Δεν θα εκλείψουν από την Αγίαν του Χριστού Εκκλησίαν, την επί γης
στρατευομένην, έως της συντελείας του αιώνος, οι άγιοι και θεοφόροι άνθρωποι,
τόσον άνδρες όσον και γυναίκες, αλλ’ εις εκάστην εποχήν αναφαίνονται ως άλλοι
φαεινοί αστέρες και αειλαμπείς φωστήρες, «λόγον ζωής επέχοντες» (Φιλιπ. β, 16),
εις το νοητόν αυτής στερέωμα και καταφωτίζουν των ευσεβών το πλήρωμα, δια του
αγίου αυτών Βίου και των αγαθών και εναρέτων έργων, και διεγείρουν και
προθυμοποιούν ημάς προς εργασίαν του θείου θελήματος.
Και εις μεν την παλαιάν εποχήν, οπότε διέλαμπεν η αρετή και επολιτεύετο με θερμόν ζήλον η Ευαγγελική ζωή, οι Άγιοι εφαίνοντο συχνότερον και ήσαν πολλοί, αλλ’ εις τους εσχάτους τούτους καιρούς, κατά τους οποίους εσβέσθη ο προς τα καλά και θεάρεστα ζήλος, και εψύγη, ως λέγει το ιερόν Ευαγγέλιον, «η αγάπη των πολλών» (Ματθ. κδ, 12), ούτοι αναφαίνονται σπανιώτερον, ως άλλοι κομήται. Και τας μεν θεοφιλείς ψυχάς ευφραίνουν και εξάπτουν την επιθυμίαν αυτών προς «όσα σεμνά, όσα δίκαια, όσα αγνά» (Φιλιπ. δ, 8), κατά τον θείον Παύλον· τους αμελείς και αδιαφόρους διεγείρουν από τον λήθαργον της αμελείας και αδιαφορίας και θερμαίνουν την ψυχράν των προαίρεσιν προς την αγάπην του καλού, τους δε πεπλανημένους επαναφέρουν εις την ευθείαν της ευσεβείας οδόν και εν ενί λόγω, πολιτευόμενοι ως έχοντες «το πολίτευμα εν ουρανοίς» (Φιλιπ. γ, 20), γίνονται τύπος και παράδειγμα της κατά Χριστόν ζωής εις πάντας, προς δόξαν Θεού, του ενδοξαζομένου εν τοις Αγίοις αυτού, επιβεβαιούντες το Αποστολικόν ρητόν «Ιησούς Χριστός χθες και σήμερον ο αυτός και εις τους αιώνας» (Εβρ. ιγ, 8). Μεταξύ των νεοφανών τούτων Οσίων διαλάμπει ως εωθινός και αρτιφανής αστήρ η Οσία μήτηρ Μεθοδία, η θεοφόρος θεράπαινα του Κυρίου, το σκεύος του Αγίου Πνεύματος, η υποτύπωσις της καθαράς ζωής, το αμάραντον άνθος της νήσου Κιμώλου, το ευωδιάσαν δια της ευωδίας των αρετών της τας Κυκλάδας νήσους· διότι γενομένη «ευωδία Χριστού», ως λέγει ο θείος Παύλος, δια της εναρέτου ζωής της, εις πάντας τους θέλοντας να σωθούν, υπήρξε τω όντι «οσμή ζωής εις ζωήν» (Β΄ Κορ. β, 16). Αύτη, λοιπόν, η Οσία και πανεύφημος μήτηρ ημών Μεθοδία εβλάστησεν εκ ρίζης ευσεβούς και αγαθής ως αειθαλής βλαστός και εύκαρπος εις την νήσον Κίμωλον, γεννηθείσα κατά το έτος 1865 τη 16η Νοεμβρίου εκ γονέων ευσεβών και φοβουμένων τον Θεόν. Ο πατήρ αυτής εκαλείτο Ιάκωβος, η δε μήτηρ Μαρία, έχοντες επίθετον Σάρδη. Ούτοι είχον τρεις υιούς και πέντε θυγατέρας. Εξ αυτών η Δευτέρα ήτο η Ειρήνη, η μετέπειτα Μεθοδία, η Οσία του Χριστού νύμφη, ήτις ολοψύχως ηγάπησεν αυτόν και μετά πίστεως θερμοτάτης εξεπλήρωσε τας αγίας αυτού εντολάς. Από νεαράς ηλικίας εφαίνετο η μακαρία οποία έμελλε μετά ταύτα να αποβή, και οποίους καρπούς θα αποφέρη εν τη Αγία του Χριστού Εκκλησία, ως άλλη ελαία κατάκαρπος. Διότι απεστρέφετο και απέφευγε δι’ όλων της των δυνάμεων κάθε τι δυνάμενον να βλάψη την ψυχήν και ενεκολπούτο τα καλά και ωφέλιμα, και τα χρηστά και αγνά ήθη και τας αγίας και πνευματικάς συναναστροφάς, δια μέσου των οποίων εφωτίζετο η ψυχή της και εθερμαίνετο η καρδία της προς θείον έρωτα. Ήτο σεμνοτάτη και πλήρης φρονήσεως και θείου φόβου, αγαπώσα θερμώς την Εκκλησίαν, εις την οποίαν τακτικώς εις κάθε ευκαιρίαν εφοίτα, μετά πάσης ευλαβείας και κατανύξεως. Ούτως ανατραφείσα η Οσία «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου» (Εφ. στ, 4) ήλθεν εις νόμιμον ηλικίαν, καθ’ ην απέβλεπε και εσκόπει να αφιερωθή εξ ολοκλήρου εις τον Θεόν, αλλ’ οι γονείς της ηθέλησαν να την υπανδρεύσουν, καίτοι αύτη είχεν άλλας σκέψεις και αποφάσεις. Δια να μη λυπήση όμως τους γονείς της, υπήκουσεν εις την θέλησιν αυτών και έλαβε σύζυγον εκ Χίου καταγόμενον και ναυτικόν το επάγγελμα. Καίτοι η Μεθοδία ήλθεν εις κοινωνίαν γάμου, ουδόλως εμαράνθη ο ζήλος και η θερμή αγάπη της προς τον ουράνιον νυμφίον Χριστόν, αλλ’ έτι μάλλον ήναπτεν εις την ψυχήν της ο θείος έρως, και ηκολούθει την ιδίαν ως και πρότερον ζωήν, όσον βεβαίως ηδύνατο, παρακαλούσα θερμώς τον Κύριον να την αξιώση του ποθουμένου και να αφιερωθή εντελώς εις Αυτόν, ως η Χάρις του ευδοκήση, διότι τα πάντα ανέθεσεν εις το θέλημα του Κυρίου, ο δε Κύριος ποιεί το «θέλημα των φοβουμένων αυτόν» (Ψαλμ. ρμδ, 19), κατά τον Προφητάνακτα. Επολιτεύετο, λοιπόν, η μακαρία Μεθοδία Ευαγγελικήν και σώφρονα πολιτείαν, και υπετάσσετο όλη ψυχή και διανοία εις το θείον θέλημα. Ο σύζυγος αυτής ναυαγήσας εις τι ταξείδιον εις τας ακτάς της Μικράς Ασίας, δεν επανήλθεν εις Κίμωλον. Απολέσασα τον σύζυγόν αυτής η Οσία και απαλλαγείσα πάσης φροντίδος, απεφάσισε πλέον να εκπληρώση την πρώτην αυτής επιθυμίαν και να αφιερωθή τελείως εις τον Θεόν, απαρνουμένη κόσμον και πάντα τα του κόσμου πράγματα. Ταύτα μελετώσα νυχθημερόν και παρακινουμένη έτι περισσότερον προς την αγγελικήν, κατά την επιθυμίαν της, ζωήν, υπό του επί αγιότητι βίου διακριθέντος Ιερέως Γεωργίου Νικολάου Λογοθέτου, ανεφλέχθη υπό του πυρός της θείας αγάπης· και εγκαταλείψασα τα πάντα και μακρύνασα πάσης κοσμικής σχέσεως, ήρεν επ’ ώμων τον χρηστόν και ελαφρόν του Κυρίου ζυγόν, ενδυθείσα το μοναχικόν σχήμα. Εκάρη δε Μοναχή εν τω Ιερώ και περικαλλεί Ναώ της Παναγίας «Οδηγητρίας» Κιμώλου, υπό του τότε Αρχιεπισκόπου Σύρου Μεθοδίου μετονομασθείσα αντί Ειρήνης Μεδοδία. Ανεκλάλητον χαράν ησθάνθη η μακαρία εις την ψυχήν της, διότι ηξιώθη και έτυχεν εκείνου, του οποίου από νεαράς ηλικίας ολοψύχως επεθύμει και εδόξαζε τον ουράνιον αυτής νυμφίον Χριστόν, όστις την ηξίωσε να άρη τον Σταυρόν αυτού και να ακολουθήση την καθαράν και απηλλαγμένην φροντίδων υλικών ασκητικήν ζωήν. Γενομένη, λοιπόν, Μοναχή η Οσία και ακολουθήσασα τον Κύριον εξ όλης καρδίας και διανοίας και ισχύος, επεδόθη μετά πολλού ζήλου και ακαταβλήτου και ζεούσης προθυμίας εις τους ασκητικούς αγώνας, δια μέσου των οποίων ενέκρωσε την σάρκα «συν τοις παθήμασι και ταις επιθυμίαις» (Γαλ. ε, 24) και εβάδιζεν αμεταστρεπτί μετά συνέσεως και σοφίας «την στενήν και τεθλιμμένην οδόν, την απάγουσαν εις ζωήν αιώνιον». Δια να απαλλαγή δε τελείως από πάσης συναφείας και συναναστροφής ματαίας του κόσμου, δυναμένης να αποσπάση τον νουν αυτής από την θεωρίαν και μελέτην των ουρανίων πραγμάτων, ενεκλείσθη εις τι μικρόν κελλίον ευρισκόμενον «εις το Στιάδι» εντός του «Μέσα Κάστρου» της Κιμώλου παρά τον Ιερόν Ναόν της Γεννήσεως του Κυρίου, ένθα και διετέλει κατά το πλείστον έγκλειστος, περιστέλλουσα εαυτήν εκ των ματαίων και φθαρτών και αναγομένη εις υψηλοτέρας πνευματικάς αναβάσεις. Εξήρχετο δε του κελλίου της εν μεγάλη ανάγκη, όταν την εκάλει η αγάπη και το συμφέρον και η ωφέλεια του πλησίον, διότι, πλέον του εαυτής, το του πλησίον εζήτει η Οσία, κατά την Αποστολικήν παραγγελίαν. Αλλ’ οποίους αγώνας διετέλεσεν ενταύθα η μακαρία Μεθοδία! Αδυνατεί πράγματι να διηγηθή τις τους καμάτους της εγκλείστου και ισαγγέλου ζωής της, την άσκησιν, την νηστείαν, την αγρυπνίαν, τα δάκρυα, την αδιάλειπτον προσευχήν. Εκοιμάτο ολίγον δια την ανάγκην του σώματος επί ξυλίνου κραββάτου άνευ στρώματος, το δε υπόλοιπον μέρος της νυκτός προσηύχετο μετά θερμών δακρύων και κατανύξεως προς τον γλυκύτατον αυτής νυμφίον Χριστόν, του οποίου το κάλλος και την ωραιότητα φανταζομένη με τους νοερούς οφθαλμούς της ψυχής, ανεφλέγετο προς την αγάπην αυτού· το δε φαγητόν της ήτο λιτότατον. Καθ’ όλας τας ημέρας της εβδομάδος ενήστευεν αυστηρώς, πλην του Σαββάτου και της Κυριακής, ότε και μετελάμβανε των Αχράντων Μυστηρίων και επληρούτο η καρδία αυτής ανεκφράστου πνευματικής χαράς. Πλείστοι ευσεβείς προσέφερον εις αυτήν τροφάς διαφόρους και ενδύματα, αλλ’ η Οσία διένεμεν αυτά εις τους έχοντας ανάγκην πτωχούς και ασθενείς. Καθ’ όλην την αγίαν και Μεγάλην Τεσσαρακοστήν διετέλει έγκλειστος και δεν εδέχετο ουδένα εις επίσκεψιν, επιδιδομένη καθ’ ολοκληρίαν εις προσευχάς και πνευματικάς μελέτας. Μόνον εκ τινος θυριδίου του κελλίου της ήρχετο ενίοτε εις επικοινωνίαν μετά των έξω και έδιδεν εις τους ζητούντας «ευλογημένον έλαιον» εκ της ακοιμήτου κανδήλας του κελλίου της, το οποίον ελάμβανον μετά πίστεως οι Κιμώλιοι και εχρησιμοποίουν εις ποικιλοτρόπως πάσχοντας, προς θεραπείαν και απαλλαγήν πάσης νόσου και δεινής περιστάσεως. Η ενάρετος αύτη και αγία πολιτεία της ενθεωτάτης Μεθοδίας ήτο εικών και απομίμησις της ισαγγέλου ζωής των παλαιών Οσίων ανδρών και γυναικών, των οποίων τας αρετάς και τον ένθεον ζήλον εμιμείτο και εφαίνετο όλη θεόληπτος και ουρανόφρων, τα άνω ζητούσα και προς αυτά και μόνον κατευθύνουσα όλα τα κινήματα της ψυχής της και όλα τα διαβήματα και την πορείαν της αγίας ζωής της και καθ’ εκάστην μελέτην είχε τον νόμον του Θεού και τα θεία δικαιώματα, τα φωτίζοντα τον νουν και γλυκαίνοντα την καρδίαν και τρόπον τινά ποιούντα τον άνθρωπον μετά σαρκός άσαρκον και άγγελον επίγειον και όλον ενθεώτατον και θεοφώτιστον, «πεπληρωμένον καρπών δικαιοσύνης» (Φιλιπ. α, 11), οία ήτο και η μακαρία Μεθοδία. Δια της πρακτικής αρετής και των πνευματικών αγώνων της κατά Χριστόν πολιτείας ενέκρωσε τελείως την σάρκα και απέρριψε παν υλικόν και γήϊνον φρόνημα και «πάσαν εν τω νοϊ υλώδη έμφασιν» και ανήλθεν εις την τελειοτέραν αρετήν, την θεωρίαν των αϋλων, ήτις έχει ως βάσιν την πρακτικήν και κραταιάν συνεργόν, την αδιάλειπτον νοεράν προσευχήν, συνεργούσης της θείας Χάριτος. Δια ταύτης της αρετής εκαθάρισε την ψυχήν και την καρδίαν και εφωτίσθη υπό του φωτισμού του Παναγίου Πνεύματος, του ενοικούντος εν καθαραίς καρδίαις και έφθασεν εις μέτρον απαθείας και τελειότητος, διελθούσα μετά συνέσεως και φόβου Θεού τους μακαρισμούς του Κυρίου, γενομένη εντεύθεν μακαρία και θεοειδής, κατά την θείαν υπόσχεσιν. Φθάσασα η θεόφρων Μεθοδία εις την μακαρίαν ταύτην κατάστασιν και «ζώσα εν Χριστώ» πλέον και φωτιζομένη υπό των ελλάμψεων της θείας Χάριτος, έγινε σκεύος εκλεκτόν και εύχρηστον των αρετών, στυλογραφία και τύπος καλών έργων «εν λόγω, εν αναστροφή, εν αγάπη, εν πνεύματι, εν πίστει, εν αγνεία» (Α΄ Τιμόθ. δ, 12). Άλλη ελαία δαβιτικώς κατάκαρπος των ουρανίων καρπών, «φως και άλας» του πλησίον, κατά το θείον Ευαγγέλιον. Και εν ενί λόγω, εδείχθη αληθής διδάσκαλος μετανοίας και ευσεβείας και πάσης καλής και θεοφιλούς πράξεως εις την πατρίδα αυτής Κίμωλον, την οποίαν τοσούτον ελάμπρυνε δια της εναρέτου ζωής και ποικιλοτρόπως ωφέλησε δια «του λόγου της Χάριτος» και πολύ περισσότερον δια του αγίου παραδείγματός της, διότι «και λαλούσα και σιγώσα» προυξένει ωφέλειαν. Η φήμη της αγγελικής αυτής πολιτείας διεδόθη πολύ ταχέως, όχι μόνον εν Κιμώλω, αλλά και εις τας πέριξ νήσους, και πολλαί γυναίκες, διότι μόνον γυναίκας εδέχετο, ακούουσαι και μανθάνουσαι τα κατ’ αυτήν, έτρεχον εις το ασκητήριόν της, το οποίον κατέστη ήδη πνευματικόν διδασκαλείον, δια να εύρουν πνευματικήν ωφέλειαν και ανακούφησιν εις τας ψυχικάς ανωμαλίας και λοιπάς πικρίας του βίου. Αι προσερχόμεναι εις την Οσίαν εύρισκον ό,τι επόθουν, ανακουφιζόμεναι και κατά την ψυχήν και κατά το σώμα. Η Οσία εδίδασκεν αυτάς την αποχήν της αμαρτίας, τα θεάριστα έργα της μετανοίας, τα χρηστά και σεμνά ήθη και λοιπά χριστιανικά καθήκοντα, την προς αλλήλους αγάπην, την υπομονήν και καρτερίαν εις τας θλίψεις και εν ενί λόγω, «όσα εστίν αληθή, όσα σεμνά, όσα δίκαια, όσα αγνά, όσα προσφιλή, όσα εύφημα» (Φιλιπ. δ, 8) και πάσαν άλλην αρετήν. Ο λόγος της Οσίας ήτο, κατά τον Ησαϊαν, «δρόσος και ίαμα» εις τας ασθενούσας ψυχάς, θεραπεύων και δροσίζων τους επιθυμούντας την θεραπείαν «και τομώτερος υπέρ πάσαν μάχαιραν» (Εβρ. δ, 12), ως λέγει ο θείος Παύλος, εις τους σκληροκαρδίους και δυσπειθείς. Πολλοί δε ζώντες άτακτον και αμαρτωλόν βίον, και μάλιστα ναυτικοί, μετέβαλον ζωήν και μετενόησαν ειλικρινώς, μεταβληθέντες δια του λόγου και του παραδείγματος της Μεθοδίας και επέστρεψαν εξ οδού απωλείας εις το «λατρεύειν αυτώ (τω Θεώ) εν οσιότητι και δικαιοσύνη» (Λουκά α, 74-75). Αι εκάστοτε προστρέχουσαι εις το ασκητήριον της Οσίας μητρός – και αύται ήσαν πολλαί γυναίκες – επέστρεφον εις τα ίδια μεταβεβλημέναι τελείως, «από παλαιού εις καινόν άνθρωπον» και ηλλοιωμέναι «υην θείαν αλλοίωσιν» πλήρεις θάρρους και πίστεως και αγάπης προς τον Χριστόν, διηγούμεναι όσα είδον και ήκουσαν ωφέλιμα και σωτήρια «ρήματα ζωής αιωνίου» (Ιωάν. στ, 68). Δια της καθαρωτάτης και ουρανίου πολιτείας της η Μεθοδία, δια της οποίας ευηρέστησε και εδόξασε τον Θεόν, ηξιώθη, πλην της ανωτέρω Χάριτος, να τελή και θαύματα προς δόξαν Χριστού, εις τους μετά πίστεως ζητούντας παρ’ αυτής βοήθειαν εις διαφόρους ανάγκας και περιστάσεις, εκ των οποίων σημειούμεν και τινα, τα εξής: Γεωργός τις Κιμώλιος είχεν όγκον εις τον λαιμόν. Κατέφυγε μετά θερμής πίστεως εις την Οσίαν, ήτις προσευχηθείσα εσημείωσεν επί του πάθους τον τύπον του Τιμίου Σταυρού, και έδωκε συγχρόνως εις τον ασθενή να πίη το έλαιον της ακοιμήτου κανδήλας του ασκητηρίου της. Ο πάσχων ιάθη τελείως δοξάζων τον Θεόν. Η του Κιμωλίου Βασιλείου Λογοθέτου γυνή Αλεξάνδρα, στείρα ούσα, κατέφυγεν εις την Οσίαν Μεθοδίαν, παρακαλούσα θερμώς αυτήν να προσευχηθή δια να συλλάβη τέκνον. Η Οσία Μήτηρ προσηυχήθη προς Κύριον και η πρώην άγονος και στείρα γυνή συνέλαβε και έτεκε δοξάζουσα και αύτη τον Χριστόν επί τω γεγονότι θαύματι. Η Αικατερίνη Γ. Λογοθέτου, κατοικούσα εις το «Κάστρον», έναντι του ασκητηρίου της Οσίας, ησθένησε βαρέως. Η Οσία Μήτηρ επεσκέφθη την ασθενούσαν γυναίκα, την οποίαν δια των προσευχών της και του ελαίου της κανδήλας του ασκητηρίου της παραδόξως εθεράπευσε. Γυνή τις Κιμωλία είχεν όγκον εις το στήθος. Ακούσασα δια την Χάριν, την οποίαν έλαβεν η Οσία παρά Κυρίου, προσέτρεξεν εις αυτήν μετά πίστεως και εθεραπεύθη τελείως δια των προσευχών της Οσίας Μητρός και του ηγιασμένου ελαίου. Ο Ιερεύς Γεώργιος Ν. Λογοθέτης ησθένησε βαρέως και εκινδύνευσεν. Η Οσία Μήτηρ του έστειλε «σταύρωμα» εκ του ηγιασμένου ελαίου της ακοιμήτου κανδήλας της. Ήλειψαν δια τούτου τον βαρέως ασθενούντα, όστις και ιάθη. Τοιαύται αι αρεταί και τα κατορθώματα της Οσίας Μεθοδίας και η δοθείσα εις αυτήν παρά Κυρίου Χάρις και μερική ανταπόδοσις, διότι το τέλειον της ανταμοιβής θα λάβουν οι Άγιοι εν τη Δευτέρα του Σωτήρος παρουσία, μετά την παγκόσμιον εξανάστασιν. Ηρνήθη τον κόσμον και τας προσκαίρους ηδονάς και απολαύσεις και ενυμφεύθη τον ουράνιον Νυμφίον Χριστόν, τον οποίον τόσον ηγάπησε και τας εντολάς αυτού εξεπλήρωσεν. Εβάδισε την στενήν και τεθλιμμένην του Ευαγγελίου οδόν εις τον παρόντα κόσμον και εδόξασε τον Κύριον της δόξης δια της αγίας αυτής ζωής, δια τούτο και αξίως παρ’ αυτού εδοξάσθη. «Τους δοξάζοντάς με δοξάσω, λέγει Κύριος» (Α΄ Βασ. β, 30). Εφύλαξεν ακηλίδωτον και αμόλυντον το κατ’ εικόνα θείαν και ομοίωσιν και ηξιώθη να τρυγήση εκείνο το οποίον επεθύμησε και του οποίου δεν ηξιώθη η Εύα, απατηθείσα υπό του εχθρού, ήτοι τον καρπόν της αιωνίας ζωής και της ανεκφράστου θεώσεως. Τοιουτοτρόπως ζώσα και πολιτευομένη η μακαρία Μεθοδία και «την νέκρωσιν του Κυρίου Ιησού εν τω σώματι» (Β΄ Κορ. δ, 10) περιφέρουσα και πανταχού εκπέμπουσα τας πνευματικάς αυτής ακτινοβολίας εδείχθη εις την νήσον Κίμωλον πραγματική ευλογία Θεού και επίσκεψις θεία, παρηγορούσα τους θλιβομένους και στενοχωρουμένους, νουθετούσα τους ατάκτους και υποδεικνύουσα εις ένα έκαστον την οδόν του Ευαγγελίου και της αιωνίου σωτηρίας, δια την οποίαν έχυσεν επί του Σταυρού το πανάγιον αίμα Του ο Υιός του Θεού, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός. Έχαιρον δε οι ευσεβείς Κιμώλιοι «χαράν μεγάλην» (Ματθ. β,10) βλέποντες και ακούοντες την αγγελικήν ζωήν και τας εναρέτους πράξεις της Οσίας και την εκ τούτου προσγινομένην ωφέλειαν και πνευματικήν ανάπλασιν εις την νήσον των. Διότι η Κίμωλος κατά τας ημέρας εκείνας, καθ’ ας διέπρεπεν η Οσία, είδεν «ημέρας αγαθάς» (Α΄ Πέτρου γ, 10) και «πνευματικής αγαλλιάσεως» κατά την θείαν έκφρασιν. Ούτως ηγωνίσθη οσίως η Οσία Μεθοδία τον καλόν της αρετής και ασκήσεως αγώνα, και ούτω διήλθε και ηνάλωσε την ζωήν της προς δόξαν Θεού και ωφέλειαν του πλησίον, εκπληρώσασα τον επί γης προορισμόν της. Εκοιμήθη δε οσίως εν Κυρίω τη 5η Οκτωβρίου, εν ημέρα Κυριακή, του σωτηρίου έτους 1908, άγουσα το 43ον έτος της ηλικίας της και συνηριθμήθη εις την χορείαν των απ’ αιώνος Οσίων, επί τα ίχνη των οποίων ηκολούθησε και την άσκησιν μετά θερμού ζήλου εμιμήθη. Την επαύριον δε του θανάτου αυτής παρετηρήθη ότι αι χείρες της δεν είχον καταστή άκαμπτοι και σκληραί ως συμβαίνει εις τα νεκρά σώματα, αλλά παραδόξως διετηρούντο ευλύγιστοι, καθώς και το λοιπόν σώμα, ως να ήτο ζώσα η μακαρία. Όθεν διαδραμούσης της φήμης καθ’ άπασαν την νήσον Κίμωλον συνέρρευσαν άπαντες, άνδρες, γυναίκες και παιδία και ενεταφίασαν ευλαβώς και εντίμως το πανέντιμον και ιερώτατον εκείνο λείψανον. Γενομένης δε μετά ταύτα ανακομιδής ανεκομίσθησαν τα τίμια αυτής λείψανα και εναπετέθησαν εις τον εν Κιμώλω Ιερόν Ναόν του Αγίου Σπυρίδωνος και των Αγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων. Αλλ’ ω Πανοσία και θεοφόρε Μήτερ Μεθοδία, ως εν τω αφθάρτω Νυμφώνι της αιωνίου ζωής, εν ταις λαμπρότησι των Αγίων χορεύουσα και αγαλλομένη, δεόμεθά σου και παρακαλούμεν σε, μη παύση πρεσβεύουσα προς Κύριον υπέρ των ευσεβών συμπολιτών σου Κιμωλίων, και πάντων των τιμώντων την μνήμην σου ευσεβών και Ορθοδόξων Χριστιανών, ίνα απαλλαττώμεθα πάσης οργής, ανάγκης και θλίψεως· σκέπε δε πάντοτε και φύλαττε εκ παντός κινδύνου την τε πατρίδα σου Κίμωλον, την αγιασθείσαν υπό των ασκητικών σου ιδρώτων και καυχωμένην εν σοι πάντοτε, και άπασαν την Ορθόδοξον ημών πατρίδα, την Ελλάδα. Αμήν.
Και εις μεν την παλαιάν εποχήν, οπότε διέλαμπεν η αρετή και επολιτεύετο με θερμόν ζήλον η Ευαγγελική ζωή, οι Άγιοι εφαίνοντο συχνότερον και ήσαν πολλοί, αλλ’ εις τους εσχάτους τούτους καιρούς, κατά τους οποίους εσβέσθη ο προς τα καλά και θεάρεστα ζήλος, και εψύγη, ως λέγει το ιερόν Ευαγγέλιον, «η αγάπη των πολλών» (Ματθ. κδ, 12), ούτοι αναφαίνονται σπανιώτερον, ως άλλοι κομήται. Και τας μεν θεοφιλείς ψυχάς ευφραίνουν και εξάπτουν την επιθυμίαν αυτών προς «όσα σεμνά, όσα δίκαια, όσα αγνά» (Φιλιπ. δ, 8), κατά τον θείον Παύλον· τους αμελείς και αδιαφόρους διεγείρουν από τον λήθαργον της αμελείας και αδιαφορίας και θερμαίνουν την ψυχράν των προαίρεσιν προς την αγάπην του καλού, τους δε πεπλανημένους επαναφέρουν εις την ευθείαν της ευσεβείας οδόν και εν ενί λόγω, πολιτευόμενοι ως έχοντες «το πολίτευμα εν ουρανοίς» (Φιλιπ. γ, 20), γίνονται τύπος και παράδειγμα της κατά Χριστόν ζωής εις πάντας, προς δόξαν Θεού, του ενδοξαζομένου εν τοις Αγίοις αυτού, επιβεβαιούντες το Αποστολικόν ρητόν «Ιησούς Χριστός χθες και σήμερον ο αυτός και εις τους αιώνας» (Εβρ. ιγ, 8). Μεταξύ των νεοφανών τούτων Οσίων διαλάμπει ως εωθινός και αρτιφανής αστήρ η Οσία μήτηρ Μεθοδία, η θεοφόρος θεράπαινα του Κυρίου, το σκεύος του Αγίου Πνεύματος, η υποτύπωσις της καθαράς ζωής, το αμάραντον άνθος της νήσου Κιμώλου, το ευωδιάσαν δια της ευωδίας των αρετών της τας Κυκλάδας νήσους· διότι γενομένη «ευωδία Χριστού», ως λέγει ο θείος Παύλος, δια της εναρέτου ζωής της, εις πάντας τους θέλοντας να σωθούν, υπήρξε τω όντι «οσμή ζωής εις ζωήν» (Β΄ Κορ. β, 16). Αύτη, λοιπόν, η Οσία και πανεύφημος μήτηρ ημών Μεθοδία εβλάστησεν εκ ρίζης ευσεβούς και αγαθής ως αειθαλής βλαστός και εύκαρπος εις την νήσον Κίμωλον, γεννηθείσα κατά το έτος 1865 τη 16η Νοεμβρίου εκ γονέων ευσεβών και φοβουμένων τον Θεόν. Ο πατήρ αυτής εκαλείτο Ιάκωβος, η δε μήτηρ Μαρία, έχοντες επίθετον Σάρδη. Ούτοι είχον τρεις υιούς και πέντε θυγατέρας. Εξ αυτών η Δευτέρα ήτο η Ειρήνη, η μετέπειτα Μεθοδία, η Οσία του Χριστού νύμφη, ήτις ολοψύχως ηγάπησεν αυτόν και μετά πίστεως θερμοτάτης εξεπλήρωσε τας αγίας αυτού εντολάς. Από νεαράς ηλικίας εφαίνετο η μακαρία οποία έμελλε μετά ταύτα να αποβή, και οποίους καρπούς θα αποφέρη εν τη Αγία του Χριστού Εκκλησία, ως άλλη ελαία κατάκαρπος. Διότι απεστρέφετο και απέφευγε δι’ όλων της των δυνάμεων κάθε τι δυνάμενον να βλάψη την ψυχήν και ενεκολπούτο τα καλά και ωφέλιμα, και τα χρηστά και αγνά ήθη και τας αγίας και πνευματικάς συναναστροφάς, δια μέσου των οποίων εφωτίζετο η ψυχή της και εθερμαίνετο η καρδία της προς θείον έρωτα. Ήτο σεμνοτάτη και πλήρης φρονήσεως και θείου φόβου, αγαπώσα θερμώς την Εκκλησίαν, εις την οποίαν τακτικώς εις κάθε ευκαιρίαν εφοίτα, μετά πάσης ευλαβείας και κατανύξεως. Ούτως ανατραφείσα η Οσία «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου» (Εφ. στ, 4) ήλθεν εις νόμιμον ηλικίαν, καθ’ ην απέβλεπε και εσκόπει να αφιερωθή εξ ολοκλήρου εις τον Θεόν, αλλ’ οι γονείς της ηθέλησαν να την υπανδρεύσουν, καίτοι αύτη είχεν άλλας σκέψεις και αποφάσεις. Δια να μη λυπήση όμως τους γονείς της, υπήκουσεν εις την θέλησιν αυτών και έλαβε σύζυγον εκ Χίου καταγόμενον και ναυτικόν το επάγγελμα. Καίτοι η Μεθοδία ήλθεν εις κοινωνίαν γάμου, ουδόλως εμαράνθη ο ζήλος και η θερμή αγάπη της προς τον ουράνιον νυμφίον Χριστόν, αλλ’ έτι μάλλον ήναπτεν εις την ψυχήν της ο θείος έρως, και ηκολούθει την ιδίαν ως και πρότερον ζωήν, όσον βεβαίως ηδύνατο, παρακαλούσα θερμώς τον Κύριον να την αξιώση του ποθουμένου και να αφιερωθή εντελώς εις Αυτόν, ως η Χάρις του ευδοκήση, διότι τα πάντα ανέθεσεν εις το θέλημα του Κυρίου, ο δε Κύριος ποιεί το «θέλημα των φοβουμένων αυτόν» (Ψαλμ. ρμδ, 19), κατά τον Προφητάνακτα. Επολιτεύετο, λοιπόν, η μακαρία Μεθοδία Ευαγγελικήν και σώφρονα πολιτείαν, και υπετάσσετο όλη ψυχή και διανοία εις το θείον θέλημα. Ο σύζυγος αυτής ναυαγήσας εις τι ταξείδιον εις τας ακτάς της Μικράς Ασίας, δεν επανήλθεν εις Κίμωλον. Απολέσασα τον σύζυγόν αυτής η Οσία και απαλλαγείσα πάσης φροντίδος, απεφάσισε πλέον να εκπληρώση την πρώτην αυτής επιθυμίαν και να αφιερωθή τελείως εις τον Θεόν, απαρνουμένη κόσμον και πάντα τα του κόσμου πράγματα. Ταύτα μελετώσα νυχθημερόν και παρακινουμένη έτι περισσότερον προς την αγγελικήν, κατά την επιθυμίαν της, ζωήν, υπό του επί αγιότητι βίου διακριθέντος Ιερέως Γεωργίου Νικολάου Λογοθέτου, ανεφλέχθη υπό του πυρός της θείας αγάπης· και εγκαταλείψασα τα πάντα και μακρύνασα πάσης κοσμικής σχέσεως, ήρεν επ’ ώμων τον χρηστόν και ελαφρόν του Κυρίου ζυγόν, ενδυθείσα το μοναχικόν σχήμα. Εκάρη δε Μοναχή εν τω Ιερώ και περικαλλεί Ναώ της Παναγίας «Οδηγητρίας» Κιμώλου, υπό του τότε Αρχιεπισκόπου Σύρου Μεθοδίου μετονομασθείσα αντί Ειρήνης Μεδοδία. Ανεκλάλητον χαράν ησθάνθη η μακαρία εις την ψυχήν της, διότι ηξιώθη και έτυχεν εκείνου, του οποίου από νεαράς ηλικίας ολοψύχως επεθύμει και εδόξαζε τον ουράνιον αυτής νυμφίον Χριστόν, όστις την ηξίωσε να άρη τον Σταυρόν αυτού και να ακολουθήση την καθαράν και απηλλαγμένην φροντίδων υλικών ασκητικήν ζωήν. Γενομένη, λοιπόν, Μοναχή η Οσία και ακολουθήσασα τον Κύριον εξ όλης καρδίας και διανοίας και ισχύος, επεδόθη μετά πολλού ζήλου και ακαταβλήτου και ζεούσης προθυμίας εις τους ασκητικούς αγώνας, δια μέσου των οποίων ενέκρωσε την σάρκα «συν τοις παθήμασι και ταις επιθυμίαις» (Γαλ. ε, 24) και εβάδιζεν αμεταστρεπτί μετά συνέσεως και σοφίας «την στενήν και τεθλιμμένην οδόν, την απάγουσαν εις ζωήν αιώνιον». Δια να απαλλαγή δε τελείως από πάσης συναφείας και συναναστροφής ματαίας του κόσμου, δυναμένης να αποσπάση τον νουν αυτής από την θεωρίαν και μελέτην των ουρανίων πραγμάτων, ενεκλείσθη εις τι μικρόν κελλίον ευρισκόμενον «εις το Στιάδι» εντός του «Μέσα Κάστρου» της Κιμώλου παρά τον Ιερόν Ναόν της Γεννήσεως του Κυρίου, ένθα και διετέλει κατά το πλείστον έγκλειστος, περιστέλλουσα εαυτήν εκ των ματαίων και φθαρτών και αναγομένη εις υψηλοτέρας πνευματικάς αναβάσεις. Εξήρχετο δε του κελλίου της εν μεγάλη ανάγκη, όταν την εκάλει η αγάπη και το συμφέρον και η ωφέλεια του πλησίον, διότι, πλέον του εαυτής, το του πλησίον εζήτει η Οσία, κατά την Αποστολικήν παραγγελίαν. Αλλ’ οποίους αγώνας διετέλεσεν ενταύθα η μακαρία Μεθοδία! Αδυνατεί πράγματι να διηγηθή τις τους καμάτους της εγκλείστου και ισαγγέλου ζωής της, την άσκησιν, την νηστείαν, την αγρυπνίαν, τα δάκρυα, την αδιάλειπτον προσευχήν. Εκοιμάτο ολίγον δια την ανάγκην του σώματος επί ξυλίνου κραββάτου άνευ στρώματος, το δε υπόλοιπον μέρος της νυκτός προσηύχετο μετά θερμών δακρύων και κατανύξεως προς τον γλυκύτατον αυτής νυμφίον Χριστόν, του οποίου το κάλλος και την ωραιότητα φανταζομένη με τους νοερούς οφθαλμούς της ψυχής, ανεφλέγετο προς την αγάπην αυτού· το δε φαγητόν της ήτο λιτότατον. Καθ’ όλας τας ημέρας της εβδομάδος ενήστευεν αυστηρώς, πλην του Σαββάτου και της Κυριακής, ότε και μετελάμβανε των Αχράντων Μυστηρίων και επληρούτο η καρδία αυτής ανεκφράστου πνευματικής χαράς. Πλείστοι ευσεβείς προσέφερον εις αυτήν τροφάς διαφόρους και ενδύματα, αλλ’ η Οσία διένεμεν αυτά εις τους έχοντας ανάγκην πτωχούς και ασθενείς. Καθ’ όλην την αγίαν και Μεγάλην Τεσσαρακοστήν διετέλει έγκλειστος και δεν εδέχετο ουδένα εις επίσκεψιν, επιδιδομένη καθ’ ολοκληρίαν εις προσευχάς και πνευματικάς μελέτας. Μόνον εκ τινος θυριδίου του κελλίου της ήρχετο ενίοτε εις επικοινωνίαν μετά των έξω και έδιδεν εις τους ζητούντας «ευλογημένον έλαιον» εκ της ακοιμήτου κανδήλας του κελλίου της, το οποίον ελάμβανον μετά πίστεως οι Κιμώλιοι και εχρησιμοποίουν εις ποικιλοτρόπως πάσχοντας, προς θεραπείαν και απαλλαγήν πάσης νόσου και δεινής περιστάσεως. Η ενάρετος αύτη και αγία πολιτεία της ενθεωτάτης Μεθοδίας ήτο εικών και απομίμησις της ισαγγέλου ζωής των παλαιών Οσίων ανδρών και γυναικών, των οποίων τας αρετάς και τον ένθεον ζήλον εμιμείτο και εφαίνετο όλη θεόληπτος και ουρανόφρων, τα άνω ζητούσα και προς αυτά και μόνον κατευθύνουσα όλα τα κινήματα της ψυχής της και όλα τα διαβήματα και την πορείαν της αγίας ζωής της και καθ’ εκάστην μελέτην είχε τον νόμον του Θεού και τα θεία δικαιώματα, τα φωτίζοντα τον νουν και γλυκαίνοντα την καρδίαν και τρόπον τινά ποιούντα τον άνθρωπον μετά σαρκός άσαρκον και άγγελον επίγειον και όλον ενθεώτατον και θεοφώτιστον, «πεπληρωμένον καρπών δικαιοσύνης» (Φιλιπ. α, 11), οία ήτο και η μακαρία Μεθοδία. Δια της πρακτικής αρετής και των πνευματικών αγώνων της κατά Χριστόν πολιτείας ενέκρωσε τελείως την σάρκα και απέρριψε παν υλικόν και γήϊνον φρόνημα και «πάσαν εν τω νοϊ υλώδη έμφασιν» και ανήλθεν εις την τελειοτέραν αρετήν, την θεωρίαν των αϋλων, ήτις έχει ως βάσιν την πρακτικήν και κραταιάν συνεργόν, την αδιάλειπτον νοεράν προσευχήν, συνεργούσης της θείας Χάριτος. Δια ταύτης της αρετής εκαθάρισε την ψυχήν και την καρδίαν και εφωτίσθη υπό του φωτισμού του Παναγίου Πνεύματος, του ενοικούντος εν καθαραίς καρδίαις και έφθασεν εις μέτρον απαθείας και τελειότητος, διελθούσα μετά συνέσεως και φόβου Θεού τους μακαρισμούς του Κυρίου, γενομένη εντεύθεν μακαρία και θεοειδής, κατά την θείαν υπόσχεσιν. Φθάσασα η θεόφρων Μεθοδία εις την μακαρίαν ταύτην κατάστασιν και «ζώσα εν Χριστώ» πλέον και φωτιζομένη υπό των ελλάμψεων της θείας Χάριτος, έγινε σκεύος εκλεκτόν και εύχρηστον των αρετών, στυλογραφία και τύπος καλών έργων «εν λόγω, εν αναστροφή, εν αγάπη, εν πνεύματι, εν πίστει, εν αγνεία» (Α΄ Τιμόθ. δ, 12). Άλλη ελαία δαβιτικώς κατάκαρπος των ουρανίων καρπών, «φως και άλας» του πλησίον, κατά το θείον Ευαγγέλιον. Και εν ενί λόγω, εδείχθη αληθής διδάσκαλος μετανοίας και ευσεβείας και πάσης καλής και θεοφιλούς πράξεως εις την πατρίδα αυτής Κίμωλον, την οποίαν τοσούτον ελάμπρυνε δια της εναρέτου ζωής και ποικιλοτρόπως ωφέλησε δια «του λόγου της Χάριτος» και πολύ περισσότερον δια του αγίου παραδείγματός της, διότι «και λαλούσα και σιγώσα» προυξένει ωφέλειαν. Η φήμη της αγγελικής αυτής πολιτείας διεδόθη πολύ ταχέως, όχι μόνον εν Κιμώλω, αλλά και εις τας πέριξ νήσους, και πολλαί γυναίκες, διότι μόνον γυναίκας εδέχετο, ακούουσαι και μανθάνουσαι τα κατ’ αυτήν, έτρεχον εις το ασκητήριόν της, το οποίον κατέστη ήδη πνευματικόν διδασκαλείον, δια να εύρουν πνευματικήν ωφέλειαν και ανακούφησιν εις τας ψυχικάς ανωμαλίας και λοιπάς πικρίας του βίου. Αι προσερχόμεναι εις την Οσίαν εύρισκον ό,τι επόθουν, ανακουφιζόμεναι και κατά την ψυχήν και κατά το σώμα. Η Οσία εδίδασκεν αυτάς την αποχήν της αμαρτίας, τα θεάριστα έργα της μετανοίας, τα χρηστά και σεμνά ήθη και λοιπά χριστιανικά καθήκοντα, την προς αλλήλους αγάπην, την υπομονήν και καρτερίαν εις τας θλίψεις και εν ενί λόγω, «όσα εστίν αληθή, όσα σεμνά, όσα δίκαια, όσα αγνά, όσα προσφιλή, όσα εύφημα» (Φιλιπ. δ, 8) και πάσαν άλλην αρετήν. Ο λόγος της Οσίας ήτο, κατά τον Ησαϊαν, «δρόσος και ίαμα» εις τας ασθενούσας ψυχάς, θεραπεύων και δροσίζων τους επιθυμούντας την θεραπείαν «και τομώτερος υπέρ πάσαν μάχαιραν» (Εβρ. δ, 12), ως λέγει ο θείος Παύλος, εις τους σκληροκαρδίους και δυσπειθείς. Πολλοί δε ζώντες άτακτον και αμαρτωλόν βίον, και μάλιστα ναυτικοί, μετέβαλον ζωήν και μετενόησαν ειλικρινώς, μεταβληθέντες δια του λόγου και του παραδείγματος της Μεθοδίας και επέστρεψαν εξ οδού απωλείας εις το «λατρεύειν αυτώ (τω Θεώ) εν οσιότητι και δικαιοσύνη» (Λουκά α, 74-75). Αι εκάστοτε προστρέχουσαι εις το ασκητήριον της Οσίας μητρός – και αύται ήσαν πολλαί γυναίκες – επέστρεφον εις τα ίδια μεταβεβλημέναι τελείως, «από παλαιού εις καινόν άνθρωπον» και ηλλοιωμέναι «υην θείαν αλλοίωσιν» πλήρεις θάρρους και πίστεως και αγάπης προς τον Χριστόν, διηγούμεναι όσα είδον και ήκουσαν ωφέλιμα και σωτήρια «ρήματα ζωής αιωνίου» (Ιωάν. στ, 68). Δια της καθαρωτάτης και ουρανίου πολιτείας της η Μεθοδία, δια της οποίας ευηρέστησε και εδόξασε τον Θεόν, ηξιώθη, πλην της ανωτέρω Χάριτος, να τελή και θαύματα προς δόξαν Χριστού, εις τους μετά πίστεως ζητούντας παρ’ αυτής βοήθειαν εις διαφόρους ανάγκας και περιστάσεις, εκ των οποίων σημειούμεν και τινα, τα εξής: Γεωργός τις Κιμώλιος είχεν όγκον εις τον λαιμόν. Κατέφυγε μετά θερμής πίστεως εις την Οσίαν, ήτις προσευχηθείσα εσημείωσεν επί του πάθους τον τύπον του Τιμίου Σταυρού, και έδωκε συγχρόνως εις τον ασθενή να πίη το έλαιον της ακοιμήτου κανδήλας του ασκητηρίου της. Ο πάσχων ιάθη τελείως δοξάζων τον Θεόν. Η του Κιμωλίου Βασιλείου Λογοθέτου γυνή Αλεξάνδρα, στείρα ούσα, κατέφυγεν εις την Οσίαν Μεθοδίαν, παρακαλούσα θερμώς αυτήν να προσευχηθή δια να συλλάβη τέκνον. Η Οσία Μήτηρ προσηυχήθη προς Κύριον και η πρώην άγονος και στείρα γυνή συνέλαβε και έτεκε δοξάζουσα και αύτη τον Χριστόν επί τω γεγονότι θαύματι. Η Αικατερίνη Γ. Λογοθέτου, κατοικούσα εις το «Κάστρον», έναντι του ασκητηρίου της Οσίας, ησθένησε βαρέως. Η Οσία Μήτηρ επεσκέφθη την ασθενούσαν γυναίκα, την οποίαν δια των προσευχών της και του ελαίου της κανδήλας του ασκητηρίου της παραδόξως εθεράπευσε. Γυνή τις Κιμωλία είχεν όγκον εις το στήθος. Ακούσασα δια την Χάριν, την οποίαν έλαβεν η Οσία παρά Κυρίου, προσέτρεξεν εις αυτήν μετά πίστεως και εθεραπεύθη τελείως δια των προσευχών της Οσίας Μητρός και του ηγιασμένου ελαίου. Ο Ιερεύς Γεώργιος Ν. Λογοθέτης ησθένησε βαρέως και εκινδύνευσεν. Η Οσία Μήτηρ του έστειλε «σταύρωμα» εκ του ηγιασμένου ελαίου της ακοιμήτου κανδήλας της. Ήλειψαν δια τούτου τον βαρέως ασθενούντα, όστις και ιάθη. Τοιαύται αι αρεταί και τα κατορθώματα της Οσίας Μεθοδίας και η δοθείσα εις αυτήν παρά Κυρίου Χάρις και μερική ανταπόδοσις, διότι το τέλειον της ανταμοιβής θα λάβουν οι Άγιοι εν τη Δευτέρα του Σωτήρος παρουσία, μετά την παγκόσμιον εξανάστασιν. Ηρνήθη τον κόσμον και τας προσκαίρους ηδονάς και απολαύσεις και ενυμφεύθη τον ουράνιον Νυμφίον Χριστόν, τον οποίον τόσον ηγάπησε και τας εντολάς αυτού εξεπλήρωσεν. Εβάδισε την στενήν και τεθλιμμένην του Ευαγγελίου οδόν εις τον παρόντα κόσμον και εδόξασε τον Κύριον της δόξης δια της αγίας αυτής ζωής, δια τούτο και αξίως παρ’ αυτού εδοξάσθη. «Τους δοξάζοντάς με δοξάσω, λέγει Κύριος» (Α΄ Βασ. β, 30). Εφύλαξεν ακηλίδωτον και αμόλυντον το κατ’ εικόνα θείαν και ομοίωσιν και ηξιώθη να τρυγήση εκείνο το οποίον επεθύμησε και του οποίου δεν ηξιώθη η Εύα, απατηθείσα υπό του εχθρού, ήτοι τον καρπόν της αιωνίας ζωής και της ανεκφράστου θεώσεως. Τοιουτοτρόπως ζώσα και πολιτευομένη η μακαρία Μεθοδία και «την νέκρωσιν του Κυρίου Ιησού εν τω σώματι» (Β΄ Κορ. δ, 10) περιφέρουσα και πανταχού εκπέμπουσα τας πνευματικάς αυτής ακτινοβολίας εδείχθη εις την νήσον Κίμωλον πραγματική ευλογία Θεού και επίσκεψις θεία, παρηγορούσα τους θλιβομένους και στενοχωρουμένους, νουθετούσα τους ατάκτους και υποδεικνύουσα εις ένα έκαστον την οδόν του Ευαγγελίου και της αιωνίου σωτηρίας, δια την οποίαν έχυσεν επί του Σταυρού το πανάγιον αίμα Του ο Υιός του Θεού, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός. Έχαιρον δε οι ευσεβείς Κιμώλιοι «χαράν μεγάλην» (Ματθ. β,10) βλέποντες και ακούοντες την αγγελικήν ζωήν και τας εναρέτους πράξεις της Οσίας και την εκ τούτου προσγινομένην ωφέλειαν και πνευματικήν ανάπλασιν εις την νήσον των. Διότι η Κίμωλος κατά τας ημέρας εκείνας, καθ’ ας διέπρεπεν η Οσία, είδεν «ημέρας αγαθάς» (Α΄ Πέτρου γ, 10) και «πνευματικής αγαλλιάσεως» κατά την θείαν έκφρασιν. Ούτως ηγωνίσθη οσίως η Οσία Μεθοδία τον καλόν της αρετής και ασκήσεως αγώνα, και ούτω διήλθε και ηνάλωσε την ζωήν της προς δόξαν Θεού και ωφέλειαν του πλησίον, εκπληρώσασα τον επί γης προορισμόν της. Εκοιμήθη δε οσίως εν Κυρίω τη 5η Οκτωβρίου, εν ημέρα Κυριακή, του σωτηρίου έτους 1908, άγουσα το 43ον έτος της ηλικίας της και συνηριθμήθη εις την χορείαν των απ’ αιώνος Οσίων, επί τα ίχνη των οποίων ηκολούθησε και την άσκησιν μετά θερμού ζήλου εμιμήθη. Την επαύριον δε του θανάτου αυτής παρετηρήθη ότι αι χείρες της δεν είχον καταστή άκαμπτοι και σκληραί ως συμβαίνει εις τα νεκρά σώματα, αλλά παραδόξως διετηρούντο ευλύγιστοι, καθώς και το λοιπόν σώμα, ως να ήτο ζώσα η μακαρία. Όθεν διαδραμούσης της φήμης καθ’ άπασαν την νήσον Κίμωλον συνέρρευσαν άπαντες, άνδρες, γυναίκες και παιδία και ενεταφίασαν ευλαβώς και εντίμως το πανέντιμον και ιερώτατον εκείνο λείψανον. Γενομένης δε μετά ταύτα ανακομιδής ανεκομίσθησαν τα τίμια αυτής λείψανα και εναπετέθησαν εις τον εν Κιμώλω Ιερόν Ναόν του Αγίου Σπυρίδωνος και των Αγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων. Αλλ’ ω Πανοσία και θεοφόρε Μήτερ Μεθοδία, ως εν τω αφθάρτω Νυμφώνι της αιωνίου ζωής, εν ταις λαμπρότησι των Αγίων χορεύουσα και αγαλλομένη, δεόμεθά σου και παρακαλούμεν σε, μη παύση πρεσβεύουσα προς Κύριον υπέρ των ευσεβών συμπολιτών σου Κιμωλίων, και πάντων των τιμώντων την μνήμην σου ευσεβών και Ορθοδόξων Χριστιανών, ίνα απαλλαττώμεθα πάσης οργής, ανάγκης και θλίψεως· σκέπε δε πάντοτε και φύλαττε εκ παντός κινδύνου την τε πατρίδα σου Κίμωλον, την αγιασθείσαν υπό των ασκητικών σου ιδρώτων και καυχωμένην εν σοι πάντοτε, και άπασαν την Ορθόδοξον ημών πατρίδα, την Ελλάδα. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου