Ο πολύς Αυγουστίνος Μπέα διεκήρυξεν αδιστάκτως και εν αξιεπαίνω ειλικρινεία: «θα ήτο εν
τη πράξει μία κακώς νοουμένη αγάπη προς την ενότητα και προς τους διϊσταμένους
αδελφούς, εάν τις ήθελε να εγγεννήση εις αυτούς την ελπίδα, ότι δήθεν η
Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία θα απήτει παρ΄ αυτών την αναγνώρισιν των «ουσιωδών
Δογμάτων», ότι δήθεν θα παρητείτο επί παραδείγματι της υπ΄ αυτών αποδοχής των
δογματικών διατάξεων της εν Τριδέντω Συνόδου ή ότι θα εδείκνυε κατανόησιν δι΄
επαναθεώρησιν του δόγματος περί πρωτείου ή περί αλαθήτου του Πάπα. Ό,τι η
Εκκλησία άπαξ εξήγγειλεν ως πρότασιν Πίστεως, εξήγγειλεν αυτό υπό την
συμπαράστασιν του Αγίου Πνεύματος, ως μίαν παρά του Θεού αποκαλυφθείσαν
αλήθειαν, περί της οποίας κατ΄ ουδένα τρόπον έχει αύτη δικαίωμα να ενεργήση
άλλως. Ο Κύριος ενεπιστεύθη εις αυτήν την διαφύλαξιν και ερμηνευτικήν ανάπτυξιν
της αληθείας της Αποκαλύψεως, αλλά δεν έδωκεν εις αυτήν την εξουσίαν να
μεταβάλη τι εις τας αληθείας ταύτας» (Ι. Καρμίρη, «η Β΄ εν Βατικανώ γενική
Ρωμαιοκαθολική Σύνοδος…», σελ. 34). Είνε δυνατόν να μη κλαύση τις, όταν προς
τας διακηρύξεις ταύτας των παπικών, τας άκρως πεπλανημένας μεν, αλλά πλήρεις
συνεπείας, αντιπαραβάλη τας δηλώσεις ηγετών τινων της Ορθοδοξίας, αίτινες, αντί
να τονίζωσιν αδιστάκτως την αλήθειαν της Πίστεως ημών και την μοναδικότητα
αυτής, αποτελούσι πανάθλια κείμενα, υποτονικά, δειλά, άτολμα, αυτόχρημα
μειοδοτικά;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου