Όλα όσα γίνονται στον κόσμο, γίνονται και ξαναγίνονται
πολλές φορές τα ίδια· μονάχα ένα πράγμα έγινε μόνο μια φορά και δεν θα
ξαναγίνει πια, η Ανάσταση του Χριστού. Αυτό είναι το μοναδικό θαύμα των
θαυμάτων, το «ἄφραστον θαῦμα», που αναποδογύρισε τον κόσμο, κ’ έδωσε ελπίδα στο
απελπισμένο γένος των ανθρώπων. Με την Ανάσταση του Χριστού, μας προσκάλεσε να πιστέψουμε
στην αφθαρσία ο Θεός ο «ζωοποιῶν τούς νεκρούς καί καλῶν τά μή ὄντα ὡς ὄντα».
Κι’ όπως λέγει πάλι ο Παύλος: «πιστός ὁ καλῶν ὑμάς, ὅς καί ποιήσει». Όποιος δεν
πιστεύει στην Ανάσταση του Χρίστου, ψέμματα λέγει πως πιστεύει σ’ αυτόν τον
βασιλέα της αθανασίας, κατά τον απόστολο Παύλο που λέγει: «εἰ δέ Χριστός οὐκ ἐγήγερται,
κενόν τό κήρυγμα ἡμών, κενή δέ καί ἡ πίστις ἡμῶν».
Η βάση λοιπόν και το θεμέλιον της θρησκείας μας είναι η
Ανάσταση του Χριστοῦ. Κι’ η ορθοδοξία που την έχει την Ανάσταση «ἑορτῶν ἑορτήν
καί πανήγυριν πανηγύρεων» έχει την αληθινή και την απλή και την ασάλευτη πίστη,
και δεν κατάντησε να γίνει ένα κοσμικό ηθικό σύστημα, όπως γίνηκε αλλού, και
που κατά δυστυχία σ’ αυτό ξεπέφτει κ’ η δική μας Ορθοδοξία, όσο ολοένα λείπει η
πίστη.
Για τούτο, στην ορθόδοξη Εκκλησία μας γινήκανε λογής θρησκευτικά έργα
για να τιμηθεί η Ανάσταση του Χριστού με κάθε τι έμορφο κι’ αγνό που έχει μέσα
της η καρδιά τ’ ανθρώπου. Αυτά τα έργα είναι τα έργα της υμνωδίας, της
αγιογραφίας και της ψαλμωδίας, τα μυρίπνοα άνθη, που όσο σιναχώνονται οι
πνευματικές μας αισθήσεις, τόσο δεν νοιώθουμε τη μυρουδιά τους. Αυτά, τα λέγω
και τα ξαναλέγω, τόσο που βαρέθηκα. Στου κουφού την πόρτα, όσο θέλεις βρόντα.
Λοιπόν ας σταθώ ίσαμε δω, κι’ ας γράψω, για τα έργα τα ίδα, κι’ όποιος βρεθεί
κατά τύχη να τα νοιώθει, ας ευχαριστήσει τον Θεό που φώτισε εκείνους τους
ευλαβείς ανθρώπους να τα κάνουνε.
Οι ύμνοι που λένε στην εκκλησία κατά την Κυριακή του
Πάσχα είναι, θαρώ, από τα πιο υψηλά κι’ από τα πιο πνευματικά έργα της
ορθοδοξίας. Ο κανόνας του Πάσχα είναι ποίημα του Ιωάννου Δαμάσκηνου, κι’ ο
Ειρμός της α’ Ωδής είναι τούτος:
«Ἀναστάσεως ἡμέρα· λαμπρυνθῶμεν λαοί. Πάσχα, Κυρίου
Πάσχα.
Ἐκ γάρ θανάτου πρός ζωήν καί ἐκ γῆς πρός οὐρανόν Χριστός ὁ
Θεός ἡμᾶς διεβίβασεν, ἐπινίκιον ἄδοντας».
Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός ήτανε, όπως δείχνει τονομά
του, από τη Δαμασκό, το γένος Σύρος, γεννήθηκε δηλαδή στην πολιτεία που
φανερώθηκε ο Χριστός στον Παύλο οπού κατάτρεχε τη θρησκεία του, και στράβωσε τα
σωματικά του μάτια για να του ανοίξει τα πνευματικά και να γίνει απόστολός του.
Λοιπόν ο Ιωάννης μικρός είχε κλίση στα θρησκευτικά, μ’ όλο που ο πατέρας του
ήθελε να τον κάνει άρχοντα, γιατί κι’ αυτός ήτανε επίσημος άνθρωπος κ’ είχε
μεγάλο αξίωμα στο παλάτι του μωχαμετάνου αμιρά της Συρίας, τον καιρό που
βασίλευε στη Κωνσταντινούπολη ο Λέοντας ο Ίσαυρος. Και για να πάρει ο γυιός του
μεγάλη σπουδή, ήθελε να βρει κάποιον πολύξερο δάσκαλο να τον παραδώσει στα
χέρια του. Μια μέρα έμαθε πως οι σαρακηνοί είχανε πάγει στη Δαμασκό κάμποσους
χριστιανούς πιασμένους σκλάβους στον πόλεμο, και πως πούλησανε όσους μπορέσανε
και πως τους άλλους θέλανε να τους σκοτώσουνε, αφού δεν τους αγόραζε κανένας.
Πήγε λοιπόν για να γλυτώσει όσους μπορέσει, και φτάνοντας στο παζάρι είδε έναν
σκλάβο δεμένον να κείτεται σαν πεθαμένος, και πήγε κοντά του και τον ρώτησε από
πού είναι. Κι’ ο σκλάβος του είπε πως ήτανε από την Ιταλία και πως τον λέγανε
Κοσμά και πως ήταν καλόγερος. Κ’ επειδή δάκρυσε, γύρισε κ’ είπε στον πατέρα του
Ιωάννη: «Με βλέπεις πως δακρύζω· δεν το κάνω γιατί θα χάσω τούτον τον ψεύτικο
τον κόσμο, αφού είμαι καλόγερος, πλην κλαίγω γιατί έμαθα την πάσα γνώση και
φιλοσοφία, τη ρητορική, την αριθμητική, τη γεωμετρία κι’ απάνω απ’ όλα τη
μουσική της εκκλησίας που κάνει την ψυχή να πετά στα ουράνια, και κοντά σ’ αυτά
σπούδασα και τη θεολογία, και θλίβομαι γιατί θα τα πάρω μαζί μου δίχως να τα
διδάξω σε κάποιον άξιο μαθητή». Τότες ο άρχοντας κατάλαβε πως ο Θεός του
έστειλε κείνον τον Κοσμά για να γίνει δάσκαλος του γυιού του, και τον αγόρασε
μαζί μ’ άλλους σκλάβους. Και τους μεν άλλους τους λευτέρωσε να πάνε όπου
θέλανε, μα τον Κοσμά τον επήρε στο σπίτι του και τον έντυσε καλά ράσα και τον
είχε σε κάθε τιμή και τον κατάστησε δάσκαλο του μοναχογυιού του Ιωάννη. Αλλά
είχε κ’ ένα άλλο παιδί ψυχοπαίδι που το λέγανε Κοσμά, από τα Ιεροσόλυμα, και τ’
αγαπούσε όσο με το παιδί του και δεν το ξεχώριζε σε τίποτα από τον Ιωάννη.
Λοιπόν τους δίδαχνε και τους δυό εκείνος ο άγιος άνθρωπος με πολύν πόθο, μα και
κείνοι τύχανε κι’ οι δυό καλές και βλογημένες ψυχές, και ρουφούσανε από τα
χείλια του όσα τους έλεγε, τόσο, που σε λίγα χρόνια γενήκανε τέλειοι σε όλα τα
θεωρητικά, αλλά προπάντων στα θεολογικά, επειδή κ’ οι δυό αγαπούσανε οι
καλότυχοι παραπάνω από όλα, τη θρησκεία του Χριστού. Για τούτο, μ’ όλο που
θέλανε οι γονιοί τους να τους κάνουνε αφεντάδες, πήγανε στο μοναστήρι του αγίου
Σάββα και καλογερέψανε, και ζήσανε μακρυά από τον κόσμο.
Το εργόχειρο τους ήτανε να καλλιγραφούνε βιβλία και να
ταιριάζουνε ύμνους και τροπάρια, ψέλνοντας τα, επειδής ήτανε και μουσικοί
άριστοι. Ανάμεσα σε άλλα, ο Ιωάννης σύνθεσε και την Οκτώηχον που τη ψέλνουμε σ’
όλες τις εκκλησιές της ορθοδοξίας ολόγυρις ο χρόνος. Πολλές υμνωδίες είναι
συνθεμένες κι’ από τους δυό αντάμα, γιατί αυτό τ’ αγιασμένο ζευγάρι ζούσε πολύ
αγαπημένα σαν νάτανε πουλιά του Θεού που κελαηδούσανε για τη δόξα Του. Μα ήρθε
ώρα και χωρισθήκανε άθελά τους, γιατί ο Πατριάρχης των Ιεροσολύμων χειροτόνησε
τον Κοσμά δεσπότη και τον έστειλε σε μία πολιτεία της Παλαιστίνης που τη λέγανε
Μαϊουμά, κ’ εκεί κοιμήθηκε βαθύγερος. Ο δε Ιωάννης απόμεινε στο μοναστήρι του
αγίου Σάββα, κ’ έζησε με άσκηση, γράφοντας πλήθος ορθοδοξώτατα βιβλία,
αγρυπνώντας στο μικρό κελλί του που ήτανε σκαμμένο μέσα στον βράχο και που
σώζεται ως τα σήμερα. Ανάμεσα λοιπόν στα πολλά που σύνθεσε, είναι κι’ ο κανόνας
του Πάσχα που είπαμε παραπάνω, γραμμένος με εξαίσιο πνευματικόν οίστρο. Η
ιστορία λέγει πως κι’ οι δυό τούτοι άγιοι υμνωδοί είχανε γραμμένον από έναν
κανόνα για το Πάσχα, όπως συνειθίζανε να κάνουνε, αλλά σ’ αυτή την περίσταση
δουλέψανε χωριστά, και σαν τελειώσανε το γράψιξο, πιάσανε και ψέλνανε ο καθένας
τον δικό του κανόνα για να τον ακούσει ο άλλος και πως σαν έφτασε ο Ιωάννης στο
δεύτερο τροπάρι της γ’ ωδής που λέγει: «Νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός, οὐρανός τε
καί γῆ καί τά καταχθόνια…», ο Κοσμάς τον αγκάλιασε με δάκρυα λέγοντάς του:
Αδελφέ μου Ιωάννη, νικήθηκα και το μολογώ! Κ’ έσκισε το χειρόγραφό του, κ’
απόμεινε ο κανόνας του Ιωάννη, κι’ από τότε ψέλνεται σ’ όλη την ορθόδοξη
Χριστιανωσύνη.
Από τους άλλους ειρμούς εξαίσιος είναι κι’ ο ειρμός της
δ’ ωδής, που είναι εμπνευσμένος από την προφητεία του Αββακούμ, και λέγει:
«Ἐπί τῆς θείας φυλακῆς ὁ θεηγόρος Ἀββακούμ στήτω μεθ ‘ ἡμῶν
καί δεικνύτω φαεσφόρον ἄγγελον διαπρυσίως λέγοντα
Σήμερον σωτηρία τῷ κόσμῳ ὅτι ἀνέστη Χριστός ὡς
παντοδύναμος».
Ακόμα πιο συγκινητικός είναι ο ειρμός της ε’ ωδής που
λέγει:
«Ὀρθρίσωμεν ὄρθρου βαθέος καί ἀντί μύρου τόν ὕμνον
προσοίσωμεν τῷ Δεσπότῃ·
καί Χριστόν ὀψόμεθα, δικαιοσύνης ἥλιον, πᾶσι ζωήν ἀνατέλλοντα».
Ο υμνωδός παίρνει αφορμή από τις μυροφόρες γυναίκες που
πήγανε ν’ αλείψουμε με μύρα το Χριστό και λέγει πως εμείς οι ανάξιοι δε
μπορούμε να πάμε στον τάφο του Χριστού να αλείψουμε το άχραντο σώμα του με αλόη
και με σμύρνα. Λοιπόν τουλάχιστο ας σηκωθούμε πρωί πρωί κι’ ας Τον
δοξολογήσουμε με ύμνους: «καί ἀντί μύρου τόν ὕμνον προσοίσωμεν τῷ Δεσπότῃ». Το
πρώτο τροπάρι της η’ ωδής λέγει:
«Δεῦτε τοῦ καινοῦ τῆς ἀμπέλου γεννήματας, τῆς θείας εὐφροσύνης
ἐν τῇ εὐσήμῳ ἡμέρᾳ τῆς ἐγέρσεως,
βασιλείας τε Χριστοῦ κοινωνήσωμεν, ὑμνοῦντες αὐτόν ὡς
Θεόν εἰς τούς αἰῶνας».
Είναι εμπνευσμένο από τα λόγια που είπε ο Χριστός στους
μαθητάδες του, κατά τον Μυστικό Δείπνο που έκανε μαζί τους το Πάσχα: «Καί λαβών
τό ποτήριον εὐχαριστήσας ἔδωκεν αὐτοῖς, καί ἔπιον ἐξ αὐτοῦ πάντες· καί εἶπεν αὐτοῖς·
τοῦτο ἐστι τό αἷμα μου τό τῆς καινῆς διαθήκης τό περί πολλῶν ἐκχυνόμενον · ἀμήν
λέγω ὑμῖν ὅτι οὐκέτι οὐ μή πίω ἐκ τοῦ γεννήματος τῆς ἀμπέλου ἕως τῆς ἡμέρας ἐκείνης
ὅταν αὐτό πίω καινόν ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ Θεοῦ» ( Μαρκ. ιδ’, 25).’
Όσο και να τα νοιώσει κανένας αυτά τα λόγια, θαρρώ πως
δεν μπορεί να τα νοιώσει βαθειά, αν δε νοιώσει το μέλος που είναι τονισμένα
απάνω στη μουσική που είναι πιο αρχαία, κ’ εμείς οι προκομένοι πετάξαμε τη
μουσική, ήγουν τη ρίζα, και κρατήσαμε τα φύλλα που δίχως ρίζα είναι μαραμένα.
Αυτό κάνουνε κάτι μοντέρνοι λεγόμενοι ψαλτάδες, που τραγουδάνε αυτά τα σοβαρά λόγια,
οπού καταυγάζονται από φως πνευματικό, με κάποιες νερόβραστες μουσικές
αισθηματολόγιες, κ’ είναι σαν να λέγανε οι παπαγάλοι την Ιλιάδα του Ομήρου!
Η ορθόδοξη Εκκλησία μας από τα τέσσερα Ευαγγέλια που
ιστορούνε την Ανάσταση, διάλεξε για το Πάσχα το Ευαγγέλιο του Μάρκου που είναι
γραμμένο με λόγια δυνατά και τρομαχτικά, όχι τρομαχτικά να σε πιάσει φόβος,
τέτοιον που νοιώθουμε από τα άσκημα καθέκαστα της αμαρτωλής ζωής μας, μα
κάποιος άλλος φόβος που μας φέρνει σε έκσταση και σε ενθουσιαστικό θάμπωμα και
σε ταπείνωση και σε αγάπη. Καταπιάστηκα να το μεταφράσω, μα το παράτησα, γιατί
τις αστραπές δε μπορείς να τις παραστήσεις με το τσακτάκι μήτε τα αστροπελέκια
με τις ράκες, κι’ ούτε τον άνεμο που φυσά από τον κόσμο της αθανασίας να τον
παραστήσεις με την πεθαμένη ανασαμιά σου· για τούτο το βάζω όπως είναι γραμμένο
από το χέρι του Μάρκου· μοναχά που το αντιγράφει κανείς, θαρρεί πως αγιάζει:
«Διαγενομένου τοῦ Σαββάτου, Μαρία ἡ Μαγδαληνή καί Μαρία
τοῦ Ἰακώβου καί Σαλώμη ἠγόρασαν ἀρώματα ἵνα ἐλθοῦσαι ἀλείψωσι τόν Ἰησοῦν. Καί
λίαν πρωί τῆς μιᾶς σαββάτων ἔρχονται ἐπί τό μνημεῖον, ἀνατείλαντος τοῦ ἡλίου.
Καί ἔλεγον πρός ἑαυτάς· τίς ἀποκυλίσει ἡμῖν τόν λίθον ἐκ τῆς θύρας τοῦ
μνημείου; καί ἀναβλέψασαι θεωροῦσιν ὅτι ἀποκεκύλισται ὁ λίθος· ἦν γάρ μέγας
σφόδρα. Καί εἰσελθοῦσαι εἰς τό μνημεῖον, εἶδον νεανίσκον καθήμενον ἐν τοῖς
δεξιοῖς, περιβεβλημένον στολήν λευκήν, καί ἐξεθαμβήθησαν. Ὁ δέ λέγει αὐταῖς· μή
ἐκθαμβεῖσθε· Ἰησοῦν ζητεῖτε τόν ναζαρηνόν, τόν ἐσταυρωμένον; ἠγέρθη, οὐκ ἐστίν ὧδε·
ἴδε ὁ τόπος ὁποῦ ἔθηκαν αὐτόν. Ἀλλ ‘ ὑπάγετε εἴπατε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ καί τῷ
Πέτρω ὅτι προάγει ὑμᾶς εἰς τήν Γαλιλαίαν· ἐκεῖ αὐτόν ὄψεσθε, καθώς εἶπεν ὑμῖν.
Καί ἐξελθοῦσαι ταχύ ἔφυγον ἀπό τοῦ μνημείου· εἶχε δέ αὐτάς τρόμος καί ἔκστασις,
καί οὐδενί οὐδέν εἶπον· ἐφοβοῦντο γάρ».
Δεύτερη αγιασμένη τέχνη για την ορθοδοξία, ύστερα από τη
ψαλμωδία, είναι η αγιογραφία· γιατί η υμνογραφια κ’ η μουσική είναι ένα, όπως
το δείχνει η λέξη υμνωδία. Η αγιογραφία είναι η ζωγραφική που κάνει θρησκευτικά
ήγουν πνευματικά έργα, γι’ αυτό και ξεφεύγει από τη λεγόμενη φυσικότητα που
είναι ένα μοιάσιμο μάταιο κι’ άσκοπο της φύσης, όπως κ’ η πίστη ξεφεύγει από τα
φυσικά όντα, ένα χάρισμα υπερφυσικό. Οι πολλοί θαρρούνε πως το φυσικό είναι ένα
με τ’ αληθινό, ενώ δεν είναι η φυσικότητα είναι η ξώπετση και περαστική όψη σε
κάθε πράγμα, ενώ η αληθινή και βαθειά ουσία του βρίσκεται παραμέσα, στα βαθειά
και δεν ημπορεί να παρασταθεί με το να βάζουμε στη ζωγραφιά με ελαφράδα τα
σχήματα και τα χρώματα που βλέπει στη μηχανή το σαρκικό μάτι μας, αλλά με το να
βρίσκουμε και να αποτυπώνουμε τα σχήματα και τα χρώματα που βλέπει το πνευματικό
μάτι μας και που ξεσκεπάζονται μοναχά στην ψυχή που ζει αληθινά πνευματικά,
δηλαδή θρησκευτικά. Η πνευματική αίσθηση δεν είναι αυτή που λέμε για κάθε τι
που είναι μεν σαρκικό, πλην εκλεπτυσμένο, αλλά είναι κάποια μυστική λειτουργία
πολύ πιο σπάνια απ’ ό,τι θαρρούμε κι’ ολότελα ακατανόητη για τον σαρκικό
άνθρωπο, που είναι αναίσθητος στ’ αληθινά πνευματικά, ήγουν χωρίς μυστικισμό.
Τα έργα της ανατολίτικης ζωγραφικής, που τη λένε βυζαντινή, είναι έργα
πνευματικά, γιατί οι τεχνίτες που τα κάνανε είχανε αυτή την πνευματική αίσθηση,
και μπορέσανε να εκφράσουνε με υλικά μέσα, με σχήματα και με χρώματα, κάποια
πράγματα πνευματικά, για τούτο αυτά τα σχήματα και τα χρώματα κι’ ο τρόπος που
είναι συνταιριασμένα δεν έχουνε τούτη τη στενή και μηχανική φυσικότητα, αλλά
την βαθύτερη ουσία της αλήθειας, κ’ είνε όλα μυστικά, και αναγωγικά στην
πνευματική, στην αληθινή αλήθεια. Αυτά τα έργα της ανατολίτικης αγιογραφίας δεν
είναι άσκοπα και νεκρά αλλά δίνουνε τροφή πνευματική σ’ όποιον έχει αίσθηση
πνευματική και νοιώθει την αλήθεια της θρησκείας του Χριστού που είναι κρυμμένη
μέσα σε μυστήριο: για τούτο είναι απλά και σταθερά στον αιώνα. Ο νοών νοείτω.
Λοιπόν οι δικοί μας ορθόδοξοι αγιογράφοι ζωγραφίζουνε την
Ανάσταση μ’ αυτόν τον πνευματικό τρόπο, ενώ οι δυτικοί ζωγράφοι τη ζωγραφίζουνε
με τρόπο σαρκικό και αντιπνευματικό, γιατί τους λείπει η αίσθηση η πνευματική.
Κι’ αυτοί που το νοιώθουνε χωρίζονται σε πνευματικούς και σε σαρκικούς. Μα κ’
εμείς ξεπέσαμε εξ αιτίας της απιστίας, κ’ επειδή στομώθηκε μέσα μας ο
πνευματικός άνθρωπος, κι’ από πνευματικοί γενήκαμε κ’ εμείς σαρκικοί, δηλαδή
νεκροί, γιατί όποιος δεν ζει και δεν αισθάνεται πνευματικά, είναι πεθαμένος,
κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Σιναΐτη. Η πνευματική αίσθηση βγαίνει από το
συμμάζεμα της καρδίας, ή από τον πόνο της ψυχής κι’ από την ταπείνωση του νου.
Μ’ αυτόν τον τρόπο η ψυχή βρίσκει το μυστικό μονοπάτι που πηγαίνει μέσα στα
έγκατα του ανθρώπου. Αλλά πάλι ξεστράτισα από τη σειρά της ομιλίας μου.
Λοιπόν την Ανάσταση τη ζωγραφίζουνε οι βυζαντινοί
αγιογράφοι χωρίς εκείνες τις θεαματικές φαντασμαγορίες που ζωγραφίζουνε οι
δυτικοί ζωγράφοι. Αλλά με αυστηρότητα, με ταπεινό και σοβαρό πνεύμα που έχει
ωστόσο κάποια θριαμβευτική πνοή, πλην ξένη ολότελα από την ανόητη ματαιοδοξία
των κοσμικών θριάμβων. Την Ανάσταση την λένε τις περισσότερες φορές «εἰς Ἅδου
κάθοδον». Κατά την Ερμηνεία των ζωγράφων, η υπόθεσις της Αναστάσεως
παριστάνεται κατά τούτον τον τρόπο: «Όρη και βουνά και υπ’ αυτά σπήλαιον
σκοτεινόν, και άγγελοι αστράπτοντες δένουσι με αλύσεις Βεελτζεβούλ τον άρχοντα
του σκότους και τους μετ ‘ αυτών δαίμονας κατασχίζουν, τύπτουν και διώκουν και
κλειδονίας πολλάς καταθλασμένας και αι πύλαι του Άδου ερριμέναι συν τοις
μοχλοίς, και ο Χριστός επ’ αυτών κατακρατεί τον Αδάμ με την δεξιάν του και την
Εύαν με την αριστεράν ο δε Πρόδρομος εκ δεξιών του Χριστού δεικνύει αυτόν· και
ο Δαυίδ πλησίον αυτού ως και άλλοι βασιλείς με στέμματα και στέφανα· αριστερά
δε οι προφήται Ιωάννης, Ησαΐας, Ιερεμίας και ο δίκαιος Άβελ και άλλοι διάφοροι
εστεφανωμένοι· φως δε μέγα κύκλω αυτών και αγγέλων πλήθος». Ο Χριστός παριστάνεται
τυλιγμένος με ένα ιμάτιον ευρύπτυχον ανεμιζόμενον απάνω από την κεφαλή του,
πατώντας με ορμή απάνω στις καστρόπορτες του Άδου που κείτονται σπασμένες. Τα
χέρια του και τα πόδια του είναι τρυπημένα από τα καρφιά του σταυρού. Σε άλλες
εικόνες της Ανάστασης, που είναι πιο αρχαίες, ο Χριστός βαστά με το δεξί χέρι
τον σταυρό και με τ’ αριστερό τραβά τον Αδάμ από το μνήμα, ενώ η Εύα είναι
γονατισμένη με τα χέρια της τεντωμένα στον λυτρωτή. Σε άλλες εικόνες ο Χριστός
πατά απάνω στον Άδη που κοίτεται προύμιτος κι’ αλυσοδεμένος μέσα στα σκοτεινά
καταχθόνια. Ανάμεσα στους δικαίους, που στέκουνται από τις δυό μεριές του
Χρίστου, είναι κι’ ο άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος, κατά τον υμνωδό που λέγει πως
μαρτύρησε πριν από τον Χριστό «ἵνα καί τοῖς ἐν Ἅδῃ τοῦ Σωτήρος κηρύξη τήν ἔλευσιν»,
όπως κήρυξε τον ερχομό Του στον απάνω κόσμο. Κ’ οι προφήτες παραστέκουνται
γιατί προφητέψανε την ανάσταση, κι’ ο Άβελ ωσάν που στάθηκε ο πρώτος αδικοσκοτωμένος
μάρτυρας. Κι’ οι κλειδαριές οι σπασμένες και τα μάνταλα δείχνουνε τις
καταραμένες αμπάρες που βαστούσανε σφαλισμένες τις ψυχές μέσα στο σκοτεινό
βασίλειο του Χάρου, κατά το τροπάρι που λέγει: «Κατῆλθες ἐν τοῖς κατωτάτοις τῆς
γῆς καί συνέτριψας μοχλούς αἰωνίους, κατόχους πεπεδημένων, Χριστέ». Βλέπεις πως
οι αγιογράφοι παίρνανε έμπνευση από την αγιογραφία· γιατί στην ορθοδοξία τα
έργα της κάθε τέχνης είναι υπομνήματα στο Ευαγγέλιο, κι’ όχι άσκοπα εφευρήματα
της φαντασίας. Άλλο τροπάρι που θυμίζει την εικόνα της Ανάστασης είναι και
τούτο: «Τήν ἄμετρόν σου εὐσπλαγχνίαν οἱ ταῖς τοῦ Ἅδου σειραῖς συνεχόμενοι
δεδορκότες πρός τό φῶς ἠπείγοντο, Χριστέ, ἀγαλλομένῳ ποδί, Πάσχα κροτοῦντες αἰώνιον».
Η ίδια η εικόνα της Ανάστασης, όπως τη ζωγραφίζανε οι ορθόδοξοι αγιογράφοι, θαρρείς
πως είναι με λόγια ζωγραφισμένη στο τροπάρι που ψέλνουνε μικροί μεγάλοι:
«Χριστός ἀνέστη ἐκ νεκρῶν θανάτῳ θάνατον πατήσας καί τοῖς
ἐν τοῖς μνήμασι ζωήν χαρισάμενος».
Που τις βρήκανε λοιπόν τις σημαίες και τα μπαϊράκια που
βάζουνε να βαστά ο Χριστός; Αυτά τα εφεύρανε οι ζωγράφοι της δύσης που τα
κάνανε όλα κατά τη μικρόλογη φαντασία τους και που αγαπούσανε αυτά τα θεατρικά,
και βάλανε έναν κρίνο στο χέρι του αρχάγγελου Γαβριήλ που πήγε στην Παναγία,
κάτι γύρους σαν τσέρκια καθισμένα απάνω στα κεφάλια των άγιων, μια καρδιά με
αχτίνες κολλημένη στο στήθος του Χριστού, δαχτυλίδια στο χέρι της αγίας
Αικατερίνας, μαντολίνα και κιθάρες στα χέρια των αγγέλων, κ’ ένα σωρό άλλα τέτοια
φτηνά στολίδια, ανάξια για τη βαθεία θρησκεία του Χριστού, κι’ εμείς που δεν
ξέρουμε τι μας γίνεται, τώρα τελευταία, που πολιτισθήκαμε τάχα κ’
ευρωπαϊσθήκαμε, βάλαμε στις εκκλησίες μας αυτές τις άνοστες χαλκομανίες μαζί με
τις ανάλατες μοντέρνες μουσικές, (αυτά πάνε συνέχεια), κι’ αφήσαμε τα
πατρογονικά μας που ήτανε βαθειά κι’ αληθινά, και γινήκαμε παπαγάλοι και
μαϊμούδες, και καμαρώνουμε γιατί πετάξαμε τα διαμάντια και στολισθήκαμε με τις
χάντρες που βάζουνε στα άλογα, φτάνει πως είνε καμωμένες στην Ευρώπη.
Οι δυτικοί ζωγράφοι ζωγραφίζουνε τον Χριστό να
αναστήνεται από τον τάφο γυμνός και επιδειχτικός σαν να αλαλάζει, καλοχτενισμένος,
με παχουλό και ροδαλό κορμί όπως τον άνθρωπο που έκανε μπάνιο. Βαστά στο χέρι
του μια σημαία και το άλλο το σηκώνει ψηλά ή σηκώνει και τα δυό του τα χέρια
απάνω. Ένας άγγελος ασπροντυμένος κι’ ανέκφραστος, σαν νοσοκόμα, κάνει πως κυλά
την ταφόπλακα. Πεντέξη στρατιώτες κάνουνε κάτι προσποιητές χειρονομίες σαν
θεατρίνοι, πως τάχα τους έπιασε φόβος. Το πρόσωπο του Χριστού είναι γαλατένιο,
με τριανταφυλλιά μάγουλα σαν καλοφαγωμένη γυναίκα, με κάτι ψεύτικα κι’
αταίριαστα γένεια. Πίσω ο ουρανός είναι σαν κάρτποσταλ με σύννεφα ζωγραφισμένα
από κάποιο βασίλεμα εκ του φυσικού. Μ’ αυτά τα πράγματα θέλουνε να παραστήσουνε
τον κόσμο της αθανασίας και της αλήθειας που μας έδειξε ο Χριστός, με καλοθρεμμένα
κορμιά, με αγγέλους να φοράνε κολλαρισμένα ρούχα, με θεατρίνους και με
κρεπούσκουλα του κινηματογράφου.
Οι βυζαντινοί αγιογράφοι φιλοτεχνήσανε εξαίσιες εικόνες
της Ανάστασης με την αποκαλυπτική απλότητα της αλήθειας, κι’ όχι θεατρικές
σκηνοθεσίες. Απ’ αυτές τις εικόνες, άλλες είναι ζωγραφισμένες σε σανίδια κι’
άλλες στον τοίχο, και λιγοστές καμωμένες με ψηφία. Με ψηφία είναι του Δαφνιού,
του Οσίου Λουκά και της Νέας Μονής της Χίου. Του Δαφνιού είναι μαστορική, μα
του Οσίου Λουκά και της Νέας Μονής είνε πιο θρησκευτικές. Του Οσίου Λουκά,
είναι δογματική και λιγοπρόσωπη. Απ’ όσες εικόνες είναι στον τοίχο ιστορημένες,
ξεχωρίζει η Ανάσταση που είναι ζωγραφισμένη στην Περίβλεπτο του Μύστρα, μια
άλλη που βρίσκεται στην Πόρτα Παναγιά της Θεσσαλίας, μια άλλη που ζωγράφισε ο
Πανσέληνος, στο Πρωτάτο στ’ Άγιον Όρος, καθώς κ’ η Ανάσταση της μονής
Βατοπεδίου στο Όρος, οι μεγάλες τοιχογραφίες που κάνανε οι φημισμένοι κρητικοί
ζωγράφοι στα αγιορίτικα μοναστήρια της Λαύρας, του Διοχειαρίου, του Διονυσίου
και στη Μολυβοκκλησιά, δυό τοιχογραφίες καμωμένες από τον Φράγκο Κατελάνο τον
εκ Θηβών στο παρεκκλήσι του Αγίου Νικολάου της Λαύρας στ’ Άγιον Όρος και στα
Μετέωρα στο μοναστήρι της Μεταμόρφωσης, το λεγόμενο του Μεγάλου Μετεώρου, έργο
των ιδίων Κρητικών αγιογράφων που φτιάξανε τα έργα της μονής του Διονυσίου ή
του Διοχειαρίου. Μια και σε κάθε παλιά εκκλησιά της Ελλάδας είναι ζωγραφισμένη
η Ανάσταση στον ίδιο τύπο, κατά τα χρόνια που βασιλεύανε οι Τούρκοι, όπως στην
Καισαριανή, στα ερημοκκλήσια του Μαρουσιού, του Λιόπεσι, του Μαρκόπουλου, στη
Σαλαμίνα, τα περισσότερα έργα του Γεωργίου Μάρκου, στον Μοριά τα έργα των
Μόσχων, του Κακαβά, του Παιδιώτη του Κρητός κ.ά. Στα νησιά δεν βρίσκουνται
τοιχογραφίες αλλά βρίσκουνται εικονίσματα της Ανάστασης ζωγραφισμένα σε σανίδι,
έργα του Δαμασκηνού στην Κρήτη, του Τζάνε, του Βίκτορος, του Λαμπάρδου κ.ά. στα
Ερημόνησα, των Σκορδίληδων στη Μήλο και στη Σίφνο. Στην Εύβοια βρίσκουνται
λαμπρές εικόνες της Ανάστασης ιστορημένες στον τοίχο, όπως στον Οξύλιθο, στο
Μοναστήρι Γαλατάκι, στη Χρυσοκαστυλλιώτισσα κοντά στο κάστρο των Φύλλων, στον
Άγιο Γιώργη τον Αρμά, στις Λεύκες κ.ά. Μαστορικές εικόνες της Ανάστασης
βρίσκονται στορημένες και μέσα σε χειρόγραφα βιβλία στα μοναστήρια του
Βατοπεδιού, της Λαύρας και των Ιβήρων, καθώς κ’ άλλες δουλεμένες στο ασήμι ή
στο μάλαμα απάνω στα καπάκια τους στολισμένες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου