Η Εκκλησία της Ρωσία ξεκινάει την ιστορική της πορεία το 988, χρονολογία της μαζικής βάπτισης του ρωσικού λαού επί της ηγεμονίας του αγίου Βλαδίμηρου.
Διοικητικά η νέα αυτή εκκλησία στο ξεκίνημά της ήταν μητρόπολις της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως, με έδρα το Κίεβο.
Ο μητροπολίτης Κιέβου εκλεγόταν και χειροτονείτο στην Κωνσταντινούπολη και ήταν Έλληνας, όπως και πολλοί επίσκοποι ήταν ελληνικής καταγωγής.
Από τις αρχές του 13ου αιώνα, οι μητροπολίτες εκλέγονταν στην Ρωσία και ήταν Ρώσοι, χειροτονούνταν ωστόσο από τον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως.
Το 1448, η σύνοδος των Ρώσων επισκόπων εξέλεξε ως προκαθήμενο της ορθοδόξου εκκλησίας της «Μόσχας και πασών των Ρωσιών» τον Μητροπολίτη Ιωνά.
Η πράξη αυτή αναγνωρίστηκε αργότερα από όλα τα ορθόδοξα πατριαρχεία, και με τον τρόπο αυτό απέκτησε την αυτοκεφαλία της η ρωσική ορθόδοξη εκκλησία.
Το 1589, με τη συναίνεση όλων των πατριαρχών της ανατολής, απενεμήθη «πατριαρχική αξία» στην εκκλησία της Ρωσίας και της δόθηκε η πέμπτη θέση στην σειρά των προκαθημένων των ορθοδόξων εκκλησιών, μετά το πατριαρχείο Ιεροσολύμων.
Από το 1589 μέχρι το 1700 διετέλεσαν δέκα πατριάρχες.
Μετά τον θάνατο του δέκατου πατριάρχη, ο τσάρος Πέτρος Α΄ τροποποίησε το σύστημα διοίκησης της εκκλησίας σε συνοδικό.
Τον Νοέμβριο του 1917, η πανρωσική εκκλησιαστική σύνοδος αποκατέστησε την πατριαρχική περιωπή στην αρχαία πατριαρχική έδρα της Μόσχας και εξέλεξε στις 5 Νοεμβρίου 1917 τον άγιο πατριάρχη Τύχωνα, ο οποίος ποίμανε την εκκλησία του μέχρι το έτος 1925.
Σήμερα στον πατριαρχικό θρόνο βρίσκεται, από το 1989 ο πατριάρχης ΑλέξιοςΒ΄.
Μετά την πτώση του σοβιετικού καθεστώτος, η εκκλησία της Ρωσίας απολαμβάνει την ελευθερία της, χωρισμένη πάντοτε νομικά από το κράτος.
Οι σχέσεις κράτους και εκκλησίας βρίσκονται σε άριστες σχέσεις και η κυβέρνηση και όλος ο κρατικός μηχανισμός αναγνωρίζει την σπουδαιότητα του ρόλου της ορθόδοξης εκκλησίας στην πνευματική καθοδήγηση του ρωσικού έθνους.
Στην δικαιοδοσία της εκκλησίας της Ρωσίας λειτουργούν 15,000 ενορίες, 4 θεολογικές ακαδημίες, 15 εκκλησιαστικά σεμινάρια και 27 σχολές εκκλησιαστικής εκπαίδευσης.
Ο μόνιμος χειρισμός των εκκλησιαστικών υποθέσεων και η επίλυση όλων των σπουδαιότερων ζητημάτων ασκείται από τον πατριάρχη και την ιερά σύνοδο.
Μια εκκλησία όπως αυτή της Ρωσίας, η οποία επιβίωσε περνώντας δια πυρός και σιδήρου από δύσκολες ατραπούς στα «πέτρινα χρόνια» της κομμουνιστικής διακυβέρνησης, καταλαβαίνει κανείς ότι μπόρεσε να αναπτύξει στιβαρή διπλωματία, η οποία καθώς φαίνεται συνεχίζεται μέχρι σήμερα.
Η ρωσική ψυχή, ευαίσθητη και τραχεία ταυτόχρονα, μένει σταθερά προσκολλημένη στην παράδοση, ιδιαίτερα την ορθόδοξη παράδοση, η οποία στήριξε κάθε πιστό σε δύσκολες περιόδους, αλλά ταυτόχρονα έθρεψε και την εθνική συνείδηση με τρόπο ιδιαίτερα έντονο και χαρακτηριστικό.
Μία από τις πολύ γνωστές συμβολές στη συνείδηση αυτή είναι η περίφημη ιδέα για την Μόσχα ως την «Τρίτη Ρώμη», η οποία μεταβλήθηκε με τον καιρό σε ιδιότυπη ιδεολογία.
Στις αρχές του 16ου αιώνα, ο «στάρετς» Φιλόθεος του Πσκοφ συνέγραψε σειρά επιστολών στις οποίες διατύπωνε υπό την μορφή προφητείας την άποψη ότι «άπαντα τα χριστιανικά βασίλεια παρήλθον και μετεβλήθησαν εις εν βασίλειον, του άρχοντος ημών συμφώνως προς τας προφητικάς βίβλους: τούτο είναι το Ρωσικόν βασίλειον. Διότι αι δύο Ρώμαι έπεσον, ενώ η Τρίτη υφίσταται και Τετάρτη δεν πρόκειται να υπάρξει…. Εγώ ο ανάξιος πρέπει να ομιλήσω όπως η όνος του Βαρλαάμ».
Η πρώτη Ρώμη ήταν η πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και αυτήν τη διαδέχτηκε η «δεύτερη Ρώμη», η Κωνσταντινούπολη.
Τρίτη λοιπόν Ρώμη οι Ρώσοι ήθελαν τη Μόσχα και επομένως το πατριαρχείο τους οραματιζόταν ανέκαθεν να αναλάβει ρόλο ηγετικό στον χώρο της ορθοδοξίας.
Αυτή την ιδέα εξέθρεψε με τρόπο έντονο το κίνημα του πανσλαβισμού και σήμερα από καιρού εις καιρόν ακούγεται ευχάριστα.
Η ζωντανή και δραστήρια παρουσία του πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως σε παγκόσμια κλίμακα δεν ήταν και δεν είναι τόσο αρεστή στους Ρώσους.
Οι σχέσεις των δύο πατριαρχείων εντάθηκαν με την αναγνώριση από το Φανάρι της αυτοκεφαλίας της Εκκλησίας της Γεωργίας.
Πρόσφατα επίσης υπήρξε μια ακόμη σύγκρουση, με την προσχώρηση ενός Ρώσου επισκόπου στη δικαιοδοσία του πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως.
Συγκεκριμένα, στις 12 Ιουνίου 2006, συνήλθε η ιερά σύνοδος του πατριαρχείου Μόσχας και με απόφασή της διαμαρτυρήθηκε για την απόφαση της 8ης Ιουνίου 2006 της ιεράς συνόδου του πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως να δεχτεί στην δικαιοδοσία του τον επίσκοπο του Σεργιέβσκι Βασίλειο, με τον νέο τίτλο ως επίσκοπο Αμφιπόλου, ως πατριαρχικό έξαρχο των ορθοδόξων ενοριών ρωσικής παράδοσης της δυτικής Ευρώπης.
Η όξυνση των σχέσεων φάνηκε όταν σε συνάντηση εκπροσώπων των ορθοδόξων εκκλησιών με τους ρωμαιοκαθολικούς στην Αυστρία, ο Ρώσος επίσκοπος αρνήθηκε να υπογράψει κείμενο στο οποίο συμφωνούσε ο εκπρόσωπος το πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Αντίθετα, οι σχέσεις του πατριαρχείου της Μόσχας με την ελληνική Εκκλησία, έχουν εξομαλυνθεί και είναι φιλικές.
(από το αρχείο μας)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου