ΛΟΓΟΣ Β΄ Εις την αποτομήν της Τιμίας Κεφαλής του Προδρόμου.

«Και ευθέως αποστείλας ο βασιλεύς σπευκουλάτωρα, επέταξεν ενεχθήναι την καφαλήν αυτού» (Μάρκου στ:27).                                                                                                                                                                            

Θαύμα φαίνεται και παράδοξον άκουσμα, πως ο Ηρώδης απετόλμησεν ή να είπω καλλίτερα ετυφλώθη, ώστε να αποκεφαλίση τοιούτον καρπόν στείρας, τον οποίον δια να δείξη ο Θεός πόσης τιμής είναι άξιος προμηνύει δι’ Αγγέλου αυτόν τον καρπόν, ότι εγεννήθη, δια να θρέψη πολλάς ψυχάς. Εφάνη εις τον κόσμον, δια να αρπάση πολλούς από την απάτην του κόσμου. Αυτόν θερίζει παράκαιρα ο Ηρώδης και παρανομώτατα, όπου δεν ήγγιξε τινός, όχι με το έργον, αλλ’ ουδέ με την σκιάν. Αυτόν όπου ήτο εις τους αμαρτωλούς συγχώρησις, εις τους μετανοούντας διδασκαλία, εις τους δικαίους τελείωσις, και απλώς ειπείν εις πάντας διδασκαλείον αγιωσύνης και τελειότητος. Τον τοιούτον, λέγω, πως ετόλμησε να αποκεφαλίση ο Ηρώδης; Θαύμα το έχουσιν οι πολλοί, αλλ’ εγώ δεν το νομίζω πράγμα παράδοξον, διδαχθείς από τον φωστήρα των Νυσσαέων, όστις γράφει ότι όλη η ζωή του ανθρώπου είναι ένας καιρός αρμόδιος δια να αγαπά τον Θεόν, και να απομακρύνηται και να χωρίζηται παντάπασιν από τον διάβολον· εκείνος δε όστις παύση εις ολίγον διάστημα της ζωής από του να αγαπά τον Θεόν, έξω γίνεται φωτός, και της αγάπης Αυτού κεχώρισται· εκείνος όστις χωρισθή του Θεού εξ ανάγκης γίνεται έξω και του φωτός· όθεν ενούται με τον διάβολον, όστις παίρνει μέσα εις τα ιδικά του βάραθρα τούτον τον χωρισμένον από της αγάπης και του φωτός του Θεού, και ακολουθεί εις αυτόν σκότος και διαφθορά, πανωλεθρία και θάνατος. Και λοιπόν τι παράδοξον είναι, αν ίσως και τυφλός ο Ηρώδης, χωρισμένος της προς τον Θεόν αγάπης, δουλωμένος από το σκότος της προς την Ηρωδιάδα μανίας, αποτολμά να κάμη τοιούτον φόνον;

Ποίος παραξενεύεται βλέπων τυφλόν να κρημνίζεται μέσα εις τα βάραθρα; Εις ποίον εφάνη παράδοξον, ότι ο περιπατών εν τη σκοτία, ουκ οίδε που υπάγει; Εις τίνος ακοάς έπεσεν ασυνείθιστον άκουσμα, ότι πλοίον χωρίς πηδάλιον στερούμενον από κυβερνήτην εναυάγησε; Φως ο Θεός, και οδός και ζωή και τα πάντα. Εγύμνωσε τον Ηρώδην ο έρως της Ηρωδιάδος από όλον αυτόν τον πλούτον της θείας χάριτος και φαίνεται παράδοξον, πως ήπλωσε την μάχαιραν εις το κοινόν όφελος του κόσμου και εις την σφραγίδα των Προφητών. Δεν είναι παράδοξον, όχι, και μάλιστα εις εκείνον όπου ενθυμείται την χρυσήν γνώμην του προρρηθέντος διδασκάλου, την λέγουσαν· «Η αγαπητική σχέσις, την προς το αγαπώμενον ανάκρισιν φυσικώς κατεργάζεται· όπερ ουν δια της φιλίας ερώμεθα, εκείνο και γινόμεθα, ή ευωδία του Χριστού ή δυσωδία» όπερ θέλει να ειπή· «Έχει τοιαύτην δύναμιν η αγάπη, να ενώνη τον αγαπώντα με τον αγαπώμενον». Όθεν καθώς είναι εκείνο όπου αγαπά τις, τοιούτος γίνεται και αυτός· αν ίσως η αγάπη του αποτείνεται προς τον Θεόν, ο τοιούτος γίνεται απαθής, και εις τα δυνατά πάντα τη κτιστή φύσει, συμμέτοχος της θείας χάριτος και απλώς ειπείν και είναι και λέγεται ευωδία Χριστού κατά τον Απόστολον· εκ του εναντίου δε, ει μεν εκείνο όπου αγαπά είναι πηλός, δυσωδία διαβολική, ο τοιούτος γίνεται δυσωδία, πηλός, βόρβορος, και απλώς ειπείν όργανον και δούλος του Σατανά. Βλέπε το παράδειγμα εις τον Ηρώδην· το υποκείμενον της αγάπης του ποίον είναι; Ηρωδιάς, ταυτόν ειπείν, πόρνη, μοιχαλίς, παραβάτις των νόμων του Θεού, προδότις και άπιστος εις την τιμήν του πρώτου ανδρός. Και λοιπόν τι θαυμαστόν, αν ίσως και ο Ηρώδης φαίνεται σήμερον όμοιος με την Ηρωδιάδα, προδότης των θείων νόμων, άπιστος εις την αγάπην του αδελφού του, και τέλος πάντων φονεύς τοιούτου Προφήτου; Δεν είναι αυτό παράδοξον, αλλ’ ο κυριευμένος από τοιούτον πάθος, παράδοξον είναι αν ίσως δεν ήθελε κάμει πολλούς τοιούτους φόνους, καθώς τούτο θέλει γίνει φανερόν μετά ταύτα και ακούσατε. Επαίνου άξιος μεν φαίνεται εκείνος όστις επενόησε ταύτην την μέθοδον, ζωγραφίζων τον έρωτα τυφλόν, θέλων να αποδείξη ιερογλυφικώς, ότι αποτελεί έργα τόσον παράνομα, τόσον άπρεπα, ώστε όχι μόνον ήθελε τα είπει τις τυφλού, αλλά και παντάπασιν ανοήτου. Όθεν και αυτός ο ίδιος έρως αισχύνεται να τα βλέπη, και δια τούτο του κλείει τους οφθαλμούς ο ζωγράφος, και τον αφήνει τυφλόν. Αλλά τι το όφελος ότι ζωγραφίζει εις το πλευρόν του εν βρέφος, δια να δείξη πως όχι μόνον τα έργα του είναι χειρότερα του τυφλού, αλλά και από αυτού του βρέφους ανοητότερα και μωρότερα. Και βλέπε του Ηρώδου τον φόνον· δύνασαι να μοι είπης, πως δεν είναι έργον όχι μόνον τυφλού και μωρού, αλλά και ωμότερον και σκληρότερον θηρίου, απ’ εκείνα όπου δεν απετόλμησαν ποτέ όλα τα θηρία εις τα δάση; Επειδή και εκ νεότητος ο Ιωάννης συνανεστρέφετο τα θηρία, αλλά ουδέν απετόλμησε να εγγίση εις εκείνο το παρθενικόν και αγιώτατον σώμα. Αλλά δια να γνωρίσης, ότι ο έρως ο σατανικός μεταβάλλει τον άνθρωπον εις Σατανάν και αγριώτερον αποδεικνύει θηρίου, σφάζει άσπλαγχνα εκείνον όπου δεν έβλαψαν τα θηρία. Και κατά μεν το φαινόμενον, ένας φαίνεται ο φόνος, κατά δε το πράγμα πολλοί· όπως εν και το αυτό αμάρτημα, κατ’ άλλον και άλλον τρόπον γινόμενον, βαρύτερα γίνεται και κρίνεται. Λοιπόν όσα αξιώματα, όσας επιγραφάς εδέχετο εκείνη η κεφαλή του Προδρόμου,τόσους φόνους έκαμεν ο Ηρώδης. Και λέγε μοι, μέτρησε τώρα, ποία στέφανα, ποίοι τίτλοι των αξιωμάτων δεν αρμόζουσιν εις αυτήν την ιεράν κεφαλήν; Άφησε ότι ήτο Πρόδρομος του Κυρίου· άφησε πως είχεν επαινετήν αυτήν την αλήθειαν, με το προνόμιον, ότι υπήρχε μείζων εν γεννητοίς γυναικών· άφησε πως ήτο ηγιασμένος εκ κοιλίας μητρός. Να τον είπης διδάσκαλον της οικουμένης, τάχα δεν του πρέπει; Και ποίος άλλος λόγος εβγήκε ποτέ από το στόμα του, παρά διδασκαλίαι και νουθεσίαι; Τάχα αν του δώσης τον στέφανον της παρθενίας, δεν του αρμόζει; Και εφύλαξεν άλλος την παρθενίαν του τόσον καθαράν, τόσον αμόλυντον κατά πάσας τας αισθήσεις; Με την όρασιν; Πριν να τον ίδη ο κόσμος έφυγε τον κόσμον· με την γεύσιν; Εκ νεότητος την εχαλιναγώγει με την πικρότητα εκείνου του μέλιτος, και με την άλλην απαραίτητον νηστείαν· με την αφήν; Προς τι άλλο η τόση γυμνότης, προς τι αι τρίχες της καμήλου, και η δερματίνη ζώνη; Χαλινοί ταύτα πάντα της παρθενίας. Ποίον στέφανον να θέσης επάνω εις αυτήν την Αγίαν Κεφαλήν, και να μη αρμόζη; Τάχα της προφητικής αξίας; Και πως όχι; Ότι εστάθη όχι μόνον των Προφητών ο υπέρτατος, αλλά και η σφραγίς. Επειδή εκείνον όπου οι άλλοι Προφήται εν σκιαίς και αινίγμασιν εκήρυξαν, αυτός και με τους αισθητούς οφθαλμούς τον είδε, και μέσα από την κοιλίαν της μητρός τον επροσκύνησε, και δακτύλω τον έδειξε, και το φοβερώτατον και το πλέον άξιον φρίκης, τον εβάπτισεν εν Ιορδάνη, και μαρτυρούμενον υπό του Πατρός ήκουσε, και την κεφαλήν του ου μόνον εφίλησεν, αλλά και ήγγισεν. Ας το είπη όποιος θέλει, αν ίσως και δεν πρέπει εις ταύτην την κεφαλήν και ο της αποστολικής αξίας στέφανος και μάλιστα προ των άλλων εις τούτον αρμόζει, επειδή οι άλλοι μετά τα θαύματα, ύστερον από τας θεοσημείας του Ιησού ήρχισαν να κηρύττωσι τον Ιησούν. Ούτος και προ των σημείων και προ της επιφοιτήσεως του Παναγίου Πνεύματος. Βλέπεις πόσοι στέφανοι αξιωμάτων, πόσοι τίτλοι ατερών ευρίσκονται επάνω εις ταύτην την Κεφαλήν του Προδρόμου; Όθεν δεν απεκεφάλισεν ένα η ερωτομανία του Ηρώδου με τον φαινόμενον τούτον θάνατον του Προδρόμου, αλλά πολλούς και μεγάλους φόνους έκαμε, με εκείνην την μίαν απόφασιν όπου έδωσε να ενεχθή η κεφαλή του Ιωάννου επί πίνακος. Έσβησε τον λύχνον του φωτός, εκρήμνισε το σχολείον των αρετών, διέλυσε την ιδέαν της αγιότητος, έκοψε τον κανόνα της δικαιοσύνης, συνέτριψε το κάτοπτρον της παρθενίας, εσήκωσεν από τον κόσμον της σωφροσύνης την στήλην, εστέρησεν από τους ανθρώπους το παράδειγμα της καθαρότητος, ημπόδισε την οδόν της μετανοίας, εματαίωσε την συγχώρησιν των αμαρτωλών, και τέλος πάντων απεκεφάλισε τον διδάσκαλον της Πίστεως, τον ανώτερον πάσης ανθρωπίνης φύσεως και της αγγελικής τον όμοιον. Και τέλος με μίαν και την αυτήν σφαγήν ο Ηρώδης απέπνιξε την φωνήν των Αποστόλων, την φωνήν των Προφητών, τον κήρυκα του κοινού Κριτού και τον μεσίτην όλης της Αγίας Τριάδος. Βλέπεις πως δεν είναι παράδοξον, αν ίσως ο Ηρώδης απετόλμησε τοιούτον φόνον, τυφλός και κατακυριευμένος από το τοιούτον πάθος του έρωτος. Αλλά παράδοξον θα ήτο, αν δεν εθανάτωνε τόσους, όσοι θεωρούνται υποκάτω από την Κεφαλήν του Ιωάννου· επειδή είναι φιλοσοφική γνώμη, ότι η δύναμις των μερικών ενωθείσα περισσότερον δύναται, παρ’ όταν είναι διηρημένη· παραδείγματος χάριν, εν πλοίον σηκώνουσι δέκα άνδρες, αλλ’ αν διαμοιράσης εκείνο το πλοίον εις δέκα τμήματα, δεν ημπορούσιν εκείνοι οι δέκα να σηκώσωσι χωριστά έκαστος εκείνο όπου ηδύναντο ομού. Λοιπόν απ’ εδώ γίνεται φανερόν, ότι ο σατανικός έρως του Ηρώδου, όπου απετόλμησε να θερίση τοιαύτην Κεφαλήν επάνω εις την οποίαν ευρίσκονται τόσα στέφανα και Προφητών, και Αποστόλων, και Ασκητών και Παρθένων, και Κηρύκων, δεν ήθελεν εντραπή να αποκεφαλίση και χωριστά ένα έκαστον Μάρτυρα, και Απόστολον, και Προφήτην, όσοι εθεωρούντο ως το υποκείμενον του Ιωάννου. Ίσως ήθελε νομίσει τις τούτο, όπερ λέγω, να είναι υπερβολής σχήμα· πλην ας το καταλάβη πως είναι αυτή η αλήθεια, επειδή και εγώ απεσιώπησα τα περισσότερα όσα ευρίσκονται εις το υποκείμενον του Ιωάννου· διότι αν ερευνήση άλλος, θέλει εύρει με τας μαρτυρίας του Ευαγγελίου τον Ιωάννην, ότι ήτο όχι μόνον φωνή του σεσαρκωμένου Λόγου, αλλά και πασών των αρετών, και κόπτων εκείνην την φωνήν ο Ηρώδης, έσβησεν όλην την διδασκαλίαν της αρετής· επειδή ποίας αρετής δεν εστάθη εκείνος φωνή έμψυχος και κήρυξ και διδάσκαλος τοις έργοις πολλώ πρότερον, και τελευταίον τη γλώττη; Και τι άλλο σοι τον μαρτυρεί το Ευαγγέλιον, όταν γράφη δι’ αυτόν πως έλεγεν εις τα περίχωρα του Ιορδάνου· «Μετανοείτε, ήγγικε γαρ η Βασιλεία  των ουρανών»; Παρά πως ήτο φωνή της μετανοίας; Τι άλλο, όταν ο Ευαγγελιστής ιστορή δι΄αυτόν, ότι «Ωμολόγησε και ουκ ηρνήσατο, ότι ουκ έστιν αυτός ο Χριστός»; Παρά πως ήτο φωνή της εξομολογήσεως και της ταπεινότητος; Αυτός δεν ήτο η φωνή, όπου έλεγε, πως δεν είναι άξιος να λύση τον ιμάντα του Χριστού; Αλλά και της πίστεως αυτός δεν ήτο η φωνή όπου είπεν· «Ίδε ο αμνός του Θεού ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου»; Εγώ, ναι, ήθελα ειπεί βέβαια, πως ήτο και ο έλεγχος των αμαρτωλών, επειδή και ακούω πως έλεγε· «Γεννήματα εχιδνών τις υπέδειξεν υμίν φυγείν από της μελλούσης κρίσεως και της δικαιοσύνης»; Επειδή παρρησία έλεγεν εις τους στρατιώτας· «Μηδένα διασείσητε, ουδένα συκοφαντήσητε, αλλ’ αρκείσθε τοις οψωνίοις υμών». Αλλά και της δοξολογίας της προς τον Θεόν φωνή αυτός και διδάσκαλος ήτο, επειδή όχι μόνον όταν εγεννήθη παρεκίνησε τον πατέρα του Ζαχαρίαν να ειπή· «Ευλογητός Κύριος ο Θεός του Ισραήλ, ότι επεσκέψατο, και εποίησε λύτρωσιν τω λαώ αυτού». Αλλά και πριν να γεννηθή, με τα σκιρτήματα προσκυνεί και προκηρύττει την παρουσίαν του ιδικού του Δεσπότου, και με αυτό δίδει αφορμήν εις την Παρθένον να ειπή· «Μεγαλύνει η ψυχή μου τον Κύριον και ηγαλλίασε το πνεύμα μου, ότι επέβλεψεν επί την ταπείνωσιν της δούλης αυτού». Ω! τώρα εννοώ εκείνο όπου εγράψαμεν ανωτέρω εκ του Νύσσης, ότι «η αγαπητική σχέσις, την προς το αγαπώμενον ανάκρισιν φυσικώς κατεργάζεται». Επειδή ιδού προχωρών ο λόγος μου παρασταίνει τον Ηρώδην, πως με τον έρωτα της Ηρωδιάδος, όχι μόνον μετεβλήθη εις μίαν Ηρωδιάδα, μοιχαλίδα, ασεβή και παράνομον, αλλά και διεδέχθη μέσα εις την καρδίαν του όλην αυτήν την κακίαν του Σατανά· διότι καθώς εκείνος εστάθη κοινός εχθρός των ανθρώπων, τοιουτοτρόπως και ο Ηρώδης κοινός εχθρός και πολέμιος όλης της ανθρωπίνης φύσεως, επειδή και με τοιαύτην άσπλαγχνον μάχαιραν εθέρισε την φωνήν πασών των αρετών. Ποίαν αδικίαν εγνώρισεν ο Ηρώδης από τον επίγειον Άγγελον Ιωάννην; Ποίαν ύβριν; Ποίαν καταφρόνησιν; Μήπως επεβουλεύθη την αρχήν του; Μήπως εξύφανεν εναντίον του καμμίαν συνωμοσίαν; Μήπως τον ημπόδισεν από κανέν κοινόν εισόδημα; Μήπως τον διέβαλεν εις το κοινόν πλήθος, πως είναι φθορεύς των κοινών πραγμάτων; Κανέν από αυτά δεν είχε να κατηγορήση τον Ιωάννην ο Ηρώδης· έλεγχον μόνον ήκουσε, νουθεσίαν πατρικήν, παραγγελίαν διδασκάλου, την οποίαν ήκουσαν και άλλοι προ αυτού πολλοί, όχι μόνον ιδιώται, αλλά και στρατιώται, αλλ’ ουδείς εξεμάνη τόσον, δεν εβγήκεν από τας φρένας του τόσον, ώστε να ανταμείψη την ευαγγελικήν διδασκαλίαν με φόνον. Ποία φωνή ήτο βαρυτέρα, το «ουκ έξεστί σοι έχειν γυναίκα Φιλίππου του αδελφού σου»; Ή το να λέγη· «Γεννήματα εχιδνών»; Αύτη βέβαια· επειδή όχι μόνον εγγίζει τα τέκνα, αλλά και τους προγόνους. Ανακαλύπτει αύτη η φωνή και δημοσιεύει πάσαν προπατορικήν αμαρτίαν, και εις τον ίδιον καιρόν μαρτυρεί, όχι μόνον τα τέκνα πως είναι διάδοχοι της κακίας των πατέρων, αλλά και μητραλοίαι και πατραλοίαι. Ποίος άλλος δριμύτερος λόγος, δια να εξάψη τον θυμόν ως αυτός; Και με όλον τούτο ουδείς ωργίσθη κατά του Ιωάννου από τόσα πλήθη, όσα ήκουσαν τοιούτον έλεγχον, αλλ’ ο Ηρώδης, ως γυναικομανής, μεταβεβλημένος όλος εις το ερώμενον, με ψιλόν λόγον, με μίαν πατρικήν παραγγελίαν, εξάπτεται εις θυμόν, ανταμείβει του διδασκάλου την νουθεσίαν με θάνατον. Εκεί όπου πρέπει να τιμήση εκείνον τον κοινόν διδάσκαλον ως φιλόστοργον πατέρα, επειδή ήλθε μέσα εις τα βασίλεια να διορθώση και να σκεπάση την αναίδειαν όπου εκάθητο εις τον θρόνον και την ψυχήν του αλιτηρίου Ηρώδου να την ελευθερώση από τα δεσμά του έρωτος, τον καταδικάζει εις φυλακήν και εις δεσμά ο δούλος της ηδονής· και εκείνος όπου έχασεν όχι μόνον την ελευθερίαν, αλλά και αυτήν την επιθυμίαν και την όρεξιν της ανακτήσεως, δεσμεύει τον ελεύθερον, εταράχθη ευθύς ως ήκουσε πως δεν πρέπει ο Ηρώδης να είναι κατά το σχήμα άρχων, και κατά το πράγμα αρχόμενος και δούλος· «Ουκ έξεστί σοι, ήκουσε, μοιχεύειν», και ως να ήκουσε με αυτό το ουκ έξεστί σοι, την αρχήν της ελευθερίας του, τρέμει το τέλος της φυλακής του. Δια τούτο φυλακίζει εκείνον όπου εστάλη να συντρίψη τας αλύσεις της δουλείας του. Προνόμιον της εξουσίας του είχεν ο άρχων και το να αμαρτάνη ατιμώρητα. Ο υπερασπιστής των νόμων συγκεχωρημένον το είχε να καταπατή πάντα νόμον· ως εχθρόν φυλακίζει τον Ιωάννην και πολέμιον της εξουσίας του, ως να είχεν ανδρείαν να κατακυριεύη όχι μόνον των ανθρώπων, αλλά και των θείων νόμων· άτιμον και δυσειδή έκρινε τον στέφανον της εξουσίας, αν ίσως και ήθελεν εβγάλει ο Ιωάννης μέσα από εκείνους τους πολυτίμους λίθους τον βόρβορον της μοιχείας και παρανομίας· μη ηξεύρων ο ανόητος, ότι εν και το αυτό αμάρτημα τερατωδέστερον φαίνεται, όταν κατεξουσιάζη ένα άρχοντα, παρ’ όταν κυριεύη ένα ιδιώτην· και δια τούτο βάλλει τους πόδας εις την άλυσιν, δια να δεσμεύση την φωνήν εκείνου, όπου εστάλη να τον ελευθερώση από τοιαύτην βαρυτάτην δουλείαν. Τοιούτον μωρόν, τοιούτον αναίσθητον κατασταίνει τον άνθρωπον η γυναικομανία. Ηξεύρω τι ηθέλετε με ειπεί, ότι εις αυτόν τον παράνομον φόνον δεν ήτο αίτιος ο Ηρώδης, αλλά μάλιστα η Ηρωδιάς· αυτή ήτο όπου επιθυμούσεν όχι μόνον να ίδη τον Ιωάννην εις την φυλακήν, αλλά και μάλιστα νεκρόν· επειδή εφοβείτο ότι, εάν ζη ο Ιωάννης, αποθνήσκει η ασέλγεια αυτής. Ναι, πείθομαι εις την κοινήν γνώμην, ως και αυτή η ιστορία του Ευαγγελίου το κηρύττει, ότι η θυγάτηρ της Ηρωδιάδος, διδαχθείσα από την μητέρα, εζήτησε την κεφαλήν του Ιωάννου. Όμως τινές θέλουσιν, ότι ήσαν όλα προκατασκευαί του Ηρώδου· αυτός προσδιώρισε να γίνη ο φόνος κατά τοιούτον τρόπον δια να φύγη τον κοινόν έλεγχον· επειδή πάντες τον Ιωάννην ως Προφήτην είχον. Και θεμελιώνουσι την γνώμην ταύτην επάνω εις εκείνο το ρητόν του Κυρίου μας, όπερ είπε δι’ αυτόν τον Ηρώδην· «Είπατε τη αλώπεκι ταύτη», με το όνομα τοιούτου ζώου φανερώνων την πονηρίαν και την δολιότητα του Ηρώδου. Πλην είτε ούτως είτε άλλως, εσφάγη το κλέος της ανθρωπίνης φύσεως, ο θαυμαστός Ιωάννης, δίδεται μισθός μιάς πόρνης ο επίλογος των αρετών, εκείνος όπου ήτο άξιος δια να ζη εις μυρίους αιώνας, κλείει το στόμα εκείνο όπου δεν έπρεπε να κλείση ποτέ, διότι ήτο κοινόν ιατρείον όλου του κόσμου. Και φαίνεται η κακία να θριαμβεύη κατά της αρετής, φαίνεται ο ερωτομανής να κατέκλεισε τον έλεγχον της παρανομίας του, πλην ιδού ότι διηνεκώς στηλιτεύεται από τότε μέχρι της σήμερον. Αλλά μοι φαίνεται, ότι και εκεί στάζουσα το αίμα η Κεφαλή να εξήλεγχε τον Ηρώδην και να τον έλεγε τοιουτοτρόπως· ω παρανομίας άγαλμα, καθώς δεν είναι άλλο πράγμα πλέον ατιμώτερον και καταφρονεμένον ως το αίμα του ανθρώπου, όταν χυθή από αιτίαν αισχράν και ουτιδανήν, τοιουτοτρόπως δεν είναι άλλο πράγμα πλέον πολυτιμότερον ούτε ενδοξότερον από εκείνο το αίμα που θα χυθή δια αιτίαν εύλογον και έντιμον. Και τι άλλο τιμιώτερον, τι άλλο ενδοξότερον το να χυθή το αίμα το ιδικόν μου υπέρ της αληθείας; Ποίος άλλος πολυτιμότερος στέφανος ήθελε μοι δοθή, ώστε να γίνω εγώ θυσία της σωφροσύνης; Ποίον άλλο σεμνότερον διάδημα του μαρτυρίου, ως εκείνο όπου λαμβάνει τις δια τον νόμον της αληθείας; Ποίος άλλος σεμνότερος θάνατος, ως εκείνος όπου γίνεται δια την υπεράσπισιν των θείων νόμων, δια το σέβας των θείων εντολών; Ω παράνομε Ηρώδη, μεθυσθείς από τον έρωτα της μοιχείας, δεν ηξεύρεις τι μοι εχάρισες σήμερον. Και μη θέλων και ακουσίως μοι δίδεις τοιούτον προνόμιον, να είμαι κήρυξ όχι μόνον εις τους επί γης, αλλά και εις τους εν άδη· και βέβαια, αν ήξευρες πόση πανήγυρις, πόση χαρά θέλει γίνει σήμερον εις τους αποθανόντας προπάτορας, δεν ήθελες χωρίσει την κεφαλήν μου από το σώμα· πλην δια περισσοτέραν σου αισχύνην και λύπην, άκουσον το αποβησόμενον, μάθε το τι θέλει ακολουθήσει μετά τον θάνατόν μου· αντί δια φωνάς, έχε τούτους τους σταλαγμούς του αίματός μου. Συ δια ζημίαν μου μεγάλην επρόσταξες να χωρισθή η Κεφαλή μου από το σώμα· πλην αυτό είναι η ακροτάτη μου ευτυχία, επειδή με ηλευθέρωσας από τας βρωμεράς φυλακάς, μίαν από εκείνην όπου με κατεδίκασεν η μανία του έρωτος της μοιχείας σου, και άλλην όπου με ηλευθέρωσες από την αγριότητα της ερήμου και την πικράν τροφήν του μέλιτος, και δη από την ανυπόφορον αχαριστίαν και σκληρογνωμοσύνην των Ιουδαίων. Δεν θα έχω πλέον από την σήμερον γείτονας τα θηρία, δια παραμυθίαν τα δάκρυα· δεν θα λυπηθώ πλέον πως επροσκάλεσα πολλούς εις μετάνοιαν, και δεν με ήκουσαν· εδίδαξα πολλούς δια να πιστεύσωσιν εις τον ερχομόν του Μεσσία, και ολίγοι τον ηκολούθησαν. Από τοιαύτα με ηλευθέρωσας, Ηρώδη και αντί τούτων έχω καλούς συνοδίτας τους Προπάτορας, ευρίσκω σήμερον εις τον άδην των Προφητών τους χορούς· ως πόση χαρά νομίζεις πως θέλει με συμπεριλάβει, όταν ιδώ Αδάμ και Εύαν, Ενώχ και Άβελ, Αβραάμ και Ισαάκ; Τι θέλει είσθαι εις εμέ όταν συγκατοικώ με τοιούτους, πόση δόξα, πόση ευφροσύνη, όταν ακούσωσιν από εμέ της σωτηρίας αυτών τα μηνύματα· πόση δεξίωσις, πόση φιλοφροσύνη θέλει γίνει εις εμέ, όταν τους είπω, ότι έφθασεν η μόνη ελπίς της σωτηρίας ημών, και ας μη είναι πλέον εις εσάς θλίψεις, ας μη είναι καμμία στενοχωρία· διότι εκείνος ο ελπιζόμενος Υιός του Θεού, ο δυνατός δια να συντρίψη τα δεσμά ταύτα του άδου, εκείνος όπου σας έδωκε την επαγγελίαν, ότι θέλει σας αναβιβάσει εις την πρώτην τιμήν και αξίαν, ανθρωπίνην φύσιν ενδυθείς, περιπατεί εις την γην, και εις ολίγας ημέρας προσμένετε τον ερχομόν του. Με πόσους θανάτους είναι άξιον να αγορασθή τούτο το μήνυμα, αύτη η χαρά όπου γίνεται σήμερον εις τους εν άδη δια μέσου της σφαγής του Ηρώδου; Μοι φαίνεται ότι αν είχεν αίσθησιν ο Ηρώδης να γνωρίση την δόξαν όπου επροξένησεν εις τον Ιωάννην, και την αιώνιον αισχύνην εις τον εαυτόν του, ποτέ δεν ήθελεν αποτολμήσει να γίνη φονεύς τοιούτου Προφήτου· αλλά τυφλός ο έρως, και τοιούτους απεργάζεται τους υπηρέτας αυτού. Δια τον Δημοσθένην γράφουσιν οι ιστορικοί, ότιεπήγε πρέσβυς εις τον Φίλιππον υπέρ των Αθηναίων, και επειδή με μεγάλην παρρησίαν και αφοβίαν έλεγε τα δικαιολογήματα τα αστικά, τον ερωτά ο Φίλιππος· «Δεν φοβείσαι μήπως και προστάξω και κοπή η κεφαλή σου»; Τω αποκρίνεται ο καλός ρήτωρ· «Παντάπασι τοιούτος φόβος εις την καρδίαν μου δεν εχώρησεν, επειδή συ αν προστάξης να μοι κοπή η κεφαλή, αθάνατον θέλει στήσει αυτήν η πατρίς εις την Ακρόπολιν». Αύτη η γνώμη και η καλή απόκρισις μάλιστα εις τον ιδικόν μας Ιωάννην ηλήθευσεν· επειδή αυτού η Κεφαλή έχει αυτό το προνόμιον της αθανασίας· δεν λέγω τα μετά την ανάστασιν ούτε τα προ της αναστάσεως, εις ποίαν δόξαν, εις ποίαν τιμήν ευρίσκεται η μακαρία αυτού ψυχή, αλλ’ ας συλλογισθή έκαστος δια την πάντιμον αισθητήν αυτού Κεφαλήν, πόσοι βασιλείς την επροσκύνησαν, πόσοι Πατριάρχαι, πόσοι Αρχιερείς, πόσοι Ιερείς, με ποίους πολυτίμους λίθους την εκόσμησαν, εις ποίαν ευλάβειαν, εις ποίαν δεξίωσιν, εις ποίαν φύλαξιν την έχουσιν έως της σήμερον αμερίστως των Ορθοδόξων οι βασιλείς! Τίνος μονάρχου κεφαλή, τίνος βασιλέως ταύτης της γης ηξιώθη τόσης τιμής, όσης ηξίωσαν οι βασιλείς την Κεφαλήν εκείνου του γυμνού, εκείνου του ανυποδήτου, εκείνου του καταδεδικασμένου; Αύτη είναι η αρετή, και ζώσα ένδοξος, και μετά τον θάνατον μάλιστα πολύτιμος. Ευρίσκει ο Μέγας Αλέξανδρος τον κυνικόν φιλόσοφον Διογένην περιπατούντα εις τους τάφους των βασιλέων, και με την ράβδον του ζητούντα κάτι τι τον ερωτά τι γυρεύει και αποκρίνεται την κεφαλήν του πατρός σου Φιλίππου ζητώ να εύρω, και δεν δύναμαι να την διακρίνω από τας άλλας, αλλ’ όλα τα κρανία γυμνά βλέπω και σκωληκόβρωτα τόσον και εκείνα όπου εστόλιζαν τα βασιλικά διαδήματα, όσον και εκείνα όπου γυμνά έκαιεν ο ήλιος. Μάθημα, άνθρωπε, καλόν μάθε σήμερον, από την εορτήν του κήρυκος της αληθείας, πόση η δόξα της αρετής, πόση η αθανασία, πόση η τιμή μάθε πόση η τυφλότης, πόση η αγνωσία εκείνων όπου κυριευθούν από σατανικούς έρωτας· μάθε από την τιμήν και προσκύνησιν όπου με πολλήν ευλάβειαν αποδίδει όλη η οικουμένη των ευσεβών εις την τιμίαν κεφαλήν του επιγείου Αγγέλου, πως τότε ο άνθρωπος εισέρχεται εις τα βασίλεια της αθανασίας όταν τελευτά με έργα επαινετά μάθε από την σημερινήν εορτήν, ότι θάνατοι, σφαγαί, ξίφη, φυλακαί, αλύσεις, εξορίαι, δημεύσεις των υπαρχόντων, δεν είναι άλλο εις εκείνον όπου έρχεται δια ζήλον της αληθείας, δια την υπεράσπισιν των θείων νόμων, δια το κήρυγμα του ιερού Ευαγγελίου, δια την αγάπην όπου έχει εις την αρετήν, δια το μίσος όπου έχει εις την κακίαν, εις τοιούτον άνθρωπον, λέγω, εκείνα τα φαινόμενα λυπηρά, όπου είπα, δεν είναι άλλο, παρά στέφανα πορφυροστόλιστα του μαρτυρίου, λίθοι πολύτιμοι του ποθητού Παραδείσου, αρραβώνες αψευδέστατοι της ουρανίου Βασιλείας, δώρα πολύτιμα του πλάστου και κριτού των απάντων Θεού. Δεν είναι εκείναι αι πληγαί, όπου δίδονται δια την αρετήν, πληγαί, αλλά σφραγίδες της θεϊκής υιοθεσίας· δεν είναι θάνατοι εκείνοι όπου έρχονται δια ζήλον του θείου νόμου, αλλά προοίμια της αιωνίου ζωής· δεν είναι εκείναι αι σφαγαί, σφαγαί, όπου γίνονται δια το μίσος και τον πόλεμον του κοινού εχθρού, αλλ’ αρχή της αθανασίας. Πληγώνεται καιρίως ο Επαμεινώνδας, και κείμενος εις την γην, ερωτά τους στρατιώτας του αν ίσως σώζεται, και δεν εχάθη η περικεφαλαία του· ακούσας ότι πάρεστι, πάλιν ερωτά, αν ίσως ενικήθησαν οι εχθροί· όταν δε ήκουσε και τούτο πως έγινε, τότε λέγει· «Ήδη τέλος της εμής ζωής λαμπρόν εφέστηκεν, ήδη ο Επαμεινώνδας γεννάται, επείπερ ούτω θνήσκει». Βλέπεις η ευαγγελική αλήθεια πως επροκηρύττετο και με τον ζήλον, όπου φυσικώς είχον οι παλαιοί εις την αλήθειαν; Λοιπόν δεν πρέπει εγώ σήμερον να επάρω πλέον εις τας χείρας μου την αιματωμένην Κεφαλήν του Προδρόμου, δια να δείξω πόσα δύναται να κάμη ο τυφλός έρως των γυναικών, δεν παίρνω αυτήν την αιματωμένην κεφαλήν δια να εξυπνήσω εκείνους όπου κοιμώνται μέσα εις την τρυφήν και σπατάλην του σώματος, δια να ίδωσιν εις ποία βάραθρα κρημνίζει τον δυστυχισμένον άνθρωπον η μέθη και η πολυφαγία· δεν παίρνω αυτήν την κεφαλήν την στάζουσαν το αίμα το προφητικόν, την βοώσαν όχι εκδίκησιν, ως του Άβελ, αλλ’ έλεον και ευσπλαγχνίαν, ως το αίμα του Υιού του Θεού· δεν παίρνω, λέγω, εκείνο το αίμα να το χύσω εις το πρόσωπον εκείνων όπου έσχισαν το προσωπείον της ανθρωπότητος, και πηδώσι και χορεύουσιν ως κάμηλοι· δεν παίρνω αυτήν την κεφαλήν να τους δείξω, ποίος είναι ο καρπός όπου εγέννησεν ο χορός, ποίον Προφήτην, ποίον Απόστολον, ποίον επίγειον Άγγελον απεκεφάλισεν ο χορός· έχω άλλην ζώσαν μαρτυρίαν, την χρυσήν απόφασιν του διδασκάλου της Εκκλησίας· αυτήν την απόφασιν επιρρίπτω εις τους χορούς, ήτις φωνάζει μεγαλοφώνως· «Ένθα όρχησις, εκεί και ο διάβολος». Αύτη η απόφασις του διδασκάλου ας τους μάθη, ότι δεν χορεύουσι μόνοι, δεν είναι συντροφιασμένοι άνδρες και γυναίκες εις τους χορούς, αλλ’ είναι και ο διάβολος εκεί ομού, συντροφιασμένος με όλα του τα τάγματα· αυτή η απόφασις ας διδάξη τους χορεύοντας, ότι εκείνους τους πόδας όπου σαλεύουσι και κτυπώσιν άνω και κάτω, δεν έπλασεν αυτούς ο Θεός, ίν’ ασχημονώμεν, ίνα όπως αι κάμηλοι πηδώμεν, αλλ’ ίνα συν Αγγέλοις χορεύωμεν. Μάθετε από αυτήν την απόφασιν οι χορεύοντες, ότι αν και δεν έχετε μεταξύ σας την θυγατέρα της Ηρωδιάδος να σύρη τον χορόν, πλην εκείνος ο διάβολος, όπου εκινούσε τους πόδας εκείνης, ο ίδιος κινεί και τους πόδας τους ιδικούς σας· εκείνος όπου εδίδαξε την ψυχήν εκείνης να ζητήση πληρωμήν του χορού της τον φόνον του Ιωάννου, ο ίδιος κρημνίζει και τώρα άλλον εις πορνείαν, άλλον εις μοιχείαν, και άλλον εις σατανικόν έρωτα· «Ο δι’ εκείνης ορχησάμενος τότε διάβολος, και δια τούτων χορεύει νυν, και τας ψυχάς των ανακειμένων λαβών άπεισιν αιχμαλώτους». Δεν είναι χρεία άλλης διδασκαλίας εις τους χορευτάς, ούτε εις τους άλλους, δια να παραστήσω την Κεφαλήν του Ιωάννου, αλλά φθάνει το τέλος του Επαμεινώνδα· αρκετός είναι ο ζήλος εκείνου του ΄Σλληνος, δια να εξυπνήση των ευσεβών την καρδίαν, να γνωρίσωσι πως δεν είναι άλλη τιμή, άλλη δόξα, άλλος πλούτος, έλλο καλόν όνομα, μεγαλειοτέρα βασιλεία, ως το να αποθάνη τις εις την φύλαξιν των νόμων του Θεού, εις την νίκην του κοινού εχθρού διαβόλου. Και δεν είναι αισχύνη μεγάλη, μία εντροπή ασύγκριτος, ημάς τους ασεβείς να διδάσκη ένας ασεβής, ημάς όπου εδίδαξαν τόσοι Προφήται, τόσοι Μάρτυρες, τόσοι Απόστολοι, τόσαι Παρθένοι, τόσοι Ασκηταί, τόσοι Διδάσκαλοι και αυτός ο ίδιος ο Υιός του Θεού και Θεός με την ιδικήν του ζωήν, ότι δεν είναι άλλο ενδοξότερον και τιμιώτερον από την αρετήν; Δεν είναι άλλος θάνατος πλέον ένδοξος, πλέον άγιος, πλέον χαρμόσυνος, ως να αποθνήσκη τις ίνα διαφυλάξη το Βάπτισμά του, να μη μολύνη την σωφροσύνην του, δια να μη καταφρονηθή η εικών του Θεού και Πατρός του, δια να μη καταπατηθώσιν οι νόμοι του πλάστου του, δια να μη φανή ποτέ ηττημένη η αλήθεια από το ψεύδος; Ημάς, λέγω, τους διδαγμένους από τοσούτους και τοιούτους Αγίους να διδάσκη με το τέλος του ένας Επαμεινώνδας, δεν είναι καταισχύνη μεγάλη; Ναι, καταισχύνη είναι μεγάλη και δια τούτο ας μη το υποφέρη τις, αλλ’ όλοι, και άνδρες και γυναίκες, ας αντισταθώμεν κατά της αμαρτίας μέχρις αίματος, καθώς ο σήμερον εορταζόμενος· ας μισήσωμεν το ψεύδος, ας αγαπήσωμεν την αλήθειαν, ας εκριζώσωμεν από την καρδίαν μας τον σατανικόν έρωτα δια την αγάπην τούτου του προφητικού αίματος, όπου γίνεται θυσία της σωφροσύνης και της καθαρότητος· ας αποκόψωμεν από την σήμερον τους σατανικούς χορούς και τα διαβολικά συμπόσια, δια την αγάπην ταύτης της Κεφαλής, όπου εδόθη μισθός μιας χορευτρίας, ίνα δια πρεσβειών τούτου του ενδόξου Προδρόμου και Ιωάννου αξιωθώμεν της μερίδος των σωζομένων, χάριτι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου