Η απαξίωση της ελευθερίας, ως εφαρμογή της διαφωτισμικής φεουδαρχίας -- Ηρακλής Ρεράκης, Καθηγητής ΑΠΘ, Πρόεδρος της Πανελληνίου Ενώσεως Θεολόγων

Στην εποχή μας πολλοί άνθρωποι έχουν συνειδητοποιήσει ότι, έως τώρα, βρισκόμασταν σε ένα προστάδιο εφαρμογής ενός συστήματος διακυβερνήσεως, με ηγεμονική αρχή μια παγκόσμια φεουδαρχία, ενώ, όπως φαίνεται, από αυτά που βιώνουμε σήμερα με πρόσχημα τη διατήρηση της σωματικής μας υγείας, εισήλθαμε, πλέον, στην πλήρη εφαρμογή της.

Η ευρωπαϊκή φεουδαρχία, από την εποχή του 18ου αι., που οι φεουδάρχες πλήρωναν τους φιλοσόφους του Διαφωτισμού να διαφωτίζουν ή μάλλον να παραπλανούν τους ανθρώπους ότι η υποταγή τους στη Φεουδαρχία και τους ηγεμόνες της αποτελεί την πλέον ικανοποιητική μορφή ελευθερίας, έθετε τα θεμέλια ενός συστήματος, κατά το οποίο μια ολιγαρχία ηγεμόνων όχι μόνο θα κατεξουσίαζαν τους λαούς, αλλά και ότι οι λαοί θα διαπαιδαγωγούνταν και θα διαφωτίζονταν κατάλληλα, έτσι ώστε να αποδέχονται αυτόν τον κατεξουσιασμό ως ένα ίνδαλμα ελευθερίας.

Δυστυχώς, φαίνεται ότι στις μέρες μας ήλθε το πλήρωμα του χρόνου, ώστε κάποιες οικονομικοπολιτικές δυνάμεις, παγκόσμιου βεληνεκούς, να επαναλάβουν και να εφαρμόσουν όσα είχαν διδάξει οι φιλόσοφοι του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού.

Ο Διαφωτισμός, τότε, υπηρέτησε, με τα κηρύγματα των διαφωτιστών την επιβολή της φεουδαρχίας, όπως κάνουν σήμερα όσοι υπηρετούν τα θελήματα των σύγχρονων οικονομικών φεουδαρχών του κόσμου, είτε μέσω του πολιτικού, είτε μέσω του πληροφοριακού και ενημερωτικού συστήματος.

Οι αναγνώστες αυτού του άρθρου, ίσως, να θυμηθούν ότι δεν αμφισβητούμε πως ο ευρωπαϊκός διαφωτισμός συνέβαλε στη ύπαρξη και εξέλιξη της βιομηχανικής επανάστασης, στην εξέλιξη της γνώσης και της λογικής, στην ανάπτυξη του ερευνητικού πνεύματος, των επιστημών, της οικονομίας και, από μια πλευρά, στην ανάδειξη και προβολή πολλών διαχρονικών αιτημάτων και δικαιωμάτων του ανθρώπου.

Ωστόσο, η υπερβολική προτεραιότητα που έδωσε στον ορθό λόγο, δηλαδή, μονομερώς, σε ένα μόνο στοιχείο της ανθρώπινης ύπαρξης καθώς και η ταυτόχρονη υποτίμηση και πολεμική εναντίον όλων των άλλων στοιχείων και χαρισμάτων της και ιδίως του ιερού, ακρωτηρίασε την αντίληψη για τον άνθρωπο και τη ζωή και οδήγησε την ανθρωπότητα σε μία λαθεμένη κατεύθυνση ως προς τη συνειδητοποίηση των οντολογικών και πνευματικών χαρακτηριστικών της ανθρώπινης φύσεως.

Αρετές, αρχές και πρότυπα, που προσδίδουν νόημα ζωής στην ανθρώπινη ύπαρξη αλλοιώθηκαν, τροποποιήθηκαν, υποτιμήθηκαν και παραμερίστηκαν, χάριν της αντιλήψεως ότι ο άνθρωπος αποτελεί, απλώς και μόνο, μία ορθολογική ύπαρξη.

Όμως, η αντίληψη αυτή κατέληξε, τελικά, σε κοινωνικές αποκλίσεις, διότι, αφενός εγκλώβισε τον άνθρωπο σε έναν ακραίο ατομικισμό και, αφετέρου, οδήγησε στον μηδενισμό του «άλλου», ως συνανθρώπου και ταυτόχρονα στον αφανισμό του «εμείς».

Από τις βασικές αρχές του Διαφωτισμού, που συνεχίζονται και στη σύγχρονη συγκυρία, από όσους σχεδιάζουν και επιθυμούν να κυριαρχήσουν στον κόσμο, ως οι παλαιοί φεουδάρχες, είναι ότι ο άνθρωπος καλείται να ανταποκριθεί μόνον στην υλιστική πλευρά της δημιουργικότητάς του και ιδιαίτερα στο κέρδος, σε συνδυασμό με τον αυταρχικό και αντιδημοκρατικό τρόπο άσκησης της εξουσίας και της υποτίμησης των διαπροσωπικών και διανθρώπινων σχέσεων.

Ως συνέπεια αυτής της πνευματικής οπισθοδρόμησης των ανθρώπων και των λαών, υπήρξε τότε και υπάρχει και σήμερα η υποτίμηση και παραμόρφωση των πνευματικών αρετών και αξιών, η καταπάτηση των ελευθεριών, η αλλοίωση της κατανόησης της δημοκρατίας, της αξιοπρέπειας, της ίδιας της αλήθειας για τον άνθρωπο, η διαστροφή της αποδοχής και του σεβασμού του συνανθρώπου.

Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα του Διαφωτισμού είναι η ιδιαίτερη σχέση που διαμορφώνει, ως κοινωνικοπολιτικό και πολιτισμικό κίνημα, ανάμεσα στον εαυτό και τον «άλλο».

Ωστόσο, εάν, από πνευματικής πλευράς, δεν υπάρχει ανάμεσα στον εαυτό και στον «άλλο», κάποιο συγκολλητικό πνευματικό στοιχείο, όπως, για παράδειγμα, η αρετή της αγάπης, της αλήθειας και της ελευθερίας και υπάρχει μόνον η ορθή και καθαρή λογική, τότε, είναι πολύ πιθανό ο εαυτός να σκέπτεται και να ενεργεί αρνητικά έναντι του «άλλου».

Πρόκειται, δηλαδή, για τις αυταρχικές προθέσεις και διαθέσεις του εαυτού, ως ισχυρού, προς τον εκάστοτε συνάνθρωπο, ως αδυνάτου, με στόχο να ευθυγραμμισθεί και να ταυτιστεί ο συνάνθρωπος με τα σχέδια, τους σκοπούς και τα συμφέροντα του πρώτου.

Ο εαυτός μπορεί να είναι ένας απλός άνθρωπος, ένας ηγεμόνας, μία πολιτεία, ένας παιδαγωγός, μία οργανωμένη ομάδα, που έχει ή πιστεύει ότι έχει τη δύναμη -με βάση τις ατομικές του αντιλήψεις- να υποτάξει, με επιβολή, βία και απειλή, τη θέληση, την ελευθερία και την αξιοπρέπεια του «άλλου», εξαιτίας κάποιων αφανών ή εμφανών σκοπών.

Στην ουσία, πρόκειται για μια ακραία μορφή πτώσεως, ανελευθερίας και εγκλωβισμού του ίδιου του ισχυρού ή του εξουσιαστή στα δεσμά των παθών του, κατά την οποία η ελευθερία, η αξιοπρέπεια και η διαφορά του συνανθρώπου δεν λαμβάνεται καν υπόψη, επειδή θεωρείται αδύναμος και κατώτερος, σε σχέση με τον εαυτό.

Στην περίπτωση αυτή, επιτρέπεται στον αδύναμο να διαφύγει από την εκμηδένιση, μόνον εάν και όταν δεχθεί, αδιαμαρτύρητα, να χάσει την ελευθερία του, να υποδουλωθεί, ώστε να εξυπηρετεί, πλέον, τα θελήματα και τα συμφέροντα του δυνατού. Αυτό σημαίνει ότι ο αδύναμος έχει δύο πιθανές επιλογές.

Η μία είναι ότι θα αποδεχθεί τον ρόλο του υποτακτικού και θα εκχωρήσει την ελευθερία του στον εκάστοτε εξουσιαστή του, που είναι αυτός που αποφασίζει γι’ αυτόν και η άλλη είναι ότι θα αντισταθεί και τότε θα εξαφανιστεί και θα συντριβεί από αυτόν, αφού, στο υλιστικό σύστημα του Διαφωτισμού επικρατεί και κυριαρχεί η δύναμη του ισχυροτέρου.

Με βάση τις αρχές του Διαφωτισμού, οι κοινωνικές και οι διαπροσωπικές σχέσεις διαμορφώνονται με τα υλικά κριτήρια των ατομικών δικαιωμάτων και διεκδικήσεων, γεγονός που σημαίνει ότι πολύ εύκολα χάνουν την πνευματική και ιερή τους διάσταση και δεν συνιστούν, πλέον, ούτε προσωπικό ούτε κοινωνικό γεγονός.

Ο Διαφωτισμός αφόρισε και αφανίζει κάθε πνευματική ή ιερή προϋπόθεση της ανθρώπινης ύπαρξης, που θα μπορούσε να επηρεάζει θετικά τον άνθρωπο και να διευκολύνει την ανάπτυξη αληθινών κοινωνικών σχέσεων.

Πνευματικές αρετές, αρχές και πρότυπα, που, ως γνωστό, είναι απαραίτητα στοιχεία για να συσταθεί μία αληθινή σχέση, αποτέλεσαν και συνεχίζουν να αποτελούν «συντηρητικά εργαλεία» μιας ξεπερασμένης πρότασης ζωής, στο πλαίσιο της απολυταρχικής επικράτησης των απατηλών «προοδευτικών» αρχών του Διαφωτισμού.

Το κίνημα του Διαφωτισμού αποπνευμάτωσε και απαξίωσε το ανθρώπινο πρόσωπο, το οποίο, στη συνέχεια, αντί να πραγματώνει τον φυσικό του, προς μία αναμόρφωση και ανακαίνιση της κοινωνίας του με τον συνάνθρωπο, αναπτύσσει μια αντι- κοινωνική δράση αφανισμού του εκάστοτε πλησίον.

Έτσι, κυριαρχεί, πλέον, ως μοντέρνα φιλοσοφία ζωής και ως νεοφιλελεύθερο ή νεομαρξιστικό μοτίβο αγωγής, όχι η καλλιέργεια της αληθινής κοινωνικότητας, αλλά η επέκταση ενός αντι- κοινωνικού εγωκεντρισμού και ατομικισμού, σε βάρος των σχέσεων με τον «άλλο».

Μέσα από ένα πλήθος κειμένων των ίδιων των διαφωτιστών, θα αποδείξουμε, στα επόμενα άρθρα μας, την απόσταση που έχουν οι διαφωτιστές και οι πνευματικοί τους ακόλουθοι ή απόγονοι από την ουσία αρετών, που συστήνουν ή διατηρούν το ανθρώπινο πρόσωπο, όπως είναι η ελευθερία, η αλήθεια και η αγάπη.

Ο Διαφωτισμός, τελικά, υπήρξε ένα ανατρεπτικό κίνημα, που άλλαξε και συνεχίζει να αλλάζει το γενικότερο πολιτισμικό πρότυπο του ευρωπαϊκού πολιτισμού.

Εγκλωβισμένος στις παιδαγωγικές αρχές του ορθού λόγου, που αρνούνται το χριστιανικό πνεύμα, αλλάζει τις αρχές της κοινωνικότητας και, γενικά, του τρόπου θέασης του συνανθρώπου.

Έτσι, οδηγείται η ανθρωπότητα σε μία νέα φιλοσοφία ζωής, με νέα πρότυπα (αντιπρότυπα), όπως είδαμε, η βίωση των οποίων αποτελεί μία από τις βασικές αιτίες των κοινωνικών και ανθρωπιστικών αδιεξόδων του λεγόμενου δυτικού πολιτισμού.

Αυτή η φιλοσοφία συνεχίζεται και διαιωνίζεται έως τις μέρες μας, αφού οι σύγχρονοι διαφωτιστές εθίζουν τον άνθρωπο, ήδη από την παιδική του ηλικία, μέσω της σχολικής αγωγής και της κοινωνικής πληροφόρησης, να πιστεύει ότι είναι αδύνατος και πως πρέπει να υποτάσσεται στους δυνατούς, δεχόμενος να τους παραχωρεί εκουσίως το αυτεξούσιο (την ελευθερία) που του χάρισε ο ίδιος ο Θεός.

Η απαξίωση της ελευθερίας, ως εφαρμογή της διαφωτισμικής φεουδαρχίας (2)

Στο προηγούμενο άρθρο μας, αναφέραμε ότι θα παραθέσουμε στοιχεία, που θα αποδεικνύουν ότι ο Διαφωτισμός, σε θέματα ελευθερίας του ανθρώπου, έκανε φοβερές ανατροπές, που εκτός των άλλων, λειτούργησαν και εναντίον της χριστιανικής ελευθερίας, πίστεως και ζωής και άλλαξε και συνεχίζει να αλλάζει, γενικά, το πρότυπο ζωής τόσο του ευρωπαϊκού όσο και του παγκόσμιου πολιτισμού.

Ο εγκλωβισμός του Διαφωτισμού στις παιδαγωγικές αρχές του ορθού λόγου, που αρνούνται το πνεύμα της χριστιανικής αποκαλυπτικής αλήθειας, αλλάζει τα θεμέλια της χριστιανικής κοινωνικότητας και, γενικά, του τρόπου θέασης και αντιμετώπισης του συνανθρώπου.

Έτσι, οδηγείται η ανθρωπότητα σε μία νέα φιλοσοφία ζωής, με νέα πρότυπα -στην ουσία αντιπρότυπα- η βίωση των οποίων αποτελεί μία από τις βασικές αιτίες των κοινωνικών και ανθρωπιστικών αδιεξόδων του λεγόμενου δυτικού πολιτισμού.

Η φιλοσοφία του Διαφωτισμού συνεχίζεται και στην εποχή μας, με την διάδοση και επικράτηση της ψευδαίσθησης ότι ο Διαφωτισμός αποτελεί την κατοχύρωση της Δημοκρατίας και των ανθρώπινων ελευθεριών, ενώ, στην πραγματικότητα, αποτελεί μια παραποίηση και μια πλασματική έκφρασή τους, με στόχο την περικοπή ή ίσως και την ολοκληρωτική τους κατάργηση.

Για να κατανοήσουμε, όσα καθορίστηκαν στο πλαίσιο της «φιλοσοφίας» ζωής που εγκαινιάστηκε από τον Διαφωτισμό και συνεχίζεται με τη «φιλοσοφία» της Νέας Τάξης καθώς και με όλα όσα συμβαίνουν στις μέρες μας, στο πλαίσιο μιας πειραματικής εφαρμογής της Παγκόσμιας Διακυβέρνησης, με το πανανθρώπινο υγειονομικό και οικονομικό έγκλημα του Κορωνοϊού και των εμβολίων, παραθέτουμε κάποια στοιχεία – ιδέες ενός από τους κύριους διαμορφωτές του Διαφωτισμού του Ρουσσώ:

Στο έργο του «Κοινωνικό Συμβόλαιο», αναγνωρίζει ότι στις διανθρώπινες ή διακρατικές σχέσεις ισχύει το δίκαιο του ισχυροτέρου.

«Ο ισχυρότερος είναι τόσο δυνατός, ώστε να μένει παντοτινά κύριος, αν μεταλλάξει τη δύναμή του σε δίκαιο και την υποταγή σε καθήκον. Από δω πηγάζει το δίκαιο του ισχυρότερου… Η ισχύς είναι μια δύναμη φυσική… Και μια και το δίκιο το ’χει πάντα ο πιο δυνατός, το ζήτημα είναι να τα καταφέρνεις να είσαι ο ισχυρότερος… Να υπακούμε στη δύναμη. Αυτό πάει να πει: Υποταχθείτε στην ισχύ, η προσταγή είναι καλή… Κάθε δύναμη προέρχεται από το Θεό».

Είναι εμφανές ότι στις μέρες μας, βήμα – βήμα οδηγείται ολόκληρη η ανθρωπότητα, στον δρόμο της φεουδαρχικού κατεξουσιασμού και της στέρησης της ελευθερίας του προσώπου.

Ο Ρουσσώ, καθορίζοντας τις σχέσεις του πολίτη με την πολιτεία και τον ηγεμόνα της, θεωρεί ότι η τυφλή υποταγή του πολίτη στον κυρίαρχο ηγέτη, δεν αποτελεί, απλώς, επιλογή του, αλλά απαράβατη υποχρέωσή του, ως αδύναμου έναντι του δυνατού που αποφασίζει γι’ αυτόν:

«Με το κοινωνικό συμβόλαιο ο καθένας απαλλοτριώνει από τη δύναμή του, από τ’ αγαθά του, από την ελευθερία του, μόνο εκείνο το μέρος, που η χρήση του ενδιαφέρει την κοινότητα. Πρέπει, όμως, να συμφωνήσουμε ακόμα πως μονάχα ο κυρίαρχος κρίνει τι είν΄ αυτό που του χρειάζεται. Όλες τις υπηρεσίες, που μπορεί ένας πολίτης να προσφέρει στο κράτος, έχει χρέος να του τις προσφέρει μόλις το ζητήσει ο κυρίαρχος».

Με αυτήν την αυταρχική λογική, αντιμετωπίζεται σήμερα ο πολίτης, που προβληματίζεται να ακολουθήσει τυφλά τον υποχρεωτικά επιβαλλόμενο εμβολιασμό, αφού εκλαμβάνεται, όχι ως ελεύθερο πρόσωπο, αλλά ως υποτακτικό άτομο και ως μέλος μιας απρόσωπης μάζας.

Το πρόσωπο, επομένως, χάνεται και μηδενίζεται κατά την ένταξή του σε μια μάζα, στο «κοινό εγώ», στο δημόσιο πρόσωπο της συλλογικότητας: Ο Ρουσσώ είναι σαφής:

«Καθένας μας βάζει από κοινού το πρόσωπό του και όλη του τη δύναμη κάτω από την υπέρτατη διεύθυνση της γενικής θέλησης. Κάθε μέλος το δεχόμαστε σαν αδιαίρετο κομμάτι του συνόλου».

Έτσι, εάν ο αδύναμος δεν θελήσει να ταυτιστεί με τη θέληση των ισχυρών και να εκχωρήσει αυτό που θέλουν, τότε εξαναγκάζεται με τη βία: «Όποιος θ΄ αρνηθεί να υπακούσει στη γενική θέληση, θα εξαναγκαστεί σ΄ αυτό από ολάκερο το σώμα. Πράγμα που σημαίνει ότι θα τον βιάσουν να είν΄ ελεύθερος».

Μάλιστα, οι διαφωτιστές, για όσους δεν είναι υπάκουοι και υποτακτικοί, προτείνουν να τιμωρηθούν παραδειγματικά. Η τιμωρία που εισηγείται ο Ρουσσώ είναι «είτε εξορία είτε θάνατος», αφού αυτός που δεν θέλει να συμμορφωθεί και να υποταχθεί στην απρόσωπη μάζα, θεωρείται «παραβάτης» και «δημόσιος εχθρός» και «ένας τέτοιος εχθρός δεν είναι ηθικό πρόσωπο. Και σ΄ αυτή την περίπτωση το δίκαιο του πολέμου επιβάλλει να θανατώνεται ο νικημένος. Δεν έχουμε το δικαίωμα να θανατώνουμε, μήτε και για παραδειγματισμό, έξω από κείνον που δε μπορούμε, χωρίς κίνδυνο, να τον αφήσουμε να ζήσει».

Βέβαια, όπως σημειώνει ο Ρουσσώ, πριν την καταδίκη ή την τιμωρία, δίνεται μία τελευταία προειδοποιητική ευκαιρία στον αδύναμο πολίτη ή σε οποιαδήποτε αδύναμη συλλογικότητα, να δεχθεί τους ταπεινωτικούς όρους του ηγεμονεύοντα, που θα του «χαρίσουν» την «ελευθερία» να συνυπάρχει στο συλλογικό σώμα, αλλά, πάντα, ως πιστός, τυφλός και υπάκουος ακόλουθος των δυνατών.

Του προσφέρεται, δηλαδή, ως λύση συμβιβασμού, να κατανοήσει ότι δεν επιτρέπεται η δυνατότητα της «διαφοράς», δηλαδή, της διατήρησης της προσωπικής του ταυτότητας, σε σχέση με τους άλλους υπηκόους.

Το «Κοινωνικό Συμβόλαιο» του Ρουσσώ αποτέλεσε κατά το παρελθόν και φαίνεται ότι για ορισμένους, σύγχρονους ηγεμονεύοντες, αποτελεί απαράβατο Ευαγγέλιο και φιλοσοφία διακυβέρνησης και στο παρόν και στο μέλλον.

Ολόκληρη η ανθρωπότητα, στην πορεία της ιστορίας των τριών τελευταίων αιώνων, βίωσε και βιώνει τον ταυτιστικό «λόγο» του Διαφωτισμού, μέσω της αφομοιωτικής και ομογενοποιητικής πρακτικής, που επιβλήθηκε κατά τον 17ο και 18ο αι. από την ευρωπαϊκή Φεουδαρχία και Μοναρχία, αλλά και αργότερα από τον υπαρκτό Σοσιαλισμό και τον Καπιταλισμό και στις μέρες μας, από τη σύγχρονη Νέα Τάξη Παγκόσμιας φεουδαρικής διακυβέρνησης των λαών.

Πρόκειται για έναν «λόγο» παράλογο και μισάνθρωπο, που χρησιμοποιείται, ως μέθοδος για να ελέγχεται και να καθυποτάσσεται η ελευθερία και η ανεξαρτησία κάθε ανθρώπου, λαού ή κράτους, μέσω ισχυρών παραγόντων και μηχανισμών, όπως είναι η οικονομία, το εμπόριο, η τεχνολογία, η κοινωνία της πληροφορίας κ.ά.

Η εφαρμογή αυτής της φιλοσοφίας διακυβέρνησης των λαών συμβάλλει σε μια απόλυτη εξάρτηση του εκάστοτε αδύναμου από τον δυνατό, μέσω ενός μεθοδευμένου νομικού και οικονομικού πλαισίου, που εκφράζει τις αποφάσεις της γενικής βούλησης του ηγεμόνα, ο οποίος αναγνωρίζεται, στον Ρουσσώ,   ως «υπέρτατος κριτής και μοναδικός κυρίαρχος».

Για να ακολουθούν, εύπιστα, οι άνθρωποι και οι λαοί αυτούς τους σχεδιασμούς του Διαφωτισμού, που συνεχίζουν να ισχύουν και να χρησιμοποιούνται στην εποχή μας από τους ισχυρούς της Παγκοσμιοποίησης, χρειάζεται καταρχάς ο εθισμός τους στην υποταγή και σ αυτό καλείται να συνδράμει η παιδεία.

Γι αυτό, έχει μεθοδευθεί μία στενή σχέση μεταξύ πολιτικής και αγωγής, όπου συνδυάζεται, ως θεμιτό και λογικό σχήμα, ο καταναγκασμός με την ελευθερία.

Αυτό θεωρείται, μάλιστα, σύμφωνα με τις οδηγίες του Καντ, στο έργο του «Περί Παιδαγωγικής», «ένα απ᾿ τα μέγιστα προβλήματα της αγωγής: Πώς, δηλαδή, μπορεί κανείς να συνδυάζει την υποταγή στον νομικό καταναγκασμό, με την ικανότητα να κάνει χρήση της ελευθερίας του». Γιατί, «ο καταναγκασμός είναι αναγκαίος». Το θέμα είναι «πώς να καλλιεργηθεί η ελευθερία στην περίπτωση του καταναγκασμού».

Προτείνεται λοιπόν, ως λύση, να μάθει και να συνηθίσει το παιδί να υπομένει «κάποιο καταναγκασμό της ελευθερίας του, και, συγχρόνως, να καθοδηγείται στο να κάνει χρήση της ελευθερίας του… Πρέπει να του αποδεικνύουμε ότι του επιβάλλουμε έναν καταναγκασμό, που το οδηγεί στη χρήση της ίδιας του της ελευθερίας, ότι το καλλιεργούμε, για να μπορεί να είναι κάποτε ελεύθερο».

Ωστόσο όλοι καταλαβαίνουν ότι αυτός ο περίεργος συνδυασμός, προωθεί ένα αντιπρότυπο ζωής, αντίθετο με τη χριστιανική πίστη και ζωή, καθώς εμφυτεύει στη συνείδηση των παιδιών έναν απαράδεκτο και αφύσικο εθισμό «μιας καλά ρυθμισμένης ελευθερίας», που οδηγεί στην εξάρτηση (εθισμό) και στην, εφ΄ όρου ζωής, τυφλή αποδοχή της υποταγής τους στη θέληση των δυνατών, όπως θα εξηγήσουμε στο επόμενο άρθρο μας.

aktines  /  "Ο.Τ."

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου