Προτοῦ ἀναπτύξουμε το ἀνωτέρω θέμα, πού εἶναι τόσο ζωτικό
γιά τόν κάθε χριστιανό, ἀλλά καί γιά τόν κάθε ἄνθρωπο, θά πρέπει νά προβοῦμε σέ
ὁρισμένες διευκρινίσεις. Ἄλλωστε λέει τό γνωστό γνωμικό «ἀρχή σοφίας ἡ τῶν ὀνομάτων
ἐπίσκεψις». Ὅταν, λοιπόν, λέμε Ἁγία Γραφή, πρέπει να ἐννοοῦμε τά βιβλία ἐκεῖνα,
τά ὁποῖα ἔχουν χαρακτηρισθεῖ ἀπό την Ἐκκλησία θεόπνευστα ἤ θεῖα. Αὐτός ὁ χαρακτηρισμός
ἔχει γίνει ἀπό τήν Ἐκκλησία διά Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἡ ὁποία ἐκπροσωπεῖ
τήν καθόλου Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Αὐτῆς τῆς Ἐκκλησίας οἱ ἀποφάσεις εἶναι ὀρθές
καί ἀλάθητες, ἐφ᾽ ὅσον δεχόμαστε ὅτι αὐτή ἡ Ἐκκλησία ἔχει κεφαλή Της τον Ἰησοῦ
Χριστό, ὁ ὁποῖος εἶναι Θεός ἀληθινός, ἀλάθητος. Γι᾽ αὐτό καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος
μιλάει για «ἐκκλησία Θεοῦ ζῶντος», ἡ ὁποία εἶναι «στῦλος καί ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας»
(Α´ Τιμ. 3,15). Αὐτός ὁ χαρακτηρισμός θεόπνευστα – θεῖα ἔχει γίνει μέ
θεσπίσματα – κανόνες τῆς Ἐκκλησίας αὐτῆς τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων.
Μπορεῖ τά
βιβλία αὐτά τῆς Ἁγίας Γραφῆς νά μνημονεύονται κατ᾽ ἀρχάς σε κανόνες καί
καταλόγους, οἱ ὁποῖοι ἔχουν καταγραφεῖ ἀπό τοπικές συνόδους ἤ ἀπό Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας,
ἀλλά τελικῶς ἡ Ἐκκλησία τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, και μάλιστα μὲ τὸν β´ κανόνα
τῆς Πενθέκτης, καθόρισε, ποιά βιβλία εἶναι θεόπνευστα ἤ θεῖα καί ἑπομένως ὅτι
πρέπει νά ἀποτελοῦν τήν Ἁγία Γραφή, τόν κανόνα ἤ κατάλογο ἤ συλλογή τῆς Ἁγίας Γραφῆς1.
Στή συνέχεια θά πρέπει νά κάνουμε καί τή διασάφηση τῶν ὅρων
θεόπνευστος και θεῖος, ἄν και πρακτικῶς δέν ἔχει μεγάλη σημασία ἡ διάκριση αὐτή.
Ἔτσι θεῖα εἶναι ἐκεῖνα τά βιβλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τά ὁποῖα περιέχουν ἀλήθειες
καί εἶναι ἀλάθητα, γιατί γράφτηκαν μέ τή θεία ἐπιστασία. Ἴσως γράφτηκαν μόνο
βάσει τῆς λογικῆς σκέψεως, βάσει τοῦ ἔμφυτου ἠθικοῦ νόμου, ἤ βάσει ὑπαρχουσῶν
πληροφοριῶν, ὅμως κατά τή συγγραφή τους ἐπιστατοῦσε τό Ἅγιο Πνεῦμα (ὁ Θεός)
καί βοηθοῦσε τούς συγγραφεῖς τους, ὥστε νά μή ὑποπέσουν σε σφάλματα2.
Θεόπνευστα εἶναι ἐκεῖνα τά βιβλία, τά ὁποῖα περιέχουν
λόγους τοῦ Θεοῦ, ἀλήθειες, τίς ὁποῖες ἀποκάλυψε ὁ Θεός στούς ἀνθρώπους Του, ἤ,
μέ ἄλλα λόγια, τις ὁποῖες ἐμπνεύσθηκαν αὐτοί παρωθούμενοι ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα. Πρβλ.
τὸ Β´ Πέτρ. 1,21: «Ὑπό πνεύματος ἁγίου φερόμενοι ἐλάλησαν ἅγιοι (ἀπό) τοῦ Θεοῦ ἄνθρωποι».
Φυσικά καί κατά τήν καταγραφή τῶν ἀληθειῶν αὐτῶν ἐπιστατοῦσε τό Ἅγιο Πνεῦμα, ὥστε
νά μή παρεισφρήσουν σφάλματα. Τή διάκριση αὐτή κάνουν πολλοί ἀπό τούς νεώτερους
ὀρθόδοξους θεολόγους, ὅπως οἱ Κωνσταντῖνος Οἰκονόμος ὁ ἐξ Οἰκονόμων, Κων. Κοντογόνης, Ἀλέξανδρος Λυκοῦργος, Ζῆκος Ρώσης, Χρ. Ἀνδροῦτσος,
Δημ. Μπαλάνος και Παν. Τρεμπέλας. Ἐξ αὐτῶν ὁ Κων. Κοντογόνης σημειώνει:
«Συνήθως ἡ Θεοπνευστία διττῶς πὼς θεωρεῖται. Καί πρώτη μέν καί κυρία λέγεται ἡ ἀποκάλυψις,
ἡ ἀγνοουμένης ἀληθείας φανέρωσις, δι᾽ ἧς τό Ἅγιον τοῦ Θεοῦ Πνεῦμα δηλοποιεῖ εἰς
τόν συγγραφέα τά γραπτέα· ἑτέρα δέ, ἡ τοῦ Θείου Πνεύματος φώτισις καί ἐπιστασία,
ὑφ᾽ ἧς ὁ συγγραφεύς, γράφων πράγματα γνωστά αὐτῷ ἄλλοθέν ποθεν, καθοδηγεῖται,
καί ἀπό πάσης ἀπάτης διατηρεῖται ἐλεύθερος. Ἡ κυρίως λεγομένη Θεοπνευστία ἐνυπάρχει
εἰς τὰς προφητείας και τά μυστήρια· ἡ δέ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐπιστασία, εἰς τά ἱστορικά
καί διδακτικά, ἅτινα εἰς τοὺς ἱεροὺς συγγραφεῖς καί ἄλλοθεν ἦσαν γνωστά»3. Ὁ Ζ.
Ρώσης λέει παραπλησίως τά ἑξῆς: «Θεοπνευστία τῆς Ἁγίας Γραφῆς καλεῖται ἡ κατά
τήν συγγραφήν αὐτῆς εἰς τούς ἱερούς συγγραφεῖς μετάδοσις θείων ἀληθειῶν καί ἐπιστασία
τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος πρός ὀρθήν παράστασιν αὐτῶν. Ὅθεν τό αὐτό Θεῖον
Πνεῦμα, ὅπερ μετέδωκεν εἰς τους ἱερούς συγγραφεῖς τάς θείας ἀληθείας, μετέδωκεν
εἰς αὐτούς διά τῆς ἐπιστασίας αὐτοῦ καί τήν δύναμιν νά παραστήσωσιν αὐτάς ὀρθῶς
διά συγγραφῶν». Καί λίγο πιό κάτω, γράφει εἰδικότερα τά ἑξῆς: «Κυρίως
Θεοπνευστία ὑπάρχει ἐν τοῖς μέρεσι τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἐν οἷς περιέχονται ἀλήθειαι
ὑπερβαίνουσαι τά ὅρια τοῦ πεπερασμένου πνεύματος τοῦ ἀνθρώπου καί πηγάζουσαι
μόνον ἐκ τοῦ Θείου Πνεύματος ἢ ἐκ θείας ἀποκαλύψεως· ἐν δέ τοῖς μέρεσιν, ἐν οἷς
περιέχονται ἀλήθειαι καί γνώσεις δυνάμεναι νά γνωσθῶσι και ὑπό τοῦ ἀνθρωπίνου
πνεύματος, οἷον ἐν ἱστορικοῖς μέρεσι τῆς Ἁγίας Γραφῆς κ.λπ., ὑπάρχει μόνον ἐπιστασία
τοῦ Θείου Πνεύματος»4. Καί ὁ Παν. Τρεμπέλας ὁμοίως, δέχεται τήν ἴδια διάκριση,
γράφοντας στό περιοδικό «Ἐκκλησία» ἕνα ἄρθρο μέ τόν τίτλο: «Ἐπιστασία μόνον ἤ
καί Θεοπνευστία», καί λέγοντας ἐπί λέξει: «Τό «διδάσκειν» (τοῦ Ἰωάννου 14, 26)
δέν ἀποτελει ἁπλῆν ἐπιστασίαν, ἀλλ᾽ εἶναι μετάδοσις ἀγνώστου τινός, τοῦτο δε διά
τόν ἀγνοοῦντα ἀποτελεῖ ἀποκάλυψιν, ἐνῷ ἡ ἐπιστασία ἀφορᾷ εἰς τήν ἀκριβῆ
συγκράτησιν και ἀπόδοσιν τοῦ ἤδη γνωστοῦ»5. Βεβαίως καί τά πρῶτα καί τά δεύτερα,
ἐφ᾽ ὅσον κατεγράφησαν μέ τή θεία ἐπιστασία, εἶναι ἀλάθητα. Γι᾽ αὐτό εἴπαμε πιό
πάνω ὅτι πρακτικῶς δέν ἔχει μεγάλη σημασία ἡ διάκριση μεταξύ θεόπνευστος καί θεῖος.
Καί γιά νά ἀπαντήσουμε καί στά ἐρωτήματα τῆς ἐφημερίδας «Ἐνοριακές Καμπάνες», ἐπίσημου
ὀργάνου Ρωμαιοκαθολικῶν Σύρου θά λέγαμε: Και βεβαίως «εἶναι ἀλάνθαστα ὅσα μᾶς
λέει ἡ Ἁγία Γραφή». Καί βεβαίως, ἐφ᾽ ὅσον «εἶναι ἀλάνθαστα, ὀφείλομε ὅλοι οἱ
πιστοί νά τά δεχόμαστε καί νά συμμορφώνουμε τή ζωή μας μέ αὐτά». Καί βεβαίως «πρέπει
νά συμπεράνουμε ὅτι ἐκεῖνοι, ποὺ δέν διαβάζουν καί δεν ἀκοῦνε τήν Ἁγίαν Γραφή,
σέ πολλά πράγματα παρασύρονται σε πλάνη: οἱ πεποιθήσεις τους περιέχουν λάθη καί
ἡ συμπεριφορά τους πέφτει πιό εὔκολα σέ παραπτώματα»6.
Ἐπικυρώνοντας τά ἀνωτέρω και ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, ὅταν
βρισκόταν στή γῆ, ἔλεγε πρός τούς Ἰουδαίους (Σαδδουκαίους) : «Πλανᾶσθε μή εἰδότες
τάς Γραφάς μηδέ την δύναμιν τοῦ Θεοῦ» (Ματθ. 22, 29). Καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος
τονίζει: «Πᾶσα γραφή θεόπνευστος και ὠφέλιμος… πρός ἐπανόρθωσιν, πρός παιδείαν
τήν ἐν δικαιοσύνῃ, ἵνα ἄρτιος ᾖ ὁ τοῦ Θεοῦ ἄνθρωπος» (Β´ Τιμ. 3,16–17). Ἐπί
πλέον, γιά νά καταδείξει την ἀξία καί τή δύναμη τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ὁ Κύριος ἀναφέρει
στην παραβολή τοῦ πλουσίου καί τοῦ φτωχοῦ Λαζάρου, τήν ὁποίαν μεταφέρει ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς,
τούς ἑξῆς λόγους τοῦ Ἀβραάμ : «Εἰ Μωϋσέως καί τῶν προφητῶν οὐκ ἀκούουσιν, οὐδέ ἐάν
τις ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ πεισθήσονται» (Λουκ. 16,31). Δηλ. οἱ Ἅγ. Γραφές ἔχουν
μεγαλύτερη δύναμη καί δυνατότητα στό νά πείσουν ἕναν ἄνθρωπο νά πιστέψει στό
Θεό περισσότερο ἀκόμη καί ἀπό τήν ἀνάσταση ἑνός νεκροῦ. Γι᾽ αὐτό καί ὁ Ἅγιος Ἰωάννης
ὁ Χρυσόστομος σχετικῶς διαβεβαιώνει: «Ἅ αἱ Γραφαί φθέγγονται, ταῦτα ὁ Δεσπότης ἐφθέγξατο·
ὥστε κἄν νεκρός ἀναστῇ, κἄν ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ καταβῇ, πάντων ἔστωσαν αἱ
Γραφαί ἀξιοπιστότεραι… Μή τοίνυν ζητῶμεν παρά νεκρῶν ἀκούειν ταῦτα, ἅ πολλῷ
σαφέστερον αἱ Γραφαί καθ᾽ ἑκάστην ἡμᾶς παιδεύουσι τήν ἡμέραν»7. Στή συνέχεια ἐρχόμαστε
σέ μία ἄλλη ἐρώτηση τῆς ἐφημερίδας «Ἐνοριακές Καμπάνες», ἡ ὁποία ὅμως φαίνεται
λίγο ἀκατανόητη.
Αὐτή ἔχει ὡς ἑξῆς: «Μήπως ὅμως ὑπερβάλλουν οἱ ἱερεῖς, ὅταν
μᾶς ἑρμηνεύουν τίς λέξεις καί τίς φράσεις τῆς Βίβλου (Ἁγίας Γραφῆς) μέ τόση
φροντίδα καί λεπτομέρεια;». Ἐπάνω στό ἐρώτημα αὐτό, ἀντί ἄλλης ἀπαντήσεως, θά
μεταφέρουμε τίς γνῶμες δύο–τριῶν μεγάλων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας: Ὁ Μέγας Βασίλειος (ιστ´
καν.) προτρέπει ἰδιαζόντως: «Πρόσεχε οὖν ἀκριβῶς τῇ Γραφῇ καί αὐτόθεν εὑρήσεις
τήν λύσιν τοῦ ζητήματος»8. Καί αὐτή ἡ κατά γράμμα ἀκριβής καί προσεκτική ἑρμηνεία
εἶναι ἀπαραίτητη, γιατί καί κατά τόν α´καν. τοῦ Διονυσίου Ἀλεξανδρείας «οὐ μικρόν ἐν βίῳ τό
παραμικρόν»9. Ὁ Μέγας Βασίλειος μάλιστα ἀλλοῦ παρατηρεῖ: «Τό γάρ μή παρέργως ἀκούειν
τῶν θεολογικῶν φωνῶν, ἀλλά πειρᾶσθαι τον ἐν ἑκάστῃ λέξει καί ἐν ἑκάστῃ συλλαβῇ
κεκρυμμένον νοῦν ἐξιχνεύειν, οὐκ ἀργῶν εἰς εὐσέβειαν… ὅτι πρόκειται ἡμῖν ὁμοιωθῆναι
Θεῷ… Ὥστε οὐκ ἔξω σκοποῦ γέγονε τῶν συλλαβῶν ἡ ἐξέτασις»10. Καί ὁ ἱερός Ἰωάννης
ὁ Χρυσόστομος λέει: «Ἡ γάρ τῶν θείων λογίων φύσις ἐν ὀλίγοις
ῥήμασι πολύν ἐπιδείκνυται τῶν νοημάτων τόν πλοῦτον καί ἄφατον χαρίζεται τόν
θησαυρόν τοῖς μετά ἀκριβείας τήν ἔρευναν ποιεῖσθαι βουλομένοις… Διά γάρ τοῦτο
καί ὁ Χριστός ἔλεγεν ἐρευνᾶται τάς Γραφάς»11. Ἑπομένως δέν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι
καλῶς πράττουν ἐκεῖνοι οἱ ἱερεῖς ἤ οἱ θεολόγοι, πού προσπαθοῦν καί κάτω ἀπό
κάθε λέξη να βροῦν τόν κεκρυμμένο θησαυρό. Μέ τόν τρόπο μάλιστα αὐτό παραμερίζονται
καί οἱ τυχόν παρουσιαζόμενες ἐπιφανειακές ἀσυμφωνίες μεταξύ τῶν θείων καί ἱερῶν
κειμένων τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Ἐπί πλέον ἐνισχύεται ἡ ὑπάρχουσα συμφωνία καί ἁρμονία
μεταξύ αὐτῶν μέ τελικό συμπέρασμα ὅτι ἀναμφισβητήτως ἔχουμε τήν παρουσία καί ἐπιστασία
τοῦ Θείου παράγοντος, τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, στήν καταγραφή τους. Τό θαυμαστό μάλιστα, καθώς ἐπίσης καί ἡ μεγάλη ἀποδεικτική
περί τῆς ὑπάρξεως τῆς θείας Ἐπιστασίας δύναμη, ἔγκειται καί στο γεγονός ὅτι ἡ
συμφωνία αὐτή ὑπάρχει, χωρίς νά τό ἐπιδίωξαν (τουλάχιστον καθ᾽ ὅλη τήν ἔκταση) οἱ
συγγραφεῖς τῶν κειμένων αὐτῶν, ἀφοῦ ἄλλωστε ἔγραφαν και σέ ξένη γλώσσα καί ὄχι
στή μητρική τους. Θά μποροῦσε δηλαδή να τονίσει κάποιος ὅτι αὐτό πραγματοποιήθηκε
ἀνεπιγνώστως, χωρίς καμμία συνειδητή προσπάθεια τῶν συγγραφέων τους, καί μόνο ἐμεῖς
οἱ νεώτεροι τό ἀνακαλύπτουμε ἐκ τῶν ὑστέρων. Ἄς ἀφήσουμε την περίπτωση
—προκειμένου περί διαφορετικῶν συγγραφέων— κατά τήν ὁποία τίθεται τό ἐρώτημα,
πῶς κατορθώθηκε νά μή ἔρχονται σέ ἀντίθεση, ὅταν προφανῶς δεν ἐγνώριζε τότε ὁ ἕνας
συγγραφέας, τί εἶχε γράψει ὁ ἄλλος. Ἀπό δική τους δύναμη δέν μπορεῖ να προῆλθε
τό κατόρθωμα αὐτό.
Ἀλλά γιά νά μή ἀρκούμαστε μόνο σέ γενικές ἀρχές ἤ
«θεωρίες», θά παραθέσουμε κατωτέρω και δύο–τρία παραδείγματα, τά ὁποῖα πράγματι
ἐπιβεβαιώνουν αὐτήν
τήν ὕπαρξη τῆς θείας ἐπιστασίας στή σύνταξη τῶν κειμένων
τῆς Ἁγίας Γραφῆς.
Α) Πρῶτο παράδειγμα
Ὁ Κύριος, πρίν ἀποχωρισθεῖ ἀπό τούς μαθητές Του, τούς ὑποσχέθηκε:
«ὅταν δέ ἔλθῃ ἐκεῖνος, το Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὁδηγήσει ὑμᾶς εἰς πᾶσαν τήν ἀλήθειαν»
(Ἰω.16,13). Καί τίθεται τό ἐρώτημα: Αὐτοί οἱ λόγοι ἔχουν ἐφαρμογή μόνο στούς Ἀποστόλους
καί ὄχι σ᾽ ὅλη τήν Ἐκκλησία; Δηλ. σ᾽ αὐτούς πράγματι θά ἔστελνε τό Ἅγιο
Πνεῦμα καί πράγματι θά τούς ἀποκάλυπτε ὅλη τήν ἀλήθεια, ἀλλά ὄχι καί στούς
διαδόχους τους καί σ᾽ ὅλη τήν Ἐκκλησία; Ἄν πάλι δεχθοῦμε ὅτι ἐννοοῦσε καί τούς
μετά τούς Ἀποστόλους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καί τούς χριστιανούς, τότε δέν εἶναι σά νά
δεχόμαστε ὅτι στούς Ἀποστόλους δέν ἀποκάλυψε ὅλη τήν ἀλήθεια, ἀλλά μόνο ἕνα
μέρος αὐτῆς ; Ἔτσι ὅμως δεν θά ἐπραγματοποιεῖτο στούς Ἀποστόλους ἡ ὑπόσχεση τοῦ
Κυρίου γιά ἀποκάλυψη ὅλης τῆς ἀλήθειας, οὔτε θά μπορούσαμε νά μιλᾶμε γιά ἀποστολική
παράδοση και ἀποστολική Ἐκκλησία . Τό δίλημμα αὐτό μποροῦμε να τό ὑπερπηδήσουμε
εὐχερῶς καί να ἐναρμονίσουμε τή φαινομενική αὐτή ἀντίφαση λόγων καί γεγονότων
μέσα στήν Ἐκκλησία, ἐάν παρατηρήσουμε προσεκτικά ὅτι το χωρίο τοῦ Ἰωάννου λέει «ὁδηγήσει ὑμᾶς» καί δέν λέει «θά ἀποκαλύψει εἰς ὑμᾶς». Ἐάν ἔλεγε «θά ἀποκαλύψει εἰς ὑμᾶς»,
πράγματι θά εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νά δεχθοῦμε ἕνα ἀπό τά δύο: Ἤ ὅτι τό Ἅγιο
Πνεῦμα θά βοηθοῦσε μόνο τους Ἀποστόλους καί ὄχι τήν Ἐκκλησία ἤ
ὅτι στούς Ἀποστόλους θά ἀποκάλυπτε μόνο ἕνα μέρος τῆς ἀλήθειας, τό δέ ἄλλο
μέρος θά ἀποκάλυπτε στίς ἐπερχόμενες γενεές. Εὐτυχῶς ὅμως μέ τήν ὕπαρξη
τοῦ ρήματος «ὁδηγήσει» τά πράγματα διευθετοῦνται καλῶς και σύμφωνα
μέ τήν πίστη τῆς Ἐκκλησίας καί σύμφωνα μέ τά γεγονότα.
Ἔτσι: α) τό Ἅγιο Πνεῦμα πράγματι ὁδήγησε τούς Ἀποστόλους
και τούς ἀποκάλυψε ὅλη τήν ἀλήθεια.
Μέ αὐτούς (ἔστω μέ τόν τελευταῖο ἀπ᾽ αὐτούς τόν Ἰωάννη στην Ἀποκάλυψη) ἀποκαλύφθηκε,
τελείωσε ὅλη ἡ ἀλήθεια, ὅλη ἡ σωτηριώδης ἀλήθεια, ἡ ἀποστολική παράδοση. β) Ἔτσι
ἐπίσης τό Ἅγιο Πνεῦμα πράγματι ὁδηγεῖ καί θα ὁδηγεῖ τήν Ἐκκλησία, ὄχι ὅμως σε καινούργια
ἀποκάλυψη ἀλήθειας, σέ νέο Εὐαγγέλιο, ἀλλά στήν ἀνακάλυψη καί ἑρμηνεία τῆς ἤδη ἀποκαλυφθείσης ἀλήθειας, στή διατύπωση
ὅρων καί κανόνων, στήν εὕρεση ἀπαντήσεων μέσα στήν ἀποστολική Παράδοση γιά τίς ἀπαιτήσεις
καί τά ἐρωτήματα κάθε ἐποχῆς. Καί ἡ ἀνακάλυψη αὐτή τῆς ἀλήθειας, αὐτή ἡ ἑρμηνεία,
εἶναι πράγματι μία καθοδήγηση «εἰς πᾶσαν τήν ἀλήθειαν». Ἡ ἀποκάλυψη λοιπόν τῆς ἐν Χριστῷ ἀλήθειας
ἔγινε καί ὁλοκληρώθηκε («εἰς πᾶσαν»)
μέ τούς Ἀποστόλους, ἀλλά ἡ ἀνακάλυψη, ἡ διευκρίνηση, ἡ ἑρμηνεία, ἡ νέα διατύπωση αὐτῆς,
συνεχίζεται και θά συνεχίζεται μέσα στήν Ἐκκλησία μέ τήν καθοδήγηση πάντοτε τοῦ
Ἁγίου Πνεύματος. Ἔτσι ἡ θαυμαστή (ἡ «ἔξυπνη») χρησιμοποίηση τῆς λέξεως «ὁδηγήσει»
ἀντί τῆς λέξεως «ἀποκαλύψει» ἀφήνει περιθώριο, γιά την ὀρθή ἑρμηνεία καί
τοποθέτηση τῶν πραγμάτων. Χρειάζεται λοιπόν ἤ δέν χρειάζεται καί ἡ ἀκριβήςἔρευνα
τῶν λέξεων τῆς Ἁγίας Γραφῆς, γιά νά διαπιστώνουμε και νά θαυμάζουμε καί τό ἔργο
τῆς θείας ἐπιστασίας ἐπάνω σ᾽ αὐτή;
Β) Δεύτερο παράδειγμα
Κάποιο ἀνάλογο περιθώριο ὀρθῆς τοποθετήσεως τῶν πραγμάτων
ὑπάρχει καί στό ἐκ πρώτης ὄψεως περίεργο, προκλητικό, ἄν ὄχι και σκανδαλῶδες
κατωτέρω χωρίο τῆς Ἁγ. Γραφῆς. Γράφει συγκεκριμένως ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Δοῦλος
ἐκλήθης, μή σοι μελέτω· ἀλλ᾽ εἰ καί δύνασαι ἐλεύθερος γενέσθαι, μᾶλλον
χρῆσαι» (Α´ Κορ. 7,21).
Καί ἐρχόμαστε στήν ἔρευνά του: Κατ᾽ ἀρχάς πρέπει νά
τονισθεῖ τό γεγονός ὅτι ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μεταχειρίζεται τό ρῆμα – λέξη «ἐκλήθης»
(«δοῦλος ἐκλήθης») καί ὄχι «ἐγένου». Δηλ. ὠνομάσθηκες μέν δοῦλος, δέν
εἶσαι ὅμως δοῦλος. Μετά δέ τά ἀνωτέρω γίνεται κατανοητό, γιατί ὁ Ἀπόστολος
Παῦλος συμβουλεύει τόν πιστό χριστιανό νά μή δίνει μεγάλη σημασία σ᾽ αὐτήν τήν ὀνομασία.
Καί τοῦτο, γιατί ὅπου ὑπάρχει πραγματική πνευματική ἐλευθερία, ἐκεῖ ἡ σωματική
δουλεία ἐκμηδενίζεται. Παρ᾽ ὅλ᾽ αὐτά, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος δέν μένει ἐκεῖ, δέν
«σταματᾶ» στό σημεῖο αὐτό, ἀλλά σε ἄμεση συνέχεια γράφει: «Ἀλλ᾽ εἰ καί
δύνασαι ἐλεύθερος γενέσθαι, μᾶλλον χρῆσαι». Τό χωρίο τοῦτο ἀνέκαθεν
δημιούργησε προβλήματα στούς ἑρμηνευτές. Πλεῖστοι ὅσοι ἀπό τούς παλαιότερους καί νεώτερους ἑρμηνευτές, γιά νά ὁλοκληρώσουν
τήν πρόταση «μᾶλλον χρῆσαι», πρόσθεσαν σ᾽ αὐτήν ὡς ἀντικείμενο τήν ἔκφραση
«τῇ δουλείᾳ». Ἰσχυρίζονται μάλιστα ὅτι μέ τό χωρίο αὐτό ὁ Ἀπόστολος Παῦλος
προτρέπει τούς χριστιανούς «και ἄν ἀκόμη δύνανται νά γίνουν ἐλεύθεροι,
ὅμως καί τότε νά παραμένουν στή δουλεία καί νά την χρησιμοποιοῦν». Πλήν
ὅμως αὐτή ἡ προσθήκη εἶναι, ὅπως θά φανεῖ, αὐθαίρετη. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στήν ἐπιστολή
του ἀναφέρεται προφανῶς σέ μία εὐκαιρία καί δυνατότητα νά ἀποκτήσει κάποιος δοῦλος
τήν ἐλευθερία του. Ἐξ ἄλλου ἔχουμε κανόνες τῆς Ἐκκλησίας (πβ´ ἀποστολικός, δ´ τῆς
Δ´ Οἰκουμ. Συνόδου, ξδ´/ογ´ καί πβ´/ή τῆς Καρθαγένης, πε´ τῆς Πενθέκτης Οἰκουμ.
Συνόδου), ὅπου Αὐτή φαίνεται ὄχι μόνο νά γνωρίζει περιπτώσεις ἀπ ελευθερώσεως
δούλων, ἀλλά καί νά τις εὐνοεῖ καί νά τίς διευκολύνει. Καί τίθεται τό ἐρώτημα: Ἐάν
ὁ Ἀπόστολος Παῦλος δέν παρεῖχε τέτοιο δικαίωμα, ἀλλ᾽ ἀπέκλειε τη δυνατότητα αὐτή
τῆς ἀπελευθερώσεως κάποιου δούλου, θά ὑπῆρχαν οἱ κανόνες αὐτοί, οἱ ὁποῖο ὄχι
μόνο προϋποθέτουν καί ἀναγνωρίζουν, ἀλλά καί διευκολύνουν καί ἐνισχύουν τήν ἀπελευθέρωση
τῶν δούλων; Προφανῶς ὄχι. Δέν ἦταν δυνατόν οἱ κανόνες να ἔρχονται σέ ἀντίθεση
μέ τήν Ἁγία Γραφή. Φρονοῦμε, λοιπόν, μετά τά ἀνωτέρω, ὅτι ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στό
ὑπό ἑρμηνεία χωρίο δέν ὁρίζει ἀποκλειστικῶς καί ἀπαρεγκλίτως στούς χριστιανούς
δούλους νά παραμένουν στήν κατάσταση τῆς δουλείας, ἀλλ᾽ ἀντιθέτως παρέχει τό
δικαίωμα στούς καλούμενους δούλους νά ἀποκτήσουν τήν ἐλευθερία τους, ἐφ᾽ ὅσον
τούς παρέχεται αὐτή ἡ δυνατότητα. Γι' αὐτό νομίζουμε ὅτι πρός ὁλοκλήρωση τῆς ἐλλιποῦς
φράσεως «μᾶλλον χρῆσαι», ὅπως διαφαίνεται ἀπό τά συμφραζόμενα,
δέν ἁρμόζει, δεν ταιριάζει, μόνο τό «τῇ δουλείᾳ», ὅπως
προστίθεται πολλές φορές, ἀλλά ταιριάζει καί τό «τῇ ἐλευθερίᾳ» ἤ μᾶλλον «τῇ
δυνατότητι ἐλεύθερος γενέσθαι». Ἐάν ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἤθελε νά
συμβουλεύσει τόν πιστό να παραμείνει ὁπωσδήποτε στήν κατάσταση τῆς
δουλείας, δέν ἦταν ἀνάγκη νά προσθέσει τή «διφορούμενη» πρόταση «ἀλλ᾽
εἰ καί δύνασαι ἐλεύθερος γενέσθαι, μᾶλλον χρῆσαι». Θά ἔμενε, θά ἀρκοῦνταν
στή σαφῆ πρόταση «δοῦλος ἐκλήθης; μή σοι μελέτω». Ἐπίσης, πῶς θά ἦταν
δυνατόν ὁ Ἀπόστολος Παῦλος (ἡ Γραφή) νά ἀπαγορεύει τήν ἐκμετάλλευση τῆς δυνατότητας
νά ἀποκτήσει κάποιος τήν ἐλευθερία του, ἀφοῦ λέει στόν μεθεπόμενο στίχ.
23: «Τιμῆς ἠγοράσθητε· μή γίνεσθε δοῦλοι ἀνθρώπων»; Ἄλλο
σημαντικό στοιχεῖο, το ὁποῖο μᾶς ὠθεῖ στό νά ὑποστηρίζουμε ὅτι ἔχει θέση καί αὐτή
ἡ ἑρμηνεία εἶναι τό χωρίο Κολ. 4,1, ὅπου ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέει: «Οἱ
κύριοι, τό δίκαιον καί τήν ἰσότητα τοῖς δούλοις παρέχεσθε». Δηλ. οἱ κύριοι ἐκτός
ἀπό τό δίκαιο νά παρέχουν καί τήν ἰσότητα στούς δούλους, τό ὁποῖο νομίζουμε ὅτι
σημαίνει ἐκτός τῶν ἄλλων καί νά τούς ἀπελευθερώνουν. Ἴσως ἀντιτείνει κάποιος ὅτι
ὁ Ἀπόστολος Παῦλος προτρέπει τούς κυρίους νά παρέχουν στους δούλους τήν ἰσότητα
καί ὄχι την ἐλευθερία. Νομίζουμε ὅτι ἡ ἀπάντηση εἶναι εὐχερής: Ἐφ᾽ ὅσον εἶναι ὑποχρεωμένος
κάποιος νά παρέχει στόν ἄλλο τήν ἰσότητα, ὀφείλει νά παρέχει καί τήν ἐλευθερία,
τήν κατάσταση δηλ. στήν ὁποία βρίσκεται καί αὐτός. Ἡ ἰσότητα περιλαμβάνει καί
τήν ἐλευθερία. Ὅτι ὑπό τή λέξη ἰσότητα ἐδῶ μποροῦμε νά ἐννοήσουμε καί την ἐλευθερία,
ἐνισχύεται καί ἀπό το γεγονός ὅτι ἔχουμε τή Σοφ. Σειράχ, ἡ ὁποία παραγγέλλει
προς τούς κυρίους: «Οἰκέτην (= δοῦλον) συνετόν ἀγαπάτω σου ἡ ψυχή, μή στερήσῃς
αὐτόν ἐλευθερίας» (Σοφ.
Σει-ράχ 7,21). Νομίζουμε, λοιπόν, ὅτι ὁ Ἀπόστολος Παῦλος προτρέπει τους κυρίους
νά δίνουν καί τήν ἐλευθερία στούς δούλους τους. Ὁπότε τίθεται στή συνέχεια τό ἐρώτημα:
Ἐφ᾽ ὅσον ἐπιτάσσει τοῦτο ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στούς κυρίους, πῶς θά συμβούλευε
τούς δούλους νά μή δεχθοῦν αὐτήν την εὐγενή προσφορά, αὐτήν τή δυνατότητα νά ἀποκτήσουν
τήν ἐλευθερία τους; Μετά τά ἀνωτέρω καθίσταται σαφές ὅτι ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μᾶλλον
παρέχει τό δικαίωμα να ἐκλέξει ὁ χριστιανός δοῦλος ὅ,τι προτιμᾶ, ὅ,τι τόν
συμφέρει, ὅταν τοῦ παρέχεται ἡ δυνατότητα να ἀποκτήσει τήν ἐλευθερία του. Γι᾽ αὐτό
καί ἐνῶ λέει «δοῦλος ἐκλήθης; μή σοι μελέτω», ὅμως στή συνέχεια
προσθέτει «ἀλλ᾽ εἰ καί δύνασαι ἐλεύθερος γενέσθαι, μᾶλλον χρῆσαι». Πάντως
καί προφανῶς ἐκεῖνο το ὁποῖο ἀποφασιστικῶς συμβάλλει ὑπέρ τῆς ὑπάρξεως καί ἀποδοχῆς
καί τῶν δύο ἑρμηνειῶν εἶναι ἡ διατύπωση τοῦ χωρίου, εἶναι τό γεγονός ὅτι ὁ Ἀπόστολος
Παῦλος δεν συμπληρώνει τή φράση «μᾶλλον χρῆσαι», ἀλλ᾽ ἀφήνει αὐτή ἡμιτελῆ.
Γιατί πράττει τοῦτο; Μήπως «ἐφείσθη τοῦ χώρου»; Καί ἐάν λυπόταν τό
χῶρο, τότε γιατί προσθέτει ὅλη τήν πρόταση «ἀλλ᾽ εἰ καί δύνασαι…»,
ἐνῶ θά μποροῦσε νά ἀρκεσθεῖ στήν παράθεση μόνο τοῦ «δοῦλος ἐκλήθης; μή σοι
μελέτω»; Ἤ μήπως πράττει τοῦτο, γιά νά περιπλέξει τά πράγματα;
Βεβαίως ὄχι. Μᾶλλον τό πράττει, γιά νά μᾶς κεντρίσει, γιά νά μᾶς
προσφέρει τη δυνατότητα, τό περιθώριο, τό χῶρο, τό ἄνοιγμα, νά σκεφθοῦμε
και τίς δύο περιπτώσεις. Ἤδη οἱ προϋποθέσεις γραμματικές, Γραφικές καί
κανονικές ἐπιτρέπουν τοῦτο, ὅπως εἴδαμε μέχρι τώρα. Ἀφήνει, λοιπόν, ὁ Ἀπόστολος
Παῦλος, ἤ μᾶλλον ἡ Ἁγία Γραφή, τήν πρωτοβουλία στό Χριστιανό να ἐκτιμήσει τήν
κατάσταση τῆς δουλείας, στήν ὁποία βρίσκεται, καί να ἀποφασίσει τί ὀφείλει νά
πράξει: Νά παραμείνει πρός ὄφελος αὐτοῦ τοῦ ἴδιου, τοῦ κυρίου του καί τῆς κοινωνίας
σ᾽ αὐτήν, ἤ νά ἀποκτήσει τήν ἐλευθερία του, ἐφ᾽ ὅσον ἔχει τίς προϋποθέσεις
διαβιώσεως και τοῦ παρέχεται αὐτή ἡ δυνατότητα; Εἴπαμε «ἤ μᾶλλον ἡ Ἁγ. Γραφή»,
γιατί καί ἐάν ὑποθέσουμε ὅτι ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἐνσυνειδήτως δέν εἶχε καταλήξει
σέ μία ὁρισμένη ἄποψη, ἐπειδή δέν εἶχε ὑπ᾽ ὄψη του καί τήν ἐξέλιξη τῶν κοινωνιῶν
ἤ τῆς σημερινῆς κοινωνιολογίας, ὅμως τό Ἅγιο Πνεῦμα δέν τον ἄφησε νά διατυπώσει
ἐσφαλμένως τά πράγματα. Στό σημεῖο αὐτό θά θέλαμε να προσθέσουμε καί τήν ἑξῆς
παρατήρηση: Ὑποθέτουμε ὅτι γιά να τερματίζει τήν ὑπό ἑρμηνεία πρόταση ὁ Ἀπόστολος
Παῦλος, ἡ Γραφή, ἔτσι ἀπότομα καί νά μή προσθέτει τό ἀντικείμενο «τῇ δουλείᾳ»
ἤ «τῇ δυνατότητι ἐλευθερωθῆναι», τό κάνει καί γιά ἕναν ἀκόμη λόγο:
Γιατί θέλει νά τονίσει ἰδιαιτέρως τό ρῆμα «χρῆσαι». Θα μποροῦσε κάποιος μάλιστα
να προσθέσει ὅτι ἀδιαφορεῖ, ἄν ὁ δοῦλος θά προτιμήσει τή μία ἤ την ἄλλη
δυνατότητα, καί τόν ἐνδιαφέρει κυρίως ἡ
χρήση τῆς μιᾶς ἤ τῆς ἄλλης δυνατότητας. Ἡ χρησιμοποίηση τῆς καταστάσεως
τῆς δουλείας γιά ἀνώτερους λόγους καί γιά ὑψηλότερους σκοπούς, ἤ ἡ χρησιμοποίηση
τῆς ἐλευθερίας γιά ἀτομική καί κοινωνική πρόοδο. Ἡ χρησιμοποίηση ὅμως καί πάντως
τῆς δυνατότητας καί ὄχι ἡ χρησιμοποίηση
βίας πρός ἀνατροπή τῆς τάξεως καί πρόκληση ταραχῶν καί βιαίων καί φονικῶν ἴσως ἀντιδράσεων.
Προτρέπει, λοιπόν, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος τόν πιστό εἴτε τό ἕνα προτιμήσει, εἴτε τό
ἄλλο, πάντως «να τηρήσει τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ», ὅπως λέει στήν ἴδια
περικοπή λίγο προηγουμένως, νά κινηθεῖ ἐντός τῶν χριστιανικῶν πλαισίων13.
Καί τίθεται τώρα τό ἐρώτημα:
Μόνος του σταμάτησε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος καί δέν συμπλήρωσε
τό χωρίο μέ τό ἀντικείμενο (δουλεία - ἐλευθερία) ἤ κάποιος ἄλλος ἐπενέβη; Μήπως
ἐπενέβη «ἐκεῖνος, τό πνεῦμα τῆς ἀληθείας», για νά τόν ὁδηγήσει καί αὐτόν και ἐμᾶς
«εἰς πᾶσαν τήν ἀλήθειαν»;
Γ) Τρίτο παράδειγμα
Καί ἐρχόμαστε καί σέ ἄλλο ἕνα ἀκόμη χωρίο. Αὐτό
περιέχεται στη Β´ Ἐπιστολή τοῦ Εὐαγγελιστῆ Ἰωάννου (στίχ. 10) καί περιλαμβάνεται
στήν ἀκόλουθη περικοπή: «Πᾶς
ὁ προάγων καί μή μένων ἐν τῇ διδαχῇ τοῦ Χριστοῦ Θεόν οὐκ ἔχει…
Εἴ τις ἔρχεται πρός ὑμᾶς καί ταύτην τήν διδαχήν οὐ φέρει, μή λαμβάνετε αὐτόν εἰς
οἰκίαν, καί χαίρειν αὐτῷ μή λέγετε· ὁ λέγων γάρ αὐτῷ χαίρειν κοινωνεῖ τοῖς ἔργοις
αὐτοῦ τοῖς πονηροῖς» (Β´ Ἰω. 9–11). Δυστυχῶς ἡ ἑρμηνεία αὐτοῦ τοῦ χωρίου παρέχει ὁρισμένες
δυσχέρειες· σέ πολλούς δηλ. δημιουργεῖ ἐρωτήματα —ἄν ὄχι και προβλήματα.
Ἀναρωτιοῦνται: Πῶς εἶναι δυνατόν ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης, πού ἔχει ἐπικληθεῖ
καί μαθητής τῆς ἀγάπης, νά ἀπαγορεύει στούς χριστιανούς νά ἀπευθύνουν ἕναν ἁπλό
χαιρετισμό πρός τούς συνανθρώπους τους, ἔστω κι ἄν αὐτοί εἶναι αἱρετικοί ἤ ἀλλόθρησκοι;
Πῶς εἶναι δυνατό νά ἀπαγορεύεται νά εὐχηθεῖ κανείς σ᾽ αὐτούς π.χ. τό «ὑγιαίνετε»,
ὅταν μάλιστα μέ αὐτό εὔχεται νά ὑγιαίνουν ὄχι μόνο κατά τό σῶμα, ἀλλά καί κατά
τήν πίστη; Ἐξ ἄλλου καί ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, ἀποστέλλοντας τούς μαθητές του, γιά
νά κηρύξουν τά περί τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, ἔδινε τήν παραγγελία σέ αὐτούς,
λέγοντας: «εἰσερχόμενοι δέ εἰς τήν οἰκίαν ἀσπάσασθε αὐτήν» (Ματθ. 10,12). Εἶναι, λοιπόν, πιθανό νά
διερωτηθεῖ κανείς: Μήπως ἡ Ἁγία Γραφή ζητάει πολλές φορές πράγματα ἀπραγματοποίητα,
ἀνεδαφικά ἤ και ἀντιφατικά; Καί πῶς τότε εἶναι θεόπνευστη ἤ ἔχει τή θεία Ἐπιστασία;
Ὅμως ἄν ἀποδώσουμε τό ἐν λόγῳ χωρίο τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου πιστά καί ἐπακριβῶς, θά ἔχουμε
τήν ἑξῆς ἑρμηνεία: «Καί νά μή λέτε σε αὐτόν νά χαίρει». Ὄχι δηλ. νά μη ἀπευθύνουμε
σ᾽ αὐτόν ἕνα ἁπλό χαιρετισμό (π.χ. «ὑγίαινε» ἤ «εἰρήνευε»), ἀλλά εἰδικά
νά μή λέμε σ᾽ αὐτόν «χαῖρε», νά χαίρεις. Και τοῦτο, γιατί καί ὁ Κύριος
καί ὁ ἀγαπημένος του μαθητής Ἰωάννης τη χαρά, τήν πραγματική καί πλήρη χαρά,
συνδέουν μέ τήν ἀλήθεια. Ὅτι ἡ χαρά ἔχει μεγάλη σχέση μέ τήν ἀλήθεια, μέ τό
Λόγο τοῦ Θεοῦ, φαίνεται καί ἀπό τά παρακά-
τω λόγια τοῦ Κυρίου: «Ταῦτα λελάληκα ὑμῖν, ἵνα ἡ χαρά ἡ ἐμή ἐν ὑμῖν ᾖ καί ἡ χαρά ὑμῶν πληρωθῇ»
(Ἰω. 15,11). Καί «ταῦτα
λαλῶ ἐν τῷ κόσμῳ, ἵνα ἔχωσιν
τήν χαράν την ἐμήν πεπληρωμένην ἐν ἑαυτοῖς» (Ἰω. 17,13). Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός
γράφει σχετικά καί πολύ χαρακτηριστικά τά ἑξῆς: «Τίνι γάρ ἑορτή καί
πανήγυρις; τίνι θυμηδία (=χαρά τῆς καρδιᾶς, ἐκφραζόμενη μέ μειδίαμα) καί ἀγαλλίασις; ἀλλ᾽ ἤ τοῖς φοβουμένοις τόν Κύριον, τοῖς Τριάδι λατρεύουσι…; Ἡμῖν εὐφροσύνη καί χαρά πᾶσα ἑόρτιος. Ἡμῖν ὁ Χριστός τάς ἑορτάς ἐκτετέλεκεν· οὐ
γάρ ἔστι χαίρειν τοῖς ἀσεβέσι»14.
Ἡ χαρά λοιπόν εἶναι συνδεδεμένη μέ τήν ἀλήθεια, εἶναι ἀπόρροια
τῆς ἀλήθειας. Αὐτός πού δέν ἔχει τήν ἀλήθεια δέν ἔχει (δέν μπορεῖ νά ἔχει) τήν ἀληθινή,
τήν πραγματική χαρά, οὔτε ἔχει εἰρήνη, εἶναι ἀνήσυχος. Γι᾽ αὐτό ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης
λέει: «καί χαίρειν αὐτῷ μή λέγετε», τ.ἔ. καί σ᾽ αὐτόν νά μή λέτε νά
χαίρει. Γιατί, ἄν λέγαμε τοῦτο σ᾽ αὐτόν, ἡ εὐχή αὐτή θά ἦταν τουλάχιστον ἕνας κενός
(κούφιος) λόγος. Καί θά τό λέγαμε λοιπόν γνωρίζοντας τό ἀπραγματοποίητο; Και δέν
θά ἦταν αὐτό μία ὑποκρισία; Θά μποροῦσε κανείς, βεβαίως, νά ἀντερωτήσει: Τό νά
μή ποῦμε ὅμως «χαῖρε» δέν δείχνει κάποια σκληρότητα, ἐφόσον μάλιστα γνωρίζουμε
τή μεγάλη ἐπιθυμία, τη σφοδρή ἔφεση, τοῦ ἀνθρώπου πρός ἀπόκτηση τῆς χαρᾶς; Ἐνῶ ὅταν
θά λέγαμε σ᾽ αὐτόν «χαῖρε», δέν θά δείχναμε κάποια ἀγάπη ἤ τουλάχιστον κάποια ἀβροφροσύνη;
Πάνω σ᾽ αὐτό ὁ ἴδιος ὁ Ἰωάννης ἀπαντᾶ: «Τεκνία, μή ἀγαπῶμεν λόγῳ μηδέ
τῇ γλώσσῃ, ἀλλά ἐν ἔργῳ καί ἀληθείᾳ» (Α´ Ἰω. 3, 18). Ἀπό αὐτά λοιπόν
ἀποδεικνύεται ὅτι δέν μαρτυρεῖ ἔλλειψη ἀγάπης τό γεγονός ὅτι δέν θά πῶ σέ ἕναν,
πού δέν ἔχει τήν ἀλήθεια «νά χαίρει». Ἔλλειψη ἀγάπης θά ἔδειχνε μᾶλλον τό ἀντίθετο.
Καί δέν θα ἔδειχνε τοῦτο μόνο ἔλλειψη ἀγάπης, ἀλλά θά ἦταν καί ἕνα εἶδος ἀπάτης.
Γιατί, ὅταν λέω σέ ἕναν ἑτερόδοξο —γενικά σέ ἕναν πλανεμένο— «χαῖρε», ἄν καί
γνωρίζω καλά ὅτι δέν ἔχει τήν ἀλήθεια και ὅτι μόνο αὐτός, πού ἔχει τήν ἀλήθεια ἔχει
καί τήν πραγματική χαρά, τότε μοιάζει σάν νά θέλω καί να ἐπιχειρῶ νά τόν «ἀποκοιμίσω»,
δηλ. νά τόν παραπλανήσω καί να τόν ἐξαπατήσω. Δηλ. νά πράξω και ἐγώ ὅ,τι ἐπιχειρεῖ
αὐτός σέ ἄλλους. Ὅπως δηλ. οἱ αἱρετικοί «ὑποδύονται τό χριστιανικόν προσωπεῖον
πρός τό οὕτως ἀπατᾶν τους ἀφελεστέρους»15, ἔτσι καί ἐγώ με τό
προσωπεῖο τῆς δῆθεν χριστιανικῆς ἀγάπης ἐξαπατῶ αὐτούς. Σέ ἄλλο σημεῖο τῆς Ἁγίας
Γραφῆς ὁ Ἀπόστολος Παῦλος παραγγέλλει: «Ἀληθεύοντες ἐν ἀγάπῃ» (Ἐφεσ.
4,15), δηλ. καί στήν ἀγάπη καί στίς ἐκδηλώσεις τῆς ἀγάπης νά ἀληθεύουμε. Ἡ ἀγάπη
νά μη καταντᾶ ἀπάτη, ψεῦδος. Γι᾽ αὐτό καί ὁ Ἅγιος Ἰωάννης στό συνεχόμενο χωρίο
(Β´ Ἰω. 11), αἰτιολογώντας τήν ἐν λόγῳ ἀπαγόρευσή του, γράφει: «Ὁ λέγων γάρ
αὐτῷ χαίρειν κοινωνεῖ τοῖς ἔργοις αὐτοῦ τοῖς πονηροῖς», δηλ.
συμφωνεῖ καί συμμετέχει, πράττει καί αὐτός τά ἴδια πονηρά
ἔργα, τά ὁποῖα πράττει καί ἐκεῖνος· τόν μιμεῖται στήν ἀπάτη, τό ψεῦδος. Ἑπομένως
μποροῦμε νά καλημερίζουμε καί νά καληνυχτίζουμε ὅλους τούς ἀνθρώπους καί να τούς
λέμε ἕνα «γειά σου», ἀκόμη καί στούς αἱρετικούς, ἀλλά δεν μποροῦμε νά τούς λέμε
«χαίρετε», νά χαίρουν. Ἔτσι βλέπουμε ποιά μεγάλη σημασία ἔχει τό να ἐρευνοῦμε
τήν Ἁγία Γραφή με ἀκρίβεια, ἀκόμη καί στίς λεκτικές της λεπτομέρειες καί
διατυπώσεις. Ἔτσι καί τή συμφωνία μεταξύ τῶν λόγων τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἀνακαλύπτουμε
καί τή θεοπνευστία ἤ τή θεία ἐπιστασία σ᾽ αὐτή διαπιστώνουμε, θαυμάζουμε και ἀπολαμβάνουμε.
Ἄν μάλιστα δεχθοῦμε ὅτι καί ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης στό ἐν λόγῳ χωρίο τῆς ἐπιστολῆς του ἔδινε
τό σύνηθες μέχρι σήμερα νόημα τοῦ ἁπλοῦ χαιρετισμοῦ, τότε μποροῦμε νά
διακρίνουμε τόν ὑπερανθρώπινο, τό θεῖο παράγοντα, ὁ ὁποῖος ἐνεργοῦσε κατά τή
σύνταξη καί διατύπωση τῆς ἐν λόγῳ ἐπιστολῆς καί γενικότερα τῶν ἱερῶν κειμένων τῆς
Ἁγίας Γραφῆς, ὥστε να μή ἔχουμε ἀντίθεση μεταξύ τους. Καί λέμε αὐτό, γιατί, ἄν
θυμηθοῦμε καί πάλι τούς λόγους τοῦ Κυρίου στό κατά Ματθαῖον Εὐαγγέλιο (5,47 καί
10,12), ὅπου ὑποδεικνύει «τόν ἀσπασμόν» (χαιρετισμό) πρός κάθε ἄνθρωπο,
καί ὑποθέσουμε ὅτι ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ἐννοώντας τόν ἁπλό χαιρετισμό, ἀντι νά
γράψει «καί χαίρειν αὐτῷ μή λέγετε», ἔγραφε «καί μή ἀσπάζεσθε αὐτόν», τότε καταλαβαίνουμε ποια σύγκρουση
μεταξύ τῶν δύο κειμένων τῆς Ἁγ. Γραφῆς θά εἴχαμε. Ἐνῶ διά τῆς παραπάνω ὑπάρχουσας,
ἴσως καί ἀθέλητης ἀπό μέρους τῶν δύο θεόπνευστων συγγραφέων, Ματθαίου καί Ἰωάννου
—πλήν ὅμως θαυμαστῆς— συμφωνίας, διαπιστώνεται ὅτι πράγματι
ἄλλος παράγοντας, θεῖος, το Ἅγιο Πνεῦμα, ἐπιστατοῦσε κατά τή συγγραφή τῶν δύο
τούτων κειμένων, καί γενικότερα τῆς Ἁγίας Γραφῆς16.
Τέλος: Στό συμπέρασμα αὐτό ἐλπίζουμε ὅτι θά ἔχουμε κι ἐμεῖς
τή σύμφωνη γνώμη τοῦ ἀγαπητοῦ καί καλόπιστου ἀναγνώστη. Βεβαίως καί κλείνοντας
τό παρόν ἄρθρο
ἐλπίζουμε ὅτι ὁ ἀγαπητός ἀναγνώστης θά συμφωνήσει καί στό
ἑξῆς: Γιά νά γίνει κατανοητή ἡ ἀποδεικτική δύναμη τῶν τριῶν προηγουμένων
παραδειγμάτων, ὅπως καί ἄλλων, καί γιά νά διαπιστωθεῖ ἡ θεία ἐπιστασία στά
κείμενα τῆς Ἁγίας Γραφῆς, θά πρέπει νά βασίζεται ἡ ἔρευνα στό πρωτότυπο κείμενο
καί ὄχι σέ ἀμφίβολες καί μή
ἐπίσημες μεταφράσεις, καθώς και νά γνωρίζει ὁ μελετητής
καλά την ἑλληνική γλώσσα.
1. Ἐκτενὴ μελέτη τοῦ θέματος βλ. στό Παν. Μπούμη, Οἱ
κανόνες τῆς Ἐκκλησίας περί τοῦ κανόνος τῆς Ἁγίας Γραφῆς, Ἀθῆναι 1986.
2. Πρβλ. Εὐγενίου τοῦ Βουλγάρεως, Θεολογικόν (ὑπό Ἀρχιμ. Ἀγ.
Λοντοπούλου), ἐν Βενετίᾳ 1872, σελ. 23 ἑξ. Πρβλ. καί Εὐ. Ἀντωνιάδου, «Ἐπίτοῦ
προβλήματος τῆς θεοπνευστίας τῆς Ἁγίας Γραφῆς», Ἐπιστημονική Ἐπετηρίς Θεολογικῆς
Σχολῆς Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν [Δ´] (1937–1938), σελ. 102. Ἀγαπίου Ἱερομ. – Νικοδήμου,
μον., Πηδάλιον, ἤτοι ἅπαντες οἱ ἱεροί καί θεῖοι κανόνες, ἔκδ. «Ἀστήρ», Ἀθῆναι
1957, σελ. 112–113. Παν. Μπούμη, Οἱ κανόνες τῆς Ἐκκλησίας, σελ. 133 ἑξ.
3. Εἰσαγωγή εἰς τήν Ἁγίαν Γραφήν καί στοιχεῖα ἑρμηνευτικῆς
τῆς Ἁγίας Γραφῆς, Ἐν Ἀθήναις 1859, σελ. 8–9.
4. Ζήκου Ρώση, Σύστημα Δογματικῆς τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς
Ἐκκλησίας, Ἐν Ἀθήναις 1903, σελ. 469, 470.
5. «Ἐπιστασία μόνον ἤ καί Θεοπνευστία», Ἐκκλησία ΙΣΤ´ (1938),
σελ. 260. Πρβλ. καί σελ. 244, 247, 262 καί 262–263.
6. Πρβλ. Ὀρθόδοξος Τύπος 6–2–2009, σελ. 1.
7. Εἰς τόν πλούσιον καί τόν Λάζαρον, Λόγ. Δ´, PG 48, 1010. Πρβλ. και Ἀρχιμ. Σπ. Μπιλάλη, Ὁ Βασιλεύς τῶν βιβλίων (ἡ Βίβλος),
Ἀθῆναι 1960, σελ. 129.
8. Γ. Ράλλη – Μ. Ποτλῆ, Σύνταγμα τῶν θείων καί ἱερῶν
κανόνων, τόμ. Δ´, σελ. 136. Βεβαίως αὐτή ἡ ἀκριβολογία μή νομισθεῖ ὅτι
παραμερίζει την ἔρευνα τῆς διανοίας τῶν κειμένων, ἀντιθέτως τήν διασφαλίζει καί
την ἐνισχύει, γιατί ὁ αὐτός Μέγας Βασίλειος στόν ιη´ καν. λέει: «Προσέχειν ἀκριβῶς…
καί τῇ τῆς Γραφῆς διανοίᾳ…» (τόμ. Δ´, σελ. 140).
9. Ράλλη – Ποτλῆ, τόμ. Δ´, σελ. 4.
10. Μεγάλου Βασιλείου, Περί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος 1, 2, PG 32, 69 Β.
11. Ὁμιλίαι εἰς τήν Γένεσιν, ΚΔ´, α´, PG 53, 206.
13. Περισσότερα βλ. στοῦ Παν. Μπούμη, «Ἡ ἀπελευθέρωσις τῶν
δούλων. Συμβολή τῶν Ἱ. Κανόνων εἰς τήν ἑρμηνείαν τοῦ χωρίου : «Ἀλλ᾽ εἰ καί
δύνασαι ἐλεύθερος γενέσθαι,
μᾶλλον χρῆσαι» Α´ Κορ. 7,21», Ἐπιστημονική Ἐπετηρίς τῆς
Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, ΚΔ´ (1979-1980), σελ. 659 ἑξ.
14. Ἰω. Δαμασκηνοῦ,
Λόγος εἰς τήν Μεταμόρφωσιν, PG 96, 545.
15. Ἰω.
Χρυσοστόμου, Ὁμιλία η´ εἰς τήν πρός Ἑβραίους, PG 63,73.
16. Περισσότερα βλ. στοῦ Παν. Μπούμη, «Περί τήν ἐπικοινωνίαν ἡμῶν μετά τῶν ἑτεροδόξων – Συμβολή εἰς τήν ἑρμηνείαν τοῦ
χωρίου: “Καί χαίρειν αὐτῷ
μή λέγετε”, Β´ Ἰω. 10»,
Ἐκκλησία 48 (1971), σελ. 650–652 καί
684–686.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου