Εις Ιερεύς και εις
ευλαβής Διάκονος, τρέφοντες αμοιβαίαν αγάπην, την υπό Θεού πεφιλημένην, εκ
δαιμονικής συνεργίας έπεσαν εις μίσος και έχθραν και έμειναν επί πολύν καιρόν
ασυμφιλίωτοι. Επειδή δε συνέβη να αποθάνη ο Ιερεύς με το μίσος αυτό, δια τούτο
ο Διάκονος ελυπείτο απαρηγόρητα, ότι δεν προέφθασε να διαλύση την έχθραν εν όσω
έζη ο Ιερεύς. Όθεν εξομολογηθείς το συμβεβηκός εις τινας Πατέρας διακριτικούς,
παρεκινήθη υπ’ αυτών να υπάγη εις ένα ερημίτην Μοναχόν και να φανερώση την
υπόθεσιν· ο δε Διάκονος με μεγάλην προθυμίαν περιέτρεχεν εις τους ερημικωτάτους
τόπους, ζητών τον ιατρόν της πληγής του. Ευρίσκει λοιπόν ένα Γέροντα και
φανερώνει εις αυτόν της μνησικακίας το πάθος και ζητεί από αυτόν πληροφορίαν
της συγχωρήσεως της τοιαύτης του αμαρτίας· ο δε Γέρων είπε προς αυτόν· «Αδελφέ,
όστις με πίστιν ζητεί, εκείνος και ευρίσκει· και όστις κρούει προθύμως, εις
εκείνον και η θύρα ανοίγεται, κατά την αψευδή του Κυρίου ρήσιν.
Όθεν και εις σε, αγαπητέ, θα χαρίση ο Κύριος την λύσιν παντός ζητήματός σου, εάν με πόνον καρδίας το ζητής· πλην κατά το παρόν, ύπαγε εκείθεν, οπόθεν ήλθες και την νύκτα, ύπαγε εις την Μεγάλην Εκκλησίαν πριν ακόμη υπάγη άλλος τις και στήθι εις τας ωραίας πύλας του Ναού· εκεί ανάμεινον και όστις έλθη πρώτος να έμβη εις αυτάς, εκείνον λάβε από της χειρός, χαιρέτισον από μέρους μου, και δος εις αυτόν το εσφραγισμένον τούτο γράμμα και εξ άπαντος από εκείνον θα λάβης βεβαίαν του σφάλματός σου την διόρθωσιν». Πορεύεται τότε ο Διάκονος κατά το μεσονύκτιον εις τον Ναόν της Αγίας Σοφίας και ίσταται εις τας έξω θύρας του Νάρθηκος. Μετ’ ολίγον εφάνη και ο δηλωθείς υπό του Γέροντος θείος άνθρωπος, εις τον οποίον ο Διάκονος, αφού τον εχαιρέτησεν, έδωκε το γράμμα του Γέροντος, εξομολογείται δε και την περί του μίσους υπόθεσιν. Ο δε θείος εκείνος άνθρωπος, οξύς ων εις τον νουν, εσκέφθη, ότι αυτή είναι μία θεία οικονομία· δια τούτο ήρχισε να δακρύη και να ταπεινώνηται λέγων· «Ποίος είμαι εγώ ο ελάχιστος, δια να τολμήσω το τοιούτον μέγα επιχείρημα; Όμως θαρρών εις τας ευχάς του Αγίου Γέροντος, ο οποίος σε απέστειλε, τολμώ τα υπέρ την εμήν δύναμιν». Καθώς όθεν ίστατο έμπροσθεν εις τας κεκλεισμένας θύρας του Ναού, ήγειρε τας χείρας του εις τον ουρανόν και κλίνας τα γόνατα και την κεφαλήν στηρίξας εις το έδαφος του Ναού, προσηύχετο σιωπηλώς εις τον Θεόν. Και μετ’ ολίγον ηγέρθη και είπεν· «Άνοιξον εις ημάς την θύραν του ελέους σου, Κύριε»· και ω του θαύματος! παρευθύς αι έξω θύραι του Νάρθηκος ήνοιξαν αφ’ εαυτών και ομού με τον Διάκονον εισήλθον εις την αυλήν του Νάρθηκος· από εκεί δε πάλιν επήγαν έως εις τας αργυράς θύρας του Ναού. Τότε ο ιερός εκείνος άνθρωπος λέγει προς τον Διάκονον· «Εδώ στήθι και μη προχωρήσης πλέον». Εκεί λοιπόν πάλιν εις την είσοδον, ποιήσας την συνήθη προσκύνησιν ο θαυμάσιος εκείνος, ήνοιξε και τας θύρας εκείνας· όταν δε εμβήκεν εις τον Ναόν, είδεν ο Διάκονος παράδοξον θέαμα· διότι άνωθεν από την σκέπην του Ναού καταβάσα μία φωτεινή λυχνία εις την κεφαλήν του θαυμαστού εκείνου ανδρός εν ταυτώ και τον Ναόν όλον εφώτιζε και όπου εκείνος επορεύετο εκεί ηκολούθει και η λυχνία. Όταν δε έφθασεν εις το Άγιον Βήμα, έκλινε και εκεί την κεφαλήν του και προσηυχήθη· έπειτα ησύχως εξήλθεν έξω εις τον Διάκονον και ευθύς πάλιν άπασαι αι θύραι εκλείσθησαν μόναι. Τότε ο Διάκονος εγένετο όλος έμφοβος και αγωνιών, διότι εξεπλάγη και δεν ετόλμα να πλησιάση ποσώς εις τοιούτον θαυμαστόν άνδρα, επειδή είχε το πρόσωπον δεδοξασμένον και λαμπρόν ως πρόσωπον Αγγέλου. Όθεν με τους λογισμούς παλαίων έλεγε· «Μήπως ο φαινόμενος ούτος είναι Άγγελος και όχι άνθρωπος»; Ταύτην δε την πάλην των λογισμών γνωρίσας με το διορατικόν πνεύμα ο διορατικώτατος εκείνος ανήρ, λέγει προς τον Διάκονον· «Τι πολεμείσαι δι’ εμέ και ταράττεσαι από τους λογισμούς σου, ω άνθρωπε; Πίστευσον, ότι και εγώ άνθρωπος είμαι χοϊκός, σύνθετος από ψυχήν και σώμα, ως και οι λοιποί άνθρωποι· είμαι δε το επάγγελμα χαρτουλάριος (γραμματεύς) μιάς ευαγούς οικίας και εκ του επαγγέλματός μου λαμβάνω τα προς την ζωήν αναγκαία· αλλ’ η τα πάντα καλώς κυβερνώσα του Θεού Πρόνοια συνειθίζει πολλάκις να ενεργή δια των ευτελών μεγάλα θαυμάσια. Πλην, αδελφέ, ας υπάγωμεν δια την προκειμένην υπόθεσίν σου». Και λοιπόν πηγαίνοντες και οι δύο εις την αγοράν, έφθασαν εις τον εκεί ευρισκόμενον Ναόν της Θεοτόκου· εκεί δε πάλιν προσευξάμενος, ήνοιξε διατης προσευχής του τας θύρας και εμβήκεν εις τον Ναόν· αφού δε έφθασεν εις το Άγιον Βήμα, ποιήσας την συνήθη ευχήν, εξήλθε πάλιν προς τον Διάκονον, όστις εκραύγαζε με θαυμασμόν το, Κύριε ελέησον· και πάλιν αι θύραι εκλείσθησαν μόναι των. Έπειτα πηγαίνουν εις τον εν Βλαχέρναις Ναόν· τόσον δε ταχέως περιεπάτουν, καθώς διηγήθη αυτός ο ίδιος Διάκονος, ώστε ουδέ πέτασμα πτηνού ηδύνατο να συγκριθή με την ταχύτητα εκείνων· φθάσας λοιπόν εις τας θύρας, ευθύς ήνοιξε και εκείνας δια της προσευχής του· όταν δε έφθασεν εις τας θύρας του Ναού, εντός του οποίου ήτο η Κιβωτός η έχουσα την τιμίαν Ζώνην της Θεοτόκου, τότε ο ιερός χαρτουλάριος, βρέχων το πρόσωπόν του με δάκρυα, ετοποθέτησε τον Διάκονον εις τας ρηθείσας θύρας και παρήγγειλεν εις αυτόν να βλέπη προσεκτικά εκείνους, οι οποίοι εμβαίνουν εις τον Ναόν. Προσευχηθέντος δε κατά το σύνηθες εις την είσοδον, παρευθύς ηνοίχθησαν και εκείναι αι θύραι· τότε εμβάς εις τον Ναόν και φθάσας εις το μέσον αυτού, έκλινε τα γόνατα εις το έδαφος και θερμοτέραν εποίησε προσευχήν· ο δε Διάκονος, έξω ιστάμενος εις τας βαθμίδας της θύρας του Ναού, και βλέπων εγένετο έκθαμβος, διότι είδε καθαρώς ένα ως Διάκονον, όστις εξελθών από το Άγιον Βήμα και κρατών εις τας χείρας θυμιατήριον εθυμίαζεν όλον τον Ναόν. Μετ’ ολίγην ώραν είδε πάλιν τινάς κληρικούς, οίτινες εφόρουν στολήν ιερατικήν πολύ λαμπράν, ύστερον δε από αυτούς είδεν άλλο τάγμα Ιερέων φωτεινόν, οίτινες αφού εμβήκαν, εστάθησαν εις δύο χορούς και έψαλλον εν μέλος γλυκύτατον και θαυμάσιον· από το μέλος δε εκείνο άλλον λόγον δεν ηδυνήθη να εννοήση ο Διάκονος, παρά μόνον το Αλληλούϊα. Ο δε θαυμαστός χαρτουλάριος, αφού ετελείωσε την προσευχήν του, εξήλθε και λέγει εις τον Διάκονον· «Αδελφέ, έμβα ανεμποδίστως εις τον Ναόν και παρατήρησον εις τον αριστερόν χορόν των Ιερέων, αν εκεί ίσταται ο Ιερεύς εκείνος, με τον οποίον έμεινας ασυμφιλίωτος». Τότε εμβάς με φόβον και τρόμον ο Διάκονος και παρατηρήσας εις τον αριστερόν χορόν καθώς προσετάχθη, ήλθεν έξω προς τον άνθρωπον του Θεού και λέγει: «Δεν ηδυνήθην να γνωρίσω εκεί τον Ιερέαν εκείνον, με τον οποίον είχον την έχθραν». Τότε λέγει εις τον Διάκονον ο επίγειος εκείνος Άγγελος: «Έμβα πάλιν εις τον Ναόν, και βλέπε εις τον δεξιόν χορόν»· ο δε Διάκονος, ποιήσας το προσταχθέν, εγνώρισεν εκεί τον ζητούμενον Ιερέα. Όθεν εξήλθε και ανήγγειλε τούτο προς τον θείον άνδρα, όστις είπε προς τον Διάκονον: «Εάν γνωρίζης καλώς ότι αυτός είναι ο παρά σου ζητούμενος Ιερεύς, ύπαγε και ειπέ εις αυτόν: Νικήτας ο χαρτουλάριος ίσταται έξω και σε προσκαλεί». Ευθύς τότε ο Διάκονος πορευθείς έλαβε τον ζητούμενον Ιερέα από την δεξιάν χείρα και φέρει αυτόν έξω· τούτον δε ιδών ο θαυμάσιος εκείνος, λέγει προς αυτόν με πραείαν φωνήν· «Κύριε Πρεσβύτερε, κάμε αγάπην με τον αδελφόν, επειδή και δεν προέφθασες να αγαπηθής, όταν ήσο ακόμη ζων». Τότε ο Ιερεύς και ο Διάκονος κλίναντες και οι δύο τα γόνατα, και ποιήσαντες ο εις προς τον έτερον μετάνοιαν, ησπάσθησαν αλλήλους και ούτω την έχθραν διέλυσαν· και ο μεν Ιερεύς εμβήκε πάλιν εις τον Ναόν και εστάθη εις τον τόπον του εν χορώ, ο δε του Θεού άνθρωπος λαβών τον Διάκονον εξήλθε και ποιήσας προσευχήν εις την είσοδον, εκλείσθησαν πάλιν αι θύραι δια θείας δυνάμεως. Αφού δε περιεπάτησε με τον Διάκονον ολίγον, εστάθη εις ένα τόπον και λέγει προς αυτόν: «Αδελφέ, σώζων σώσον την σεαυτού ψυχήν· εις δε τον Άγιον Γέροντα, όστις σε απέστειλε προς την ιδικήν μου ευτέλειαν, ειπέ, ότι η καθαρότης των ευχών του και η παρρησία, την οποίν έχει εις τον Θεόν, αύτη ηδυνήθη να αναστήση και νεκρόν, δια να κάμη διαλλαγήν και ειρήνην με τον αδελφόν του, χωρίς εγώ να συνεργήσω εις τούτο παντάπασι». Ταύτα ειπών ο τρισμακάριστος άνθρωπος εκείνος εγένετο άφαντος από τους οφθαλμούς του Διακόνου· ο δε Διάκονος, προσκυνήσας τον τόπον, εις τον οποίον επάτουν οι ιεροί πόδες του θείου ανδρός, περιεπάτησεν όλος έκθαμβος το επίλοιπον διάστημα της οδού· και ελθών προς τον αποστείλαντα ερημίτην εφανέρωσεν εις αυτόν όλα, όσα είδε και ήκουσε. Ταύτα δε διηγήθη και εις εμέ ο ίδιος αυτός Διάκονος, πληροφορών με όρκους τα λεγόμενα, ότι έχουσιν ούτω, καθώς ενταύθα εγράφησαν, εις δόξαν του αληθινού Θεού ημών. Αμήν.
Όθεν και εις σε, αγαπητέ, θα χαρίση ο Κύριος την λύσιν παντός ζητήματός σου, εάν με πόνον καρδίας το ζητής· πλην κατά το παρόν, ύπαγε εκείθεν, οπόθεν ήλθες και την νύκτα, ύπαγε εις την Μεγάλην Εκκλησίαν πριν ακόμη υπάγη άλλος τις και στήθι εις τας ωραίας πύλας του Ναού· εκεί ανάμεινον και όστις έλθη πρώτος να έμβη εις αυτάς, εκείνον λάβε από της χειρός, χαιρέτισον από μέρους μου, και δος εις αυτόν το εσφραγισμένον τούτο γράμμα και εξ άπαντος από εκείνον θα λάβης βεβαίαν του σφάλματός σου την διόρθωσιν». Πορεύεται τότε ο Διάκονος κατά το μεσονύκτιον εις τον Ναόν της Αγίας Σοφίας και ίσταται εις τας έξω θύρας του Νάρθηκος. Μετ’ ολίγον εφάνη και ο δηλωθείς υπό του Γέροντος θείος άνθρωπος, εις τον οποίον ο Διάκονος, αφού τον εχαιρέτησεν, έδωκε το γράμμα του Γέροντος, εξομολογείται δε και την περί του μίσους υπόθεσιν. Ο δε θείος εκείνος άνθρωπος, οξύς ων εις τον νουν, εσκέφθη, ότι αυτή είναι μία θεία οικονομία· δια τούτο ήρχισε να δακρύη και να ταπεινώνηται λέγων· «Ποίος είμαι εγώ ο ελάχιστος, δια να τολμήσω το τοιούτον μέγα επιχείρημα; Όμως θαρρών εις τας ευχάς του Αγίου Γέροντος, ο οποίος σε απέστειλε, τολμώ τα υπέρ την εμήν δύναμιν». Καθώς όθεν ίστατο έμπροσθεν εις τας κεκλεισμένας θύρας του Ναού, ήγειρε τας χείρας του εις τον ουρανόν και κλίνας τα γόνατα και την κεφαλήν στηρίξας εις το έδαφος του Ναού, προσηύχετο σιωπηλώς εις τον Θεόν. Και μετ’ ολίγον ηγέρθη και είπεν· «Άνοιξον εις ημάς την θύραν του ελέους σου, Κύριε»· και ω του θαύματος! παρευθύς αι έξω θύραι του Νάρθηκος ήνοιξαν αφ’ εαυτών και ομού με τον Διάκονον εισήλθον εις την αυλήν του Νάρθηκος· από εκεί δε πάλιν επήγαν έως εις τας αργυράς θύρας του Ναού. Τότε ο ιερός εκείνος άνθρωπος λέγει προς τον Διάκονον· «Εδώ στήθι και μη προχωρήσης πλέον». Εκεί λοιπόν πάλιν εις την είσοδον, ποιήσας την συνήθη προσκύνησιν ο θαυμάσιος εκείνος, ήνοιξε και τας θύρας εκείνας· όταν δε εμβήκεν εις τον Ναόν, είδεν ο Διάκονος παράδοξον θέαμα· διότι άνωθεν από την σκέπην του Ναού καταβάσα μία φωτεινή λυχνία εις την κεφαλήν του θαυμαστού εκείνου ανδρός εν ταυτώ και τον Ναόν όλον εφώτιζε και όπου εκείνος επορεύετο εκεί ηκολούθει και η λυχνία. Όταν δε έφθασεν εις το Άγιον Βήμα, έκλινε και εκεί την κεφαλήν του και προσηυχήθη· έπειτα ησύχως εξήλθεν έξω εις τον Διάκονον και ευθύς πάλιν άπασαι αι θύραι εκλείσθησαν μόναι. Τότε ο Διάκονος εγένετο όλος έμφοβος και αγωνιών, διότι εξεπλάγη και δεν ετόλμα να πλησιάση ποσώς εις τοιούτον θαυμαστόν άνδρα, επειδή είχε το πρόσωπον δεδοξασμένον και λαμπρόν ως πρόσωπον Αγγέλου. Όθεν με τους λογισμούς παλαίων έλεγε· «Μήπως ο φαινόμενος ούτος είναι Άγγελος και όχι άνθρωπος»; Ταύτην δε την πάλην των λογισμών γνωρίσας με το διορατικόν πνεύμα ο διορατικώτατος εκείνος ανήρ, λέγει προς τον Διάκονον· «Τι πολεμείσαι δι’ εμέ και ταράττεσαι από τους λογισμούς σου, ω άνθρωπε; Πίστευσον, ότι και εγώ άνθρωπος είμαι χοϊκός, σύνθετος από ψυχήν και σώμα, ως και οι λοιποί άνθρωποι· είμαι δε το επάγγελμα χαρτουλάριος (γραμματεύς) μιάς ευαγούς οικίας και εκ του επαγγέλματός μου λαμβάνω τα προς την ζωήν αναγκαία· αλλ’ η τα πάντα καλώς κυβερνώσα του Θεού Πρόνοια συνειθίζει πολλάκις να ενεργή δια των ευτελών μεγάλα θαυμάσια. Πλην, αδελφέ, ας υπάγωμεν δια την προκειμένην υπόθεσίν σου». Και λοιπόν πηγαίνοντες και οι δύο εις την αγοράν, έφθασαν εις τον εκεί ευρισκόμενον Ναόν της Θεοτόκου· εκεί δε πάλιν προσευξάμενος, ήνοιξε διατης προσευχής του τας θύρας και εμβήκεν εις τον Ναόν· αφού δε έφθασεν εις το Άγιον Βήμα, ποιήσας την συνήθη ευχήν, εξήλθε πάλιν προς τον Διάκονον, όστις εκραύγαζε με θαυμασμόν το, Κύριε ελέησον· και πάλιν αι θύραι εκλείσθησαν μόναι των. Έπειτα πηγαίνουν εις τον εν Βλαχέρναις Ναόν· τόσον δε ταχέως περιεπάτουν, καθώς διηγήθη αυτός ο ίδιος Διάκονος, ώστε ουδέ πέτασμα πτηνού ηδύνατο να συγκριθή με την ταχύτητα εκείνων· φθάσας λοιπόν εις τας θύρας, ευθύς ήνοιξε και εκείνας δια της προσευχής του· όταν δε έφθασεν εις τας θύρας του Ναού, εντός του οποίου ήτο η Κιβωτός η έχουσα την τιμίαν Ζώνην της Θεοτόκου, τότε ο ιερός χαρτουλάριος, βρέχων το πρόσωπόν του με δάκρυα, ετοποθέτησε τον Διάκονον εις τας ρηθείσας θύρας και παρήγγειλεν εις αυτόν να βλέπη προσεκτικά εκείνους, οι οποίοι εμβαίνουν εις τον Ναόν. Προσευχηθέντος δε κατά το σύνηθες εις την είσοδον, παρευθύς ηνοίχθησαν και εκείναι αι θύραι· τότε εμβάς εις τον Ναόν και φθάσας εις το μέσον αυτού, έκλινε τα γόνατα εις το έδαφος και θερμοτέραν εποίησε προσευχήν· ο δε Διάκονος, έξω ιστάμενος εις τας βαθμίδας της θύρας του Ναού, και βλέπων εγένετο έκθαμβος, διότι είδε καθαρώς ένα ως Διάκονον, όστις εξελθών από το Άγιον Βήμα και κρατών εις τας χείρας θυμιατήριον εθυμίαζεν όλον τον Ναόν. Μετ’ ολίγην ώραν είδε πάλιν τινάς κληρικούς, οίτινες εφόρουν στολήν ιερατικήν πολύ λαμπράν, ύστερον δε από αυτούς είδεν άλλο τάγμα Ιερέων φωτεινόν, οίτινες αφού εμβήκαν, εστάθησαν εις δύο χορούς και έψαλλον εν μέλος γλυκύτατον και θαυμάσιον· από το μέλος δε εκείνο άλλον λόγον δεν ηδυνήθη να εννοήση ο Διάκονος, παρά μόνον το Αλληλούϊα. Ο δε θαυμαστός χαρτουλάριος, αφού ετελείωσε την προσευχήν του, εξήλθε και λέγει εις τον Διάκονον· «Αδελφέ, έμβα ανεμποδίστως εις τον Ναόν και παρατήρησον εις τον αριστερόν χορόν των Ιερέων, αν εκεί ίσταται ο Ιερεύς εκείνος, με τον οποίον έμεινας ασυμφιλίωτος». Τότε εμβάς με φόβον και τρόμον ο Διάκονος και παρατηρήσας εις τον αριστερόν χορόν καθώς προσετάχθη, ήλθεν έξω προς τον άνθρωπον του Θεού και λέγει: «Δεν ηδυνήθην να γνωρίσω εκεί τον Ιερέαν εκείνον, με τον οποίον είχον την έχθραν». Τότε λέγει εις τον Διάκονον ο επίγειος εκείνος Άγγελος: «Έμβα πάλιν εις τον Ναόν, και βλέπε εις τον δεξιόν χορόν»· ο δε Διάκονος, ποιήσας το προσταχθέν, εγνώρισεν εκεί τον ζητούμενον Ιερέα. Όθεν εξήλθε και ανήγγειλε τούτο προς τον θείον άνδρα, όστις είπε προς τον Διάκονον: «Εάν γνωρίζης καλώς ότι αυτός είναι ο παρά σου ζητούμενος Ιερεύς, ύπαγε και ειπέ εις αυτόν: Νικήτας ο χαρτουλάριος ίσταται έξω και σε προσκαλεί». Ευθύς τότε ο Διάκονος πορευθείς έλαβε τον ζητούμενον Ιερέα από την δεξιάν χείρα και φέρει αυτόν έξω· τούτον δε ιδών ο θαυμάσιος εκείνος, λέγει προς αυτόν με πραείαν φωνήν· «Κύριε Πρεσβύτερε, κάμε αγάπην με τον αδελφόν, επειδή και δεν προέφθασες να αγαπηθής, όταν ήσο ακόμη ζων». Τότε ο Ιερεύς και ο Διάκονος κλίναντες και οι δύο τα γόνατα, και ποιήσαντες ο εις προς τον έτερον μετάνοιαν, ησπάσθησαν αλλήλους και ούτω την έχθραν διέλυσαν· και ο μεν Ιερεύς εμβήκε πάλιν εις τον Ναόν και εστάθη εις τον τόπον του εν χορώ, ο δε του Θεού άνθρωπος λαβών τον Διάκονον εξήλθε και ποιήσας προσευχήν εις την είσοδον, εκλείσθησαν πάλιν αι θύραι δια θείας δυνάμεως. Αφού δε περιεπάτησε με τον Διάκονον ολίγον, εστάθη εις ένα τόπον και λέγει προς αυτόν: «Αδελφέ, σώζων σώσον την σεαυτού ψυχήν· εις δε τον Άγιον Γέροντα, όστις σε απέστειλε προς την ιδικήν μου ευτέλειαν, ειπέ, ότι η καθαρότης των ευχών του και η παρρησία, την οποίν έχει εις τον Θεόν, αύτη ηδυνήθη να αναστήση και νεκρόν, δια να κάμη διαλλαγήν και ειρήνην με τον αδελφόν του, χωρίς εγώ να συνεργήσω εις τούτο παντάπασι». Ταύτα ειπών ο τρισμακάριστος άνθρωπος εκείνος εγένετο άφαντος από τους οφθαλμούς του Διακόνου· ο δε Διάκονος, προσκυνήσας τον τόπον, εις τον οποίον επάτουν οι ιεροί πόδες του θείου ανδρός, περιεπάτησεν όλος έκθαμβος το επίλοιπον διάστημα της οδού· και ελθών προς τον αποστείλαντα ερημίτην εφανέρωσεν εις αυτόν όλα, όσα είδε και ήκουσε. Ταύτα δε διηγήθη και εις εμέ ο ίδιος αυτός Διάκονος, πληροφορών με όρκους τα λεγόμενα, ότι έχουσιν ούτω, καθώς ενταύθα εγράφησαν, εις δόξαν του αληθινού Θεού ημών. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου