«Ὦ, αἱρετικοί τῆς Δύσεως, καρδιές ἀπολιθωμένες! Ἀγγίξτε καί ἐσεῖς μέ τό
μέτωπο ἤ τό στόμα, τό ἱμάτιο τουλάχιστον Ἐκείνου, ἔστω τό Σταυρό Του, τίς εἰκόνες Του, τούς τοίχους τοῦ ναοῦ Του ἤ ὁτιδήποτε εἶναι δικό Του καί
θεραπευθεῖτε ἀπό τη σκέψη σας, τήν ὀλιγοπιστία και τήν ἀπόκρυφη ἀπιστία σας. Ὀνομάστε
μας —ἐμᾶς τους Ὀρθοδόξους—ὅπως θέλετε, μόνο μή ἐξισώνετε τό Εὐαγγέλιο μέ τά ἄλλα
βιβλία, τούς νόμους καί τίς θρησκεῖες, μέ τίς φιλοσοφίες, γιατί τέτοιο δέν εἶναι
και οὔτε μπορεῖ νά γίνει», γράφει στά ἐμπνευσμένα
κείμενά του ὁ μεγάλος νεώτερος θεολόγος καί ἅγιος Νικόλαος
Βελιμίροβιτς, ἐπίσκοπος Ἀχρίδος.
Οἱ Δυτικοί —Παπικοί και Προτεστάντες— ἔχουν τόσο ἐκκοσμικεύσει τή
χριστιανική τους πίστη καί ζωή, ὥστε την κατάντησαν σκιά καί γελοιογραφία! Ὁ
χριστιανισμός τους εἶναι τόσο «συσχηματισμένος» μέ τόν «κόσμο», ὥστε τόν ἔχουν κάμει
κακέκτυπο καί παραποιημένο.
«Την τοῦ Θεοῦ ἡμῶν χάριν μετατιθέντες εἰς ἀσέλγειαν
καί Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν ἀρνούμενοι» (Ἰούδα 4). Ὁ γνήσιος καί αὐθεντικός
Χριστιανισμός διασώζεται μονάχα στήν Ὀρθοδοξία σέ ὅλο του τό ἀρχαῖο καί θεῖο
μεγαλεῖο. Τό πνεῦμα τῆς μετάνοιας καί τῆς ἠθικῆς ἀναγέννησης, πού δίδαξε ὁ
Κύριος και ἐφάρμοσαν οἱ ἀπόστολοι και τά ἑκατομμύρια τῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας,
βρίσκεται ἀτόφιο στήν Ὀρθοδοξία. Ἀκριβῶς, αὐτό τό ἀσκητικό βίωμα τῆς Ὀρθοδοξίας,
εἶναι καί ἡ ἔνδειξη τῆς γνησιότητάς της. Εἶναι, θά ᾽λεγε κανείς, ἡ ταυτότητά της. Ἀντίθετα, στήν αἵρεση, παραποιεῖται καί διαστρέφεται καί τό
δόγμα καί τό ἦθος· καί ἡ πίστη καί ἡ ἠθική· καί ἡ περί Θεοῦ καί ἡ περί τῶν ἐντολῶν
τοῦ Θεοῦ, διδασκαλία. Ἐάν ἀφαιρέσει κανείς το ἀγωνιστικό καί ἀσκητικό στοιχεῖο ἀπ’
τό Εὐαγγέλιο καί το Χριστιανισμό, ἀφαιρεῖ την ἴδια τήν ψυχή του, τήν ὕπαρξή του.
Στίς σελίδες τοῦ Εὐαγγελίου ἀκοῦμε τά παραγγέλματα τοῦ Κυρίου καί τῶν ἀποστόλων
γιά ἀγῶνα, ἄθληση, ἐγρήγορση, νήψη, νηστεία ἀγρυπνία, προσευχή, τελειότητα. Ἡ ἄσκηση,
πού δίδαξε ὁ Κύριος, φτάνει μέχρι τήν ἐσωτερική ἁγνότητα καί καθαρότητα τῆς
καρδιᾶς ἀπό σκέψεις καί λογισμούς, πού μολύνουν τήν ψυχή μέ τά διάφορα πάθη. «Ἐκ
γάρ τῆς καρδίας ἐξέρχονται διαλογισμοί πονηροί, φόνοι, μοιχεῖαι, πορνεῖαι,
κλοπαί, ψευδομαρτυρίαι, βλασφημίαι» (Ματθ. ΙΕ΄ 19). Αὐτά ὅλα δέ
θεραπεύονται, παρά μέ συνεχεῖς ἀγῶνες και μ’ ὅλες τίς ἀνθρώπινες δυνάμεις. Ἀπ’
τή στιγμή, πού ἔπια-σαν τά χέρια τό ἀλέτρι, δεν πρέ πει νά ὑπάρχει γυρισμός πρός
τά πίσω, λέγει ὁ Κύριος. Κι ὅταν πρόκειται ἀπό στιγμή σέ στιγμή νά ἀναφανεῖ ὁ
νυμφίος, δέν πρέπει τά μάτια να νυστάζουν, ἀλλά νά παραμένουν ἀνοιχτά καί ἄγρυπνα.
«Πάντα ἄγρυπνα τά μάτια τῆς ψυχῆς μου», καθώς λέει καί ὁ ποιητής.
Πάντα ὑπάρχει ὁ κίνδυνος να κλείσουν οἱ πόρτες καί ν’ ἀκουστεῖ ἡ τραγική ἐκείνη
φωνή γιά τή δική μας ραθυμία: «Οὐκ οἶδα ὑμᾶς». Καί θα ᾽ ναι τότε τραγική
ἡ ἀπόρριψή μας. Δέ θά ὑπάρξει πιά ἐπιστροφή. Ἐλπίδα γιά σωτηρία ὑφίσταται, ὅσο ἡ
ἐλευθερία μας συμπορεύεται μέ τον ἀσκητισμό μας. Καί πρέπει να γνωρίζουμε ὅτι, «ἡ
ἄσκησις μήτηρ τοῦ ἁγιασμοῦ ἐστιν», λέγει ὁ ἀββάς Ἰσαάκ ὁ Σῦρος. Δυστυχῶς
στή σύγχρονη καταναλωτική καί εὐδαιμονιστική ἐποχή μας, ἡ ἀπληστία, τό χρῆμα, ἡ
δόξα καί ἡ δύναμη, ἔχουν γίνει κυρίαρχος τρόπος ζωῆς. «Ὁ ἄνθρωπος ὀργανώνει
τήν εὐτυχία του μέ την οἰκονομία καί τήν ἀνακάλυψη νέων ἀπαιτήσεων
καί νέων ἱκανοποιήσεων. Εἶναι ὁ μοντέρνος
ἄπληστος Μίδας, πού μετατρέπει μέ τό ἄγγιγμά του τά πάντα σέ ἄψυχα χρηστικά
καταναλωτικά ἀντικείμενα. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι ὁ Victor Frankl, ὁ πατέρας τῆς λογοθεραπείας, θεωρεῖ τήν ἀπουσία νοήματος, το λεγόμενο “ὑπαρξιακό
κενό”, ὡς ἕνα πλατιά διαδεδομένο φαινόμενο τοῦ εἰκοστοῦ αἰώνα, ὡς τή “συλλογική
νεύρωση τῆς ἐποχῆς μας”» («Κοινωνία» 1992, ἀρ. τ.
3). Ἡ ἁγιότητα εἶναι ἀσκητισμός, ἐλευθερία, δύναμη, αὐτοκυριαρχία, ἐγκράτεια,
ἁ γνότητα, νηστεία, μαρτύριο. Τον μάρτυρα δέν τόν κάμνει μόνο τό αἷμα, ἀλλά καί ὁ μόχθ ος και ὁ πόνος τῆς ἄσκησης καί τοῦ ἀγώνα. Αὐτό ἐννοοῦσε
ὁ ἅγιος ἐκεῖνος, πού εἶπε τον περίφημο λόγο: «Δός αἷμα και λάβε πνεῦμα».
Ἡ πνευματική πάλη μέ τόν δαίμονα τῆς ἁμαρτίας ἀναδείχνει τόν ἥρωα καί τόν
μάρτυρα. Κάποτε, στήν πορεία Του πρός τά Ἱεροσόλυμα, ρωτήθηκε ἀπό κάποιον ὁ
Κύριος: «εἰ ὀλίγοι οἱ σωζόμενοι»; Καί ὁ Κύριος ἀπάντησε: «Ἀγωνίζεσθε
εἰσελθεῖν διά τῆς στενῆς πύλης» (Λουκ. ΙΓ΄ 23 – 24).
Ὁ Κύριος οὐδέποτε ἀφήνει τόν ἄνθρωπο νά ζεῖ μέ πλάνες ὑποσχέσεις καί
ψευδαισθήσεις. Ἡ διδασκαλία Του γιά την κατάκτηση τῆς βασιλείας τῶν
οὐρανῶν, προϋποθέτει ἀδιάκοπους ἀγῶνες καί κόπους και θυσίες. Κατά τόν ἅγ. Ἰωάννη
τῆς Κλίμακος, εἶναι ἀναγκαία καί ἀπαραίτητη «φυλακή αἰσθήσεων ἀνελλιπής».
Ὁ δέ ἀββᾶς Ἰσαάκ ὁ Σῦρος διδάσκει ὅτι, «ὅσον γάρ ζῆ τις, χρήζει τῆς νήψεως
καί τῆς ἐπιμελείας και τοῦ ἐξυπνισμοῦ». Τίς ζημιές τῆς πρώτης παράβασης
τίς ἐπανορθώνει ὁ ἄνθρωπος μέ πολύ κόπο καί ἄφθονη Χάρι. «Γίνεται θεός τῇ μεθέξει τῆς θείας Χάριτος» και ζεῖ στό ἄκτιστο
καί ἄφθαρτο φῶς τῆς Μεταμόρφωσης. Ὁ ἄνθρωπος μονάχος του, εἶναι ὅλος ἕνα
μηδενικό· εἶναι ὅλος ἀδυναμία καί ἀνημποριά. Εἶναι μικροβαρκούλα στ’ ἀφρισμένο τό πέλαγο. Εἶναι φτερό στόν ἄνεμο. Εἶναι πουλάκι στην καταιγίδα.
Εἶν’ ἕνα τίποτα. Ὡστόσο, τοῦτος ὁ ἀδύνατος καί ἄθλιος καί τιποτένιος ἄνθρωπος,
«ἑνοῦται Θεῷ και θεοποιεῖται».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου