Ερμηνεία εις
τον Κανόνα του
ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΥ ποίημα όντα
Ιωάννου Μοναχού και
Πρεσβυτέρου του Δαμασκηνού.
Ου η
ακροστιχίς κατά Αλφάβητον.
Ωδή α΄.
Ήχος δ΄. Ο
Ειρμός.
Ανοίξω το στόμα
μου και πληρωθήσεται Πνεύματος, και λόγον ερεύξομαι, τη Βασιλίδι Μητρί, και
οφθήσομαι φαιδρώς πανηγυρίζων, και άσω γηθόμενος ταύτης την Σύλληψιν.
Ερμηνεία.
Από δύο ρητά του Προφητάνακτος Δαβίδ ερανίζεται ο Μουσουργός τον παρόντα
Ειρμόν· εκείνος γαρ λέγει: «Το στόμα μου ήνοιξα, και είλκυσα πνεύμα» (Ψαλμ. ριη:
131)· και πάλιν: «Εξηρεύξατο η καρδία μου λόγον αγαθόν· λέγω εγώ τα έργα μου τω
Βασιλεί» (Ψαλμ. μδ: 2). Μιμούμενος λοιπόν τον Δαβίδ ο Ιερός Μελωδός, ούτω
λέγει· εγώ ο Ασματογράφος θέλω ανοίξει το στόμα μου, και θέλει γεμώσει αυτό από
Πνεύμα. Ποίον δε στόμα ονομάζει; Το της ψυχής δηλαδή και της διανοίας, κατά τον
Θεοδώριτον και Βασίλειον και Νύσσης Γρηγόριον λέγοντας: «Δύναται είναι ψυχής
στόμα η διανοητική αυτής δύναμις, η διανοουμένη, προφέρει τον εν διανοία
λόγον». Επειδή λοιπόν, λέγει, εγώ έκλεισα μεν την διάνοιάν μου από τους
πονηρούς λογισμούς, ήνοιξα δε αυτήν εις τους καλούς και αγαθούς, κατά τον
Ευθύμιον, δια τούτο εγέμωσεν αυτό από Πνεύμα σοφίας και συνέσεως. Καθώς δε το
μυροδόχον αγγείον, εάν μεν είναι στενόστομον, ολίγον δέχεται και το εις αυτό
εγχεόμενον μύρον· εάν δε είναι πλατύστομον, δέχεται και περισσότερον μύρον·
ούτω και ο άνθρωπος, εάν έχη στενόν το στόμα της διανοίας του, ολιγωτέραν
δέχεται την χάριν του Αγίου Πνεύματος· εάν δε έχη αυτό ανοικτόν και πλατύ,
περισσοτέραν δέχεται την χάριν· όθεν είπεν αλλαχού ο Δαβίδ: «Πλάτυνον το στόμα
σου, και πληρώσω αυτό» (Ψαλμ. π: 11)· και ο Θεολόγος Γρηγόριος είπεν: «Όσον αν
το στόμα της διανοίας ανοίξωσι, τοσούτον ελκύσουσι». Όθεν γλαφυρόν είναι το
ομοίωμα όπου φέρει εις τούτο ο σοφός Νείλος λέγων: «Όταν το στόμα της διανοίας
ανοίξωμεν, επιφοιτήσασα του Κυρίου η χάρις, τροφήν επιδίδωσι, καθάπερ χελιδών
νεοσσώ τινι κεχηνότι». Ώστε αν ημείς δεν κοπιάσωμεν να ανοίξωμεν πρώτον με την
προαίρεσίν μας το νοερόν στόμα της διανοίας μας, δεν δίδεται εις ημάς η χάρις
του Αγίου Πνεύματος· όθεν είπε και ο Πηλουσιώτης Ισίδωρος επιστολή, σοα΄
Αφροδισίω Πρεσβυτέρω: «Επειδή γέγραφας δι΄ ην αιτίαν ου πάσιν η θεία εφίπταται
χάρις, ίσθι, ω θαυμάσιε, ότι επειδή την προαίρεσιν εξετάζουσα πρώτον, ούτως
επιφοιτά· ει γαρ και χάρις εστίν, ουχ απλώς εκχείται, αλλά τα μέτρα παρά των
δεχομένων λανβάνουσα, τοσούτον επιρρεί, όσον αν εύρη σκεύος πίστεως αυτή
προσενεχθέν· ει γαρ μη τα παρ΄ ημών πρώτον εζήτει, πάσιν αν επέπτη· επειδή δε
την προαίρεσιν εξετάζει, και ούτω παραγίνεται, τοις μεν επιφοιτά και παραμένει·
των δε αποφοιτά· οις δε ουδέ την αρχήν καθίεται». Επάγει δε ακολούθως ο Μελωδός
ότι εγώ θέλω ερεύξομαι λόγον αγαθόν και σωτήριον: ήτοι τον ύμνον και ασματικόν
Κανόνα εις την Μητέρα του Βασιλέως των Βασιλέων Χριστού. Ερεύξομαι δε είπε, δια
να φανερώση ότι, καθώς το ρέψιμον, και χωρίς να θέλη τινάς, αναβαίνει κάτωθεν
εκ του στομάχου, και εκβαίνει από το στόμα, ούτω θέλει αναπέμψει προς την
Θεοτόκον κάτωθεν από την καρδίαν του τον ασματικόν τούτον Κανόνα. Όρα δε σοφήν
τάξιν όπου μεταχειρίζεται ο ένθεος υμνογράφος εν τω Ειρμώ τούτω· πρώτον λέγει
ότι θέλει ανοίξει το στόμα της διανοίας του, δεύτερον, ότι θέλει γεμώσει αυτό
από την χάριν του Πνεύματος, και τρίτον, ότι εκ της χάριτος του Πνεύματος θέλει
ερεύξεται λόγον εις την Μητέρα του Βασιλέως Χριστού. Ερανίσθη δε την τάξιν
ταύτην από τον Θεολόγον Γρηγόριον ούτω λέγοντα: «Χρη τοίνυν πνευματικής ακολουθίας
υπολαμβάνειν, τη δι΄ έργων φιλοσοφία καθάραι πρότερον εαυτόν, είτα το στόμα της
διανοίας ανοίξαντα ελκύσαι Πνεύμα, είτα εξερεύξασθαι λόγον αγαθόν, και λαλείν
Θεού σοφίαν τελείαν εν τοις τελείοις» (παρά τη Σειρά του ψαλτήρος του Νικήτα).
Επιφέρει δε επομένως ο Ποιητής ότι δια του ασματικού τούτου Κανόνος θέλει φανή
ότι πανηγυρίζει λαμπρώς, και ότι άδει χαροποιώς την της Θεοτόκου απόρρητον
σύλληψιν, ης η εορτή εορτάζεται σήμερον. Διχώς δε λαμβάνεται η σύλληψις,
ενεργητικώς και παθητικώς· ενεργητικώς μεν, καθώς νοείται τώρα εδώ· καθότι η
Θεοτόκος συνέλαβεν ασπόρως και δια Πνεύματος Αγίου τον Υιόν και Λόγον του Θεού·
παθητικώς δε, ως όταν λέγωμεν, ο Υιός του Θεού καθό άνθρωπος συνελήφθη αρρήτως
εν τη ασπόρω της Παρθένου κοιλία. Άσω δε είπε, και ουχί ψαλώ ή άλλο τι ρήμα,
δια να φανερώση ότι είναι η παρούσα πρώτη Ωδή, της οποίας χαρακτηριστικόν
λόγιον είναι το «Άσωμεν τω Κυρίω· ενδόξως γαρ δεδόξασται».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου