Λέγει ο άγιος
Νικόδημος: «Εάν εις την πνευματικήν αυτήν ευωχίαν πρέπει να προσφέρω κι΄ εγώ
κάτι ευφραντικόν, θα είπω εις τους καλούς δαιτρυμόνας δι΄ ολίγων, πόση ηδονή
και χάρις υπάρχει εις τα συγγράμματα αυτά, δια να ερεθίσω την επιθυμίαν σας εις
την ανάγνωσίν των. Όταν διαβάσω τα ηθικά του μεγάλου Γρηγορίου, αποτάσσομαι την
σάρκα και τον κόσμον, μισώ τα πάθη και ασπάζομαι την κεκρυμμένην εν Χριστώ ζωήν
των Μοναχών. Με τας εντολάς καθαρίζομαι, ποθώ να συμβιώσω με τας αρετάς και,
ανυψούμενος προς τα τελειότερα, γίνομαι ναός του Θεού και κατοικητήριον του
Πνεύματος. Όταν διαβάζω τα Νηπτικά, μυούμαι εις αυτά τα μυστικά όργια της ιεράς
νήψεως και της ευκτικής αρετής και μαθαίνω την ολικήν επιστροφήν του νοός, προς
τον εντός άνθρωπον, ως και την απλανή του νου κυκλικήν κίνησιν και ανάτασίν του
προς το θείον. Και τότε εισέρχομαι εις τους όρους της αληθούς ησυχίας, κατά την
οποίαν νοώ αυτός εμαυτόν, μάλλον δε δι΄ εμαυτού νοών τον Θεόν και πλησιάζων
προς αυτόν, δια καρδιακής ευχής και συνεπτυγμένης και δι΄ εμπύρου κατανύξεως
από την ευχήν γεννωμένης.
Και μυσταγωγούμαι, ποία είναι η μονιμωτάτη καθαρότης του νου, ποία της καρδίας. Και όχι μόνον αυτά, αλλά διδάσομαι και τους λόγους της νοεράς αυτής επιστροφής εν τη καρδία, ως και τας θεωρητικάς αποδείξεις από την Γραφήν, από την φύσιν και από αυτήν την πείραν, δια την ορθότητα της εργασίας αυτής. Και εις τα αποδεικτικά αυτά στοιχεία πειθόμενος, καταγελώ ως ασόφους και αμυήτους τους αντιλέγοντας, είτε παλαιούς είτε συγχρόνους. Όταν πάλι εντύχω εις τα συγγράμματα, που πραγματεύονται περί της φυσικής θεολογίας και της ερμηνείας των Γραφών, ευρίσκω κάποιας νέας πρωτοτύπους ερμηνείας, συγκριτικώς με όσα έχουν ειπή παλαιότεροι Άγιοι, δια των οποίων, με την ερμηνευτικήν επεξεργασίαν, το γράμμα αποκτά απροσδόκητον βαθύτητα. Διότι ο άγιος Πατήρ έσπασε τον φλοιόν των εξωτερικών εκφράσεων και απεκάλυψεν το μυστικόν κάλλος των λόγων της ενσωμάτου ή ασωμάτου φύσεως, είτε των νοημάτων του Πνεύματος, το οποίον βλέπων εγώ, που ήτο κρυμμένον ωσάν το μαργαριτάρι μέσα εις το όστρακον, πληρούμαι από χαράν και γίνομαι περισσότερον θεωρητικός, από βάθους σε βάθος βυθιζόμενος και από αβύσσου εις άβυσσον κατερχόμενος. Και δια να είπω όλην την αλήθειαν, ευρίσκω εις τα φυσικά και εις τας ερμηνείας του λόγους ασφαλείς και σπουδαίους και τετραγώνους· αυτόν τον μυελόν και το βάθος παντός εξεταζομένου θέματος εξακριβούμενον. Αλλά προκειμένου δια τα θαυμαστά θεολογικά και αντιρρητικά συγγράμματα του μεγάλου Γρηγορίου, ο λόγος μου αγαπά να πλησιάση, αλλά να προσπελάση εις αυτά ιλιγγιά ενώπιον του ύψους και του βάθους, του μήκους και του πλάτους των, που είναι αληθινά ανέκφραστα. Διότι όχι μόνον συνέλεξεν εις μίαν ενότητα όσα εγράφησαν σποράδην από τους άλλους θεολόγους Πατέρας, και απάνθισεν ό,τι θεολογικώτερον υπήρχεν, ο θεολογικώτατος εκείνος και όχι απλώς δυνάμει, αλλ΄ ενεργεία γενόμενος νους, λόγω της καθαρότητός του, αλλά και ό,τι εφαίνετο ως αμφιβόλου ορθοδοξίας ή ως επιλήψιμον εις τους κακοδόξους, «προς την ευσεβεστέραν διάνοιαν μεθηρμήνευσε θεοσόφως» και διέσωσεν ούτω το κύρος των θεολόγων Πατέρων. Πλην αυτών, ο θείος Γρηγόριος, προσέθεσεν όσα του απεκαλύφθησαν υπερφυώς «δια μακαρίου πάθους εν τω της υπεραγνώστου εκείνης αρπαγής καιρώ, κατά τον υπέρφωτον γνόφον». Όλα αυτά λοιπόν επεξειργάσθη και ενσωμάτωσεν εις μίαν ενότητα, ώστε να αποτελούν ένα πραγματικόν καλλίστευμα θεολογίας, ένα τέλειον οικοδόμημα, το οποίον προκαλεί όντως τον θαυμασμόν σε κάθε ακοήν και διάνοιαν.
Ευγνωμονώ τον
γλυκύτατον άγιον Πατέρα μας Νικόδημον τον Αγιορείτην, -- τον άλλοτε υπ΄ εμού
κατά δύναμιν υμνηθέντα – που με την θεοσοφίαν του και το κύρος του μας
ηρμήνευσε τον μεγάλον Γρηγόριον τον Παλαμάν και μας ανέπτυξε την σημασίαν της
προβληθείσης δυναμικώς υπ΄ αυτού Πατερικής Θεολογίας, ως «των θεολόγων
υπέρμαχος απροσμάχητος».
Ευγνωμονούμεν τον
θεοειδή βυζαντινόν θεολόγον, «των μοναστών την καλλονήν», «της Εκκλησίας το
στήριγμα και διδάσκαλον», τον «θαυματουργόν Γρηγόριον», το πανεύοσμον άνθος του
«παραδείσου» της Θεοτόκου Μαρίας, του ιερού Άθωνος, αλλά πρώτα απ΄ όλους
ευγνωμονούμεν τον Κύριον, που εχάρισεν εις την Εκκλησίαν Του την μυστικήν
θεολογίαν, την οποίαν «δι΄ εαυτού εν πλαξί καρδίας (του θείου Γρηγορίου)
απεγράψατο». Πράγματι, χάρις εις τον θεοφώτιστον Παλαμικόν νουν, εγνωρίσαμεν
τους θησαυρούς του αγίου Πνεύματος, οίτινες υπάρχουν ως θείαι δωρεαί εντός της
Ορθοδόξου Εκκλησίας μας, ως άκτιστος χάρις, ως θείον φως, ως ουσιώδεις
ενέργειαι του Θεού και ως άμεσος κοινωνία με τον υπερούσιον ήλιον της
δικαιοσύνης δια των μεθεκτών ακτίνων του. Πρέπει να κατανοώμεν κατά βάθος και
εις τας εσχάτας συνεπείας του το ψυχρόν, αντιπαλαμικόν, αντορθόδοξον, και
απάνθρωπον Actus Purus, δια να εκτιμήσωμεν κατ΄ αξίαν τον επανευαγγελισμόν προς
την Εκκλησίαν των ακτίστων ενεργειών, της θεοποιού χάριτος, που μας εκόμισεν εκ
Θεού υποφητικώς ο μέγας Πατήρ Γρηγόριος ο Παλαμάς. Η Ορθοδοξία εάν αισθάνεται
εαυτήν ως πλέουσαν μέσα εις το άκτιστον φως, δηλαδή μέσα εις την πραγματικήν
αδιάλειπτον σχέσιν της μετά του Θεού, αυτό οφείλεται εις τας μετεχομένας
ακτίστους ενεργείας Του, τας οποίας απεκάλυψεν ο θεοφόρος Γρηγόριος με τόσην
ενάργειαν, δια της θεμελιώδους διακρίσεως της ουσίας του Θεού από τας ουσιώδεις
ενεργείας του. Εκ τούτου δε συνάγεται οποίον «χάσμα εστήρικται» μεταξύ
Ορθοδοξίας και Ρωμαιοκαθολικισμού, αρνουμένου την «θεοπρεπή διάκρισιν» εν τω
Θεώ και ούτω μη αποδεχομένου την πραγματικήν σχέσιν του Κτίστου με την λογικήν
και άλογον κτίσιν. Το πόσον πτωχεύει το Actus Purus την ζωήν, το πόσον
απομακρύνει τον Θεόν από τον άνθρωπον και πόσον βυθίζει εις απελπισίαν τα
λογικά όντα, που δεν αισθάνονται επάνω των την ενεργούσαν Πατρικήν αγάπην,
καταφαίνεται και μόνον από την ακοινωνησίαν του Θεού προς παν το κτιστόν, εις
την οποίαν τον καταδικάζει. Ο Θεός των λατίνων και των φιλοσόφων είναι τόσον
απρόσιτος και αμέθεκτος, ώστε να θεωρήται ως τελείως αδιανόητος κάθε πραγματική
επαφή του με τα πλάσματά του. Η εξώθησις του Θεού πέραν από πάσαν δυνατότητα
ουσιώδους ενεργείας εις τον κόσμον, αναγκάζει τον Θεόν να χρησιμοποιή τας μη
θείας, αλλά κτιστάς χάριτας
«μακρόθεν».
Ενώ ο Ορθόδοξος αρκεί να θέλη να καταλαμφθή από τας θεοποιούς ακτίνας, που μονίμως εκπέμπει ο Θεός επί των καθαρών ψυχών, δια να ευρεθή μέσα στο άκτιστον φάος, τεθεωμένος ολόκληρος, ψυχή και σώματι· αντιθέτως ο αρνούμενος την θεοποιόν δωρεάν μένει ψυχρός, ως «υπό νόμον», ανέραστος και κατηφής, αισθανόμενος τον Θεόν του ως απόντα από την ζωήν του, καταδικασμένος να ζη μέσα σε φυσικούς όρους, εκτάκτως διασπωμένους, προκειμένου να του μεταφερθή η χάρις. Δύναται κανείς να αποτολμήση μίαν εικονικήν σύγκρισιν. Ο Θεός των Ορθοδόξων, ομοιάζει με πάμφωτον ήλιον, εις του οποίου το φως και τας ακτίνας αναπαύονται εν μακαριότητι οι ποικίλης δεκτικότητος πιστοί. Ο δε Θεός των λατίνων και των φιλοσόφων, ομοιάζει με τον διαφαινόμενον δίσκον του μέσα από τα νέφη, όστις επειδή είναι, κατ΄ αυτούς, ουσία, ευρίσκεται έξω της κτίσεως και επομένως αφήνεται αφώτιστος η κτίσις. Και ακριβώς αυτό είναι μία αληθής τραγωδία, η οποία εφόβιζε τον θείον Παλαμάν· «Αν δε συ, λέγει, άρης το μεταξύ της αμεθέκτου ουσίας του Θεού και των μετεχόντων πιστών, (δηλαδή τας ακτίστους ενεργείας) ω πόση συμφορά, μας εχώρισες από τον Θεόν· εξετόπισες τας συνδεούσας τον Θεόν με τους πιστούς ακτίστους ενεργείας και ούτω εδημιούργησες «χάσμα μέγα και αδιάβατον», μεταξύ του Θεού, της δημιουργίας και προνοίας υπέρ των ανθρώπων». Ιδού η συνέπεια της απουσίας του Θεού από την ζωήν των πιστών. Δι΄ αυτό, μέσα στο πένθιμον κλίμα της ορφανίας, μέσα εις τον παγετόν εκ της απουσίας της θείας αγάπης, μέσα εις την αίσθησιν, ότι ο Θεός ευρίσκεται έξω από την ζωήν, η Δύσις εχρειάσθη κάποιον «παράκλητον», δια να καλύψη το κενόν. Μήπως η καθιέρωσις του πάπα, -- εκ του οποίου απορρέει πάσα χάρις – δύναται να ερμηνευθή εκ των ανωτέρω προϋποθέσεων; Και μήπως η Ορθόδοξος Ανατολή ουδέποτε εχρειάσθη ένα ανθρώπινον ον ως μεσάζοντα, επειδή ευρίσκεται εις αδιάλειπτον και άμεσον σχέσιν μετά του Θεού, δια των ακτίστων ακτίνων του, και «ως τέκνα φωτόμορφα της Εκκλησίας», ευρισκόμεθα εν αυταρκεία από την «θεόρρυτον χάριν», «λάμποντες, αστράπτοντες, ηλλοιωμένοι»; Και εντεύθεν καθιστάμεθα θεοί κατά χάριν και μέθεξιν, κατά τον ιεροψάλτην Δαβίδ· «εγώ είπα θεοί εστε και υιοί υψίστου πάντες…»; (Ψαλμ. πα΄ , β).
Ενώ ο Ορθόδοξος αρκεί να θέλη να καταλαμφθή από τας θεοποιούς ακτίνας, που μονίμως εκπέμπει ο Θεός επί των καθαρών ψυχών, δια να ευρεθή μέσα στο άκτιστον φάος, τεθεωμένος ολόκληρος, ψυχή και σώματι· αντιθέτως ο αρνούμενος την θεοποιόν δωρεάν μένει ψυχρός, ως «υπό νόμον», ανέραστος και κατηφής, αισθανόμενος τον Θεόν του ως απόντα από την ζωήν του, καταδικασμένος να ζη μέσα σε φυσικούς όρους, εκτάκτως διασπωμένους, προκειμένου να του μεταφερθή η χάρις. Δύναται κανείς να αποτολμήση μίαν εικονικήν σύγκρισιν. Ο Θεός των Ορθοδόξων, ομοιάζει με πάμφωτον ήλιον, εις του οποίου το φως και τας ακτίνας αναπαύονται εν μακαριότητι οι ποικίλης δεκτικότητος πιστοί. Ο δε Θεός των λατίνων και των φιλοσόφων, ομοιάζει με τον διαφαινόμενον δίσκον του μέσα από τα νέφη, όστις επειδή είναι, κατ΄ αυτούς, ουσία, ευρίσκεται έξω της κτίσεως και επομένως αφήνεται αφώτιστος η κτίσις. Και ακριβώς αυτό είναι μία αληθής τραγωδία, η οποία εφόβιζε τον θείον Παλαμάν· «Αν δε συ, λέγει, άρης το μεταξύ της αμεθέκτου ουσίας του Θεού και των μετεχόντων πιστών, (δηλαδή τας ακτίστους ενεργείας) ω πόση συμφορά, μας εχώρισες από τον Θεόν· εξετόπισες τας συνδεούσας τον Θεόν με τους πιστούς ακτίστους ενεργείας και ούτω εδημιούργησες «χάσμα μέγα και αδιάβατον», μεταξύ του Θεού, της δημιουργίας και προνοίας υπέρ των ανθρώπων». Ιδού η συνέπεια της απουσίας του Θεού από την ζωήν των πιστών. Δι΄ αυτό, μέσα στο πένθιμον κλίμα της ορφανίας, μέσα εις τον παγετόν εκ της απουσίας της θείας αγάπης, μέσα εις την αίσθησιν, ότι ο Θεός ευρίσκεται έξω από την ζωήν, η Δύσις εχρειάσθη κάποιον «παράκλητον», δια να καλύψη το κενόν. Μήπως η καθιέρωσις του πάπα, -- εκ του οποίου απορρέει πάσα χάρις – δύναται να ερμηνευθή εκ των ανωτέρω προϋποθέσεων; Και μήπως η Ορθόδοξος Ανατολή ουδέποτε εχρειάσθη ένα ανθρώπινον ον ως μεσάζοντα, επειδή ευρίσκεται εις αδιάλειπτον και άμεσον σχέσιν μετά του Θεού, δια των ακτίστων ακτίνων του, και «ως τέκνα φωτόμορφα της Εκκλησίας», ευρισκόμεθα εν αυταρκεία από την «θεόρρυτον χάριν», «λάμποντες, αστράπτοντες, ηλλοιωμένοι»; Και εντεύθεν καθιστάμεθα θεοί κατά χάριν και μέθεξιν, κατά τον ιεροψάλτην Δαβίδ· «εγώ είπα θεοί εστε και υιοί υψίστου πάντες…»; (Ψαλμ. πα΄ , β).
Αθωνικά
άνθη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου