Τροπάριον.
Ανέθηκε Μωϋσής,
επί στήλης άκος, φθοροποιού λυτήριον και Ιοβόου δήγματος, και ξύλω τύπω
Σταυρού, τον προς γην συρόμενον Όφιν προσέδησεν, εγκάρσιον εν τούτω,
θριαμβεύσας το πήμα· διο Χριστώ άσωμεν, τω Θεώ ημών, ότι δεδόξασται.
Ερμηνεία.
Την ιστορίαν του
Τροπαρίου τούτου, εδανείσθη ο Μελωδός από το κα΄ κεφάλαιον των Αριθμών, όπου ο
Θεός έστειλεν εις τον λαόν των Εβραίων οφίδια, και εθανάτωναν αυτούς, διότι
ολιγοψυχήσαντες, κατελάλησαν του Θεού. Όθεν ο Μωϋσής εμπήξας εις την γην ένα
όρθιον ξύλον, έστησε πλαγίως επάνω εις αυτό, ένα χάλκινον Όφιν, τον οποίον
βλέποντες οι Εβραίοι εκείνοι όπου εδαγκάνοντο, δεν απέθνησκον.
Προσαρμόζει λοιπόν την ιστορίαν ταύτην ο Μελωδός εις την εορτήν της υψώσεως του Σταυρού, και λάγει, ότι ο Προφήτης Μωϋσής έβαλεν υψηλά επάνω εις την στήλην: ήτοι εις όρθιον ξύλον, όπου ήτον εμπηγμένον εις την γην· τι έβαλεν; Άκος, ήγουν τον χάλκινον Όφιν, ως ένα ιατρικόν, ο οποίος διέλυσε και ιάτρευσε το φθοροποιόν και θανατηφόρον εκείνο δάγκαμα των Οφιδίων. Με το ξύλον λοιπόν εκείνο το εις τύπον ον του ορθού ξύλου του Σταυρού, εκάρφωσεν ο Μωϋσής τον αισθητόν Όφιν, όπου σύρεται εις την γην, κατά την κατάραν, την οποίαν έλαβεν εξ αρχής από τον Θεόν, ειπόντα προς αυτόν «επί τω στήθει σου και τη κοιλία πορεύση, και γην φαγή πάσας τας ημέρας της ζωής σου» (Γεν. γ: 14). Πως δε εκάρφωσε τον ζωντανόν Όφιν ο Μωϋσής; Επειδή εθριάμβευσεν: ήτοι νεκρόν και αδύνατον απέδειξε δημοσίως και παρρησία το πήμα: ήτοι την βλάβην εκείνη όπου, επροξένει εις τους Εβραίους. Με ποίον δε μέσον το ενέκρωσε; Με τον χαλκούν Όφιν, τον οποίον έβαλεν επάνω εις το ξύλον εκείνο, όχι όρθιον, αλλά πλάγιον (τούτο γαρ δηλοί το εγκάρσιον), και ούτως εσχημάτισε τέλειον τον Σταυρόν. Διότι από τα δύο ομού: ήτοι από το όρθιον ξύλον, όπου έμπηξεν εις την γην, και από τον χάλκινον Όφιν, όπου πλαγίως έβαλεν επάνω εις αυτά, έγινε τέλειος ο τύπος και το σχήμα του Σταυρού. Όθεν ακολούθως έγινε και ιαματικός των οφιοδήκτων· καθώς τούτο βεβαιοί η Γραφή: «Και εποίησε Μωϋσής όφιν χαλκούν, και έστησεν αυτό επί σημείου· και εγένετο, όταν έδακεν Όφις άνθρωπον, και επέβλεψε επί τον Όφιν τον χαλκούν, και έζη» (Αριθ. κα: 9). Χρησιμεύει δε και εις εσέ, Χριστιανέ, το ηθικόν νόημα του Τροπαρίου τούτου. Διότι, καθώς τότε εδάγκαναν και εφαρμάκωναν τους Εβραίους τα αισθητά οφίδια· ούτω και τώρα δαγκάνουσιν εσέ τα νοητά οφίδια: ήτοι οι πονηροί Δαίμονες, οίτινες δεν περιπατούν ποτέ όρθιοι, αλλά πάντοτε σύρονται κάτω εις την γην και τα γήινα, ως ο αισθητός Όφις· και όχι μόνον τούτο, αλλά σπουδάζουν οι μιαροί να σύρουν και ημάς εις εαυτούς. Ποίον δε είναι το φαρμάκι των νοητών τούτων Όφεων; Είναι η αμαρτία και τα πάθη. Πως δε σε δαγκάνουσι; Δια μέσου της προσβολής των πονηρών και αισχρών και βλασφήμων λογισμών, και απλώς, δια μέσου του θυμού και της επιθυμίας. Όταν λοιπόν, αδελφέ, σε δαγκάσουν οι Δαίμονες με την προσβολήν τινός αμαρτίας, ευθύς κατάφευγε εις τον Σταυρόν του Χριστού, και βλέπων τον εν αυτώ προσηλωμένον Κύριον, επικαλού μετά θερμής πίστεως την βοήθειάν του· και βέβαια θέλει σε βοηθήσει, και δεν θέλει σε αφήσει να θανατωθής με την συγκατάθεσιν, ή και την πράξιν της αμαρτίας εκείνης. Ο χάλκινος γαρ εκείνος Όφις ήτον τύπος του σταυρωθέντος Χριστού, κατά τον Αλεξανδρείας Κύριλλον, κατά τον ιερόν Θεοδώριτον, κατά τον Νύσσης Γρηγόριον, και κατά τον Σεβηριανόν, μάλλον δε κατ΄ αυτόν τον ίδιον Δεσπότην Χριστόν, ος τις έλεγε περί εαυτού «Καθώς Μωσής ύψωσε τον Όφιν εν τη ερήμω· ούτως υψωθήναι δει τον Υιόν του ανθρώπου· ίνα πας ο πιστεύων εις αυτόν μη απόληται, αλλ΄ έχη ζωήν αιώνιον» (Ιωάν. γ: 14). Διότι καθώς ο χάλκινος Όφις είχε μεν σχήμα Όφεως, δεν είχε δε και φαρμάκι Όφεως· ούτω και ο Κύριος είχε μεν σώμα ανθρώπινον, δεν είχε δε και αμαρτίαν ανθρωπίνην. Όθεν ο μεν Παύλος είπεν: «ο Θεός τον εαυτού Υιόν πέμψας εν ομοιώματι σαρκός αμαρτίας, κατέκρινε την αμαρτίαν εν τη σαρκί» (Ρωμ. η: 3). Ο δε Ησαϊας : «ος αμαρτίαν ουκ εποίησεν» (Ησαϊας νγ: 9). Ο δε Θεολόγος Γρηγόριος ενόησεν ένα βαθύ και ξενίζον νόημα. Θέλει γαρ, ότι ο χάλκινος εκείνος Όφις δεν ήτον τύπος του σταυρωθέντος Χριστού, αλλά αντίτυπος: ήτοι τύπος εναντίον του Χριστού· ταυτόν ειπείν, ήτον τύπος του νοητού Όφεως Διαβόλου. Εις τους απορούντας δε, πως έσωζε και ιάτρευεν ο Όφις εκείνους, όπου έβλεπον εις αυτόν, εάν ήτον αντίτυπος του Χριστού και τύπος του Διαβόλου; Εις τούτο, λέγω, αποκρίνεται ο Θεολόγος και λέγει, ότι ιάτρευεν ο Όφις εκείνος τους εις αυτόν βλέποντας. Αλλά ποίους; Εκείνους δηλαδή οίτινες πιστεύουν, ότι ο υπό του Όφεως τυπούμενος Διάβολος, δεν ζη πλέον, αλλ΄ ενεκρώθη υπό του σταυρωθέντος Χριστού, και ενέκρωσε και τους υποκειμένους αυτώ Δαίμονας. Ούτω γαρ φησίν ο Πατήρ «ο δε χαλκούς Όφις κρεμάται μεν κατά των δακνόντων Όφεων· ουχί ως τύπος δε του υπέρ παθόντος, αλλ΄ ως αντίτυπος· και σώζει τους εις αυτόν ορώντας, ουχ ότι ζη πιστευόμενος. Αλλ΄ ότι νενέκρωται, και συννεκροί τας υπ΄ αυτώ δυνάμεις, καταλυθείς ώσπερ ην άξιος» (Λόγω εις το Πάσχα). Όθεν και ο Παύλος συμφώνως έγραφε «απεκδυσάμενος (ο Κύριος) τας αρχάς και τας εξουσίας, εδειγμάτισεν εν παρρησία, θριαμβεύσας (ήτοι ανισχύρους ποιήσας) αυτούς (τους Δαίμονας) εν αυτώ (τω Σταυρώ δηλαδή)» (Κολασ. Β: 15). Χρησιμεύει δε και τούτο το νόημα εις εσέ, ω αδελφέ. Διότι και συ, εάν αδιστάκτως πιστεύης, ότι ο Διάβολος ενεκρώθη και έμεινεν άψυχος ως ο χάλκινος εκείνος Όφις, υπό της δυνάμεως του σταυρωθέντος Χριστού· με την πίστιν αυτήν δεν θέλεις φοβηθή τας προσβολάς, όπου προσβάλλει εναντίον σου ο κατάρατος· αλλ΄ έχεις να καταφρονής αυτόν ως ένα μύρμηκα, και να λογίζεσαι ως ένα ουδέν όλας τας κακομηχανίας του. Όλη γαρ η αιτία, δια την οποίαν σε υποτάσσει εις την εξουσίαν του ο Διάβολος, είναι ότι δεν έχεις πίστιν στερεάν, ότι τον ενέκρωσεν ο Χριστός δια του Σταυρού και θανάτου Του· αλλά φοβήσαι αυτόν ως εάν είχε καμμίαν δύναμιν. Δια τούτο επαρακάλει τον Θεόν ο Δαβίδ να τον ελευθερώση από τον τοιούτον φόβον του εχθρού Διαβόλου, λέγων από φόβου εχθρού εξελού την ψυχήν μου» (Ψαλμ. ξγ: 2). Ο δε Νύσης Γρηγόριος (εις τον βίον Μωϋσέως) δύο πράγματα παρετήρησεν εν τη ιστορία του παρόντος Τροπαρίου, ωφέλιμα εις την ψυχήν σου, αγαπητέ αναγνώστα. Πρώτον, ότι το να βλέπης συ εις τον Σταυρόν και εις τον εν αυτώ προσηλωθέντα Χριστόν, τούτο σημαίνει, ότι πρέπει να έχης τον εαυτόν σου ως νεκρόν και εσταυρωμένον εις τον Κόσμον και εις τα του Κόσμου πράγματα, και να είσαι ακίνητος εις κάθε αμαρτίαν. Και δεύτερον, ότι τα μεν δαγκάματα των οφιδίων ιατρεύονται: ήτοι ο πονηρός θάνατος, σου του αμαρτωλού δεν ενεργείται, όταν συ αποβλέπεις, και ελπίζεις όλως διόλου εις τον Σταυρόν, και εις τον σταυρωθέντα Κύριον. Τα δε οφίδια: ήτοι οι πονηροί Δαίμονες, ή και η επιθυμία της σαρκός η κινουμένη κατά του Πνεύματος, αυτά, λέγω, δεν χάνονται παντελώς· αλλά μένουν και μετά τον Σταυρόν του Κυρίου, και μετά το Βάπτισμα, δια δύο αίτια. Πρώτον μεν, δια περισσότερον αγώνα και δοκιμήν, σου του Χριστιανού, και δια υπόθεσιν στεφάνων μεγαλυτέρων· δεύτερον δε, ίνα συ ηξεύρων, ότι οι εχθροί σου είναι ζωντανοί και σε πολεμούν, μη κοιμάσαι, μηδέ αμελής· αλλά να είσαι έξυπνος, και να προσέχης πάντοτε, φοβούμενος, μήπως έξαφνα ήθελαν σε δαγκάσει με τας προσβολάς της αμαρτίας οι νοητοί όφεις Δαίμονες, και μήπως η της σαρκός έμφυτος επιθυμία ανελπίστως ήθελε σηκωθή κατά της ψυχής σου, και σε υποσκελίση εις την αμαρτίαν. Εις τούτο μας παραγγέλει να γρηγορώμεν και ο κορυφαίος Πέτρος, λέγων «Νήψατε, γρηγορήσατε, ο αντίδικος ημών Διάβολος, ως λέων ωρυόμενος περιπατεί, ζητών τίνα καταπίη» (α΄ Πέτρου ε: 8).
Προσαρμόζει λοιπόν την ιστορίαν ταύτην ο Μελωδός εις την εορτήν της υψώσεως του Σταυρού, και λάγει, ότι ο Προφήτης Μωϋσής έβαλεν υψηλά επάνω εις την στήλην: ήτοι εις όρθιον ξύλον, όπου ήτον εμπηγμένον εις την γην· τι έβαλεν; Άκος, ήγουν τον χάλκινον Όφιν, ως ένα ιατρικόν, ο οποίος διέλυσε και ιάτρευσε το φθοροποιόν και θανατηφόρον εκείνο δάγκαμα των Οφιδίων. Με το ξύλον λοιπόν εκείνο το εις τύπον ον του ορθού ξύλου του Σταυρού, εκάρφωσεν ο Μωϋσής τον αισθητόν Όφιν, όπου σύρεται εις την γην, κατά την κατάραν, την οποίαν έλαβεν εξ αρχής από τον Θεόν, ειπόντα προς αυτόν «επί τω στήθει σου και τη κοιλία πορεύση, και γην φαγή πάσας τας ημέρας της ζωής σου» (Γεν. γ: 14). Πως δε εκάρφωσε τον ζωντανόν Όφιν ο Μωϋσής; Επειδή εθριάμβευσεν: ήτοι νεκρόν και αδύνατον απέδειξε δημοσίως και παρρησία το πήμα: ήτοι την βλάβην εκείνη όπου, επροξένει εις τους Εβραίους. Με ποίον δε μέσον το ενέκρωσε; Με τον χαλκούν Όφιν, τον οποίον έβαλεν επάνω εις το ξύλον εκείνο, όχι όρθιον, αλλά πλάγιον (τούτο γαρ δηλοί το εγκάρσιον), και ούτως εσχημάτισε τέλειον τον Σταυρόν. Διότι από τα δύο ομού: ήτοι από το όρθιον ξύλον, όπου έμπηξεν εις την γην, και από τον χάλκινον Όφιν, όπου πλαγίως έβαλεν επάνω εις αυτά, έγινε τέλειος ο τύπος και το σχήμα του Σταυρού. Όθεν ακολούθως έγινε και ιαματικός των οφιοδήκτων· καθώς τούτο βεβαιοί η Γραφή: «Και εποίησε Μωϋσής όφιν χαλκούν, και έστησεν αυτό επί σημείου· και εγένετο, όταν έδακεν Όφις άνθρωπον, και επέβλεψε επί τον Όφιν τον χαλκούν, και έζη» (Αριθ. κα: 9). Χρησιμεύει δε και εις εσέ, Χριστιανέ, το ηθικόν νόημα του Τροπαρίου τούτου. Διότι, καθώς τότε εδάγκαναν και εφαρμάκωναν τους Εβραίους τα αισθητά οφίδια· ούτω και τώρα δαγκάνουσιν εσέ τα νοητά οφίδια: ήτοι οι πονηροί Δαίμονες, οίτινες δεν περιπατούν ποτέ όρθιοι, αλλά πάντοτε σύρονται κάτω εις την γην και τα γήινα, ως ο αισθητός Όφις· και όχι μόνον τούτο, αλλά σπουδάζουν οι μιαροί να σύρουν και ημάς εις εαυτούς. Ποίον δε είναι το φαρμάκι των νοητών τούτων Όφεων; Είναι η αμαρτία και τα πάθη. Πως δε σε δαγκάνουσι; Δια μέσου της προσβολής των πονηρών και αισχρών και βλασφήμων λογισμών, και απλώς, δια μέσου του θυμού και της επιθυμίας. Όταν λοιπόν, αδελφέ, σε δαγκάσουν οι Δαίμονες με την προσβολήν τινός αμαρτίας, ευθύς κατάφευγε εις τον Σταυρόν του Χριστού, και βλέπων τον εν αυτώ προσηλωμένον Κύριον, επικαλού μετά θερμής πίστεως την βοήθειάν του· και βέβαια θέλει σε βοηθήσει, και δεν θέλει σε αφήσει να θανατωθής με την συγκατάθεσιν, ή και την πράξιν της αμαρτίας εκείνης. Ο χάλκινος γαρ εκείνος Όφις ήτον τύπος του σταυρωθέντος Χριστού, κατά τον Αλεξανδρείας Κύριλλον, κατά τον ιερόν Θεοδώριτον, κατά τον Νύσσης Γρηγόριον, και κατά τον Σεβηριανόν, μάλλον δε κατ΄ αυτόν τον ίδιον Δεσπότην Χριστόν, ος τις έλεγε περί εαυτού «Καθώς Μωσής ύψωσε τον Όφιν εν τη ερήμω· ούτως υψωθήναι δει τον Υιόν του ανθρώπου· ίνα πας ο πιστεύων εις αυτόν μη απόληται, αλλ΄ έχη ζωήν αιώνιον» (Ιωάν. γ: 14). Διότι καθώς ο χάλκινος Όφις είχε μεν σχήμα Όφεως, δεν είχε δε και φαρμάκι Όφεως· ούτω και ο Κύριος είχε μεν σώμα ανθρώπινον, δεν είχε δε και αμαρτίαν ανθρωπίνην. Όθεν ο μεν Παύλος είπεν: «ο Θεός τον εαυτού Υιόν πέμψας εν ομοιώματι σαρκός αμαρτίας, κατέκρινε την αμαρτίαν εν τη σαρκί» (Ρωμ. η: 3). Ο δε Ησαϊας : «ος αμαρτίαν ουκ εποίησεν» (Ησαϊας νγ: 9). Ο δε Θεολόγος Γρηγόριος ενόησεν ένα βαθύ και ξενίζον νόημα. Θέλει γαρ, ότι ο χάλκινος εκείνος Όφις δεν ήτον τύπος του σταυρωθέντος Χριστού, αλλά αντίτυπος: ήτοι τύπος εναντίον του Χριστού· ταυτόν ειπείν, ήτον τύπος του νοητού Όφεως Διαβόλου. Εις τους απορούντας δε, πως έσωζε και ιάτρευεν ο Όφις εκείνους, όπου έβλεπον εις αυτόν, εάν ήτον αντίτυπος του Χριστού και τύπος του Διαβόλου; Εις τούτο, λέγω, αποκρίνεται ο Θεολόγος και λέγει, ότι ιάτρευεν ο Όφις εκείνος τους εις αυτόν βλέποντας. Αλλά ποίους; Εκείνους δηλαδή οίτινες πιστεύουν, ότι ο υπό του Όφεως τυπούμενος Διάβολος, δεν ζη πλέον, αλλ΄ ενεκρώθη υπό του σταυρωθέντος Χριστού, και ενέκρωσε και τους υποκειμένους αυτώ Δαίμονας. Ούτω γαρ φησίν ο Πατήρ «ο δε χαλκούς Όφις κρεμάται μεν κατά των δακνόντων Όφεων· ουχί ως τύπος δε του υπέρ παθόντος, αλλ΄ ως αντίτυπος· και σώζει τους εις αυτόν ορώντας, ουχ ότι ζη πιστευόμενος. Αλλ΄ ότι νενέκρωται, και συννεκροί τας υπ΄ αυτώ δυνάμεις, καταλυθείς ώσπερ ην άξιος» (Λόγω εις το Πάσχα). Όθεν και ο Παύλος συμφώνως έγραφε «απεκδυσάμενος (ο Κύριος) τας αρχάς και τας εξουσίας, εδειγμάτισεν εν παρρησία, θριαμβεύσας (ήτοι ανισχύρους ποιήσας) αυτούς (τους Δαίμονας) εν αυτώ (τω Σταυρώ δηλαδή)» (Κολασ. Β: 15). Χρησιμεύει δε και τούτο το νόημα εις εσέ, ω αδελφέ. Διότι και συ, εάν αδιστάκτως πιστεύης, ότι ο Διάβολος ενεκρώθη και έμεινεν άψυχος ως ο χάλκινος εκείνος Όφις, υπό της δυνάμεως του σταυρωθέντος Χριστού· με την πίστιν αυτήν δεν θέλεις φοβηθή τας προσβολάς, όπου προσβάλλει εναντίον σου ο κατάρατος· αλλ΄ έχεις να καταφρονής αυτόν ως ένα μύρμηκα, και να λογίζεσαι ως ένα ουδέν όλας τας κακομηχανίας του. Όλη γαρ η αιτία, δια την οποίαν σε υποτάσσει εις την εξουσίαν του ο Διάβολος, είναι ότι δεν έχεις πίστιν στερεάν, ότι τον ενέκρωσεν ο Χριστός δια του Σταυρού και θανάτου Του· αλλά φοβήσαι αυτόν ως εάν είχε καμμίαν δύναμιν. Δια τούτο επαρακάλει τον Θεόν ο Δαβίδ να τον ελευθερώση από τον τοιούτον φόβον του εχθρού Διαβόλου, λέγων από φόβου εχθρού εξελού την ψυχήν μου» (Ψαλμ. ξγ: 2). Ο δε Νύσης Γρηγόριος (εις τον βίον Μωϋσέως) δύο πράγματα παρετήρησεν εν τη ιστορία του παρόντος Τροπαρίου, ωφέλιμα εις την ψυχήν σου, αγαπητέ αναγνώστα. Πρώτον, ότι το να βλέπης συ εις τον Σταυρόν και εις τον εν αυτώ προσηλωθέντα Χριστόν, τούτο σημαίνει, ότι πρέπει να έχης τον εαυτόν σου ως νεκρόν και εσταυρωμένον εις τον Κόσμον και εις τα του Κόσμου πράγματα, και να είσαι ακίνητος εις κάθε αμαρτίαν. Και δεύτερον, ότι τα μεν δαγκάματα των οφιδίων ιατρεύονται: ήτοι ο πονηρός θάνατος, σου του αμαρτωλού δεν ενεργείται, όταν συ αποβλέπεις, και ελπίζεις όλως διόλου εις τον Σταυρόν, και εις τον σταυρωθέντα Κύριον. Τα δε οφίδια: ήτοι οι πονηροί Δαίμονες, ή και η επιθυμία της σαρκός η κινουμένη κατά του Πνεύματος, αυτά, λέγω, δεν χάνονται παντελώς· αλλά μένουν και μετά τον Σταυρόν του Κυρίου, και μετά το Βάπτισμα, δια δύο αίτια. Πρώτον μεν, δια περισσότερον αγώνα και δοκιμήν, σου του Χριστιανού, και δια υπόθεσιν στεφάνων μεγαλυτέρων· δεύτερον δε, ίνα συ ηξεύρων, ότι οι εχθροί σου είναι ζωντανοί και σε πολεμούν, μη κοιμάσαι, μηδέ αμελής· αλλά να είσαι έξυπνος, και να προσέχης πάντοτε, φοβούμενος, μήπως έξαφνα ήθελαν σε δαγκάσει με τας προσβολάς της αμαρτίας οι νοητοί όφεις Δαίμονες, και μήπως η της σαρκός έμφυτος επιθυμία ανελπίστως ήθελε σηκωθή κατά της ψυχής σου, και σε υποσκελίση εις την αμαρτίαν. Εις τούτο μας παραγγέλει να γρηγορώμεν και ο κορυφαίος Πέτρος, λέγων «Νήψατε, γρηγορήσατε, ο αντίδικος ημών Διάβολος, ως λέων ωρυόμενος περιπατεί, ζητών τίνα καταπίη» (α΄ Πέτρου ε: 8).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου