Τη Θ΄ (9η) του μηνός Σεπτεμβρίου, μνήμη του Αγίου Μεγαλομάρτυρος ΣΕΒΗΡΙΑΝΟΥ.

Σεβηριανός ο Άγιος Μάρτυς ήτο εις την Σεβάστειαν κατά το έτος τκ΄ (320) από Χριστού, ότε εβασίλευεν εις την Ανατολήν ο τελευταίος διώκτης των Χριστιανών Λικίνιος ο επ’ αδελφή γαμβρός του Μεγάλου Κωνσταντίνου, και ο ομότροπος αυτού Λυσίας, ο πολύ γνωστός εκ των Μαρτυρικών ιστοριών δουξ, όστις υπήρχεν υπό την εξουσίαν αυτού. Ούτος ο Λυσίας πορευθείς εις την πόλιν της Μικράς Αρμενίας Σεβάστειαν δια τους Αγίους Τεσσαράκοντα Μάρτυρας, εβασάνισεν αυτούς και εθανάτωσε δια την εις τον Χριστόν πίστιν των. Είτα δε, ως έλαβε τέλος το Μαρτύριον εκείνων, τότε και τας περί του Αγίου τούτου Σεβηριανού πληροφορίας έλαβε ο Λυσίας, διότι ο Σεβηριανός ήτο περιβόητος εις την αρετήν, ανήκε δε εις το τάγμα των λεγομένων σενατόρων, δηλαδή των βασιλικών συμβούλων.
Έμαθε λοιπόν ο Λυσίας δια τον Σεβηριανόν ότι ούτος όχι μόνον πρεσβεύει τα των Χριστιανών δόγματα, εξυβρίζων τους ψευδωνύμους θεούς του, αλλ’ ότι και πολλούς των Ελλήνων εξαπατά δήθεν, φέρων αυτούς εις την Χριστιανικήν πίστιν· ακόμη δε ότι και τους προ ολίγου θανατωθέντας Τεσσαράκοντα Μάρτυρας τους εις την του Χριστού πίστιν και ομολογίαν εγκαρτερήσαντας μέχρι θανάτου και αυτούς ούτος τόσον εστερέωσε και προς το μαρτύριον εφωδίασεν, ώστε αυτός ήτο αιτία του μαρτυρίου αυτών. Και προσέτι έμαθεν ο δουξ ότι αυτός ο Σεβηριανός, πλούσιος πολύ υπάρχων, ουδένα των ομοπίστων αυτού παραβλέπει δυστυχούντα, αλλά και εις τας φυλακάς πορευόμενος βοηθεί τους εκεί κεκλεισμένους εις όλα τα αναγκαία, και διδάσκει αυτούς ίνα ίστανται στερεοί εις την του Χριστού πίστιν, καταφρονούντες και υβρίζοντες τα βασιλικά προστάγματα. Ταύτα μαθών ο Λυσίας απέστειλε τους στρατιώτας μετά φοβερού προστάγματος, όπως μετά βίας μεγίστης φέρωσιν έμπροσθέν του τον Σεβηριανόν. Τι δε ο του Χριστού στρατιώτης εποίησε τούτο μαθών; Δραμών αυτόκλητος και φθάσας ερχομένους τους στρατιώτας, παρέστη εις τον ηγεμόνα και εννοήσας, ότι ήτο καιρός να παρουσιασθή ως Χριστιανός, λέγει προς αυτόν· «Δεν σε αρκεί η ιδική σου απώλεια, ταλαίπωρε, με το ξίφος το οποίον ακονίζεις κατά σου, αλλά και τας ψυχάς ημών των Χριστιανών θέλεις να απολέσης μετά σου και να παραδώσης ταύτας εις τους δαίμονας; Γνώρισον ότι δεν συνομιλείς μετά αγενών ουδέ μετά ολιγοψύχων, διότι εις εμέ, κατά τον εμόν διδάσκαλον Παύλον, ο Χριστός είναι η ζωή μου, και το να αποθάνω δι’ εκείνον κέρδος είναι μέγιστον δι’ εμέ». Δια τούτων των λόγων ο Αθλητής του Χριστού Σεβηριανός ευθύς τον πύργον του ασεβεστάτου Λυσίου έσεισεν· αφ’ ενός μεν διότι παρ’ ελπίδα παρέστη προς αυτόν μόνος, αφ’ ετέρου δε διότι επαρρησιάσθη μετά μεγάλης και γενναίας τόλμης· δια τούτο και εσιώπησεν εφ’ ικανήν ώραν. Είτα μετ’ οργής εμβλέψας εις τους παρεστώτας δημίους, και δια της χειρός του δείξας εις αυτούς τον Μάρτυρα, είπεν οργιζόμενος· «Τούτον τον αλιτήριον μαστιγώσατε ευθύς δι’ ωμών βουνεύρων, ίνα δια του τοιούτου τρόπου γνωρίση πόσον κακόν γίνεται εις αυτόν η άκαιρος και αναιδής αυτού παρρησία». Κατόπιν της προσταγής ταύτης μαστιγούμενος ο Μάρτυς, έχαιρεν ότι υπέρ Χριστού εβασανίζετο, και έψαλλεν ωςωδήν το ψαλμικόν εκείνο λόγιον, προς παρηγορίαν του επί τη θεωρία των πληγών αυτού λέγων· «Επί τον νώτον μου ετέκταινον οι αμαρτωλοί, εμάκρυναν την ανομίαν αυτών»· τον δε εκ των πληγών πόνον αυτού ο Άγιος μετέβαλεν εις ζήλον της προς Θεόν αγάπης. Βλέπων ο τύραννος τους δημίους τους δέροντας τον Μάρτυρα αποκαμόντας και απαυδήσαντας, αυτόν δε μαστιγούμενον χαίροντα, και πάσχοντα και βασανιζόμενον φαιδρότερον εις το πρόσωπον φαινόμενον, διέταξε να παύσωσι το μαστίγωμα· και προς το πραότερον μεταβαλών την γνώμην και τον λόγον, λέγει εις τον Μάρτυρα· «Εγώ ενόμιζον, ότι υπάρχεις ως στρατιώτης δειλός και άνανδρος, και ότι δια της πείρας των βασάνων θα φοβηθής και θα αλλάξης την γνώμην σου· αλλά συ υπάρχεις ανδρείος και γενναίος και προς τας τιμωρίας άφοβος. Όμως γνώρισον καλώς εκ των τοιούτων μαστίγων, ότι ο Χριστός σου, εις τον οποίον τόσον αδιστάκτως πιστεύεις, ουδενός καλού εις σε αίτιος εγένετο, αλλά μάλλον τιμωρίας πρόξενος». Προς ταύτα ο Άγιος Σεβηριανός, έτι ζήλον μεγαλύτερον λαβών, και τρόπον τινά ως ηκονισμένην δια της των βασάνων πείρας την γλώσσαν αυτού ποιησάμενος, λέγει εις τον άρχοντα· «Εάν δεν ήσαν της ψυχής σου τα όμματα εζοφωμένα υπό του σκότους της ασεβείας, βεβαίως ήθελον σού παραστήσει πόσων αγαθών πρόξενος εγένετο εις εμέ η παρά σού βάσανος αύτη. Αλλ’ επειδή υπάρχεις εσκοτισμένος υπό της ασεβείας, είναι περιττόν εις εμέ και ανωφελές ίνα δείξω το φως εις τυφλόν, και ομιλήσω εις κωφόν· διότι, ω δικαστά, εάν δεν ήσο τυφλός, θα έβλεπες και θα εγνώριζες την δύναμιν του Χριστού και την χάριν την ισχύουσαν και ενδυναμούσάν με. Δύναται άραγε ο άνθρωπος να υπομείνη τοιαύτα και τοσαύτα βάσανα χωρίς της του Χριστού χάριτος και δυνάμεως; Εάν δε και ούτω φρονής, ώστε και τα αναφανδόν γενόμενα ενώπιόν σου να μη δύνασαι να γνωρίσης ή να ιδής, είναι φανερόν ότι πάντα σου κωφά και τυφλά είναι και όμοια με τους θεούς σου». Ως έπαυσεν ο Άγιος λέγων ταύτα, μεγάλως γελάσας ο τύραννος, λέγει προς τον Μάρτυρα· «Πολύ μακράν απέχω εγώ από του να ακούσω τους λόγους σου και να καταπεισθώ· εγώ μάλιστα προσπαθώ, ίνα σε φέρω εις το καλλίτερον δια των τοιούτων βασάνων και να μεταβάλω την γνώμην σου». Και ο Μάρτυς πάλιν λέγει· «Εκ των λόγων σου τούτων αποδεικνύεται εις πόσην μεγάλην ανοησίαν ευρίσκεσαι· πλην επειδή εις τας βασάνους έχεις το θάρρος σου, και δι’ αυτών νομίζεις ότι θα μεταβάλης την γνώμην μου, ιδού έμπροσθέν σου είμαι, ιδού και οι δήμιοι παρόντες, και εγώ αυτοθελήτως επαρρησιάσθην· και κατά τον δίκαιον Ιώβ «δια την νάγκην του πνεύματός μου ου φείσομαι τω στόματί μου, λαλήσω εν ανάγκη αν ανοίξω πικρίαν ψυχής μου συνεχόμενος» και τότε θέλεις με ίδει στερεώτερον παντός ανδριάντος, και ανώτερον των παθών της ανθρωπίνης φύσεως· και αύτη η χάρις δεν είναι ιδική μου, αλλά του Θεού μου, όστις με ενεδυνάμωσε και θέλει με ενδυναμώσει· ότι προς Αυτόν την ελπίδα ανέθηκα, παρά του οποίου και η βοήθεια ταχέως μού δίδεται». Τούτους τους λόγους ο Λυσίας ακούσας, λέγει προς τον Μάρτυρα· «Τραχύς και αυθάδης διδάσκαλος εφάνης προς ημάς, ώστε ουχί μόνον καθ’ ημών πολλά φλυαρείς, αλλά και κατά των θεών πολλά λέγεις υπερηφανευόμενος· διότι τοιαύτα πράττων, δεν έχεις βέβαια εις τον νουν σου ότι μετά εξουσιαστού ομιλείς του κατεξουσιάζοντός σου της κεφαλής, και ότι ανήρ υπάρχει ούτος επί κεφαλής των πολλών συναριθμούμενος εις τα στρατιωτικά τάγματα». Απεκρίθη ο Άγιος προς ταύτα λέγων· «Ουχί ότι αγνοών ταύτα προς σε λέγω, αλλά το προς Χριστόν σέβας με θαρρύνει και την παρρησίαν μού δίδει· πολύ δε λυπούμαι, ότι δεν κρίνεις συνετώς και απαθώς τα περί ημών. Διότι εάν, ω Λυσία, εγνώριζες την δύναμιν του Παντοδυνάμου Θεού, ταχέως ήθελες καταφρονήσει τους ψευδωνύμους θεούς. Δια ποίον δε πράγμα μεγαλοφρονείς; Διότι είσαι εξουσιαστής; Βεβαίως τούτο και εγώ δεν αρνούμαι· αλλ’ επειδή και άνθρωπος θνητός υπάρχεις και εις φθοράν υποκείμενος, εξουσιάζεις ημών μόνον κατά το σώμα, καθώς με διδάσκουσι τα θεία του ιερού Ευαγγελίου λόγια· «Μη φοβηθήτε από των αποκτεινόντων το σώμα, την δε ψυχή μη δυναμένων αποκτείναι· φοβήθητε δε μάλλον τον δυνάμενον και ψυχήν και σώμα απολέσαι εν γεέννη», ήτις γέεννα θα δεχθή και σε τον αμέτρως υπερηφανευόμενον, ένθα θα κολάζεσαι αιωνίως ομού με τους θεούς σου και τους δαίμονας». Εις τούτους τους λόγους του Αγίου ο Λυσίας περισσότερον οργισθείς, διέταξε να τανύσωσι τον Άγιον εις το τιμωρητικόν ξύλον και να καταξεσχίζωσι το σώμα αυτού με σιδηρούς όνυχας. Ως δε ο Άγιος ησθάνθη δριμυτέραν την βάσανον (διότι η Χάρις του Θεού οικονομικώς αφήκεν αυτόν να πονέση ολίγον δια περισσότερον μισθόν) ανεβόησε· «Κύριε Ιησού Χριστέ, ο μόνος ποιών εξ αιώνος θαυμάσια, ο επί Σταυρού κρεμασθείς και τον υπερήφανον εχθρόν καταβαλών, ο μέχρι και νυν δια τα παράδοξα έργα σου μεγαλυνόμενος, ελθέ και σώσόν με, και σύντριψον τον βραχίον του αμαρτωλού και πονηρού· τα δε λελυμένα μου άρθρα σύσφιγξον, Αγαθέ, και δος μοι δύναμιν να διανύσω τον αγώνα τούτον του μαρτυρίου· λύσον δε και την επικειμένην επί παντός του ποιμνίου σου σκοτόμαιναν». Και ταύτα μεν ο Μάρτυς κρεμάμενος ηύχετο· ο δε τύραννος, δριμυτέρας κατ’ αυτού ετεχνεύετο τας οδύνας δια των δημίων. Αλλά βλέπων τον Μάρτυρα χαίροντα εις τας βασάνους περισσότερον ή εις τας τρυφάς, αφήσας τας τιμωρίας, προσέταξε να φυλακίσωσιν αυτόν. Πορευόμενος εις την φυλακήν ο Άγιος, διέβαινε δια μέσου της πόλεως· και σεμνυνόμενος εις τας πληγάς του εβόα προς τους ορώντας· «Όσοι βλέπετε τας πληγάς των Αθλητών του Χριστού, εννοείτε και τας δι’ αυτούς προητοιμασμένας αμοιβάς και βραβεία· καθότι ούτε νους δύναται να χωρήση ούτε λόγος να είπη όσα αγαθά ανταποδίδει ο αθάνατος Βασιλεύς εις τους υπέρ αυτού πάσχοντας και εις την παρούσαν ζωήν και μετά θάνατον εις τους ουρανούς· και αυτό δε το να πάσχη τις υπέρ αυτού είναι γλυκύ· το δε και υπέρ αυτού να αποθάνη είναι ό,τι και Αυτός υπέρ ημών έπαθε και απέθανε κατά το ανθρώπινον». Ούτως όθεν ο Μάρτυς εδίδασκε τον λαόν πορευόμενος, έως ου ήλθεν εις την φυλακήν. Μετά δε πέντε ημέρας πάλιν παρέστησε τον Μάρτυρα έμπροσθέν του ο Λυσίας, όστις προσποιούμενος πραότητα, εμηχανάτο να μεταβάλη τον της ευσεβείας Αθλητήν· δι’ ο και λέγει· «Μάρτυρές μου είναι άπαντες οι θεοί, Σεβηριανέ, ότι πολύ εκπλήττομαι και θαυμάζω, λέγων κατ’ εμαυτόν, δια ποίον άραγε λόγον ούτος ο άνθρωπος, αγαθός ων μεν τη θεωρία και ανδρείος, μαθηματικός δε και δια της δοκιμής των πραγμάτων έμπειρος, διατί, λέγω, προτιμά τον θάνατον μάλλον υπέρ τα ηδέα της παρούσης ζωής; Αληθώς επαινώ σου, ω Σεβηριανέ, την σταθερότητα, αλλά ταύτην σου την γενναιότητα κατά των εχθρών σου δείξον· το δε να παλαίης με τον σίδηρον, το πυρ και τους λίθους είναι ανοησίας βλαστός, ίνα μη είπω ότι και αυτής της μανίας χειρότερον. Ή δεν βλέπεις ότι ελύθη το σώμα σου και εφθάρη»; Δια τούτων των λόγων ο Λυσίας επεχείρει να παγιδεύση τον νουν του Μάρτυρος, όστις απεκρίθη προς τον τύραννον λέγων· «Μη προς τας κακοπαθούσας μου σάρκας απόβλεπε μόνον, τας οποίας εάν και συ δεν αναλώσης, θέλει αναλώσει πάντως ο θάνατος ερχόμενος ενωρίτερον ή βραδύτερον· η δε ιδική μου προαίρεσις και ελπίς υπάρχει βεβαία, την οποίαν ούτε αι απειλαί σου φοβίζουσιν, ούτε αι τιμωρίαι σου θα δυνηθούν ποτέ να μεταβάλουν· απεναντίας μάλιστα ενδυναμούσιν αυτήν υπέρ Χριστού πάσχουσαν και προθυμοτέραν ποιούσιν. Όθεν μη μάστιζε μόνον, αλλά και λίθαζέ με και καίε, και παν ό,τι βούλεσαι ποίησον εις εμέ· ιδού γαρ εχθρός συ υπάρχεις εις εμέ πάντων των εχθρών χαλεπώτερος, ότι αυτήν την ψυχήν μου επιχειρείς να αρπάσης και να με γυμνώσης εκ των της ευσεβείας όπλων, και να ποιήσης την ψυχήν μου δούλην και αιχμάλωτον εις τον διάβολον». Ταύτα ακούσας ο δουξ, το της επιεικείας προσωπείον ευθύς απορρίπτει και Λυσίας πάλιν μετά της συνήθους αυτώ λύσσης γνωρίζεται. Όθεν προστάσσει ίνα συντρίψωσι το στόμα του Αγίου δια λίθων· και τούτου γινομένου, οι δήμιοι έλεγον εις αυτόν κατά προσταγήν του άρχοντος· «Μάθε να μη αναφέρης εις το στόμα σου τον Εσταυρωμένον Ιησούν, μηδέ να λυπής δια της εκείνου μνήμης τας του δουκός ακοάς και πληροίς αυτάς πάσης αηδίας». Ο γενναίος όμως Μάρτυς του Χριστού Σεβηριανός, αν και ευρίσκετο εις τοιαύτας βασάνους, δεν έμενεν αναπολόγητος, αλλ’ έλεγεν εις τον άρχοντα· «Τω όντι, άθλιε, συ όστις την μιαράν σου ψυχήν κατοικητήριον των δαιμόνων εποίησας, δικαίως ουδέ δια μόνης της ακοής δύνασαι να υπομένης το του εμού Χριστού και Θεού όνομα». Προς ταύτα πάλιν απεκρίθη ο τύραννος· «Εγώ, Σεβηριανέ, επιθυμώ όπως σε σωφρονίσω, δια τούτο και μόνον σού έδωκα τας προλαβούσας βασάνους και τον της απολογίας καιρόν, και τα λοιπά άλλα πρέποντα σε συνεβούλευσα· αλλ’ επειδή συ περισσότερον προσπαθείς ίνα με νικήσης, εγώ θα σου αποδείξω δια των υστέρων βασάνων ότι, ουδέ δι’ αυτών, ουδέ δια των προτέρων μέλλεις να απολαύσης τιμής τινος και επαίνου παρά των ομοπίστων σου Χριστιανών, και δια της δοκιμής θα μάθης ότι ουδέ το παραμικρόν θέλει σε ωφελήσει ο Χριστός σου». Ο δε Μάρτυς, θείου Πνεύματος πλησθείς, κατά τον Απόστολον Παύλον, λέγει εις τον παράνομον δικαστήν· «Ημείς, ω δικαστά, δεν αποβλέπομεν εις τα βλεπόμενα πρόσκαιρα ταύτα αγαθά, αλλ’ εις τα μη βλεπόμενα αιώνια· μέλλει δε να έλθη συντόμως ο δυνάμενος να σώζη τους δια το όνομά Του το άγιον αγωνιζομένους, αποδεικνύων τας προς εμέ βασάνους σου κενάς και ματαίας, καθώς και τη αληθεία είναι». Τούτους τους λόγους του Μάρτυρος ακούσας ο τύραννος, στραφείς προς τους περιεστώτας είπεν· «Επειδή ο Σεβηριανός επιθυμεί ευχαρίστως τας αντιδόσεις των παρόντων κακών, κρεμάσατε αυτόν πάλιν επί του ξύλου και αφανίσατε τας πλευράς αυτού ξέοντες· δράμετε δε αρκετοί ίνα μη παύη η βάσανος, και ίνα χάριτος έχω απ’ αυτού, καθώς ούτος ούτω φρονεί». Ταύτα είπεν ο τύραννος χλευάζων τον Μάρτυρα· δήμιοι δε αρκετοί ακούσαντες το πρόσταγμα του άρχοντος, δραμόντες μετά προθυμίας εποίουν το προστασσόμενον. Ο δε Μάρτυς έλεγε· «Μίαν μόνην γνωρίζω επώδυνον πληγήν, τον από Χριστού χωρισμόν· αυτάς δε τας πληγάς, ηδονήν μάλλον λογίζομαι διότι ο διατεμνόμενος υπέρ Χριστού, με τον Χριστόν τον μόνον Θεόν συνάπτεται». Προς ταύτα ο μεν δουξ πάλιν έλεγε· «Θύσον εις τους θεούς, Σεβηριανέ, ίνα φύγης τα βάσανα»· ο δε Μάρτυς μηδέν των εκείνου λόγων φροντίζων, δεν έδωκεν απόκρισιν εις αυτόν, προς εαυτόν δε μόνον έλεγε· «Ουκ άξια τα παθήματα του νυν καιρού, προς την μέλλουσαν δόξαν αποκαλυφθήναι ημίν». Την σιωπήν ταύτην του Αγίου Σεβηριανού ως περιφρόνησιν δι’ εαυτόν νομίσας ο τύραννος, καθώς και τη αληθεία ήτο, βαρύτερα κατ’ αυτού επενόησε βάσανα. Όθεν καταβιβάσας αυτόν από του ξύλου, ανεβίβασεν εις εν τείχος μέγα και υψηλόν· και δέσας εις αυτόν δύο μεγάλας πέτρας, την μεν μίαν εκ του τραχήλου, την δε ετέραν εκ των ποδών, είτα δε ζώσας δια σχοινίου από την μέσην, αφήκεν αυτόν ούτω κρεμάμενον από του τείχους, όπως εκ του βάρους των πετρών διασπασθώσι τα μέλη του σώματος αυτού, και ούτως αποθάνη βιαίως. Αλλ’ όντως· «Επί σοι, Κύριε, ήλπισεν ο δούλος σου και ου κατησχύνθη». Διότι η μεν διάπλασις των μελών αυτού εξήρχετο της ιδίας αρμονίας, και τα οστά εφαίνοντο γυμνωθέντα, η δε τούτου προαίρεσις ήτο όλως απαθής. Και ο μεν τύραννος εχλεύαζε τον Άγιον, λέγων· «Υπόμεινον, Σεβηριανέ, ότι παρά του Χριστού σου μεγαλύτερον μισθόν θέλεις λάβει»· ο δε Μάρτυς, καίτοι λιποθυμών και εις τας τελευταίας υπάρχων αναπνοάς, λέγει εις τον τύραννον· «Εάν εγνώριζες, άθλιε, ποία αγαθά μού προξενείς δια των τοιούτων βασάνων, ήθελες επιθυμήσει και συ τα τοιαύτα βάσανα». Θαυμάζων ο Λυσίας επί τη τοιαύτη του ανδρός υπομονή απεκρίνατο εις αυτόν ταύτα· «Εγώ ενόμιζον, ω Σεβηριανέ, ότι ιδιώτης υπήρχες και αγράμματος· και ότι καθό στρατιωτικός, τα περί του πολέμου μόνον πράγματα γυμναζόμενος γνωρίζεις· αλλ’ ως βλέπω, πολύς υπάρχεις κατά το λέγειν και κατά το ομιλείν ως ρητορικώτατος». Διακόψας δε ο Άγιος τον λόγον του δουκός, λέγει προς αυτόν· «Ο Θεός, τον οποίον εγώ πιστεύω, είναι παντοδύναμος· και εάν εις αυτόν προσδράμη ιδιώτης, ευθύς σοφός γίνεται· εάν δειλός, γίνεται ανδρείος, εάν μογυλάλος και βραδύγλωσσος, γίνεται καλλίφωνος και γλυκύλαλος». Ταύτα είπεν ο Μάρτυς και ολίγον διασείσας τας χείρας, ηυχήθη ούτως· «Ευχαριστώ σοι, Κύριε ο Θεός μου, ότι ενίσχυσάς με και έθου τόξον χαλκούν τους βραχίονάς μου και ερρύσω την ψυχήν μου από ασεβούς ρομφαίας, από εχθρών της χειρός σου, και από των επανισταμένων επ’ εμέ ύψωσάς με· και νυν εις τας αυλάς σου, Δέσποτα, και εις τα αγαθά του οίκου σου κατασκήνωσόν με, ένθα ευφραινομένων πάντων η κατοικία εν σοι». Ταύτην όθεν την ευχήν αναπέμψας ο μακάριος Σεβηριανός, ευθύς προς τον ποθούμενον Χριστόν απεδήμησε το πνεύμα του κατά την ενάτην του Σεπτεμβρίου μηνός εν έτει τκβ΄ (322). Τη επαύριον τινές των ευσεβών, εις τους οποίους ο Άγιος Μάρτυς Σεβηριανός είχε παραγγείλει τα περί της ταφής προ του μαρτυρικού του τέλους, επί το αυτό συνελθόντες, και το μαρτυρικόν εκείνο σώμα νεκροπρεπώς περιστείλαντες, και όσα εις αυτό χριστιανικός διατάττει νόμος επιτελέσαντες, παρέλαβον αυτό δια μέσης της νυκτός, και προς την πατρίδα αυτού μετεκόμιζον· φθάσαντες δε ούτοι εις εν χωρίον πλησίον της πόλεως, απέστειλαν εκείθεν είδησιν εις την πατρίδα αυτού, ότι έρχεται το λείψανον του Αγίου και ετοιμασθέντες να εξέλθωσιν εις προϋπάντησιν. Τούτου γενομένου, έκαστος εξήρχετο εις προϋπάντησιν, εξελθόντες όλοι ομού συν γυναιξί και τέκνοις, και ουδείς έμεινεν εις την οικίαν καν ασθενής, καν φύσει ακίνητος ήτο, αλλ’ έκαστος επροθυμοποιείτο ίνα προφθάση και λάβη πρώτος την ευλογίαν. Κατ’ αυτήν όθεν την ώραν, ότε εξήρχετο ο λαός εις προϋπάντησιν του αγίου λειψάνου, ενήργησεν ο Θεός εις τιμήν και δόξαν του Αγίου Μάρτυρος Σεβηριανού τοιούτον παράδοξον και γλυκύτατον θαύμα. Έτυχε τότε ίνα αποθάνη εις δούλος του Αγίου έχων γυναίκα, ήτις μη δυναμένη ένεκα του νεκρού, ίνα εξέλθη μετά των άλλων εις προϋπάντησιν του Αγίου, έκλαιε πικρώς και ελυπείτο δια τρία τινά: ότι τον σύζυγόν της νεκρόν είχε και έβλεπεν· ότι δεν είχε τον βοηθούντα, και ότι μόνη αυτή δεν εξήλθεν εις προϋπάντησιν του αγίου λειψάνου. Και επειδή δεν είχε τι να ποιήση, καθήσασα πλησίον του νεκρού, εκόπτετο, ανεστέναζεν, έκλαιε και ώσπερ ζώντα έλεγεν εις αυτόν· «Έγειραι, ω καλέ μου σύζυγε, έγειραι, ω άνθρωπε, ίνα υπαντήσωμεν και ημείς τον ημέτερον αυθέντην και κύριον, όστις έρχεται δια του αγίου αυτού λειψάνου· έγειραι, ίνα μη μόνον ημείς φανώμεν αμελείς μηδέ ράθυμοι και αχάριστοι». Αλλά και του χιτώνος αυτού βασταζομένη, και άλλα τινά τοιαύτα προσθέτουσα θλιβερά και παρακινητικά λόγια, συνωμίλει μετά του ανδρός αυτής ώσπερ ζώντος. Επειδή δε το μαρτυρικόν σώμα επλησίαζεν ενώ έλεγε ταύτα η γυνή, αίφνης, ω του θαύματος! ανέζησεν ο νεκρός, και ρίψας τα νεκροσάβανα αυτού, ενεδύθη τα πρώτα συνήθη ιμάτιά του, και περιζωσάμενος την οσφύν, εξήλθε δρομαίος και αυτός μετά της συζύγου του εις προϋπάντησιν του ιερού λειψάνου του δεσπότου αυτών και κυρίου. Όθεν δια το υπερβάλλον του τοιούτου παραδόξου θαύματος, ηννόησαν άπαντες την προς τον Θεόν μεγάλην παρρησίαν του Αγίου, και εις πάντων τας καρδίας ήναψεν ο προς αυτόν πόθος. Και δεν είναι δυσπαράδεκτον ή αμφίβολον το γεγονός· διότι εκείνοι οίτινες είδον αυτόν προ ολίγου αποθανόντα και περιέστειλαν αυτόν ως νεκρόν και τον τάφον ητοίμαζον, αυτοί οι ίδιοι είδον πάλιν αυτόν εν μέσω αυτών ζώντα. Ζήσας όθεν ο νεκραναστάς ούτος μετά ταύτα χρόνους πλέον των δεκαπέντε, μένων εν τω τάφω του Αγίου και εναρέτως πολιτευόμενος, απεβίωσε τελείως μετέπειτα. Μετά ταύτα εσκέπτοντο άπαντες οι συναθροισθέντες το που άρα να θάψωσι το μαρτυρικόν εκείνο σώμα· και επειδή η λύσις της απορίας ταύτης δεν ήτο εύκολος, δια τούτο εις την κρείττονα θείαν πρόνοιαν την ψήφον ανέθηκαν. Όθεν στέφανον εξ ανθέων πλέξαντες, έβαλον αυτόν επάνω του αγίου λειψάνου· παρευθύς δε αετός τις, ώσπερ υπό τινος πεμφθείς, εφάνη πετών επάνω του λειψάνου, όστις αετός, λαβών εκείνον τον στέφανον και κινών ησύχως τα πτερά, επέτετο αργώς φεύγων. Τούτο το θαύμα ιδόντες οι περί το λείψανον και νοήσαντες την αιτίαν, άραντες το άγιον λείψανον ηκολούθουν τον αετόν, ο δε αετός ως οδηγός αυτών έμπροσθεν πετόμενος επορεύετο, και προς το εκεί πλησίον δάσος γενόμενος, αφήκεν εις ένα τόπον του όρους τον στέφανον· είτα ταχύτερον πετών, έφυγεν εις τα ίδια. Τούτο το θαύμα βλέποντες εκείνοι, εγνώρισαν ότι ήτο εκ Θεού το σημείον τούτο και ελθόντες εις εκείνο το μέρος, ένθα τον στέφανον ο αετός αφήκεν, έθαψαν εκεί ευλαβώς το ιερόν του Αγίου λείψανον. Εις αυτόν δε τον τόπον πολύς είναι και μέχρι του νυν ο μέγας εν Μάρτυσι Σεβηριανός και μεγάλως ευφημείται δια τα θαυμάσια και τας ιάσεις όσας ενεργεί ο Θεός δι’ αυτού εις τους προσερχομένους μετά πίστεως. Διότι εις πάντα επικαλούμενον αυτόν προφθάνει ταχέως και προστάτης δείκνυται, εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών. Ω η δόξα και το κράτος, συν Πατρί και Αγίω Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: