Η Επιστολή του Καθηγητού κ.Τσελεγγίδη έχει ως εξής:
Παρακολουθώντας με βαθύ αίσθημα ευθύνης την εκκλησιαστική κατάσταση της εποχής μας ως απλός πιστός αλλά και ως Πανεπιστημιακός Καθηγητής της Δογματικής Θεολογίας της Εκκλησίας, θα ήθελα να απευθυνθώ ευλαβώς προς εσάς, για ένα σοβαρότατο θεολογικό θέμα.
Τον Οκτώβριο του τρέχοντος έτους θα γίνει στην Κύπρο, ως γνωστόν, η κρισιμότερη ίσως έως τώρα Συνέλευση της Μικτής Διεθνούς Επιτροπής για τον Θεολογικό Διάλογο Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών.
Επειδή το Κοινό Κείμενο, που θα προκύψει από τη Συνέλευση αυτή. Θα έχει καταλυτική σημασία στην εξέλιξη των σχέσεων των δύο διαλεγομένων μερών, θεωρώ χρέος μου να σας παρακαλέσω θερμώς να επιληφθείτε του σοβαρού αυτού θέματος και ειδικότερα να ασχοληθείτε επισταμένως με το συγκεκριμένο περιεχόμενο του Θεολογικού αυτού Διαλόγου...
Η Μικτή Διεθνής Επιτροπή θα ασχοληθεί συγκεκριμένα με το «ρολό του Επισκόπου Ρώμης εν τη κοινωνία όλων των Εκκλησιών» (βλ. Κείμενο της Ραβέννας, παραγρ. 45).
Ταπεινώς φρονώ, ότι αν συζητήσετε θεολογικώς το θέμα και τοποθετηθείτε με σαφήνεια σ΄ αυτό, θα επηρεάσει καθοριστικά ίσως την τελική διαμόρφωση του Κοινού Κείμενου της Διεθνούς Συνελεύσεως.
Με τον τρόπο αυτό η Ιερά Κοινότητα θα λειτουργήσει εγκαίρως και προληπτικώς, για να μη χρειαστεί να παρέμβει αργότερα θεραπευτικώς, ως οφείλει, κρίνοντας εκ των υστέρων τις ενδεχόμενες θεολογικές και εκκλησιολογικές αστοχίες του Κοινού Κείμενου.
Επιπροσθέτως, ας μου επιτραπεί να εκφράσω με κάθε δυνατή συντομία και την θεολογική άποψή στο υπό συζήτηση θέμα. Η προγραμματισμένη θεολογική συζήτηση για το πρωτείο του Επισκόπου Ρώμης «εις μεγαλύτερον βάθος», τον προσεχή Οκτώβριο στην Κύπρο, είναι μεθοδολογικώς άκαιρη και ουσιαστικά πρωθύστερη.
Και τούτο, γιατί, σύμφωνα με τη θεολογική και υστερική δεοντολογία, θα πρέπει να προηγηθεί οπωσδήποτε η θεολογική συζήτηση για τη θεμελιώδη διάφορά μας με τους Ρωμαιοκαθολικούς στο δόγμα και ειδικότερα στο filioque, το αλάθητο και την κτιστή θεία Χάρη, που εσφαλμένα εξακολουθούν να υποστηρίζουν οι δογματικές αυτές κακοδοξίες ενεργούν προσδιοριστικά στο χαρακτήρα της ταυτότητας του Ρωμαιοκαθολικισμού και κενώνουν θεολογικά την Εκκλησιολογία και την Μυστηριολογία του, κενώνουν δηλαδή ουσιαστιικά τov κατεξοχήν χαρακτήρα της Εκκλησίας ως «κοινωνίας θεώσεως» του ανθρώπου.
Μόνο μετά την απόλυτη ταυτότητά μας στο δόγμα, μπορεί να ακολουθήσει συζήτηση για τον τρόπο διοικήσεως της Εκκλησίας. Η διαφορά μας στο δόγμα, σύμφωνα με το γράμμα και το πνεύμα των Οικουμενικών Συνόδων που σαφώς προκύπτει από τα Πρακτικά τους, θέτει εκτός Εκκλησίας τους Ρωμαιοκαθολικούς, πράγμα που επιβεβαιώνεται και εμπειρικώς από την επί μία χιλιετία διακοπή της μεταξύ μας διαμυστηριακής κοινωνίας.
Εύλογα, λοιπόν, προκύπτει το θεολογικό ερώτημα: Πως θα μπορέσουμε να συζητήσουμε ορθολογικώς στον επικείμενο Θεολογικό Διάλογο με τους Ρωμαιοκαθολικούς για τη θεσμική-ιεραρχική θέση ενός προσώπου (δηλαδή του Πάπα) εντός Εκκλησίας, ενόσω το πρόσωπο αυτό βρίσκεται ακόμη ουσιαστικά αλλά και τυπικά εκτός της Εκκλησίας.
Αν, παρά ταύτα γίνει θεωρητικά μόνο συζήτηση για το πρωτείο του Επίσκοπου Ρώμης, ας μου επιτραπεί και εδώ να υπενθυμίσω την αδιαμφισβήτητη ιστορική αλήθεια, ότι ποτέ η Εκκλησία κατά την πρώτη χιλιετία δεν ανεγνώρισε στον Επίσκοπο Ρώμης πρωτείο αυθεντίας και εξουσίας σε παγκόσμιο επίπεδο.
Η υπέρτατη αυθεντία στην ανά την Οικουμένη Εκκλησία ασκείτο πάντοτε και μόνον από τις Οικουμενικές συνόδους.
Άλλωστε, ποτέ η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν δέχτηκε το παπικό πρωτείο, όπως αυτό κατανοήθηκε και ερμηνεύτηκε από την Α΄ Βατικανή Σύνοδο, η οποία ανεκήρυξε, τον Πάπα ως αλάθητο εκφραστή της συνειδήσεως της Εκκλησίας με δυνατότητα να είναι αντίθετος ακόμη και με τις αποφάσεις Οικουμενικής Συνόδου.
Με αλλά λογία, ο Πάπας στη Λατινική Δύση -με το δογματικώς κατοχυρωμένο και από την Β΄ Βατικανή Σύνοδο «αλάθητό» του και το διεκδίκουμενο πρωτείο εξουσίας σ΄ ολόκληρη την Εκκλησία- έχει πάρει αυθαιρέτως τη θέση του Πνεύματος της Αληθείας στην Παγκοσμία Εκκλησία.
Κατά συνέπεια, με την παραπάνω εκκλησιολογικού χαρακτήρα κατανόηση του παπικού πρωτείου εξουσίας ακυρώνεται όχι απλώς και μόνον το συνοδικό σύστημα διοικήσεως της Εκκλησίας, αλλά ουσιαστικά και αυτή η ίδια η παρουσία του Αγίου Πνεύματος σ΄ αυτήν.
Με όσα εν συντομία έγραψα, απευθύνομαι σε Σας … για να Σας, εκφράσω τις εκκλησιαστικού χαρακτήρα ανησυχίες μου και παράλληλα να θέσω υπόψη Σας μία συνοπτική θεολογική αποτίμησή μου για τη μεθοδολογία και το περιεχόμενο του συγκεκριμένου διμερούς Θεολογικού Διαλόγου στο πλαίσιο της Μικτής Διεθνούς επιτροπής.
Ευελπιστώ, ότι η Χάρη του Αγίου Πνεύματος θα Σας φωτίσει να δώσετε τη μαρτυρία του Αγίου Όρους στο σοβαρό αυτό θέμα. Με βαθύτατο σεβασμό
ασπάζομαι την δεξιά Σας
Δημήτριος Τσελεγγίδης
Παρακολουθώντας με βαθύ αίσθημα ευθύνης την εκκλησιαστική κατάσταση της εποχής μας ως απλός πιστός αλλά και ως Πανεπιστημιακός Καθηγητής της Δογματικής Θεολογίας της Εκκλησίας, θα ήθελα να απευθυνθώ ευλαβώς προς εσάς, για ένα σοβαρότατο θεολογικό θέμα.
Τον Οκτώβριο του τρέχοντος έτους θα γίνει στην Κύπρο, ως γνωστόν, η κρισιμότερη ίσως έως τώρα Συνέλευση της Μικτής Διεθνούς Επιτροπής για τον Θεολογικό Διάλογο Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών.
Επειδή το Κοινό Κείμενο, που θα προκύψει από τη Συνέλευση αυτή. Θα έχει καταλυτική σημασία στην εξέλιξη των σχέσεων των δύο διαλεγομένων μερών, θεωρώ χρέος μου να σας παρακαλέσω θερμώς να επιληφθείτε του σοβαρού αυτού θέματος και ειδικότερα να ασχοληθείτε επισταμένως με το συγκεκριμένο περιεχόμενο του Θεολογικού αυτού Διαλόγου...
Η Μικτή Διεθνής Επιτροπή θα ασχοληθεί συγκεκριμένα με το «ρολό του Επισκόπου Ρώμης εν τη κοινωνία όλων των Εκκλησιών» (βλ. Κείμενο της Ραβέννας, παραγρ. 45).
Ταπεινώς φρονώ, ότι αν συζητήσετε θεολογικώς το θέμα και τοποθετηθείτε με σαφήνεια σ΄ αυτό, θα επηρεάσει καθοριστικά ίσως την τελική διαμόρφωση του Κοινού Κείμενου της Διεθνούς Συνελεύσεως.
Με τον τρόπο αυτό η Ιερά Κοινότητα θα λειτουργήσει εγκαίρως και προληπτικώς, για να μη χρειαστεί να παρέμβει αργότερα θεραπευτικώς, ως οφείλει, κρίνοντας εκ των υστέρων τις ενδεχόμενες θεολογικές και εκκλησιολογικές αστοχίες του Κοινού Κείμενου.
Επιπροσθέτως, ας μου επιτραπεί να εκφράσω με κάθε δυνατή συντομία και την θεολογική άποψή στο υπό συζήτηση θέμα. Η προγραμματισμένη θεολογική συζήτηση για το πρωτείο του Επισκόπου Ρώμης «εις μεγαλύτερον βάθος», τον προσεχή Οκτώβριο στην Κύπρο, είναι μεθοδολογικώς άκαιρη και ουσιαστικά πρωθύστερη.
Και τούτο, γιατί, σύμφωνα με τη θεολογική και υστερική δεοντολογία, θα πρέπει να προηγηθεί οπωσδήποτε η θεολογική συζήτηση για τη θεμελιώδη διάφορά μας με τους Ρωμαιοκαθολικούς στο δόγμα και ειδικότερα στο filioque, το αλάθητο και την κτιστή θεία Χάρη, που εσφαλμένα εξακολουθούν να υποστηρίζουν οι δογματικές αυτές κακοδοξίες ενεργούν προσδιοριστικά στο χαρακτήρα της ταυτότητας του Ρωμαιοκαθολικισμού και κενώνουν θεολογικά την Εκκλησιολογία και την Μυστηριολογία του, κενώνουν δηλαδή ουσιαστιικά τov κατεξοχήν χαρακτήρα της Εκκλησίας ως «κοινωνίας θεώσεως» του ανθρώπου.
Μόνο μετά την απόλυτη ταυτότητά μας στο δόγμα, μπορεί να ακολουθήσει συζήτηση για τον τρόπο διοικήσεως της Εκκλησίας. Η διαφορά μας στο δόγμα, σύμφωνα με το γράμμα και το πνεύμα των Οικουμενικών Συνόδων που σαφώς προκύπτει από τα Πρακτικά τους, θέτει εκτός Εκκλησίας τους Ρωμαιοκαθολικούς, πράγμα που επιβεβαιώνεται και εμπειρικώς από την επί μία χιλιετία διακοπή της μεταξύ μας διαμυστηριακής κοινωνίας.
Εύλογα, λοιπόν, προκύπτει το θεολογικό ερώτημα: Πως θα μπορέσουμε να συζητήσουμε ορθολογικώς στον επικείμενο Θεολογικό Διάλογο με τους Ρωμαιοκαθολικούς για τη θεσμική-ιεραρχική θέση ενός προσώπου (δηλαδή του Πάπα) εντός Εκκλησίας, ενόσω το πρόσωπο αυτό βρίσκεται ακόμη ουσιαστικά αλλά και τυπικά εκτός της Εκκλησίας.
Αν, παρά ταύτα γίνει θεωρητικά μόνο συζήτηση για το πρωτείο του Επίσκοπου Ρώμης, ας μου επιτραπεί και εδώ να υπενθυμίσω την αδιαμφισβήτητη ιστορική αλήθεια, ότι ποτέ η Εκκλησία κατά την πρώτη χιλιετία δεν ανεγνώρισε στον Επίσκοπο Ρώμης πρωτείο αυθεντίας και εξουσίας σε παγκόσμιο επίπεδο.
Η υπέρτατη αυθεντία στην ανά την Οικουμένη Εκκλησία ασκείτο πάντοτε και μόνον από τις Οικουμενικές συνόδους.
Άλλωστε, ποτέ η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν δέχτηκε το παπικό πρωτείο, όπως αυτό κατανοήθηκε και ερμηνεύτηκε από την Α΄ Βατικανή Σύνοδο, η οποία ανεκήρυξε, τον Πάπα ως αλάθητο εκφραστή της συνειδήσεως της Εκκλησίας με δυνατότητα να είναι αντίθετος ακόμη και με τις αποφάσεις Οικουμενικής Συνόδου.
Με αλλά λογία, ο Πάπας στη Λατινική Δύση -με το δογματικώς κατοχυρωμένο και από την Β΄ Βατικανή Σύνοδο «αλάθητό» του και το διεκδίκουμενο πρωτείο εξουσίας σ΄ ολόκληρη την Εκκλησία- έχει πάρει αυθαιρέτως τη θέση του Πνεύματος της Αληθείας στην Παγκοσμία Εκκλησία.
Κατά συνέπεια, με την παραπάνω εκκλησιολογικού χαρακτήρα κατανόηση του παπικού πρωτείου εξουσίας ακυρώνεται όχι απλώς και μόνον το συνοδικό σύστημα διοικήσεως της Εκκλησίας, αλλά ουσιαστικά και αυτή η ίδια η παρουσία του Αγίου Πνεύματος σ΄ αυτήν.
Με όσα εν συντομία έγραψα, απευθύνομαι σε Σας … για να Σας, εκφράσω τις εκκλησιαστικού χαρακτήρα ανησυχίες μου και παράλληλα να θέσω υπόψη Σας μία συνοπτική θεολογική αποτίμησή μου για τη μεθοδολογία και το περιεχόμενο του συγκεκριμένου διμερούς Θεολογικού Διαλόγου στο πλαίσιο της Μικτής Διεθνούς επιτροπής.
Ευελπιστώ, ότι η Χάρη του Αγίου Πνεύματος θα Σας φωτίσει να δώσετε τη μαρτυρία του Αγίου Όρους στο σοβαρό αυτό θέμα. Με βαθύτατο σεβασμό
ασπάζομαι την δεξιά Σας
Δημήτριος Τσελεγγίδης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου