Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ Ἐκκλησία μας ἑώρτασε
καὶ ἐφέτος εἰς ὅλα τὰ μέρη τῆς γῆς τὴν μεγάλην Δεσποτικὴν ἑορτὴν καὶ τὴν μητέρα
ὅλων τῶν ἄλλων χριστιανικῶν ἑορτῶν, τὴν γέννησιν τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ὡς
Θεανθρώπου καὶ ὡς Σωτῆρος ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Τὸ περιεχόμενον τῆς ἑορτῆς τῶν
Χριστουγέννων σχετίζεται αἰτιολογικῶς μὲ τὸ προπατορικὸν ἁμάρτημα τοῦ Ἀδὰμ καὶ
τῆς Εὔας, ποὺ εἶχεν ὡς συνέπειαν τὴν πτῶσιν των. Οἱ πρωτόπλαστοι ὅμως, προτοῦ
πέσουν, ἔζων πανευτυχεῖς καὶ τρισμακάριοι μέσα εἰς τὸν Παράδεισον, ἐπειδὴ εἶχον
προικισθῆ μὲ ἐξαιρετικὰ χαρίσματα ἀπὸ τὸν Δημιουργόν των. Καὶ ἕν ἐξ αὐτῶν ἦτο ὅτι
εἶχον πλασθῆ «κατ᾽ εἰκόνα» Θεοῦ, δηλαδὴ νὰ εἶναι λογικὰ καὶ ἐλεύθερα ὄντα. Ἔτσι
λοιπὸν ἂν ἐφήρμοζον συνεχῶς καὶ τὴν ἀπαγορευτικὴν περὶ «τοῦ καρποῦ» ἐντολήν
Του, θὰ ἠμποροῦσαν σὺν τῷ χρόνῳ νὰ ἐπιτύχουν καὶ τὸ «καθ᾽ ὁμοίωσιν» Θεοῦ, κι ἔτσι
ἀπὸ θνητοί, ποὺ ἦσαν προσωρινῶς, νὰ γίνουν αἰωνίως ἀθάνατοι. Οἱ Πρωτόπλαστοι ὅμως
παρέβησαν μὲ τὴν παρακίνησιν τοῦ Σατανᾶ τὴν θεϊκὴν ἐντολὴν κι ἔτσι ἁμάρτησαν.
Ὕστερα δὲ ἀπὸ αὐτὸ ὁ Θεὸς ἐτιμώρησε τοὺς ἁμαρτήσαντες μὲ τὸ νὰ τοὺς ἐκδιώξῃ ἀπὸ τὸν Παράδεισον καὶ μὲ τὸ νὰ τοὺς καταδικάσῃ εἰς τὸ νὰ ἀποθνήσκουν σωματικῶς. Τὸ δὲ χειρότερον ἀπ᾽ ὅλα ἦτο ὅτι ἡ ἐνοχὴ τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος ἐβάρυνε πλὲον κάθε ἄνθρωπον τῆς γῆς· δηλαδὴ ἦτο ἔνοχος ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ οἱ ἀπόγονοι τῶν Πρωτοπλάστων συνέχισαν νὰ ἁμαρτάνουν, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἀρχίσῃ ὀλίγον κατ᾽ ὀλίγον νὰ σκοτίζεται ὁ νοῦς των, νὰ γίνεται πλέον ὁ ἄνθρωπος ἐχθρὸς τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ νὰ φθάσῃ κάποτε εἰς τὸ νὰ λησμονήσῃ ἐντελῶς τὸν ἀληθινὸν Θεὸν καὶ ἀντὶ Αὐτὸν ἐλάτρευεν ὡς Θεόν του τὰ εἴδωλα. Ἀλλὰ ὁ Θεὸς μέσα εἰς αὐτὴν τὴν ζοφερὰν ἀπὸ θρησκευτικῆς πλευρᾶς προχριστιανικὴν ἐποχὴν δὲν εἶχεν ἀφήσει τοὺς τότε ἀνθρώπους χωρὶς κανένα πνευματικὸν φῶς. Κι αὐτὸ φαίνετια πρωτίστως ἀπὸ τοὺς λόγους, ποὺ εἶπεν ὁ Θεὸς εἰς τὸν Σατανᾶν μέσα εἰς τὸν Παράδεισον: «Θὰ θέσω δὲ ἄσβεστον ἐχθρότητα μεταξὺ σοῦ καὶ τῆς γυναικός, μεταξὺ τῶν ἀπογόνων του καὶ τῶν ἀπογόνων αὐτῆς. Ἕνας δὲ ἀπόγονος τῆς γυναικὸς μόνης, αὐτὸς θὰ σοῦ συντρίψῃ τὴν κεφαλὴν καὶ σὺ θὰ κεντήσῃς αὐτοῦ τὴν πτέρναν» (Γεν. γ´ 15). Ἐπίσης ἡ ἄπειρος συγκατάβασις καὶ ἡ εὐσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν πεσόντα ἄνθρωπον ἀντικαθρεπτίζεται καὶ εἰς τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Θεὸς διὰ μέσου τῶν αἰώνων προπαρασκεύασε καταλλήλως ὅλον τὸν κόσμον νὰ δεχθῇ «τὴν μέλλουσαν ἔσεσθαι σωτηρίαν». Τοὺς εἰδωλολάτρας προετοίμασε ψυχικῶς μὲ τὸ ἀμυδρὸν φῶς τῆς συνειδήσεώς των καὶ ἀκόμη μὲ τὰς σοφὰς γνώμας πολλῶν καὶ καλῶν φιλοσόφων τῆς ἀρχαιότητος, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν ἰσχυρὰν ἐπίδρασιν ἐπάνω εἰς αὐτοὺς τῶν Ἰουδαίων, οἱ ὁποῖοι εἶχον διασπαρῆ μέσα εἰς ὅλα τὰ ἔθνη τῆς γῆς· ἐκτὸς ὅμως ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρας καὶ τοὺς ἐθνικούς, προπαρεσκεύασε καὶ τοὺς Ἰουδαίους μὲ τὸν Μωσαϊκὸν νόμον καὶ τοὺς Προφήτας τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ποὺ ἔτσι «παιδαγωγὸς γέγονεν εἰς Χριστόν» τοῦ λαοῦ αὐτοῦ, ὅπως τοῦτο εὐστόχως τονίζει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος (Γαλάτ. γ´ 24). Καὶ «ὅταν ἔφθασεν ὁ κατάλληλος καιρός, ποὺ εἶχε πλέον τελειώσει ἡ πνευματικὴ προετοιμασία τῶν Ἰουδαίων καὶ τῶν εἰδωλολατρῶν, τότε ὁ Θεὸς ἔστειλεν ἀπὸ τὸν Οὐρανὸν τὸν Υἱὸν Του, ποὺ ἐγεννήθη ἀπὸ γυναῖκα, χωρὶς αὐτὴ νὰ γνωρίσῃ ἄνδρα καὶ ὁ ὁποῖος μᾶς ἐχάρισε τὴν υἱοθεσίαν, μᾶς ἔκαμε δηλαδὴ παιδιὰ τοῦ Θεοῦ καὶ ἐμεῖς ἀπὸ τότε ἠμποροῦμε νὰ ἀπολαύσωμεν τὰ ἀγαθὰ τῆς υἱοθεσίας αὐτῆς» (Γαλάτ. δ´ 4-5). Τὸ δὲ ἀπὸ αἰώνων σχέδιον τῆς Ἁγίας Τριάδος διὰ τὴν σωτηρίαν ὅλων τῶν ἀνθρώπων ἦλθε τότε εἰς τὴν γῆν νὰ τὸ πραγματοποιήσῃ τὸ δεύτερον πρόσωπον Αὐτῆς, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὡς Θεὸς καὶ ἄνθρωπος. Κι αὐτὸ τὸ ἐπραγματοποίησε μόνον μὲ τὸ παράδειγμα τῆς ζωῆς του ὡς Θεανθρώπου ἐπὶ τῆς γῆς, μὲ τὴν θεϊκὴν διδασκαλίαν, μὲ τὴν ἐπὶ τοῦ Γολγοθᾶ σταυρικὴν θυσίαν Του καὶ μὲ τὴν κατὰ τὴν Πεντηκοστὴν ἵδρυσιν τῆς στρατευομένης Ἐκκλησίας Του. Δηλαδὴ ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς ἐρχόμενος εἰς τὸν κόσμον μεταξὺ τῶν ἄλλων μυστηρίων, ποὺ ἵδρυσεν εἶναι καὶ τὸ βάπτισμα καὶ ἡ μετάνοια. Καὶ μὲ τὸ δὲ βάπτισμα ἀπαλείφεται ἡ κληρονομηθεῖσα ἀπὸ τοὺς πρωτοπλάστους ἐνοχὴ τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος εἰς ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ὥστε ἐκεῖνος ποὺ ἐβαπτίσθη νὰ βγαίνει ἀπὸ τὴν κολυμβήθρα μὲ κατάλευκην ψυχήν. Κι ἔτσι κατάλευκος θὰ παρέμενεν εἰς ὅλην τὴν ζωήν του, ἂν δὲν ὑπῆρχε μέσα του ἡ τάσις ἐκείνη, ἡ ὁποία τὸν ἐξωθεῖ εἰς τὸ νὰ διαπράττῃ συνεχῶς προσωπικὰ ἁμαρτήματα μετὰ ἀπὸ τὸ βάπτισμά του, τὰ ὁποῖα τοῦ φράζουν καὶ πάλι τὴν πρὸς σωτηρίαν του ὁδόν. Δι᾽ αὐτὸ ὁ Ἰησοῦς Χριστός, προκειμένου νὰ ἠμπορῇ κάθε ἄνθρωπος νὰ ἐξαλείφῃ διαρκῶς καὶ ὅλα τὰ μετὰ ἀπὸ τὸ βάπτισμά του ἁμαρτήματα, ἔδωσε καὶ τὸ μυστήριον τῆς μετανοίας καὶ τῆς Ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως, μὲ τὸ ὁποῖον νὰ ἠμπορῇ νὰ ἀνορθώνεται κάθε ἄνθρωπος πνευματικὸς καὶ ἔτσι νὰ βαδίζῃ πλέον σταθερῶς τὴν ὁδὸν ἐκείνην πρὸς τὴν οὐράνιον βασιλείαν Του. Ὕστερα λοιπὸν ἀπ᾽ ὅλα αὐτά, κάθε ὀρθόδοξος χριστιανὸς ἠμπορεῖ νὰ συνειδητοποιήσῃ ὅτι μόνον ὅταν πιστεύη εἰς τὸν δι᾽ ἡμᾶς Ἐνανθρωπήσαντα Ἰησοῦν Χριστὸν καὶ τὸν τοποθετήσῃ ὡς μοναδικὸν ὁδοδείκτην τῆς ἐπιγείου ζωῆς του τότε καὶ τὸ χωρὶς ἐπιστροφὴν ταξίδι του εἰς τὴν γῆν χρωματίζεται μὲ τὸ νόημα τῆς αἰωνιότητος, κι ἔτσι προγεύεται ὅλα ἐκεῖνα, ποὺ ποθεῖ ἡ καρδιά του: τὴν ἀθανασίαν, τὴν ἀγάπην, τὴν ἠρεμίαν, τὴν χαράν. Ἀλλὰ ὅλα αὐτὰ εἶναι καθαρῶς θεϊκὰ ἀγαθά· δι᾽ αὐτὸ καὶ ὅταν δὲν ὑπάρχουν, δὲν ἠμπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ τὰ ἀντικαταστήσῃ μὲ ὅλα τὰ ὑλικὰ πράγματα αὐτοῦ τοῦ κόσμου: μὲ τὴν ἀνταλλαγὴ δώρων καὶ καρτῶν, μὲ συχνὰ τουριστικὰ ταξίδια εἰς τὸ ἐσωτερικὸν καὶ ἐξωτερικόν, μὲ τὴν ἐξασφάλισιν καὶ μὲ τὴν ἀσυλλόγιστον κατανάλωσιν ἐκλεκτῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν κ.ἄ. Οἱ ἄνθρωποι ὅμως τῆς Δύσεως εἰς τὴν πλειονότητά των ἔχουν πρὸ καιροῦ χάσει τὸν αἰώνιον προσανατολισμόν των, ἐπειδὴ προηγουμένως εἰδωλοποίησαν τὴν ὕλην, κι ἔτσι ἀπὸ τότε συνηθίζουν νὰ ἑορτάζουν καὶ τὰ Χριστούγεννα ἀντιχριστιανικὰ καὶ ὄχι πνευματικά. Τὰ ἑορτάζουν δηλαδὴ ὅπως οἱ ἄθεοι καὶ οἱ ὑλισταί· χωρὶς τὸν Ἐναθρωπήσαντα Ἰησοῦν Χριστόν. Ἀλλά, ἂν προσέξωμεν τὸ πῶς τὰ ἑορτάζουν πολλοὶ ὀρθόδοξοι χριστιανοί, τότε θὰ διαπιστώσωμεν ὅτι τὰ ἑορτάζουν καὶ αὐτοὶ «ὄχι κατ᾽ ἐπίγνωσιν καὶ κατὰ συναίσθησιν», ἀλλὰ μόνον «κατ᾽ ἔθιμον»· καὶ σχεδὸν ἀντορθοδόξως. Ἔτσι ἠμποροῦν νὰ ἰσχυρισθοῦν ὅτι εἶναι ὀρθόδοξοι χριστιανοὶ καὶ μάλιστα ὅτι ἔχουν καὶ ἐλπίδα σωτηρίας, αὐτοὶ ποὺ κι φέτος θὰ κοινωνήσουν τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, χωρὶς προηγουμένως νὰ ἔχουν κάνει ἐκείνην τὴν πνευματικὴν προετοιμασίαν, ποὺ ὁρίζει ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία των; Δηλαδή, ἂν κοινωνήσουν πρὸ ἢ μετὰ ἀπὸ τὴν ἑορτὴν τῶν Χριστουγέννων, χωρὶς καθόλου νὰ αἰσθανθοῦν λύπην διὰ τὸ ὅτι ἡμάρτησαν «ἐνώπιον τοῦ ἀγαπήσαντος αὐτοὺς καὶ δι᾽ αὐτὸ Ἐνανθρωπήσαντος Κυρίου» ἢ ἀκόμη δὲν ἐξομολογήθησαν τὰς ἁμαρτίας των; Ἐπίσης εἰς τὴν πραγματικότητα εἶναι ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ αὐτοί, ποὺ δὲν ἐφρόντισαν καθόλου νὰ ἐντατικοποιήσουν τὴν ἐπὶ τῆς γῆς πνευματικὴν πορείαν των, μὲ τὸ νὰ αὐξήσουν ἔστω καὶ κατ᾽ ὀλίγον πρὸ τῆς ἑορτῆς τὴν μελέτην τῆς Ἁγίας Γραφῆς, νὰ καλλιεργήσουν μέσα εἰς τὰς ψυχάς των ὅλας τὰς Εὐαγγελικὰς ἀρετὰς καὶ πρὸ πάντων τὴν ἐλεημοσύνην καὶ τὴν ταπείνωσιν; Θὰ ἑορτάσωμεν λοιπὸν τὰ Χριστούγεννα. Θὰ τὰ ἑορτάσωμεν ὅμως ὅπως τὸ θέλει ὁ διὰ τὴν σωτηρίαν ὅλων τῶν ἀνθρώπων Ἐνανθρωπήσας Ἰησοῦς Χριστὸς ἢ ὅπως μᾶς ἕλκει ἡ ἁμαρτωλὴ γῆ μας; Ἡ δὲ μόνη εἰς αὐτὸ ἀπάντησις εἶναι ἡ ἐξ οὐρανοῦ: πρᾶξε σήμερον ἐκεῖνο ποὺ ἠμπορεῖς, τὸ δὲ ἄλλο θὰ τὸ συμπληρώσῃ ὁ Θεός.
Ὕστερα δὲ ἀπὸ αὐτὸ ὁ Θεὸς ἐτιμώρησε τοὺς ἁμαρτήσαντες μὲ τὸ νὰ τοὺς ἐκδιώξῃ ἀπὸ τὸν Παράδεισον καὶ μὲ τὸ νὰ τοὺς καταδικάσῃ εἰς τὸ νὰ ἀποθνήσκουν σωματικῶς. Τὸ δὲ χειρότερον ἀπ᾽ ὅλα ἦτο ὅτι ἡ ἐνοχὴ τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος ἐβάρυνε πλὲον κάθε ἄνθρωπον τῆς γῆς· δηλαδὴ ἦτο ἔνοχος ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ οἱ ἀπόγονοι τῶν Πρωτοπλάστων συνέχισαν νὰ ἁμαρτάνουν, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἀρχίσῃ ὀλίγον κατ᾽ ὀλίγον νὰ σκοτίζεται ὁ νοῦς των, νὰ γίνεται πλέον ὁ ἄνθρωπος ἐχθρὸς τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ νὰ φθάσῃ κάποτε εἰς τὸ νὰ λησμονήσῃ ἐντελῶς τὸν ἀληθινὸν Θεὸν καὶ ἀντὶ Αὐτὸν ἐλάτρευεν ὡς Θεόν του τὰ εἴδωλα. Ἀλλὰ ὁ Θεὸς μέσα εἰς αὐτὴν τὴν ζοφερὰν ἀπὸ θρησκευτικῆς πλευρᾶς προχριστιανικὴν ἐποχὴν δὲν εἶχεν ἀφήσει τοὺς τότε ἀνθρώπους χωρὶς κανένα πνευματικὸν φῶς. Κι αὐτὸ φαίνετια πρωτίστως ἀπὸ τοὺς λόγους, ποὺ εἶπεν ὁ Θεὸς εἰς τὸν Σατανᾶν μέσα εἰς τὸν Παράδεισον: «Θὰ θέσω δὲ ἄσβεστον ἐχθρότητα μεταξὺ σοῦ καὶ τῆς γυναικός, μεταξὺ τῶν ἀπογόνων του καὶ τῶν ἀπογόνων αὐτῆς. Ἕνας δὲ ἀπόγονος τῆς γυναικὸς μόνης, αὐτὸς θὰ σοῦ συντρίψῃ τὴν κεφαλὴν καὶ σὺ θὰ κεντήσῃς αὐτοῦ τὴν πτέρναν» (Γεν. γ´ 15). Ἐπίσης ἡ ἄπειρος συγκατάβασις καὶ ἡ εὐσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν πεσόντα ἄνθρωπον ἀντικαθρεπτίζεται καὶ εἰς τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Θεὸς διὰ μέσου τῶν αἰώνων προπαρασκεύασε καταλλήλως ὅλον τὸν κόσμον νὰ δεχθῇ «τὴν μέλλουσαν ἔσεσθαι σωτηρίαν». Τοὺς εἰδωλολάτρας προετοίμασε ψυχικῶς μὲ τὸ ἀμυδρὸν φῶς τῆς συνειδήσεώς των καὶ ἀκόμη μὲ τὰς σοφὰς γνώμας πολλῶν καὶ καλῶν φιλοσόφων τῆς ἀρχαιότητος, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν ἰσχυρὰν ἐπίδρασιν ἐπάνω εἰς αὐτοὺς τῶν Ἰουδαίων, οἱ ὁποῖοι εἶχον διασπαρῆ μέσα εἰς ὅλα τὰ ἔθνη τῆς γῆς· ἐκτὸς ὅμως ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρας καὶ τοὺς ἐθνικούς, προπαρεσκεύασε καὶ τοὺς Ἰουδαίους μὲ τὸν Μωσαϊκὸν νόμον καὶ τοὺς Προφήτας τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ποὺ ἔτσι «παιδαγωγὸς γέγονεν εἰς Χριστόν» τοῦ λαοῦ αὐτοῦ, ὅπως τοῦτο εὐστόχως τονίζει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος (Γαλάτ. γ´ 24). Καὶ «ὅταν ἔφθασεν ὁ κατάλληλος καιρός, ποὺ εἶχε πλέον τελειώσει ἡ πνευματικὴ προετοιμασία τῶν Ἰουδαίων καὶ τῶν εἰδωλολατρῶν, τότε ὁ Θεὸς ἔστειλεν ἀπὸ τὸν Οὐρανὸν τὸν Υἱὸν Του, ποὺ ἐγεννήθη ἀπὸ γυναῖκα, χωρὶς αὐτὴ νὰ γνωρίσῃ ἄνδρα καὶ ὁ ὁποῖος μᾶς ἐχάρισε τὴν υἱοθεσίαν, μᾶς ἔκαμε δηλαδὴ παιδιὰ τοῦ Θεοῦ καὶ ἐμεῖς ἀπὸ τότε ἠμποροῦμε νὰ ἀπολαύσωμεν τὰ ἀγαθὰ τῆς υἱοθεσίας αὐτῆς» (Γαλάτ. δ´ 4-5). Τὸ δὲ ἀπὸ αἰώνων σχέδιον τῆς Ἁγίας Τριάδος διὰ τὴν σωτηρίαν ὅλων τῶν ἀνθρώπων ἦλθε τότε εἰς τὴν γῆν νὰ τὸ πραγματοποιήσῃ τὸ δεύτερον πρόσωπον Αὐτῆς, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὡς Θεὸς καὶ ἄνθρωπος. Κι αὐτὸ τὸ ἐπραγματοποίησε μόνον μὲ τὸ παράδειγμα τῆς ζωῆς του ὡς Θεανθρώπου ἐπὶ τῆς γῆς, μὲ τὴν θεϊκὴν διδασκαλίαν, μὲ τὴν ἐπὶ τοῦ Γολγοθᾶ σταυρικὴν θυσίαν Του καὶ μὲ τὴν κατὰ τὴν Πεντηκοστὴν ἵδρυσιν τῆς στρατευομένης Ἐκκλησίας Του. Δηλαδὴ ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς ἐρχόμενος εἰς τὸν κόσμον μεταξὺ τῶν ἄλλων μυστηρίων, ποὺ ἵδρυσεν εἶναι καὶ τὸ βάπτισμα καὶ ἡ μετάνοια. Καὶ μὲ τὸ δὲ βάπτισμα ἀπαλείφεται ἡ κληρονομηθεῖσα ἀπὸ τοὺς πρωτοπλάστους ἐνοχὴ τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος εἰς ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ὥστε ἐκεῖνος ποὺ ἐβαπτίσθη νὰ βγαίνει ἀπὸ τὴν κολυμβήθρα μὲ κατάλευκην ψυχήν. Κι ἔτσι κατάλευκος θὰ παρέμενεν εἰς ὅλην τὴν ζωήν του, ἂν δὲν ὑπῆρχε μέσα του ἡ τάσις ἐκείνη, ἡ ὁποία τὸν ἐξωθεῖ εἰς τὸ νὰ διαπράττῃ συνεχῶς προσωπικὰ ἁμαρτήματα μετὰ ἀπὸ τὸ βάπτισμά του, τὰ ὁποῖα τοῦ φράζουν καὶ πάλι τὴν πρὸς σωτηρίαν του ὁδόν. Δι᾽ αὐτὸ ὁ Ἰησοῦς Χριστός, προκειμένου νὰ ἠμπορῇ κάθε ἄνθρωπος νὰ ἐξαλείφῃ διαρκῶς καὶ ὅλα τὰ μετὰ ἀπὸ τὸ βάπτισμά του ἁμαρτήματα, ἔδωσε καὶ τὸ μυστήριον τῆς μετανοίας καὶ τῆς Ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως, μὲ τὸ ὁποῖον νὰ ἠμπορῇ νὰ ἀνορθώνεται κάθε ἄνθρωπος πνευματικὸς καὶ ἔτσι νὰ βαδίζῃ πλέον σταθερῶς τὴν ὁδὸν ἐκείνην πρὸς τὴν οὐράνιον βασιλείαν Του. Ὕστερα λοιπὸν ἀπ᾽ ὅλα αὐτά, κάθε ὀρθόδοξος χριστιανὸς ἠμπορεῖ νὰ συνειδητοποιήσῃ ὅτι μόνον ὅταν πιστεύη εἰς τὸν δι᾽ ἡμᾶς Ἐνανθρωπήσαντα Ἰησοῦν Χριστὸν καὶ τὸν τοποθετήσῃ ὡς μοναδικὸν ὁδοδείκτην τῆς ἐπιγείου ζωῆς του τότε καὶ τὸ χωρὶς ἐπιστροφὴν ταξίδι του εἰς τὴν γῆν χρωματίζεται μὲ τὸ νόημα τῆς αἰωνιότητος, κι ἔτσι προγεύεται ὅλα ἐκεῖνα, ποὺ ποθεῖ ἡ καρδιά του: τὴν ἀθανασίαν, τὴν ἀγάπην, τὴν ἠρεμίαν, τὴν χαράν. Ἀλλὰ ὅλα αὐτὰ εἶναι καθαρῶς θεϊκὰ ἀγαθά· δι᾽ αὐτὸ καὶ ὅταν δὲν ὑπάρχουν, δὲν ἠμπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ τὰ ἀντικαταστήσῃ μὲ ὅλα τὰ ὑλικὰ πράγματα αὐτοῦ τοῦ κόσμου: μὲ τὴν ἀνταλλαγὴ δώρων καὶ καρτῶν, μὲ συχνὰ τουριστικὰ ταξίδια εἰς τὸ ἐσωτερικὸν καὶ ἐξωτερικόν, μὲ τὴν ἐξασφάλισιν καὶ μὲ τὴν ἀσυλλόγιστον κατανάλωσιν ἐκλεκτῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν κ.ἄ. Οἱ ἄνθρωποι ὅμως τῆς Δύσεως εἰς τὴν πλειονότητά των ἔχουν πρὸ καιροῦ χάσει τὸν αἰώνιον προσανατολισμόν των, ἐπειδὴ προηγουμένως εἰδωλοποίησαν τὴν ὕλην, κι ἔτσι ἀπὸ τότε συνηθίζουν νὰ ἑορτάζουν καὶ τὰ Χριστούγεννα ἀντιχριστιανικὰ καὶ ὄχι πνευματικά. Τὰ ἑορτάζουν δηλαδὴ ὅπως οἱ ἄθεοι καὶ οἱ ὑλισταί· χωρὶς τὸν Ἐναθρωπήσαντα Ἰησοῦν Χριστόν. Ἀλλά, ἂν προσέξωμεν τὸ πῶς τὰ ἑορτάζουν πολλοὶ ὀρθόδοξοι χριστιανοί, τότε θὰ διαπιστώσωμεν ὅτι τὰ ἑορτάζουν καὶ αὐτοὶ «ὄχι κατ᾽ ἐπίγνωσιν καὶ κατὰ συναίσθησιν», ἀλλὰ μόνον «κατ᾽ ἔθιμον»· καὶ σχεδὸν ἀντορθοδόξως. Ἔτσι ἠμποροῦν νὰ ἰσχυρισθοῦν ὅτι εἶναι ὀρθόδοξοι χριστιανοὶ καὶ μάλιστα ὅτι ἔχουν καὶ ἐλπίδα σωτηρίας, αὐτοὶ ποὺ κι φέτος θὰ κοινωνήσουν τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, χωρὶς προηγουμένως νὰ ἔχουν κάνει ἐκείνην τὴν πνευματικὴν προετοιμασίαν, ποὺ ὁρίζει ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία των; Δηλαδή, ἂν κοινωνήσουν πρὸ ἢ μετὰ ἀπὸ τὴν ἑορτὴν τῶν Χριστουγέννων, χωρὶς καθόλου νὰ αἰσθανθοῦν λύπην διὰ τὸ ὅτι ἡμάρτησαν «ἐνώπιον τοῦ ἀγαπήσαντος αὐτοὺς καὶ δι᾽ αὐτὸ Ἐνανθρωπήσαντος Κυρίου» ἢ ἀκόμη δὲν ἐξομολογήθησαν τὰς ἁμαρτίας των; Ἐπίσης εἰς τὴν πραγματικότητα εἶναι ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ αὐτοί, ποὺ δὲν ἐφρόντισαν καθόλου νὰ ἐντατικοποιήσουν τὴν ἐπὶ τῆς γῆς πνευματικὴν πορείαν των, μὲ τὸ νὰ αὐξήσουν ἔστω καὶ κατ᾽ ὀλίγον πρὸ τῆς ἑορτῆς τὴν μελέτην τῆς Ἁγίας Γραφῆς, νὰ καλλιεργήσουν μέσα εἰς τὰς ψυχάς των ὅλας τὰς Εὐαγγελικὰς ἀρετὰς καὶ πρὸ πάντων τὴν ἐλεημοσύνην καὶ τὴν ταπείνωσιν; Θὰ ἑορτάσωμεν λοιπὸν τὰ Χριστούγεννα. Θὰ τὰ ἑορτάσωμεν ὅμως ὅπως τὸ θέλει ὁ διὰ τὴν σωτηρίαν ὅλων τῶν ἀνθρώπων Ἐνανθρωπήσας Ἰησοῦς Χριστὸς ἢ ὅπως μᾶς ἕλκει ἡ ἁμαρτωλὴ γῆ μας; Ἡ δὲ μόνη εἰς αὐτὸ ἀπάντησις εἶναι ἡ ἐξ οὐρανοῦ: πρᾶξε σήμερον ἐκεῖνο ποὺ ἠμπορεῖς, τὸ δὲ ἄλλο θὰ τὸ συμπληρώσῃ ὁ Θεός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου