1. Ἡ ζωὴ μέσα στὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τὴν Ἐκκλησία (Κολ. 1,
24) εἶναι Θεανθρώπινη. Τὸ ἀνθρώπινο στοιχεῖο, ἐκκλησιαζόμενο, πορεύεται πρὸς τὴν ἕνωση μὲ τὸ
θεῖο, τὴν ἄκτιστη θεία χάρη, γιὰ τὴν πραγμάτωση τοῦ μόνου σκοποῦ τοῦ ἀνθρώπου ἐπὶ
τῆς γῆς, ποὺ εἶναι ἡ θέωσή του. Γι᾽ αὐτὸ ὁ ἄνθρωπος ὁλόκληρος καταφάσκεται καὶ
«προσλαμβάνεται» ἀπὸ τὸν Κύριο καὶ τὴν Κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας, τὸν Ἰησοῦν
Χριστόν, ὡς ψυχὴ καὶ σῶμα. Ἡ θέωση ἀναφέρεται στὸν ἄνθρωπο ὡς ὅλο, ὡς
ψυχοσωματικὴ ἑνότητα καὶ ὁλότητα, κατὰ τὸν λόγο τῶν Ἁγίων Πατέρων μας: «Ὁ Χριστὸς
ὅλον ὅλος ἀνέλαβέ με καὶ ὅλος ὅλῳ ἡνώθη, ἵνα ὅλῳ τὴν σωτηρίαν χαρίσηται· τὸ γὰρ
ἀπρόσληπτον ἀθεράπευτον»1. Ἡ πρόσληψη τοῦ ἀνθρώπου ὁλοκλήρου, ὡς ψυχοσωματικῆς ἑνότητος,
ἀλλὰ καὶ ὡς κοινωνικοῦ ὄντος, ὡς ἄρρενος καὶ θήλεος, πραγματώνεται στὸ Μυστήριο
τοῦ Γάμου, ποὺ ἐντάσσει τὴν κοινωνικὴ καὶ διαπροσωπικὴ ζωὴ τοῦ ζεύγους στὸ σῶμα
τοῦ Χριστοῦ, τὴν ἐν Χριστῷ κοινωνία. Γι᾽ αὐτὸ ἀπ᾽ ἀρχῆς ὁ γάμος ὡς μυστήριο
συνδεόταν μὲ τὴν θεία Λειτουργία, τὴν λειτουργικὴ σύναξη καὶ τὴν εὐλογία τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ εὐλογία τοῦ Ἐπισκόπου, ποὺ ἐπιβεβαιώνει τὴν ἐκκλησιαστικότητα τοῦ Γάμου, εἶναι βέβαιη ἤδη στὴν μεταποστολικὴ ἐποχή. Ὁ Ἅγιος
Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος (+107) ὁρίζει, ὅτι οἱ νυμφευόμενοι πρέπει «μετὰ γνώμης Ἐπισκόπου τὴν ἕνωσιν
ποιεῖσθαι, ἵνα ὁ γάμος ᾖ κατὰ Κύριον καὶ μὴ κατ᾽ ἐπιθυμίαν»2. Ἡ βιολογικὴ ζωὴ ἐντάσσεται
στὸ ἐκκλησιαστικὸ σῶμα γιὰ τὴν ὑπέρβαση τῆς γήϊνης σχέσης καὶ τὴν μεταμόρφωσή
της σὲ σχέση ἐκκλησιαστική, δηλαδὴ κοινωνία χάριτος. Ἡ φυσικὴ ἕνωση καταξιώνεται
σὲ «ὑπερατομικὴ προσωπικότητα», γιὰ τὴν θεμελίωση τῆς «ἐν Χριστῷ οἰκογενείας».
2. Ὁ συσχετισμὸς τοῦ μυστηρίου τοῦ Γάμου ἤδη ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο
Παῦλο, μὲ τὴν σχέση Χριστοῦ–Ἐκκλησίας (Ἐφεσ. 5, 32) δίνει σ᾽ αὐτὸ καθαρὰ χριστολογικὲς
διαστάσεις καὶ ἑδραιώνει τὸν μυστηριακό του χαρακτήρα. Κατὰ τὸν Καθηγητὴ κ. Χρῆστο
Βούλγαρη, «ὁ χαρακτὴρ τῆς ἑνώσεως Χριστοῦ καὶ Ἐκκλησίας εἶναι οὐσιαστικὸς καὶ ἡ
ἕνωσις αὐτῶν πραγματική. Διὸ συσχετίζων ὁ Παῦλος τὴν ἕνωσιν ἀνδρὸς καὶ γυναικὸς
πρὸς τὴν ἕνωσιν Χριστοῦ καὶ Ἐκκλησίας, ἐπιθυμεῖ νὰ ὑπογραμμίσει τὴν πραγματικότητα
αὐτῆς, τὸ “εἰς σάρκα μίαν” (Ἐφεσ. 5, 31)... Διὰ τοῦ τρόπου τούτου ὁ γάμος δὲν ἀποβαίνει
σύμβολον τῆς ἑνώσεως Χριστοῦ καὶ Ἐκκλησίας, ἀλλὰ μίμησις αὐτῆς, τουτέστιν
προέκτασις αὐτῆς εἰς τὰ ἐπὶ μέρους μέλη τῆς Ἐκκλησίας»3. Οἱ ἑνούμενοι στὸν γάμο
συνάπτονται ὡς μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, τῆς Ἐκκλησίας, στὸ ἐκκλησιαστικὸ σῶμα,
ἐμβολιάζοντας σ᾽ αὐτὸ τὴν προσωπικὴ ζωή τους, ὁ δὲ φυσικὸς καρπὸς τῆς ἑνώσεώς τους,
προσθέτει νέα μέλη στὸ ἐκκλησιαστικὸ σῶμα. Τὰ νέα αὐτὰ μέλη εἶναι τὰ τέκνα. Τὸν
δυναμικὸ αὐτὸν χαρακτήρα τοῦ Γάμου ἐμπεριέχει τὸ «εἰς σάρκα μίαν», μέσα στὸ ἐκκλησιολογικὸ
πλαίσιο. Ὁ ιερὸς Χρυσόστομος παρατηρεῖ σχετικά: «Πῶς δὲ καὶ γίνονται εἰς σάρκα
μίαν: Καὶ γέφυρά τις ἐστὶ τὸ παιδίον. Ὥστε οἱ τρεῖς σὰρξ γίνονται μία, τοῦ παιδὸς
ἑκατέρωθεν ἑκατέρου συνάπτοντος» (=διότι τὸ παιδὶ ἑνώνει ἀπὸ τὶς δύο πλευρές, τὸν
ἕνα μὲ τὸν ἄλλο, τὸν ἄνδρα μὲ τὴν γυναίκα)4. Ἡ ἐκκλησιολογικὴ ὑπόσταση τῆς
φυσικῆς ἑνότητας τῶν συζύγων, ποὺ πραγματοποιεῖται στὸ μυστήριο τοῦ γάμου, νικᾶ
τὸν θάνατο, γιατί ὑπερβαίνει τὴν διαίρεση τῶν βιολογικῶν ἀτομικοτήτων. Ἡ
κοινωνία τῆς σαρκὸς καὶ τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ (Θεία Κοινωνία) ἑνοποιεῖ καὶ ἐκκλησιάζει
τὴ ζωή τους. Μὲ αὐτὲς τὶς προϋποθέσεις γίνεται κατανοητό, ὅτι ὁ γάμος «εἶναι ὑπόθεση,
ποὺ ἀφορᾶ ὁλόκληρη τὴν Ἐκκλησία, γιατί μόνο μέσα στὴν Ἐκκλησία μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ νοιώσει μέλος τῆς
παγκόσμιας ἀδελ φότητας, μόνο μέσα στὴν Ἐκκλησία ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ ξανοιχθεῖ
μὲ ἀγάπη πρὸς ὅλους τοὺς ἀνθρώπους»5. Κατὰ τὸν ἀείμνηστο π. Ἀλέξανδρο Schmeman, «μαζὶ μὲ ὁλόκληρη τὴ “φυσικὴ” ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου ὁ γάμος ἔπρεπε νὰ μπεῖ μέσα
στὴν Ἐκκλησία, δηλαδὴ νὰ κριθεῖ, νὰ λυτρωθεῖ καὶ νὰ μεταμορφωθεῖ σὲ μυστήριο τῆς
Βασιλείας»6.
3. Αὐτὴ ἡ πορεία ἀπὸ τὸ «φυσικὸ» στὸ «ὑπερφυσικό», μὲ τὴν
ἐκκλησιοποίηση τοῦ γάμου, φαίνεται στὴ δομὴ τοῦ Μυστηρίου. Ὁ ἀρραβώνας τελεῖται στὸν πρόναο.
Εἶναι ἡ χριστιανικὴ κατάφαση τοῦ φυσικοῦ γάμου καὶ ἡ χριστιανικὴ ἔκφρασή του.
Κατόπιν τὸ ζευγάρι ὁδηγεῖται στὴν ἐκκλησία, στὴν σύναξη τοῦ σώματος, ποὺ
λαμβάνει χώρα στὸν κυρίως ναό. Μὲ αὐτὴ τὴν συμβολικὴ πράξη «εἰσάγεται» ὁ γάμος
στὴν Ἐκκλησία καὶ στὸν ἐρχόμενο κόσμο, τὴν Βασιλεία. Γι᾽ αὐτὸ στὸ τέλος τῆς ἀκολουθίας
τοῦ μυστηρίου ὁ ἱερέας, βγάζοντας τὰ στέφανα ἀπὸ τὶς κεφαλὲς τῶν νεόνυμφων...
λέγει: «ἀνάλαβε (πρὸς τὸν Χριστὸν ὁ λόγος) τοὺς στεφάνους αὐτοὺς ἐν τῇ Βασιλείᾳ
σου». Ἀλλὰ καὶ ὁ κυκλικὸς χορὸς («Ἠσαΐα χόρευε...») δὲν σημαίνει τίποτε ἄλλο
παρὰ τὸ αἰώνιο ταξίδι, ποὺ ἤδη ἔχει ἀρχίσει στὰ ὅρια τῆς ἐκκλησιαστικῆς ὑπάρξεως.
Τὴν ἐσχατολογικὴ αὐτὴ προοπτικὴ τοῦ μυστηρίου ἐκφράζει ἡ τελευταία εὐχὴ τῆς Ἀκολουθίας,
ποὺ συνιστᾶ καὶ τὴν κατακλείδα της: «Ὁ Πατήρ, ὁ Υἱὸς καὶ τὸν Ἅγιον Πνεῦμα, ἡ
παναγία καὶ ὁμοούσιος καὶ ζωαρχικὴ Τριάς, ἡ μία Θεότης καὶ Βασιλεία, εὐλογῆσαι ὑμᾶς
καὶ παράσχοι ὑμῖν μακροζωΐαν, εὐτεκνίαν, προκοπὴν βίου καὶ πίστεως, καὶ ἐμπλήσαι
ὑμᾶς πάντων τῶν ἐπὶ γῆς ἀγαθῶν, καὶ ἀξιώσαι ὑμᾶς καὶ τῶν ἐπηγγελμένων ἀγαθῶν τῆς
ἀπολαύσεως, πρεσβείαις τῆς Ἁγίας Θεοτόκου καὶ πάντων τῶν Ἁγίων, ἀμήν». Τὴν
προοπτικὴ αὐτὴ σφραγίζει ἡ σύνδεση καὶ τοῦ Μυστηρίου τοῦ Γάμου μὲ τὴν Θεία Εὐχαριστία.
4. Μὲ τὸ κορυφαῖο ἐκκλησιαστικὸ Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας
ἦταν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἀναπόσπαστα συνηνωμένα καὶ τὰ ἄλλα Μυστήρια, ὅπως καὶ ἡ
διδαχή, τὸ κήρυγμα. Κατὰ τὰ ἀρεοπαγιτικὰ συγγράμματα, ἡ Θεία Εὐχαριστία εἶναι ἡ
«τελείωσις» τῶν Μυστηρίων, καὶ χωρὶς αὐτὴν «ἑκάστη τῶν ἱεραρχικῶν τελετῶν ἀτελὴς μένει»7. Μὲ πρῶτο τὸ Βάπτισμα, ὅλα
τὰ Μυστήρια, ἄλλα καὶ οἱ λοιπὲς λειτουργικὲς τελετὲς ἐτελοῦντο (ἢ καὶ τελοῦνται ἀκόμη)
μέσα στὴ Θεία Λειτουργία ἢ συνηνωμένα μὲ
αὐτήν, καὶ μάλιστα ἀδιάσπαστα, ὅπως λ.χ. οἱ Χειροτονίες,
τὰ Ἐγκαίνια τοῦ Ἱ. Ναοῦ, ὁ Γάμος, ὁ καθαγιασμὸς τοῦ Ἁγίου Μύρου, ἀκόμη καὶ ἡ ἀκολουθία τοῦ μικροῦ
Ἁγιασμοῦ. Τὸ Μυστήρια στὴ διασύνδεσή τους μὲ τὴν Θεία Εὐχαριστία, «δὲν
καταφάσκουν τὴ φύση ὡς βιολογικὴ ὑπόσταση, ἀλλʼ ὁδηγοῦν στὴν ὑπέρβαση καὶ ἐσχατολογοποίησή
της»8. Ἡ λειτουργικὴ διασύνδεση τῶν λοιπῶν Μυστηρίων μὲ τὴν Θεία Εὐχαριστία
μαρτυρεῖται ὡς τὸν 17° αἰώνα. Ἀπὸ τὰ παραπάνω κατανοεῖται ὅτι, ἂν ἡ λατρεία εἶναι
τὸ κέντρο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, ὡς ὁ κατ᾽ ἐξοχὴν χῶρος καὶ χρόνος φανερώσεως
τῆς Ἐκκλησίας ὡς Κυριακοῦ Σώματος, ἡ Θ. Λειτουργία μὲ τὴν ἐμπεριεχόμενη σ᾽ αὐτὴν
Θ. Εὐ χαριστία συνιστᾶ τὸν πυρήνα καὶ τὸν σκοπό, τὴν ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος τῆς λα
τρείας της. Ἔτσι ὅλες οἱ λειτουργικὲς πράξεις, ποὺ λαμβάνουν χώρα στὴν ἐκκλησιαστικὴ
ζωή, ἀποτελοῦν ἕνα ὅλο —τὸν συνεχῆ καὶ καθολικὸ ἁγιασμὸ τοῦ σώματος— συγκλίνοντας
πρὸς τὴν Θ. Εὐχαριστία, τὸ ἀπόλυτο κέντρο τῆς ἐκ κλησιαστικῆς ὕπαρξης καὶ ἑνότητας.
Δὲν ὑπάρχουν, λοιπόν, αὐτόνομες καὶ ἀνεξάρτητες λατρευτικὲς πράξεις στὴ ζωὴ τῆς
Ἐκκκλησίας, ἀλλὰ ὅλες μαζὶ συνιστοῦν μίαν ἀρραγῆ ἑνότητα, τὸ κέντρο τῆς ὁποί ας
κατέχει τὸ «μυστήριο τῶν μυστηρίων»9, ἡ Θ. Εὐχαριστία. Κάθε δημόσια προσευχὴ–ἀκολουθία
νοεῖται ὡς προετοιμασία γιὰ τὴν συμμετοχὴ στὸ Μυστήριο, στὸ ὁποῖο ἡ Ἐκκλησία
πραγματώνεται ὡς «καινὴ κτίση», νέα δημιουργία, ὑπερβαίνει τὶς διαστάσεις τοῦ ἱδρύματος
καὶ γίνεται σῶμα Χριστοῦ. Εἶναι τὸ «ἔσχατον» τῆς Ἐκκλησίας, ἡ φανέρωσή της «ὡς ὁ
ἐρχόμενος κόσμος». Γι᾽ αὐτὸ καὶ δὲν μπορεῖ ποτὲ νὰ νοηθεῖ ἡ Εὐχαριστία ὡς μέσον
πρὸς κάτι ἄλλο. Εἶναι καθ᾽ ἑαυτὴν σκοπὸς καὶ ὁλοκλήρωση τῆς ἐκκλησιαστικῆς πραγματικότητος
καὶ ἀνάβαση τοῦ σώματος ἀπὸ τὴν ἱστορία στὴν μεταϊστορία (πρβλ. τὸν λόγο τῆς Εὐχῆς
τῆς Ἀναφορᾶς: «μεμνημένοι τοίνυν... τῆς δευτέρας καὶ ἐνδόξου πάλιν παρουσίας».
Πρόκειται γιὰ «μνήμη», βίωση δηλαδὴ τοῦ μέλλοντος!).
5. Ὅπως λοιπὸν καὶ τὰ ἄλλα Μυστήρια, ἔτσι καὶ ὁ Γάμος
«συνδέεται ἀπ᾽ ἀρχῆς μὲ τὴν Θεία Εὐχαριστία»10. Ἡ ἀπουσία εἰδικῆς Ἀκολουθίας γιὰ τὸν γάμο στοὺς
πρώτους αἰῶνες εἶναι εὐεξήγητη, ἂν ληφθεῖ ὑπόψει τὸ γεγονός, ὅτι «ἡ πλήρωση τοῦ γάμου ἀπὸ τοὺς
Χριστιανοὺς ἦταν ἡ κοινὴ συμμετοχή τους στὴ Θεία Εὐχαριστία»11. Ἡ διὰ τοῦ αὐτοκράτορος
Λέοντος ΣΤ´, τοῦ σοφοῦ (886–912), καθιέρωση τῆς ἱερολογίας τοῦ γάμου δὲν σημαίνει καὶ καθιέρωση τῆς ἐκκλησιαστικῆς
εὐλογίας τοῦ Μυστηρίου
τὸν 9° αἰώνα . Κατὰ τὸν καθηγητὴ κ. Βλάσιο Φειδᾶ (ἱστορικό),
«ἡ ἔνταξη τῆς εὐλογίας τοῦ γάμου στὸ πλαίσιο τῆς Θείας Εὐχαριστίας περιόρισε τὴν
ἀνάπτυξη τῶν ἰδιαιτέρων στοιχείων μιᾶς εἰδικῆς Ἀκολουθίας τοῦ Μυστηρίου τοῦ Γάμου, ἡ ὁποία καλυπτόταν τόσο ἀπὸ
τὶς εἰδικὲς εὐχὲς γιὰ τὸν ἁγιασμὸ τῆς ἐγγάμου σχέσεως, ὅσο καὶ ἀπὸ τὴν ὅλη Ἀκολουθία τῆς
Θείας Λειτουργίας... Βέβαια -συμπληρώνει– οἱ πρῶτες ἁπλὲς μορφὲς εὐλογίας καὶ ἁγιασμοῦ
τῆς ἐγγάμου σχέσεως ἀναπτύχθηκαν μὲ τὴν ἀξιοποίηση σχετικῶν στοιχείων ἀπὸ τὴν Παλαιὰ
καὶ τὴν Καινὴ Διαθήκη, χωρὶς ὅμως καὶ νὰ αὐτονομηθοῦν ἀπὸ τὸ εὐχαριστιακὸ
πλαίσιο καὶ χωρὶς νὰ ἐξελιχθοῦν σὲ μία αὐτοτελῆ Ἀκολουθία τοῦ Γάμου»12. Εἶναι ἐνδιαφέρουσα
στὴν συνάφεια αὐτὴ καὶ ἡ ἀκόλουθη θέση τοῦ Μητροπολίτου Περγάμου Ἰωάννου
(Ζηζιούλα): «Ὁ Γάμος θὰ ἦτο λάθος νὰ θεωρηθῆ ὡς ἁπλὴ βεβαίωσις καὶ ἐπευλόγησις ἑνὸς
βιολογικοῦ γεγονότος. Συνδεδεμένος μὲ τὴν Εὐχαριστίαν, ἀποτελεῖ ὑπόμνησιν ὅτι οἱ
νεόνυμφοι, καίτοι ἔχουν τὴν εὐλογίαν νὰ δημιουργήσουν ἰδίαν οἰκογένειαν, ἐν τούτοις
τὸ ἔσχατον καὶ οὐσιαστικὸν πλέγμα σχέσεων, ποὺ συνιστᾶ τὴν ὑπόστασίν τους, δὲν εἶναι
ἡ οἰκογένεια, ἄλλα ἡ Ἐκκλησία, ὅπως ἐκφράζεται εἰς τὴν εὐχαριστιακὴν σύναξιν. Ἡ
ἐσχατολογικὴ αὐτὴ ὑπέρβασις τῆς βιολογικῆς ὑποστάσεως ὑποδηλοῦται καὶ ἀπὸ τὴν
“στέψιν” τῶν νεονύμφων, χάνεται ὅμως οὐσιαστικὰ καὶ ὑπαρξιακὰ ἀπὸ τὴν στιγμήν,
ποὺ θὰ ἀποκοπῆ ἡ τελετὴ τοῦ γάμου ἀπὸ τὴν Εὐχαριστίαν»13. Μέσα στὴν θεία
Λειτουργία ὁ γάμος «βρίσκει τὸ πραγματικὸν νόημα καὶ τὴν οὐσιαστικὴ ἀποστολή του,
ποὺ εἶναι ἡ βίωση ἀπὸ τοὺς συζύγους τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ μεταβολὴ τοῦ
δεσμοῦ τους σὲ σημεῖο βασιλείας τοῦ Θεοῦ... Μέσα στὴν εὐχαριστιακὴ σύναξη,
παρισταμένων τῆς Θεοτόκου καὶ πάντων τῶν Ἁγίων, μὲ τὴν εὐλογία
τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ, οἱ πιστοὶ δέχονται ἕνα ζεῦγος νὰ μετάσχει στὸ ἔλεος καὶ τὴν
δωρεὰ τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ μεταμορφώσει τὴ σχέση του σὲ μυστήριο τῆς βασιλείας»14.
Βέβαια, δὲν πρέπει νὰ λησμονεῖται ὅτι ὅλα αὐτὰ εἶναι δυνατὸν νὰ συμβοῦν ἔτσι καὶ
νὰ ἐπιτευχθοῦν, ὅταν ὑπάρχει ἡ πλήρης ἔνταξη τῶν νεόνυμφων στὸ ἐκκλησιαστικὸ σῶμα
καὶ τὴν ἐν Χριστῷ ζωή, ὅπως αὐτὴ διαμορφώθηκε ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Ἀποστόλους καὶ
συνεχίζεται μέσω τῶν Ἁγίων Πατέρων. Εἶναι δὲ ἐλάχιστα ἡ καθόλου δυνατὴ μέσα στὴν
συμβατικὴ καὶ ἐντελῶς μὴ ἐκκλησιαστικὴ κατανόηση καὶ βίωση τοῦ γάμου, ὅπως
συμβαίνει στὶς ἐκκοσμικευμένες ἐνορίες μας σήμερα, ποὺ ἡ διαφοροποίηση ἀπὸ τὸν
κόσμο περιορίζεται στὸ γράμμα καὶ ὄχι στὸ πνεῦμα, ὁ δὲ γάμος ἔχει ἀποκτήσει
καθαρὰ κοσμικὸ χαρακτήρα. Ἡ δομὴ καὶ τῆς Ἀκολουθίας τοῦ Γάμου, ἀκόμη καὶ ὅπως
τελεῖται σήμερα κατὰ κανόνα, ἔξω ἀπὸ τὴν Θεία Λειτουργία, μαρτυρεῖ τὴν σχέση τοῦ μυστηρίου μὲ τὴν Θεία Εὐχαριστία. Αὐτὸ ὑπενθυμίζουν
τὸ «Εὐλογημένη ἡ Βασιλεία...», τὰ εἰρηνικά, τὰ ἀναγνώσματα, ἡ ἐκτενής, τὰ πληρωτικά – αἰτήσεις,
τὸ «Καὶ καταξίωσον» μὲ τὸ «Πάτερ ἡμῶν», ἡ εὐχὴ τῆς κεφαλοκλισίας, τὸ κοινὸ ποτήριο, τὸ
Κοινωνικὸ («Ποτήριον σωτηρίου λήψομαι»). Στὴν χειρόγραφη παράδοση ἀναγράφεται καὶ ἡ ψαλμωδία τοῦ
Τρισάγιου στὴν κανονική του θέση. Ὁ
ἀείμνηστος ἔγκριτος Ἕλληνας μουσικολόγος Σίμων Καράς,
πραγματευόμενος τὸ θέμα σὲ εἰδικὴ μελέτη του, καὶ ἔχοντας ὡς βάση τὰ χειρόγραφα,
ἐπισημαίνει λεπτομερῶς τὶς ἀναλογίες καὶ ὁμοιότητες μεταξὺ τῆς Ἀκολουθίας τοῦ Γάμου
καὶ τῶν Ἀκολουθιῶν τῶν ἄλλων Μυστηρίων καὶ λειτουργικῶν πράξεων, ποὺ τελοῦνται
μέσα στὴν Θεία Λειτουργία15. Πρέπει ἀκόμη νὰ σημειωθεῖ ὅτι μὲ βάση τὴν χειρόγραφη παράδοση, ἀπὸ τὸν 11° μέχρι τὸν
17° αἰώνα, ἡ Ἀκολουθία τοῦ Γάμου συνυφαίνεται μὲ τὴν Προηγιασμένη Θεία
Λειτουργία, κάτι, πού, ὅπως φαίνεται, εἶχε μεγάλη διάδοση.
Εὔλογο ὅμως εἶναι τὸ ἐρώτημα: γιὰ ποιὸ λόγο; Κατὰ τὸν ἀείμνηστο
λειτουργιολόγο Ἰωάννη Φουντούλη, «ἴσως ἡ ἀνάγκη νὰ ἀποδεσμευθῆ ὁ Γάμος ἀπὸ τὶς
μεγάλες ἐκκλησιαστικὲς συνάξεις ὁλοκλήρου τῆς ἐνοριακῆς κοινότητος, ἰδίᾳ κατὰ τὶς
ἡμέρες τῶν Κυριακῶν καὶ τῶν ἑορτῶν ἢ πανηγύρεων· ἴσως ἡ τέλεσίς του σὲ
διαφορετικὲς ὧρες ἀπὸ τὶς συνήθεις τῆς Λειτουργίας. Ἴσως καὶ πολλοὶ μαζὶ ἀπὸ αὐτοὺς
τοὺς λόγους ἢ ἐνδεχομένως καὶ ἄλλοι συνετέλεσαν στὴν ἀναζήτηση καὶ ἐξεύρεση αὐτῆς
τῆς πρακτικῆς λύσεως»16. Ὀρθὰ δὲ συμπεραίνει, ὅτι καὶ ἀπὸ τὴ λύση αὐτὴ φαίνεται
«ἡ ἐμμονὴ στὴν σύνδεση λειτουργίας καὶ γάμου»17.
6. Πρέπει, λοιπόν, νὰ ὑπογραμμισθεῖ ὅτι ἐπὶ πολλοὺς αἰῶνες,
ὡς τὰ μέσα τῆς Τουρκοκρατίας –καὶ μιλῶ γιὰ τὴν ἑλληνικὴ πραγματικότητα– κατορθώθηκε
ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Πατέρες μας νὰ κρατήσουν τόσο τὸ Βάπτισμα, ὅσο καὶ τὸν Γάμο
συνδεδεμένα μὲ τὴν Θεία Εὐχαριστία, «ἤρκεσαν δὲ οἱ δύο ὑπόλοιποι σκοτεινοὶ αἰῶνες
τῆς δουλείας νὰ τὴν ἐξαλείψουν»18. Μὲ τὴν ἐπικράτηση ὅμως ἑνὸς σχολαστικοῦ
πνεύματος, μαζὶ μὲ τὴν τυποποίηση, ποὺ πηγάζει ἀπὸ τὴν ἐθιμοποίηση τῆς Πίστεως,
τὰ Μυστήρια ἀποσπάσθηκαν στοὺς τελευταίους αἰῶνες ἀπὸ τὴν Θεία Λειτουργία ἢ ἀποσυνδέθηκαν
ἀπὸ αὐτὴν καὶ τὴν Θεία Εὐχαριστία, καταλήγοντας σὲ ἰδιωτικὲς Ἀκολουθίες γιὰ τὸν
ἀτομικὸ ἁγιασμὸ καὶ τὴν συμβατικὴ διευθέτηση «θρησκευτικῶν καθηκόντων». Τὸ
μυστήριο τῆς Μετανοίας, ἔτσι, ἀπὸ πράξη συμφιλιώσεως μὲ τὸ ἐκκλησιαστικὸ σῶμα,
νοεῖται σήμερα ὡς τυπικὴ – «νομικὴ» ρύθμιση τῆς σχέσης μας μὲ τὴν «ὀργισμένη»
θεότητα καὶ καταλλαγὴ μαζί της, στὰ ὅρια μιᾶς συναλλαγῆς. Τὰ «ἐπιτίμια», ἐξ ἄλλου,
ἀπὸ μέσα θεραπευτικὰ τῆς ἀνθρώπινης φύσης, ἔγιναν –παπικὰ– «ποινὲς» γιὰ τὴν ἐξαγορὰ
τῶν ἁμαρτιῶν ἢ τὴν ἐξιλέωση τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ ἰσχύει καὶ γιὰ τὸ Εὐχέλαιο, ὡς ἕνα
σημεῖο, ποὺ κατάντησε ὑποκατάστατο τῆς Ἐξομολογήσεως, ὡς «προετοιμασία» γιὰ τὴν
προσέλευση στὴ Θεία
Μετάληψη. Σ᾽ αὐτὸ τὸ πλαίσιο καὶ τὸ Μυστήριο τοῦ Γάμου ἀποξενώθηκε
ἀπὸ τὴν δυνατότητα μεταμορφώσεως τοῦ «φυσικοῦ» γάμου στὰ ὅρια τῆς Ἐκκλησίας καὶ
ἐκλαμβάνεται ὡς «εὐλογία» ἁπλὴ καὶ χριστιανικὴ ἐπικύρωση τοῦ γάμου γιὰ τὴν
«νόμιμη» σαρκικὴ συνάφεια τῶν συζύγων. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ἀντικαταστάθηκε τὸ Ποτήριο
τῆς Εὐχαριστίας μὲ ἕνα κύπελλο, ποὺ «συμβολίζει» τὴν κοινὴ ζωή τους, στὰ ὅρια ὅμως
τῆς μεταμορφωμένης «φυσικότητος». Ἔτσι ὅμως συσκοτίσθηκε ἡ σχέση τῶν Μυστηρίων
μὲ τὴν ζωὴ τοῦ ὅλου ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, ἡ ἐκκλησιαστικότητά τους, ὑποχώρησε
δὲ ἡ ἔννοια τῆς κοινότητος–κοινωνίας καί, τελικά, τῆς συνάξεως, ποὺ
πραγματοποιεῖ τὴν οἰκοδομὴ καὶ ἐν Χριστῷ «αὔξηση» τῆς Ἐκκλησίας. Ὅλα τὰ κοσμικὰ
στοιχεῖα, ποὺ παρεισέφρησαν στὴν τέλεση τοῦ γάμου καὶ ποὺ ποικίλλουν κατὰ
τόπους, συμβάλλουν στὴν ἐκκοσμίκευση τοῦ Μυστηρίου, ποὺ βαίνει παράλληλα μὲ τὴν
ἀποεκκλησιοποίησή του. Εἶναι ὅμως γεγονός, ὅτι στὴν Ἑλλάδα τουλάχιστον, κατὰ τὶς
τελευταῖες δεκαετίες πληθαίνουν ἐκεῖνοι, ποὺ ἐπιθυμοῦν νὰ τελέσουν τὰ Μυστήρια
τοῦ Βαπτίσματος καὶ τοῦ Γάμου μέσα στὴν Θεία Λειτουργία. Αὐτὸ πρέπει νὰ χαιρετισθεῖ
μὲ αἰσιοδοξία, ἔστω καὶ ἂν ἀκόμη δὲν λείπουν λόγοι συναισθηματικοὶ καὶ εὐσεβιστικοί,
ποὺ ὠθοῦν σ᾽ αὐτό. Παρ᾽ ὅλα αὐτά, καὶ ἂν ἀκόμη σὲ κάποιες περιπτώσεις δὲν
πρόκειται παρὰ γιὰ «ρομαντικὲς» συναισθηματικότητες, ἡ «ἐπιστροφὴ» στὴν
παράδοση – ἔστω καὶ ἐπιφανειακά– εἶναι ἕνα θετικὸ βῆμα γιὰ τὴν ἀναζωπύρηση τοῦ
φρονήματος. Ὅπως ἡ ἀποσύνδεση Γάμου καὶ Θείας Εὐχαριστίας μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ εὔκολη
λύση γιὰ τὶς περιπτώσεις τελείας διακοπῆς ἀπὸ τὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ἐπανασύνδεση
τῶν Μυστηρίων αὐτῶν μαζί της ἀπὸ τοὺς ἔχοντες γνώση τοῦ θεολογικοεκκλησιολογικοῦ
περιεχομένου αὐτῶν τῶν Μυστηρίων καὶ ἐπιθυμοῦντες τὴν παραδοσιακὴ τέλεσή τους,
εἶναι ἀληθινὴ εὐλογία, καὶ γι᾽ αὐτὸ πρέπει νὰ γίνεται καὶ ἀπὸ τὴν πλευρὰ ἡμῶν τῶν Κληρικῶν ἐπαινετὰ ἀποδεκτή. Ἡ ἐκκλησιαστικότητα ὅμως
τοῦ Γάμου κλονίζεται, καὶ μάλιστα ἀνεπανόρθωτα, σὲ περιπτώσεις, ποὺ ἀναιροῦν τὴν
κατανόηση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ γάμου καὶ τὴν οὐσία του. Τέτοιες εἶναι:
Α) Ἡ πορνεία:
Ἡ
πορνεία, ὡς διαστροφικὴ ἐκδοχὴ τῆς γενετήσιας λειτουργίας καὶ τῆς δυναμικῆς
της, συνιστᾶ ἀπομάκρυνση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴν κοινωνία τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν Χάρη
Του, ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ ἐνεργοποιηθεῖ καὶ νὰ λειτουργήσει λυτρωτικὰ μέσα στὸν ἄνθρωπο.
Πρόκειται, ἔτσι, γιὰ νέκρωση τοῦ ἀνθρώπου πνευματικά. Γι᾽ αὐτὸ χαρακτηρίζεται
στὴν παράδοσή μας «πορνεία» κάθε ἁμαρτία. Κατὰ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο τὸν Θεολόγο,
«οὐ γὰρ ἡ περὶ τὸ σῶμα μόνον ἁμαρτία πορνεία καὶ μοιχεία λέγεται, ἄλλα καὶ ὅ,τιοῦν
ἥμαρτες, καὶ μάλιστα ἡ περὶ τὸ θεῖον παρανομία»19. Ὁ παραδιδόμενος στὴν σαρκικὴ
πορνεία ὑποδουλώνεται στὶς ἀπρόσωπες βιολογικὲς ὁρμὲς καὶ τὴν αὐτονομημένη ἐγωκεντρικὴ
ἡδονή, ποὺ συνιστᾶ ὑπερτροφικὴ ἀνάπτυξη τοῦ ἐνστίκτου τῆς ἀναπαραγωγῆς, ποὺ ἀντὶ
νὰ χρησιμοποιεῖται θεοκεντρικὰ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο γιὰ τὴν σωτηρία του, ἀφήνεται νὰ
κυριαρχεῖ στὸν ἄνθρωπο καὶ νὰ τὸν κατευθύνει. Γιʼ αὐτό, ἔχοντας ὑπόψει τὸν ἐκφυλισμὸ
τῶν ἐνστίκτων οἱ Στωϊκοὶ φιλόσοφοι ἔλεγαν, ὅτι «τὸ νικᾷν σεαυτὸν πασῶν νικῶν ἀρίστη»,
(Ἡ μεγαλύτερη νίκη εἶναι νὰ νικᾷς τὸν ἑαυτό σου). Ἡ πορνεία, σὲ κάθε δυνατὴ
μορφή της, μὲ τὴν ὑποτίμηση καὶ χρήση τοῦ συνανθρώπου γιὰ χάρη τῆς ἐγωκεντρικῆς
ἀπόλαυσης καὶ ἱκανοποίησης, συνιστᾶ τραγικὴ ἔκπτωση ἀπὸ τὴν κοινωνία, ποὺ ἡ ἐκκλησιαστικότητα
ἐνσαρκώνει καὶ πραγματώνει. Τὸ μόνο προληπτικὸ καὶ θεραπευτικὸ μέσο κατὰ τῆς
πτώσεως τῆς πορνείας εἶναι ἡ ἄσκηση καὶ πνευματικὴ ζωή. «Ἀσκήσεως καὶ μαθήσεως
(ὑπόθεση ἄσκησης καὶ ἐμπειρικῆς γνώσης) ἐστὶ τὸ σωφρονεῖν» (ἡ σωφροσύνη καὶ ἐγκράτεια)
κατὰ τὸν Ἅγιο Οἰκουμένιο Τρίκκης20. Ὅπου κυριαρχεῖ ὁ στόχος γιὰ τὴν μεταμόρφωση
τοῦ σώματος σὲ «ναὸ» τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἐκεῖ ἀποκρούεται ἡ πορνικὴ διάθεση,
ποὺ μπορεῖ νὰ εἰσέρχεται καὶ μέσα στὴν σχέση τοῦ γάμου, ὅταν οἱ σύζυγοι, ἄγευστοι
πνευματικῆς ζωῆς, εἶναι δυνατὸν νὰ ἐκλαμβάνουν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο ὡς «σκεῦος ἡδονῆς».
Κατὰ τὸν ἴδιο δὲ Ἅγιο Οἰκουμένιο ὅμως, στὴν περίπτωση αὐτὴ «ὁ κυριαρχούμενος ἀπὸ
τὸ πνεῦμα τῆς πορνείας εἰς πάντας ἁμαρτάνει. Ἀνατρέχει (=ἀναφέρεται) γὰρ αὐτοῦ
τὸ σφάλμα ἐπὶ τὸ τῆς Ἐκκλησίας πλήρωμα», ἀπὸ τὸ ὁποῖο «ἐκκόπτεται», μέχρι νὰ
μετανοήσει, ὅπως συνέβη μὲ τὸν αἱμομίκτη τῆς Α/ Πρὸς Κορινθίους21.
Β) Ἡ μοιχεία:
Ὅπως ἡ πορνεία, ἔτσι καὶ ἡ μοιχεία, ὡς προδοσία τοῦ γάμου
καὶ ἀθέτησή του, συνιστᾶ ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ἀπόρριψη τῆς Χάρης Του.
Κατὰ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης, ἐνῶ νυμφαγωγὸς (= παράνυμφος) τοῦ κατὰ Χριστὸν
γάμου εἶναι ὁ Θεός, «μοιχείας νυμφαγωγὸς» εἶναι ὁ διάβολος22. Ὁ κοινωνικὸς–«ἐκκλησιαστικὸς»
χαρακτήρας τῆς μοιχείας συνίσταται στὸ ὅτι οἱ μοιχοὶ μὲ τὴν πράξη τους
καταστρέφουν ὄχι μόνο τὸν δικό τους, διαλύοντάς τον στὴν οὐσία, ἄλλα καὶ τὸν
ξένο γάμο, ἀφοῦ «τὸ ὑπὸ τοῦ Θεοῦ γενόμενον ἕν, διαιροῦσιν εἰς δύο»23. Ἡ μοιχεία
εἶναι ἀδικία πρὸς τὸν ἄλλο, αλλά καὶ πρὸς τὸν ἑαυτό μας. Γι᾽ αὐτὸ ὁ μοιχὸς ὄχι
μόνο χάνει τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ, ἄλλα καὶ ἐκπίπτει τῆς Ἐκκλησίας, διακόπτοντας τὴν
σχέση του μαζί της καὶ τὴν τροφοδοσία του μὲ τοὺς ζωτικοὺς χυμούς της. Γι᾽ αὐτὸ
καὶ ἡ μοιχεία, ὅπως ἄλλωστε καὶ ἡ πορνεία, κατατάσσονται στὰ «πρὸς θάνατον» ἁμαρτήματα. Διότι ἐπιφέρουν τὸν πνευματικὸ θάνατο τοῦ
χριστιανοῦ, ποὺ μόνο ἡ μετάνοια μπορεῖ νὰ νικήσει, ὡς πνευματικὴ ἀνάσταση τοῦ
πεπτωκότος. Αὐτὸ δηλώνει ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ πρὸς τὴν ἁμαρτωλό, «μηκέτι ἁμάρτανε
(Ἰω. 8, 11), διότι –κατὰ τὸν Εὐθύμιο Ζιγαβηνὸ– «ἔγνω (κατάλαβε) αὐτὴν καὶ μετανοήσασαν
ὁλοκαρδίως»24. Ὅπως σὲ κάθε ἁμαρτία, ἔτσι καὶ στὴν περίπτωση τῆς μοιχείας, ἡ μετάνοια
εἶναι τὸ φάρμακο κατὰ τῆς νόσου, γιὰ νὰ μπορεῖ ὁ ἁμαρτήσας νὰ ἐπανενταχθεῖ στὸ ἐκκλησιαστικὸ
σῶμα. Ὑπάρχει, ἀκόμη, καὶ ἕνα ἄλλο σημαντικὸ πρόβλημα, ποὺ συντελεῖ στὴν
διασάλευση, καί, στὴν οὐσία, ἀναίρεση τῆς ἐκκλησιαστικότητας τοῦ γάμου. Εἶναι οἱ
μεικτοὶ γάμοι, ποὺ νοθεύουν τὴν ταυτότητα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ–ὀρθοδόξου γάμου. Ἀλλὰ
τὸ θέμα αὐτὸ ἀπαιτεῖ ἰδιαίτερη διαπραγμάτευση καὶ λόγω τῶν διαστάσεων καὶ λόγω
τῆς σπουδαιότητός του. Μὲ τὸ μυστήριο τοῦ Γάμου, στὶς διάφορες πραγματώσεις
του, ἐπιτυγχάνεται ἀπὸ τοὺς συζύγους ἡ βίωση τῆς κατὰ Χριστὸν ἀγάπης, ὡς
συνεκτικῆς δύναμης καὶ τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, ἀλλὰ καὶ τῆς διαπροσωπικῆς
σχέσης τῶν συζύγων, ὅπως ἀναπτύσσεται μέσα στὴν «μικρὰν ἐκκλησίαν», τὴν οἰκογένεια. Ἔτσι ἐπανερχόμεθα στὴν σχέση καὶ διασύνδεση
τοῦ μυστηρίου τοῦ Γάμου μὲ τὴν Εὐχαριστία καὶ τὴν θεία Λειτουργία. Τὸ μυστήριο
τοῦ Γάμου ἐνσαρκώνει ἕνα ἦθος, τὸ εὐχαριστιακὸ ἦθος τῆς ἐν Χριστῷ κοινωνίας.
Μέσα στὴν Ἐκκλησία οἱ σύζυγοι, μὲ τὸν συνεχῆ πνευματικὸ ἀγώνα τους καὶ τὴν ἕνωσή
τους μὲ τὸ Κυριακὸ σῶμα καὶ αἷμα, ὑπερβαίνουν κάθε σύγκρουση καὶ κίνηση πρὸς
διάσπαση, ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὸν ἐγωκεντρισμό. Μέσα στὴν Ἐκκλησία ὁ ἐγωϊσμὸς καὶ
ὅλα τὰ συναφῆ πάθη σταυρώνονται καὶ πεθαίνουν, γιὰ νὰ ζήσει ἡ ἐν Χριστῷ ἀγάπη,
τὸ θεμέλιο τῆς οἰκογένειας. Ἡ ἀναφορὰ στοὺς Μάρτυρες κατὰ τὴν Ἀκολουθία τοῦ
Γάμου σχετίζεται μὲ τὴν οὐσία τοῦ Γάμου ὡς μαρτυρίου διὰ τὸν Χριστὸ καὶ τὴν
κυριότητά Του στὴ ζωή μας, καὶ μὲ τὴν καθημερινὴ μαρτυρία τῆς παρουσίας τῆς
Χάριτος τοῦ Χριστοῦ, τοῦ ἄχτιστου συνεπῶς στοιχείου, μέσα στὴν καρδιὰ καὶ ὅλη τὴν
ὕπαρξή μας. Μέσα σ᾽ αὐτὸ τὸ πλαίσιο, ὑπερβαίνεται κάθε ἀτομικότητα καὶ ἐγωκεντρικότητα,
μὲ τὸ ἄνοιγμα στοὺς «ἄλλους» καὶ τὴν ἔξοδο πρὸς αὐτούς, δεδομένου ὅτι ἡ πραγματικὴ ἀγάπη εἶναι κοινωνική, γεγονὸς τῆς ἐκκλησιοποιημένης
φύσεως. Ἡ μεταμόρφωση αὐτή, ποὺ γίνεται μὲ τὴν ἐνεργητικὴ ἀπάντηση τοῦ ἀνθρώπου
στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, προϋποθέτει τὴν ζήτησή της μέσα στὸ μυστήριο τοῦ Γάμου. Ἡ
προσέλευση ἔτσι στὸν Γάμο εἶναι ἐμπροϋπόθετη καὶ γι᾽ αὐτὸ πρέπει νὰ ἐπαινεθοῦν
οἱ προσπάθειες Ἐπισκόπων καὶ ἐφημερίων νὰ κατηχοῦν ἐκκλησιολογικὰ τοὺς μελλονύμφους.
Δὲν εἶναι μόνον ὁ κατηχητικὸς λόγος τῶν συναντήσεων αὐτῶν, ἀλλὰ καὶ ἡ
καλλιέργεια πνευματικῆς σχέσεως μὲ τὸν κατηχητή, Ἐπίσκοπο ἢ πρεσβύτερο –ἐφημέριο,
ποὺ ὁδηγεῖ τὰ βήματα τῶν μελλονύμφων πρὸς τὴν ἐκκλησιαστικὴ σύναξη, τὴν θεία Εὐχαριστία
καὶ τὴν «παράθεση πάσης τῆς ζωῆς Χριστῷ τῷ Θεῷ», κατὰ τὸν λόγο τῆς Λατρείας
μας.
Σημειώσεις
1. Γρηγορίου Θεολόγου, Ἐπιστολὴ 101 πρὸς Κληδόνιον, ΡG. 37, 181/4. Πρβλ. Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς Ὀρθοδόξου
Πίστεως, III, 6. ΡG. 94, 1005.
2. Ἐπιστολὴ πρὸς Πολύκαρπον Σμύρνης, V, Ι.
3. Χρήστου Σπ. Βούλγαρη, Ἡ ἑνότης τῆς Ἀποστόλικῆς Ἐκκλησίας, Θεσσαλονίκη 1974,
σ. 436.
4.ΡG. 62, 387.
5.Σταύρου Σ. Φωτίου, Ὁ γάμος ὡς μυστήριο ἀγάπης κατὰ τὴν Καινὴ Διαθήκη, Ἀθήνα
1994, σ. 209.
6.π. Ἀλεξάνδρου Σμέμαν, Γιὰ νὰ ζήσει ὁ κόσμος (μετάφρ. Ζήσιμος Λορεντζάτος), Ἀθήνα
19872, σ. 130. 7.Περὶ Ἐκκλησιαστικῆς
Ἱεραρχίας, Γ, 1, ΡG. 3, 424 C.
8. Ἰωάννου Ζηζιούλα, (Μητροπολίτου Περγάμου), ἀπὸ τὸ προσωπεῖον εἰς τὸ
πρόσωπον, εἰς Χαριστήριον εἰς τιμὴν τοῦ Μητροπολίτου Γέροντος Χαλκηδόνος
Μελίτωνος, σ. 319.
9. «Μυστήριον μυστηρίων καὶ τελετῶν ἁπασῶν τελετὴ» (Συμεὼν Θεσσαλονίκης, 15ος
αἰ. ΡG. 155,253).
10. Βλασίου Ἰ. Φειδᾶ, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, τόμ. Α´, Ἀθῆναι 1992, σ. 270.
11. π. Ἀλεξάνδρου Σμέμαν, ὅπ.π., σ. 130.
12.Ὅπ. π., σ. 271.
13.Ἀπὸ τὸ προσωπεῖον εἰς τὸ πρόσωπον, «Χαριστήρια» εἰς τιμὴν Μητρ. Γέροντος
Χαλκηδόνος Μελίτωνος, Θεσσαλονίκη 1977, σ. 319, σημ. 52.
14.Στ. Φωτίου, Ὁ γάμος ὡς μυστήριο ἀγάπης κατὰ τὴν Κ. Διαθήκη, Ἀθήνα 1994,
σημ. 52.
15. Σίμ. Ἰ. Καρᾶ, Ἡ Βυζαντινὴ ἀκολουθία τοῦ γάμου, Ἀθῆναι 1988, σ. 20.
16. Ἰω. Φουντούλη, Ἀπαντήσεις…, τ. Γ´, σ. 199 ἑπ.
17. Στὸ ἴδιο.
18. Στὸ ἴδιο, σ. 200.
19. Λόγος 37,19. PG 36, 304.
20.PG 119, 85.
21.Κεφ. 51 PG 118, 721.
22. PG 46, 496.
23.Διαταγαὶ Ἀποστόλων 6,28. PG 1, 984.
24. PG 129, 1281.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου