Η βραδινή μυσταγωγία
Γιατί άραγε μού φέρνουνε βαθιά συγκίνηση καί φυλάγω κρυφά μέσα στήν καρδιά μου κάποια πράγματα πού δέν τά παρατηρεί κανένας; Κι άν βρεθεί κανείς νά τά προσέξει καί νά νιώσει κάτι απ' αυτά, ωστόσο δέν τό φανερώνει, γιά νά μήν τόν λογαριάσουν γιά άνθρωπο πού χάνει τόν καιρό μέ κάποια πράγματα πού δέν είναι σοβαρά, προπάντων στήν εποχή μας, πού θέλει νά είναι οι άνθρωποι θετικοί, δίχως αισθηματολογίες, δραστήριοι σέ χειροπιαστά πράγματα, πρό πάντων σέ ό,τι βγάζει χρήματα: "λεφτά, πολλά λεφτά!" ακούω συχνά νά λένε δίπλα μου, κι ανατριχιάζω, άν τύχει νά καθίσω σέ καμιά καρέκλα, κι άς βρίσκουμαι καί μίλια μακριά από τήν Αθήνα. Εδώ πιά, μέσα στή νέα ελληνική Βαβυλωνία, όπου νά σταθεί κανένας δέν ακούγει τίποτ' άλλο από κουβέντες γιά λεφτά. Κι άν τύχει νά ακούσει κανείς καί καμιά άλλη ομιλία, πάλι, σάν συλλογισθεί λίγο, θά δεί πώς κι εκείνη η κουβέντα στά λεφτά καταλήγει καί στά λεφτά αποβλέπει. Τόσο πολύ έχουνε ζαλισθεί οι άνθρωποι από τό χρήμα, πού τούς βλέπω σάν νά είναι άρρωστοι τόσο πολύ, πού αυτά τά λεφτά, πού τά λατρεύουνε όπως προσκυνούσανε οι Οβραίοι τό Μαλαματένιο τό Μοσχάρι, σάν τά αποχτήσουνε, από τήν πολλή χαρά τους δέν είναι σέ θέση νά τά χαρούνε, οι δυστυχισμένοι, σάν εκείνον τόν φλογερόν εραστή, πού από τό πολύ τό αίσθημα, σάν βρεθεί τέλος πάντων κοντά στήν αγαπημένη του, τά χάνει, χλωμιάζει, καί δέν τολμά νά τής μιλήσει!