἱ ἄπιστοι πρέπει νὰ φρίττουν, ἐνῷ οἱ Χριστιανοὶ νὰ ἐπαναλαμβάνουν μὲ εὐφροσύνην: Χριστὸς Ἀνέστη.
Προτοῦ νὰ ἔλθῃ ὁΧριστὸς εἰς τὴν γῆν, διὰ νὰ διδάξῃ τὴν ἀλήθειαν περὶ τοῦ Ποῖος εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεὸς καὶ περὶ τοῦ πῶς πρέπει ὁ ἄνθρωπος νὰ ζῇ θεάρεστα εἰς τὴν ἐπίγειον ζωήν του καὶ ἐπὶ πλέον νὰ σταυρωθῇ ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσμου σωτηρίας, κάθε ἄνθρωπος ἀπὸ τότε ποὺ θὰ ἄφηνε τὸ σκότος τῆς ἀνυπαρξίας καὶ θὰ ἀντίκρυζε τὸ φῶς τῆς ζωῆς, θὰ ἦτο παρὰ τὴν θέλησίν του προσδεδεμένος εἰς τὸ κοινὸν ἅρμα τοῦ χρόνου καὶ τοῦ θανάτου, ἐξ αἰτίας τῶν ὀλεθρίων συνεπειῶν τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, ποὺ ἐκληρονόμησε, ἀλλὰ καὶ λόγῳ τῶν προσωπικῶν ἁμαρτιῶν του, διὰ νὰ τὸν ὁδηγήσῃ κάποτε εἰς τὸν κατασκότεινον Ἅδην, ὅπου κατέληγον ὅλαι ἀνεξαιρέτως αἱ ψυχαὶ τῶν νεκρῶν ἀπὸ καταβολῆς κόσμου. Δηλαδὴ πρὸ Χριστοῦ ἡ θύρα τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ ἦτο ἑρμητικῶς κλειστὴ καὶ δι᾽ ὅλους τοὺς Προφήτας τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἀλλ᾽ ἀκόμη καὶ δι᾽ ἐκεῖνον «τὸν μείζονα ἐν γεννητοῖς γυναικῶν» (Ματθ. ια´ 11), δηλαδὴ καὶ διὰ τὸν Τίμιον Πρόδρομον. Ἀλλὰ τὸ ἀπ᾽ αἰώνων σωτήριον σχέδιον τοῦ Θεοῦ προέβλεπε τὴν σωτηρίαν καὶ τῶν ζωντανῶν καὶ τῶν νεκρῶν. Δι᾽ αὐτὸ ὁ Χριστὸς ἀπὸ τὴν στιγμή, ποὺ εἶπε τὸ «τετέλεσται», «τοῖς ἐν φυλακῇ πνεύμασι πορευθεὶς ἐκύρηξεν» (Α´ Πέτρ. γ´ 19). Ὁ Χριστός, δηλαδή, μὲ «τεθεωμένην τὴν ψυχὴν κατῆλθεν (=μετέβη) εἰς τὸν Ἅδην», ἐνῷ ἦτο ταυτοχρόνως καὶ τὸ Σῶμα Του ἡνωμένον μὲ τὴν Θεότητα, καὶ ἐκύρηξεν εἰς τὰς ἐκεῖ ψυχάς, ποὺ ἐτηροῦντο εἰς τὴν φυλακὴν τοῦ Ἅδου, τὸ Εὐαγγέλιον τῆς σωτηρίας. Αὐτό, ὅμως, δὲν σημαίνει ὅτι ἐσώθησαν ὅλοι οἱ μέχρι τότε νεκροί. Ἐσώθησαν δὲ μόνον ὅσοι ἐπίστευσαν εἰς τὸ κήρυγμα τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ καὶ ὁποῖοι εἶχον ζήσει τὴν ἐπίγειον ζωήν των σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἐφ᾽ ὅσον ἦσαν Ἰουδαῖοι ἢ καὶ ὅσοι εἶχον ζήσει σύμφωνα μὲ τὴν συνείδησίν των, ἐφ᾽ ὅσον ἦσαν εἰδωλολάτραι, διότι ἡ συνείδησις καὶ πρὶν ἀπὸ τὸν Χριστόν, ἀλλὰ καὶ πάντοτε εἶναι ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ μέσα εἰς κάθε ἄνθρωπον. Τὸ ἴδιον δὲ θὰ συμβαίνῃ καὶ εἰς κάθε ἐποχήν, ὅτι, δηλαδή, δὲν θὰ σώζωνται ὅλοι ὅσοι θὰ ἀκούσουν μόνον τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου, ἀλλὰ ὅσοι θὰ τὸ ἐφαρμόσουν εἰς τὴν ἐπίγειον ζωήν των. Ὁ Θεὸς εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς εἶχε προικίσει καὶ τοὺς δύο Πρωτοπλάστους μὲ τὴν δυνατότητα νὰ καταστοῦν εἰς τὸ μέλλον ἀθάνατοι, ἂν ἐφήρμοζον συνεχῶς τὴν ἐντολήν, ποὺ τοὺς ἔδωσεν. Ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ τὴν παρακοὴν τῆς ἐντολῆς Του ἔχασαν ἐξ αἰτίας των καὶ τὸν Παράδεισον καὶ ἀπὸ ἐν δυνάμει ἀθάνατοι ἔγιναν πλέον θνητοί. Συνάμα δὲ διετήρησαν μέσα εἰς τὴν ψυχήν των τὴν δίψαν τῆς ἀθανασίας καὶ τὸν φόβον τοῦ θανάτου, διὰ νὰ αὐτοπροστατεύουν τὴν ζωήν των. Σύμφωνα ὅμως μὲ τὴν Ἁγίαν Γραφὴν ὑπάρχει ἀπὸ τὴν στιγμὴν τῆς παρακοῆς διὰ κάθε ἄνθρωπον καὶ ὁ πρῶτος καὶ ὁ δεύτερος θάνατος (Ἀποκ. κ´ 6, κα´ 8). Ὁ πρῶτος εἶναι ὁ σωματικὸς θάνατος, ὁ ὁποῖος, καθὼς προελέχθη, εἶναι καρπὸς παρακοῆς τῶν Πρωτοπλάστων καὶ ποὺ ἐν συνεχείᾳ ἔγινεν ὁ κλῆρος ὅλων τῶν ἀνθρώπων μέχρι τῆς συντελείας τῶν αἰώνων. Αὐτὸς εἶναι ὁ χωρισμὸς τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸ σῶμα. Δι᾽ αὐτὸ καὶ δὲν πρέπει νὰ τὸν φοβῆται κανεὶς Χριστιανός, ποὺ πιστεύει ἀκραδάντως εἰς τὸν Χριστόν, ἐπειδὴ ὁ ἀρχηγὸς τῆς πίστεώς του, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, διὰ τῆς Σταυρικῆς θυσίας καὶ τῆς Ἀναστάσεώς Του κατεπάτησε τὸν θάνατον καὶ «ἀπαρχὴ τῶν κεκοιμημένων ἐγένετο» (Α´ Κορ. ιε´ 20). Ὁ Χριστός, δηλαδή, Ἀνέστη πρῶτος ἀπ᾽ ὅλους τοὺς ἀπ᾽ αἰώνων κεκοιμημένους κι ἔτσι διαβεβαιώνει κάθε Χριστιανὸν μὲ τὴν Ἀνάστασίν Του ὅτι θὰ ἐπακολουθήσῃ ὁπωσδήποτε καὶ ἡ ἀνάστασις ὅλων τῶν ἀνθρώπων πρὶν ἀπὸ τὴν Δευτέραν Παρουσίαν καὶ τὴν τελικὴν κρίσιν. Δι᾽ αὐτὸ καὶ τὸ χρυσοῦν στόμα τοῦ Χριστοῦ, ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, εἰς τὸν πασχάλιον κατηχητικὸν λόγον του μεταξύ τῶν ἄλλων μᾶς λέγει: «μηδεὶς φοβείσθω (τὸν σωματικὸν) θάνατον· ἠλευθέρωσε γὰρ ἡμᾶς ὁ τοῦ Σωτῆρος Θάνατος. Ἔσβεσεν αὐτόν, ὑπ᾽ αὐτοῦ κατεχόμενος. Ἐστύλευσεν (=ἠχμαλώτισε) τὸν Ἅδην ὁ κατελθὼν εἰς τὸν Ἅδην». Αὐτὸν ὅμως ποὺ πρέπει νὰ φοβῆται κάθε ἄνθρωπος εἶναι ὁ δεύτερος θάνατος, ὁ λεγόμενος καὶ πνευματικὸς θάνατος, διότι εἶναι αἰώνιος χωρισμὸς τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Χριστόν, ποὺ εἶναι τὸ μοναδικὸν φῶς καὶ ἡ ἀδιάψευστη ἐλπὶς τοῦ κόσμου. Ὁ δὲ ἄνθρωπος ἀποθνήσκει πνευματικῶς διὰ τῆς ἀπιστίας, τῆς ἀμετανοησίας καὶ τῆς μὴ θεαρέστου ζωῆς του. Ἀλλὰ ὁ Χριστός, πρὶν ἀναληφθῆ, ἵδρυσε τὴν Ἐκκλησίαν Του, ὡς πνευματικὸν θεραπευτήριον, ὅπου μᾶς ἄφησε τὰ ἑξῆς ἀπολύτως δραστικὰ πνευματικὰ φάρμακα: τὴν ἐν τῷ Εὐαγγελίῳ διδασκαλίαν Του καὶ τὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας Του, δηλαδὴ τὸ Βάπτισμα, τὴν μετάνοιαν, τὴν ἐξομολόγησιν, τὴν Θείαν Κοινωνίαν κ.ἄ., διὰ νὰ ἠμπορῇ δι᾽ αὐτῶν κάθε Χριστιανὸς νὰ ἀποφεύγῃ τὴν αἰωνίαν νύκτα τῆς ὀδύνης, τὴν φρικτὴν Κόλασιν. Εἶναι γνωστὸν ὅτι ὑπάρχει τὸ ὑλικὸν φῶς καὶ ὅτι εἶναι ἀπολύτως ἀναγκαῖον διὰ τὴν ζωήν τῶν ἐμβρύων ὄντων, τὸ ὁποῖον γίνεται ἀντιληπτὸν μὲ τὰς αἰσθήσεις των. Ὑπάρχει ὅμως καὶ τὸ πνευματικὸν φῶς τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ, τὸ ὁποῖον εἶναι σωτήριον διὰ κάθε ἄνθρωπον. Τὸ φῶς αὐτὸ εἶναι διάχυτον μέσα εἰς τὴν Ἁγίαν Γραφὴν καὶ διακρίνεται μόνον μὲ τὰ ἐσωτερικὰ ὑπερφυσικὰ αἰσθητήρια τοῦ ἀνθρώπου, τὸν νοῦν καὶ τὴν ψυχή του. Καὶ συγκεκριμένα τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ ὑπάρχει μέσα εἰς τὴν διδασκαλίαν Του, ποὺ σχετίζεται μὲ ὅλα τὰ ὑλικὰ καὶ πνευματικὰ προβλήματα τῆς παρούσης, ἀλλὰ καὶ τῆς αἰωνίου ζωῆς μας καὶ μὲ τὰς θεϊκὰς ἀπαντήσεις Του εἰς αὐτά, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ μᾶς διαφωτίζῃ καὶ νὰ μᾶς στερεώνῃ τὴν πίστιν καὶ τὴν ἐλπίδα μας εἰς Αὐτόν. Τὸ δὲ φῶς τοῦ Χριστοῦ μᾶς ἐπισκέπτεται καὶ σὰν ἐμπειρία τῆς ψυχῆς μας. Κι αὐτὴ εἶναι ἐκεῖνο τὸ ἐντελῶς διαφορετικόν, ποὺ αἰσθάνεται ὁ Χριστιανὸς κατὰ τὸν ἑορτασμὸν τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ καὶ μέσα καὶ ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Ἔτσι βλέπει τὴν ἑορταστικὴν φωτοπλημμύραν της σὰν ἀνταύγειαν τῆς οὐρανίου βασιλείας τοῦ Χριστοῦ: «Ἐγώ εἰμι ἡ Ἀνάστασις καὶ ἡ Ζωή. Ὁ πιστεύων εἰς Ἐμέ, κἂν ἀποθάνῃ, ζήσεται· καὶ πᾶς ὁ ζῶν καὶ πιστεύων εἰς Ἐμὲ οὐ μὴ ἀποθάνῃ εἰς τὸν αἰῶνα» (Ἰωάν. ια´ 25–26). Δι᾽ αὐτὸ καὶ σύμφωνα μὲ τὸν Ἱερὸν Χρυσόστομον οἱ ἄπιστοι πρέπει νὰ φρίττουν, ἐνῷ οἱ Χριστιανοὶ νὰ ἐπαναλαμβάνουν μὲ εὐφροσύνην: Χριστὸς Ἀνέστη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου