ΝΑΥΑΓΙΑ ΝΑΥΑΓΙΩΝ ΕΙΣ ΤΟΝ ΔΙΑΛΟΓΟΝ ΔΙΑ ΤΟ ΠΡΩΤΕΙΟΝ

Μόλις προ δεκαπενθημέρου, από 16 έως 22 Σεπτεμβρίου συνήλθεν εις την πόλιν Chieti της Ιταλίας, η «Ολομέλεια της Διεθνούς Μικτής Επιτροπής Θεολογικού Διαλόγου» μεταξύ Ορθοδόξων και παπικών. Η ολομέλεια ήταν αφιερωμένη εις την εξέτασιν ενός σχεδίου εγγράφου με τίτλον «Συν­οδικότητα και πρωτείο κατά την πρώτη χιλιετία: στην πορεία προς κοινή κατανόηση στην υπηρεσία της ενότητας της Εκκλησίας», το οποίον είχε προετοιμασθή εις την συνάντησιν του Αμμάν της Ιορδανίας (2014) και ωλοκληρώθη εις εκείνην της Ρώμης (2015).
Τα προβλήματα που προέκυψαν από την Ορθόδοξον πλευράν ήσαν πολλά. Κατ’ αρχάς, ως γνωστόν, από τας συζητήσεις αυτάς απέχει επισήμως η Εκκλησία της Βουλγαρίας. Επιπλέον ανέκυψε το πρόβλημα της αντικαταστάσεως του Σεβ. Περγάμου από την προεδρίαν της Επιτροπής καθώς την θέσιν διεκδίκησεν ο εκπρόσωπος τύπου της Συνόδου του Κολυμβαρίου Σεβ. Τελμησσού. Παρά τας αντιδράσεις από μερικάς Ορθοδόξους Εκκλησίας ο Σεβ. Τελμησσού επέτυχε την επικράτησίν του μετά από προσωπικήν παρέμβασιν του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως. Νέον πρόβλημα ανέκυψε με την Εκκλησίαν της Γεωργίας, η αντιπροσωπία της οποίας εξέφρασε την διαφωνίαν της με επιμέρους παραγράφους του τελικού κειμένου. Αυτή η δήλωσις εις μορφήν υποσημειώσεως συμπεριελήφθη τελικώς εις το κοινόν ανακοινωθέν.
Από την Θεσσαλονίκην
εις το Chieti
Προ της ενάρξεως των εργασιών της διμερούς επιτροπής προηγήθη Θεία Λειτουργία των Ορθοδόξων, των παπικών παρισταμένων και συμπροσευχομένων! Αυτό εδημιούργησε δυσφορίαν εις το πλήρωμα της Εκκλησίας που παρακολουθεί την πορείαν των διαλόγων, όμως κρισιμωτέρα ήτο η εις τα αγγλικά ομιλία-κήρυγμα του Σεβ. Τελμησσού κατά την Θ. Λειτουργίαν. Εις τον λόγον του ανέφερε:
«Ένα πολύ σημαντικό και σπουδαίο γεγονός ήταν η άρσις των αναθεμάτων του 1054 μεταξύ των Εκκλησιών της Ρώμης και της Κωνσταντινουπόλεως κατά το τέλος της Β  Βατικανῆς Συνόδου στις 7 Δεκεμβρίου 1965. Από εκείνο το σπουδαίο γεγονός, οι Εκκλησίες μας ευρίσκονται σήμερα στην κατάσταση την οποία ευρίσκοντο πριν από τα αναθέματα,
δηλαδή την κατάσταση της ακοινωνησίας, εξαιτίας ιστορικών γεγονότων και θεολογικών διαμαχών. Αυτή η κατάσταση ακοινωνησίας πρέπει να πάψει δια μέσου του θεολογικού διαλόγου, στον οποίον ενεπλάκησαν οι Εκκλησίες μας από το 1980, ο οποίος έχει ως σκοπό την αποκατάσταση της πλήρους κοινωνίας μεταξύ των αδελφών Εκκλησιών μας, δια της επιλύσεως των θεολογικών διαφωνιών…».
Μετά την αναφοράν εις την οικουμενικήν κίνησιν συνεχίζει:
«Αυτός είναι ο λόγος που η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος υπογράμμισε επίσης ότι ‘Η Ορθόδοξος Εκκλησία θεωρεί καταδικαστέαν πάσαν διάσπασιν της ενότητος της Εκκλησίας, υπό ατόμων η ομάδων, επί προφάσει τηρήσεως η δήθεν προασπίσεως της γνησίας Ορθοδοξίας’…Με αυτό το πνεύμα εμείς τα Ορθόδοξα μέλη της κοινής διεθνούς επιτροπής του θεολογικού διαλόγου μεταξύ της Ρωμαιοκαθολικής και της Ορθοδόξου Εκκλησία συνήλθαμε με τους Ρωμαιοκαθολικούς αδελφούς και αδελφές μας στο Chieti και εργαζόμεθα μαζί τώρα προς μία κοινή κατανόηση της συνοδικότητος και του πρωτείου, μιας από τις ποιό delicate ερωτήσεις στις σχέσεις μεταξύ των δύο αδελφών Εκκλησιών μας. Είθε ο Κύριος… να εμπνεύση την εργασία μας δια την ενότητα και τη δόξα της Εκκλησίας Του και τη σωτηρία του λαού Του».
Τίθεται πλέον ως δεδομένον ότι Ορθόδοξοι και Παπικοί τελούμεν εις απλήν διακοπήν κοινωνίας, ούτε εις σχίσμα πολλώ δε μάλλον απέχομεν παρασάγγας από το να εγκαλέσωμεν τον παπισμόν δια αίρεσιν!  Η συν­εχής αναφορά εις «αδελφούς», η υποβάθμισις των καινοτόμων δογμάτων των παπικών ως απλώς «θεολογικών διαφωνιών», η πρόταξις ότι μία «κοινή κατανόηση» του πρωτείου θα επιλύση το μέγα χάσμα και η τελική ασαφής αναφορά εις την «ενότητα της Εκκλησίας» οδηγούν αναντιρρήτως εις μίαν μόνον εκδοχήν, ότι Ορθόδοξοι και Παπικοί θεωρούμεθα διηρημέναι ομάδες μιας Εκκλησίας! Μέσα από την οπτικήν αυτήν δύναται κανείς να ρίξη φως εις το τελικόν κείμενον, το οποίον αναφέρει συνεχώς όχι την φράσιν «διηρημένη Εκκλησία», η οποία θα προεκάλει απροκαλύπτως, αλλά «διηρημένοι Ορθόδοξοι και Παπικοί».
Προηγήθη του διμερούς διαλόγου από 28 ως 30 Αυγούστου εις την Θεσσαλονίκην διαχριστιανικόν συμπόσιον με θέμα «Την ανάγκη επανευαγγελισμού των χριστιανικών κοινοτήτων στην Ευρώπη». Εκεί ανεγνώσθη το αποσταλέν μήνυμα του πάπα, το οποίον μεταξύ άλλων ανέφερε:
«Η παρουσία στην Ευρώπη τόσων ανθρώπων, που παρότι βαπτισμένοι, δεν έχουν επίγνωση του δώρου της πίστης που έχουν δεχθεί, δεν νιώθουν την παρηγοριά από αυτήν και δεν συμμετέχουν στην ζωή της χριστιανικής κοινότητας, συνιστά μία πρόκληση για όλες τις Εκκλησίες που υπάρχουν στην γηραιά Ήπειρο. Σε μία πραγματικότητα όπως είναι η ευρωπαϊκή, στην οποία χαλαρώνουν ολοένα και περισσότερο οι δεσμοί με τις χριστιανικές ρίζες, καθίσταται προφανής η ανάγκη για ένα νέο ευαγγελισμό».
Το μήνυμα αυτό που έτυχε της αποδοχής και των παρόντων Ορθοδόξων προμηνύει την πορείαν του θεολογικού διαλόγου. Έπαψε πλέον να είναι εχθρός της Εκκλησίας η αίρεσις, καθώς την θέσιν του Παπισμού υπεκατέστησεν ένας νέος κοινός αντίπαλος, η εκκοσμίκευσις, με τον παπισμόν να καθίσταται σύμμαχος των Ορθοδόξων! Το Βάπτισμα, απ’ όπου και αν προέρχεται, θεωρείται επαρκής προϋπόθεσις δια την ανάληψιν μιας νέας σταυροφορίας, η οποία θα συνενώση «όλες τις Εκκλησίες» υπό την προτροπήν του πάπα! Πρόκειται περί της πλέον υπούλου παγίδος, διότι μεταθέτει την προσοχήν από το πραγματικόν πρόβλημα εις τους καρπούς του. Δεν αντιλαμβάνονται όσοι επικροτούν τας θέσεις αυτάς ότι ο Παπισμός που καλεί εις συστράτευσιν, είναι εκείνος ο οποίος προεκάλεσε την αποχριστιανοποίησιν της Ευρώπης; Δεν είναι ο ίδιος που πρώτος εκκοσμικεύθη; Δεν απετέλεσε την αιτίαν του Προτεσταντισμού, που υπήρξεν η απαρχή της αθεΐας; Ο χριστιανισμός εις την Παπικήν του εκδοχήν θα συγκινήση τον σύγχρονον άνθρωπον; Αν δεν επιτύχη ο επανευαγγελισμός πόσας ακόμη φοράς θα ευαγγελίσωμεν τον κόσμον; Τα ερωτήματα αυτά καταδεικνύουν το άτοπον της συνεργασίας της αληθείας με την αίρεσιν, που πρεσβεύουν οι οικουμενισταί. Παραλλήλως φανερώνουν ότι πολλοί έχουν δυστυχώς πιστεύσει ότι αι διαφοραί είναι επουσιώδεις και ως μία Εκκλησία πρέπει να συνεργασθώμεν δια το ουσιαστικόν πρόβλημα, που είναι η απομάκρυνσις των ανθρώπων από την Εκκλησίαν.
Το πρόβλημα της ουνίας
Τα σχέδια αυτά συνεργασίας ανατρέπει, όχι πλήρως, η ουνία, η οποία εις κάποιας χώρας ως η Ελλάς είναι κάπως αδρανής, αλλά εις άλλας Ορθοδόξους χώρας είναι επιθετική. Κατά την συνεδρίασιν της Επιτροπής ο Σεβ. Βολοκολάμσκ Ιλαρίων εισηγήθη ότι το θέμα της συνοδικότητος και του πρωτείου πρέπει να εξετασθούν ως προς την δευτέραν χιλιετίαν και, δια να συμβή αυτό, πρέπει να ολοκληρωθή η συζήτησις περί της ουνίας. Υπενθύμισε, μάλιστα, ότι εις την συνεδρίασιν της ολομελείας εις την Βαλτιμόριν (2000) ήτο προς συζήτησιν, καθώς ήδη το ίδιον θέμα είχεν επανέλθει εις την Άριτσα της Ιταλίας το 1998.
Όπως εσημείωσεν ο Μητροπολίτης Ιλαρίων, συμφώνως προς δελτίον τύπου του γραφείου εξωτερικών σχέσεων της Εκκλησίας της Ρωσίας της 22ας Σεπτεμβρίου 2016:
«Με την επαναλειτουργία της Μικτής Επιτροπής κατόπιν εξάχρονης διακοπής των εργασιών υπήρχε πρόταση να προβούμε σε συζήτηση του θέματος του πρωτείου και της συνοδικότητας στην Εκκλησία. Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ρωσίας δέχθηκε την πρόταση υπό τον όρο ότι στα πλαίσια του θέματος της συνοδικότητας και του πρωτείου επίσης να δοθεί προσοχή και στις εκκλησιολογικές και κανονικές συνέπειες της ουνίας. Εντός μιας δεκαετίας από το 2006 έως το 2016 η Επιτροπή ποτέ δεν επανέφερε στην διάταξή της αυτό το θέμα… Προβλέπω ότι κατά τη διάρκεια της συζητήσεως θα εγερθούν θέματα, τα οποία μας χωρίζουν και δεν πρόκειται να συμφωνήσουμε σε κάθε άρθρο. Εν τούτοις ο σκοπός του διαλόγου μας δεν είναι να καταλήξουμε σε συμφωνία σε θέματα επί των οποίων είμαστε σύμφωνοι και τώρα, αλλά να συζητήσουμε προβλήματα, τα οποία μας χωρίζουν».
Το ζήτημα εθίγει υπό του Σεβ. Βολοκολάμσκ καθώς δηλώσεις του υπάτου αρχιεπισκόπου των ουνιτών της Ουκρανίας κ. Σβιατοσλάβ Σεβτσιούκ κατεφέροντο εναντίον του κειμένου της Αβάνας, που υπεγράφη μεταξύ του Πάπα και του Πατριάρχου Μόσχας, διότι κατά μίαν εκδοχήν αντετίθετο εις την ουνίαν. Από την πλευράν του ο Αρχιμανδρίτης Ειρηναίος Steenberg, μέλος της αντιπροσωπίας της Εκκλησίας της Ρωσίας, ετόνισεν ότι η Ορθόδοξος Εκκλησία της Ρωσίας θα δυσ­­κολεύεται να συνεχίση να συμμετάσχη εις τον διάλογον, εάν το θέμα της ουνίας παραμένη άλυτον. Φαίνεται ότι η καταδίκη της ουνίας από την Σύνοδον του Κολυμβαρίου δεν επέφερε το παραμικρόν αποτέλεσμα.
Επισημάνσεις εις το τελικόν κείμενον
Τελικώς υπεγράφη ένα νέον κείμενον. Το κείμενον αυτό είναι συνέχεια του κειμένου της Ραβέννας (2007). Το κείμενον εκείνο της Ραβέννας είχεν επικριθή από τον μακαριστόν ηγούμενον της Ι. Μ. Γρηγορίου, Αρχιμ. Γεώργιον Καψάνην, επειδή α) ωμιλούσε δια «Ρωμαιοκαθολικήν Εκκλησίαν», την οποίαν με το κείμενο του Balamand (1993) είχεν αναγνωρίσει με την πλήρην σημασίαν του όρου, β) είχε προηγηθή δήλωσις του Πάπα Βενεδίκτου ΙΣΤ , με την οποίαν εχαρακτηρίζεν «ελλειμματικάς» τας Ορθοδόξους τοπικάς Εκκλησίας, διότι δεν έχουν κοινωνίαν με τον διάδοχον του Πέτρου και γ) διεφαίνετο γενικώς η τάσις να αντιμετωπισθή το ζήτημα του παπικού Πρωτείου ως «διακανονισμός» των παπικών προνομίων και όχι ως βαθύ θεολογικόν πρόβλημα, που αφορά αυτό τούτο το μυστήριον του Χριστού. Όλα αυτά επήγαζον κυρίως από την προσπάθειαν να τεθή ως βάσις συζητήσεως περί πρωτείου ο 34ος Αποστολικός Κανών. Μετά τας συν­αντήσεις εις το Μόναχον (1982) και Βari (1987),  εισή­χθη εις το κείμενον του Νέου Βαλάμου (1988) η υπόδειξις του 34ου Αποστολικού Κανόνος ως κανονικής αρχής, η οποία ανεπτύχθη εις την Ραβένναν.
Ο ίδιος κανών ετέθη και εις το νέον κείμενον ως θεολογική πυξίς, ενώ αγνοείται επιδεικτικώς η μομφή ότι επιχειρείται με προκρούστειαν λογικήν η εφαρμογή του κανόνος εις παγκόσμιον επίπεδον, δια να καλύψη το παπικόν πρωτείον, ενώ ο κανών αναφέρεται μόνον εις επαρχιακόν. Δια τον λόγον αυτόν ακολουθείται μία ολόκληρος συλλογιστική-μεθόδευσις εις το κείμενον με παραπειστικά επιχειρήματα, δια να καταλήξη εις το επιθυμητόν αποτέλεσμα. Πρόκειται όμως δια τραγικήν ειρωνείαν, διότι όταν από τας στήλας του Ο.Τ. είχομεν παραθέσει παραμονάς της Συνόδου του Κολυμβαρίου τμήματα μελέτης του Σεβ. Περγάμου, ο οποίος ισχυρίζετο ότι είναι υποχρεωτική η παρουσία όλων των Επισκόπων εις την Σύνοδον, οι ίδιοι ισχυρίζοντο ότι αυτό ισχύει μόνον εις τοπικόν επίπεδον, κάτι το οποίον δεν δέχονται τώρα δια τον 34ον Αποστολικόν κανόνα! Η ειρωνεία αυτή επιτείνεται όταν εις εν σημείον αναφέρεται ότι ήτο υποχρεωτική η συμμετοχή όλων των Επισκόπων εις την Α  Οἰκουμενικὴν Σύνοδον!
Το βασικόν πρόβλημα του κειμένου είναι ότι κατατρύχεται από τας εκκλησιολογικάς κακοδοξίας του Σεβ. Περγάμου. Αν και ευτυχώς δεν γίνεται αναφορά εις εσφαλμένην σχέσιν Θεού Πατρός και Επισκόπου, ηγαπημένον επιχείρημα του Περγάμου, υπάρχει ένας επισκοπομονισμός. Κατ’ αρχάς δεσπόζει και πάλιν το ατυχές σχήμα «ένας και πολλοί», που ο Σεβ. Ιωάννης εδανείσθη από τον φιλόσοφον Μπονχαίφερ και εις συνδυασμόν με την εμμονήν δια την ενότητα εις το πρόσωπον του Επισκόπου, ο οποίος «στην λειτουργική σύναξη κάνει ορατή την παρουσία του Ιησού Χριστού», όπως αναφέρει το εγκριθέν κείμενον, όλα κατευθύνονται προς μίαν καθιδρυματικήν-παπικήν αντίληψιν περί Εκκλησίας, η οποία παρουσιάζεται ως Ορθόδοξος. Είναι χαρακτηριστική η κριτική του π. Νικολάου Λουδοβίκου δια την θεολογίαν του Ζηζιούλα, η οποία έχει διαποτίσει τα κείμενα των μιμητών-πιστών αντιγράφων του.
Παραγνωρίζεται σχεδόν τελείως ότι ο Επίσκοπος ανήκει και αυτός εις τους «πολλούς». Ο Επίσκοπος φανερώνει την ενότητα της κοινότητας, είναι ο πρώτος μεταξύ ίσων των πρεσβυτέρων, δεν είναι ο ίδιος ο τόπος της ενότητος.
Είναι χαρακτηριστικόν ότι ο άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος, ενώ θεωρεί τον επίσκοπον ως εικόνα του Χριστού, εις άλλα σημεία των επιστολών του παραβάλλει αίφνης τους επισκόπους με τον Πατέρα, τους πρεσβυτέρους, με τους Αποστόλους, τους δε διακόνους με τον Χριστόν. Αυτή η ρευστότης των εικόνων των τριών ιερατικών βαθμών δεν είναι δυνατόν να κατανοηθή διαφορετικά παρά ως υπόμνημα της κοινής Χριστολογικής τελικά φύσεως όλων των ιερατικών βαθμών καθώς και όλων των χαρισμάτων και όχι μόνον του επισκόπου. Ο Άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης επιμένει ότι όλοι οι βαθμοί της Ιερωσύνης είναι εις τύπον Χριστού και όχι μόνον αυτός του επισκόπου.
Δυστυχώς, ο Επίσκοπος δεν φαίνεται να έχη απόλυτον ανάγκην από όλα τα άλλα εκκλησιαστικά χαρίσματα προκειμένου να συνδράμη την ενότητα αυτήν. Το ιδικόν του χάρισμα είναι ακριβώς η φανέρωσις της κοινωνικότητος των χαρισμάτων του ποιμνίου, ως ενσαρκώσεων του όλου Χριστού εν Πνεύματι. Κάθε χάρισμα είναι απευθείας μετοχή εις τον Χριστόν δια τούτο κάθε χάρισμα είναι εις τόπον και τύπον Χριστού και όχι μόνον αυτό του επισκόπου. Το χάρισμα του Επισκόπου δεν υπάρχει πριν τα άλλα χαρίσματα, αλλά υπάρχει μόνον ταυτοχρόνως προς αυτά.
Αυτός ο επισκοπομονισμός οδηγεί και εις την εσφαλμένην παραδοχήν ότι οι Παπικοί «διατήρησαν την αποστολική διαδοχή», όπως αναφέρεται, εις τα συμπεράσματα του κειμένου της Επισκοπής. Δεν πρόκειται κατ’ αρχάς δια διαδοχήν αποστολικού χαρίσματος, αλλά δια κληρονομίαν της αποστολικής διδασκαλίας και της μυστηριακής χάριτος. Δια την διδασκαλίαν αυτήν λογοδοτεί εις το ποίμνιον και δεν στέκει αυτή αυθυπάρκτως και τελεσιδίκως. Πως έχουν αποστολικήν διαδοχήν, εφ’ όσον κατά τον άγιον Γρηγόριον τον Θεολόγον η ορθοδοξία του φρονήματος βεβαιώνει την αποστολικήν διαδοχήν και η ετεροδοξία την καταλύει; Ακριβώς δι’ αυτό δεν γίνεται αναφορά εις το πως διεχειρίσθη ιστορικά το πρωτείον ο Ρώμης: Ο Ρώμης όχι απλώς εθεωρείτο διάδοχος του Απ. Πέτρου, αλλά έφθασε να εκπροσωπή τον Χριστόν, υπήρξε μάλιστα διατυπωμένη θεολογικώς και η άποψις ότι «papa est Deus, id est vicarius Dei». Αν ο πάπας δεν τα αποκηρύξη αυτά δημοσίως και γραπτώς, τι νόημα έχει να διαλεγώμεθα περί πρωτείου; Θυμίζομεν τας τελευταίας διακηρύξεις του Πάπα Ιωάννου Παύλου ΙΙ με την Εγκύκλιον Ut Unum Sint (1995): «Είμαι πεπεισμένος ότι έχω στο σημείο αυτό μια ιδιαίτερη ευθύνη… να βρίσκω μια μορφή άσκησης του πρωτείου, το οποίο, χωρίς ν’ αποποιηθώ με κανένα τρόπο την ουσία της αποστολής του, ν’ ανοίγεται σε μια νέα κατάσταση» και η νέα μορφή είναι αυτή της «διακονίας» της καθόλου Εκκλησίας, η οποία επαναλαμβάνεται ως λέξις-κλειδί εις το κείμενον.


"O.T"

Δεν υπάρχουν σχόλια: