Τρίτη, 13 Νοεμβρίου 2018
Ιωάννης ο Χρυσόστομος ο μέγας φωστήρ και μεγαλόφωνος της οικουμένης διδάσκαλος, κατήγετο από την μεγαλόπολιν Αντιόχειαν, εγεννήθη τω τνδ΄ (354) έτει, υιός ων γονέων πατρός μεν Σεκούνδου αρχιστρατήγου, μητρός δε Ανθούσης, οίτινες ήσαν αμφότεροι πλούσιοι ειδωλολάτραι πρότερον· όταν δε εγέννησαν τον Άγιον εβαπτίσθησαν και εγένοντο Χριστιανοί. Από τοιούτους γονείς γεννηθείς ο Άγιος, ότε ήτο παιδίον, εδείκνυεν οποίος θέλει καταστή εις το ύστερον· δεκαοκταετής δε γενόμενος, εβαπτίσθη δια χειρός του Αγίου Μελετίου, του τότε Πατριάρχου Αντιοχείας. Ευθύς λοιπόν κατά την αρχήν της ζωής του πολλήν αγάπην και έρωτα είχεν ο Άγιος ούτος εις τους λόγους και τα μαθήματα.
Δεν παρήλθε
πολύς καιρός και ο μεν πατήρ του απέθανεν, η δε μήτηρ του έμεινε χήρα, νέα δε
ούσα εικοσαετής, μόνον τον Άγιον είχε προς παρηγορίαν. Όθεν ανέτρεφεν αυτόν με
μεγάλην επιμέλειαν και παρέδωκεν αυτόν προς μαθητείαν εις Λιβάνιον τον σοφιστήν
και Ανδραγάθιον τον φιλόσοφον, διο εις ολίγον καιρόν διήλθεν όλην την σοφίαν
των Ελλήνων και των Χριστιανών και έγινεν άκρος κατά την λογικήν και ρυτορικήν
τέχνην και πάσαν επιστήμην. Αφού δε ετελείωσε τας σπουδάς του απεφάσισε να
ακολουθήση την μοναχικήν πολιτείαν την οποίαν τόσον ηγάπα. Είχε δε ο Άγιος
φίλον τινά, ονόματι Βασίλειον, ουχί τον Μέγαν Βασίλειον, διότι εκείνος ήτο
παλαιότερος, αλλ’ έτερον εξ Αντιοχείας, όστις ήτο συμμαθητής και φίλος του
Αγίου. Αυτόν συνεβουλεύθη ο Άγιος και έγινε Μοναχός, διότι υπεσχέθη και εκείνος
να τον μιμηθή. Και τούτο το διηγείται ο ίδιος εις τους περί Ιερωσύνης λόγους
του. Δια δε την πολλήν αρετήν του εξέλεξε Μοναστήριον το πλέον πτωχότερον και
διήγε με περισσοτέραν σκληραγωγίαν, εις αυτό δε και ερρασοφόρησεν. Είχε δε ο
Άγιος ακατάπαυστον την μελέτην των θείων Γραφών και εξήγει αυτάς προς ωφέλειαν
των αναγινωσκόντων. Εκεί εις το Μοναστήριον έγραψε και τους περί Ιερωσύνης
λόγους, εις τους οποίους εκθέτει με σαφήνειαν πόσον και μέγα σεβαστόν είναι το
αξίωμα της Ιερωσύνης. Τότε προς χήραν πλουσίαν, η οποία εχήρευσε και ελυπείτο
πολύ, έγραψε λόγον δια του οποίου την παρηγόρει και απεδείκνυε δια του λόγου,
πως η χήρα είναι αξία επαίνου, εάν φυλάξη αύτη την προς τον πρότερον άνδρα
αγάπην και τιμήν και δεν δευτεροϋπανδρευθή. Έγραψε δε και βιβλίον «Περί
Παρθενίας», εις το οποίον επαινεί πολύ την παρθενίαν. Και προς τινα Σταγείριον
ονόματι φίλον αυτού, ο οποίος εσεληνιάζετο, έγραψε λόγον δια του οποίου
παρηγόρει αυτόν και απεδείκνυεν, ότι εάν ευχαρίστως υπομείνη το δαιμόνιον του
σεληνιασμού, έχει πολύν μισθόν παρά Θεού. Έγραψε και δύο λόγους περί
κατανύξεως, εκ των οποίων ο μεν επιγράφεται εις Δημήτριον, ο δε εις Στελέχιον.
Έγραψεν επίσης λόγον προς τινα Θεόδωρον ονόματι, όστις υπέπεσεν εις αμαρτίαν,
διδάσκων αυτόν να μη απογινώσκη, αλλά να μετανοήση εξ όλης ψυχής να σωθή. Με τους
λόγους λοιπόν τούτους, αλλά και με τα έργα εδίδασκεν ο Άγιος, διότι πάντοτε
προσηύχετο και πάσαν άλλην αρετήν μετεχειρίζετο, θέλων να είναι αυτός
παράδειγμα των άλλων. Εις την ταπεινοφροσύνην δε ποίος άλλος τον έφθασεν; Είχε
δε συνήθειαν εκάστην ημέραν να επισκέπτηται τους ασθενείς του Μοναστηρίου, να
τους παρηγορή με τους γλυκείς του λόγους. Ποτέ επί της ζωής του δεν ώμοσεν εις
το όνομα του Θεού, ουδέ εις άλλον είπε να ομόση· ποτέ δεν κατέκρινεν άνθρωπον
τινα, ουδέ ψεύδος είπε· ποτέ δεν κατηράσθη τινά, ουδέ αργολογίαν ωμίλησεν, αλλ’
ουδέ άλλον εδέχετο να αργολογήση ή να είπη λόγον, ώστε να γελάση άνθρωπος.
Λέγουσι δε ότι και τον ύπνον της νυκτός με κόπον πολύν απελάμβανε, διότι είχε
σχοινίον κρεμάμενον από της στέγης και ήπλωνε τας χείρας του και το στήθος του
εις εκείνο και ούτως ελάμβανε ολίγον ύπνον προς ανάπαυσιν της ανθρωπίνης φύσεως·
ούτω διάγων ο Άγιος δεν ήτο δυνατόν να διαφύγη της προσοχής των Αδελφών του
Μοναστηρίου, όθεν όλοι τον είχον ως Άγιον. Γέρων τις, το γένος Σύρος, ονόματι
Ησύχιος, ενάρετος κατά πολλά, υπήρχε μεταξύ των Πατέρων του Μοναστηρίου. Αυτόν
δια την υπερβολικήν του άσκησιν προσεπάθει ο Άγιος να μιμηθή εις την αρετήν. Ο
Γέρων δε ούτος προσευχόμενος εις τον Θεόν κατά το μεσονύκτιον είδεν όραμα, το
οποίον και να το είπη τις έχει κόπον και να το ακούση είναι φοβερόν, αλλά έχει
και πολλήν ευφροσύνην και εις τον λέγοντα και εις τον ακούοντα. Ούτος λοιπόν
είδεν ότι ανήρ τις λευκοφόρος, βοβερός κατά την όψιν, εφάνη ως να κατέβη από
τον ουρανόν και εστάθη ενώπιον του Χρυσοστόμου προσευχομένου και αυτού, είχε δε
ούτος χαρτίον τετυλιγμένον εις τας χείρας του. Ο Άγιος, καθώς τον είδεν, έπεσεν
από τον φόβον του κάτω πρηνής και εκείνος τον ήγειρε και είπε· «Μη φοβού, αλλά
θάρρει». Τον ηρώτησε τότε ο Άγιος ποίος είναι, ο δε είπεν· «Εγώ ήλθα εις σε,
πεμφθείς από Θεού και δέξου τούτο, όπερ σου δίδω». Εφάνη λοιπόν εις αυτόν ότι
του έδωκε το τετυλιγμένον χαρτίον, και του είπε· «Εγώ είμαι ο Θεολόγος και
Ευαγγελιστής Ιωάννης και λάβε τούτο το χαρτίον, το οποίον σου δίδω· από σήμερον
δε θα ανοιχθή η διάνοιά σου να εννοής την έννοιαν όλην της θείας Γραφής». Ο δε
Άγιος έλεγεν· «Δεν είμαι άξιος εγώ τοιαύτης Χάριτος». Εκείνος δε ποιήσας εις
αυτόν τον τύπον του Σταυρού και φιλήσας αυτόν και δίδων εις αυτόν θάρρος,
ανελήφθη. Αυτά ιδών ο διορατικός εκείνος Γέρων, επί πολλάς ημέρας ήτο
πεφοβισμένος και θαυμάζων το όραμα· βλέποντες δε αυτόν συλλογιζόμενον τινές των
Μοναχών, τον ηρώτησαν και έμαθον την αιτίαν της οπτασίας. Τους είπε δε και
τούτο ο Γέρων· «Τηρείτε σιωπήν, να μη το μάθη αυτός και φεύγων την τιμήν των
ανθρώπων αναχωρήση από το Μναστήριόν μας». Οι δε Μοναχοί, εκπλαγέντες εις τους
λόγους του Γέροντος, ανέμενον να ίδωσι το αποβησόμενον· διότι ήλπιζον, ότι
μεγάλα και παράδοξα πράγματα θέλουσι συμβή εις τον Άγιον, τα οποία και
ετελειώθησαν, καθώς θέλετε ακούσει μετ’ ολίγον. Άνθρωπός τις Αντιοχεύς, το
γένος ευγενής, βαθύπλουτος, ησθένησε βαρέως· διότι το εν μέρος της κεφαλής του
τόσον επόνεσεν, ώστε εξήλθεν ο εις των οφθαλμών του. Έδραμε λοιπόν ούτος εις το
Μοναστήριον του Αγίου και πεσών εις τους πόδας του τον παρεκάλει να τον
ιατρεύση. Ο δε Άγιος είπεν εις αυτόν· «Τούτο έπαθες, διότι δεν επίστευες εις
τον Χριστόν εξ όλης σου ψυχής και διότι έχεις έργα αμαρτίας. Εάν με όλην σου
την καρδίαν προσεύχησαι και υπόσχεσαι να λείψης από τα κακά, εύκολον είναι να
ιατρευθής». Τότε μετά δακρύων ωμολόγησεν ο άρχων εκείνος τον Χριστόν Θεόν
αληθινόν και υπεσχέθη να λείψη από τας αμαρτίας· και κρατήσας το ράσον του
Αγίου, έτριψεν την κεφαλήν του και παρευθύς και ο πόνος της κεφαλής έπαυσε και
ο οφθαλμός του ιατρεύθη, ως πρότερον. Έτερος δε μέγας πλούσιος, Αρχέλαος
ονόματι, ήτο εις την Αντιόχειαν ασθενής, πλην εκ τινων περιστάσεων, τας οποίας
δεν πρέπει να είπη τις, εδαπάνησε χρήμα πολύ εις τους ιατρούς δια να θεραπευθή·
α΄΄’α ο μεν πλούτος του ηλαττούτο, η δε ασθένεια ηύξανε. Μόλις δε ενεθυμήθη τον
Άγιον και προσδραμών εις το Μοναστήριον έπεσεν εις τους πόδας του, ο δε Άγιος
διδάξας αυτόν και παραινέσας να απέχη από αμαρτίας, εξ ων προέρχονται αι
ασθένειαι του σώματος, του είπε να νιφθή δια του ύδατος όπερ έπιναν οι Πατέρες
και παρευθύς, ότε ενίφθη, ω του θαύματος! ιατρεύθη. Αλλά τι το μετά ταύτα;
Σκορπίσας ο Αρχέλαος τον πλούτον του εις τους πτωχούς, έγινε Μοναχός και
έμεινεν εκεί εις το Μοναστήριον του Αγίου. Ταύτα ιδόντες και άλλοι πολλοί
εποίησαν τα όμοια και σχεδόν επλησίαζε να γίνωσι Μοναχοί το ήμισυ της
Αντιόχειας. Έτερος άνθρωπος, Εύκλεος ονόματι, φθόνω του διαβόλου τυφλωθείς τον
ένα οφθαλμόν, έγινε Μοναχός εις το Μοναστήριον του Αγίου και ήτο εκεί
εργαζόμενος την αρετήν. Ο δε Άγιος βλέπων ότι είναι λυπημένος δια τον
ελλείποντα οφθαλμόν, του είπε· «Ο Θεός, αδελφέ, να σε ιατρεύση και να φωτίση
τους οφθαλμούς της καρδίας σου και του σώματος». Και παρευθύς με τον λόγον
ιατρεύθη ο οφθαλμός του ως και ο άλλος και εδόξασε τον Θεόν. Και γυνή τις από
την Αντιόχειαν, Χριστίνα ονόματι, είχε πάθος αιμορροίας επτά έτη, ήτις είναι
μεγάλη ασθένεια των γυναικών. Ταύτην ο ανήρ αυτής επιβιβάσας εις ζώον, την
επήγεν εις το Μοναστήριον και κλαίων προσέπεσεν εις τους πόδας του Αγίου, ζητών
ιατρείαν της γυναικός του. Ο δε Άγιος του είπε· «Διατί αφήκες τον Θεόν, τον
δυνάμενον να δώση την υγείαν και ήλθες εις άνθρωπον αμαρτωλόν; Πλην ειπέ εις
την γυναίκα σου, εάν γίνη συμπαθητική προς τας υπηρετρίας της και εάν δίδη
ελεημοσύνην, συντόμως θέλει ιατρευθή». Ταύτα ως ήκουσεν η γυνή εκ του στόματος
του ανδρός αυτής, υπέσχετο εξ όλης ψυχής να ποιήση αυτά και παρευθύς ιατρεύθη.
Κατ’ εκείνον τον καιρόν λέων μέγας εφάνη εις την Αντιόχειαν και ήτο τόσον
φοβερός, ώστε ούτε οι γεωργοί ετόλμων να υπάγωσιν εις τους αγρούς των, ούτε οι
άνθρωποι να υπάγωσιν εις την εργασίαν των, διότι έτρεχε με μανίαν πολλήν και
εφόνευεν οιονδήποτε και εάν εύρισκεν έμπροσθέν του· πολλοί δε πλησιόχωροι
συναθροισθέντες δια να τον φονεύσωσιν, δεν ηδυνήθησαν, αλλά μάλιστα πολλοί εξ
αυτών εφονεύθησαν. Όθεν εκ τούτου ηναγκάσθησαν οι άνθρωποι από του φόβου να
αφήσουν τους αγρούς και τους αμπελώνας των, ως και οι έμποροι τας πραγματείας των.
Τέλος ενθυμηθέντες τον Άγιον προσέτρεξαν εις το Μοναστήριον και πίπτοντες εις
τους πόδας αυτού εδέοντο κλαίοντες να τους βοηθήση. Ο δε Άγιος τους είπε· «Δια
να είσθε ολιγόπιστοι και δια να μη εργάζεσθε τας εντολάς του Χριστού, σας
εγκατέλιπεν ο Θεός και πειράζεσθε. Πλην λάβετε τούτον τον Σταυρόν τον ξύλινον,
και υπάγετε να τον στήσετε εις την οδόν έξω της πόλεως και θέλετε ίδει την
δύναμιν του Χριστού». Έλαβον λοιπόν αυτοί τον Σταυρόν και τον έστησαν έξω εις
την οδόν, και το πρωϊ, ω Χριστέ Βασιλεύ, ως θαυμαστά τα έργα σου! Ευρέθη ο λέων
κείμενος νεκρός έμπροσθεν εκείνου του Σταυρού. Αλλά περί των θαυμάτων του Αγίου
ας καταπαύσωμεν τον λόγον μας. Τέσσαρα έτη έμεινεν εις το Μοναστήριον εκείνο ο
Άγιος, ούτω θαυματουργών και ούτω την αρετήν μετερχόμενος· αλλά μετά ταύτα, φεύγων
τον έπαινον των ανθρώπων, επήγεν εις έρημον τόπον και ησκήτευεν επί δύο έτη·
ούτε λύχνον είχεν, ούτε στρώμα, ούτε τράπεζαν, ούτε άλλο τι, όσα είναι προς
παρηγορίαν των ανθρώπων. Ως μόνην δε τροφήν είχεν άρτον δίπυρον (παξιμάδι) και
ύδωρ, το οποίον του επήγαινεν άνθρωπος γνωστός του, την δε ψύχραν της νυκτός
και τον καύσωνα της ημέρας τόσον τας υπέμεινεν, ως να ήτο λίθινος· αλλ’ όμως
επειδή και αυτός άνθρωπος ήτο και ο Θεός ήθελεν, ησθένησεν από πολλήν
κακοπάθειαν και είχε πόνον πολύν εις τα νεφρά· εκ τούτου ηναγκάσθη να καταβή
εις την πατρίδα του Αντιόχειαν· αυτό δε ήτο του Θεού οικονομία, να τεθή το φως
επί την λυχνίαν και να λάμψη εις του κόσμου τα πέρατα. Ο δε Πατριάρχης της
Αντιοχείας Μελέτιος, περί του οποίου προείπομεν ότι εβάπτισε τον Άγιον, τον
εδέχθη μετά πάσης χαράς και τον εχειροτόνησεν αναγνώστην. Επειδή δε τον καιρόν
εκείνον συνεκαλείτο η Αγία και Οικουμενική Β΄ Σύνοδος, ανέβη ο Πατριάρχης
Μελέτιος εις την Κωνσταντινούπολιν ένθα και ετελεύτησεν, ο δε Άγιος, ευρών
καιρόν, επήγεν εις την ηγαπημένην του ησυχίαν και εκείθεν επήγεν πάλιν εις το
πρώτον του Μοναστήριον. Μετά τον θάνατον του Αγίου Μελετίου εγένετο Πατριάρχης
Αντιοχείας ο Φλαβιανός, όστις, προσευχόμενος ποτε εις το κελλίον του, είδεν
Άγγελον Κυρίου λέγοντα προς αυτόν· «Ύπαγε εις το Μοναστήριον όπου είναι ο
Ιωάννης, και φέρε αυτόν εις την Εκκλησίαν του Πατριαρχείου σου, να τον
χειροτονήσης Ιερέα, διότι είναι δοχείον εκλεκτόν της κατοικίας του Θεού, ως ο
Απόστολος Παύλος, και μέλλει να φωτίση την Οικουμένην όλην». Την νύκτα δε
εκείνην εφάνη ο αυτός Άγγελος και προς τον Άγιον προσευχόμενον, και του είπεν·
«Αύριον, ευθύς ως έλθη ο Πατριάρχης Φλαβιανός και σε ζητήση, να υπάγης μετ’
αυτού, διότι είναι θέλημα Θεού να δεχθής την Ιερωσύνην». Ο δε Άγιος εγίνωσκε
μεν ότι από Θεού είναι η οπτασία, αλλ’ όμως είπε προς τον Άγγελον· «Δεν είμαι
εγώ άξιος, Άγιε Άγγελε, δια τοιαύτας υπηρεσίας, διότι τούτο είναι υπεράνω της
δυνάμεώς μου, μόνον συγχώρησόν μοι». Ο δε Άγγελος είπε· «Πράγματα τα οποία
βούλεται ο Θεός να τελειώση, ποίος άνθρωπος δύναται διαφοροτρόπως να ποιήση;» Ταύτα
ακούσας ο Άγιος, το πρωϊ συνάξας τους Πατέρας του Μοναστηρίου, τους είπε την
οπτασίαν· εκείνοι δε ακούσαντες έκλαυσαν λυπούμενοι, διότι μέλλει να τους αφήση
ο Άγιος. Αυτός δε με διδακτικούς λόγους τους παρηγόρησε και τους εδίδαξεν, όσα
ήσαν τα συμφέροντα. Διδάσκοντος του Αγίου έφθασε και ο Πατριάρχης Φλαβιανός και
ιδών τον Άγιον εχάρη, διότι δεν είχεν ίδει αυτόν άλλοτε και μετά χαράς του είπε·
«Εγώ, ω τιμιώτατε και φιλοσοφώτατε άνθρωπε, είχα και πρότερον διάθεσιν και
επιθυμίαν να σε απολαύσω και να ίδω την σεβασμίαν σου κεφαλήν, αλλ’ από πολλάς
συγχύσεις της Εκκλησίας δεν έλαβον καιρόν· όμως ευχαριστώ τον Θεόν, όστις με
ηξίωσε καν τώρα να σε ίδω, και μάλιστα διότι ο Θεός με έστειλε δια να σε
οδηγήσω εις την Εκκλησίαν μου, καθόσον εφάνη εις εμέ Άγγελος Κυρίου και μου
είπε να σε καλέσω να έλθης μετ’ εμού, να σε χειροτονήσω Ιερέα. Μη λοιπόν φανής
εναντίος εις το θέλημα του Θεού». Τότε ο Άγιος τον παρεκάλεσε να μείνη εκεί να
λειτουργήση την ημέραν εκείνην εις το Μοναστήριον, ίνα μεταλάβωσιν οι Άγιοι
Πατέρες και να λάβουν και την ευλογίαν του. Ελητούργησε λοιπόν ο Πατριάρχης
κατά την αίτησιν του Αγίου, το δε πρωϊ, όταν εκίνησεν ο Άγιος να υπάγη όπισθεν
του Πατριάχου, έγινε πράγμα λύπης και δακρύων άξιον. Συνήχθησαν οι Πατέρες
κύκλω του Αγίου και θρηνούντες μετά δακρύων παρεκάλουν να μη τους αφήση
ορφανούς, ονομάζοντες αυτόν πατέρα και διδάσκαλον. Τέλος ιδών ο Πατριάρχης τα
δάκρυά των, τους ωμίλησε λόγους παρηγορητικούς και απεχωρίσθησαν. Όταν δε
ήκουσαν οι Αντιοχείς, ότι έρχεται ο Άγιος, εξήλθον πάντες οι κάτοικοι να
προϋπαντήσουν τον Άγιον, δια να λάβωσι την ευχήν και ευλογίαν του, ουχί δε
μόνον η Αντιόχεια, αλλά και όλα τα περίχωρα τον προϋπήντησαν μετά πίστεως. Κατά
δε την ημέραν, κατά την οποίαν έμελλε να χειροτονηθή ο Άγιος, έγινε θαύμα
παράδοξον, διότι όλοι οι Ιερωμένοι και οι καθαροί Χριστιανοί, οι ευρεθέντες εις
την χειροτονίαν, είδον οφθαλμοφανώς περιστεράν λευκήν, ήτις επέτα εις το άγιον
Βήμα· και όταν εξεφώνησεν ο Πατριάρχης το «Η θεία Χάρις» κ,τ.λ. κατέβη η
περιστερά εκείνη και εκάθησεν εις την κορυφήν του Αγίου· ήτο δε αύτη η Χάρις
του Παναγίου Πνεύματος. Εγένετο η χειροτονία του Αγίου εις μεν Διάκονον κατά το
έτος τοη΄ (378), Ιερέα κατά το έτος τπγ΄ (383) και αι δύο αύται χειροτονίαι
ετελέσθησαν υπό του Πατριάρχου Αντιοχείας Φλαβιανού. Ποία
δε ήσαν τα μετά την χειροτονίαν έργα του Αγίου; Διδαχαί καθ’ εκάστην,
διδασκαλίαι, παραινέσεις προς τους Χριστιανούς, εξηγήσεις της θείας Γραφής,
ερμηνείαι των απορρήτων, τόσον ώστε οι Αντιοχείς εκ της γλυκύτητος των λόγων οι
μεν τον ωνόμαζον στόμα Χριστού, άλλοι δεύτερον Παύλον, άλλοι δε Χρυσόστομον,
και αυτό το όνομα επεκράτησε, το Χρυσόστομος, και λέγεται έως σήμερον. Αλλά,
ευλογημένοι Χριστιανοί, παρακαλώ την αγάπην σας, ακούσατε και μερικά θαύματα
από όσα εποίησεν ο Άγιος τότε Ιερεύς ων και διδάσκων εις την Αντιόχειαν· διότι
αμαρτίαν θέλομεν έχει, εάν διηγούμενοι περί της πολιτείας του Αγίου αφήσωμεν
αυτά ανεκδιήγητα.
Εις την Αντιόχειαν ήτο
γυνή τις, Εύκλεια ονόματι, πλουσία και από γένος ευγενικόν, ήτις είχε πέντε
υιούς· και οι μεν τέσσαρες απέθανον, ο δε πέμπτος εκινδύνευεν εκ πυρετού εις
θάνατον· ακούουσα δε τους χρυσούς λόγους τους οποίους διηγείτο ο Άγιος πως η
Χαναναία εκείνη, την οποίαν αναφέρει το άγιον Ευαγγέλιον, έπεσεν εις τους πόδας
του Χριστού και εδεήθη να ιατρεύση την δαιμονιζομένην της θυγατέρα, έπεσε και
αυτή εις τους πόδας του Αγίου και μετά δακρύων εδέετο να ποιήση έλεος εις τον
μονογενή της υιόν. Ο δε Άγιος, γινώσκων ότι από αμαρτίας γονέων ησθένει ο υιός
των, της είπε· «Γινώσκετε, ότι από τας ιδικάς σας αμαρτίας αφήρεσεν ο Θεός την
ζωήν των άλλων τεσσάρων παίδων· και ιδού θέλει αποθάνει και αυτός ο πέμπτος,
εάν δεν μετανοήσητε εξ όλης ψυχής, να αφήσητε τας προτέρας αμαρτίας· εάν
υπόσχεσθε ενώπιον του Θεού να μετανοήσητε, θέλετε τον κερδήσει». Ταύτα
ακούσαντες οι γονείς του παιδίου, μετά δακρύων υπεσχέθησαν να διορθώσωσι τα
αμαρτήματά των· ο δε Άγιος προσέταξε να του φέρωσιν ύδωρ, το οποίον ευλογήσας
έδωκε τρις και έπιε το παιδίον και παρευθύς ιατρεύθη. Ο έπαρχος του καιρού
εκείνου της Αντιοχείας ήτο αιρετικός και θέλων να στερεώση τα δόγματα του
αιρετικού Μαρκίωνος, ηνώχλει πολύ τους Χριστιανούς· ο δε Μαρκίων ήτο παλαιός
αιρετικός, όστις εκτός των πολλών βλασφημιών, είχε και τούτο: εφρόνει ότι
τέσσαρες θεοί είναι· ο εις είναι αγαθός και δεν δύναται άνθρωπος να τον γνωρίση
και ονομάζεται Πατήρ· ο δεύτερος είναι εκείνος όστις εδημιούργησε τα τέσσαρα
στοιχεία, την γην, τον αέρα, τον αιθέρα και το ύδωρ και ονομάζεται δημιουργός·
ο τρίτος είναι δίκαιος και εδανείσθη από τον δεύτερον τα τέσσαρα στοιχεία και
εποίησε τον κόσμον όλον και τον άνθρωπον, και ονομάζεται πονηρός· ο τέταρτος
είναι ο Χριστός, κάτωθεν των άλλων τριών θεών. Τοιαύτας φλυαρίας έλεγεν ο
μιαρός εκείνος Μαρκίων, τας οποίας ήθελεν ο έπαρχος να βεβαιώση. Αλλά τι ωκονόμησεν
ο Θεός; Ησθένησεν η γυνή του από δυσεντερίαν· πολλοί ιατροί την επεσκέφθησαν,
πολύ χρήμα κατηναλώθη προς ίασιν, πολλοί και εκ των αιρετικών εποίησαν
προσευχήν, αλλά ματαίως. Τέλος ενεθυμήθησαν τον Άγιον, και ημέραν τινά,
διδάσκοντος του Αγίου, επήραν την ασθενή βαστακτήν επί κραββάτου και την επήγαν
εις την Εκκλησίαν. Ο δε Άγιος είπε προς αυτούς· «Διατί πεπλανημένοι όντες και
μεμολυσμένοι από την μιαράν αίρεσιν του Μαρκίωνος ετολμήσατε να πατήσετε την
καθαράν Εκκλησίαν του Χριστού και μάλιστα προσεκαλέσατε και τους μιαρούς των
αιρετικών; Φύγετε μακράν από ημάς, δεν έχετε σεις μέρος εις τον Χριστόν». Ταύτα
ακούσας ο έπαρχος εκείνος μετά της γυναικός του είπον· «Ημείς από τους γονείς
μας κατά διαδοχήν έχοντες την θρησκείαν αυτήν , ενομίζομεν ότι ορθώς πιστεύομεν·
επειδή δε μας λέγεις, ότι αιρετικοί είμεθα, αναθεματίζομεν από του νυν την
τοιαύτην αίρεσιν και πιστεύομεν, ως πιστεύει η Αγία Εκκλησία των Χριστιανών».
Τότε διέταξεν ο Άγιος να φέρωσιν ύδωρ, όπερ ηυλόγησε· και μόνον ως το έχυσαν
επάνω εις την γυναίκα εκείνην, παρευθύς ιατρεύθη και επήγε βαδίζουσα υγιής εις
τον οίκον της. Έκτοτε επίστευσεν ο άρχων εκείνος μετά της γυναικός του
ορθοδόξως και ελεημοσύνας πολλάς εποίησαν εις ξένους, εις πτωχούς, εις
νοσοκομεία, εις Εκκλησίας και εις άλλα θεάρεστα έργα. Οι δε Μαρκιωνισταί,
ιδόντες ότι ιατρεύθη η γυνή του άρχοντος εκείνου και ότι απεστράφη την αίρεσίν
των, αντί να μετανοήσωσι και αυτοί, ύβριζον και ωνόμαζον τον Άγιον μάγον και
απατεώνα και αιρετικόν. Ο δε Άγιος, μη θέλων να ποιήση κακόν αντί κακού,
μάλιστα ευεργεσίας τους εποίει διδάσκων αυτούς συνεχώς να αφήσωσι την αίρεσίν
των και προλέγων, ότι εάν δεν μετανοήσωσι θέλουσιν όλοι απολεσθή· όπερ και
εγένετο, διότι δεν παρήλθον πολλαί ημέραι και γενομένου σεισμού μεγάλου το μεν
συναγώγιον των Μαρκιανών εκρημνίσθη, πολλοί δε οίκοι αυτών ηφανίσθησαν, οι δε
των Χριστιανών ουδεμίαν βλάβην υπέστησαν. Τούτου γενομένου οι μεν Χριστιανοί
εστερεώθησαν εις την ευσέβειαν, οι δε αιρετικοί προσδραμόντες εις τους πόδας
του Αγίου μετανοούντες εζήτουν συγχώρησιν. Από δε τα περίχωρα και από άλλους
μακρινούς τόπους ήρχοντο οι Έλληνες και εβαπτίζοντο καθ’ εκάστην υπό του Αγίου
πιστεύοντες εις τον Χριστόν· έτι δε και από αυτού του όρους της Κιλικίας του
λεγομένου Αμανόν, του οποίου οι κάτοικοι ήσαν πρότερον μεν άγριοι ως θηρία
ανήμερα και ειδωλολάτραι, ύστερον όμως τόσον κατενύχθησαν από την διδαχήν του
Αγίου, ώστε ουχί μόνον εβαπτίσθησαν και εγένοντο Χριστιανοί, αλλά και Μοναχοί
εγένοντο οι περισσότεροι εξ αυτών. Κατ’ εκείνον τον καιρόν απέθανεν ο
Κωνσταντινουπόλεως Πατριάρχης ονόματι Νεκτάριος, ο οποίος ήτο διάδοχος του
θρόνου του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου. Οι δε άρχοντες είχον μεγάλην φροντίδα
ποίον να αναγορεύσωσι Πατριάρχην. Τέλος μετά πολλούς αγώνας και ίνα παύσωσι τα
σκάνδαλα, πάντες συνεφώνησαν να φέρωσι τον Άγιον από την Αντιόχειαν να τον
χειροτονήσωσι. Και παρευθύς με την θέλησιν του βασιλέως Αρκαδίου, υιού του
μεγάλου Θεοδοσίου, ψήφω και αποφάσει πάντων των Αρχιερέων και αρχόντων,
εστάλησαν διαταγαί εις τον Πατριάρχην Αντιοχείας Φλαβιανόν, αι οποίαι ανέφερον
μεν και εδηλοποίουν τον θάνατον του Πατριάρχου Νεκταρίου, του έλεγον δε να
στείλη τον Άγιον εις την Κωνσταντινούπολιν, να τον χειροτονήσωσι. Ταύτας τας
διαταγάς ως ανέγνωσεν ο Πατριάρχης, τας έδωκε και εις χείρας του Αγίου· αυτός
δε στενάξας εκ βάθους καρδίας, δακρύων είπε· «Ανάξιος είμαι εγώ τοιαύτης τιμής,
διότι κίνδυνος μέγας είναι να φορτώση τις φορτίον μέγα εις πλοίον μικρόν. Μόλις
θα δυνηθώ να σώσω εγώ την ιδίαν μου ψυχήν, τόσην δε μέριμναν της οικουμένης και
την προστασίαν των ανθρωπίνων ψυχών, τις είναι άξιος να την αναδεχθή;» Ταύτα
λέγοντος του Αγίου τις των περιεστώτων δεν εδάκρυσε; Παρηγορίαν δεν είχον τα
δάκρυά των, συμφοράν μεγάλην ενόμιζον την στέρησιν του Αγίου. «Τον πατέρα μας,
τον διδάσκαλόν μας, τον φωστήρα μας, τον διδάσκαλον της μετανοίας, τον κήρυκα
της αληθείας, δεν τον αφήνομεν να τον
πάρετε», έλεγον προς τους απεσταλμένους του βασιλέως. Ταύτα έλεγεν ο λαός και
ώμνυον, ότι αν ήτο ανάγκη και το αίμα των να χύσουν, μόνον να μη τον αφήσωσι.
Πολλά τους εδίδαξεν ο Πατριάρχης Φλαβιανός, πολλά τους είπε να μη φαίνωνται
εναντίοι της βασιλικής διαταγής και της ψήφου των Αρχιερέων, αλλ’ εκείνοι
ουδόλως επείθοντο, μόνον μία φωνή ηκούετο παρά πάντων, ότι με το θέλημά μας δεν
προδίδομεν τον διδάσκαλόν μας· τέλος, ιδόντες οι βασιλικοί άνθρωποι την ορμήν
του λαού και βλέποντες ότι και εις φόνους μέλλει να καταντήση η σύγχυσις,
μάλιστα δε ότι ο Άγιος δεν εδέχετο, έστρεψαν οπίσω άπρακτοι. Ο δε βασιλεύς
έγραψεν επιστολήν εις τον έπαρχον της Αντιοχείας διατάσσων όπως παντί τρόπω
δυνηθή να στείλη τον Άγιον και δίχως την θέλησίν του κρυφίως από τον λαόν. Όθεν
ημέραν τινά τον εκάλεσεν ο έπαρχος έξωθεν της πόλεως, δήθεν δια να τον
συμβουλευθή περί τινων κατεπειγουσών υποθέσεων· έχων δε εκεί ετοίμους ίππους
και ανθρώπους βασιλικούς, παρέδωκε τον Άγιον· και εκείνοι παραλαβόντες αυτόν
και μετά σπουδής περιπατούντες, έφθασαν εις την Κωνσταντινούπολιν. Όταν ήκουσαν
οι Αρχιερείς και οι λοιποί Κληρικοί ως και οι άρχοντες των ανακτόρων, ότι
έρχεται ο Άγιος, εξήλθον εξ μίλια έξωθεν της πόλεως και προϋπήντησαν αυτόν μετά
μεγάλης χαράς και τιμής. Έτυχε δε τότε εκεί ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Θεόφιλος,
ο οποίος, ως λέγουσιν, ήτο ανεψιός της βασιλίσσης Ευδοξίας, της γυναικός του
βασιλέως Αρκαδίου, και αυτός συνήργησε περισσότερον εις την χειροτονίαν του
Αγίου· ανεβιβάσθη δε ο Άγιος εις τον αρχιεπισκοπικόν θρόνον της
Κωνσταντινουπόλεως τη δεκάτη Πέμπτη Δεκεμβρίου του έτους 398. Τις να διηγηθή
την χαράν ήτις έγινε την ημέραν εκείνην; Τις να παραστήση την συρροήν του λαού;
Και οι Άγγελοι την ημέραν εκείνην εχάρησαν, βλέποντες τον άξιον ποιμένα
καθήσαντα εν τω ύψει της του Χριστού Εκκλησίας· την δε επαύριον επήγεν ο
βασιλεύς και πάντες οι άρχοντες του παλατίου και της πόλεως εις το
Πατριαρχείον, ίνα ευλογηθώσιν υπό του Αγίου.
Τότε ο Άγιος ηυχήθη όλους και τους ηυλόγησε, προς δε τον βασιλέα είπε·
«Μέγα και φοβερόν είναι, ω βασιλεύ, το αξίωμα τούτο της Αρχιερωσύνης και
χρειάζεται Άγγελον να το διακυβερνά· δια τούτο και εγώ εφοβούμην και εδειλίων,
γνωρίζων εμαυτόν, ότι δεν είμαι άξιος να αναλάβω τοσαύτην μέριμναν ψυχών· όμως
επειδή ο Θεός, δια τρόπων τους οποίους Αυτός γνωρίζει, ηξίωσεν εμέ τον ευτελή
και ελάχιστον δούλον του τού αξιώματος τούτου του υψηλού, δέομαι και παρακαλώ
την μεγαλειότητά σου να μη αποβή τούτο εις βάρος μου· διότι εγώ, έως ου ήμην
έξω από την τοιαύτην τιμήν, και δεν είχον τόσας ψυχάς επάνω μου, εφρόντιζον να
σώσω μόνον την ιδικήν μου ψυχήν· τώρα δε, επειδή εδέχθην τοσούτων ψυχών
επιμέλειαν, ανάγκη είναι νύκτα και ημέραν να μη σιωπώ, αλλά ό,τι βλέπω
παράνομον να το διορθώνω. Πρέπει όθεν και η μεγαλειότης σου, εάν ως άνθρωπος
σφάλης εις τι, να δέχεσαι την διόρθωσιν και να μιμήσαι τον βασιλέα Δαβίδ, όστις
εδέχθη την επιτίμησιν του Νάθαν και μετενόησε δια την αμαρτίαν του, την
μοιχείαν και τον φόνον. Ομοίως άρχοντας και πτωχούς, ανάγκη είναι να τους
διδάσκω και να τους διορθώνω. Μεγάλην αμαρτίαν θέλω έχει εις τον Θεόν, εάν
ευρισκόμενος εις τούτο το ύψος της Αρχιερωσύνης σιωπώ, βλέπων τα παράνομα».
Ταύτα και άλλα περισσότερα διδάσκοντος του Αγίου και του Θεού θέλοντος να
δοξάση τον Άγιον και να φανερώση την αρετήν αυτού, τι θαύμα συνέβη; Άνθρωπος
τις προ καιρού έχων πονηρόν δαιμόνιον, αιφνιδίως έπεσεν εν μέσω του λαού αφρίζων
και κυλιόμενος· τούτο ιδόντες ο βασιλεύς και οι λοιποί παρεκάλεσαν τον Άγιον να
κάμη έλεος εις εκείνον, και να δεηθή του Θεού περί της θεραπείας αυτού. Ο δε
Άγιος δεηθείς του Θεού, και σφραγίσας αυτόν δια του τύπου του ζωοποιού Σταυρού,
παρευθύς εποίησεν αυτόν υγιά. Ταύτα δε έγιναν κατά την ιδίαν εκείνην ημέραν της
χειροτονίας του. Ευρισκόμενος
εις την Πατριαρχείαν ο Άγιος έγραψε λόγον, όστις επιγράφεται κατά Συνεισάκτων,
ήτοι κατά των Αρχιερέων και Ιερέων εκείνων, οι οποίοι λόγω συγγενείας και
υπηρεσίας είχον γυναίκας εις τας κατοικίας των να τους υπηρετώσι· και
αποδεικνύει εκεί ο Άγιος, ότι όσοι ποιούσιν αυτό αμαρτάνουσι περισσότερον από
εκείνους, οίτινες πορνεύουσι φανερά. Διότι εκείνοι μεν, ίσως ιδιώτες όντες και
κοσμικοί, μόνον την ιδίαν αυτών ψυχήν βλάπτουσιν, ούτοι δε γίνονται πρόσκομμα
και αιτία σκανδάλου προς όλον τον λαόν. Έπειτα έγραψε και κατά της αδίκου
πλεονεξίας και κατηγορεί τους αρπάζοντας τα αλλότρια, τους αδικούντας, τους
πλεονεκτούντας. Μετά ταύτα έγραψε κατά των ασώτων, οίτινες σκορπίζουσι τα
υπάρχοντά των εις φαγοπότια και ασωτείας· εδίδασκε κατά της υπερηφανείας, της
κενοδοξίας και της αργολογίας· ωνείδιζεν όλους εκείνους οίτινες εκαλλώπιζον
εαυτούς και τους οίκους των, την δε αθάνατον ψυχήν των ημέλουν· κατεδίκαζε τους
λαμβάνοντας όρκους αληθείς ή ψευδείς, εδίδασκε δε και παρεκίνει να μη κατακρίνη
τις και να μη ψεύδηται. Περί δε της χριστομιμήτου ελεημοσύνης τι άλλο
χρειάζεται να είπωμεν; Ότι καθ’ εκάστην εδίδασκε τους ανελεήμονας και τους
ασυμπαθείς έπειθε με τους χρυσούς του λόγους και με το καλόν παράδειγμά του να
αναγνωρίζωσιν ως κέρδος την προς τον πλησίον αγάπην· διότι τις άλλος επήνεσε
τοσούτον την ελεημοσύνην, όπως αυτός; Τις άλλος ύψωσε την ταπείνωσιν; Άλλος τις
την παρθενίαν ενεκωμίασε; Τις την σωφροσύνην; Τι να λέγω τα κατά μέρος; Ποταμοί
ύδατος ζώντος έρρεον εκ του στόματος αυτού καθ’ εκάστην· όχι μόνον εις την
Κωνσταντινούπολιν, αλλά και πανταχού της γης εξήπλωσε την διδαχήν του. Διότι
μίαν φροντίδα είχεν ο Άγιος· πως να κερδήση ψυχάς, να τας παραδώση εις χείρας
Θεού, τον δε φθαρτόν βίον ή τας πολυεξόδους τραπέζας ή τα πολυτελή ενδύματα τα
εμίσει και τα κατηγόρει εις πάσαν διδαχήν. Mαθών ο
Άγιος ότι εις τα μέρη της Φοινίκης, Τύρον, Σιδώνα, Γάζαν, Τρίπολιν και τα
επίλοιπα, είναι άνθρωποι κατά πολλά βεβυθισμένοι εις την ειδωλολατρίαν και
έχουσι πολλούς βωμούς ειδωλικούς, εποίησε παντοίους τρόπους δια να τους οδηγήση
εις τον Χριστόν και να αφανίση εκ θεμελίων τους ναούς εκείνους· δια τούτο
εδεήθη του βασιλέως και έστειλε στρατιώτας, οίτινες τους μεν ειδωλικούς ναούς
εκρήμνισαν, Εκκλησίας δε και Μοναστήρια ωκοδόμησαν, εις δόξαν της Αγίας Τριάδος·
μετά ταύτα έστειλε και κήρυκας Μοναχούς εις τα Μοναστήρια ταύτα, οι οποίοι
επέστρεψαν τους Έλληνας εκείνους εις την Ορθοδοξίαν της του Χριστού πίστεως.
Ομοίως ακούσας ότι και εις τα μέρη της Ουγγαρίας επλεόναζε το δηλητήριον της
αρειανικής αιρέσεως, παρευθύς έστειλεν εκεί ανθρώπους Ορθοδόξους, γινώσκοντας
την γλώσσαν αυτών, τους οποίους εχειροτόνησε Διακόνους και Ιερείς, οίτινες
εντός ολίγου προσείλκυσαν αυτούς εις την Ορθοδοξίαν. Και οι Σκύθαι δε και οι
Τάταροι ήσαν και αυτοί ειδωλολάτραι, αλλ’ ο Άγιος έστειλε και προς αυτούς
κατηχητάς σοφούς, οίτινες τους προσήγαγον εις την πίστιν του Χριστού. Ομοίως
και εις την Ανατολήν ήσαν πολλοί Μαρκιωνισταί, περί των οποίων έγραψεν εις τους
πέριξ Αρχιερείς, να τους διδάσκωσι, και δια της διδασκαλίας βοηθούντος του Θεού
απέπτυσαν την αίρεσιν. Είχε δε και ταύτην την συνήθειαν ο Άγιος· δεν εκάθητο
εις τράπεζαν να φάγη, ούτε με άρχοντα, ούτε με άλλον άνθρωπον. Και τούτο εποίει
δια δύο αιτίας: πρώτον μεν, διότι εκ νεαράς ηλικίας του ούτε οίνον έπινεν, ούτε
στερεάν τινα τροφήν έτρωγε, ειμή μόνον τον χυλόν του κριθαρίου το οποίον
έβραζε, εκ τούτου δε ησθένησεν ο στόμαχός του και δεν ηδύνατο να φάγη άλλην
τροφήν· δεύτερον δε, διότι εάν ήθελε να συγκαταβή να τρώγη με πλουσίους, ανάγκη
ήτο να φάγη και με πτωχούς· και δια τας δύο ταύτας αιτίας, λέγει ο Συμεών ο
Μεταφραστής, ότι δεν ήθελεν ο Άγιος να συμφάγη μετά τινος ανθρώπου.
Ήτο δε ο Άγιος πολύ επιτήδειος, όχι μόνον εις το να διδάξη δια λόγων,
αλλά και εις το να νοήση ορθώς το πνεύμα της θείας Γραφής· ηγάπα να εξηγή τας
Αγίας Γραφάς και να συγγράφη λόγους, εξόχως δε τας επιστολάς του Αποστόλου
Παύλου, τας οποίας τόσον είχε προθυμίαν να τας εξηγήση, ώστε πάντοτε εις τας
διδαχάς του ανέφερε εκ των ρημάτων αυτού και πάντοτε εις το στόμα του ήτο ο
Παύλος και αναπνοή του Χρυσοστόμου ο Παύλος ήτο· δια τούτο παρεκάλει πάντοτε
τον Θεόν να του αποκαλύψη Μυστήριον τι, δια να βεβαιωθή, εάν η εξήγησις των
Επιστολών ήρεσκεν εις τον Απόστολον Παύλον. Ακούσατε δε τι ωκονόμησεν ο Θεός.
Ωργίσθη ποτέ ο βασιλεύς κατά τινος άρχοντος του Παλατίου, αφού δε του επήρε τα
υπάρχοντά του όλα, ήθελε και να τον φονεύση. Εκείνος μη έχων που αλλού να
καταφύγη, προσέδραμεν εις τον Άγιον, όστις κατά την ώραν εκείνην δεν τον είδεν
αυτοπροσώπως, μαθών όμως ότι τον ζητεί ο άρχων αυτός του παρήγγειλε, ίνα υπάγη
κατά την ώραν του αποδείπνου να συνομιλήσωσι· παρήγγειλε δε και εις τον μαθητήν
του Πρόκλον, όστις έγινε μετά ταύτα Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, ότι την ώραν
κατά την οποίαν θα έλθη ο άρχων, να τον υπάγη κρυφίως εις το κελλίον του. Όταν
λοιπόν ενύκτωσεν, επήγεν ο άρχων κατά την παραγγελίαν του Αγίου και ευρών τον
Πρόκλον, του είπε να τον υπάγη εις το κελλίον του Αγίου· ο δε Πρόκλος επήγε να
ειδοποιήση τον Άγιον περί του άρχοντος· εύρεν όμως κεκλεισμένην την θύραν·
νομίζων δε ότι δεν θα ευρίσκετο κανείς εντός του κελλίου, παρετήρησεν από
θυρίδα τινά δια να βεβαιωθή, και βλέπει, ότι ο μεν Άγιος εκάθητο και έγραφε,
άνθρωπος δε τις φαλακρός, πλατυγένειος, ήτο άνωθεν των ώμων του Αγίου ολίγον
εσκυμμένος και του ωμίλει εις το ωτίον. Τούτο ιδών ο Πρόκλος ενόμισεν ότι
άνθρωπος τις ελθών έξωθεν ομιλεί μετά του Αγίου. Ανέμενε λοιπόν επί πολλήν ώραν
να εξέλθη ο άνθρωπος εκείνος. Επειδή όμως έβλεπεν ότι εκείνος δεν εξήρχετο,
επήγεν και είπεν εις τον άρχοντα, ότι δεν είναι δυνατόν να ίδη τον Άγιον, διότι
άνθρωπος τις ομιλεί μυστικά με αυτόν· ο δε άρχων εκείνος ανέμενεν ολίγον· έχων
δε μεγάλην ανάγκην να ίδη τον Άγιον, πάλιν έστειλε τον Πρόκλον να υπάγη.
Μεταβάς λοιπόν και πάλιν και ιδών τον αυτόν άνθρωπον, επέστρεψε λυπημένος, διότι
δεν εύρε καιρόν να εμβάση τον άρχοντα και διότι ο άνθρωπος εκείνος εισήλθε
κρυφίως χωρίς να τον ερωτήση. Ανέμενε λοιπόν και πάλιν και στενοχωρούμενος υπό
του άρχοντος επήγε να ίδη, αλλά και πάλιν ομοίως τον έβλεπεν, ομιλούντα μετά
μεγάλης προσοχής εις το ωτίον του Αγίου, έως ου έφθασε και η ώρα του όρθρου και
εσήμαναν. Τότε εγερθείς ο Άγιος επήγεν εις την Εκκλησίαν, μη γνωρίζων ούτε ότι
ο άρχων εκείνος ήλθεν, ούτε την οπτασίαν την οποίαν έβλεπεν ο Πρόκλος. Την
άλλην ημέραν επήγε πάλιν ο άρχων εκείνος, έχων μεγάλην ανάγκην να συναντήση τον
Άγιον· ο δε Πρόκλος, ως επήγε να δώση είδησιν του Αγίου, πάλιν είδεν εκείνον
τον φαλακρόν, τον οποίον έβλεπε και την προηγουμένην ημέραν και ωμίλει εις το
ωτίον του Αγίου, ο δε Άγιος είχε μεγάλην προσοχήν να τον ακούη. Τότε ώμοσε καθ’
εαυτόν ο Πρόκλος, ούτε να φάγη, ούτε το όμμα του να κλείση, εάν μη φυλάξη να
ίδη πόθεν εμβαίνει ο άνθρωπος εκείνος, και τις είναι και τι ζητεί. Την δε
τρίτην νύκτα πάλιν επήγεν ο άρχων και ηνάγκαζε τον Πρόκλον να ομιλήση δια την
υπόθεσίν του· αυτός δε του είπε· «Μη λυπήσαι, απόψε είναι μόνος, διότι εγώ είχα
μεγάλην προσοχήν και άλλος τις δεν ήλθεν, όθεν υπάγω να το είπω». Επήγε λοιπόν
αλλά και πάλιν, ω των θαυμασίων έργων του Θεού! είδε τον αυτόν άνθρωπον
ομιλούντα ομοίως μετά του Αγίου. Ανέμενε πάλιν, αλλά εκείνος δεν εξήλθε
παντελώς. Τότε επέστρεψε προς τον άρχοντα και του είπε· «Ύπαγε εις το καλόν και
δέου του Θεού να σε βοηθήση εις την ανάγκην σου, διότι, καθώς βλέπω, δεν είναι
δυνατόν να συνομιλήσης με τον Άγιον ούτε σήμερον, ούτε αύριον, έως ου να ποιήση
ο Θεός οικονομίαν τινα δια σε». Όθεν επέστρεψεν ο Άρχων εις την οικίαν του
λυπημένος δια την συμφοράν του. Πρωϊας γενομένης ενεθυμήθη ο Άγιος τον άρχοντα
και ηρώτησε τον Πρόκλον λέγων· «Πως δεν ήλθεν ο άρχων εκείνος, όστις ήθελε να
μου ομιλήση; Μήπως διώρθωσε την υπόθεσίν του;» Απεκρίθη ο Πρόκλος· «Ήλθε,
Δέσποτά μου, και ανέμενε τρεις νύκτας εδώ, αλλά δεν ηδυνήθη να σε συναντήση». Ο
δε Άγιος του λέγει· «Και διατί δεν ήλθες να μου είπης περί αυτού, καθώς σου
παρήγγειλα;» Απεκρίθη ο Πρόκλος· «Ήλθον, Δέσποτά μου, πέντε και δέκα φοράς,
αλλά δεν ήτο δυνατόν να σου ομιλήσω, διότι άνθρωπος τις σεβαστός φαλακρός
ίστατο άνωθέν σου και σου ωμίλει εις το ωτίον και δεν ήθελον να σε διακόψω από
την συνομιλίαν εκείνου, διότι έβλεπον ότι μετά μεγάλης προσοχής σου ωμίλει».
Λέγει ο Άγιος· «Και ποίος ήτο εκείνος όστις μου ωμίλει;» Του λέγει ο Πρόκλος·
«Δέσποτά μου, τον άνθρωπον εκείνον δεν τον γνωρίζω, αλλά συμπεραίνω ότι
ομοιάζει προς τον Απόστολον Παύλον, του οποίου την εικόνα έχεις άνωθέν σου και
την βλέπεις όταν γράφης». Τότε εγνώρισεν ο Άγιος ότι επήκουσεν ο Θεός την
προσευχήν του και είναι θέλημα Θεού να εξηγήση τας Επιστολάς του Αποστόλου
Παύλου. Από τότε ο Άγιος συνέγραψε το βιβλίον όπερ ευρίσκεται έως σήμερον, ήτοι
«Τας δεκατέσσαρας επιστολάς του Αποστόλου Παύλου», αι οποίαι είναι θησαυρός
μέγας και πλούτος αδαπάνητος εις την Εκκλησίαν του Χριστού· διώρθωσε δε και την
υπόθεσιν του άρχοντος εκείνου, διότι παρεκάλεσε τον βασιλέα και τον διώρισε
πάλιν εις την προτέραν του τιμήν.
Ούτος ο της Εκκλησίας λαμπρός αστήρ και της αρετής Διδάσκαλος, ζήλω θείω
κινούμενος, ουδέ τους Ιερείς ημέλει να ελέγχη, όταν έπταιον· και όχι μόνον με
λόγους τους ετιμώρει, αλλά και με έργα, διότι τους έκαμνεν αργούς και τους
εξέβαλλεν έξω της του Χριστού Εκκλησίας, δια τούτο και εις τινας εφαίνετο
βαρετός. Όταν δε ήρχισε να ελέγχη και τους άρχοντας, τότε πολλοί τον κατέκριναν
και τον εφθόνουν. Αλλ’ αυτός εμιμείτο τον Προφήτην Δαβίδ, όστις λέγει· «Ελάλουν
εν τοις μαρτυρίοις σου εναντίον βασιλέων, και ουκ ησχυνόμην» (Ψαλμ. ριη:46).
Εκείνοι δε, κακοί όντες, άρπαγες και πλεονέκται, και αδικούντες τους πτωχούς
και ορφανούς και χήρας, αντί να διορθωθώσι και να ευγνωμονώσι τον Άγιον, όστις
τους έλεγε την αλήθειαν, τον κατέκρινον και τον έλεγον υπερήφανον και
αναίσχυντον. Συνήθεια ήτο από τον καιρόν του Μεγάλου Κωνσταντίνου, ότι όστις
ήθελε πταίσει και γίνει άξιος φυλακής ή θανάτου, εάν προέφθανε και κατέφευγεν
εις την Εκκλησίαν του Πατριαρχείου, δεν ετόλμα τις να εξαγάγη αυτόν έξω ή να
του προξενήση κακόν τι· αύτη η συνήθεια επικρατεί και έως της σήμερον εις τα
μέρη της Ιταλίας, και είναι πολύ επαινετή. Ο ύπατος του βασιλέως, Ευτρόπιος
ονόματι, θέλων να εκδικηθή εχθρούς του τινάς, οίτινες του έπταισαν και
κατέφυγον εις την Εκκλησίαν, παρεκίνησε τον βασιλέα Αρκάδιον και εξέδωκε
διαταγήν, ίνα ο νόμος και η συνήθεια ακυρωθή και ίνα ο πταίστης τιμωρήται κατά
το πταίσιμόν του. Αλλά δεν παρήλθεν ολίγος καιρός και έπταισεν ο Ευτρόπιος εις
τον βασιλέα και εκινδύνευσεν εις θάνατον. Όθεν μη έχων άλλην καταφυγήν, έδραμεν
εις την καταφρονηθείσαν παρ’ αυτού Εκκλησίαν, ίνα σωθή εκ του θανάτου. Βλέπων
δε ο Άγιος ότι κατέφυγεν εις το θυσιαστήριον και ζητεί έλεος, και μόνον ότι δεν
εξεψύχει από τον φόβον του, ανέβη εις τον άμβωνα υψηλά, δια να τον βλέπη το
πλήθος του λαού, όπερ συνήχθη τότε και ήλεγξε τον Ευτρόπιον, διότι δια να
εκδικηθή τους εχθρούς του παρεκίνησε τον βασιλέα και κατήργησε τον νόμον της
καταφυγής και τα λοιπά, τα οποία φαίνονται εις τον προς Ευτρόπιον λόγον του.
Ούτος ο λόγος του Αγίου εφάνη σκληρός εις τους Κληρικούς και άρχοντας και
ωνείδιζον τον Άγιον ως ανελεήμονα και άσπλαγχνον. Έγινε δε και άλλη τοιαύτη
υπόθεσις κατ’ εκείνας τας ημέρας και ηύξησαν οι κατήγοροι του Αγίου. Εντός της Κωνσταντινουπόλεως
ήσαν πολλοί Αρειανοί, ο δε Άρειος έλεγεν ότι ο Χριστός δεν είναι άναρχος και
άκτιστος Θεός, αλλά κτίσμα και δούλος του Θεού. Ούτοι είχον και ιδίας Εκκλησίας
και εποίουν διδαχάς καθ’ εκάστην, ώστε και πολλοί των Χριστιανών απατώμενοι εκ
των λόγων των μιαρών Αρειανών εγίνοντο αιρετικοί. Τούτο βλέπων ο Άγιος να
γίνεται εντός της πόλεως, ένθα είναι θρόνος βασιλικός και Πατριαρχικός, εζήτει
κατάλληλον ευκαιρίαν να τους εκδιώξη από την πόλιν. Όταν λοιπόν ήλθεν η εορτή
των Φώτων και επήγεν ο βασιλεύς εις την Εκκλησίαν, εστάθη ο Άγιος έμπροσθέν του
και του λέγει· «Μεγαλειότατε, εάν ήθελε ρίψει τις λίθους ατίμους εις το μέσον
των πολυτίμων λίθων και εις τους μαργαρίτας του στέμματός σου, άραγε ήθελες το
υπομείνει;» Ο βασιλεύς απεκρίθη· «Καταφρόνησιν ήθελον το νομίσει». Ο δε Άγιος
του λέγει· «Αλλά ο Βασιλεύς των βασιλέων Χριστός δεν αγανακτεί, να είναι οι
μιαροί Αρειανοί εις το μέσον των Χριστιανών, να τους μιαίνωσι με τους
βλασφήμους λόγους των; Πρέπει, ω βασιλεύ, ή να επιστρέψουν και αυτοί και να γίνωσιν
Ορθόδοξοι ή να τους εκδιώξης εκ της Κωνσταντινουπόλεως». Ακούσας ταύτα ο
βασιλεύς εδέχθη τον λόγον του Αγίου. Πρωϊας δε γενομένης, εκάλεσε τους πρώτους
των Αρειανών και τους είπε την απόφασίν του ή να επιστρέψουν από την αίρεσίν
των ή να εξέλθωσι της πόλεως, να κατοικήσωσιν εις τα προάστια. Τότε άλλοι μεν
επέστρεψαν, μη θέλοντες να αφήσωσι τας οικίας των και τα κτήματά των, άλλοι δε
εξήλθον της πόλεως και κατώκησαν εις τα περίχωρα αυτής, όμως ούτε εκεί
ειρήνευον, αλλ’ όταν ήτο μεγάλη εορτή και έψαλλον οι Χριστιανοί εις την
Κωνσταντινούπολιν, εισήρχοντο και αυτοί κρυφίως εις τους οίκους των αρχόντων,
οίτινες ήσαν κεκρυμμένοι Αρειανοί και έψαλλον άσματα εναντία της Ορθοδοξίας,
λέγοντες· «Που εισίν οι λέγοντες τα τρία μίαν δύναμιν;» Τούτο ως έμαθεν ο Άγιος,
ζήλου θείου πλησθείς και φοβούμενος μήπως αυξήση ο μιασμός των αιρετικών,
συνέθεσε και αυτός άλλα Τροπάρια εναντία των αιρετικών και τα έδωκεν εις τους
Χριστιανούς να τα ψάλλωσι, τα οποία τα ωνόμαζον αντίφωνα. Απ’ αυτό ήναψεν
περισσότερον ο φθόνος των αιρετικών και επλήθυνεν ο άγριος θυμός των· όθεν
εγίνοντο φιλονικίαι και μάχαι από τας οποίας πολλοί ετραυματίζοντο, τέλος δε
ηκολούθησαν και φόνοι εις αμφότερα τα μέρη. Ενώ δε ευνούχος τις της βασιλίσσης,
ονόματι Βρίσων, έψαλλε με τους Χριστιανούς τα αντίφωνα, έρριψαν λίθους οι
αιρετικοί και τον εφόνευσαν· τούτο μαθών ο βασιλεύς ημπόδισε τους αιρετικούς να
ψάλλωσι τελείως εις την Κωνσταντινούπολιν. Όταν δε ελειτούργει ο Άγιος έβλεπε
το Άγιον Πνεύμα, όπερ κατέβαινεν εις τα τίμια και άγια δώρα με σημείον, όπερ
έβλεπε μόνον η καθαρά και αμόλυντος ψυχή του. Λειτουργούντος ποτέ του Αγίου
μετά τινος Διακόνου, ούτος ατενίσας προς τον γυναικωνίτην είδε γυναίκα ωραίαν
και εσκανδαλίσθη. Εννοήσας τούτο ο Άγιος, βλέπει ότι δεν κατήλθε το Άγιον
Πνεύμα, κατά την συνήθειαν· τότε τον μεν Διάκονον διέκοψεν από την λειτουργίαν
εκείνην και τότε είδε το Άγιον Πνεύμα· μετά δε ταύτα, δια να μη συμβή και
άλλοτε, προσέταξε να κατασκευάσωσιν εις τον γυναικωνίτην δικτυωτά (καφάσια),
ώστε αι γυναίκες να βλέπωσι προς το άγιον Βήμα, οι δε Κληρικοί να μη βλέπωσι
προς τας γυναίκας.
Ήτο
δε τότε άνθρωπος τις πλούσιος, όστις ήτο Μακεδονιστής αυτός και η γυναίκα του.
Μακεδονισταί δε ελέγοντο οι οπαδοί του αιρετικού Μακεδονίου του ποτέ Πατριάρχου
Κωνσταντινουπόλεως, ο οποίος εβλασφήμει εις το Άγιον Πνεύμα. Ο άνθρωπος λοιπόν
αυτός, ακούων την διδαχήν του Αγίου, επέστρεψεν εις το Ορθόδοξον δόγμα· η γυνή
του όμως, με το στόμα μεν έλεγε ότι είναι Χριστιανή, εντός δε της καρδίας της
εκράτει στερεώς την αίρεσιν. Όταν δε εις εορτήν τινα εκοινώνουν οι Χριστιανοί,
αυτή επήγε κρυφίως εις τους ιερείς των πνευματομάχων και έλαβε τον άρτον εις
χείρας της δια να κοινωνήση, διότι ούτως ήτο συνήθεια, έδιδον τον άρτον μόνον
εις τας χείρας εκείνου όστις έμελλε να μεταλάβη και ύστερον του έδιδον τον
οίνον εις το στόμα του. Αφού έλαβε τον άρτον εκείνη η γυνή, δεν τον έφαγεν,
αλλά τον έδωκε κρυφίως της δούλης της, την οποίαν είχε μεθ’ εαυτής, να τον
φυλάττη· εις δε την ώραν της λειτουργίας των Χριστιανών επήγε πάλιν εις το
φανερόν με τον άνδρα της να κοινωνήση. Και ως ήλθεν η ώρα της κοινωνίας, έλαβε
και αυτή μετά των άλλων τον άγιον Άρτον εκ της χειρός του Αγίου εις τας χείρας
της, κατά την τότε συνήθειαν· έπειτα κρυφίως έλαβε πάλιν τον άρτον των
αιρετικών· αφού δε τον έβαλεν εις το στόμα της, παρευθύς, ω του θαύματος! ο
άρτος εκείνος έγινε λίθος εις το στόμα της. Τούτο ως είδεν η γυνή εφοβήθη και
μετά φωνής μεγάλης διηγήθη το συμβάν και εξ όλης ψυχής επίστευσεν εις τον
Χριστόν. Τότε ο Άγιος έβαλε την πέτραν εκείνην εις το σκευοφυλάκιον προς
ενθύμησιν του θαύματος.
Κατ’ εκείνον τον καιρόν ήτο άνθρωπος τις, Γαϊνάς ονόματι, εκ της Κελτίας
ή της Αλαμανίας, βάρβαρος κατά την γλώσσαν και γνώμην, στρατιωτικός, ολίγον δε
κατ’ ολίγον αναβιβαζόμενος εις τους βαθμούς της στρατιωτικής υπηρεσίας έγινε
στρατηγός των πεζών και ιππέων στρατιωτών· ήτο δε Αρειανός και εβουλεύετο
κρυφίως να λάβη την βασιλείαν· θέλων δε να εύρη πρόφασιν, ημέραν τινά εζήτησεν
από τον βασιλέα Αρκάδιον να του δώση μίαν Εκκλησίαν εις το φανερόν εντός της
Κωνσταντινουπόλεως, να ψάλλωσιν οι ομόφρονές του Αρειανοί. Ο δε βασιλεύς είπεν
εις τον Άγιον, ότι καλόν είναι να ποιήσωμεν το ζήτημά του, ίσως τον φέρωμεν εις
την αγάπην. Τότε ο Άγιος είπε· «Αρμόζει εις την Ορθοδοξίαν, ω βασιλεύ, να εκδιώξωμεν
ευσεβείς Χριστιανούς, οίτινες κηρύττουσιν ορθοδόξως την Αγίαν Τριάδα, και να
βάλωμεν αιρετικούς να βλασφημώσιν εις το ομοούσιον; Πως να το υπομείνη ο Θεός;
Αλλ’ εάν φοβήσαι τον Γαϊνάν, πρόσταξον να έλθη εδώ έμπροσθέν σου, να του
ομιλήσω εγώ, η δε μεγαλειότης σου να ακροάζησαι και θα ιδής πως θα τον πείσω να
μη ζητή πράγματα υπέρ την δύναμίν του». Ήκουσεν ο βασιλεύς και εχάρη. Πρωϊας δε
γενομένης εκάλεσε ενώπιόν του τον Γαϊνάν και τον Άγιον. Τότε ο μεν Γαϊνάς
εζήτει πάλιν το πρώτον ζήτημα από τον βασιλέα, ο δε Άγιος λέγει προς τον
βασιλέα· «Δεν είναι πρέπον, βασιλεύ, να χαρίζης εκείνο όπερ δεν ορίζεις· και αν
θέλης να είσαι Χριστιανός ευσεβής, λείψον από τα εκκλησιαστικά πράγματα, ως
ημείς οίτινες λείπομεν από τα κοσμικά· εις το κράτος της εξουσίας σου έδωκεν ο
Θεός να ορίζη τον κόσμον, εις ημάς δε εχάρισε να ορίζωμεν τας Εκκλησίας. Πως
λοιπόν ζητείς να χαρίσης πράγμα, όπερ δεν είναι εις την εξουσίαν σου;» Του
λέγει ο Γαϊνάς· «Αλλά τόσον δεν αξίζω και εγώ, δια να έχω εξουσίαν να προσκυνώ
εις μίαν Εκκλησίαν;» Απεκρίθη ο Άγιος· «Όλαι αι Εκκλησίαι ιδικαί σου είναι· αν
θέλης να προσκυνής, δεν σε εμποδίζει τις». Λέγει ο Γαϊνάς· «Αλλ’ εγώ είμαι
άλλης θρησκείας, και θέλω να έχω χωριστά Εκκλησίαν να προσκυνώ με τους
ομοπίστους μου· έπειτα ουδέ δωρεάν σας ζητώ ταύτην την χάριν, αλλά πρέπει να
μου την δώσητε, διότι εγώ πολλούς κινδύνους υπέμεινα δια το συμφέρον της πόλεως
και πολλάς ανδραγαθίας εποίησα εις τους πολέμους, ως σεις οι ίδιοι γνωρίζετε».
Απεκρίθη ο Άγιος· «Δεν σου πρέπει, ω Γαϊνά, να μας ονειδίζης δια τας
ανδραγαθίας σου, διότι αν και εκοπίασας, ως λέγεις, εις τους πολέμους και
εκινδύνευσας δια τον βασιλέα και την πόλιν, αλλά ιδέ πόσην τιμήν έχεις, εν ω
δεν ήσουν αυτής άξιος· και συλλογίσου, τις ήσο πρότερον, και ποίαν θέσιν
κατέχεις σήμερον· ησύχαζε λοιπόν με την αξίαν την οποίαν έχεις σήμερον και μη
ζητείς πράγματα, τα οποία δεν σε ωφελούσι». Ταύτα ως ήκουσεν ο Γαϊνάς, τότε μεν
δεν ωμίλησε, ως και ο βασιλεύς και οι άρχοντες, εθαύμασαν δε πως τον εφίμωσεν
ούτω με ολίγους λόγους. Αφού δε παρήλθεν αρκετός καιρός, ετέλεσεν ό,τι είχε
κατά νουν και έγινεν αποστάτης του βασιλέως, συνάξας δε ίδιον αυτού στρατόν,
ελεηλάτει τα μέρη της Θράκης και της Μακεδονίας, τα οποία περιήρχετο ο Γαϊνάς
αιχμαλωτίζων. Ο δε βασιλεύς, μη δυνάμενος να τον καταδιώξη δια πολλάς αιτίας,
εσκέφθη να στείλη απεσταλμένους δια να ειρηνεύσωσιν αυτόν, αλλ’ ουδείς ετόλμα
να υπάγη γνωρίζων αυτόν βάρβαρον και ανήμερον άνθρωπον. Τότε λέγει ο Άγιος προς
τον βασιλέα· «Εγώ, βασιλεύ, υπάγω, να καταμαλάξω και να ημερώσω την ανήμερον
ψυχήν του». Επήγε λοιπόν ο Άγιος έχων βοηθόν και φύλακα τον Θεόν· και όταν
επλησίασεν εις την σκηνήν του Γαϊνά, και ως τον είδεν από το σχήμα και από το
βάδισμα σεμνόν και ενθυμούμενος την παρρησίαν του, όλως ηλλοιώθη και παρευθύς
ηγέρθη και προϋπήντησε τον Άγιον έξω από την σκηνήν, και την αγίαν του χείρα
ησπάσθη, και το πρόσωπόν του έτριβε μετ’ αυτής θέλων να αγιασθή. Ομοίως δε και
όλοι οι εκλεκτοί άρχοντές του προσέπεσον εις τους πόδας του Αγίου, ζητούντες
ευχήν και ευλογίαν. Τέλος ήλθον και εις συνομιλίαν και τόσον έσταξαν εκ του
στόματός του λόγια χρυσά και γλυκύτερα μέλιτος, ώστε μετέστρεψε τον ποτέ λύκον
Γαϊνάν εις ημερώτατον αρνίον και εποίησαν αγάπην μετά του βασιλέως. Γενομένου
δε του Αγίου εγγυητού, τότε μεν ησύχασεν ο Γαϊνάς, ύστερον δε μετά καιρόν πάλιν
μεταχειρισθείς τα πρότερά του έργα και λεηλατών τους τόπους, τους οποίους
προείπομεν, συνελήφθη υπό του βασιλικού στρατεύματος και εφονεύθη, απολαβών
εκείνο όπερ εζήτει.
Σύνοδος συνήχθη ποτέ εις την Κωνσταντινούπολιν εξ είκοσιν εννέα
Αρχιερέων από την Ανατολήν δια εκκλησιαστικάς υποθέσεις. Καθημένου του Αγίου κατά Σάββατον εις την Σύνοδον με
τους Αρχιερείς, παρρησιάσθη εν μέσω αυτών ο Επίσκοπος Ουαλεντινουπόλεως,
ονόματι Ευσέβιος, και έδωκεν εις τας χείρας του Αγίου λιβέλλους, κατηγορούντας
τον Εφέσου Αντωνίνον· ώρκισε δε τον Άγιον εις το φοβερόν όνομα του Χριστού, να
εξετάση λεπτομερώς την υπόθεσιν και να μη ποιήση φιλοπροσωπίαν. Ήσαν δε τα
εγκλήματα εκείνα διηρημένα εις επτά κεφάλαια· πρώτον μεν, ότι τα σκεύη τα χρυσά
και αργυρά της Μητροπόλεως τα έδωκεν ο Μητροπολίτης εκείνος Αντωνίνος εις
χρυσοχόους και τα εποίησαν σκεύη προς χρήσιν αυτού και του υιού του, τον οποίον
είχε κοσμικόν Διάκονον· β) ότι ήσαν μάρμαρά τινα εις την Εκκλησίαν και αυτός τα
εξέβαλε και τα έβαλεν εις το λουτρόν του· γ) ότι ήσαν κιόνια τινα ευρισκόμενα
παλαιόθεν εις την Εκκλησίαν, προς χρήσιν της Εκκλησίας, εάν ποτέ λάβη ανάγκην,
αυτός δε τα έλαβε και τα έθηκεν εις τον οίκον τον οποίον έκτιζε δια τον υιόν
του· δ) ότι ο υιός του κατηγορήθη και κατηγγέλθη ως φονεύς, και αυτός, ουδέ τον
Θεόν φοβούμενος, ουδέ τους ανθρώπους εντρεπόμενος, δεν τον απέβαλεν από την
θέσιν της Ιεροδιακονίας, αλλά τον συγχωρεί και λειτουργεί· ε) ότι πάλαι ποτέ η
μήτηρ του Ιουλιανού του Παραβάτου, Βασιλική ονόματι, Χριστιανή ούσα, εχάρισεν
εις την Μητρόπολιν χωρία, και αυτός τα επώλησε χωρίς άδειαν των Επισκόπων, δεν
είναι δε γνωστόν που διετέθησαν τα χρήματα· στ) ότι την γυναίκα την οποίαν είχε
πριν να γίνη Μητροπολίτης, πάλιν την εισάγει εις την Μητρόπολιν και συγκατοικεί
μετ’ αυτής, εγέννησε δε και παιδίον· ζ) το μεγαλύτερον και χείριστον, ότι, όταν
θα χειροτονήση Επίσκοπον, Ιερέα ή Διάκονον, λαμβάνει χρήματα και γίνεται
σιμωνιακός. Αυτά τα επτά εγκλήματα, ως τα ανέγνωσεν ο Άγιος, είπε προς τον
Επίσκοπον· «Αδελφέ Ευσέβιε, πάντοτε αι κατηγορίαι αίτινες γίνονται από λύπην
δεν αποδεικνύονται ευκόλως· μήπως λοιπόν σε ελύπησεν ο Μητροπολίτης σου και τον
κατηγορείς; Και εάν δεν το αποδείξης, θα τιμωρηθής· αλλά σε συμβουλεύω να
λείψης από τοιαύτας κατηγορίας». Λέγει ο Επίσκοπος· «Δεν εγκαλώ τον
Μητροπολίτην μου, Δέσποτα Άγιε, δια πάθος ή δι’ έχθραν, αλλά μόνον ένεκεν
αληθείας, και σε ορκίζω εις τον Θεόν να εξετάσης άπαντα καταλεπτώς». Ήτο δε
τότε ώρα της Λειτουργίας, και ο μεν Άγιος, νομίζων ότι προέρχονται από
συκοφαντίας οι λόγοι, ηγέρθη να υπάγη εις την Εκκλησίαν· προσέταξε δε τον τότε
Μητροπολίτην Ηρακλείας, Παύλον ονόματι φίλον όντα του Αντωνίνου, να τους
συμφιλιώση, διότι ήτο και ο Αντωνίνος εκεί εις την Σύνοδον. Ο δε Επίσκοπος
Ευσέβιος δεν ειρήνευεν, αλλά πάλιν έγραψεν άλλους λιβέλλους, και όταν εξήλθεν ο
Άγιος από την λειτουργίαν, ενώπιον του λαού τους έδωκεν εις τας χείρας του και
τον ώρκισεν εις την σωτηρίαν του βασιλέως να μη αμελήση να εξετάση την
υπόθεσιν. Λέγει ο Άγιος· «Επίσκοπε, πριν να ακούσουν οι Αρχιερείς και ο λαός τα
εγκλήματα, τα οποία γράφεις εδώ, σε συμβουλεύω να συνάψης φιλίαν με τον
Μητροπολίτην σου, διότι έχεις ιατρείαν· όταν δε παρρησιασθώσι τα λόγια αυτά,
δεν θα ημπορέσης να αποφύγης· αλλά εάν τα αποδείξης, θα παιδευθή εκείνος, εάν
δε ευρεθής συκοφάντης, μέλλεις να καθαιρεθής». Εκείνος δε επέμενε και ηνάγκαζε
τον Άγιον να τα αναγνώση εις τον λαόν. Ιδών ο Άγιος την επιμονήν του Επισκόπου,
έδωκε τας κατηγορίας και τας ανέγνωσαν παρρησία· οι δε Αρχιερείς, ως ήκουσαν
τας τοιαύτας κατηγορίας, είπον προς τον Άγιον· «Δεν στέργομεν, Δέσποτα Άγιε, να
έχωμεν τοιούτον Αρχιερέα εγκληματικόν εις το μέσον ημών, μόνον σε παρακαλούμεν
και ημείς να γίνη ακριβώς η εξέτασις δια το τελευταίον έγκλημα, το σιμωνιακόν·
διότι εάν ευρεθή αυτό βέβαιον, τι τα θέλομεν τα άλλα, τα οποία είναι ακόλουθα;
Διότι όστις καταφρονεί το μεγαλύτερον, ευκόλως δύναται να καταφρονήση και το
μικρότερον». Η σκέψις αύτη ήρεσεν εις τον Άγιον· όθεν ήρχισαν να ποιώσι την
εξέτασιν, αλλά τόσον ο Αντωνίνος, όσον και ο συγκατηγορούμενός του Επίσκοπος
ηρνούντο διαρρήδην τας αποδιδομένας κατηγορίας. Όθεν ο Άγιος, ιδών ότι ευκόλως
δεν ευρίσκεται η αλήθεια χωρίς μάρτυρας ή και αν προσεκαλούντο, θα ημποδίζοντο
να είπωσι την αλήθειαν από τους ενδιαφερομένους δι’ αυτήν την υπόθεσιν,
απεφάσισε να υπάγη ο ίδιος εις την Έφεσον να εξετάση δια να μη αφήση τους
Αποστολικούς και Πατρικούς Κανόνας να καταφρονηθώσιν. Ο δε Αντωνίνος, γνωρίζων
την ενοχήν του, παρεκάλεσε τον επίτροπον της βασιλείας, φίλον του όντα, να
εμποδίση τον Άγιον να μη εξέλθη της Κωνσταντινουπόλεως, επί τη προφάσει, ότι
επειδή τότε ακόμη έζη ο Γαϊνάς, λεηλατών τα μέρη της Θράκης και Μακεδονίας, ήτο
ανάγκη να ευρίσκηται ο Πατριάρχης εκεί. Δια τούτο ενεποδίσθη ο Άγιος υπό του
βασιλέως να εξέλθη. Όθεν έστειλε δύο Μητροπολίτας και ένα Επίσκοπον εκ της
Συνόδου, να υπάγωσι να εξετάσωσι την υπόθεσιν, τους παρήγγειλε δε όπως, εάν
εντός δύο μηνών δεν φέρη ο Ευσέβιος τους μάρτυρας έμπροσθέν των, να τον
καθαιρέσωσιν ως συκοφάντην. Μετέβησαν λοιπόν οι προσδιορισθέντες Αρχιερείς εις
την Έφεσον, δια να εξετάσωσι την υπόθεσιν. Ο Ευσέβιος όμως, λαβών δώρα παρά του
Αντωνίνου, εποίησεν ειρήνην και αγάπην μετ’ αυτού· θέλων δε να μη φανή ψεύστης,
αφήκε να παρέλθη καιρός εις την προσαγωγήν των μαρτύρων, όπως βαρυνθώσιν οι
Αρχιερείς και επιστρέψωσιν εις Κωνσταντινούπολιν, ίνα ούτως θεωρηθή αυτός
αναίτιος. Όθεν παρήλθον οι δύο μήνες και επλησίαζε να παρέλθη και τρίτος μην.
Τέλος ιδόντες οι Αρχιερείς ότι ο Ευσέβιος εψεύσθη, τον καθήρεσαν, εκείνοι δε
επέστρεψαν δια την Κωνσταντινούπολιν. Εν μέσω όμως της οδού φθάσας ο Ευσέβιος
τους έλεγε να επιστρέψωσιν οπίσω, διότι είχεν ετοιμάσει τους μάρτυρας, αλλ’
επειδή ησθένησε δεν ηδυνήθη να έλθη εις Έφεσον έμπροσθέν των, να παρουσιάση
τους μάρτυρας. Οι δε Αρχιερείς το μεν ένεκα του καύσωνος, το δε προβλέποντες
και το ψεύδος του Ευσεβίου, δεν ηθέλησαν να επιστρέψωσιν εις την Έφεσον, αλλ’
επήγαν εις την Κωνσταντινούπολιν. Κατά το διάστημα τούτο απέθανεν ο Αντωνίνος,
οι δε Χριστιανοί έστειλαν από την Έφεσον γράμματα προς τον Άγιον δεόμενοι να
υπάγη έως εκεί, πρώτον μεν δια να διορθώση τους Επισκόπους, οι οποίοι
παρεκινήθησαν από το κακόν παράδειγμα του Αντωνίνου και εμίαναν τας χείρας των
με την σιμωνίαν, έπειτα δε να απαλλάξη τον λαόν εκείνον από την αίρεσιν των
Αρειανών, οι οποίοι επλεόναζον εις τους τόπους εκείνους, προσέθετον δε όρκους
φοβερούς και ανέθετον τον Άγιον εις τον Θεόν, εάν δεν θελήση να υπάγη. Ο δε του
Θεού άνθρωπος επεβιβάσθη εις βασιλικόν πλοίον και μετά τρεις ημέρας εξήλθεν εις
την πόλιν Απάμειαν την παραθαλασσίαν, εκεί εύρε Παύλον, Κυρίνον και Παλλάδιον
τους Επισκόπους, οίτινες τον ανέμενον, καθώς τους παρήγγειλεν ο Άγιος· επήγε δε
μετ’ αυτών πεζός εις την Έφεσον. Συνήχθησαν δε τότε εκεί και άλλοι Αρχιερείς
περισσότεροι από εβδομήκοντα, οι οποίοι ήσαν από Λυδίαν, Φρυγίαν, Καρίαν και
από άλλας επαρχίας της Ανατολής, θέλοντες να ίδωσι τον Άγιον και να ακούσωσι
τους χρυσούς λόγους, οίτινες έρρεον από το στόμα του. Μεταξύ αυτών ήτο και ο
Ευσέβιος, δεόμενος να συγχωρηθή από την αργίαν· οι δε Αρχιερείς έλεγον ότι δεν
πρέπει, συκοφάντης ων και κατήγορος ψευδής του Μητροπολίτου αυτού, να έχη
συγχώρησιν. Αυτός όμως έλεγεν· «Δεν είμαι συκοφάντης, αλλ’ εάν θέλητε
παρουσιάζω τους μάρτυρας ή και αυτούς τους Επισκόπους, οίτινες του έδωκαν
χρήματα». Τούτο εφάνη καλόν εις τους Αρχιερείς, ουχί πλέον δια τον Αντωνίνον,
όστις απέθανεν, αλλά να ποιήσωσι λεπτομερώς την εξέτασιν δια τους υπ’ αυτού
χειροτονηθέντας και να τους αφήσωσι να είναι υπόδικοι εις ανάθεμα. Ήρχισαν
λοιπόν να ποιώσι την εξέτασιν· και πρώτον μεν ηρώτησαν τους Επισκόπους, αν
έδωκαν χρήματα· επειδή δε εκείνοι ηρνούντο, έφερον τους μάρτυρας, οι οποίοι
ελέγχοντες τους Επισκόπους και δεικνύοντες φανερά τους τόπους, τους χρόνους και
την ποσότητα του χρυσίου, εφίμωσαν αυτούς και τους κατέστησαν αναπολογήτους. Μη
έχοντες λοιπόν τι να είπωσιν οι Επίσκοποι εμαρτύρησαν και μόνοι των την αλήθειαν
λέγοντες· «Ημείς ενομίζαμεν, ότι τοιαύτη είναι η συνήθεια των Μητροπολιτών, να
λαμβάνωσι χρήματα δια τας χειροτονίας και δια τούτο τα εδώκαμεν δια να γίνωμεν
Επίσκοποι και να απαλλαγώμεν και από τους φόρους και τας λοιπάς προς τον
βασιλέα υποχρεώσεις. Εάν λοιπόν τώρα θέλητε να έχωμεν τον βαθμόν του Επισκόπου
καλώς· ει δε μη, προστάξατε να μας δοθώσιν οπίσω τα αργύρια, τα οποία εδώκαμεν,
διότι τινές εξ ημών επωλήσαμεν τα πολύτιμα κοσμήματα των γυναικών ημών και τα
εδώκαμεν». Τότε τους λέγει ο Άγιος· «Δια μεν την απαλλαγήν των βασιλικών
υποχρεώσεων, εγώ σας υπόσχομαι να ομιλήσω προς τον βασιλέα να απαλλαγήτε. Όσον
δε αφορά την Αρχιερωσύνην, ουδείς νόμος σας δικαιώνει». Τότε λέγει και προς
τους Αρχιερείς· «Φθάνει ότι τους παύομεν από την Αρχιερωσύνην, είναι όμως
δίκαιον να μη αποστερηθώσιν οι πτωχοί και τα χρήματα, τα οποία έδωκαν και είναι
εις χρέος· προσπαθήσατε με πάντα τρόπον από την περιουσίαν του Αντωνίνου και
από τους κληρονόμους του να λάβωσι τα όσα έδωκαν». Τότε οι Αρχιερείς, τους μεν
Επισκόπους εκείνους καθήρεσαν, εξ όντας τον αριθμόν, έδωκαν δε εις αυτούς από
την περιουσίαν του Αντωνίνου όσα χρήματα έδωκεν έκαστος, χάριν δε οικονομίας
τους επέτρεψαν να εισέρχωνται εις το Άγιον Βήμα να κοινωνώσι και ουχί έξω αυτού
ως οι κοσμικοί. Εχειροτόνησαν δε και εις την Έφεσον Μητροπολίτην τον Διάκονον
του Αγίου Ηρακλείδην, όστις κατήγετο από την νήσον Κύπρον. Ταύτα εποίησεν ο
Άγιος καθ’ όλον εκείνον τον χειμώνα· το δε ερχόμενον έαρ επέστρεψεν εις την
Κωνσταντινούπολιν, εις την οποίαν έρρεε
και πάλιν από το χρυσούν εκείνο στόμα ποταμός αέναος, ποτίζων την Εκκλησίαν. Συνήθειαν
είχε πάντοτε ο Άγιος εις πάσαν του διδαχήν να κατηγορή τους φιλαργύρους, τους
άρπαγας και τους αδικητάς· οι άρχοντες δε, όσοι ήσαν εις τα τοιαύτα πάθη
ένοχοι, πάντοτε ελεγχόμενοι υπό της συνειδήσεώς των, εγόγγυζον και κατελάλουν
τον Άγιον, τον κατέκρινον και εβαρύνοντο εις την διδαχήν του, αλλ’ ο Άγιος
ουδένα ποτέ κατηγόρει εξ ονόματος. Άνθρωπος τις υπήρχεν εις την
Κωνσταντινούπολιν, ονόματι Θεοδώριχος, πλούσιος κατά πολλά και πατρίκιος το
αξίωμα. Τούτον εφθόνησεν η βασίλισσα και εβούλετο να δημεύση την περιουσίαν
αυτού· πλην, επειδή εις το φανερόν ενετρέπετο να τον αδικήση, διότι δεν εύρισκε
κατάλληλον αιτίαν, του παρήγγειλε να δανείση εις την βασιλείαν μέγα ποσόν
υπερβαίνον την δύναμιν αυτού. Ο δε σκοπός της ήτο, εάν το δώση, να μη το του
επιστρέψη και εάν δεν το δώση, να εύρη αιτίαν. Ο δε άρχων, προβλέπων το κακόν
το οποίον έμελλε να συμβή εις αυτόν, επήγεν εις τον Άγιον και παρεπονέθη δια
την αδικίαν, ήτις έμελλε να του γίνη. Τότε ο Άγιος κατέπεισε δι’ επιστολής την
βασίλισσαν, και έκτοτε δεν επείραξε τον Θεοδώριχον. Μετά ταύτα λέγει ο Άγιος
προς τον άρχοντα· «Εάν ήθελε λάβει η βασίλισσα την περιουσίαν σου, και αυτήν θα
εστερείσο και ο Θεός χάριν δεν θα σου εχρεώστει· αλλ’ επειδή ο Θεός σε
ηλευθέρωσεν από τον πειρασμόν της βασιλίσσης, πρέπει να μη φανής και συ
αχάριστος προς τον ευεργέτην σου Θεόν, αλλά να τον ευχαριστήσης με ελεημοσύνην
και οικτιρμούς πενήτων». Ήκουσεν ταύτα ο Θεοδώριχος και του ήρεσαν αι συμβουλαί
του Αγίου και παρευθύς εχάρισε την περισσοτέραν του περιουσίαν εις το
θησαυροφυλάκιον της Εκκλησίας, τόσον δε μόνον ολίγον εκράτησεν, όσον ίνα
συντηρήται μετά της οικογενείας του. Τούτο ως έμαθεν η βασίλισσα εθυμώθη,
ύβρισεν, ηπείλησε, τέλος έστειλε και επιστολήν
ονειδιστικήν προς τον Άγιον, η οποία είχε τοιαύτην έννοιαν· «Δια τούτο
εμεσολάβησας δια τον Θεοδώριχον, να μη λάβω την περιουσίαν του, δια να την
λάβης συ; Και εγώ μεν γυνή ούσα, έπραξα καλλίτερα, από σε όστις είσαι
Πατριάρχης, διότι εγώ δεν έλαβα τον πλούτον του, συ όμως και με τας δύο χείρας
τον ήρπασας». Τοιαύτα λόγια έγραφεν η επιστολή της βασιλίσσης. Ο δε Άγιος,
γνωρίζων τον εαυτόν του αναίτιον εις όσα τον διέβαλεν η βασίλισσα και θέλων να
ημερώση τον θυμόν της, αντέγραψε προς αυτήν με τοιαύτην έννοιαν· «Γίνωσκε,
ευσεβεστάτη βασίλισσα, τέκνον μου, ότι αν εγώ ηγάπων περιουσίαν, δεν ήθελον
διαμοιράσει εις τους πτωχούς την πατρικήν μου κληρονομίαν, ήτις ήτο ουχί ολίγη
και να ζητώ τώρα τα ξένα. Επειδή όμως δεν ενδιαφέρομαι δια πλούτον πρόσκαιρον
και την πατρικήν μου κληρονομίαν κατεφρόνησα και άλλους διδάσκω να μη τον
αγαπώσι. Περί δε του Θεοδωρίχου γνώριζε, ότι εγώ δεν έλαβον τον πλούτον του,
ουδέ άλλος τις άνθρωπος, αλλά μόνος του τον εχάρισεν εις τους πτωχούς αδελφούς
του Χριστού, και αν θέλης να τον λάβης, καθώς βλέπω τον σκοπόν σου, ποίησον
όπως θέλεις· ο δε Χριστός είναι δίκαιος μισθαποδότης εκάστου ανθρώπου». Αυτά τα
λόγια έγιναν δίστομος μάχαιρα εις την καρδίαν της βασιλίσσης και παρώργισαν
αυτήν περισσότερον εις έχθραν κατά του Αγίου. Συνέβη δε και άλλη τις υπόθεσις
μεταξύ του Αγίου και της βασιλίσσης, η οποία ηύξησεν έτι περισσότερον την
έχθραν. Εις την
Αλεξάνδρειαν ήτο χήρα πλουσία, Καλλιτρόπη ονομαζομένη, ο δε έπαρχος του τόπου,
Παυλάκιος ονόματι, θέλων να αδικήση αυτήν και να λάβη τον πλούτον της, αδίκως
την εισήγαγεν εις δίκας και της αφήρεσε φλωρία πεντακόσια. Εκείνη δε, γυνή ούσα
χήρα και έρημος, μη έχουσα τινά να την βοηθήση, εζήτει καιρόν επιτήδειον δια να
λάβη οπίσω το δίκαιόν της. Μετά δύο έτη έπαυσεν ο βασιλεύς τον Παυλάκιον από
την εξουσίαν, την οποίαν είχε και τον προσεκάλεσε να υπάγη εις την
Κωνσταντινούπολιν να δώση απολογίαν δια τα εισοδήματα τόσων ετών. Τότε εύρε
καιρόν η χήρα εκείνη και ανέβη και αυτή εις την Κωνσταντινούπολιν να ζητήση το
δικαίωμά της. Ανέφερε δε την υπόθεσίν της προς τον βασιλέα· ο δε βασιλεύς
διέταξε τον Παυλάκιον να εξετάση περί της υποθέσεως της χήρας, μάλιστα δε
παρήγγειλε και εις τον έπαρχον της πόλεως να επιβλέψη εις την υπόθεσιν, έως ου
αποδοθώσι τα φλωρία. Ο έπαρχος όμως, ποιών φιλοπροσωπίαν, συμπεριεφέρθη
εχθρικώτερον προς την γυναίκα παρά εις τον Παυλάκιον και εκινδύνευε να αδικηθή
η χήρα εκείνη. Ταύτα βλέπουσα αυτή και μη έχουσα καταφύγιον έβαλε κατά νουν, ως
γυνή, να δράμη εις την βασίλισσαν, ήτις ίσως, ως γυνή και εκείνη, ήθελε λυπηθή
την ομοίαν της· και δεν εγνώριζεν η πτωχή, ότι φεύγουσα τον λύκον, θέλει πέσει
εις την λέαιναν· διότι ως εύρεν αφορμήν με την αδικίαν της χήρας να χορτάση
χρυσίου, συλλαμβάνει τον κακότυχον Παυλάκιον και του αφαιρεί εκατόν λίτρας
χρυσίου, το οποίον συμποσούται εις οκτώ χιλιάδας και οκτακόσια φλωρία, διότι η
λίτρα του χρυσίου αντιστοιχεί προς ογδοήκοντα οκτώ φλωρία. Τοσούτον χρήμα
έλαβεν η αχόρταστος βασίλισσα, έπειτα έδωκεν εις την Καλλιτρόπην μόνον
τριάκοντα εξ φλωρία λέγουσα αναισχύντως εις αυτήν· «Σε φθάνουσιν αυτά, ύπαγε
και ειρήνευε». Ταύτα ως είδεν η πολύδακρυς χήρα, ήτις ήλπιζεν από την βασίλισσαν,
ως ομόφυλον, να λάβη το δικαίωμά της, έκλαυσε και εδάρθη. Τέλος εσυλλογίσθη τον
Άγιον και τρέχει εις τους πόδας του, κλαίει, οδύρεται, παραπονείται, λέγει το
άδικόν της. Ήκουσεν ο συμπαθέστατος ποιμήν, ο κριτής των ορφανών, ο εκδικητής
των χηρών και κατεμήνυσε τον Παυλάκιον· τον ονειδίζει ως άδικον, ως άρπαγα, ως
πλεονέκτην· του λέγει να δώση τα πεντακόσια φλωρία της χήρας, εκείνος δε
εδικαιολογήθη, ότι τα έλαβεν η βασίλισσα. Του λέγει ο Άγιος· «Εκείνα τα οποία
εκ σου έλαβεν η βασίλισσα, ω Παυλάκιε, είναι δια τα αυθεντικά δικαιώματα, αλλά
συ, αν δεν πληρώσης τα πεντακόσια φλωρία της χήρας, από εδώ δεν εξέρχεσαι».
Παρευθύς διέταξε και τον έβαλαν εις την φυλακήν του Πατριαρχείου, κατά την τότε
συνήθειαν των Χριστιανών βασιλέων. Η δε βασίλισσα, ως το έμαθε, παρήγγειλεν εις
τον Άγιον να αφήση τον Παυλάκιον, διότι πολύ ετιμωρήθη. Ανταπήντησε δε προς
αυτήν ο Άγιος· «Εάν θέλης να αφήσω τον Παυλάκιον και τον λυπείται η Μεγαλειότης
σου, δος τα πεντακόσια φλωρία της χήρας, απ’ εκείνα τα πολλά όπου έλαβες εξ
αιτίας αυτής· ει δε και δεν τα δώσης, ουδέ εγώ τον αφήνω, διότι δεν δύναμαι να
παραβλέπω τα δάκρυα της χήρας· κάλλιον να παιδεύηται ο άδικος». Οι λόγοι ούτοι
του Αγίου εδαιμόνισαν την βασίλισσαν και παρευθύς στέλλει δύο εκατοντάρχους με
διακοσίους στρατιώτας, να υπάγωσιν εις το Πατριαρχείον και θέλοντος και μη
θέλοντος του Αγίου να θραύσωσι την θύραν της φυλακής και να εκβάλωσι τον
Παυλάκιον. Αλλά τις διηγήσεται του Θεού τα μεγαλεία ή ποίος λόγος εξαρκέσει
προς ύμνον των θαυμασίων αυτού; Διότι ευθύς ως επλησίασαν οι στρατιώται προς
την θύραν της φυλακής, είδον θέαμα φρικτόν και παράδοξον. Άγγελος Κυρίου
ίστατο, ως αστραπή φοβερός, κρατών δίστομον ρομφαίαν εις την χείρα του και τους
απεδίωξε. Τούτο ως είδον οι εκατόνταρχοι και οι στρατιώται επέστρεψαν μετά
φόβου και τρόμου και είπον εις την βασίλισσαν το μυστήριον· εκείνη δε ακούσασα
και φοβηθείσα, τότε μεν ησύχασε, την δε επαύριον εκάλεσεν άρχοντα τινα της
πόλεως, Φρουμέντιον ονόματι, φίλον του Αγίου και του είπε· «Ύπαγε και ειπέ εις
τον Δεσπότην μας, διατί είναι εναντίος της βασιλείας; Διατί παρέχει σκάνδαλα;»
Τοιούτους και άλλους περισσοτέρους λόγους του παρήγγειλε να είπη. Επήγε λοιπόν
ο άρχων εκείνος και τα είπε. Ακούσας δε ο Άγιος απεκρίθη· «Εγώ, ω Φρουμέντιε,
ουδέ φιλόνικος είμαι, ουδέ τα σκάνδαλα αγαπώ· μόνον δεν δύναμαι να παραβλέπω τα
δάκρυα της πτωχής χήρας, διότι έχει ορφανά τέκνα και απέμεινεν έρημος· αγαπώ δε
και την ψυχήν της βασιλίσσης, ίνα μη κολασθή ως άδικος». Ταύτα και πλείονα
τούτων ειπόντος του Αγίου, επέστρεψεν ο Φρουμέντιος, λάγων προς την βασίλισσαν·
«Ευκολώτερον θέλει μαλάξει τις τον σίδηρον, παρά την γνώμην του Πατριάρχου».
Τότε ως είδεν ο Παυλάκιος, ότι πλέον άλλην βοήθειαν δεν έχει, παρήγγειλεν εις
τον οίκον του και έφερον τα ελλείποντα φλωρία της χήρας, και δους ταύτα, αφέθη
της φυλακής. Η δε βασίλισσα πάλιν διεμήνυσεν εις τον Άγιον με ανθρώπους αυτής
τα εξής· «Είπετε εις τον Δεσπότην μας να παύση από το πείσμα, όπερ έχει κατ’
εμού και να μη με κατακρίνη συχνάκις εις την διδαχήν του και ας λείπη από τα
βασιλικά και κοσμικά πράγματα, καθώς λείπομεν και ημείς από τα Εκκλησιαστικά
και ας έχη και αυτός εντροπήν προς ημάς, όπως τον τιμώμεν και ημείς και τον
έχομεν πατέρα μας, εάν δε πράξη αλλέως, ας γνωρίζη, ότι δεν θέλω πλέον
υπομείνει». Ως δε ήκουσεν ο Άγιος τους λόγους εκ στόματος των ανθρώπων εκείνων,
στενάξας εκ βάθους καρδίας είπεν· «Εμέ λέγει να λείπω από τα βασιλικά και
κοσμικά πράγματα; τόσον απέχω εγώ απ’ αυτά, όσον ο ουρανός από την γην· ή τόσον
ενδιαφέρει εμέ δια τας βασιλικάς υποθέσεις, όσον ενδιαφέρει τους αποθαμένους
δια τας υποθέσεις του κόσμου. Επειδή όμως είμαι επιτηρητής των ψυχών, δεν
δύναμαι να σιωπώ, όταν βλέπω να γίνηται παρανομία· το δε όνομα της βασιλίσσης
εγώ δεν το αναφέρω εις τας διδαχάς μου, ουδέ εις άλλον τινά είπον τι, αλλ’
όστις είναι πταίστης, μόνος του εγγίζεται· και τι του πταίω εγώ;». Ακούσαντες
ταύτα οι απεσταλμένοι, δεν ετόλμησαν να υπάγωσιν αυτοπροσώπως να τα είπωσιν εις
την βασίλισσαν, της έστειλαν μόνον εγγράφως την απάντησιν του Πατριάρχου,
προσέθεσαν δε και τούτο, ότι όστις θέλει να καταπιασθή με τον Πατριάρχην
Ιωάννην, ομοιάζει με εκείνον, όστις τοξεύει εις τον ουρανόν, διότι ουδεμία
απειλή δύναται να σαλεύση την γμώμην του· μόνον δε τον Θεόν φοβείται, πάντα δε
τα άλλα τα έχει ως παίγνιον. Αναγνούσα ταύτα η βασίλισσα επλήσθη θυμού και
εσυλλογίζετο πως να εκδικηθή τον Άγιον, δια τα όσα υπενόει κατ’ αυτής·
συνεφώνησαν δε και τινες Αρχιερείς και Διάκονοι και έγιναν εχθροί του Αγίου,
ήσαν δε και άλλοι κρυφοί εχθροί, εξόχως όμως εφαίνοντο εις το φανερόν Θεόφιλος
ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας, όστις, ως λέγουσιν, ήτο συγγενής της βασιλίσσης και
πονηρός εις το άκρον, Ακάκιος ο Μητροπολίτης Βερροίας (νυν Χαλέπιον),
Σεβηριανός Μητροπολίτης Γαβάλων, Αντίοχος Μητροπολίτης Πτολεμαϊδος (νυν Άκρα),
αίτινες και αι τρεις είναι πόλεις της Συρίας· Κυρίνος Μητροπολίτης Χαλκηδόνος
(το νυν Καδδί – Κιοϊ, κείμενον επί της Ασιατικής ακτής έναντι της
Κωνσταντινουπόλεως). Μετ’ αυτών ήσαν και δύο Κληρικοί και πάντε Διάκονοι. Ο δε
πρώτος κατήγορος του Αγίου ήτο ο Διάκονός του Ιωάννης ονόματι, τον οποίον είχεν
αφορίσει ο Άγιος δια πολλάς αιτίας· αυτός δε έλεγεν ότι αδίκως τον αφώρισεν. Ο
δε Αλεξανδρείας Θεόφιλος εγένετο εχθρός του Αγίου δια την εξής αιτίαν: Εις την
Αλεξάνδρειαν ήτο Ιερεύς τις ονόματι Πέτρος, οικονόμος του Πατριάρχου Θεοφίλου·
τούτον μισήσας δια τινα αιτίαν ο Θεόφιλος, εζήτει να εύρη έγκλημα να τον
καθαιρέση. Επειδή όμως δεν ηδύνατο να εύρη σαρκικόν έγκλημα να τον κατηγορήση ο
έτοιμος ευρετής εις πάσαν κακίαν, τον καθήρεσε διότι συνέφαγε μετά φυναικός
πλουσίας, ούσης εκ της των Μανιχαίων αιρέσεως και μήπω βαπτισθείσης. Οι δε
Μανιχαίοι έλεγον πολλάς βλασφημίας, εξόχως δε και ταύτας, ότι ο Θεός είναι
αίτιος του κακού· ότι είναι δύο θεοί, ένας πονηρός και ένας αγαθός· ότι ο Θεός
δεν έλαβεν ανθρωπίνην σάρκα· ότι ο μεν κάτω κόσμος είναι του πονηρού Θεού
ποίημα, ο δε άνω κόσμος είναι κτίσμα του αγαθού· ότι ο Θεός της παλαιάς Γραφής
δεν έχει την προορατικήν δύναμιν, διότι ερωτά τον Αδάμ, που ει; Ότι εύρεν ο
Θεός την ύλην προϋπάρχουσαν και έκτισε τα κτίσματα όλα, ώσπερ ο τεχνίτης, όστις
ευρίσκει ύλην και ποιεί έκαστον είδος και άλλας τοιαύτας βλασφημίας. Ο δε
οικονόμος Πέτρος έλεγεν, ότι αύτη ήτο βαπτισμένη και απεδείκνυε μάρτυρα τον
Άγιον Ισίδωρον την Πηλουσιώτην, όστις ήτο χειροτονημένος από τον μέγαν
Αθανάσιον και ησύχαζεν εις το Πηλούσιον όρος, το οποίον είναι εις το στόμα του
Νείλου ποταμού. Ο δε Πατριάρχης Θεόφιλος, θέλων να εκδικηθή τον Ισίδωρον, διότι
ευρέθη εκεί μάρτυς προς υπεράσπισιν του οικονόμου, εσυλλογίζετο πως να εύρη
αιτίαν να παιδεύση και αυτόν. Ποίαν λοιπόν αιτίαν εύρε κατ’ αυτού; Πλουσία τις,
ονόματι Θεοδότη, αδελφή του διοικητού της Αλεξανδρείας Θεοδώρου, αποθνήσκουσα
έδωκεν εις τον Ισίδωρον χίλια φλωρία ελεημοσύνην, προς αγοράν ενδυμάτων δια τας
πτωχάς Μοναχάς, αίτινες ευρίσκοντο εις εκείνα τα μέρη. Ο δε Θεόφιλος, ως το
έμαθεν, αδικητής ων και επιθυμών να σφετερισθή τα χρήματα εκείνα, κατηγόρησε
τον Ισίδωρον, ότι δεν ερωτά τον Πατριάρχην, αλλά χωρίς την βουλήν του εκτελεί
εκκλησιαστικάς υποθέσεις, τον προσεκάλεσε δε να έλθη. Ελθόντος τότε του
Ισιδώρου, τον ηρώτησε δια τα φλωρία εκείνα, τι τα εποίησεν. Είπε δε ο Ισίδωρος
ότι «καθώς μοι παρήγγειλεν η Θεοδότη, ηλέησα τας πτωχάς». Ο δε Θεόφιλος, όστις
ενόμισεν ότι τα έχει ακόμη ο Ισίδωρος εις τας χείρας του, δια να τα λάβη αυτός,
εθυμώθη πολύ και φανερά δεν ωμίλησε τι, κρυφίως δε εζήτει καιρόν προς τιμωρίαν.
Γράφει λοιπόν ως από άλλου ανθρώπου πρόσωπον εις παλαιόν χαρτίον, το οποίον
περιείχε κατά του Ισιδώρου κατηγορίαν, ότι δήθεν έκαμεν αρσενοκοιτίαν. Και
ημέραν τινά, όταν ήτο η Σύνοδος συνηθροισμένη και ο Ισίδωρος εκεί, παρουσίασε
το χαρτίον ο Θεόφιλος, λέγων προς τον Ισίδωρον· «Τούτο το γράμμα, Ισίδωρε, προ
δεκαοκτώ ετών μοι το έδωκεν άνθρωπος τις κατά σου και εγώ τότε μεν κατά την
ώραν το έβαλον εις το κιβώτιόν μου και το ελησμόνησα τόσον καιρόν, τώρα δε
ζητών άλλα χαρτία, το εύρον και αυτό, και ας το ίδωσιν οι Πατέρες τι γράφει».
Ήτο δε τότε ο Ισίδωρος ογδοήκοντα ετών άνθρωπος γέρων, ενάρετος, σοφός και
Ασκητής και καν το γήρας του δεν εντρέπετο ο Θεόφιλος, αλλ’ έλεγε τοιαύτα
λόγια. Ο μεν Ισίδωρος, αναίτιος ων, λέγει προς τον Πατριάρχην· «Λέγεις ότι το
ελησμόνησας εις το κιβώτιόν σου· πως δεν ήλθε δεύτερον ο κατήγορός μου εκείνος
να σου το υπενθυμίση τόσα έτη; Αλλ’ ας είναι και αυτό, αν δεν ήλθε τότε, ας
έλθη τώρα, και ας με κατηγορήση». Ταύτα είπεν ο Ισίδωρος δικαίως απολογούμενος·
ο δε Θεόφιλος τότε μεν άφησε την υπόθεσιν, την δε άλλην ημέραν εκάλεσε την
αδελφήν του, την οποίαν είχεν εκεί και της έδωκε πολλά φλωρία, της παρήγγειλε
δε να τα δώση εις νέον τινά ωραίον, τον οποίον εγίνωσκεν εκείνος, ότι επορεύετο
εις το κελλίον του Ισιδώρου, να τον πείση δε να υπάγη εις την Σύνοδον, να
ομολογήση ότι εποίησε μετ’ αυτού αμαρτίαν ο Ισίδωρος. Ο δε νέος λαβών το
χρυσίον επήγε και είπε την υπόθεσιν εις την μητέρα του· εκείνη πορεύεται εις
τον πνευματικόν της πατέρα, τον Ισίδωρον, και του λέγει την επιβουλήν του Πατριάρχου.
Ο δε ακούσας έρριψε την ελπίδα του εις τον Θεόν, ο δε νέος εκείνος, φοβηθείς
τον Θεόν, επήγε και επέστρεψεν οπίσω τα χρήματα, και ούτω κρυφίως η υπόθεσις
έμεινε μετέωρος. Ο δε Θεόφιλος έχων τον διάβολον εις την καρδίαν του καθήρεσε
τον Ισίδωρον, έως ου αποδειχθή η υπόθεσίς του. Τότε ο Ισίδωρος, βλέπων την
κακίαν του Θεοφίλου και δίδων τόπον τη οργή, επήγεν εις το όρος της Νιτρίας και
ησύχαζεν εκεί εις κελλίον εις το οποίον είχε μείνει και κατά τους χρόνους της
νεανικής του ηλικίας. Κατά την εποχήν εκείνην συνέβη μεταξύ των Ασκητών του
όρους της Νιτρίας συζήτησις τοιαύτη· οι μεν έλεγον ότι ο Θεός είναι ανθρωπόμορφος,
άλλοι δε ότι είναι ασώματος, χωρίς μορφήν και είδος ανθρώπου· διηρέθησαν λοιπόν
ούτως εις δύο μέρη, έκαστον των οποίων ωνόμαζε το άλλο αιρετικόν και τ’
ανάπαλιν· ο δε Θεόφιλος, υπάρχων με το μέρος όπερ έλεγε τον Θεόν ασώματον,
αφώριζε τους Μοναχούς, οίτινες έλεγον τον Θεόν ανθρωπόμορφον και εκήρυττε
πανταχού να μη τους δέχωνται ως Χριστιανούς. Εκείνοι, αγράμματοι όντες και
νομίζοντες ότι ορθώς πιστεύουσι, συνήχθησαν ημέραν τινά εις την Αλεξάνδρειαν,
θέλοντες να φονεύσωσι τον Θεόφιλον ως αιρετικόν και βλάσφημον. Εκείνος δε, ως
έμαθε την υπόθεσιν, εφοβήθη· εξήλθε λοιπόν και τους προϋπήντησε χαιρετών αυτούς
και λέγων· «Είδον τα πρόσωπα υμών, Άγιοι Πατέρες, ως πρόσωπον Θεού». Τούτο ως
ήκουσαν εκείνοι ημερώθησαν από την ορμήν την οποίαν είχον και λέγουσιν προς τον
Πατριάρχην· «Επειδή είσαι και η Αρχιερωσώνη σου ομόφρων μεθ’ ημών, πρέπει να
αναθεματίσης τον Φιλόσοφον, και τα βιβλία άτινα αναφέρουσιν, ότι ο Θεός είναι
ανείδεος και άμορφος». Απεκρίθη ο Θεόφιλος· «Τι με εμποδίζει να μη αναθεματίσω
εγώ τον Ωριγένην, όστις είναι εχθρός της πίστεως των Χριστιανών;» Ταύτα
ακούσαντες τον άφησαν και διεσκορπίσθησαν εις τα κελλία των. Τοιούτος
πολυμήχανος ήτο ο πονηρός Θεόφιλος και δεν ήτο ως Αρχιερεύς μιμητής του
Χριστού, να ειρηνοποιήση αμφότερα τα μέρη με λόγους ορθοδόξους, να ορθοτομήση
τον λόγον της αληθείας, να διδάσκη, ότι αληθώς ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός ήτο
ασώματος προ της Ενσάρκου Οικονομίας· αφ’ ου δε εσαρκώθη εκ της αγίας Θεοτόκου
και εσταυρώθη και ετάφη και ανελήφθη, είναι τώρα εις τους ουρανούς με την αγίαν
σάρκα εκείνην, εις και ο αυτός Υιός και Λόγος του Θεού, προσκυνούμενος υπό
πάσης κτίσεως ορατής και αοράτου. Ούτως έπρεπε να τους διδάσκη, να είναι εν
ειρήνη αμφότερα τα μέρη· αλλ’ εκείνος, ως όφις σκολιόβουλος, οτέ μεν εις το εν
μέρος οτέ δε εις το άλλο μέρος εστρέφετο. Ακούσατε δε και άλλο συμβάν. Κατά τας
ημέρας εκείνας τέσσαρες Μοναχοί και αδελφοί κατά σάρκα, πρώτοι και εις την
μάθησιν και εις την αρετήν πάντων των κατά την Αίγυπτον Μοναχών, τους οποίους
απεκάλουν δια το υψηλόν ανάστημά των Μακρούς (ωνομάζοντο δε Διόσκορος,
Αμμώνιος, Ευθύμιος και Ευσέβιος), ούτοι ουχί μόνον εις τα μέρη της Αλεξανδρείας
ήσαν επαινετοί, αλλά και αυτός ο Θεόφιλος κατ’ αρχάς τόσον τους ηγάπησεν, ώστε
δεν εχωρίζετο απ’ αυτούς, συνομιλών και ακροαζόμενος τους γλυκείς των λόγους.
Θέλων δε να δείξη την πολλήν αγάπην την οποίαν είχεν εις αυτούς, τον μεν
Διόσκορον εχειροτόνησεν Επίσκοπον Ερμουπόλεως της Αιγύπτου, τον δε Αμμώνιον και
Ευθύμιον Ιερείς και οικονόμους του Πατριαρχείου. Ούτοι μεν ενόσω έβλεπον τον
Θεόφιλον ότι είχεν ολίγην καλωσύνην, συγκατώκουν μετ’ αυτού· βλέποντες δε
ημέραν παρ’ ημέραν υποκριτήν, άδικον, πλεονέκτην και φιλάργυρον μάλλον ή
φιλόθεον τον Θεόφιλον γινόμενον, έφευγον την μετ’ αυτού συγκοινωνίαν, ίνα μη
φθείρωσι τα καλά των ήθη· ανεχώρησαν δε εξ Αλεξανδρείας και κατώκησαν εις το
όρος της Νιτρίας και ησκήτευον εκεί. Ο δε Θεόφιλος, βλέπων ότι εγνώρισαν την κακήν
του διαγωγήν και θέλων να τους εκδικηθή, έστειλεν επιστολάς προς τους
ανθρωπομορφιανούς διαβάλλων αυτούς, ότι είναι ωριγενισταί και αιρετικοί και να
μη τους έχωσι δια Χριστιανούς ουδέ εις την Εκκλησίαν να τους εμβάζωσι. Μετά
ταύτα και προς τους άλλους ομόφρονάς του Επισκόπους έγραψε, να προσπαθήσωσι να
εκδιώξωσι τους Μακρούς αδελφούς από το όρος. Εκείνοι δε, βλέποντες την τόσην
μανίαν του Θεοφίλου, επήγον εις την Αλεξάνδρειαν δια να τον συναντήσωσι και
ίδωσι τι είναι το τοσούτον μίσος προς αυτούς· ο δε Θεόφιλος, θυμού πλησθείς, εν
ω ελειτούργει, λαμβάνει με το ωμοφόριόν του και τυλίσσει τον Αμμώνιον από τον
λαιμόν, και με την μιαράν του χείρα του έδιδε πολλά ραπίσματα, λέγων προς αυτόν·
«Αναθεμάτισον τον Ωριγένην». Γράφει δε και εις όλην του την επαρχίαν, να είναι
καθηρημένοι και αναθεματισμένοι αυτοί και ο Πηλουσιώτης Ισίδωρος. Όχι δε μόνον
τούτο, αλλά χειροτονήσας και τινα Ιερέα ομόφρονα αυτού εις πενιχράν τινα
Επισκοπήν, και άλλον Ιερέα ανάξιον και τρεις Διακόνους, τους έπεισε να γίνωσι
κατήγοροι των τεσσάρων αδελφών εκείνων, έδωκε δε και εις αυτούς εγγράφους
κατηγορίας κατ’ εκείνων των αδελφών και τους παρήγγειλεν, ότι όταν είναι
Σύνοδος μεγάλη να τας δώσωσιν εις τας χείρας του ενώπιον του λαού. Αφ΄ ου δε
έδωκαν εκείνοι τας κατηγορίας, ο Θεόφιλος εζήτησεν από τον Ηγεμόνα της
Αλεξανδρείας εξουσίαν και στρατιώτας να εκδιώξη τους τέσσαρας εκείνους αδελφούς
από τα σύνορα της Αλεξανδρείας. Πρώτον λοιπόν εδίωξε τον Επίσκοπον Διόσκορον
από την Επισκοπήν του. Ζητών δε και τους άλλους τρεις αδελφούς και μη ευρίσκων
αυτούς, διότι εκρύβησαν εις ξηροπήγαδον, έδωκε διαταγήν εις τους στρατιώτας να
λεηλατήσωσι τα κελλία των Μοναχών, οίτινες συνήχθησαν εις την Αλεξάνδρειαν να
τον φονεύσωσιν, προφασιζόμενοι ότι ζητούσι τους αδελφούς εκείνους. Και δια να
μη είπωσιν ότι έκαμαν οι στρατιώται αρπαγήν, έβαλαν πυρ και κατέκαυσαν πολλά
κελλία και Μοναχούς πολλούς, προσποιούμενοι ότι εσκόπουν να σβέσωσι την
πυρκαϊάν. Μετά ταύτα εξήλθον οι αδελφοί εκείνοι γυμνοί από το ξηροπήγαδον και
επήγαν εις τον Πατριάρχην των Ιεροσολύμων Σιλβανόν, να κλαύσωσι δια την
προσγενομένην εις αυτούς αδικίαν. Ο δε Θεόφιλος, ευθύς ως έμαθεν ότι
ευρίσκονται εις τα Ιεροσόλυμα, έγραψε εις τον Πατριάρχην ούτω: «Δεν πρέπει να
δεχθής τους δεδιωγμένους και αφωρισμένους από εμέ, αλλ’ επειδή δεν εγνώριζες το
τοιούτον, ιδού όπου σου γράφω να τους αποδιώξης». Ιδόντες δε οι Μοναχοί
εκείνοι, ότι δεν έχουσιν άλλο καταφύγιον, ανεχώρησαν μετά πολλού κόπου και
επήγαν εις την Κωνσταντινούπολιν, δια να εύρωσι τον θείον Χρυσόστομον,
συνηκολούθουν δε και περί τους πεντήκοντα άλλοι Μοναχοί. Τούτους ιδών ο Άγιος
ελυπήθη, και παρηγορήσας αυτούς δια λόγων ικανών, έδωκεν εις αυτούς τόπον και
εισοδήματα να αναπαύωνται εις τον Ναόν της Αγίας Αναστασίας, τον οποίον,
λέγουσιν, ότι τον έκτισεν ο μέγας Γρηγόριος ο Θεολόγος, όταν ήτο Πατριάρχης εις
την Κωνσταντινούπολιν. Μετά τινας δε ημέρας, ακούσας ο Άγιος, ότι ήλθον εις τον
βασιλέα άνθρωποί τινες του Θεοφίλου δι’ υποθέσεις ιδικάς των, τους εκάλεσε και
τους ηρώτησεν, εάν γνωρίζωσι τους φυγάδας εκείνους από την Αλεξάνδρειαν. Οι δε
είπον· «Και τους γνωρίζομεν και βεβαιούμεν ότι αδίκως αφωρίσθησαν». Έγραψε τότε
ο Άγιος προς τον Θεόφιλον παρακαλών αυτόν να τους συγχωρήση· εκείνος δε τι
ποιεί; Στέλλει τους ως άνω αναφερθέντας κατηγόρους των αδελφών εκείνων, τον
Επίσκοπον, τον Ιερέα και τους τρεις Διακόνους να υπάγωσιν εις τον βασιλέα μετά
των εγγράφων εκείνων καταγγελιών δι’ εγκλήματα δια τα οποία κατηγόρουν αυτούς
και εις την Αλεξάνδρειαν και να τας είπωσι και εκεί φανερά, ίνα ο βασιλεύς τους
εκδιώξη. Τότε, ως είδον οι αδελφοί
εκείνοι ότι πανταχόθεν είναι εστενοχωρημένοι, και ουδέ εις την θάλασσαν
συγχωρούνται να κατοικήσωσι, δεν ηδυνήθησαν πλέον να υπομείνωσιν, αλλά παρευθύς
έγραψαν και αυτοί προς τον βασιλέα αναφοράν, η οποία είχε και ρητά και άρρητα
εγκλήματα, άπερ ισχυρίζοντο ότι θα αποδείξωσι. Πάλιν έγραψεν ο Άγιος προς τον
Θεόφιλον, λέγων· «Κάλλιον να τους συγχωρήσης, παρά να σε κατηγορήσωσι δια τόσας
κατηγορίας». Εκείνος, ως είδε τα γράμματα του Αγίου, εθυμώθη κατ’ αυτού και του
γράφει ούτω· «Νομίζω, ότι γινώσκεις τον Νόμον και τους Κανόνας της εν Νικαία
Πρωτης Συνόδου, καθ’ ους πρέπει να κρίνωνται οι Μητροπολίται και οι Επίσκοποι
εντός της δικαιοδοσίας των· ει δε και δεν γνωρίζεις τούτο, μάθε το από εμέ,
διότι εγώ δεν έχω ανάγκην να με εξετάζη η Αρχιερωσύνη σου τι να πράξω, αλλ’ έχω
εδώ Σύνοδον και Αρχιερείς και ας με εξετάσωσιν». Ταύτα ακούσαντες οι τέσσαρες
αδελφοί εκείνοι και ιδόντες, ότι ουδέ από τον Άγιον ήτο δυνατόν να έχωσι
βοήθειαν τινα, ηναγκάσθησαν να κατηγορήσωσι φανερά τον Θεόφιλον εις το
πολιτικόν δικαστήριον. Ημέραν δε τινα, εξερχομένου του βασιλέως εκ της
Εκκλησίας, του έδωκαν την αναφοράν εκείνην, την κατά του Θεοφίλου, και των
πέντε συκοφαντών και ψευδοκατηγόρων, του Επισκόπου, του Ιερέως και των τριών
Διακόνων· και παρευθύς εξεδόθη απόφασις βασιλική, ίνα τους μεν συκοφάντας
φυλακίσωσιν, έως ου εξετασθώσι, τον δε Θεόφιλον καλέσωσι να έλθη, δια να
εξετασθή υπό του Αγίου Χρυσοστόμου και της περί αυτόν Συνόδου. Απεστάλησαν δε
και διαταγαί προς τον διοικητήν της Αλεξανδρείας, ότι απαραίτητος ανάγκη είναι
να στείλη τον Θεόφιλον εις την Κωνσταντινούπολιν, εστάλησαν δε και άλλα
γράμματα εις τον αδελφόν του βασιλέως Ονώριον, όστις εβασίλευεν εις την Ρώμην
και εις τον Πάπαν Ιννοκέντιον, ίνα στείλωσιν Αρχιερείς και Επιτρόπους του Πάπα
να εξετάσωσι μετά του Αγίου τα εγκλήματα του Θεοφίλου. Έως ου λοιπόν συναχθή η
Σύνοδος, τους μεν κατηγόρους εφυλάκισαν οι έπαρχοι της πόλεως, έστειλαν δε και
απεσταλμένον εις την Αλεξάνδρειαν να φέρη τον Θεόφιλον. Ιδών ο Θεόφιλος ότι η
υπόθεσις απέβη κατά της κεφαλής του, ως πονηρότατος και εξαγοραστής του καιρού,
ήνοιξε τους θησαυρούς, τους οποίους είχεν εξ αδικιών, και πρώτον μεν
εδωροδόκησε τον απεσταλμένον, δια να μη τον ενοχλήση εις την οδόν, ουδέ να τον
βιάζη. Έπειτα δε εσκέφθη να αγοράση και διάφορα δώρα και αρωματικά, να
φιλοδωρήση με εκείνα τον βασιλέα και τους δικαστάς, διότι εγνώριζεν, ότι τα
δώρα, κατά την Γραφήν, τυφλούσι τους οφθαλμούς των κριτών. Οι Αρχιερείς λοιπόν
του Πάπα συνήχθησαν εις την Ρώμην και ανέμενον δευτέραν επιστολήν δια να
αποφασίσουν ποίαν ημέραν θα αναχωρήσωσι· διότι δεν τους εφαίνετο καλόν να
υπάγωσιν εις ξένον τόπον, να μένωσι πολύν καιρόν. Κατ’ εκείνας τας ημέρας
ηκούσθη λόγος ψευδής εις την ακοήν του Θεοφίλου, ότι ο μέγας Χρυσόστομος
συνεχώρησε τον Διόσκορον και τους αδελφούς αυτού μετά των άλλων πεντήκοντα ακολούθων
αυτών και ότι τους έδωκεν άδειαν να λειτουργώσι. Τούτο μαθών ο Θεόφιλος εχάρη
τα μέγιστα, ως να εύρεν αιτίαν να εκδικηθή τον Άγιον· εμβάς δε εις πλοίον,
διήλθε και από την νήσον Κύπρον, δια να εξαπατήση τον τότε Αρχιεπίσκοπον της
Κύπρου Άγιον Επιφάνιον και να τον πείση να υπάγωσιν ομού εις Κωνσταντινούπολιν.
Ούτος δε ο Άγιος Επιφάνιος ήτο άνθρωπος ουχί τόσον πεπαιδευμένος, αλλ’ όμως
ενάρετος, απλούς και απονήρευτος. Ηπάτησε δε αυτόν με πονηρίαν ο Θεόφιλος, ότι
πρέπει να υπάγη εις την Κωνσταντινούπολιν, ίνα καθαιρέση τον Χρυσόστομον ως
ωριγενιστήν. Ταύτα ακούσας ο Επιφάνιος επίστευσεν εις τον υιόν του ψεύδους
Θεόφιλον· όθεν έγραψε με την Σύνοδόν του εις τον Χρυσόστομον να αναθεματίση τον
Ωριγένην και τα βιβλία του. Ο δε Ωριγένης ήτο Αλεξανδρεύς παλαιός και μέγας
φιλόσοφος κατά τον καιρόν του Διοκλητιανού, ο οποίος έγραψε πολλά βιβλία και
εξηγήσεις της Παλαιάς και Νέας Γραφής. Μεταξύ των βιβλίων του όμως ευρέθησαν
και πολλαί κακοδοξίαι, διότι έλεγεν, ότι η κόλασις έχει τέλος, ότι οι δαίμονες
μέλλουσι να γίνωσι πάλιν Άγγελοι, ότι υπάρχει μετεμψύχωσις. Επρέσβευε
προϋπαρξιν των ψυχών, ήτοι ότι αι ψυχαί είναι όλαι δεδημιουργημέναι από του
Θεού και μένουσιν εις τόπον ωρισμένον· όταν δε συλληφθή το βρέφος εις την
κοιλίαν της γυναικός, εμβαίνει μία ψυχή απ’ εκείνας· ότι εις την Δευτέραν
Παρουσίαν του Χριστού αι ψυχαί δεν ανίστανται με το σώμα τούτο, αλλά με έτερον,
ότι ο Αδάμ προ της παρακοής ήτο ασώματος. Αυτά και άλλα περισσότερα βλάσφημα
λόγια ευρέθησαν εις τα βιβλία του Ωριγένους, τα οποία ανεθεμάτισαν οι Άγιοι
Πατέρες της Εκκλησίας ημών, και μάλιστα η μετά ταύτα συνελθούσα Αγία Ε΄
Οικουμενική Σύνοδος, συγκληθείσα υπό του βασιλέως Ιουστινιανού του Α΄ εν έτει
φνγ΄ (553) εντός της Κωνσταντινουπόλεως. Yπήρχε δε
κατ’ εκείνον τον καιρόν εις την Κωνσταντινούπολιν άνθρωπος τις ονόματι
Θεόγνωστος, άρχων και πλούσιος όχι μόνον κατά το σώμα, αλλά πολύ περισσότερον·
κατά την ψυχήν ευσεβής και φοβούμενος τον Θεόν. Τούτον εφθόνησεν άλλος άρχων
αρειανός και τον κατηγόρησεν εις τον βασιλέα, ότι υβρίζει τους βασιλείς.
Κατέσχον όθεν την περιουσίαν του και την κατέστησαν βασιλικήν, αυτόν δε
εξώρισαν εις την Θεσσαλονίκην, και όταν επορεύοντο εις την οδόν, ετελεύτησεν
από την λύπην του. η δε γυνή του έμεινε χήρα και εστερήθη και τον πλούτον της,
δια δε την πολλήν της λύπην επήγεν εις τον Άγιον· ο δε ως ευσυμπάθητος και
ελεήμων την παρηγόρησεν, ουχί μόνον με λόγους, αλλά και με έργον, διότι της
επέτρεψε να διατρέφηται από το ξενοδοχείον της Εκκλησίας ομού με τα τέκνα της.
Δεν είχεν όμως εισέτι παρέλθει η πρώτη δυστυχία και της ηκολούθησε και άλλη
συμφορά και ακούσατε. Καιρός ήτο τότε του τρυγητού των αμπέλων, εξήλθε δε η
βασίλισσα εις τα βασιλικά αμπέλια· εις δε τα σύνορα εκείνα ήτο και αμπέλιον της
χήρας ωραίον, πλησίον της τάφρου. Ιδούσα δε η βασίλισσα βοτρύδιον ωραίον εις το
αμπέλιον της χήρας, το εζήλευσε και λαβούσα το έφαγεν· οι δε ευνούχοι της είπον
ότι το αμπέλιον εκείνο ήτο ξένον, της χήρας γυναικός του Θεογνώστου. Απεκρίθη η
βασίλισσα· «Τόσον το καλλίτερον, ας είναι και αυτό βασιλικόν». Διότι συνήθεια
ήτο, ότι, όταν ορεχθή ο βασιλεύς οπωρικόν από περιβόλιον ή από άμπελον ξένην
και το φάγη, να γίνηται βασιλικόν εκείνο το αμπέλιον ή περιβόλιον· ο δε
ιδιοκτήτης ή να λαμβάνη άλλο αντί του ιδίου του ή την αξίαν του· δια ταύτην την
παράνομον συνήθειαν είπεν η βασίλισσα να είναι βασιλικόν το αμπέλιον της χήρας
και δια να εύρη και αιτίαν σκανδάλου κατά του Αγίου, διότι εγνώριζεν η
βασίλισσα, ότι δεν ήθελεν υπομείνει ο Άγιος, αν το μάθη, όπερ και έγινεν. Ο δε
Άγιος, ως το έμαθε, έγραψε προς την βασίλισσαν λόγους παραινετικούς και
τακτικούς, υπενθυμίζων εις αυτήν τους νόμους των Αγίων Πατέρων, να μη αδικήση
την πτωχήν χήραν. Η βασίλισσα όμως, συνηθισμένη εις αδικίας και πλεονεξίας, δεν
ηγάπα την δικαιοσύνην του Θεού· μάλλον εθυμώθη κατά του Αγίου και με λόγους
υβριστικούς του απήντησε λέγουσα· «Αγράμματε, δεν γνωρίζεις τους βασιλικούς
νόμους, οι οποίοι λέγουσιν, ότι το αμπέλιον ή το περιβόλιον, εκ του οποίου θα
φάγη ο βασιλεύς καρπόν, γίνεται βασιλικόν;» Αλλά και πολύλογον τον ωνόμαζε και
υβριστήν και απαίδευτον εις την γλώσσαν και πολλά άλλα τοιαύτα. Ήτο δε τότε η
εικοστή ενάτη του Αυγούστου, κατά την οποίαν επιτελούμεν την μνήμην της
Αποτομής της Τιμίας Κεφαλής του Προδρόμου και τότε ωμίλησεν ο Άγιος τον
περίφημον λόγον επ’ Εκκλησίας κατά των γυναικών, ου η αρχή λέγει: «Πάλιν
Ηρωδιάς μαίνεται, πάλιν ταράττεται, πάλιν την κεφαλήν Ιωάννου ζητεί». Αυτός ο
λόγος ήτο ξίφος δίστομον εις την σκληράν καρδίαν της βασιλίσσης, αλλ’ εις
μάτην, διότι δεν ηθέλησε να δώση την άμπελον της χήρας· τότε ο Άγιος επήγε και
μόνος του εις την βασίλισσαν και της λέγει· «Διατί, ευγενεστάτη, προστάζουσα
τον κόσμον να μη αδική ο εις τον άλλον, συ μόνη σου αδικείς την πτωχήν χήραν;»
Εκείνη δε απήντησεν· «Ούτω προστάζουσιν οι βασιλικοί νόμοι». Της λέγει ο Άγιος·
«Άδικος νόμος είναι αυτός· αλλά κάμε καλόν και δος την άμπελον της πτωχής
χήρας, δια να μη ομοιάσης με την Ιεζάβελ την γυναίκα του Αχαάβ, ήτις έλαβε
αδίκως τον αμπελώνα και τον αγρόν του Ναβουθαί». Ακούσασα ταύτα η βασίλισσα
εθυμώθη πολύ και λέγει· «Εγώ θα σε μάθω να ομιλής καλώς προς τους βασιλείς και
ουδέ εις την χήραν θα δώσω τίποτε δια το αμπέλιον, αλλά δίχως αγοράς θα το
λάβωμεν εις πείσμα σου». Ύβριζε δε και με φωνάς αγρίας ηπείλησε τον Άγιον·
εκείνος δε, αντ’ ουδενός έχων τας απειλάς της, μάλλον τον φόβον του Θεού έχων
προ οφθαλμών, εξήλθεν εκείθεν χαίρων ότι υβρίσθη υπέρ δικαιοσύνης. Δεν παρήλθον
πολλαί ημέραι και ήλθεν η εορτή της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού, εις τας δέκα
τέσσαρας του Σεπτεμβρίου· τότε παραγγέλλει ο Άγιος εις τους θυρωρούς της Εκκλησίας,
όταν υπάγη η βασίλισσα, να την κλείσωσιν έξω, να μη την αφήσωσι να έμβη εις την
Εκκλησίαν. Οι μεν άλλοι έτρεχον εις την Εκκλησίαν, ουχί μόνον χάριν της εορτής,
αλλά περισσότερον δια να ακούσωσι τους γλυκείς λόγους του Αγίου· η δε Ευδοξία
ηθέλησε να υπάγη και αυτή και όταν επλησίασεν εις την Εκκλησίαν με δορυφορίαν
και τάξιν βασιλικήν, παρευθύς οι θυρωροί έκλεισαν τας θύρας της Εκκλησίας.
Τούτο ιδούσα η βασίλισσα δεν ηδυνήθη να κρατήση τον θυμόν της, εξέβαλε φωνάς
φοβεράς, παρέλαβε δε και μάρτυρας τους εκεί ευρεθέντας ανθρώπους, λέγουσα·
«Ίδετε, γη και ουρανέ και σεις Χριστιανοί, τι ατιμίας υποφέρω εγώ από τον
Πατριάρχην». Εις δε εκ των ευνούχων της ήγειρε την χείρα του να κτυπήση την
θύραν και παρευθύς, ω του θαύματος! εξηράνθη η χειρ αυτού. Τούτο ως είδεν η
βασίλισσα εφοβήθη, μήπως πέση και επ’ αυτήν η οργή του Θεού και επέστρεψεν εις
τα βασίλεια· ο δε ευνούχος εκείνος μετά ταύτα προσέπεσεν εις τους πόδας του
Αγίου και ιατρεύθη. Κατά δε το διάστημα των γεγονότων τούτων έφθασε και ο Άγιος
Επιφάνιος εις την Κωνσταντινούπολιν μόνος, διότι ο Θεόφιλος ήρχετο δια ξηράς
μέσω της Μικράς Ασίας δια να διαβάλη και άλλους Επισκόπους εναντίον του
Χρυσοστόμου. Όταν δε ήλθεν ο Επιφάνιος, δεν επήγεν εις την πόλιν, αλλ’ έμεινεν
εις το Μοναστήριον του Τιμίου Προδρόμου ευρισκόμενον προς το δυτικόν μέρος της
Πόλεως, περί τα επτά μίλια μακράν, όπου και εγκατεστάθη. Ελειτούργησε δε και
χωρίς να ερωτήση τον Άγιον και εχειροτόνησε Διάκονον. Μετά τινας ημέρας
εισήλθεν εις την πόλιν, αλλά δεν επήγεν εις τον Πατριάρχην, τον θείον
Χρυσόστομον, παραμείνας εις τον οίκον κοσμικού τινος και εκεί διέτριβε· συνάζων
δε τον λαόν ανεγίνωσκε λόγους τινάς, τους οποίους συνέγραψε κατά Ωριγένους. Ο
δε του Θεού άνθρωπος, ο θείος Χρυσόστομος, μηδαμώς εχθρευθείς τον Επιφάνιον,
ούτε διότι χωρίς να ερωτηθή εποίησεν χειροτονίαν εις την δικαιοδοσίαν του, όπερ
είναι παράνομον, ούτε διότι δεν επήγε να τον ίδη, του παρήγγειλε λέγων· «Λάβε
τον κόπον, Άγιε Αρχιεπίσκοπε Κύπρου, και ελθέ να σε απολαύσωμεν, διότι σε
έχομεν εις επιθυμίαν». Εκείνος δε του απήντησεν, ότι εάν δεν διώξης από την
Κωνσταντινούπολιν τον Διόσκορον και τους άλλους ακολούθους του και εάν δεν
βεβαιώσης εγγράφως τα βιβλία, άπερ έγραψα κατά Ωριγένους και είπης ότι είναι
δεκτά, δεν συγκοινωνώ μετά σου». Πάλιν του παρήγγειλεν ο Άγιος, ότι, «Εάν δεν
ίδω τα βιβλία σου καταλεπτ΄ς να τα ερευνήσω, απερισκέπτως δεν αποφασίζω». Και ο
μεν μακάριος Επιφάνιος μετά του θείου Χρυσοστόμου αντήλλαξαν αυτούς τους
λόγους. Η δε βασίλισσα, ως έμαθεν ότι ευρίσκονται εις δυσαρέσκειαν μεταξύ των,
ημέραν τινά καλεί τον Επιφάνιον και του λέγει· «Βλέπεις, Τίμιε Πάτερ, ότι ο
κόσμος όλος υποτάσσεται εις ημάς, μόνος δε ο Ιωάννης δεν θέλει να υποταχθή;
Είναι δίκαιον να είναι αυτός Πατριάρχης, όστις είναι αιρετικός; Από σήμερον σου
δίδω την εξουσίαν όλων των Εκκλησιών, να συνάξης Σύνοδον να τον καθαιρέσης».
Ταύτα έλεγεν η βασίλισσα μετά μεγάλου θυμού, νομίζουσα ότι θέλει ελκύσει αυτόν
προς εαυτήν. Ο δε Άγιος, βλέπων ότι δεν είναι κατά Θεόν οι λόγοι της, αλλά από
κακίαν και έχθραν, την οποίαν έχει κατά του Χρυσοστόμου, λέγει προς αυτήν· «Μη
βαρυνθής, τέκνον μου, εάν σου είπω λόγον σκληρόν. Εάν μεν ο Ιωάννης είναι, ως
λέγεις, αιρετικός και τον καλέσωμεν εις την Σύνοδον και δεν παρουσιασθή, ίνα
ευρεθή αθώος, πρέπει να καθαιρεθή· εάν δε, διότι σε ήλεγξεν εις κανέν
παράπτωμα, όπου έσφαλες και συ ως άνθρωπος, θέλεις να τον καθαιρέσης, εγώ δεν
επεμβαίνω· διότι οι βασιλείς πρέπει να μη είναι μνησίκακοι, αλλά να υπομένωσι
και αυτοί ελεγχόμενοι, όταν σφάλωσιν, επειδή υπόκεινται εις τους νόμους των
Αγίων Πατέρων». Ταύτα ακούσασα η βασίλισσα από του Αγίου το στόμα, μετά θυμού
είπε προς τον Επιφάνιον· «Εάν δεν καθαιρεθή και εξορισθή ο Ιωάννης, εγώ ανοίγω
τους ναούς των ειδώλων». Ακούσας τον τοιούτον λόγον ο Επιφάνιος απεκρίθη·
«Αθώος είμαι εγώ από την τοιαύτην άδικον κρίσιν», και εξήλθεν εκείθεν. Τούτων
ούτω γεγενημένων, φήμη ψευδής διεδόθη ότι ο Άγιος Επιφάνιος συνεφώνησε μετά της
βασιλίσσης εις την καθαίρεσιν του Αγίου. Γράφει λοιπόν ο θείος Χρυσόστομος προς
τον Άγιον Επιφάνιον ούτω· «Αδελφέ Επιφάνιε, ήκουσα ότι και συ συνεφώνησας εις
την εξορίαν μου, αλλά γίνωσκε, ότι και συ δεν θέλεις ίδει πλέον τον θρόνον
σου». Απήντησε και ο Επιφάνιος· «Αθλητά Ιωάννη, ας σε κρούουν και συ νίκα, πλην
ουδέ συ θέλεις φθάσει εις τον τόπον της εξορίας σου». Αυτοί οι λόγοι ηλήθευσαν·
διότι ο με Επιφάνιος, όταν επήγαινεν εις την Κύπρον, εν μέσω της οδού
ετελεύτησεν. Ομοίως και ο Χρυσόστομος, όταν εξωρίσθη δια δευτέραν φοράν, δεν
έφθασεν εις τον τόπον της εξορίας, αλλ’ εκοιμήθη εν τω μέσω της οδού, ως θέλετε
ακούσει. Μετά ταύτα έφθασε και ο Πατριάρχης Θεόφιλος εις την Κωνσταντινούπολιν
με πολύ θάρρος και πολλούς Επισκόπους, διότι τον ειδοποίησεν η βασίλισσα να μη
φοβήται τα ιδικά του εγκλήματα, μόνον να ποιήση το θέλημά της, τουθ’ όπερ ο
Θεόφιλος ήθελεν· έπειτα επήγεν εις την βασίλισσαν, ωμίλησε, συνεβουλεύθη και
τέλος συνεφώνησε μεθ’ όλων των Επισκόπων του να καθαιρέσωσι τον Άγιον. Καθ’
εκάστην ημέραν εποίουν συμβούλια, έπλεκον ψευδοκατηγορίας, επενόουν εγκλήματα,
έγραφον λιβέλλους, εμελέτων την καθαίρεσιν· εύρον δε και πρόφασιν σκανδαλώδη,
ότι τους ύβρισεν ο Άγιος εις την διδαχήν του· διότι κατ’ εκείνας τας ημέρας
εδίδαξεν ο Άγιος περικοπήν εκ της Τρίτης των Βασιλειών δι’ άλλην υπόθεσιν, ένθα
έλεγεν ούτω· «Φέρετε προς με τους ιερείς της αισχύνης, οίτινες τρώγουσιν εις
την τράπεζαν της Ιεζάβελ, να τους είπω ώσπερ ο Προφήτης Ηλίας· «Έως πότε θα
είσθε χωλοί και κατά τους δύο πόδας; Εάν είναι θεός ο Βάαλ, «πορεύεσθε οπίσω
αυτού» (Γ΄ Βασιλ. ιη:21), εάν δε δια σας θεός είναι η τράπεζα της Ιεζάβελ, τότε
φάγετε και εξεμέσατε». Aυτούς
τους λόγους ως ήκουσαν εκείνοι, εύρον αιτίαν ότι τους εχαρακτήρισεν ως ιερείς
της αισχύνης, την δε βασίλισσα έλεγον ότι την είπεν Ιεζάβελ, προσέθετον δε και άλλα
περισσότερα αφ’ εαυτών και τα ανέφεραν προς τον βασιλέα, παρακινούντες αυτόν
προς οργήν. Ταύτα ακούων ο βασιλεύς Αρκάδιος, και βλέπων τους Αρχιερείς,
μετέβαλε την ευλάβειαν, την οποίαν είχε πρότερον εις τον Άγιον και έδωσε πάσαν
εξουσίαν εις τον Θεόφιλον και τους περί αυτόν Επισκόπους να εξετάσωσι τα κατά
του Αγίου επιφερόμενα εγκλήματα· εύρε δε ο έτοιμος εις πάσαν κακίαν Θεόφιλος
δύο Διακόνους καθηρημένους υπό του Αγίου, τον μεν ως μοιχόν, τον δε ως φονέα·
αυτός τους συνεχώρησε, και τους έβαλε να γίνωσι κατήγοροι του Αγίου. Έγραψε δε
και εγκλήματα και τους τα έδωκε να κατηγορήσωσι τον Άγιον, τα οποία ουδέν ίχνος
αληθείας είχον, αλλ’ ήσαν πλήρη ψεύδους και συκοφαντίας. Απετελείτο δε το
κατηγορητήριον τούτο από τεσσαράκοντα κεφάλαια, άτινα διελάμβανον τα εξής: α΄ Ότι
έδειρε νέον τινά ονόματι Ευλάβιον, τον υιόν του Διακόνου Ιωάννου, όστις ήτο
κατήγορος του Αγίου·
β΄ Ότι άλλος τις Μοναχός, Ιωάννης
και αυτός, τη αδεία του Χρυσοστόμου εδάρθη και εσύρθη και σίδηρα εφόρεσεν ως
δαιμονιών· γ΄ Ότι επώλησε πολλά κειμήλια της Εκκλησίας·
δ΄ Ότι επώλησε τα μάρμαρα της
Αγίας Αναστασίας, τα οποία είχε χαρίσει ο Νεκτάριος δια στρώσιν της Εκκλησίας·
ε΄ Ότι υβρίζει τους Κληρικούς
ατίμους και διεφθαρμένους·
στ΄ Ότι τον Άγιον Επιφάνιον έλεγε φλύαρον και δαιμονιώντα·
ζ΄ Ότι επεβουλεύθη άνθρωπόν τινα
Σεβηριανόν ονόματι, και έβαλεν ανθρώπους να τον φονεύσωσιν·
η' Ότι έγραψεν βιβλίον, βρίθον εκ συκοφαντιών
πολλών και ύβρεων κατά των Κληρικών·
θ΄ Ότι κατέκρινε τρεις Διακόνους,
Ακάκιον, Εδάφιον και Ιωάννην ότι έκλεψαν το ράσον του· έλεγε δε ότι δι’ άλλην
υπόθεσιν το έκλεψαν, ήτις δεν δύναται να φανερωθή·
ι΄ Ότι Αντώνιόν τινα, ενώ κατηγορήθη ως
τυμβωρύχος και ότι έκλεψε τα κοσμήματα αποθανούσης γυναικός, αυτός τον
εχειροτόνησεν Επίσκοπον·
ια΄ Ότι κατά τας ημέρας της πατριαρχείας του Αγίου εγένετο σύγχυσις
μεγάλη και φόνοι πολλοί υπό των στρατιωτών του βασιλέως, μεταξύ των οποίων ήτο
και ο κόμης Ιωάννης, ενώ δε ουδείς εγνώριζε τους υποκινητάς των φόνων, ο Άγιος
έδειξεν εις την βασιλείαν, ότι ο Ιωάννης ήτο ο αίτιος και τον απηγχόνισαν· ιβ΄ Ότι εμβήκεν εις την
Εκκλησίαν και δεν προσεκύνησε·
ιγ΄ Ότι δίχως θυσιαστηρίου εποίησε χειροτονίας Διακόνων και Ιερέων· ιδ΄ Ότι εν μια
χειροτονία εποίησε τέσσαρας Επισκόπους· ιε΄Ότι όταν υπάγη γυνή
να του ομιλήση, εξάγει όλους και μένει μόνος μετά της γυναικός·
ιστ Ότι γυνή τις πλουσία ονόματι Θέκλα εδωρήσατο την κληρονομίαν της εις
Εκκλησίαν και αυτός την έδωκεν εις τινα Θεόδουλον και την επώλησεν· ιζ΄ Ότι τα
εισοδήματα της Εκκλησίας δεν γνωρίζουσι τι γίνονται· ιη΄ Ότι εχειροτόνησεν εις Ιερέα τον Διάκονόν
του Σεραπίωνα, ο οποίος ήτο κατηγορημένος δι’ εγκλήματα·
ιθ΄ Ότι έβαλε Χριστιανούς τινας εις την φυλακήν δια το πείσμα του, έως
ου ετελεύτησαν εκεί, και καν να τους ενταφιάσωσι δεν αφήκεν·
κ΄ Ότι τον Βερροίας Ακάκιον ύβρισε και δεν ηθέλησε ούτε καν να ομιλήση
μετ’ αυτού·
κα΄ Ότι Ιερέα τινά, ονόματι Πορφύριον, παρέδωκεν εις τον Ευτρόπιον να
τον εξορίση·
κβ΄
Ότι παρέδωκεν ομοίως και Ιερέα τινά ονόματι Βενέριον·
κγ΄ Ότι έχει λουτρόν και εμβαίνει μόνος του και λούεται, και ο
Ιερομόναχος Σεραπίων κλειδώνει το λουτρόν εκείνο, ώστε ουδείς είδε τι είναι
μέσα εις το λουτρόν·
κδ΄ Ότι εχειροτόνησε πολλούς δίχως συμμαρτυρίας των Κληρικών· κε΄ Ότι ποτέ
του δεν έφαγε μετ’ άλλου τινός·
κστ΄ Ότι όταν αποφασίζη εις το κριτήριον, δεν ζητεί μάρτυρας, αλλά μόνος
του γίνεται κατήγορος, μάρτυς και κριτής, ως το έκαμε δήθεν εις τον
Πρωτοδιάκονόν του, Μαρτύριον ονόματι, και εις τον Επίσκοπον Λυκίας Προαιρέσιον,
τους οποίους καθήρεσε δίχως Συνόδου και μαρτύρων· κζ΄ Ότι
εντός της Εκκλησίας, εις την ώραν του κοινωνικού, εκτύπησε δια γρόνθου τον
Διάκονον Μέμνονα, και ρέοντος του αίματος εκ του στόματός του τον εκοινώνησε τα
Άγια Μυστήρια· κη΄
Ότι δεν υπάγει εις το άγιον Βήμα, όταν τελειώση την θείαν Λειτουργίαν να εκδυθή
την Αρχιερατικήν στολήν, αλλά καθήμενος έξω εις τον θρόνον του εκδύεται και του
φέρουσι και γλυκίσματα εκεί και τρώγει·
κθ΄ Ότι όταν χειροτονήση Μητροπολίτην, του χαρίζει και χρήματα· και
τούτο πράττει δια να έχη τους Μητροπολίτας φίλους, να δέχωνται ό,τι τους λέγει· λ΄ Ότι εχειροτόνησε εις
Έφεσον Μητροπολίτην τον Ηρακλείδην, ο οποίος ήτο ωριγενιστής, και κατηγορήθη
και ως κλέπτης, ότι έκλεψε φόρεμα Διακόνου τινός ονόματι Ακυλίνου·
λα΄ Ότι έδειρε τον
μοναχόν Ιωάννην μετά του Σεραπίωνος, διότι ήλεγχε τους ωριγενιστάς ως
αιρετικούς·
λβ΄ Ότι λέγει, ότι αι τράπεζαι κατά τας οποίας οι άνθρωποι μεθύσκονται
είναι εξωτικαί και θέλομεν να μας εξηγήση τι είναι αυταί αι εξωτικαί, τας
οποίας οι Έλληνες είχον ως θεάς και η Εκκλησία μας δεν δέχεται αυτούς τους
λόγους· λγ΄ Ότι δίδει
άδειαν εις έκαστον να αμαρτάνη, διότι διδάσκει, λέγων: «Εάν πάλιν αμαρτήσης,
πάλιν μετανόησον και οσάκις πταίσης, ελθέ εις εμέ, να σε θεραπεύσω· λδ΄ Ότι εβλασφήμησεν εις διδαχήν τινα και
είπε, ότι δήθεν ο Χριστός προσηυχήθη και δεν εισηλούσθη παρά του Πατρός, διότι
δεν προσηυχήθη ως έπρεπε·
λε΄ Ότι εξεγείρει δια των λόγων του τους κοσμικούς να προκαλέσωσι
σύγχυσιν, όταν συναχθή η Σύνοδος κατ’ αυτού, να δείρωσι τους Αρχιερείς· λστ΄
Ότι τους Έλληνας τους υπερασπίζεται εις πάσαν των υπόθεσιν και τους βοηθεί, εάν
θελήση τις να τους πειράξη·
λζ΄ Ότι δήθεν
εις άλλων Μητροπολιτών Επαρχίας χειροτονεί αυτός χωρίς την θέλησίν των
Επισκόπους και Ιερείς·
λη΄ Ότι ποτέ του δεν αφήκε Κληρικόν τινα ή και Αρχιερέα να έμβη εις το
κελλίον, εις το οποίον εκοιμάτο, να ιδή·
λθ΄ Ότι αιχμαλώτους ξένους, οίτινες δεν ήσαν ελευθερωμένοι, εχειροτόνησεν
Αρχιερείς·
μ΄ Ότι δήθεν έδειρε με την χείρα του Επίσκοπόν τινα ονόματι
Ισαάκιον.
Αυτά τα τεσσαράκοντα εγκλήματα γράψας μόνος του ο Θεόφιλος, τα έδωκεν
εις εκείνους τους κατηγόρους περί των οποίων προείπομεν, ως μη γνωρίζων αυτός
δήθεν τίποτε, και τους παρήγγειλεν, όταν συναθροισθή η Σύνοδος των Αρχιερέων,
να τα δώσουν εις τας χείρας του. Αυτός δε ανεχώρησεν εις Χαλκηδόνα και
συνήγαγεν εκεί τους ομόφρονάς του Αρχιερείς, τους προρρηθέντας εχθρούς του
Αγίου, ήτοι τον Βερροίας Ακάκιον, τον Γαβάλων Σεβηριανόν, τον Πτολεμαϊδος
Αντίοχον, τον Χαλκηδόνος Κυρίνον και όλους τους ιδικούς του Επισκόπους, τους
οποίους είχε φέρει εξ Αιγύπτου και άλλων τόπων· ήσαν δε όλοι τεσσαράκοντα
πέντε, συνεκρότησαν δε Σύνοδον εις τι μετόχιον, ονομαζόμενον Δρυν, πλουσίου
τινός ονόματι Ρουφίνου· έπειτα έγραψαν και γράμματα και έστειλαν προς τον
Άγιον. Ο δε Άγιος έτυχε τότε εις το Πατριαρχείον και συνωμίλει μετά
τεσσαράκοντα Αρχιερέων φίλων του, οίτινες έκλαιον δια την άδικον και παράνομον
Σύνοδον του Θεοφίλου, και έλεγον, ότι κάλλιον είναι να αφήσωσι τους θρόνους
των, παρά να συλλειτουργήσωσι με τους Αρχιερείς εκείνους ή να υπογράψωσιν εις
την καθαίρεσιν του Αγίου. Ο δε Άγιος τους παρηγόρει, λέγων· «Εάν με αγαπάτε,
συλλειτουργήσατε μεν μετ’ εκείνων, δια να μη γίνη σχίσμα εις την Αγίαν του Θεού
Εκκλησίαν, εις δε την καθαίρεσίν μου μη υπογράψετε, διότι δεν γνωρίζω τι απ’
όσα με κατηγορούσι». Λέγοντος του Αγίου ταύτα, έφθασαν και οι απεσταλμένοι υπό
της παρανόμου Συνόδου φέροντες την απόφασιν, ήτις διελάμβανε ταύτα: «Η Αγία
Σύνοδος, η επί Δρυν αθροισθείσα, τω Ιωάννη»· ω της απωλείας! Μόνοι των
ωνομάζοντο Άγιοι και την μικράν Σύνοδόν των Αγίαν ωνόμασαν, τον δε Άγιον ουδέ
καν Πατριάρχην ωνόμασαν, αλλ’ απλώς Ιωάννην, προ της εξετάσεως οιούντες αυτοί
την απόφασιν. Έγραφον δε εν συνεχεία τα εξής· «Λιβέλλους εδεξάμεθα κατά σου,
πολλών αιτιαμάτων μεστούς· χρη ουν απαντήσαι σε τον υπέρ αυτών υφέξοντα λόγον»,
ήτοι, πρέπει να έλθης να δώσης απόκρισιν δια τα εγκλήματα ταύτα. Ο δε Άγιος
έστειλε προς αυτούς τρεις Επισκόπους, Δημήτριον τον Πισινούντος, Ευλύσιον τον
Απαμείας, Λουππικιανόν τον Απιαρίας και δύο Ιερείς, να είπωσι προς εκείνους τοιαύτα·
«Εγώ δεν αποφεύγω από την Σύνοδόν σας, Άγιοι Αρχιερείς, έστω και εάν είσθε και
άλλοι εκατόν, αλλά παραμερίζω από τον φανερόν εχθρόν μου, τον Θεόφιλον, ο
οποίος, πριν απαντήση δια τα ίδια αυτού εγκλήματα, γίνεται κριτής εναντίον μου
και ταύτα του νόμου εμποδίζοντος, καθό διακελεύοντες τον από της Αιγύπτου μη
κρίνειν εις τα σύνορα της Θράκης». Οι μεν απεσταλμένοι υπό του Αγίου τοιαύτα
είπον· οι δε λύκοι και οι ποιμένες, συλλαβόντες τους Αρχιερείς και Ιερείς
εκείνους, τους έσυραν δέροντες και σχίσαντες τα ενδύματά των έβαλον έκαστον εις
τα σίδερα, άτινα είχον ετοιμάσει δια τον Άγιον. Και δια να μη φαίνεται εις το
φανερόν η κακουργία των, τους εφυλάκισαν εις κεκρυμμένον τόπον προς εκφόβισιν
των άλλων, έπειτα εβιάσθησαν και υπέγραψαν και οι τεσσαράκοντα πέντε Αρχιερείς
την καθαίρεσιν του Αγίου, ήρχισαν δε να υπογράφουν κατά την τότε συνήθειαν
πρώτον οι μικρότεροι και τελευταίον οι μεγαλύτεροι· υπέγραψε δε πρώτος
Επίσκοπος τις Γυμνάσιος ονόματι και τελευταίος ο κακούργος Αλεξανδρείας
Θεόφιλος. Αφού δε υπέγραψαν εκείνην την ψευδοκαθαίρεσιν, απέστειλαν και εις τον
βασιλέα αναφοράν, ήτις έλεγε ταύτα· «Γίνωσκε, κράτιστε βασιλεύ, ότι τον Ιωάννην
τον καθηρέσαμεν δια πολλά και μεγάλα εγκλήματα, δι’ α δεν παρουσιάσθη να
απολογηθή· όθεν δεν μένει άλλο παρά να διατάξη η βασιλεία σου όπως εξορισθή εις
τόπον μακρινόν, δια να μη ποιή σκάνδαλα». Ταύτην την αναφοράν ιδών ο βασιλεύς
και πιστεύσας εις αυτούς, ως τάχα εις Αρχιερείς, διέταξε να εξορίσουν τον Άγιον·
και δια να μη γένηται σύγχυσις του λαού, διότι ώρμησεν ο λαός να φονεύσωσι τον
Θεόφιλον, δια νυκτός έβαλον τον Άγιον εις βασιλικόν πλοίον, σύροντες αυτόν
βιαίως, τον διεπέρασαν δε από το στενόν της πόλεως προς την Μαύρην Θάλασσαν,
εις πόλιν ονομαζομένην Πραίνεστον. Μετά δε ταύτα έγραψεν ο Θεόφιλος γράμματα
και προς τον Πάπαν Ρώμης Ιννοκέντιον, λέγων προς αυτόν, ότι καθήρεσαν τον
Άγιον. Εκείνος δε προς μεν τον Θεόφιλον δεν απήντησεν, ως ανάξιον της
αρχιερωσύνης, προς δε τον βασιλέα Αρκάδιον έγραψεν ονειδιστικούς και
αφοριστικούς λόγους, ότι ήκουσε την γυναίκα του και εξώρισε τοιούτον φωστήρα
της οικουμένης. Αφού λοιπόν εξώρισαν τον Άγιον, ηθέλησαν να καθαιρέσουν και τον
Μητροπολίτην της Εφέσου Ηρακλείδην, τον οποίον είχε χειροτονήσει ο Άγιος, όταν
επήγεν εις την Έφεσον. Επειδή δε δεν ήτο εκεί τότε παρών, δια τούτο δεν συνεφώνησαν
οι Αρχιερείς· διότι οι μεν της Κωνσταντινουπόλεως έλεγον, ότι δεν πρέπει απόντα
να τον καθαιρέσωμεν· οι δε Αλεξανδρείς αντέλεγον, ότι πρέπει να τον καθαιρέσωσι
και εν απουσία του, διότι είναι ωριγενιστής· τέλος φιλονικούντα αμφότερα τα
μέρη των Αρχιερέων, ήλθον και εις χείρας, οι δήθεν μιμηταί του Χριστού, όστις
«λοιδορούμενος ουκ αντελοιδώρει», ηκολούθησαν δε και πληγαί και εκ των πληγών
θάνατοι. Τις να ακούση τους τοιούτους προβατοσχήμους λύκους και να μη φρίξη; Αλλά
ακούσατε και τι ακόμη έπραξεν ο θεομισής Θεόφιλος εναντίον των Μακρών αδελφών
ήτοι του Διοσκόρου και των αδελφών του και των άλλων πεντήκοντα συνακολούθων
των, ως και δια τα βιβλία του Ωριγένους, τα οποία τα ανεθεμάτισεν, ύστερα όμως
εδέχθη· αλλά ταύτα μεν εγένοντο μετά ταύτα. Κατά δε την νύκτα εκείνην, κατά την
οποίαν εξώρισαν τον Άγιον, σεισμός μέγας εγένετο καθ’ όλην την
Κωνσταντινούπολιν και φόβος αόρατος επέπεσεν εις τα ανάκτορα του βασιλέως
καθόσον ουδείς των εντός αυτών ηδυνήθη να κοιμηθή πλέον. Ο βασιλεύς δε μετανοών
και κλαίων, διότι εξώρισε τον Άγιον, παρευθύς έγραψε προς αυτόν, δεόμενος και
παρακαλών να επιστρέψη εις τον θρόνον του· έστειλε δε και απεσταλμένον ευνούχον
τινα της βασιλίσσης, Βρίσωνα ονόματι, να τον φέρη, πριν ή ακόμη φθάση εις την
Πραίνεστον και πάλιν έστειλεν άλλον, έως ου ιδών ο Άγιος την μετάνοιαν του
βασιλέως, έστρεψεν οπίσω. Όταν δε έμαθεν ο λαός ότι έρχεται ο Άγιος,
επλημμύρισαν το στενόν της πόλεως πέρασμα· έτρεχον άνδρες, γυναίκες, παιδία, να
ίδωσι την αγγελικήν μορφήν του Αγίου Χριστομιμήτου και καλού Ποιμένος. Ελθών δε
ο Άγιος, δεν ηθέλησε να έμβη μέσα εις την πόλιν, αλλ’ είπεν· «Ας έλθη Σύνοδος
μεγαλυτέρα να με εξετάση πάλιν». Ο δε λαός ως ήκουσαν το τοιούτον, έκλαιον,
εθρήνουν, παρεκάλουν αυτόν. Τέλος ιδών ο Άγιος την τοσαύτην ορμήν του λαού και
του βασιλέως, εισήλθε μεν εις την πόλιν, εις δε τον θρόνον δεν ηθέλησε να
καθήση, αλλ’ ο βασιλεύς και ο λαός δεν τον αφήκαν, θέλοντα δε και μη θέλοντα
τον ανεβίβασαν εις τον θρόνον του, δεκάτην τρίτην έχοντος τότε του Νοεμβρίου·
και πάλιν η Εκκλησία απέλαβε τον στολισμόν της, τον διδάσκαλον, τον άγρυπνον
Ποιμένα και πάλιν αι διδαχαί έρρεον. Αλλά τι να σας είπω; Ω φθόνε, αρχηγέ των
κακών, επίβουλε των καλών, συκοφάντα των αγαθών! Αλλά πως ίσχυσεν ο φθόνος;
Ακούσατε. Εις την Κωνσταντινούπολιν, εκεί όπου είναι τώρα ο Ναός της Αγίας
Σοφίας, ήτο πρότερον Ναός ρυθμού βασιλικής, τον οποίον έκτισεν ο Μέγας
Κωνσταντίνος και τον ωνόμαζον Σοφίαν. Έξω από τον Ναόν ήτο στήλη αργυρά της
βασιλίσσης Ευδοξίας και συναζόμενα τα παιδία εκεί τας εορτάς έπαιζον και
προεκάλουν μεγάλην σύγχυσιν, δεν άφηναν δε αι φωναί των να ακούεται η ψαλμωδία
των Ιερέων. Ο μεν Άγιος εδίδασκε πάντοτε να παύσωσι τα παιδία τας φωνάς, αλλά
τι να κάμη εις τόσον πλήθος παιδίων; Τέλος ωμίλησεν ότι δεν είναι πρέπον να
ίσταται εκεί η εικών της βασιλίσσης και να γίνηται αιτία συγχύσεως και θορύβου,
προέτεινε δε να την μεταθέσωσιν εις την αγοράν. Ακούσασα τούτο η βασίλισσα
εδαιμονίσθη και πάλιν και έλεγεν ότι ήλθε πάλιν ο Άγιος εις την
Κωνσταντινούπολιν να την ελέγξη. Τέλος εσύναξε πάλιν εις Σύνοδον τους
προαναφερθέντας Αρχιερείς· εκείνοι όμως μη δυνάμενοι να εύρουν πταίσιμον τι,
ίνα καθαιρέσωσι πάλιν τον Άγιον, επειδή τα πρώτα εγκλήματα δεν απεδείχθησαν,
εκάλεσαν τον ευρετήν της κακίας Θεόφιλον, ίνα έλθη πάλιν και αυτός εις την
Σύνοδόν των ή να τους εύρη τι κεφάλαιον νόμου, όπως δυνηθώσι να επιτύχωσι την
θέλησιν της βασιλίσσης. Τότε ο Θεόφιλος στέλλει τρεις Επισκόπους του και τους
δίδει κεφάλαιον τι, το οποίον είχον γράψει ποτέ οι αρειανοί, δια να καθαιρέσωσι
τον μέγαν Αθανάσιον· επεκαλείτο δε και τον δ΄ Κανόνα της εν Αντιοχεία Συνόδου,
όστις λέγει ότι, «Όποιος Επίσκοπος ή Πρεσβύτερος, δικαίως ή αδίκως καθαιρεθή
και έλθη πάλιν εις τον θρόνον του δίχως Συνόδου Εκκλησιαστικής, εκείνον να μη
τον ακούουν, εάν έχη και δικαίωμα τι να λέγη». Ταύτα έγραψε και απέστειλεν ο
Θεόφιλος, θέλων να στερεώση την προτέραν του απόφασιν. Ο δε Άγιος απολογούμενος
έλεγεν, ότι «Ουδέ εις την πρώτην εκείνην Σύνοδον με εδέχθητε να απολογηθώ, ουδέ
τώρα με την θέλησίν μου ήλθα απρόσκλητος· αλλά καθώς εις την αρχήν με βασιλικήν
διαταγήν αδίκως εξωρίσθην, ούτω πάλιν επανήλθον μετά βασιλικής προσταγής και
ότι αυτό το κεφάλαιον δεν είναι δεκτόν, διότι το έγραψαν οι αρειανοί, δια να
καθαιρέσωσι τον μέγαν Αθανάσιον». Ο βασιλεύς εκάλεσεν αμφότερα τα μέρη των
Αρχιερέων και τους συμπαραστάτας του Αγίου και τους εναντίους αυτού και τους
ηρώτησε, τι λέγουσι δια τούτο το κεφάλαιον του Νόμου. Οι δε βοηθοί του Αγίου
έλεγον, ότι από τους αιρετικούς είναι συγγεγραμμένον και δεν είναι δεκτόν, οι
δε έλεγον ότι από αγίους άνδρας είναι συντεθειμένον. Τέλος επειδή δεν είχον
άλλο τι ίνα ισχύσωσι οι βοηθοί του Αγίου, είπον προς τον βασιλέα· «Ας γράψωσιν
ούτοι, οίτινες λέγουσι ότι από τους Αγίους είναι γεγραμμένον το κεφάλαιον αυτό,
ότι είναι της αυτής πίστεως και της αυτής φατρίας μετ’ εκείνων, οίτινες το
έγραψαν και τότε δεχόμεθα να γίνηται η απόφασις παρ’ αυτών». Η γνώμη αύτη
ήρεσεν εις τον βασιλέα, οι δε επίβουλοι του Αγίου εδέχθησαν μεν εις το φανερόν
να υπογράψωσιν, ότι είναι της αυτής πίστεως και της αυτής μερίδος μετά των
γραψάντων το κεφάλαιον αυτό, πλην φοβούμενοι ένεκεν αμφιβολίας, δεν ετόλμησαν
να το τελειώσωσιν, ίνα μη ευρεθώσιν ύστερον αρειανοί και καθαιρεθώσιν. Ο δε
βασιλεύς βαρυνθείς τα σκάνδαλα, διότι οι Αρχιερείς εκείνοι συχνάκις τον
διέβαλον, όταν ήλθεν η Μεγάλη Τεσσαρακοστή, τελειωθέντος ενός έτους μετά την
πρώτην εξορίαν, έστειλεν υπασπιστήν εις τον Άγιον και του είπε να μη διδάξη
πλέον, ούτε να λειτουργήση. Απεκρίθη ο Άγιος· «Εγώ ετάχθην εκ Θεού ποιμήν εις
τον λαόν τούτον, και έχω κρίμα με το θέλημά μου να τον αφήσω· αλλ’ αν θέλη ο
βασιλεύς, ας με εμποδίση, να μη έχω αμαρτίαν εις τον Θεόν». Τότε έστειλεν άλλον
απεσταλμένον ο βασιλεύς και εξέβαλε τον Άγιον βιαίως από τον θρόνον του· τόσην
δε μόνον διορίαν του έδωκεν, να μένη εις το δωμάτιον του Πατριαρχείου, έως να
σκεφθή ο βασιλεύς τι να αποφασίση. Αφού δε έφθασε το Μέγα Σάββατον, ο βασιλεύς
εκάλεσε τους εναντίους του Αγίου Αρχιερείς και τους λέγει· «Τι λέγετε περί του
Πατριάρχου Ιωάννου; Είναι δίκαιον να εξορισθή πάλιν ή όχι;» Λέγουσιν εκείνοι·
«Άξιος εξορίας είναι, βασιλεύς». Λέγει ο βασιλεύς· «Αθώος να είμαι εγώ από την
αμαρτίαν ταύτην». Απεκρίθησαν οι Αρχιερείς· «Επί την κεφαλήν ημών η του Ιωάννου
καθαίρεσις», και τούτο ειπόντων εκείνων των μιαρών, διέταξεν ο βασιλεύς να
εκτελεσθή η εξορία του. Παρευθύς λοιπόν έστειλαν πλήθος στρατιωτών να εκβάλωσι
βιαίως τον Άγιον από το Πατριαρχείον. Αλλά τις δύναται να διηγηθή πόσα
δυστυχήματα εγένοντο κατά την ημέραν εκείνην, πόσαι συγχύσεις, πόσοι φόνοι,
διότι έτυχον και γυναίκες τινές γυμναί, αίτινες ήθελον να βαπτισθώσι κατ’
εκείνην την ημέραν, ως είχον τότε συνήθειαν να βαπτίζωνται το Μέγα Σάββατον και
ιδούσαι τους στρατιώτας με τα ξίφη, άλλαι μεν δεν επρόφθασαν να ενδυθώσι τα
φορέματά των, άλλαι δε κατεπατήθησαν υπό του λαού, ως και τα Άχραντα Μυστήρια,
άτινα έτυχον κρατούντες οι Ιερείς και μεταλαμβάνοντες τον λαόν, εχύθησαν και
κατεπατήθησαν υπό του λαού· και πάντων τούτων ήσαν αίτιοι οι μιμηταί του Άννα
και Καϊάφα. Τούτων ούτω γεγενημένων, υπάγει φίλος τις του Αγίου και του λέγει·
«Άγιε του Θεού, ο θεοκατάρατος Λούκιος, ο πρώτος των του βασιλέως στρατιωτών,
ίσταται έξω της Εκκλησίας με πλήθος ωπλισμένων στρατιωτών· ει τις δε αντισταθή
εις την διαταγήν του βασιλέως και ποιήση σύγχυσιν να μη σε εξορίσωσι, θα τον
φονεύωσι· πριν λοιπόν γένηταί τι και συμβώσι και φόνοι, διάταξον ό,τι έχεις να
ποιήσης». Τότε ο Άγιος υψώσας τας χείρας του εις τον Θεόν είπεν· «Εις χείρας
σου παραδίδω, Θεέ του ουρανού και της γης, τον λαόν τούτον και την Εκκλησίαν
ταύτην, να την φυλάξης αβλαβή από τας αιρέσεις». Και ταύτα ειπών ο Άγιος εξήλθε
κρυφίως, αποχαιρετήσας ολίγους των συνευρεθέντων Επισκόπων και λαϊκών, διότι
δεν τον αφήκαν να βραδύνη δια την σύγχυσιν του λαού. Αλλ’ οι εχθροί του Αγίου
λυκοποιμένες επλήρωσαν δολοφόνον τινά να φονεύση τον Άγιον, καταβαίνοντα εις το
πέρασμα· αλλ’ ακούσατε πως ο Θεός το εφανέρωσεν· είδον τινές τον δολοφόνον
εκείνον με γυμνόν ξίφος· εκείνος δε θέλων να φύγη τας χείρας των στρατιωτών,
άλλους μεν κατέκοψεν, άλλους δε ετραυμάτισε. Τέλος τον συνέλαβον και
ερωτήσαντες αυτόν τι ήθελε το γυμνόν ξίφος, ωμολόγησε την υπόθεσιν. Ο δε
δικαιοκρίτης Θεός μη υπομένων την άδικον εξορίαν του Αγίου έδειξε μέγα θαύμα
κατά την ημέραν εκείνην· πυρ εξήλθεν αοράτως από τον θρόνον εις τον οποίον
ίστατο ο Άγιος και εδίδασκε και το πυρ εκείνο υψώθη πολύ έως ου ήναψε το
σκέπασμα της Εκκλησίας· πνέοντος δε σφοδρού ανέμου δυτικού, έφθασεν η φλοξ έως
εις τα ανάκτορα· και τι να λέγω καταλεπτώς; Εντός τριών ωρών, έως να την
σβέσωσιν οι στρατιώται, πλήθος οικοδομημάτων κατεκάησαν και επί πολλά έτη δεν
ηδυνήθησαν οι βασιλείς να τα ανακτίσουν εις το αρχαίον κάλλος. Αφού επέρασαν οι
στρατιώται του βασιλέως τον Άγιον εις την Ανατολήν, τον έβαλαν εις ζώον και τον
επήγαν εις τι χωρίον της Αρμενίας, Κουκουσόν ονομαζόμενον, τα δε κακά και τους
πειρασμούς όσα οι στρατιώται του έκαμον κατά την οδόν, κατ’ εντολήν της
βασιλίσσης και των λυκοποιμένων, τις λόγος είναι ικανός να διηγηθή; Γνωρίζοντες
ότι ο Άγιος δεν έτρωγεν άλλο τι, ειμή τον χυλόν της κριθής, δεν ήθελον να του
δώσουν καν ψωμί καθαρόν να φάγη, αλλά του έδιδον ξηρόν και μουχλιασμένον· ποτόν
δε, ζεστόν ύδωρ και ταύτα καίοντος του ηλίου· αφήνομεν δε χάριν συντομίας τας
άλλας κακοπαθείας· εις δε την Κουκουσόν όταν επήγεν ο Άγιος εθαυματούργησεν, εξ
ου επίστευσαν οι άνθρωποι του τόπου εις τον Χριστόν, ειδωλολάτραι υπάρχοντες
πρότερον. Άνθρωπός τις ήτο εις την Κουκουσόν, ειδωλολάτρης κατά την θρησκείαν,
παραλυτικός έτη οκτώ, κατά τα οποία δεν περιεπάτησε τελείως· οι άνθρωποι της
Κουκουσού, έχοντες ακούσει περί του Αγίου ότι εποίει θαύματα εις την
Κωνσταντινούπολιν, επήγαν προς αυτόν και εκείνον τον παραλυτικόν. Τότε ηρώτησεν
ο Άγιος τον ασθενή· «Ποίον Θεόν λατρεύεις;» Εκείνος είπε· «Τον ήλιον». Του
λέγει ο Άγιος· «Και πως δεν σε ιατρεύει ο θεός σου;» Απεκρίθη ο ασθενής· «Δεν
δύναται διότι έχει και άλλον θεόν παραπάνω του». Του λέγει ο Άγιος· «Τότε διατί
δεν πιστεύεις εκείνον τον Θεόν, τον μεγαλύτερον του ηλίου;» Απεκρίθη ο ασθενής·
«Δεν τολμώμεν να τον ονομάσωμεν εκείνον τον Θεόν, διότι όποιος είναι αμαρτωλός
και ονομάση εκείνον τον Θεόν κατακαίεται». Ταύτα ακούσας ο Άγιος και γνωρίζων
ότι ως πεπλανημένος ομιλεί, του λέγει· «Εάν πιστεύσης εις τον Θεόν, τον οποίον
εγώ κηρύττω, δεν θέλεις κατακαή, αλλά μάλλον θέλεις φωτισθή και θέλεις ιατρευθή
ψυχικώς και σωματικώς». Αποκριθείς δε εκείνος είπε· «Πιστεύω εις τον Θεόν σου
εξ όλης μου της ψυχής»· τότε ο Άγιος ποιήσας προσευχήν προς τον Θεόν, τον
ιάτρευσεν από την ασθένειάν του. Τούτο ιδόντες οι άνθρωποι του τόπου εκείνου
και όσοι ήσαν εις τα περίχωρα επίστευσαν εις τον Χριστόν, συν γυναιξί και
τέκνοις, και εβαπτίσθησαν υπό του Αγίου. Εχειροτόνησε δε εκεί ο Άγιος
Επισκόπους και Ιερείς, δι’ αγιασμόν του λαού, ανθρώπους, οίτινες εγνώριζον και
την Ελληνικήν και την Αρμενικήν γλώσσαν, διότι Αρμενιστί ωμίλουν εις την
Κουκουσόν· έπειτα τους έβαλε και μετεγλώττισαν την Παλαιάν και Νέαν Διαθήκην
και την τάξιν της θείας Λειτουργίας και ψαλμωδίας. Αλλ’ ο μεν Άγιος τοιαύτα
κατορθώσας εκεί εχαίρετο δοξάζων τον Θεόν· η δε παράνομος βασίλισσα μηδέ τότε
δεν εχόρτασεν· αλλ’ ακούσασα ότι έχει μικράν παρηγορίαν εκεί ο Άγιος, έστειλε
πάλιν διαταγήν να τον εξορίσουν και από εκεί εις άλλην πόλιν έτι μακρύτερον
κειμένην καλουμένην Αραβισσόν· μετά δε ημέρας τινάς, ως έμαθε ότι και εκεί έχει
ανάπαυσιν, διέταξε πάλιν να τον εξορίσουν εις την Πιτυούντα, η οποία ήτο εις
σκληρόν τόπον προς τα νοτιοανατολικά της Μαύρης Θαλάσσης. Ως δε ήρχισε την
οδοιπορίαν ο Άγιος, εις το μέσον του δρόμου ητόνησεν από τους πολλούς κόπους
και ως φαίνεται ήτο θέλημα Θεού να υπάγη προς ον επόθει· δια τούτο νύκτατινά
είδε καθ’ ύπνον τους Αποστόλους Πέτρον και Ιωάννην τον Θεολόγον, λέγοντας προς
αυτόν· «Χαίρε και ευφραίνου, Ιωάννη, διότι μέλλεις να έλθης μεθ’ ημών εις την
Βασιλείαν των ουρανών· φάγε δε και τούτο όπερ σου δίδομεν, το οποίον ως το
φάγης πλέον δεν θέλεις χρειασθή άλλο φαγητόν, έως ου φάγης μεθ’ ημών άφθαρτον
τροφήν». Έφαγεν ο Άγιος καθ’ ύπνους και το φαγητόν έγινε στερέωμα του σώματός
του. Ταύτα δε διηγήθησαν μετά τον θάνατον του Αγίου δύο Ιερομόναχοι και εις
Διάκονος μαθηταί του, οίτινες τον ηκολούθησαν μέχρι θανάτου. Βαδίζοντες δε προς
την Πιτυούντα οι υπηρέται του βασιλέως, οι οποίοι επήγαιναν τον Άγιον, έτι
περισσότερον τον εκακοποίησαν· τον έσυρον πεζόν, τροφήν δεν του έδιδον, ούτε
ύδωρ να πίη· όπου ήτο σκιά δεν ήθελον να σταθμεύσωσιν· μάλλον δε όταν έκαιεν ο
ήλιος πολύ ή έπιπτε βροχή, τότε τον εβίαζον να περιπατή· ο σκοπός των ήτο να
αποκάμη από τους κόπους, να αποθάνη γρήγορα, όπερ και έγινε· διότι από τους
τόσους πειρασμούς αποκαμών ο Άγιος, δεν έφθασεν εις την Πιτυούντα, καθώς
προείπε και ο Άγιος Επιφάνιος, αλλά πολύ προ της Πιτυούντος ήτο άλλη πόλις,
Κόμανα λεγομένη· εκεί εσταύθμευσαν αργά, εις τον Ναόν του Αγίου Βασιλίσκου, ο
οποίος ήτο Αρχιερεύς, εμαρτύρησε δε εις την Νικομήδειαν κατά τον καιρόν του
βασιλέως Μαξιμιανού. Δια νυκτός δε εφάνη ο Άγιος Βασιλίσκος λέγων εις τον Άγιον
καθ’ ύπνους· «Θάρσει, αδελφέ Ιωάννη, η αυριανή ημέρα θέλει μας ενώσει». Αλλά
και πριν να έλθη ο Άγιος να σταθμεύση εκεί, μίαν ημέραν πρότερον εφάνη ο Άγιος
Βασιλίσκος εις τον Εφημέριον της Εκκλησίας και του είπε· «Ετοίμασε τόπον δια
τον αδελφόν Ιωάννην, διότι έρχεται αύριον». Όταν δε εξημέρωσεν, ο μεν Άγιος
παρεκάλει τους στρατιώτας να αναμένουν εκεί την ημέραν εκείνην, εκείνοι δε δεν
ηθέλησαν· αλλά κινήσαντες εις πείσμα του Αγίου, επεριπατούσαν βιαζόμενοι.
Περιπατήσαντες δε όλην την ημέραν εις αγνώστους τόπους και αβάτους, πάλιν το
εσπέρας, ώσπερ υπό Θεού τυφλωθέντες, εστάθμευσαν εις τον Ναόν του Αγίου
Βασιλίσκου, διότι εκεί ήτο θέλημα Θεού να τελευτήση ο Άγιος. Κατά την νύκτα
εκείνην εγνώρισεν ο Άγιος ότι έφθασεν η ώρα του θανάτου του και εκάλεσε τους
δύο Ιερομονάχους και τον Διάκονόν του και τους είπε την υπόθεσιν· έπειτα
μετέλαβε και μετά ταύτα κράξας φωνή μεγάλη «Κύριε, εις χείρας σου παρατίθημι το
πνεύμα μου», εξέπνευσε την 14ην Σεπτεμβρίου του έτους υζ΄ (407),
ζήσας τα πάντα έτη εξήκοντα τρία. Κατετέθη δε το τίμιον αυτού λείψανον πλησίον
του Αγίου Ιερομάρτυρος Βασιλίσκου, πολλών θαυμάτων πηγάς αναβλύζον. Διετέλεσε
δε ο Άγιος εξ μόνον έτη εν τη Αρχιερωσύνη. Επωνομάσθη Χρυσόστομος διότι
εσαφήνισε την θείαν Γραφήν, ως ουδείς ποτε των άλλων της Εκκλησίας Πατέρων. Τα σωζόμενα
αυτού έργα είναι 1447 Λόγοι και 249 Επιστολαί. Εικοσιδύο Διδάσκαλοι της
Εκκλησίας έπλεξαν εγκώμιον εις αυτόν. Λέγουσι δε ότι μετά τον θάνατον της
Ευδοξίας, δια να αποδειχθή η αδικία την οποίαν έκαμεν εις τον μέγαν
Χρυσόστομον, εκινείτο και έτρεμεν ο τάφος της εις διάστημα τριάκοντα ετών. Ότε
δε ανεκομίσθη το λείψανον του Αγίου εις Κωνσταντινούπολιν και απετέθη, όπου
τώρα είναι, τότε και ο τάφος εκείνης εστάθη και πλέον δεν έτρεμεν. Αυτή είναι η
πολιτεία του εν Αγίοις Πατρός ημών Ιωάννου του Χρυσοστόμου, ευλογημένοι
Χριστιανοί· αυτός είναι ο Βίος του· αυταί αι πράξεις του, επαινεταί μεν υπό των
ανθρώπων, δυσκατόρθωτοι δε εις τους βουλομένους να μιμηθούν ταύτας. Γένοιτο δε
και ημείς, βοηθούσης της θείας Χάριτος, να γίνωμεν μιμηταί της θεαρέστου
πολιτείας αυτού και να αξιωθώμεν της επουρανίου Βασιλείας εν Χριστώ Ιησού τω
Κυρίω ημών. Αυτώ η δόξα εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Τη ΙΓ΄ (13η) Νοεμβρίου, μνήμη του εν Αγίοις
Πατρός ημών ΙΩΑΝΝΟΥ Αρχιεπισκόπου
Κωνσταντινουπόλεως του Χρυσοστόμου.
Ιωάννης ο Χρυσόστομος ο μέγας φωστήρ και μεγαλόφωνος της οικουμένης διδάσκαλος, κατήγετο από την μεγαλόπολιν Αντιόχειαν, εγεννήθη τω τνδ΄ (354) έτει, υιός ων γονέων πατρός μεν Σεκούνδου αρχιστρατήγου, μητρός δε Ανθούσης, οίτινες ήσαν αμφότεροι πλούσιοι ειδωλολάτραι πρότερον· όταν δε εγέννησαν τον Άγιον εβαπτίσθησαν και εγένοντο Χριστιανοί. Από τοιούτους γονείς γεννηθείς ο Άγιος, ότε ήτο παιδίον, εδείκνυεν οποίος θέλει καταστή εις το ύστερον· δεκαοκταετής δε γενόμενος, εβαπτίσθη δια χειρός του Αγίου Μελετίου, του τότε Πατριάρχου Αντιοχείας. Ευθύς λοιπόν κατά την αρχήν της ζωής του πολλήν αγάπην και έρωτα είχεν ο Άγιος ούτος εις τους λόγους και τα μαθήματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου